Τρίτη 7 Μαρτίου 2017






ΑΥΤΟΙ ΚΙ ΕΓΩ


Πάς ώσπερ άρτι γεγονώς εκ του ζην απέρχεται.
Επίκουρος


Το τηλέφωνο χτύπαγε επίμονα και μονότονα συγχρόνως. Κανείς δεν το σήκωνε αν και είχε κουδουνίσει πάνω από εφτά με οκτώ φορές. Τελικά η Μαίρη ακούστηκε να απαντά:
«Παρακαλώ…»
«Μαίρη… Μαίρη … επιτέλους, γιατί άργησες να απαντήσεις κορίτσι μου; Ανησύχησα είσαι καλά;», τη ρώτησε η φωνή του Γιάννη.
«Ναι, ναι καλά είμαι … δεν το άκουγα που χτύπαγε. Έπαιρνες πολύ ώρα;»
«Ναι, αρκετή και σκεφτόμουν διάφορα άσχημα …κι ανησύχησα. Σε έπαιρνα και στο κινητό σου, αλλά ούτε αυτό το σήκωνες. Γιατί;»
«Ναι; Πρέπει να τελείωσε η μπαταρία του. Αλήθεια … που είσαι; Έχει περάσει η ώρα… είναι αρκετά μετά τις επτά και συνήθως τις Δευτέρες έρχεσαι πιο νωρίς»
«Μόλις τώρα έφυγα από τον σταθμό και σε έπαιρνα για να σου πω, πως θα αργήσω λίγο. Είχαμε τρεχάματα με μια υπόθεση και είμαστε στο πόδι από το πρωί»
«Τι τρεχάματα δηλαδή; Α με την ληστεία που έγινε; Ναι, το άκουσα στο ραδιόφωνο το πρωί. Γι αυτό δεν με πήρες τηλέφωνο;»
«Ναι βρε Μαίρη μου… με συγχωρείς γι αυτό καλή μου. Μα πίστεψέ με, δεν βρήκα στιγμή ν’ ανασάνω. Εξ άλλου μου είπες ότι ήθελες να δουλέψεις πάνω στο βιβλίο σου σήμερα, έτσι δεν είναι; Κι εγώ δεν ήθελα να σε διακόψω. Δεν μου λες, αλήθεια, πως πήγε; Προχώρησες καθόλου;»
«Μπα… ούτε λέξη. Δεν είχα καθόλου διάθεση … και καμία έμπνευση, …καμία. Ίσως κάνω ακόμα μια προσπάθεια μέχρι να έρθεις… δεν ξέρω, το μυαλό μου λες και σταμάτησε»
«Αγάπη μου σε ακούω κάπως… ανήσυχη… ταραγμένη. Τι σου συμβαίνει… δεν νιώθεις καλά;»
«Δεν είναι τίποτα, μια χαρά είμαι … αλλά ξέρεις… οι βροντές με τρομάζουν… το ξέρεις αυτό»
«Έλα, έλα ησύχασε δεν πρέπει να φοβάσαι τις βροντές. Έλα μωρό μου, είμαι στον δρόμο κι έρχομαι, θα έρθω όσο πιο γρήγορα μπορώ»
«Πώς να ηρεμίσω, αυτός ο παλιόκαιρος με εκνευρίζει και με φοβίζει ακόμη πιο πολύ από την απουσία σου»
«Ευτυχώς που είναι εκεί η κυρία Ελένη. Πες της ότι απολογούμαι που καθυστέρησα και την παρακαλώ να καθίσει μαζί σου για λίγο ακόμα μέχρι να φτάσω εκεί. Έτσι κορίτσι μου;»
«Ου, έχει φύγει εδώ και ώρα Γιάννη μου…»
Η φωνή του Γιάννη από την άλλη άκρη του ακουστικού την διέκοψε απότομα: «Έχει φύγει; Γιατί; Είχαμε συμφωνήσει να μένει μαζί σου μέχρι να γυρίζω εγώ στο σπίτι»
«Της είπα εγώ να φύγει πιο νωρίς. Είχε αρχίσει να βρέχει κιόλας ε… και δεν την ήθελα να οδηγήσει μέσα στην βροχή. Δεν ήθελα να πάθει και τίποτα… Μα είχε ετοιμάσει το φαγητό και το έχει αφήσει στον φούρνο. Μέχρι να έρθεις θα έχει τελειώσει έτοιμο»
«Δεν έπρεπε να σε ακούσει. Ήταν λάθος της να φύγει. Το ξέρει πως δεν πρέπει να είσαι μόνη, ειδικά όταν νυχτώνει… τότε ανησυχώ πιο πολύ. Και δεν μου λες… πήρες τα φάρμακά σου;»
«Ναι, τα πήρα πριν από λίγο. Έχω πάρει κι ένα ηρεμιστικό μαζί. Είμαι εντάξει, μην ανησυχείς…»
«Ωραία, ωραία, θα έρθω όσο πιο σύντομα μπορώ και όσο πιο σύντομα το επιτρέπει η βροχή με αυτούς τους δρόμους που έχουν γίνει ποτάμια πια. Α… και φρόντισε να φορτίσεις το κινητό σου ή να είσαι κοντά στο σταθερό. Θα σε ξαναπάρω… εντάξει;»
«Καλά. Μην αργήσεις … αλλά και να προσέχεις με αυτή τη βροχή. Μη πάθεις τίποτε, ειδικά τώρα που μου είπες ότι οι δρόμοι είναι γεμάτοι νερά…»
«Καλά, θα προσέχω κορίτσι μου. και να σου πω… πεινάω σαν λύκος. Τι καλό μας μαγείρεψε η κυρία Ελένη;»
Δεν πρόλαβε τελειώσει την κουβέντα του και τον ουρανό έσκισαν λαμπερές αστραπές και ένας εφιαλτικός ήχος απλώθηκε σε όλο το τοπίο. Σε λίγο κι άλλες με τις ανάλογες βροντές τους που έκαναν τα σκυλιά να αλυχτούν φοβισμένα και την Μαίρη να τρομοκρατηθεί.
«Αχ Παναγία μου…», του είπε, «… το άκουσες αυτό; Γιάννη … μα τι έγινε; Γιάννη…», το τηλέφωνο όμως ήταν νεκρό.
«Όχι, όχι … αυτό μου έλειπε τώρα… να πέσει και το ρεύμα …», μονολόγησε και γυρνώντας πάλι στο μικρόφωνο του τηλεφώνου: «Γιάννη…», είπε, «… με ακούς; Γιάννη…», όμως δεν ακουγόταν κανένας ήχος μέσα από την γραμμή. «Γιάννη…», συνέχισε εκείνη, «… έχει διακοπή ρεύματος… δεν σε ακούω… με ακούς εσύ; Γιάννη μου… αχ Θεέ μου, τώρα αναβοσβήνουν τα φώτα… προσπαθεί να επανέλθει ευτυχώς…»
Τοποθέτησε το ακουστικό στη θέση του και σήκωσε τα μάτια προς το μεγάλο πολύφωτο στο κέντρο του ταβανιού που εξακολουθούσε να αναβοσβήνει, κάνοντας όμως μεγαλύτερες παύσεις στο σκοτάδι, όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα.
«Όχι… μη μου το κάνεις αυτό…», μονολόγησε, «… όχι, δεν είναι δυνατόν! Κόπηκε το τηλέφωνο, κόπηκε και το ρεύμα… δεν μπορεί να είναι αλήθεια, δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό… όχι…», φώναξε έντρομη για να μη την ακούσει κανείς μέσα στο σκοτάδι που είχε τώρα επικρατήσει.
 «Δεν γίνεται… δεν το μπορώ το σκοτάδι… δεν το μπορώ. Τι θα κάνω τώρα; Α, θα ακουμπήσω εδώ, δίπλα στην πόρτα… όχι… όχι …», είπε αλλάζοντας την απόφασή της, «… θα στριμωχτώ εδώ στην πολυθρόνα, στην γωνία καλύτερα… ναι, ναι… είναι καλύτερα εδώ. Θα μείνω λοιπόν εδώ μέχρι να επανέλθει το ρεύμα…», σκέφτηκε, «… δεν θα κρατήσει πολύ… δεν μπορεί να κρατήσει πολύ, αυτοί της ηλεκτρικής εταιρίας ξέρουν καλά την δουλειά τους… να δεις που γρήγορα θα το φτιάξουν… ένα δυό λεπτά… αχ Θεέ μου… τόσο σκοτάδι…. Τίποτα δεν βλέπω πια. Ένα κακό όνειρο είναι… θα ξυπνήσω και θα έχει ρεύμα κανονικά, τα φώτα θα είναι αναμμένα και… όλα καλά. Θα έχει πολύ φως τότε»
Σφίχτηκε ανακούρκουδα πάνω στην βελούδινη πολυθρόνα που με ευκολία χώραγε την μικροκαμωμένη γυναίκα, όταν άκουσε ένα απότομο ήχο πίσω της και δεξιά.
«Αχ…», φώναξε τρομαγμένη, «… Παναγία μου… τι ήταν αυτό; Μπα… τα κλαδιά θα ήταν… τα παντζούρια είναι ανοικτά, πάλι καλά που δεν έσπασε το τζάμι. Πρέπει να τα κλείσω … πρέπει να κλείσω τα παντζούρια… μα… μα δεν μπορώ να κουνηθώ. Δεν βλέπω τίποτα… κεριά. Πρέπει ν’ ανάψω κεριά. Κεριά, κεριά … θα ανάψω κεριά, πολλά κεριά. Που τα έχω; Α, ναι, μες την κουζίνα… αλλά πως θα πάω ως εκεί; Πρέπει να πάω… όχι … δεν μπορώ, όμως πρέπει να πάω… στην κουζίνα… πρέπει, πρέπει. Πρέπει να πάω ως την κουζίνα… ένα βήμα… αχ ακόμα ένα…», τα βήματά της ήταν αργά και έσερνε ουσιαστικά τα πόδια της ενώ στην προσπάθειά της να ψηλαφίσει τον χώρο με τα χέρια έριξε μια κανάτα με δυό ποτήρια από το τραπέζι, «… αχ… γέμισε το πάτωμα γυαλιά…», είπε, «… αχ, που έχουμε βάλει τα κεριά; Στο συρτάρι, ναι, ναι εκεί θα είναι…»
Βρήκε το συρτάρι που υπολόγιζε ότι θα ήταν τα κεριά, ανακάτεψε το περιεχόμενό του στα τυφλά, χωρίς να τα νοιώσει στην παλάμη της.
«Δεν είναι εδώ…», ψηλάφισε το διπλανό, «… σ’ αυτό ίσως; Α, ναι, εδώ είναι… ευτυχώς. Σπίρτα, σπίρτα, σπίρτα…», γέλασε, «… ναι, ναι, ναι… εδώ είναι και τα σπίρτα. Θα τα ανάψω όλα τα κεριά», μονολόγησε κουνώντας ασυναίσθητα το κουτί δίπλα στο αυτί της.
«Ωραία… ένα εδώ στην γωνία, ένα στο τραπέζι, ένα εδώ κι εδώ κι εδώ…», είπε πηγαίνοντας σε διαφορετικά σημεία που υπήρχαν ράφια ή προεξοχές στα έπιπλα. «Αχ… καλύτερα τώρα! Ελπίζω να κρατήσουν μέχρι να επανέλθει το ρεύμα. Πώς να κλείσω τα πατζούρια τώρα; Αν ανοίξω τα τζάμια, θα μπούνε μέσα αυτά τα κλαδιά και … Θεέ μου, Θεέ μου… τι ανατριχιαστικό θέαμα! Έτσι που τα παίρνει ο άνεμος εδώ κι εκεί… μοιάζουν σαν … χέρια… σκελετωμένα. Οι λάμπες του δρόμου έχουν σβήσει. Δεν διακρίνεται ούτε ίχνος από το φως εκεί έξω…», αναστέναξε κάπως πιο ήρεμη τώρα, «… το απόλυτο σκοτάδι. Να κλείσω τουλάχιστον τις κουρτίνες … να μην βλέπω έξω… και τι να δω δηλαδή; Τα κάλυψε όλα αυτό το κατάμαυρο πέπλο. Έτσι… καλύτερα τώρα. Πως θα περάσει η ώρα; Νωρίς είναι ακόμα… μόλις επτά… επτά και τέταρτο. Ας δοκιμάσω να πάρω τον Γιάννη»
Έπιασε στα χέρια της το τηλέφωνο και έφερε το ακουστικό στο αυτί της σε μια προσπάθεια να ακούσει το ενθαρρυντικό τιτίβισμά του. «Τίποτα, νεκρό …», είπε, «… αχ… το κινητό μου… στη τσάντα μου είναι… για να δούμε». Τα χέρια της έτρεμαν σαν πάτησε το κουμπί που άναβε την οθόνη του. «Άντε άναψε…», είπε, «… ουφ… άναψε έστω για λίγο, πανάθεμά σε. Τίποτα, ηλίθια πράγματα…», συνέχισε πετώντας την συσκευή πάνω στο καναπέ, «… και τα λένε έξυπνα κιόλας! Αχ, άντε Γιάννη μου, μην αργείς. Παναγία μου πρόσεχέ τον να φτάσει καλά στο σπίτι. Το φαγητό δεν έχει προλάβει να ψηθεί… εμ βέβαια, αφού όλα εξαρτώνται από το ρεύμα, από τον ηλεκτρισμό». Αναστέναξε και έφερε τα χέρια στα μπράτσα, τα έτριψε:
«Κάνει ψύχρα… αν είχαμε προλάβει ν’ ανάψουμε το τζάκι, θα είχε λίγο περισσότερο ζέστη αλλά και φως εδώ μέσα. Ούτε καν σκεφτήκαμε να φέρουμε ξύλα από την αποθήκη … μας έπιασε απροετοίμαστους αυτός ο χειμώνας. Πόσο Θεέ μου θα κάνει ακόμα να έρθει το ρεύμα; Να βρω ακόμα λίγα κεριά… για παν ενδεχόμενο…»
Πήγε πάλι προς την κουζίνα κάνοντας μια προσπάθεια να αποφύγει τα σκορπισμένα γυαλιά στο πάτωμα. Άνοιξε το συρτάρι που είχε ανακαλύψει προηγουμένως τα κεριά, έβαλε το χέρι βαθιά μέσα και άρχισε να ψάχνει και για άλλα.
«Τι θα κάνω τώρα…», σκέφτηκε, «… ούτε το φαγητό δεν μπορώ να ετοιμάσω. Αχ… ναι ξέρω. Θα καθίσω στην αγαπημένη σου πολυθρόνα Γιάννη μου. Μπροστά στην τηλεόραση… όμως απόψε είναι απλώς ένα σκέτο τζάμι… μαύρο και νεκρό…. Μόνο οι φλόγες των κεριών αντανακλούν στην οθόνη της. Α… να που άφησες εδώ την κουβέρτα να σκεπάσω λίγο τα πόδια μου, να ζεσταθώ αχ. Να σταματούσε τουλάχιστον αυτός ο δαιμονισμένος αέρας! Κυρία Ελένη μου, είσαι τόσο καλή, αλλά ποτέ δεν θυμάσαι να κάνεις τα μικροπράγματα που σου ζητώ. Σε έχω παρακαλέσει τόσες φορές να πάρεις αυτή την κλεψύδρα από κει, να την βάλεις κάπου αλλού, δεν θέλω να την βλέπω… με τρομάζει. Μου δίνει την αίσθηση ότι η άμμος κυλάει με πιο γρήγορο ρυθμό τελευταία. Όταν της το είπα αυτό, εκείνη χαμογέλασε… το θεώρησε χαζό μήπως;»
Πήγε προς το γραφείο της, ένα παλιό έπιπλο από ξύλο καρυδιάς με τέσσερα συρτάρια, ανά δυο από κάθε πλευρά και βρήκε την στοίβα με τα χαρτιά της. Χαμογέλασε σαν τα είδε λίγο ανακατωμένα.
« Απεχθάνομαι την απραξία… είναι τόσο χάσιμο χρόνου. Έστω και με λιγοστό φως, θα μπορούσα ν’ ασχοληθώ με το βιβλίο μου. Ωχ… πως έχουν μπερδευτεί έτσι οι σελίδες! Αμάν… πάλι το έκανες το θαύμα σου! Ενώ ξεσκόνιζες Ελένη μου, τις ανακάτεψες. Πήρες τις τελευταίες σελίδες και τις έβαλες πάνω από τις πρώτες. Αλλά … εγώ φταίω, βέβαια φταίω εγώ που δεν τις έχω συνδέσει μεταξύ τους, ευτυχώς που τις έχω αριθμήσει… αλλιώς… είναι που είναι μπερδεμένη η ιστορία, δεν θα έβρισκα καμιά άκρη. Που μείναμε λοιπόν; Μμμμ … μάλιστα, όλο σημειώσεις, διορθώσεις, μουτζούρες, αχ πρέπει να τα βάλω σε τάξη. Δεν θα προλάβω ποτέ να το τελειώσω! Δεν θα τα καταφέρω…»
Άκουσε ένα θόρυβο πίσω της από την μεριά της πόρτας. Γύρισε ξαφνιασμένη απότομα και αφουγκράστηκε με προσοχή. Ο θόρυβος ξανακούστηκε και έμοιαζε με τα βήματα κάποιου πάνω στο ξύλινο πάτωμα του σαλονιού.
«Γιάννη…», φώναξε, σχεδόν έντρομη. «Γιάννη, εσύ είσαι; Μα… πως βρέθηκε κιόλας εδώ; Ακούστηκε όμως σαν πόρτα που ανοιγόκλεισε. Θεέ μου κάποιος… κάποιος μπήκε στο σπίτι. Μα τι λέω… πως μπορεί να μπει κανείς; Έχω κλειδώσει παντού. Και την μπροστινή και την πίσω πόρτα, ή μήπως όχι; Η πόρτα του γκαράζ; Έμεινε ξεκλείδωτη άραγε;»
Άκουσε ξανά εκείνο τον ήχο που την είχε τρομάξει πριν λίγο. Ναι, σίγουρα κάποιος περπατούσε στο ξύλινο πάτωμα. Ένοιωσε κάτι να της καίει το στομάχι και τα πόδια της δεν τα ένοιωθε πολύ σταθερά. Ο φόβος την είχε καταλάβει. Ίσως να ήταν και στα πρόθυρα πανικού. Ο αέρας φύσαγε και πρόσθετε κι αυτός το μυστηριακό του ήχο στα αυτιά της.
«Τι είναι αυτό; Μια σκιά! Εκεί Θεέ μου… εκεί στη γωνία του διαδρόμου… Παναγία μου… κάποιος είναι εκεί… κάποιος… κάποιος είναι μέσα στο σπίτι … τι να κάνω… τι να κάνω τώρα; Μα… τι χαζή που είμαι…», μονολόγησε προσπαθώντας να βρει λίγο κουράγιο, «… το φως των κεριών είναι … ναι αυτό είναι που δημιουργεί σκιές. Οι φλόγες από τα κεριά το κάνουν αυτό… χορεύουν και φτιάχνουν περίεργα ίχνη στους τοίχους, περίεργες σκιές στις γωνίες. Αχ…», αναστέναξε, «… η καρδιά μου πάει να σπάσει, πρέπει … πρέπει να ηρεμίσω… αχ νάτο… νάτο πάλι. Ποιος … ποιος είναι; Το είδα… ένα κεφάλι… ένα πρόσωπο, είμαι σίγουρη πως κάποιος είναι εκεί. Ποιος είσαι; Απάντησέ μου»
Πήγε προς το κλειστό παράθυρο και άρχισε να φωνάζει:
«Βοήθεια … βοήθεια. Χάθηκε; Ε, δεν ήταν της φαντασίας μου… όχι… όχι… όχι… το είδα. Κάτι… κάτι, κάποιος βρίσκεται εκεί. Ακουμπισμένος στον τοίχο… τώρα είναι πίσω από την κολώνα. Τον είδα…», συνέχισε να μιλάει στον εαυτό της, «… ξεπρόβαλε μέσα στο μισοσκόταδο … με κοίταξε και μετά κρύφτηκε. Το βλέπω πάλι … ένα κεφάλι που γέρνει… αχ… χάνω το μυαλό μου. το φαντάζομαι αυτό… αυτό δεν είναι αληθινό. Θα… θα κλείσω τα μάτια… ναι, ναι, ναι, έτσι για λίγο και όταν τα ανοίξω, θα έχει χαθεί. Τα κεριά το κάνουν αυτό. Οι σκιές που τρεμοπαίζουν στον τοίχο. Ναι… ναι… αυτό είναι. Αχ… είναι εκεί ακόμη, εκεί στο μισοσκόταδο … τον βλέπω… μια μαύρη φιγούρα. Με κοιτάζει… βοήθησέ με Θεέ μου… βοήθησέ με … θα με σκοτώσει; Όχι, όχι δεν θα τον αφήσω, δεν θέλω να πεθάνω… πρέπει να βρω κάτι. Να αμυνθώ… τι… τι; Πως; Να… η λαβίδα από το τζάκι… μα πως θα την πιάσω; Δεν θα προλάβω… αν μου επιτεθεί; Δεν θα του γυρίσω την πλάτη… μην τον χάσω από τα μάτια μου. Αχ θα κινηθώ αργά, αργά. Νάτος εκεί… εκεί είναι ακόμα πίσω από την κολώνα. Γέρνει και με κοιτάζει…»
Σήκωσε όσο πιο γενναία μπορούσε το βλέμμα της προς το μέρος του άγνωστου που κρυβόταν
«Το ξέρω πως είσαι εκεί…», είπε με δυνατή φωνή, «… σε είδα. Ποιος είσαι; Βγες από κει… εμφανίσου, γιατί κρύβεσαι; Βγες σου λέω… ποιος είσαι; Αχ… μη… μη με πλησιάζεις… τι θέλεις; Έχω λεφτά, λεφτά στην τσάντα μου εκεί να εκεί…», έδειξε προς την άκρη του καναπέ που είχε πετάξει την τσάντα όταν έψαχνε το κινητό της, «… πάρε ότι και όσα θέλεις. Μη μου κάνεις κακό… σε παρακαλώ… μη … μη…»
Ο άγνωστος που είχε πλησιάσει ήταν μια γυναίκα, μια νέα και απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει, μια όμορφη γυναίκα.
«Μη φοβάσαι…», της είπε, «… δεν θα σε πειράξω»
«Τι θέλεις; Γιατί μπήκες στο σπίτι μου; για να κλέψεις; Τι θέλεις; Πες μου, τι σκοπεύεις να κάνεις; Γιατί δεν μιλάς; Μην τολμήσεις να με πλησιάσεις, θα βάλω τις φωνές. Ακούς; Βοήθειαααα»
«Σσσς… ηρέμισε δεν θα σου κάνω κακό. Εγώ μπήκα για να γλιτώσω …»
«Να γλιτώσεις; Πως μπήκες;»
«Χτυπούσα στην πόρτα μα οι βροντές ήταν πολύ δυνατές και σκέπασαν τον χτύπο»
«Και από πού μπήκες μέσα;»
«Από την πίσω πλευρά. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Συγγνώμη που μπήκα έτσι… χρειάζομαι βοήθεια»
«Αν έρθεις κοντά μου, θα… θα σε χτυπήσω. Στο ορκίζομαι»
«Μη με φοβάσαι… σε παρακαλώ. Άσε κάτω το σίδερο που κρατάς … δεν χρειάζεται. Δεν κινδυνεύεις από μένα»
«Δεν είμαι σίγουρη γι αυτό. Γιατί να σ’ εμπιστευτώ; Πες μου την αλήθεια , τι θέλεις;»
«Να με βοηθήσεις θέλω. Μόνο αυτό … δεν ήθελα να σε τρομάξω»
«Με τρόμαξες όμως. Κι ακόμα με τρομάζεις. Τι γύρευες έξω με αυτόν τον καιρό; Πως ήρθες μέχρι εδώ; Γιατί δεν μιλάς;»
«Έχω χάσει τον δρόμο μου, σε παρακαλώ… βοήθησέ με»
«Χάθηκες; Από πού ερχόσουν δηλαδή; Που πήγαινες;»
«Δεν ξέρω. Είναι όλα μπερδεμένα στο μυαλό μου… βοήθησέ με…»
«Πώς να σε βοηθήσω; Τι θέλεις να κάνω εγώ; Ο.. σύζυγός μου είναι κάπου εδώ κοντά … και… και μπορεί να σε πάει κάπου. Στο σπίτι σου ή σε κάποιο δικό σου ή όπου αλλού θέλεις να πας»
Η κοπέλα χαμογέλασε αλλά με ένα χαμόγελο πικρό
«Δεν έχω που να πάω»
«Τι εννοείς; Δεν καταλαβαίνω… ε, δεν γίνεται… κάπου θα μένεις. Θα σε βοηθήσει ο Γιάννης … είναι … είναι αστυνομικός ο Γιάννης, θα είναι εδώ σε λίγο και… θα σε βοηθήσει…»
«Δεν μπορεί να με βοηθήσει αυτός. Δεν μπορεί. Σε παρακαλώ… μη με διώξεις. Κινδυνεύω εκεί έξω…»
«Κινδυνεύεις; Από τι κινδυνεύεις; Πες μου»
«Έτρεχα … έτρεχα να ξεφύγω και χάθηκα μέσα στο σκοτάδι…»
«Να ξεφύγεις; Από τι να ξεφύγεις; Τι θέλεις από μένα να κάνω;»
«Να με βγάλεις από τα σκοτάδια. Αυτό θέλω. Δεν το αντέχω άλλο… βγάλε με στο φως»
«Δεν καταλαβαίνω τι λες. Μάρτυς μου ο Θεός… δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ ότι λες. Συνεχίζεις να με τρομάζεις… και γιατί κρύβεσαι ακόμη εκεί πίσω;»
«Μου είπες να μην πλησιάσω. Να μείνω εδώ»
«Έλα εδώ… έλα. Προχώρησε. Σιγά – σιγά, έτσι… φτάνει… φτάνει… ως εκεί. Δεν μπορώ να δω καθαρά το πρόσωπό σου. Γιατί το κρύβεις; Βγάλε αυτό που φοράς στο κεφάλι. Αργά – αργά»
«Εντάξει, το βγάζω»
«Πήγαινε πιο κοντά… εκεί, στο φως του κεριού. Δεν σε βλέπω καθαρά ακόμη. Γύρνα προς τα δω»
«Ωραία… με βλέπεις καλά τώρα; Γιατί ξαφνιάστηκες…. Γιατί με κοιτάζεις έτσι;»
«Χμ… φαίνεται πως σ’ έχω ξαναδεί. Σαν να σε ξέρω»
«Αλήθεια; Με γνωρίζεις;»
«Δεν … δεν ξέρω, κάτι μου θυμίζεις. Το πρόσωπό σου έχει … κάτι το οικείο. Ποια είσαι; Πως βρέθηκες εδώ;»
«Δεν ξέρω. Χάθηκα στο σκοτάδι. Με κυνηγούσε…»
«Ποιος; Ποιος σε κυνηγούσε; Γιατί; Θα μου εξηγήσεις τέλος πάντων; Αυτό που κάποιος σε κυνηγούσε, ότι χάθηκες στο σκοτάδι, τα είπες και πιο πριν»
«Σώσε με. Σε παρακαλώ βοήθησέ με. Κάνε κάτι…»
«Τι να κάνω εγώ; Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Συνέχεια επαναλαμβάνεις ότι κάποιος σε κυνηγούσε. Ποιος είναι; Κάποιος επικίνδυνος;»
«Δεν ξέρω. Έτρεχα… όλο έτρεχα να γλιτώσω, μα αυτός ήταν συνεχώς ξωπίσω μου. ήταν τόσο σκοτεινά, έχασα τον δρόμο και… και τώρα… τώρα είμαι εδώ μέσα. Σώσε μας, θα χαθούμε και οι δυό…»
«Ποιοι δυο; Εννοείς εμένα; Κινδυνεύω κι εγώ; Από ποιόν;»
«Είναι πολύ επικίνδυνα εκεί έξω. Πολύ επικίνδυνα… μας καταδιώκει»
«Για τον Θεό… μη με τρομάζεις άλλο. Για ποιόν μιλάς;»
«Μια σκοτεινή δύναμη. Μια δύναμη που βρυχάται και ουρλιάζει σαν δαιμονισμένος άνεμος, σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του»
«Φτάνει… ως εδώ. Λοιπόν αν δεν μου εξηγήσεις τι ακριβώς σου συμβαίνει και τι νόημα έχουν όλα αυτά τα ακατανόητα που μου λες, θα ανοίξω την πόρτα και θα πρέπει να φύγεις αμέσως από δω… μ’ ακούς;»
«Μη μου το κάνεις αυτό…», είπε η κοπέλα με τρεμάμενη και αγχώδη φωνή. «Όχι… σε παρακαλώ, μη με διώξεις. Σε ικετεύω… μη με διώξεις….» και ξέσπασε σε κλάματα.
«Για όνομα του θεού…. Γιατί γονατίζεις; Έλα – έλα σήκω, σήκω επάνω. Μη κλαις, ηρέμισε … θα σε βοηθήσω. Θα κάνω ότι μπορώ»
Η κοπέλα σηκώθηκε αλλά έδειχνε εξαντλημένη, τα πόδια δεν έδειχναν ικανά να την κρατήσουν όρθια. Στηρίχτηκε στην άκρη του μεγάλου τραπεζιού, τσαλακώνοντας την άκρη του κεντήματος του τραπεζομάντιλου.
«Νοιώθω τόσο αδύναμη…», είπε, «… φοβάμαι… φοβάμαι πολύ. Μη με διώχνεις…»
«Καλά, καλά σου είπα, θα σε βοηθήσω, μη φοβάσαι. Έλα ησύχασε , είσαι ασφαλής εδώ μέσα. Δεν κινδυνεύεις… δεν κινδυνεύεις από τίποτα»
«Δεν κινδυνεύω εδώ μέσα…. Είναι όλα τόσα ήσυχα και τόσο γαλήνια και το φως… των κεριών… οι φλόγες τρεμοπαίζουν και κάνουν τις σκιές να χορεύουν στους τοίχους. Δεν μ’ αρέσει το σκοτάδι το φοβάμαι πολύ, απλώνεται επάνω στο φως… και το διασπάει, το κάνει σκόνη που χάνεται… σκορπίζεται στον άνεμο…»
«Είναι τόσο περίεργο! Το ίδιο σκέφτομαι κι εγώ. Λες και διαβάζεις τις σκέψεις μου. Γιατί την φοβάμαι κι εγώ την νύχτα, τρέμω το σκοτάδι της …»
«Γιατί προκαλεί φόβο; Γιατί; Η νύχτα… είναι κι αυτή ένα κομμάτι της μέρας, ένα κομμάτι της ημέρας  που απλώς δεν έχει φως»
«Πολύ όμορφο αυτό που είπες. Η νύχτα είναι ένα κομμάτι της ημέρας… χμ … κάπου το έχω διαβάσει ή κάποιος το είπε και το άκουσα. Δεν θυμάμαι ποιος. Όμως δεν είναι η νύχτα που τρομάζει εμένα. Είναι το σκοτάδι της που δεν αντέχω»
«Μπορείς να φανταστείς πως θα ήταν αν δεν υπήρχε νύχτα; Δεν θα σκοτείνιαζε ποτέ, πως αλλιώς θα βλέπαμε τα αστέρια να λάμπουν στον ουρανό; Πως θα μπορούσε το φεγγάρι να απλώνει στη Γη το ασημένιο του φως; Δεν υπάρχει φεγγάρι απόψε … αν είναι κάπου εκεί ψηλά, το κρύβει το σκοτάδι. Νύχτες όπως αυτή … είναι τόσο πυκνό, απροσπέλαστο. Αυτό όμως… μπορεί να σε κοιτάζει, να σε τυλίγει, να σε πνίγει, όπως πνίγει το φως … να το εξαφανίζει. Που το πηγαίνει άραγε; Κρυώνω…», έφερε τα χέρια και αγκάλιασε τον εαυτό της, έτρεμε, «… κρυώνω πολύ…»
«Κάνει πολλή ψύχρα απόψε. Έλα … άσε με να βάλω στους ώμους σου αυτή την κουβέρτα. Θα σε ζεστάνει … πρέπει να είσαι μούσκεμα… εμ, πως βγήκες στο κρύο με αυτό το λεπτό ρούχο». Την πλησίασε και σήκωσε την κουβέρτα του Γιάννη, πάνω στους ώμους της, αλλά σταμάτησε απότομα:
«Μα… πως γίνεται αυτό; Εσύ δεν έχεις καθόλου βραχεί… τα ρούχα σου … τα μαλλιά σου είναι στεγνά. Μου είπες ψέματα … δεν ήσουν έξω στη βροχή… έτσι; Θα μου πεις την αλήθεια; Πως βρέθηκες εδώ;»
«Κάπου εδώ μέσα ήμουν… δεν ξέρω… δεν θυμάμαι. Όχι – όχι, όχι, ήμουν σε εκείνο… το κρύο, υγρό υπόγειο και… πέθαινα. Πέθαινα και ήρθε… αυτός. Ήρθε να με σώσει. Μου είπε να τρέξω… να φύγω μακριά κι εγώ έτρεχα, όλο έτρεχα. Τώρα είναι μόνος εκεί έξω. Μόνος και αβοήθητος»
«Ποιος είναι εκεί έξω; Κάποιος που χρειάζεται βοήθεια; Πες μου. μα τι κάνεις; Γιατί πας στο παράθυρο; Φύγε από κει … μην ανοίξεις τις κουρτίνες. Γιατί κοιτάζεις έξω;»
«Οι λάμπες του δρόμου δεν ανάβουν, δεν διακρίνεται ούτε ίχνος από φως εκεί έξω. Το απόλυτο σκοτάδι, το σκοτάδι του Άδη, ζόφος, τρομακτικό. Αυτά τα ξερά κλαδιά, είναι πολύ επικίνδυνα. Χτυπούν με τόση μανία στο τζάμι… λες … λες και θέλουν να εισβάλουν μέσα. Να σε αρπάξουν να σου σφίξουν τον λαιμό…», η φωνή της είχε γίνει αγωνιώδεις και το στήθος της ανεβοκατέβαινε πολύ γρήγορα σε κάθε ανάσα, «… μέχρι να σου κοπεί η ανάσα…»
«Και γιατί μιλάς έτσι; Συνεχώς επαναλαμβάνεις τα δικά μου λόγια ή αν θέλεις τις δικές μου σκέψεις»
«Μα… είναι υπέροχη η θέα απ’ αυτό το παράθυρο. Σαν να βρίσκεσαι μέσα σε ένα σύννεφο. Και… και μπορείς να δεις… τόσο μακριά, μέχρι την άκρη του ορίζοντα»
«Πως το ξέρεις αυτό; Είναι κατασκότεινα εκεί έξω, τίποτα δεν μπορείς να διακρίνεις…»
«Μπορώ να φανταστώ τον ορίζοντα στο βάθος… το μπλε της θάλασσας, να τη λούζει ο ήλιος και να λάμπει σαν καθρέφτης. Μα το μόνο που βλέπω … είναι μια άβυσσος. Μια μαύρη τρύπα… τη περιμένω… καραδοκεί έτοιμη να μας καταπιεί»
«Έλα τώρα… φτάνει, φτάνει αυτά τα ακαταλαβίστικα που λες. Αλλά απομακρύνσου τώρα από το παράθυρο. Φαίνεσαι εξαντλημένη… με κόπο περπατάς. Καλύτερα να ξαπλώσεις εδώ… να εδώ στον καναπέ. Εγώ θα κλείσω ξανά τις κουρτίνες και θα φτιάξω κάτι ζεστό να πιούμε. Ωχ, με συγχωρείς… πως το ξέχασα; Δεν μπορώ να ζεστάνω νερό… δεν έχουμε ηλεκτρισμό. Ίσως ο μεγάλος κεραυνός που έπεσε νωρίτερα να έχει προκαλέσει βλάβη στα καλώδια τροφοδοσίας. Μάλλον έτσι θα έγινε. Είμαι σίγουρη ότι θα τα φτιάξουν γρήγορα.»
«Θα ήταν ωραία να είχαμε φωτιά στο τζάκι. Μπορώ όμως να φανταστώ τις φλόγες… τα αναμμένα κούτσουρα. Μπορώ να νοιώσω την ζεστασιά τους να με τυλίγει…»
«Ναι, ωραία θα ήταν να είχαμε αναμμένο το τζάκι.»
«Όμορφη είναι η φωτογραφία που κρέμεται στον τοίχο. Γελαστά πρόσωπα, ευτυχισμένα. Μπορεί να γραφτεί μια ολόκληρη ιστορία μόνο από μια στιγμούλα, μόνο από ένα κλικ ενός φωτογραφικού φακού. Έχεις προσέξει ότι έχει στραβώσει λίγο η κορνίζα;»
«Δίκιο έχεις. Θα την ισιώσω αμέσως. Έχω αυτό το ελάττωμα ξέρεις. Την ανάγκη να έχουν όλα γύρω μου, συμμετρία και τάξη. Η ακαταστασία με αποσυντονίζει εντελώς»
«Ελαττώματα, ανασφάλειες, φοβίες. Όλα ένας ψυχαναγκασμός είναι. Τα περισσότερα τα δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας»
«Είναι φυσιολογικό πράγμα ο άνθρωπος να έχει κάποιες αδυναμίες. Υπάρχει όμως κάποια εξήγηση και μια αιτία γι αυτά»
«Ναι, πάντα υπάρχει μια αιτία. Γεγονότα και τραύματα ίσως, που έχουν δημιουργηθεί από την παιδική ηλικία. Ή και αργότερα. Από καταστάσεις που ανατρέπουν τις ψυχικές ισορροπίες, συναισθηματικές διαταραχές που αφήνουν κατάλοιπα, δημιουργούν απωθημένα και φοβίες»
«Δεν ξέρω το γιατί, αλλά έχω συνεχώς την αίσθηση πως σε γνωρίζω. Ο τρόπος που μιλάς, αυτά που λες… είναι οι ίδιες οι σκέψεις οι δικές μου. Δεν μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Μου φαίνονται όλα τόσο οικεία σε σένα… και να σου πω και κάτι; Αν και με έκανες να τρομάξω πολύ, τελικά μια συντροφιά, ήταν ότι χρειαζόμουν περισσότερο απόψε. Φοβόμουν να καθόμουν μόνη με τόσο σκοτάδι και τον αέρα να ουρλιάζει έξω. Λοιπόν; Θα μου πεις που πήγαινες; Και πως βρέθηκες στην περιοχή; Εδώ είναι το πιο απομακρυσμένο σημείο της πόλης. Λοιπόν; Πως ήρθες μέχρι εδώ;»
«Δεν ξέρω. Χάθηκα κάπου στον δρόμο. Εσύ; Γιατί ήρθες εδώ στην ερημιά; Τόσο μακριά από τους ανθρώπους … είναι τόσο μοναχικά και απομονωμένα εδώ πέρα…»
«Αχ, η απόσταση, δεν σε απομακρύνει από τους ανθρώπους. όμως διαλέξαμε αυτό το σπίτι πριν από μερικά χρόνια… για την τοποθεσία του και την θέα του όπως είδες. Ή μάλλον… όπως την φαντάστηκες. Το είχαμε όμως για εξοχικό… για όλη την οικογένεια. Μετακομίσαμε όμως με τον άντρα μου, τον Γιάννη, αρκετά χρόνια τώρα, όταν μου έτυχε ένα πρόβλημα υγείας τότε. Αυτό το άπλετο φως… που το περιλούζει όταν ξημερώνει… είναι τόσο καθάριο και διάφανο… και ο καθαρός αέρας με αναζωογονεί. Εξάλλου με είχε κουράσει πολύ η πόλη και η πολυκοσμία της. Δεν μπορούσα να δουλέψω πια. Ήμουν εκπαιδευτικός για κάμποσα χρόνια. Μα για στάσου… τώρα που το λέω… μήπως ήσουν κάποια από τις μαθήτριές μου; Γι αυτό φαίνεσαι τόσο οικεία; Εσύ θα θυμάσαι σίγουρα, οι νέοι θυμούνται καλύτερα από τους μεγάλους. Λοιπόν; Ήσουν στις τάξεις που δίδασκα;»
«Ίσως! Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι. Πως περνάς την ώρα σου; Δεν νοιώθεις μοναξιά; Δεν βαριέσαι καθόλου εδώ;»
«Όχι… καθόλου. Η ησυχία που επικρατεί εδώ, μακριά από τον θόρυβο της πόλης, με βοηθάει. Εδώ μπορώ να συγκεντρωθώ καλύτερα και να ασχοληθώ με…»
«Μη… ξέρω. Με το γράψιμο!»
«Ναι, πως το ξέρεις αυτό;»
«Το ξέρω. Βλέπω τις σελίδες που είναι εκεί ανάκατες…», έδειξε με το δάχτυλο προς το γραφείο, «… πάνω στο τραπέζι, γραφείο να το πω, … δικό σου δεν είναι το χειρόγραφο;»
«Ναι… ναι, το … χειρόγραφο… ναι. Είχα σκοπό να δουλέψω πάνω σε αυτό απόψε αλλά… με τόσο λίγο φως… δεν είναι εύκολο»
«Τι γράφεις;»
«Μυθιστορήματα. Κυρίως αστυνομικές ιστορίες και περιπέτειες τέτοιου είδους»
«Από που παίρνεις ιδέες για να γράφεις αυτές τις ιστορίες;»
«Ε, πάντα θα υπάρχει κάτι που μπορεί να εμπνεύσει ένα συγγραφέα να γράψει ένα έργο. Μπορεί να πάρει ιδέες από κάτι που θ’ ακούσει, από κάποιο γεγονός και γενικά όταν ακούς και παρατηρείς ότι συμβαίνει γύρω σου, μπορείς να χτίσεις και να δημιουργήσεις ένα δικό σου έργο, ένα δικό σου κόσμο. Η πηγή που εμπνέει την φαντασία, είναι η ίδια η ζωή. Και είναι αστείρευτη»
«Θα μου πεις για ποιο λόγο το κάνεις; Γιατί γράφεις;»
«Γιατί γράφω ε; είναι δύσκολο να περιγράψω ακριβώς τον λόγο. Είναι αλήθεια αυτό. Είναι μάλλον μια εσωτερική ανάγκη, να πεις πράγματα… να εκφραστείς, γιατί όσο κι αν είναι μυθοπλασίες αυτά που γράφει κάποιος, βάζει τη δική του σφραγίδα, καταθέτοντας κομμάτια από την δική του ζωή, τις δικές του απόψεις και εμπειρίες. Όπως ένας ζωγράφος, που βάζει την υπογραφή του… κάτω – κάτω σε ένα πίνακα. Είναι σαν να χτίζει ένα οικοδόμημα… τούβλο με τούβλο, με τα δύο του χέρια. Και όταν το κοιτάζει τελειωμένο, τότε τα συναισθήματα είναι απερίγραπτα. Είναι η ικανοποίηση και η χαρά που νοιώθει όταν ολοκληρώσει το έργο του. Γιατί είναι δημιούργημά του. Σαν ένα παιδί δικό του…»
«Ώστε λοιπόν οι ήρωες μιας μυθοπλασίας που γράφεις, είναι σαν παιδιά δικά σου! Έτσι λες πως τους βλέπεις;»
«Ασφαλώς και τους βλέπω σαν παιδιά μου. εγώ τους έχω δημιουργήσει, εγώ τους έδωσα ζωή, εγώ τους καθοδηγώ… μα γιατί κλαις πάλι; Τι σου συμβαίνει κορίτσι μου; Διακρίνω μια απέραντη θλίψη στα μάτια σου. Φαίνεσαι τόσο …»
«Δυστυχισμένη; Αυτό βλέπεις σε μένα; Μια δυστυχισμένη ύπαρξη;»
«Δεν καταλαβαίνω γιατί … γιατί μου θυμώνεις;»
«Τι με ρωτάς; Εσύ τα ξέρεις όλα, με γνωρίζεις πάρα πολύ καλά…»
«Μα πως; Σου έχω πει ότι… δεν νομίζω πως σε ξέρω, παρά μόνο ότι μου φαίνεσαι γνωστή. Ίσως έχουμε συναντηθεί κάπου… δεν θυμάμαι. Λοιπόν, θα μου πεις τουλάχιστον ποιο είναι το όνομά σου;»
«Τι σημασία έχει;»
«Καλά. Ας πούμε ότι είμαι μια … Μαίρη»
«Ναι, γιατί όχι … ας πούμε ότι είσαι μια Μαίρη»
«Γιατί ταράχτηκες; Σου φαίνεται περίεργο που είπα αυτό το όνομα;»
«Περίεργο; Όχι! Αλλά θα ήταν τεράστια σύμπτωση αν δεν το έβλεπες εκεί… να εκεί που το έχω γραμμένο. Πάνω στην πρώτη σελίδα του χειρόγραφου. Και προφανώς το πήρε το μάτι σου ε;»
«Μπορεί να είμαι… νεκρή σύντομα. Μπορεί και όχι! Σε ικετεύω… λύτρωσέ με… δεν το αντέχω άλλο αυτό το μαρτύριο»
«Γιατί μιλάς έτσι; Γιατί μιλάς για θάνατο; Δεν βγάζω κανένα νόημα απ’ όσα λες. Πάψε να περπατάς γύρω – γύρω. Αχ… μου προκαλείς νευρικότητα. Θα μου πεις επιτέλους πως βρέθηκες εδώ;»
«Πάψε πια να κάνεις ερωτήσεις.»
«Είσαι τόσο παράξενο πλάσμα. Έχεις κάτι το απόκοσμο… την μια στιγμή φαίνεσαι τόσο ακίνδυνη, τόσο αθώα, σαν μικρό παιδί… και … και την άλλη στιγμή, όλα αυτά τα ακυρώνεις με το βλέμμα σου. Έχεις κάτι… κάτι απειλητικό, σαν καταιγίδα που απειλεί να ξεσπάσει από λεπτό σε λεπτό»
«Εγώ δεν απειλώ κανένα. Κανέναν… ακούς; Κανένα! Εσύ είσαι αυτή που με βάζεις συνεχώς σε κίνδυνο… δεν το αντέχω πια. Δεν θέλω να πεθάνω… δεν θέλω. Είναι τόσο όμορφα μέσα … δεν θέλω να ξαναφύγω. Όχι… όχι ξανά σε εκείνο το υπόγειο… σε παρακαλώ… μη με ξαναστείλεις εκεί»
«Λοιπόν! Άκουσε με. Σίγουρα κάνεις κάποιο λάθος. Δε ξέρω αν γνωρίζεις ποια είμαι, αλλά αν μιλήσεις καθαρά και μου εξηγήσεις τι σου συμβαίνει, θα κάνω ότι μπορώ να σε βοηθήσω. Πες λοιπόν ποια είσαι… σε παρακαλώ. Και μη μου πεις πάλι πως είσαι κάποια… μια Μαίρη»
«Είμαι… είμαι…. Αχ δεν ξέρω. Ή μάλλον έχω ένα όνομα… όμως τι σημασία έχει στο τέλος δεν μ’ αρέσει. Δεν μου ταιριάζει καθόλου. Θα προτιμούσα ένα όνομα πιο γλυκό, πιο μελωδικό…»
«Μα δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό. Λέγε ότι θες έτσι κι αλλιώς, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Παραιτούμαι!»
«Εύκολα παραιτείσαι, το κάνεις συνεχώς αυτό. Ποιος είναι ο λόγος;»
«Και γιατί πρέπει να απαντήσω σε σένα; Δικαίωμά μου δεν είναι να παραιτούμαι; Μόνο στον εαυτό μου έχω να δώσω λόγο και να πάρω απαντήσεις… σε κανένα άλλο. Ακούς; Και άσε με ήσυχη επιτέλους»
«Δεν δίνεις τις απαντήσεις όμως στον εαυτό σου. Το αποφεύγεις και προσπαθείς να κρυφτείς απ’ αυτόν. Από την αλήθεια, επειδή δεν είναι εύκολο να παραδεχτείς την ήττα σου ; αυτό είναι; Πες μου και εγώ θα καταλάβω… πίστεψέ με…»
«Πως είναι δυνατόν να καταλάβεις εσύ, το λόγο που οι σκέψεις μου είναι τόσο μπερδεμένες; Πως είναι δυνατόν να καταλάβεις γιατί συνεχώς αναβάλλω να πάρω αυτό το χειρόγραφο στα χέρια μου και να τελειώσω μια ιστορία που άφησα στη μέση. Που δεν μπορώ να ολοκληρώσω μια φράση… και δεν μου αρέσει να αφήνω πράγματα στη μέση. Είναι θέμα τάξης, μα δεν μπορώ να το κάνω πια. Βρίσκω συνεχώς προφάσεις και αφορμές να μη το πάρω στα χέρια μου γιατί… γιατί… αναστατώνομαι στη σκέψη ότι δεν θα καταφέρω να του δώσω ένα τέλος. Δεν μπορώ να το κάνω και… κάτι δεν πάει καλά. Δεν υπάρχει συνοχή στην υπόθεση»
«Τελικά ήρθε πολύ βολική αυτή η συσκότιση απόψε. Δεν χρειάστηκε να ψάχνεις για δικαιολογίες και υπεκφυγές»
«Δεν είναι γιατί δεν θέλω, έχω χάσει κάθε ειρμό των σκέψεών μου. Το παίρνω στα χέρια μου και δεν μπορώ να δώσω συνέχεια. Δεν μπορώ ν’ αποφασίσω πως θα προχωρήσω αν… αν θα…»
«Αν θα σκοτώσεις έναν από τους ήρωες σου ας πούμε; Αυτό δεν είναι το δίλημμά σου; Αυτός δεν είναι ο λόγος που όλο το αποφεύγεις;»
«Τι; Πως είναι δυνατόν να το ξέρεις αυτό; Πως ξέρεις γιατί σταμάτησα σε εκείνο το σημείο να γράφω; Πως;»
«Μην αναστατώνεσαι… το ξέρω. Απλά το ξέρω… γιατί είμαι μέσα στο μυαλό σου Μαίρη»
« Πως ξέρεις εσύ πως σκέφτομαι; Μπορείς και διαβάζεις τις σκέψεις μου; Πως είναι δυνατόν;»
«Γιατί να μην μπορώ; Έχουμε τόσα κοινά μεταξύ μας, αφού εσύ κι εγώ … είμαστε ένα. Έτσι δεν είναι;»
«Τι σχέση μπορεί να έχουμε εμείς οι δυο; Όχι… όχι… δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ όλα αυτά. Εσύ μπήκες για να γλιτώσεις από την γιορτή. Είπες ότι κάποιος σε κυνηγούσε… σε πίστεψα, προσπάθησα να σε βοηθήσω…»
«Μη κουράζεσαι, δεν είναι αυτή η βοήθεια που χρειάζομαι από σένα»
«Τι θέλεις πια; Άσε με … με έχεις κουράσει πολύ. Νοιώθω τόσο αδύναμη… δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα. Σταμάτα να μου μιλάς. Έτσι κι αλλιώς δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ αυτά που μου λες»
«Θα καταλάβεις, θα τα μάθεις όλα … όλα στην ώρα τους»
«Το μόνο που έχω καταλάβει είναι, ότι για κάποιο λόγο είσαι θυμωμένη μαζί μου. Γιατί; Τι σου έχω κάνει;»
«Σου ζητώ να με σώσεις, να με λυτρώσεις από το μαρτύριο που με αναγκάζεις να περνώ. Δεν έχεις την παραμικρή ιδέα πόσο με κάνεις και υποφέρω»
«Εγώ; Εγώ; Σε κάνω να υποφέρεις; Μα… τι είναι αυτά που λες; Δεν ξέρω ποια είσαι κοπέλα μου … πως αλλιώς να σου το πω;»
«Γιατί θυμώνεις; Εσύ με έφτιαξες, δικό σου δημιούργημα είμαι. Έπρεπε να το είχες καταλάβει μέχρι τώρα… επειδή εμείς οι δύο μοιάζουμε πολύ»
«Τι είναι αυτά που λες; Ποιά… ποια είσαι; Τώρα… τώρα σε βλέπω πιο καθαρά. Μοιάζεις… μοιάζεις… όχι… είσαι η ίδια …»
«Με ποια; Με την ηρωίδα στην ατέλειωτη ιστορία σου που άρχισες να γράφεις. Ε, ναι λοιπόν, είμαι το δικό σου δημιούργημα. Μοναδικά δικό σου. Εσύ έφτιαξες αυτό που βλέπεις μπροστά σου, εσύ αποφασίζεις για μένα… για όλα…»
«Πως γίνεται αυτό; Δεν αισθάνομαι καλά…», έψαξε την άκρη του καναπέ με σκοπό να καθίσει. Πνιγόταν και ένοιωθε τις φλέβες στο λαιμό της να χτυπούν σε παράξενους ρυθμούς. «Τι μου συμβαίνει…», είπε, «… τι παιγνίδια μου παίζει το μυαλό; Θα τρελαίνομαι … αυτό είναι… δεν υπάρχει άλλη εξήγηση…»
«Ε… πάψε να διερωτάσαι. Την απάντηση την γνωρίζεις … εσύ φταις… εσύ το κάνεις αυτό και σε μένα και στον εαυτό σου»
«Για ποιο πράγμα με κατηγορείς; Και με ποιο δικαίωμα μου μιλάς έτσι; Μπήκες στο σπίτι μου ή στο μυαλό μου … δεν ξέρω, εγώ όμως δεν έχω ιδέα ποια είσαι»
«Μα… σου έχω πει. Με ξέρεις και μάλιστα πολύ καλά. Δεν είμαι εγώ η άλλη Μαίρη; Μια Μαίρη που της φόρτωσες τις δικές σου φοβίες, τις δικές σου αδυναμίες και όλες τις μαύρες σκέψεις που στριφογυρίζουν στο μυαλό σου;»
«Τι θέλεις να πεις;»
«Όσο κι αν προσπάθησες δεν κατάφερες να με κάνεις μια καλύτερη έκδοση του εαυτού σου, γιατί κάποια πράγματα είναι τόσο βαθιά ριζωμένα μέσα σου, που δεν υπάρχει τρόπος ούτε στα τρελά σου όνειρα να τα ξεπεράσει αυτή η Μαίρη που έχεις μπροστά σου»

«Τι πράγματα;»
«Αυτά που νοιώθεις. Αυτά που αισθάνεσαι, τις ανησυχίες, τους φόβους σου… τα μεταφέρεις μέσα από τον χαρακτήρα που μου έδωσες … αλλά … αλλά τελικά τον εαυτό σου είναι που περιγράφεις. Ταυτίζεσαι με τον ήρωα σου κι αυτός ταυτίζεται με σένα. Φοβάσαι, τρέμεις το σκοτάδι σαν μικρό παιδί, έχεις ανασφάλειας και φοβίες που δεν μπορείς να ξεπεράσεις … δεν μπορώ ούτε εγώ, έτσι που μ’ έφτιαξες»
«Δεν ξέρεις τι λες»
«Ξέρω. Όπως ξέρω καλά και γι αυτό που άρχισε να σου συμβαίνει και προσπαθείς συνεχώς να το αγνοήσεις … να το προσπεράσεις… χωρίς επιτυχία όμως. Αυτή τη νέα πραγματικότητα που σε κατατρώει, που την επιβεβαιώνουν συνεχώς οι ανάκατες εικόνες στο μυαλό σου σαν κομμάτια από πάζλ που δεν βρίσκουν την θέση τους, γιατί δεν υπάρχει καμιά συγκεκριμένη εικόνα»
«Μη λες τίποτα … μη. Φτάνει, τελειώσαμε ως εδώ …»
«Γιατί δεν το παραδέχεσαι; Μόνο τον ίδιο τον εαυτό σου ξεγελάς. Αυτό που άρχισε να σου συμβαίνει, πρέπει να το αποδεχτείς και να συμβιβαστείς με την πραγματικότητα»
«Δεν φταίω εγώ γι αυτό. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι με εγκαταλείπει ο εαυτός μου… πως μπορώ να αποδεχτώ κάτι τέτοιο; Επιλέγω να αγνοώ τα μηνύματα και τις ενδείξεις. Μα είναι ολοφάνερο πια, υπάρχουν όμως στιγμές που έστω και μια χαραμάδα μνήμης από παλιά, μου δίνει μια ευφορία, με αναπτερώνει και ελπίζω…»
«Σε τι ελπίζεις; Πως έχει γίνει κάποιο λάθος; Δεν γίνονται θαύματα. Καλά θα κάνεις να το δεχτείς. Δεν μπορείς να το καταπολεμήσεις… δέξου το και μην πας κόντρα»
«Είσαι τρελή; Πάψε… πάψε. Δεν είσαι πραγματική … φύγε … φύγε από το μυαλό μου»
«Μην κλείνεις τα αυτιά σου, δεν θα πάψεις να με ακούς γιατί είμαι μέσα στο μυαλό σου. Ξέρω ότι σε βασανίζει να ξέρεις ότι σε προλαβαίνει ο χρόνος. Έχεις τόσα πράγματα να κάνεις που θέλεις να τα κάνεις… πριν να είναι αργά. Όμως το ξέρεις, το καταλαβαίνεις ότι έχει ξεκινήσει ήδη … η αρχή του τέλους. Και πρέπει να προλάβεις να λυτρωθείς»
«Πώς να λυτρωθώ από κάτι που δεν έχει γιατρειά; Για ασθένεια πρόκειται. Μια ασθένεια που σου τρώει το μυαλό αργά και βασανιστικά. Ξεχνάω πράγματα, πράγματα ουσίας, δημιουργούνται κενά σαν τρύπες σε σφουγγάρι. Δεν ξέρω πώς να τα γεμίσω αυτά τα κενά. Φοβάμαι… δεν το θέλω αυτό. Βοήθησέ με … βοήθησέ με … θέλω να ζήσω… να ζήσω»
Ο χτύπος από το μεγάλο ρολόι πάνω στο τζάκι ακουγόταν δυνατά και ρυθμικός λες και προσπαθούσε με τους χτύπους του να κοιμίσει τους δυο συνομιλητές. Τα δευτερόλεπτα περπατούσαν αδυσώπητα προς το τέλος του χρόνου τους, μα φαινόταν η ταχύτητά τους να έχει ελαττωθεί.
«Ατέλειωτη μοιάζει να είναι αυτή η νύχτα. Οι δείκτες του ρολογιού κινούνται τόσο… μα τόσο αργά. Έχει … απόλυτη ηρεμία εδώ μέσα …κάτω από το απαλό φως των κεριών!»
«Άσε με… σε ικετεύω, μη με κρατάς μετέωρη στο άπειρο … σώσε με…»
«Τίποτα δεν μπορώ να κάνω. Δεν έχω την δύναμη πια. Είναι όλα τόσο μάταια… φύγε επιτέλους… φύγε»
«Δεν γίνεται να φύγω, είμαι η σκέψη σου. Οι δικές σου ανησυχίες που με κρατούν μετέωρη μεταξύ ζωής και θανάτου. Είμαι σαν ένα βαγόνι κάποιου τρένου που ξεκινά για μια διαδρομή χωρίς προορισμό, που τρέχει πάνω στις ράγες και προσπερνά με ταχύτητα τους σταθμούς … δεν κάνει στάση πουθενά. Σαν τα κύματα είμαστε που ταξιδεύουν στην επιφάνεια της θάλασσας σε ένα ταξίδι αιώνιο. Χωρίς σταματημό. Δεν το νοιώθεις κι εσύ αυτό;»
«Όχι… δεν νοιώθω τίποτα …»
«Κοίταξέ με … κοίταξέ με καλά. Πονάω… πονάω παντού»
«Και… το πρόσωπό σου… αλλάζει. Θεέ μου… τα χείλη σου είναι πληγωμένα, ματωμένα. Τα μάτια σου έχουν μαύρους κύκλους γύρω τους. Τα ρούχα σου… είναι κουρελιασμένα τι… τι σου συμβαίνει;»
« Γιατί απορείς; Εσύ δεν αποφάσισες, εσύ δεν με επέλεξες για να περάσω απ’ αυτό το βασανιστήριο; Δες τα χέρια μου. Νιώσε τα, κράτησέ τα … έλα μην τραβιέσαι»
«Τι είναι αυτό; Θεέ μου… τα χέρια σου είναι γεμάτα πληγές. Τι έπαθες; Αυτά είναι σημάδια από σχοινιά»
«Φαίνεται ότι ακόμα δεν έχεις καταλάβει, εσύ είσαι αυτή που με έστειλες στα χέρια τους. Που έβαλες να με απαγάγουν … με πήραν με τη βία. Μου έδεσαν τα μάτια με έσυραν και με έριξαν σε εκείνο το υγρό, βρώμικο και σκοτεινό υπόγειο. Και το φοβάμαι πολύ το σκοτάδι. Το ξέρεις όπως ακριβώς το φοβάσαι κι εσύ. Μου έδεσαν τα χέρια με σχοινιά. Οι καρποί μου ακόμα ματώνουν. Με εγκατέλειψες εκεί, απελπισμένη, μόνη κι αβοήθητη. Με τριγύριζαν τρωκτικά και μια φοβερή μυρωδιά μούχλας που μου έκοβε την ανάσα… μόνο ο θάνατος ερχόταν αργά – αργά και ήταν στιγμές που τον παρακαλούσα να με πάρει, να με απαλλάξει από το μαρτύριό μου. δεν μπορούσα ν’ αναπνεύσω… μου τελείωνε το οξυγόνο. Πέθανα…»
«Φτάνει… φτάνει… δεν πέθανες, είσαι εδώ. Βασανίζεις εμένα»
«Όχι… δεν θυμάσαι καλά, δεν με άφησες να πεθάνω εκεί γιατί ξαφνικά είδα φως … λίγο πολύ λίγο, μα ήταν αρκετό … και αέρας … αέρας … μπορούσα ν’ αναπνεύσω και πάλι… και τότε … τότε τον είδα, ήρθε να με σώσει. Μίλησε, γέλασε, μ’ αγκάλιασε, με βοήθησε να δραπετεύσω και έτρεχα μαζί του, και μετά έτρεχα μόνη ώσπου χάθηκα στο σκοτάδι και τώρα… είμαι εδώ μέσα και περιμένω … τον περιμένω. Άργησε όμως, έχει αργήσει πολύ να φανεί. Θα έπρεπε να ήταν εδώ…», ακούστηκε το σφύριγμα του αέρα που λυσσομανούσε έξω από το παράθυρο, «… ακούς; Αυτός θα είναι. Αυτός είναι…», επανέλαβε με κομμένη ανάσα και δυνατή φωνή, «… ήρθε!»
«Ποιος; Ποιος ήρθε; Α, αυτός που σε κυνηγάει είναι; Απάντησέ μου, για ποιόν μιλάς;»
«Με βρήκε … με βρήκε…»
«Τι έγινε; Τα κεριά έχουν σβήσει … που είσαι; Που είσαι; Μη με αφήνεις μόνη … φοβάμαι, δεν βλέπω τίποτα. Τα σπίρτα… που είναι τα σπίρτα… α, εδώ…», είπε πιάνοντας το κουτί με τα σπίρτα στο χέρι και κουνώντας τα στον αέρα να ακούσει τον γνωστό ήχο που θα μπορούσαν να την ησυχάσουν. « Που είσαι; Που κρύφτηκες;»
«Εδώ είμαι… κι αυτός είναι εδώ. Τον βλέπεις; Δεν μπορεί να μην τον βλέπεις κι εσύ…»
«Αχ… ποιος είναι εκεί; Γιάννη… Γιάννη… ήρθες;», είπε κοιτώντας προς την μεριά της πόρτας μέσα στο μισοσκόταδο. «Εσύ είσαι; Γιατί… γιατί δεν απαντάει; Ποιος είναι εκεί; Παναγία μου … ποιος είσαι; Ποιος είσαι εσύ; Βοήθεια… βοήθεια… όχι… μη με πλησιάζεις … θα σε χτυπήσω»
Ακούστηκε η φωνή της κοπέλας να μιλάει προς εκείνον τον άγνωστο που ξαφνικά είχε κάνει την εμφάνισή του πίσω από την κολώνα κοντά στην πόρτα της κουζίνας.
«Σε περίμενα αγάπη μου. Το ήξερα ότι θα έρθεις πάλι εδώ. Πάλι στο ίδιο σημείο»
«Εδώ είμαστε και πάλι… εδώ που αρχίσανε όλα…», ακούστηκε μια γλυκιά, βελούδινη και μελωδική αντρική φωνή. Ο άντρας που είχε τόσο απρόσμενα παρουσιαστεί έκανε δυο βήματα προς τη μεριά των γυναικών και φάνηκε το πρόσωπό του. Ένα νεανικό, όμορφο πρόσωπο με δυο διαπεραστικά μάτια μαύρα, πιο μαύρα κι από το σκοτάδι γύρω του. «Εδώ που πρέπει να τελειώσουν όλα», συνέχισε.
«Τρελαίνομαι σίγουρα…», είπε η κυρία Μαίρη, «… τι παράνοια είναι αυτή. Τι είσαστε; Τι θέλετε από μένα; Αφήστε με ήσυχη»
Η κοπέλα μίλησε σιγανά, σχεδόν φοβισμένα ή παρακλητικά: «να μπορούσαμε να είμαστε πάντα έτσι. Να δώσει το τέλος… αυτή τη στιγμή. Να την παγώσει»
«Δεν γίνεται αυτό αγάπη μου…», απάντησε εκείνος, «… δεν γίνεται να είναι αυτό το τέλος. Είναι πράγματα που δεν ξέρεις, που δεν έμαθες ποτέ, που πρέπει να ξεκαθαρίσουν. Δεν γίνεται να το τελειώσει έτσι… δεν το καταλαβαίνεις;»
«Δεν θέλω να μάθω τίποτα, δεν θέλω να καταλάβω τίποτα. Ας μείνουμε έτσι για πάντα … υπάρχει τόση ηρεμία εδώ μέσα»
«Τώρα είμαστε εδώ μέσα …», είπε εκείνος, «… γιατί δεν μπορούμε να είμαστε πουθενά αλλού. Μα δεν χωράμε ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους… το ξέρουμε καλά. Όχι έτσι, όχι με αυτή την κατάληξη»
«Γιατί μας κρατάει εδώ; Γιατί;»
«Έχει παγιδευτεί. Έχει παγιδέψει κι εμάς όμως … άσε με να σε κοιτάξω. Έχεις πληγωθεί! Ματώνεις! Πονάς!»
«Ναι… πονάω, πάντα πονάω. Δεν κλείνουν ποτέ οι πληγές μου. κράτησέ με… μη μ’ αφήσεις ξανά, θα χαθώ πάλι… κράτησέ με έστω για λίγο, προτού μας παρασύρουν πάλι και… χωριστούμε ξανά»
Η ηλικιωμένη γυναίκα που τόση ώρα παρακολουθούσε την συνομιλία ή την κατάθεση ψυχής των δυο νέων, ακούστηκε με ανήσυχη φωνή:
«Τι συμβαίνει; Ποιος είναι αυτός; Μίλα μου… πες μου νεαρέ ποιος είσαι; Πως μπήκες στο σπίτι μου…. ήρθες από την κουζίνα και το πάτωμα εκεί έχει γυαλιά, σπασμένα γυαλιά… μα δεν σε άκουσα…. Ποιος είσαι;»
«Δεν μ’ αναγνώρισες ακόμη; Κοίταξέ με καλά. Να… έρχομαι πιο κοντά στο φως των κεριών, ίσως… τώρα ν’ αρχίσεις να καταλαβαίνεις»
«Εσύ;», απάντησε εκείνη αναγνωρίζοντάς τον, «… Θεέ μου… εσύ; Μοιάζεις με… με αυτόν … δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό. Είναι τόση η ομοιότητα … πρέπει να ονειρεύομαι … να ξυπνήσω… πρέπει να ξυπνήσω…», επανέλαβε αναστατωμένη, «… να ξυπνήσω θέλω…»
«Όχι… όχι δεν πρέπει … όχι… μη μας αφήνεις», της απάντησε εκείνη η άλλη Μαίρη
«Γιατί μου το κάνετε αυτό; Φύγετε, εξαφανιστείτε από το μυαλό μου…»
«Συνέχεια φεύγουμε, μα πάντα μένουμε εδώ. Ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, μια στο φως, μια στο σκοτάδι. Πρέπει να μας βοηθήσεις, να μας ελευθερώσεις πια», είπε πλησιάζοντας άλλο ένα βήμα πιο κοντά της ο νεαρός.
«Τι θέλετε πια από μένα; Σταματήστε επιτέλους … μη με τυραννάτε άλλο. Πως εισχωρείτε στο μυαλό μου. Πως βρεθήκατε εδώ;»
Ο νεαρός άντρας χαμογέλασε με ένα αμυδρό χαμόγελο που ίσα – ίσα φάνηκε μέσα στο χαμηλό φως των κεριών. Την κοίταξε κατευθείαν μέσα στα μάτια και φάνηκε μια μικρή κόκκινη φλογίτσα να αντανακλάται στην κόρη των ματιών του.
«Ακόμα δεν μπορείς να καταλάβεις ε; Από τότε ήμασταν εδώ μέσα»
«Από τότε;»
«Ναι… από τότε! Από τότε που αποφάσισες να μας δώσεις ζωή. Εδώ και πολύ καιρό»
«Τι εννοείς; Που ήσασταν δηλαδή;»
«Κάπου ανάμεσα στις ανάκατες, πεταμένες σελίδες, μπερδεμένες λέξεις και φράσεις ασυνάρτητες. Ανάμεσα στις παραγράφους και τα κεφάλαια που αριθμείς. Ναι… εμείς είμαστε. Τα παιδιά σου… τα δικά σου δημιουργήματα»
«Τι σας έχω κάνει και με κυνηγάτε; Μη με βασανίζετε άλλο…»
«Είναι ανώφελο να προσπαθείς να ξεφύγεις. Εσύ μόνη βασανίζεις τον εαυτό σου. Κάνε αυτό που πρέπει  και τότε… θα φύγουμε. Θα φύγουμε για πάντα…»
«Τι να κάνω; Τι θέλετε από μένα; Δεν μπορώ, δεν ξέρω πως πρέπει να το κάνω πια»
«Μην εγκαταλείπεις. Συγκεντρώσου. Πάψε να χρησιμοποιείς  την αδυναμία που σου προέκυψε ως άλλοθι, άδειασε το μυαλό σου από οτιδήποτε άλλο. Θυμήσου πως άρχισες … πρέπει να προλάβεις προτού να είναι αργά»
«Είναι αδύνατον. Είναι ήδη αργά… εξάλλου… τι σημασία έχει πια;»
«Έχει. Έχει, γιατί είναι μια υποχρέωση που ανέλαβες απέναντι στον εαυτό σου. Μια δέσμευση που πήρες όταν άρχισες να γράφεις την ιστορία μας. Το χρωστάς στον εαυτό σου. Σε εμάς. Αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία που έχεις. Πρέπει να ολοκληρώσεις, έχεις ακόμη την δύναμη…». Η φωνή του νεαρού άντρα είχε γίνει τώρα πολύ πιο επιθετική και η στάση του, ενός άντρα που έδειχνε ότι δεν «σήκωνε» αντιρρήσεις.
«Δεν μπορώ… δεν μπορώ να θυμηθώ πως έφτασα ως εδώ. Περίμενα ότι θα κατέληγα να δώσω στην ιστορία ένα τέλος συνταρακτικό, μα δεν θυμάμαι πια τι ήταν αυτό!»
«Μπορείς… βρίσκονται όλα σε κάποιο μέρος του μυαλού σου. Ψάξε να τα βρεις. Πως είναι δυνατόν να ξεχνάς αυτά που έγραψες; Αν ξαναπάς πίσω και το πάρεις αργά – αργά από την αρχή, θα ζωντανέψεις την εικόνα που έφτιαξες στο μυαλό σου. Θα θυμηθείς τι ήθελε να γίνει»
«Προσπάθησα τόσες φορές μα πάντα καταλήγω σε αδιέξοδο»
«Ίσως ακολουθείς λάθος δρόμο. Το σκέφτηκες αυτό; Ίσως κάτι στην όλη υπόθεση να μην ταιριάζει. Ίσως κάπου στην διαδρομή υπάρχει κάποιο λάθος και πρέπει να το διορθώσεις. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που αδυνατείς να δώσεις τέλος στην ιστορία»
«Λάθος; Που έχω κάνει λάθος;»
«Έπαψες κάποια στιγμή στη διαδρομή να ακολουθείς τους κανόνες και χάθηκες. Χρειάζεσαι ένα χέρι, να σου δείξει το δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθήσεις για να φτάσεις στο τέλος»
«Πάντοτε είχα τους δικούς μου κανόνες συγγραφής. Και ήταν πολύ καλά όσα έγραψα. Οι κριτικές ήταν πάντα εξαιρετικές. Κι έχω πετύχει… ναι … έχω πετύχει, γιατί άνθρωποι διάβασαν τα βιβλία μου… ακόμα τα διαβάζουν …»
«Κάποτε ναι. Κάποτε το έκαναν. Κάποτε το έκανες γιατί ήσουν συγκροτημένη … δεν ξεκινούσες να γράψεις μια ιστορία … ένα μυθιστόρημα αν δεν ήξερες από την αρχή πως θα προχωρήσει το θέμα και πως θα ήταν το τέλος»
«Ναι, έτσι είναι, έτσι λειτουργούσα. Είχα από την αρχή έτοιμη την εικόνα. Συναρμολογημένη. Μπορούσα να κυλίσω μέσα στην ιστορία και να ενώνω τα κομμάτια. Και έπαιρνα τόση ικανοποίηση κάνοντάς στο…!»
«Σ’ αυτό όμως εδώ … να… δεν υπάρχει καμιά δομή… και έχεις ξεφύγει τελείως από τους κανόνες»
«Δεν ξέρεις τι λες. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μου μιλάς έτσι. Με ποιο δικαίωμα έρχεσαι εσύ να με κρίνεις και να λες ότι δήθεν … δήθεν … δεν ακολουθώ τους κανόνες …»
«Κι όμως… το έχω. Μου το έδωσες εσύ η ίδια. Και εσύ δεν έχεις δικαίωμα να το αφήνεις στη μέση. Μπήκες στις ζωές μας χωρίς να μας ρωτήσεις και… τώρα μας έχεις ανάγκη. Όπως σ’ έχουμε κι εμείς. Απελευθέρωσέ μας. Έχεις τη δύναμη και τη γνώση, δώσε μας το τέλος, λύτρωσέ μας»
Η κοπέλα μπήκε στη μέση ακουμπώντας πάνω στο μπράτσο του νεαρού
«Σε ικετεύω… κάνε κάτι. Δεν αντέχω άλλο αυτό το μαρτύριο…»
«Πάψτε. Πάψτε πια … δεν υπάρχετε, δεν είστε πραγματικοί παρά μόνο πλάσματα της φαντασίας μου. εγώ σας έδωσα ζωή κι αν θελήσω… μπορώ να σας διαγράψω με μια μονοκονδυλιά…»
Ο νεαρός αντέδρασε αμέσως σαν κάποιος που άκουγε πράγμα ανυπόστατα και λάθος.
«Ναι… και βέβαια μπορείς. Έχεις τόση εξουσία. Μπορείς ν’ αρπάζεις τις σελίδες και να τις κάνεις χίλια κομμάτια. Μπορείς να σβήνεις και να ξαναγράφεις όσες φορές θέλεις και εμείς να μένουμε αιώνια φυλακισμένοι μέσα στην χαλασμένη εικόνα που έχεις στο μυαλό σου. Αυτήν που έφτιαξες ενώ κάθεσαι ασφαλής, στην άνεση του γραφείου σου, ενώ κρύβεσαι πίσω από το μελάνι της πένας σου και κινείς τα νήματα της ζωής μας. Μας κρατάς παγιδευμένους σε ένα ανεμοστρόβιλο που μας τυλίγει και μας στροβιλίζει σε μια επ’ αόριστον τιμωρία»
Η νεαρή κοπέλα πήρε μέρος ξανά στην κουβέντα υποστηρίζοντας τα λόγια του «φίλου» της: «Στήνεις γύρω μας ένα ιστό και μας παίρνεις σταγόνα – σταγόνα την ζωή που μας έδωσες. Μας κρατάς παγιδευμένους ανάμεσα στις φράσεις που αφήνεις ατέλειωτες σε κεφάλαια και παραγράφους χωρίς νόημα»
«Λέτε ότι θέλετε. Δεν είσαστε σε θέση εσείς να μου υποδείξετε οτιδήποτε. Δεν έχω να δώσω λόγο σε κανένα. Έχω την δύναμη και μπορώ και… θα το κάνω. Θα σας διαγράψω, θα σας σβήσω κι από το χαρτί και από το μυαλό μου. Και θα είναι… σαν να μην υπήρξατε ποτέ. Ποτέ μα ποτέ. Ακούτε;»
«Κάντο…», είπε ο νεαρός, «… καλύτερα θα είναι από το ατελείωτο πήγαινε – έλα. Μια στην αρχή, στο τέλος, στη μέση και πάλι από την αρχή. Καλύτερα από το να μας παίζεις στα χέρια σαν μαριονέτες στο σκοινί. Έτσι θα σταματήσουμε να πονάμε κάθε φορά που η σφαίρα θα διαπερνά τα κορμιά μας και θα αναβλύζει το αίμα από τα σωθικά μας. Έτσι δεν περιέγραψες εκείνη τη μοιραία στιγμή; Τη στιγμή που σκοτώνεις τον ένα από τους δυό μας. Μα δεν μας δίνεις χαριστική βολή, δεν ξέρουμε ποιος τελικά πεθαίνει και μένουμε μετέωροι… στο κενό. Μεταξύ ζωής και θανάτου. Πως σου φαίνεται λοιπόν που έρχεσαι κι εσύ αντίκρυ; Φάτσα – φάτσα με τον εκτελεστή σου;»
«Για ποιόν εκτελεστή μιλάς; Εγώ δεν …»
«Την ασθένεια σου Μαίρη. Αυτήν που σου σκοτώνει το μυαλό. Δεν είναι κι αυτή ένα εκτελεστικό όργανο της πραγματικότητάς σου; Δεν είναι αυτή η γυμνή σου αλήθεια; Αυτήν που δεν θέλεις να παραδεχτείς;»
«Ήρθε τόσο αναπάντεχα! Δεν μου δίνει χρόνο … δεν προλαβαίνω. Δεν υπάρχει τρόπος να το πολεμήσω … δεν φταίω που δεν μπορώ να το κάνω πια. Με προδίδει συνεχώς η μνήμη μου, έχω χάσει κάθε ειρμό στις σκέψεις μου και όλα είναι σαν ένα μπλεγμένο κουβάρι στο μυαλό μου… στο κεφάλι μου! Πως γίνεται να μην μπορώ να σκέφτομαι, πως γίνεται να μη μπορώ να θυμάμαι. Πως θα το εμποδίσω αυτό που μου συμβαίνει; Δεν θα συνέλθω ποτέ…»
«Το παράθυρο με τη θέα είναι εκεί. Σε περιμένει…», ακούστηκε η κοπέλα. «Σε περιμένει… περιμένει να σε βοηθήσει να βρεις την ηρεμία, τον ειρμό που χρειάζεσαι για να κάνεις αυτό που έκανες πάντα, με τόση αφοσίωση, με τόσο πάθος. Να γράφεις να εκστασιάζεσαι… να δημιουργείς… ναι…»
«Είναι υπέροχη η θέα από δω. Μπορώ ν’ αγναντεύω την θάλασσα στο βάθος του ορίζοντα … είναι η πηγή της έμπνευσής μου. Αυτό χρειάζομαι… ναι … αυτό είναι. Είναι τόσο σκοτεινά όμως εκεί έξω τώρα… δεν μπορώ να δω τίποτα»
«Μπορείς να την φανταστείς όμως…», επέμεινε η κοπέλα. «Μπορείς να την φανταστείς»
«Ναι, μπορώ να την φανταστώ την θέα από το παράθυρο. Είναι τόσο… φωτεινό το τοπίο! Δεν το μπορώ το σκοτάδι … το φοβάμαι. Βοήθησέ με , δεν μπορώ να θυμηθώ … είναι όλα μπερδεμένα στο μυαλό μου. Πως άρχισε; Πως; Πρέπει να ξεκινήσω από την αρχή… πρέπει…»
«Μην κάνεις τον κόπο…», είπε ο νεαρός, «… αν καταφέρεις να φτάσεις μέχρι και τη μέση θα ξεχάσεις και πάλι την αρχή. Πρέπει να βιαστείς προτού είναι και πάλι αργά. Ο χρόνος περνά … δεν τον ακούς;»
«Θυμήσου πως ήμασταν όταν άρχισε αυτό … είμαστε στο ίδιο σημείο. Θυμήσου… μας έδωσες ομορφιά και νιάτα … μια υπέροχη ζωή μέσα στην αγάπη. Μου άρεσε μα ήτα μόνο για λίγο δεν μπορούμε να χαρούμε την ευτυχία μας να την νοιώσουμε, να την απολαύσουμε… μας την άρπαξε…»
«Μας την άρπαξε ένας ανεμοστρόβιλος από ανθρώπους που εμφανίστηκαν με ύπουλες διαθέσεις. Μυστήριους και ύποπτους … κρυμμένους πίσω από Σαρδόνια χαμόγελα σατανικά βλέμματα, προκάλεσαν συγκρούσεις, έσπειραν αμφιβολίες και διχόνοια. Ανθρωπόμορφα τέρατα που διατάραξαν την γαλήνη της ζωής που έφτιαξες για μας…», είπε ο νεαρός για να συμπληρώσει η κοπέλα:
«Με απήγαγαν, με πήραν με τη βία και με ρίξαν σε εκείνο το σκοτεινό και βρωμερό υπόγειο. Είχα τα μάτια ανοικτά, διάπλατα με την ελπίδα να δω έστω κι ένα ίχνος από φως. Μα… τίποτα, μόνο το πυκνό σκοτάδι με κοίταζε σιωπηλό, απειλητικό, με τύλιγε, με έπνιγε η μαυρίλα του χωρίς να υπάρχει η απειροελάχιστη σπίθα από κάτι φωτεινό. Εκεί έκλεισες το κεφάλαιο για πολύ καιρό, με εγκατέλειψες μόνη, απελπισμένη κι αβοήθητη στο κρύο και υγρό πάτωμα. Σε φώναζα, σε παρακαλούσα να με σώσεις … δεν με άκουγες … κανείς δεν με άκουγε»
«Απειλούσαν να σου πάρουν την ζωή. Ζήτησαν λύτρα για να σε αφήσουν…», είπε ο νεαρός, «… τα πήραν και μετά χάθηκαν. Δεν … δεν είπαν που βρισκόσουν. Δεν ομολόγησαν ποτέ και σε κανένα για το που βρισκόσουν. Που σε κρατούσαν… δεν ήξερα που να σε βρω. Έψαχνα παντού»
«Πέθαινα μέρα νύχτα, θαμμένη σ’ εκείνο το υπόγειο … ώσπου φάνηκε μια χαραμάδα φως. Πολύ λίγο… μα ήταν αρκετό. Και πρόλαβες αγάπη μου… με βρήκες… με έσωσες… πως; Πως ήξερες…»
«Εσύ με κάλεσες. Εσύ και η αγάπη μας μου έδειξε το δρόμο να έρθω κοντά σου»
«Ναι, ήρθες, με σήκωσες στην αγκαλιά σου και φύγαμε μαζί. Τρέχαμε, μας έπαιρνε ο άνεμος όπως φυσούσε και μας έσπρωχνε μακριά … και μετά … μετά έτρεχα μόνη και… χάθηκα στο σκοτάδι»
«Σου κρατούσα το χέρι και ξαφνικά… σε έχασα. Δεν ήσουν δίπλα μου. Σ’ αναζητούσα, σε έψαχνα παντού σε φώναζα… μα ο άνεμος πήρε τη φωνή μου… δεν έφτανε σε σένα»
«Σε έψαχνα μέσα στο σκοτάδι. Δεν σε έβλεπα πουθενά… μόνο… μόνο αυτός ήταν εκεί… ξοπίσω μου… γύρω μου… μπροστά μου, με κυνηγούσε κι εγώ έτρεχα να φύγω μακριά. Αυτός ούρλιαζε σαν δαιμονισμένος άνεμος που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του…»
«Πως ήταν; Τον είδες; Τον αναγνώρισες;»
«Μια μαύρη φιγούρα … μαύρη όπως ο θάνατος. Δεν ξέρω … νομίζω πως … όχι… όχι, δεν πρέπει… κάποιο λάθος θα έγινε. Δεν έβλεπα καθαρά … ήτανε σκοτάδι, όμως αυτό… το… το είδα … το κρατούσε στην παλάμη του»
«Τι είδες;»
«Κάτι που έλαμπε. Μια φωτιά … μια φωτιά ήταν στο χέρι του ή μήπως … ήταν στο δικό μου χέρι. Δεν ξέρω … δεν θυμάμαι… κι άξαφνα … όχι… όχι…»
Κάποιος δυνατός θόρυβος ακούστηκε ξαφνικά διακόπτοντας τα λόγια της κοπέλας. Κάποιος δυνατός θόρυβος ή μάλλον κρότος που έμοιαζε με πυροβολισμό.
«Το ακούσατε… το ακούσατε αυτό;», ρώτησε η Μαίρη. «Πες τε μου, το ακούσατε κι εσείς; Ένας κρότος από όπλο… ένας πυροβολισμός»
«Ναι…», είπε η κοπέλα, «… ναι … το ακούσαμε για πολλοστή φορά. Μας είναι γνώριμος ο ήχος, τον έχουμε συνηθίσει πια. Κάποιος πεθαίνει, δεν ξέρουμε ποιος. Και κάθε φορά κάνω την ευχή να μην είναι αυτός… όχι αυτός… δεν θέλω να τον χάσω…»
Η Μαίρη έδειξε έντρομη με το χέρι την κοπέλα μπροστά της.
«Το… το πουκάμισό σου … τι είναι αυτός ο λεκές που απλώνεται στο στήθος σου… ματώνεις;»
«Αχ… πονάω … πονάω. Με χτύπησε … καίει…»
«Έχεις … έχεις πληγωθεί κι εσύ; Είσαι γεμάτη αίματα, πως γίνεται αυτό;»
« Τι μας έκανες; Μας σκότωσες πάλι… σε μισώ… σε μισώ … είσαι μια δολοφόνος»
«Μα πως γίνεται να το ζω αυτό; Δεν είναι αληθινό. Γιατί ταράζομαι όμως; Α… δεν είμαι καθόλου καλά. Ένας εφιάλτης είναι και θα ξυπνήσω… θα ξυπνήσω …»
«Όχι… μη. Μη μας αφήσεις εδώ, μη μας εγκαταλείπεις, βοήθησέ μας, κάνε κάτι …»
«Ποιόν σκοτώνεις κάθε φορά…», είπε ο νεαρός. «Ποιανού παίρνεις τη ζωή, ποιος προσπαθεί απεγνωσμένα να πάρει ανάσα, ποιανού σβήνει η ζωή μέσα από τα μάτια; Πες μας λοιπόν! Για ποιόν ήταν η σφαίρα; Ποιος πεθαίνει;»
«Σκέψου…», ακούστηκε η φωνή της κοπέλας σχεδόν σαν να παρακαλούσε. «Σκέψου κι αποφάσισε … κοίταξέ μας. Πονάμε … δεν το καταλαβαίνεις; Δεν το νοιώθεις; Γιατί είσαι τόσο σκληρή … γιατί;»
«Τι νομίζετε δηλαδή; Ότι εγώ δεν αισθάνομαι τον πόνο; Αυτή τη σφαίρα την νοιώθω κι εγώ να με διαπερνά. Αυτή την τελευταία ανάσα την νοιώθω κι εγώ να φεύγει από το στήθος μου, γιατί έτσι πρέπει, γιατί κάθε ιστορία γράφεται με το αίμα και την ψυχή του συγγραφέα που την καταθέτει χωρίς όρους και περιορισμούς. Είναι μια αδιάκοπη δοκιμασία, υποφέρει, ματώνει εξαντλείται ψυχικά και σωματικά. Ταυτίζεται με τους ήρωες του, ζωντανεύει τους χαρακτήρες που χτίζει για να μπορεί να ζήσει και να νοιώσει το δράμα τους, για να μπορεί να παίζει όλους τους ρόλους μαζί και τον καθένα ξεχωριστά. Ξεγυμνώνει τον εαυτό του, είναι συνεχώς εκτεθειμένος και μέσα σε όλο αυτό είναι και η ανυπόφορη μοναξιά που νοιώθει»
«Μοναξιά; Γιατί μοναξιά…», είπε ο νέος, «… έχεις τόσους ήρωες γύρω σου να σε συντροφεύουν»
«Δύσκολα καταλαβαίνει κάποιος την μοναξιά που νοιώθει ο συγγραφέας. Τους ζει σ’ ένα κόσμο, μια πραγματικότητα που φτιάχνει ο ίδιος και ταυτίζεται μ’ αυτήν σαν να είναι η δική του ζωή»
«Τι γίνεται μετά; Όταν πια το περιτυλίξεις με ένα ανάγλυφο και ελκυστικό εξώφυλλο, τότε απλά γέρνει πίσω και το απολαμβάνει;»
«Όταν είναι έτοιμος το δίνει στον αναγνώστη και εύχεται. Εύχεται να εκτιμήσει κάποιος τον κόπο του. αυτή είναι η ανταμοιβή. Δεν αρκούν μόνο τα θετικά σχόλια και οι έπαινοι και οι καλές κριτικές. Θέλει και την κατανόηση»
«Μέσα του πια αισθάνεται την πλήρη ικανοποίηση, ε;»
«Δεν έχεις ιδέα τι γίνεται μέσα του. Δεν έχεις ιδέα για τα συναισθήματα που τον συνθλίβουν. Μια απέραντη εξάντληση…», είπε η Μαίρη, προφανώς νοιώθοντας πιο άνετα, αισθανόμενη ότι είχε περάσει στα δικά της χωράφια, «… ένα τεράστιο κενό. Γιατί αυτή η διαδικασία του απορροφά την ψυχή και το πνεύμα. Τον εξοντώνει, μα συνάμα και μια ανακούφιση και απέραντη ευγνωμοσύνη και χαρά μαζί. Δεν είμαι σίγουρη ποιο απ’ όλα αυτά είναι πιο δυνατό. Τέλος πάντων …»
«Τέλος πάντων; Όχι, ακόμη δε έχει φτάσει το τέλος των πάντων. Έχεις να ολοκληρώσεις μια ιστορία που άρχισες, που σε περιμένει να της δώσεις ένα τέλος. Είναι μια αποστολή και πρέπει να την φέρεις εις πέρας … δεν μπορείς να μας αφήσεις εδώ. Αλλιώς…»
«Αλλιώς τι; Δεν μπορείς να μ’ απειλείς. Άκουσέ με καλά, δεν μπορώ να το φέρω εις πέρας. Δεν έχει καμιά σημασία πια. Ποιος θα νοιαστεί αν θα έχω τελειώσει ή όχι;»
Η κοπέλα πετάχτηκε σαν ελατήριο μόλις άκουσε αυτά τα τελευταία λόγια: «Μην το κάνεις αυτό … όχι…. Θα τελειώσει… είναι το τελευταίο που θα κάνεις. Έχεις σπαταλήσει ψυχή και πνεύμα, μην τα αφήσεις να πάνε χαμένα. Δώσε την γαλήνη στην ανταριασμένη ψυχή μας. Μόνο έτσι θα ηρεμίσει και η δική σου ψυχή»
«Είμαστε…», διέκοψε ο άντρας, «… η τελευταία σου επιλογή. Κάντο τώρα που είμαστε εδώ. Δεν θα σου δοθεί άλλη ευκαιρία και θα σε βαραίνουν τύψεις»
«Τύψεις; Τύψεις; Για ποιόν; Χα χα χα, για σας; Εσείς δεν υπάρχετε, δεν υπήρξατε ποτέ… σε λίγο δεν θα θυμάμαι ούτε το όνομά μου. Σε λίγο δεν θα έχω κανένα συναίσθημα, πόσο μάλλον να νοιώθω τύψεις. Ο ίδιος μου ο εαυτός με εγκαταλείπει και δεν νοιώθω τύψεις»
«Εμείς είμαστε εδώ να σου δώσουμε χέρι βοήθειας να δώσουμε δηλαδή μαζί μια κατάληξη. Να διορθώσουμε ένα λάθος»
«Τι λάθος μπορεί να έχω κάνει; Και με ποιόν τρόπο μπορώ να το διορθώσω;»
«Θυμήσου τα γεγονότα. Θυμήσου πως έφτασα εγώ σε εκείνο το υπόγειο, γιατί της άφησα το χέρι και μετά χάθηκε στο σκοτάδι»
«Γιατί της άφησες το χέρι;»
«Σκέψου. Πως έφτασα εκεί; Εκεί που την βρήκα… πως την ακολούθησα μέχρι εδώ;»
«Α, ξέρεις, το γνωρίζεις το τέλος!»
«Ναι, ξέρω. Αν όμως δεν το αποφασίσεις εσύ, αν δεν το πεις με τα δικά σου λόγια, αν δεν το γράψεις στο χαρτί, τίποτα δεν θα ισχύει… και θα μείνουν όλα μετέωρα πάλι»
«Τι θέλεις να πεις …», ρώτησε η κοπέλα τον νεαρό. «Ξέρεις το τέλος; Γιατί; Γιατί με κρατούσες στην άγνοια; Γιατί;»
«Θα πρέπει να σου το πει εκείνη… η ίδια. Εκείνη είναι η συγγραφέας. Και μόνο όταν θυμηθεί θα το κάνει. Πρέπει να βάλει την σφραγίδα της…»
«Ναι…», απάντησε η Μαίρη. «Ναι, θυμάμαι τώρα. Η σφαίρα ήταν μόνο μία … μόνο μία και ένας ήταν ο πυροβολισμός. Ποιος πυροβόλησε; Ποιος;»
«Ποιος κρατάει το όπλο;» ρώτησε το κορίτσι μπροστά της. «Ποιος; Ποιόν πυροβολεί;»
«Ε, λοιπόν, εσύ κρατάς το όπλο…. Εσύ τον πυροβολείς»
«Όχι… όχι… αυτό. Μα γιατί; Γιατί; Τι φταίει; Με έσωσε… δεν γίνεται να τον σκοτώσω. Εγώ… εγώ τον αγαπάω… τον αγαπάω»
«Με σκοτώνεις γιατί φταίω εγώ. Φταίω για όλα όσα πέρασες. Εγώ έβαλα να σε απαγάγουν. Εγώ πήρα τα λύτρα. Έτσι δεν είναι Μαίρη; Αυτό δεν ζητούν οι αναγνώστες σου; Ένα αναπάντεχο τέλος … χα χα χα … ορίστε»
«Τα κατάφερες! Συγχαρητήρια και πάλι στη συγγραφέα!»
«Ξέρεις ότι στη στιγμή και πολύ εύκολα μπορώ α σε κάνω να σωπάσεις»
«Και γιατί δεν το κάνεις; Θα είναι μια λύτρωση για όλους. Κάντο! Σκίσε το χειρόγραφο, διάλυσε το σελίδα τη σελίδα. Τα σπίρτα είναι εκεί, άναψέ τα βάλε φωτιά και κάψε το, εκεί… στο σβησμένο τζάκι μέχρι να γίνει αποκαΐδια όπως οι ζωές που μας έφτιαξες…»
«Σταμάτα επιτέλους. Μη γίνεσαι τόσο ιταμός… τόσο προκλητικός. Έχεις τελειώσει πια… έχεις πεθάνει … δεν υπάρχεις … δεν υπάρχετε», σταμάτησε εκνευρισμένη και ένας βήχας έσκισε τα στήθη της. Ένας δυνατός και επίμονος βήχας που την έκανε να δακρύσει και να θέλει να πιαστεί από το τραπέζι μη και πέσει κάτω.
Η φωνή που ακούστηκε ήταν γνώριμη και γεμάτη αγωνία από την μεριά της πόρτας:
«Μαίρη… Μαίρη… ωχ Θεέ μου… είσαι καλά; Ευτυχώς που πρόλαβα…», την ρώταγε ο Γιάννης. Δεν τον είχε ακούσει που μπήκε.
«Τι… τι έγινε;», ρώτησε εκείνη.
«Σ σ σ σ σ… ησύχασε καλή μου, ησύχασε»
Τον αγκάλιασε από τον λαιμό
«Γιάννη… βοήθησέ με … τι έγινε;»
«Τίποτα … τίποτα», της απάντησε ανάμεσα από τους λυγμούς της και τον βήχα της. «Τίποτα… τίποτα δεν έγινε Μαίρη… είναι όλα εντάξει. Έλα… είμαι εδώ τώρα, μη φοβάσαι τίποτα … μην ανησυχείς για τίποτα έλα να πιείς λίγο νερό. Πρόσεχε μόνο τα γυαλιά στο πάτωμα της κουζίνας. Έτσι μπράβο…» της έβαλε νερό από την βρύση και την κάθισε στην καρέκλα στη κουζίνα.
«Τι έγινε Γιάννη; Που πήγαν; Ε; που πήγαν;»
«Που πήγαν … ποιοι κορίτσι μου; για ποιους μιλάς Μαίρη;»
«Η κοπέλα… και ο … άλλος»
«Έλα αγάπη μου… ηρέμισε … κοίτα αγάπη μου δεν είναι κανείς εδώ, κάποιο όνειρο θα είδες»
«Και το χειρόγραφο … το έκαψε…»
«Το έκαψε; Ποιος το έκαψε;»
«Ναι… το έκαψε…»
«Μα αυτό άρπαξε φωτιά μόνο του Μαίρη μου. φαίνεται πως είχε λιώσει το κερί και το φιτίλι που είχε μείνει απλά, ακόμα αναμμένο και έκαιγε θα κύλισε πάνω στα χαρτιά που ήταν δίπλα και κάηκαν. Λίγο έλειψε, απ’ ότι βλέπω, να πέσουν πάνω στο χαλί και να αρπάξουν φωτιά κι αυτό και όλα εδώ μέσα. Ευτυχώς… ευτυχώς που ήρθα έγκαιρα. Α, βλέπεις! Και το ρεύμα… να, επανήλθε το ρεύμα!»
«Φως! Επιτέλους … φως! Κάνει κρύο … κράτα με, αγκάλιασε με σε παρακαλώ»
«Έλα παιδί μου, έλα να σε ζεστάνω…», της είπε και την αγκάλιασε γερά από τους ώμους. «Έλα …θα ανάψω και το τζάκι εκεί με μια μεγάλη φωτιά και σε λίγο όλα… θα δεις… όλα θα πάνε μια χαρά. Είσαι εντάξει;»
«Χάθηκαν … χάθηκαν μα όλα Γιάννη μου… χάθηκαν.»
«Για το χειρόγραφο σου στεναχωριέσαι;»
«Χάθηκαν … έγιναν στάχτη… τα αποκαΐδια πετάνε ακόμα στην ατμόσφαιρα σαν χαμένες ψυχές που φεύγουν … που αιωρούνται και ψάχνουν να βρουν τον δρόμο τους. Στάχτη και αποκαΐδια έγιναν …»
«Πράγματι… πράγματι δε έμεινε τίποτα, όπως το λες, έγιναν όλα στάχτη. Όμως κορίτσι μου, μην ανησυχείς … κάτι θα κάνουμε και θα το σώσουμε»
«Δεν το βλέπεις. Έχουν καεί σχεδόν όλες οι σελίδες»
«Θα το διορθώσουμε … μη φοβάσαι… θα το διορθώσουμε Μαίρη μου… θα το σώσουμε»
«Όχι… όχι, καλύτερα έτσι, έχω απαλλαγεί απ’ αυτό , απ’ αυτούς… μια για πάντα. Θα … θα το διορθώσουμε είπες; Μα πως;»
«Μείνε ήσυχη σου λέω. Τα περνούσα κατά καιρούς στον υπολογιστή… είναι όλα εκεί. Όταν θελήσεις να ασχοληθείς να μου το πεις και θα στα τυπώσω. Βλέπεις; Τίποτα δεν χάθηκε»
«Δεν έχει σημασία πια. Όλα έχουν τελειώσει»
«Όχι… τώρα γιατί το λες αυτό; Αγάπη μου τίποτα δεν έχει τελειώσει. Έχεις πολλά να δώσεις ακόμα. Μαίρη μην τα παρατάς … θα σε βοηθήσω εγώ. Θα τα καταφέρεις… θα το δεις»
«Με συγκινείς … είσαι τόσο καλός. Όμως τι νόημα έχει πια; Τίποτα δεν θα μείνει. Η ζωή μας τελειώνει σε μια στιγμή και τα βήματά μας θα χαθούν όπως χάνονται οι πατημασιές που αφήνουμε περπατώντας στην άμμο. Τις μαζεύει το κύμα, τις παίρνει μαζί του και τις «πνίγει» στο βυθό. Τίποτα δεν μαρτυράει την ύπαρξή μας»
Ο άντρας της έπιασε να γελάει με γάργαρο και αθώο γέλιο. Ένα δυνατό γέλιο που της έδινε κουράγιο και δύναμη.
«Αχ… το λατρεύω αυτό μυαλό. Είσαι από μόνη σου ένα ποίημα Μαίρη. Δεν μπορώ να σε φτάσω. Όμως εδώ δεν συμφωνώ μαζί σου. Όλοι αφήνουμε κάτι πίσω μας, μικρό ή μεγάλο, δεν έχει σημασία, έτσι δεν είναι; Φτάνει που δημιουργούμε … φτάνει που αφήνουμε κάπου τη σφραγίδα μας για να μας θυμούνται πότε – πότε»
«Τι σημασία έχει αν θα μας θυμούνται ή όχι; Μήπως θα είμαστε κάπου εδώ τριγύρω για να το επιβεβαιώνουμε;»
«Χμ… δεν το ξέρουμε αυτό. Αλλά αν όμως τα πράγματα είναι έτσι… ε, τότε θα φροντίσουμε αυτό που θα αφήσουμε πίσω μας, να έχει κάτι να διδάξει»
Η Μαίρη ξέσπασε σε λυγμούς στην αγκαλιά του. Τώρα ακουγόταν μόνο το μονότονο τικ – τακ του ρολογιού και ο αέρας που εξακολουθούσε τον θρήνο του έξω από το παράθυρο.

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Ο ΗΡΩΑΣ

Ο ήρωας ελύγισε
στον Χάρο γόνυ κλίνει
με πόνο
και αναφιλητό
τον παραστέκουν
Μόνο με το τρεμάμενο φως
τ’ αστέρια, η σελήνη
κι ο γκιώνης π’ ουρλιαχτεί
στην ερημιά με πόνο
Νεράιδες πονετικές
το νεκρικό κρεβάτι
του πλέκουν από μυρτιές
και κυπαρισσιού φύλλα
Ο ουρανός στο θρόισμα
του δροσερού του Μπάτη
σκέπαζε από φοβερή και τρομερή μαυρίλα
Ω! Μα σαν τι να σκέφτεται
στην ύστερή του ώρα
Μήπως την δόλια μάνα του
που πάντα θα προσμένει
ή μην εδείλιασε 
μπροστά
στου Πλούτωνα την χώρα!

ΗΛΙΑΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ 
(1973, γραμμένο στο πίσω μέρος ενός φακέλου)


Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

ΑΓΙΑ ΣΚΟΝΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ο άνθρωπος σκέφτεται.
Ο άνθρωπος ενεργεί.
Ο άνθρωπος έχει αναμνήσεις.
Ο άνθρωπος υπάρχει.

Ο άνθρωπος είναι το πιο θλιμμένο είδος πάνω στον πλανήτη. Η θλίψη του, τον συνοδεύει μέχρι τον θάνατό του. Δεν τον αφήνει σε ησυχία ούτε στιγμή. Έρχεται και ξανάρχεται σε τακτικά χρονικά διαστήματα στη ζωή του, προσβάλλοντας ακόμη και τις πιο ευτυχισμένες, θεωρητικά, στιγμές του. Γιατί όμως;
Από τότε που συνειδητοποιούμε την ύπαρξη μας, όλοι μας λένε να κοιτάμε μπροστά, να ατενίζουμε με αισιοδοξία το μέλλον. Έτσι μέσα στο παιδικό μας μυαλό, η ζωή σχηματοποιείται σε μια ατέρμονη ευθεία γραμμή.
Και τότε, η ανεμελιά παραχωρεί τη θέση της στην αγωνία. Η ευθεία γραμμή δεν είναι ατελείωτη, αλλά πεπερασμένη. Πολύ πεπερασμένη μάλιστα! Και το αύριο; Υπάρχει αύριο, στ’ αλήθεια, ή, μονάχα ένα «χθες»; Στους άλλους μπορούμε να λέμε ψέματα. Στον εαυτό μας όμως όχι.
Η σκόνη δένεται με την ανθρώπινη μοίρα, με το φθαρτό πεπερασμένο «γίγνεσθαι», όπου όλα κινούνται μέσα στη φυσική κίνηση και αναδίπλωση, για να οδηγήσουν τελικώς στο «έγκλημα», στο υπαρξιακό δράμα του ανθρώπου, την λήθη ή την αναγέννηση, όπου και τα δυο λαμβάνονται σαν ίσης βαρύτητας εγκλήματα. Στην Άγια αυτή σκόνη της βίωσης, έχει στοιχειώσει το «φάντασμα», η «οπτασία» της νέο – αφιχθείσης νεαρής γυναίκας. Μήπως όμως και το δικό μας;
«Συγχώρεση κι αγάπη», θα πει ο νους για να ξορκίσει το κακό που βλέπει να έρχεται στο «σήμερα» του.
«Η σκόνη δεν φταίει σε τίποτα…» θα του απαντήσει ο χρόνος, «… πάρε αυτό που σου ανήκει και φύγε ή … πέθανε»

Ο δρόμος ήταν γεμάτος με σκουπίδια που ο αέρας τα παράσερνε στις άκρες, σχηματίζοντας κάπου – κάπου μικρά λερά βουναλάκια. Λίγοι άνθρωποι περπατούσαν εκείνο το απόγευμα, λίγοι άνθρωποι τυλιγμένοι στα ζεστά τους μπουφάν. Κάποιοι καταστηματάρχες που προσπάθησαν να καθαρίσουν τον χώρο έξω από το μαγαζί, εγκατέλειψαν την απέλπιδα προσπάθειά τους και ανά δυο, είχαν αρχίσει την κουβέντα στις πόρτες των καταστημάτων τους.
Ο αέρας σφύριζε τις δικές του λέξεις, παγωμένες και πρόστυχα πεταμένες στο διάβα του. Δεν έδειχνε έλεος για κανένα και για τίποτα. Κάποιος διαβάτης που προσπάθησε να διασχίσει τον ήσυχο δρόμο δέχτηκε την επίθεση του, με αποτέλεσμα να κυνηγήσει για αρκετά μέτρα το κασκόλ που φορούσε.
Το παλιό βιβλιοπωλείο, έστεκε εκεί με λίγο φως αναμμένο - αν και ήταν νωρίς το απόγευμα ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει - φαινόταν πολύ σκοτεινό, με τις γυάλινες βιτρίνες του αρκετά λερωμένες, όχι τόσο πολύ από τον άνεμο, αλλά περισσότερο από την αδιαφορία του ιδιοκτήτη. «Παλαιοβιβλιοπωλείο», έγραφε η μεγάλη, ξεφτισμένη επιγραφή απ’ έξω, μια επιγραφή που έδειχνε να υπήρχε εκεί από τον προηγούμενο αιώνα. Κάπου – κάπου ένας θόρυβος που προερχόταν από την επιγραφή αυτή, προειδοποιούσε τους διαβάτες για την πιθανή πτώση της.
Η κοπέλα κοίταξε καλά την βιτρίνα από απόσταση και μέτρησε τα βήματά της μέχρι την πόρτα. Δεν είχε ξαναδεί τόσο παλιό κατάστημα στη ζωή της, «ταιριάζει η κατάστασή του με την επιγραφή του», σκέφτηκε χαμογελώντας και άνοιξε την πόρτα. Έτριξε στους μεντεσέδες της και το μικρό κουδουνάκι από πάνω που μαρτυρούσε την είσοδο πελατών, κουδούνισε δυο φορές. Κάποια μελωδία της ήρθε στα αυτιά, κάποια γνώριμη μελωδία, γλυκιά και απαλή, ενός νοσταλγικού τραγουδιού:
«Την ώρα που δένουν τα πλοία στο λιμάνι
και βγαίνουν οι φαντάροι στη στεριά
στα αυτιά μου θολή η φυσαρμόνικα φτάνει
και ο νους μου γυρνάει στα παλιά
Δεν ήμουν στη χώρα των θαυμάτων η Αλίκη
ποτέ δεν έζησα σε κόσμους μαγικούς
ένα λιμάνι, ένας καημός η Σαλονίκη»
κι ότι κι αν λένε παραμύθια, μην τ’ ακούς» 
«Καλησπέρα… καλησπέρα…», είπε με τη φωνή της που μόλις ακουγόταν. Στο ανεπαρκές φως του μαγαζιού, δεν μπόρεσε να καταλάβει αμέσως από ποιο σημείο του χώρου της ήρθε η απάντηση.
«Καλησπέρα και σε σας…»
Κοίταξε καλύτερα και στο βάθος, πέντε μέτρα μακριά της, πίσω από ένα γεμάτο με στοίβες βιβλίων πάγκο, διέκρινε έναν άντρα γύρω στα εξήντα με γκρίζα μαλλιά κι ένα κασκόλ γύρω από τον λαιμό, με τα πρεσβυωπικά γυαλιά του κατεβασμένα στην άκρη της μύτης, να την κοιτά, κρατώντας ένα ανοικτό βιβλίο. Φορούσε ένα μπλε χοντρό πουλόβερ με γυριστό γιακά – απόρησε και η ίδια με το πόσα μπόρεσε να δει σε αυτό το σχεδόν μισοσκόταδο – και εκτός από το βιβλίο, κρατούσε ένα μολύβι στο δεξί του χέρι.
«Είναι απίστευτο… αλλά αυτή η μουσική… αυτό το τραγούδι… Τι τρυφερό τραγούδι…»
Ο άντρας εξακολουθούσε να την κοιτά ασάλευτος. Άφησε το βιβλίο στον πάγκο και σήκωσε όρθιο το κορμί του. Φάνηκε ωραίος άντρας και ψηλός, με ένα ελαφρύ κύρτωμα στους ώμους. Έβγαλε τα γυαλιά του και τα κράτησε στο χέρι:
«Ποιο τραγούδι… ποια μουσική …», της είπε απότομα, «… δεν υπάρχει τίποτα, ούτε το ένα ούτε το άλλο…»
Η κοπέλα απόρησε και με την άρνησή του αλλά και με την επιθετικότητα της απάντησής του. Κοίταξε προς το ταβάνι του μαγαζιού, λες και προσπαθούσε να διακρίνει κάποιο στοιχείο για αυτά που έλεγε, κάποιο ηχείο ή …
«Μα…», ψέλλισε, «… πριν από λίγο… το άκουσα… το τραγούδι…»
«Άκου να δεις κοπέλα μου, καμιά μουσική, κανένα τραγούδι είπαμε, έτσι; Τίποτα δεν ακούστηκε. Λοιπόν τι θέλεις;», συνέχισε ο άντρας, αργά και σταθερά,  απότομα και φυσικά με αγένεια.
Η κοπέλα δεν είπε τίποτα άλλο για αυτό. Μαζεύτηκε κάπως μέσα στο παλτό της και τον κοίταξε όσο μπορούσε πιο καθαρά μπορούσε:
«Ε, … να είδα την αγγελία… ξέρεται! Αυτή στην εφημερίδα… Θα ήθελα πολύ να… Με έντονα γράμματα … Ζητούσατε…»
«Δεν υπάρχει καμιά αγγελία…»
«Ζητούσατε υπάλληλο για το παλαιοβιβλιοπωλείο κύριε, γιατί το αρνείστε;»
«Το παλαιοβιβλιοπωλείο δεν είναι κατάλληλος χώρος. Κι αν ακόμη ζητούσα υπάλληλο… αυτός ο χώρος δεν είναι κατάλληλος για σας…», επανέλαβε την άρνησή του εκείνος.
Η Μαίρη (το όνομα της κοπέλας που δεν είχε μπει στο κόπο να πει), χαμογέλασε πικρά, με έκδηλη την αμηχανία στο πρόσωπό της και στο βλέμμα της. Ήταν όμως αποφασισμένη να μην αφήσει αυτόν τον «κύριο» να έχει τον τελευταίο λόγο. Να μην τα παρατήσει έτσι εύκολα.
«Από μικρή κύριε, μου άρεσαν πολύ τα βιβλία . Μοιάζει παράξενο … αλλά όταν μπήκα στο παλαιοβιβλιοπωλείο σας είχα την αίσθηση ότι αυτή η μελωδία πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Νομίζω… τι νομίζω, είμαι σίγουρη ότι την έχω ξανακούσει… πρέπει να ήμουν αρκετά μικρή στην ηλικία… Αυτή με οδήγησε. Άνοιξα την πόρτα δειλά και μπήκα μέσα … Όλα ήταν τόσο ήσυχα … μια απόλυτη σιωπή… Και όμως… Λες και η σιωπή αυτή να ηχούσε…. Ναι… πρέπει να ήμουν αρκετά μικρή στην ηλικία … τώρα που το ξανασκέφτομαι… Ίσως… Ίσως … μια μέρα, την πρώτη φορά που οι γονείς μου με πήγαν στο θέατρο. Τη θυμάμαι εκείνη την μέρα! Ναι! Ναι! Αυτή η μελωδία! Έχει μια μνήμη …! Και αυτά τα βιβλία…!», γύρισε το βλέμμα ολόγυρα στον χώρο παρατηρώντας τα ατέλειωτα ράφια που ήταν βαρυφορτωμένα με βιβλία, άλλα με χάρτινο εξώφυλλο, άλλα με δερμάτινο. «Δύσκολα ξεπερνιούνται! Όλα κρύβουν και από μια ιστορία! Δεν είναι καταπληκτικό; Ακόμη και η σκόνη αυτή, θα έλεγε κανείς ότι είναι φτιαγμένη από λέξεις που ξεθώριασαν και άλλες που δραπέτευσαν από κει, από κείνα τα βιβλία που οι άνθρωποι κάνουν καιρό να ανοίξουν. Δεν συμφωνείτε;»
Ο άντρας στάθηκε όρθιος, όσο πιο πολύ μπορούσε, μπροστά από τον πάγκο του. Δεξιά του ένα γραφείο, γεμάτο κι αυτό με βιβλία και πολλές σημειώσεις, χρησίμευσε σαν στήριγμα για τον γοφό του. Την κοίταξε αυστηρά και επίμονα.
«Αυτός ο χώρος δεν είναι για σας δεσποινίς…», της είπε, «… όχι, δεν είναι για σας»
Η νεαρή κοπέλα φάνηκε να μην τον άκουσε, ή να μην έδωσε σημασία σε αυτό που της είπε. Συνέχισε να μιλάει με τον ίδιο νοσταλγικό τόνο, όσο νοσταλγικός μπορεί να είναι ο τόνος ενός εικοσιτριάχρονου κοριτσιού:
«Είναι σαν να οσμίζεται κανείς το παρελθόν του εδώ μέσα! Σαν να μπαίνει, ξανά, σε ένα λησμονημένο παράδεισο! Δεν συμφωνείτε μαζί μου; Μ’ αρέσει η σιωπή σας… Είναι αυθεντική… Όπως άλλωστε κι εσείς…»
Ο άντρας γύρισε το κεφάλι του προς τα κάτω, λες και κοιτούσε τα παπούτσια του ή το πάτωμα.
«Μην επιμένετε μικρή μου…»
«Ω! Όταν ήμουν μικρή, βυθιζόμουν σε κούτες και σε ντουλάπια! Είχαμε μια μικρή σοφίτα που ήταν η κρύπτη μου! Εκεί αισθάνθηκα όλες τις πρώτες μου εμπειρίες! Εσείς μπορείτε να καταλάβετε τι εννοώ!»
Ο άντρας φάνηκε να μονολογεί όταν έλεγε: «Μακάρι … θα ήθελα να μπορούσα…»
«Αυτές οι πρώτες εμπειρίες, που δεν αποτελούν παράγωγο καμιάς άλλης στη ζωή μας! Όμως … αλήθεια… πείτε μου … τίποτα απ’ όσα αναφέρω δεν έχει καμιά σημασία για σας;»
«Δεσποινίς μου, αν διαβάζατε καλύτερα την αγγελία στην εφημερίδα, με μεγαλύτερη προσοχή, θα παρατηρούσατε ότι ζητάω άντρα υπάλληλο και, μάλιστα, όχι ιδιαίτερα νεαρής ηλικίας».
 «Το πρόσεξα…»
«Τότε;»
«Αυτό όμως δεν με εμπόδισε να έρθω εδώ…»
Ο άντρας έκανε μια προσπάθεια να της απαντήσει, αλλά δεν έβγαλε κάποιον ήχο από το στόμα του. Κούνησε τα χέρια, τα σήκωσε ψηλά σαν να της έλεγε «είδες;» και προσπάθησε να γυρίσει στην θέση του, πίσω από τον πάγκο του, δίνοντας έτσι ένα τέλος σε αυτή την χωρίς ουσία κουβέντα.
«Ναι…», είπε η κοπέλα, «… τι πειράζει; Πέστε πως είμαι μια πελάτισσα που επισκέπτεται τον χώρο αυτό για πρώτη φορά. Τι δηλαδή! Θα με διώχνατε, μόνο και μόνο επειδή δε γεννήθηκα άντρας; Αλλά… αν θέλετε την γνώμη μου κύριε…»
Ο άντρας γύρισε απότομα στα λόγια της κοπέλας. Δεν πίστευε ότι αυτό που είχε νομίσει πως είχε πάρει τέλος, συνεχιζόταν. Έκανε μια προσπάθεια να την αναχαιτίσει… αλλά εκείνη συνέχισε:
«Ναι, νομίζω πως το ‘χω αυτό το δικαίωμα! Λοιπόν! Πιστεύω πως αυτό που σας χρειάζεται είναι μια γυναίκα υπάλληλος, όπως εγώ, παρά ένας άντρας!»
Ο βιβλιοπώλης χαμογέλασε κι έδειξε ένα κουρασμένο χαμόγελο.
«Γιατί;», την ρώτησε, κοιτάζοντάς την με την ίδια άκαμπτη σοβαρότητα με την οποία την είχε εξ αρχής υποδεχτεί. Η Μαίρη τον πλησίασε, όσο πιο κοντά της επέτρεπε η αξιοπρέπειά της, αλλά και η απεγνωσμένη επιμονή της.
«Γιατί…», του είπε κάνοντας άλλα δυο βήματα προς το μέρος του, «… γιατί νομίζω πως εγώ … θα μπορούσα ν’ αγαπήσω αυτό το χώρο, κύριε…»
Έμειναν και οι δυό ακίνητοι, σαν αγάλματα, για λίγα λεπτά, εντελώς ακίνητοι, κοιτάζοντας έντονα ο ένας στα μάτια του άλλου. Ο άντρας αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει μπροστά στην ξεδιάντροπη στάση της νεαρής κοπέλας. Η ηλικία του δεν μπορούσε να δεχτεί μια τέτοια επιθετική συμπεριφορά.
«Είναι ώρα να πηγαίνετε…», της είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε, αν και μέσα του λαχταρούσε τόσο να της συμπεριφερθεί άσχημα, να την βρίσει ακόμα.
Η Μαίρη, καταλαβαίνοντας ότι η κουβέντα τους είχε ενοχλήσει τον μεσόκοπο άντρα και διακρίνοντας ότι δεν θα μπορούσε να λυγίσει τις αντιρρήσεις του, το έδειχνε η απότομη συμπεριφορά του, αποφάσισε να φύγει. Πήγε προς την πόρτα και άπλωσε το χέρι να γυρίσει το πόμολο. Άρχισε πάλι μέσα της, απότομα, να ακούγεται εκείνο το τραγούδι που την είχε συνοδεύσει κατά την είσοδό της. Γύρισε προς το μέρος του βιβλιοπώλη, κρατώντας την πόρτα μισάνοιχτη, επιτρέποντας στον αέρα να σηκώσει κάποια χαρτιά από τον πάγκο.
«Θα έρθω πάλι αύριο κύριε…», του είπε, «… την ίδια ώρα, όπως και σήμερα… Α, το όνομά μου είναι Μαίρη…»
Βγήκε στο πεζοδρόμιο κι έκλεισε άθελά της την πόρτα με δύναμη πίσω της. Τότε μόνο ο άντρας σήκωσε το κεφάλι προς το μέρος της, ή μάλλον στο σημείο που εκείνη έστεκε πριν μερικά δευτερόλεπτα και επιτέλους χαμογέλασε. Μια σελίδα χαρτιού, κατέβαινε από ψηλά, κάνοντας σλάλομ σε μια αόρατη πίστα στον αέρα.

Η νέα μέρα ξημέρωσε και ο κύριος Γιώργος – αυτό ήταν το όνομα του παλαιοβιβλιοπώλη – κοίταξε τον συννεφιασμένο ουρανό και την βροχή που είχε αρχίσει να φτιάχνει τα ποτάμια της στους δρόμους. Και φαινόταν ότι η βροχή θα γινόταν πολύ πιο δυνατή με το πέρασμα της ώρας.
 Κάτι μέσα του τον έκανε να αγωνιά. Κάτι μέσα του τον έκανε να περιμένει το απόγευμα. Γέλασε στην σκέψη αυτή και κούνησε το κεφάλι δεξιά – αριστερά προσπαθώντας να αποδιώξει την εικόνα της νεαρής, θρασύτατης  κοπέλας από τον νου του. Είχε πολλές δουλειές που τον περίμεναν για να ξοδευτεί σε τέτοιες σκέψεις. Και οι δουλειές δεν πήγαιναν τόσο καλά που να δικαιολογούν καθυστερήσεις και χάσιμο, γενικά, χρόνου.
Το μικρό καμπανάκι πάνω από την πόρτα χτύπησε, το ντιν – νταν του δυό φορές. Η Μαίρη έκανε την εμφάνισή της στο άνοιγμα μπαίνοντας διστακτικά και μούσκεμα από την βροχή, αυτής της βροχής που ο ήχος της ακουγόταν ρυθμικά απ’ έξω, προκαλώντας την υπνηλία με την τόση ρυθμικότητά της.
Ο κύριος Γιώργος καθισμένος στο γραφείο του και πάλι χωμένος στις στοίβες των βιβλίων και των χαρτιών, έκανε την χαρακτηριστική του κίνηση, κατεβάζοντας τα γυαλιά χαμηλά στη μύτη. Εργαζόταν πάνω σε κάτι διορθώσεις αλλά και σε μερικές παραγγελίες που μάλλον είχαν καθυστερήσει, αν έκρινε κανείς από την ταχύτητα με την οποία τις επεξεργαζόταν.
«Καλησπέρα…», ακούστηκε η φωνή της νεαρής κοπέλας.
«Καλησπέρα…», απάντησε εκείνος, δείχνοντας όμως ότι η αυστηρότητα της προηγούμενης μέρας είχε ελαφρά (;) υποχωρήσει. «Έξω γίνεται κατακλυσμός…» συνέχισε.
«Ναι, η αλήθεια είναι ότι βρέχει ασταμάτητα και παρατήρησα ότι η τέντα σας σε κάποιο σημείο έχει σκιστεί. Το νερό έκανε τα τζάμια της βιτρίνας χάλια…»
«Ναι, θα την φτιάξω μόλις μπορέσω αλλά εσύ…»
«Είχα πει ότι θα ερχόμουν την ίδια ώρα … αλλά καθυστέρησα … δυστυχώς… άργησα… ελπίζω να μην …», δεν αποτέλειωσε σαν είδε ότι ο άντρας είχε σηκωθεί και μπήκε σε ένα μικρό καμαράκι πίσω από το γραφείο. Κοίταξε γύρω της, μια ζέστη μέσα της την έκανε να νοιώσει όμορφα. Ο χώρος αυτός, με τα βιβλία του, τον ανεπαρκή κίτρινο φωτισμό του, τον δύστροπο ιδιοκτήτη του… κάτι της θύμιζαν ή καλύτερα κάτι την έκαναν να νοιώσει που ευχόταν μέσα της να το είχε ζήσει.
«Δεν έπρεπε να έρθεις…» της είπε, δίνοντάς της συγχρόνως μια μικρή λευκή πετσέτα που είχε φέρει από την μικρή κάμαρα. «Δεν έπρεπε…», ξανάπε, δίχως να πιστεύει σε αυτό που της έλεγε. «Γιατί ήρθες;»
Η Μαίρη άρχισε να σκουπίζει τα μαλλιά της με την πετσέτα και να τα τραβάει τούφες – τούφες. Και ήταν όμορφα εκείνα τα μαλλιά. Μαύρα σαν έβενος και γυαλιστερά, αντανακλούσαν το φως της λάμπας που κρεμόταν από την οροφή. Το παλαιοβιβλιοπωλείο, θύμιζε περισσότερο αρχές του αιώνα παρά την σημερινή εποχή. Απόλυτα πιστό και αφοσιωμένο στο εμπόρευμά του.
«Η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει πολύ η βροχή, πάρα πολύ θα μπορούσα να πω! Όταν όμως δεν χρειάζεται να βγω από το σπίτι μου! Η πόλη γίνεται πολύ πιο δύσκολη, όταν οι δρόμοι της γίνονται ποτάμια από τα νερά. Δεν συμφωνείτε;»
«Οι Φθινοπωρινές μπόρες… μόνο που για Φθινόπωρο έπιασε και μπόλικο κρύο… πανάθεμά το» και κοίταξε έξω από την βιτρίνα, προς την μεριά του δρόμου.
«Δεν έχεις πια που να πατήσεις! Και έχεις και τα αυτοκίνητα να σε κάνουν λούτσα από πάνω μέχρι κάτω…»
Ο άντρας την πλησίασε και πήρε την πετσέτα από τα χέρια της. Την τίναξε χωρίς να καταλάβει την κίνησή του και άρχισε να την διπλώνει, αδιαφορώντας για την υγρασία της. Η κοπέλα γέλασε βλέποντας αυτή την κίνηση:
« Αφού πολλές μου έρχεται να κρατάω την ομπρέλα στο πλάι! Να έτσι…» κι έκανε μια κίνηση να δείξει το πώς, «… αντί να κρατάς την ομπρέλα ανοικτή πάνω από το κεφάλι σου ανοιχτή, την περιστρέφεις γύρω από την μέση σου, για να προστατεύσεις μια το μπροστινό, μια το πισινό, χα χα χα …» και λέγοντας αυτά, άρχισε να περιστρέφει την ομπρέλα με κωμικό τρόπο γύρω από την μέση της και τους γοφούς της, κάνοντας τον βιβλιοπώλη να ξεσπάσει σε ακράτητα γέλια. Του άρεσε αυτή η κοπέλα, του άρεσε το μπρίο της, η τσαχπινιά της, ενώ ταυτόχρονα διέκρινε μια εξυπνάδα και μια ειλικρίνεια να ξεχύνεται με την ανάλογη αφέλεια της ηλικίας της.
«Είναι απίστευτο, είναι απίστευτο…», την άκουσε να λέει.
«Σε λίγο θα χρειαζόμαστε δυο ομπρέλες …», της είπε ακολουθώντας κι αυτός το παιγνίδι (;) της. «Μόνο έτσι θα μπορούμε να κυκλοφορούμε…»
Η Μαίρη είχε σταματήσει να γυρνά την ομπρέλα γύρω της και έστεκε σοβαρή.
«Όταν γελάτε μοιάζετε με μικρό παιδί…», του είπε, «… το πρόσωπό σας αποκτά μια σπάνια και περίεργη αθωότητα…»
Αυτή η τελευταία φράση της, ήταν και η τροχοπέδη στην ευχάριστη αυτή νότα που είχε νοιώσει εκείνη τη στιγμή ο κύριος Γιώργος. Με μιας το πρόσωπό του σοβάρεψε, ξανάγινε εκείνος ο απόμακρος άντρας που ήταν την προηγούμενη μέρα.
«Νομίζω ότι η βροχή πρέπει να σταμάτησε…», της είπε.
Η Μαίρη έτρεξε με την αφέλεια της ηλικίας της προς την εξώπορτα και την μισάνοιξε:
«Ναι…», είπε, «… επιτέλους … σταμάτησε»
Ο κύριος Γιώργος είχε ξαναπάρει τη θέση του πίσω από το μεγάλο, ξύλινο, βαρυφορτωμένο του γραφείο και είχε πιάσει εκείνο το μισοφαγωμένο μολύβι στο χέρι.
«Μπορεί να ξαναρχίσει…», ακούστηκε η φωνή του, «… καλύτερα να περιμένεις»
«Ξέρετε… εχθές που σας μίλησα για την αγγελία…», πλησίασε κοντά του, «… θα ήθελα να εργαστώ. Όμως πέρα απ’ αυτό… όταν μπήκα μέσα… ένοιωσα μια παράξενη έλξη για… τον χώρο… σαν κάτι να με έδενε μαζί του… δεν ξέρω….», του είπε και κατέβασε το κεφάλι λες και είχε πει κάτι για το οποίο έπρεπε να ντρέπεται. Ο καταστηματάρχης χαμογέλασε με την επιμονή της κοπέλας και με αυτή την εξομολόγηση, «…που αν είναι αληθινή… τότε είμαι τυχερός», σκέφτηκε.
Της έδειξε το μέρος που ήταν τα πίσω δωμάτιο, εκείνη την πόρτα που πριν λίγο είχε φέρει την πετσέτα.
«Εκεί πίσω, έχω ένα μικρό κρεβάτι που ξεκουράζομαι κάποιες στιγμές. Σήμερα βρέχει είναι και αργά, δεν πιστεύω ότι θα βρεθεί κανένας τρελός ν’ αγοράσει παλιό βιβλίο. Εγώ θα ξαπλώσω λιγάκι», γύρισε το χέρι του τώρα σε μια μεγάλη στοίβα βιβλίων. «Αυτά είναι βιβλία … να αυτά, πρέπει να καταγραφούν σε εκείνο τον κατάλογο…», της έδειξε ένα μπλοκ με σκληρά εξώφυλλα, «… πριν τοποθετηθούν στα ράφια. Σε πληροφορώ ότι είναι αρκετή δουλειά αν ακολουθήσεις σωστά και χωρίς επιπολαιότητες τις οδηγίες του καταλόγου. Για να δούμε τι θα καταφέρεις…»

Την άφησε απότομα μόνη και γυρίζοντας την πλάτη του, εξαφανίστηκε στην μικρή πόρτα. Η Μαίρη άρχισε με ενθουσιασμό την καταγραφή ενώ στα αυτιά της, ήρθε πάλι εκείνο το τραγούδι, λες και ζούσε πάνω σε παλκοσένικο και η μουσική συνόδευε την έξοδο του πρωταγωνιστή. Άρχισε κι εκείνη να το σιγομουρμουρίζει:
…στα αυτιά μου θολή η φυσαρμόνικα φτάνει
και ο νους μου γυρνάει στα παλιά…
Δεν μπόρεσε να καταλάβει πότε πέρασε η ώρα. Το μόνο που κατάλαβε ήταν ότι τα βιβλία δεν είχαν τελειωμό και τα πόδια της είχαν αρχίσει να μουδιάζουν στους μηρούς. Κάθισε στο γραφείο και έκανε μια μικρή επιβεβαίωση, ή προσπάθησε να κάνει επιβεβαίωση σε αυτά που είχε σημειώσει. Τα μάτια της την πονούσαν και έβλεπε σχεδόν θολά. Άκουσε ένα θόρυβο στην πόρτα και σηκώθηκε προς τα εκεί, για να διαπιστώσει ότι ήταν ο αέρας που απλά έπαιζε με τα νεύρα της. Ξανακάθισε στο γραφείο και νόμισε πως τα γράμματα στο χαρτί είχαν αρχίσει να χορεύουν. Έτριψε τα μάτια της. Χωρίς να το καταλάβει, το μαύρο σύννεφο του ύπνου την τύλιξε και την πήγε στην αγκαλιά του Μορφέως.
Ο κύριος Γιώργος σηκώθηκε και πήγε στο γραφείο. Το θέαμα που αντίκρισε τον έκανε να χαμογελάσει και να σταθεί λίγα λεπτά παρατηρώντας την νέα κοπέλα που είχε ακουμπήσει το κεφάλι στο διπλωμένο χέρι της, πάνω στο έπιπλο.
«Τα νιάτα…», μουρμούρισε, «… τα νιάτα, πόση ομορφιά» και πλησίασε. Τέντωσε το χέρι να της χαϊδέψει τα μαλλιά, εκείνα τα κατάμαυρα μαλλιά της. Τελικά προτιμά να πάρει ένα βιβλίο από κει αντί για το χάδι που τόσο λαχταρούσε. «Τι ομορφιά…» επανέλαβε. Η στοίβα με τα βιβλία πέφτει με θόρυβο στο πάτωμα, κάνοντας την Μαίρη να τιναχτεί.
«Αχ Θεέ μου! σας ζητώ συγγνώμη … δεν το πιστεύω! Με πήρε ο ύπνος!»
«Ξημέρωσε ξέρεις, πώς να μη σε πάρει…»
Η Μαίρη είχε ήδη σηκωθεί όρθια και προσπαθούσε να καταλάβει τον χώρο γύρω της. Πρώτα το γραφείο, μετά τις στοίβες με τα βιβλία, τα άλλα τα  πεσμένα κάτω στο πάτωμα, τα μολύβια δεξιά στη μεγάλη κυλινδρική τους θήκη, ο κύριος Γιώργος δίπλα της. Έκανε κάποιες βιαστικές σπασμωδικές κινήσεις να ταχτοποιήσει ότι είχε βάλει σε λάθος θέση. Πανικοβλήθηκε προς στιγμήν.
«Ουφ! Για να πω την αλήθεια τρόμαξα λιγάκι, φοβήθηκα πως έκανα κάποια ζημιά! Ευτυχώς όμως, κανένα βιβλίο δεν έπαθε τίποτα! Όλα είναι μια χαρά, ευχαριστώ Θεέ μου!»
«Δεν ήταν δικό σου το φταίξιμο που έπεσαν τα βιβλία κάτω. Εγώ κανονικά έπρεπε να σκύψω να τα μαζέψω, όχι εσύ…» κι έκανε μια κίνηση μα σκύψει, λυγίζοντας το αριστερό του γόνατο.
Η κοπέλα τον εμπόδισε, τραβώντας τον από την μασχάλη.
«Εγώ … μέχρι να πάρουν τη θέση τους στα ράφια, αυτός που τα καταγράφει έχει την ευθύνη τους. Και ύστερα… μου αναθέσατε… να τα προσέχω… όφειλα λοιπόν να μείνω ξάγρυπνη…»
«Και, … όταν πια τοποθετηθούν στα ράφια εξακολουθεί και πάλι κανείς να έχει την ευθύνη τους;»
«Τότε κάθε ευθύνη παύει και το μόνο που απομένει είναι…», σταμάτησε απότομα.
«Είναι;»
«Να παρακολουθεί διακριτικά και με σεβασμό τις ιστορίες τους»
Ακολούθησε μια ολιγόλεπτη σιωπή, με την χαμογελαστή Μαίρη να τακτοποιεί τα πεσμένα βιβλία.
Το καμπανάκι της πόρτας χτύπησε με εκείνο το γλυκό ήχο του. Ντιν – ντιν.
Ξημερώματα δεν είχε χτυπήσει ποτέ. Ένας νεαρός φάνηκε στο άνοιγμα της πόρτας που πάλευε να την κλείσει με εχθρό του τον αέρα αλλά και την μεγάλη κιθάρα που είχε κρεμασμένη στον ώμο του. Τελικά τα κατάφερε και γύρισε ένα χαμογελαστό πρόσωπο προς τους δυο κοντά στο γραφείο.
«Μαίρη…», είπε στην κοπέλα, «… ώστε αυτό είναι το βιβλιοπωλείο που μου έλεγες! Ευτυχώς, το βρήκα! Προς στιγμήν φοβήθηκα πως πήρα λάθος δρόμο…»
«Αντώνη…», είπε εκείνη
«Ω, συγγνώμη κύριε, δεν σας είδα. Καλη… καλημέρα δεν λέμε τώρα; Καλημέρα σας λοιπόν. Να σας συστηθώ. Αντώνης Προκοπίου, με την Μαίρη, είμαστε συμφοιτητές στη σχολή «Καλών Τεχνών». Από κει γνωριζόμαστε…» και γυρίζοντας το πρόσωπο προς την Μαίρη, της έκλεισε το μάτι.
Ο βιβλιοπώλης άπλωσε απρόθυμα το χέρι του και χαιρέτισε τον νεαρό «Χαίρω πολύ … κύριε».

 ΑΓΙΑ ΣΚΟΝΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2



«Η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά μπαίνω σε τέτοιο μαγαζί…», είπε ο νεαρός «… σε τέτοιο βιβλιοπωλείο. Ω! Τώρα, βέβαια θα μου πείτε ότι για όλα υπάρχει μια πρώτη φορά! Δεν θα διαφωνήσω. Χα χα χα ε, λοιπόν δεν είναι και τόσο άσχημα εδώ μέσα. Απλά, εμένα δεν ξέρω αν θα μου πήγαινε να δουλεύω σε παλαιοβιβλιοπωλείο»
Η κοπέλα έδειξε να ενοχλείται από τα λόγια του Αντώνη. Κοκκίνισε και προσπάθησε συγκρατημένα να τον σταματήσει
«Αντώνη…» του είπε σφίγγοντας τα δόντια και τη γροθιά της σε μια προσπάθεια… να μην ξεφύγει. «Αντώνη», επανέλαβε με πιο αυστηρή φωνή.
Ο νεαρός σήκωσε αδιάφορα τον ώμο του προσπαθώντας να βολέψει την κρεμασμένη του κιθάρα που είχε αρχίσει να γλιστρά και σήκωσε το βλέμμα προς το ταβάνι και τα ψηλά ράφια. Παρατηρούσε τον χώρο και έβαλε το δάχτυλο σε ένα από τα βιβλία σαν να προσπαθούσε να βρει σκόνη.
«Νομίζω ότι είναι πολύ μικρός και παλιός αυτός ο χώρος…», είπε, «… για τα γούστα μου!», γέλασε με ένα ειρωνικό γέλιο, νομίζοντας ότι αυτό που είπε ήταν αστείο. «Η Μαίρη αντίθετα, είναι κολλημένη κύριε, με τα βιβλία. Νομίζω ότι θα της ταίριαζε πολύ ένας τέτοιος εργασιακός χώρος. Τι λέτε;»
Ο κύριος Γιώργος, έδειξε ενοχλημένος και το έδειξε με έμφαση, παίρνοντας ένα αδιάφορα αλαζονικό ύφος σαν απαντούσε: « Το παλαιοβιβλιοπωλείο κύριε…», έδωσε περισσότερο βάρος στη λέξη «κύριε», «… δεν είναι ένας εργασιακός χώρος. Ή αν θέλετε, δεν είναι ένας απλός εργασιακός χώρος…». Χαιρέτισε με το κεφάλι και απομακρύνθηκε από τους δυο νέους εκνευρισμένος πηγαίνοντας στο καταφύγιό του, την μικρή κάμαρα στο πίσω μέρος του μαγαζιού.
Η Μαίρη, αγριοκοίταξε για άλλη μια φορά τον επιπόλαιο και πολυλογά Αντώνη, να της λέει:
«Καλά, είναι λιγάκι «φρούτο» ο τύπος ή μου φαίνεται; Τι σόι αντίδραση ήταν αυτή; Σιγά τα λάχανα. Και τι είπα; Καλά! Μιλάμε για πολύ τζαζεμάρα απ’ ότι φαίνεται…»
«Δεν ήταν σωστό να του μιλήσεις έτσι. Κι επιπλέον, έπρεπε να μου το πεις ότι θα ερχόσουν. Αυτός ο χώρος δεν είναι για επισκέψεις!»
Ο Αντώνης, περπατούσε σε όλο το μαγαζί, την άκουγε, χωρίς να γυρίσει το βλέμμα του προς εκείνη. Ακουμπούσε όσα βιβλία έφτανε, εξακολουθούσε να κοιτάζει προς τα πάνω, έσπρωξε την μικρή σκάλα με τις ρόδες και κάθισε στην άκρη του γραφείου. Ένα μικρό αγαλματάκι, μια μικρή προτομή του Αισχύλου, κουνήθηκε επικίνδυνα, ταλαντεύτηκε λίγο και τελικά προτίμησε να σταθεί στη θέση του και πάλι, από το να γίνει κομμάτια στο πάτωμα.
«Αυτός ο χώρος, αγάπη μου γλυκιά, δεν είναι γενικώς για ανθρώπους. Είναι μουντός και καταθλιπτικός. Ένα φάντασμα της μνήμης δηλαδή!»
Η Μαίρη χαμογέλασε στο άκουσμα των λέξεων αυτών. Ο νεαρός μπροστά της που την αποκαλούσε ξεδιάντροπα σε εκείνο τον χώρο «αγάπη μου γλυκιά», είχε αρχίσει να την εκνευρίζει με την όλη στάση του και τα «μεγάλα» λόγια του.
«Το πρόβλημά σου Αντώνη, ήταν πάντα οι υπερβολές σου!»
«Και μετά σου λένε…», της απάντησε, «… ότι με ένα βιβλίο ταξιδεύεις! Ωραία, θα συμφωνήσω! Αλλά που, είναι το ερώτημα. Στον Κάτω Κόσμο! Οουου Παναγία μου, ανατρίχιασα! Να δες!» κι έτεινε το χέρι του με περιπαιχτική διάθεση, «… καλέ, τι βίτσια είναι αυτά; Εγώ, ούτε λεπτό δεν θα άντεχα εδώ μέσα…»
Η Μαίρη τέντωσε το χέρι προς την μεριά της εξώπορτας και του την έδειξε:
«Ωραία, τότε καλύτερα να φύγεις αγόρι μου…», του είπε ειρωνικά.
Ο Αντώνης, την κοίταξε ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα, κουνώντας το πόδι του που αιωρείτο κάτω από το γραφείο. Χαμογέλασε. Κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι, σαν να μην περίμενε αυτή την αντίδραση της κοπέλας, σε μια κίνηση που σήμαινε πιθανώς «πάει καλά» και με ένα τίναγμα πετάχτηκε όρθιος.
«Το βράδυ…» της είπε, «… θα μαζευτεί η παρέα στο γνωστό στέκι… θα παίξω κιθάρα. Αυτό ήρθα να σου πω. Εάν θέλεις έλα … θα χαρώ πολύ», την κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα σιωπηλός λες και περίμενε εκείνη τη στιγμή την απάντησή της, «… αντίο Μαίρη»
Η κοπέλα απλά τον χαιρέτισε με απότομο και ενδεικτικό της ενόχλησής της, τρόπο. Έκλεισε την πόρτα πίσω του με προσπάθεια αφού ο αέρας κράταγε γερή κόντρα.
Ο κύριος Γιώργος έκανε την εμφάνισή του από την μικρή κάμαρα που είχε καταφύγει, ακούγοντας το καμπανάκι της εξόδου. Κοίταξε δειλά, σαν να ήθελε να είναι σίγουρος ότι ο νεαρός τους είχε αφήσει σε εκείνη την «σκονισμένη ησυχία» τους.
«Έφυγε;», ρώτησε με σιγανή φωνή.
«Έφυγε…», του απάντησε η Μαίρη. «Έφυγε… ξέρεται … ο Αντώνης είναι πολύ αυθόρμητο παιδί … γι αυτό και εύκολα, μπορεί κανείς να τον παρεξηγήσει…»
Ο κύριος Γιώργος δεν έδειξε να πείθετε από την δικαιολογία της κοπέλας. Το βλέμμα του ήταν αρκετά επικριτικό.
«Νομίζω ότι είναι ώρα να πηγαίνεις κι εσύ… Χάρηκα για την γνωριμία…»
«Μα… γιατί, εγώ… δεν έκανα τίποτα… κάτι που να σας…’
Ο άντρας την έκοψε. Δεν ήταν ώρα για να ακούει τώρα διαμαρτυρίες και λόγια. Οι παραγγελίες του περίμεναν και έπρεπε να δουλέψει. Έπρεπε να δουλέψει απερίσπαστος και σοβαρά.
«Καλύτερα να φύγεις…», επανέλαβε, δείχνοντας ότι δεν σήκωνε αντίρρηση.
«Μα, εσείς χρειάζεστε υπάλληλο. Το βγάλατε στην αγγελία. Κι εγώ την είδα! Και ήρθα! Κι έκανα ότι μου ζητήσατε και νομίζω τα έκανα όλα σωστά. Δούλευα όλη τη νύχτα για να καταγράψω τα βιβλία. Δεν καταλαβαίνω… γιατί; Που έφταιξα;», φάνηκε να πνίγεται και μέσα της είχε ανάψει η φλόγα εκείνη της αδικίας. Νόμιζε ότι απέναντί της είχε, όχι τον προϊστάμενο μιας δουλειάς, έστω τον μελλοντικό προϊστάμενο, αλλά έναν άνθρωπο που την αδικούσε και προσπαθούσε να την μειώσει. Στηρίχτηκε με τα δυο χέρια τεντωμένα στο γραφείο και άρχισε να φωνάζει: «Γιατί; Που έφταιξα;»
Ο κύριος Γιώργος παρά το επιβλητικό του ανάστημα και την αγέρωχη ματιά του, μαζεύτηκε λίγο μέσα στα ρούχα του, άνθρωπος που δεν άντεχε σε ξεσπάσματα και υψηλών τόνων φωνές. Πρόσθεσε κι αυτό στα ελαττώματα της Μαίρης, τον πιθανά οξύθυμο χαρακτήρα της. Μοναχικός άνθρωπος εκείνος απεχθανόταν κάθε ακρότητα.
«Το είπα και στην αρχή της γνωριμίας μας, ότι ζητάω άντρα υπάλληλο και, μάλιστα, όχι νεαρής ηλικίας. Έτσι δεν είπα;»
«Πίστευα ότι…», του απάντησε και στάθηκε απέναντί του με ένα άγριο βλέμμα, αλλά και τους ώμους της σκυφτούς. Δεν πρόδιδε παράδοση, αλλά κούραση.
«Θεωρώ…», συνέχισε εκείνος, «… ότι έχω, τουλάχιστον, αυτό το δικαίωμα! Να επιλέγω δηλαδή, εγώ τους μελλοντικούς μου υπαλλήλους»
«Είστε σκληρός και άδικος. Το πρόβλημά σας δεν είναι ο υπάλληλος, αλλά εσείς ο ίδιος! Δεν ξέρετε να ανοίγεστε στους ανθρώπους. Δεν μπορείτε, πλέον, να τους νοιώσετε!», του απάντησε. Τα μάτια της είχαν κοκκινίσει και η πίεση που ένοιωθε μέσα στην καρδιά της, ήταν ανυπόφορη. Έφερε το χέρι στο λαιμό της και με την άκρη των δαχτύλων της έπιασε τον σφυγμό της που χτύπαγε σαν ταμπούρλο. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά σαν να κοίταγε την οροφή και ανάγκασε έτσι ένα δάκρυ να τρέξει πάνω στο μάγουλό της.
«Είστε ένα φάντασμα…», συνέχισε, «… ζηλεύετε τους νέους! Ναι, ναι, … αυτό είναι! Ζηλεύετε τους νέους, τους ζηλεύετε αφόρητα! Τους ζηλεύετε, γιατί αυτοί έχουν ακόμα καρδιά! Έχουν αφέλεια! Έχουν τρέλα! Έχουν επιείκεια! Αυτό, δηλαδή, που δεν έχετε εσείς πια. Ζείτε κλεισμένος και εγκαταλελειμμένος σ’ αυτόν τον μουντό και καταθλιπτικό χώρο! Δεν κάνετε τίποτα για να τον αλλάξετε… τίποτα! Τον κρατάτε έτσι μουχλιασμένο κι αραχνιασμένο, όπως είναι η ψυχή σας. Αιχμάλωτη μέσα στην σκοτεινιά και το κενό της. Ναι! Σας είπα ότι χρειαζόμουνα δουλειά. Δεν σας το έκρυψα!», τα κόκκινα μάτια της είχαν αρχίσει να κλαίνε τώρα, τα αναφιλητά ανέβλυζαν ασταμάτητα από μέσα της, «… όμως θα μπορούσα ν’ αγαπήσω αυτό τον χώρο … να τον αγαπήσω πολύ. Κι ας είμαι νέα… κι ας μην είμαι άντρας!»
Σταμάτησε απότομα προσβεβλημένη από την ίδια της την στάση πιότερο παρά από την αρνητική, αποκαρδιωτική απάντηση του άντρα μπροστά της. Άνοιξε την εξώπορτα με το μπουφάν στο χέρι, δεν ήθελε να καθυστερήσει άλλο εκεί μέσα για να το φορέσει και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Το βουητό του αέρα πρόλαβε να ακουστεί σαν βόμβος στα αυτιά του κυρίου Γιώργου, το καμπανάκι χτύπησε πάλι  επιβεβαιώνοντας την αποχώρηση. Ο άντρας κοίταζε με άδειο βλέμμα την ξύλινη πόρτα. Χωρίς να καταλάβει πως, πετάχτηκε με λύσσα προς τα ράφια και με μανία άρπαξε όσα βιβλία μπορούσε, τα πέταξε κάτω, στο πάτωμα. Κάθισε στο γραφείο και άρχισε κι εκείνος να μιμείται την κοπέλα στο κλάμα. Πόσα χρόνια είχε να κλάψει όπως έκλαψε εκείνο το πρωινό! Οι προτομές του Αισχύλου και του Σαίξπηρ πάνω στο γραφείο έμοιαζαν να τον κοροϊδεύουν. Με μια κίνηση τις κομμάτιασε στον απέναντι τοίχο.

Η Μαίρη και ο Αντώνης συναντήθηκαν στο πάρκο, εκεί που και οι δυό απολάμβαναν τις συνευρέσεις τους, χωρίς να αγχώνονται από τα αυτοκίνητα και τους βιαστικούς ανθρώπους της πόλης. Μακριά από βιτρίνες καταστημάτων, από φανάρια και σειρήνες ασθενοφόρων και περιπολικών της αστυνομίας – παράξενο πως, αλλά δεν ακουγόταν ο ήχος της πόλης εκεί – κάθισαν σε ένα παγκάκι, αφού και η μέρα ήταν ήπια και ευνοούσε … την εξοχή. Ναι, όπως το έλεγε το πάρκο αυτό η Μαίρη, ήταν η μικρή της εξοχή.
«Ε, άνοιξέ το πια…», της είπε ο Αντώνης με ανυπομονησία, «… άνοιξέ το βρε Μαιρούλα, τι το πασπατεύεις τόση ώρα; Αμάν, θα σκάσω από την περιέργειά μου…»
Η κοπέλα, κράταγε πολύ ώρα τώρα τον φάκελο που της είχε δώσει ο φίλος της και τον έπαιζε στο χέρι της. Μια τον πέρναγε μέσα από τα δάχτυλα, μια τον δίπλωνε στα δύο, τον ξεδίπλωνε πάλι με αργές κινήσεις, τον κοίταγε και μετά έστρεφε το βλέμμα στον Αντώνη.
«Μα, καλά…», του είπε, «… πως έγινε αυτό; Μοιάζει απίθανο, δεν μπορώ να το πιστέψω!»
Ο νεαρός δίπλα της είχε μια χαρούμενη έκφραση και η ανυπομονησία του φαινόταν καθαρά στις κινήσεις αλλά και στα μάτια του.
«Μα, που σου φαίνεται το απίθανο βρε κορίτσι μου; Αφού σου λέω, περνούσα τυχαία απ’ έξω. Ούτε κι εγώ ξέρω που στα κομμάτια με είδε, έτσι όπως ζει, εκεί μέσα σαν τον ρακοπόντικα. Βγήκε τρέχοντας στο δρόμο, με φώναξε και μου είπε να σου δώσω αυτό το γράμμα. Φυσικά είναι τόσο ακοινώνητος και μονόχνοτος, που ούτε ένα «καλημέρα τι κάνεις» δεν μου είπε. Παρά μονάχα: «αυτό είναι για την δεσποινίδα Μαίρη, παρακαλώ να της το δώσετε πάραυτα!»
«Πως ήταν;»
«Να σου πω… στα χάλια του! Πως θέλεις να είναι ένας άνθρωπος που αναβιώνει τη ζωή του ανθρώπου των σπηλαίων; Μέχρι και η φωνή του…»
«Θεέ μου!»
«Αυτή κι αν είναι σπηλαιώδης! Άντε τώρα, άνοιξέ το, έλα, έλα. Θα αργήσουμε, μην ξεχνάς πως σε λίγο αρχίζει το μάθημα. Πάντως κυρία μου…», της είπε ειρωνικά, «… τώρα που το ξανασκέφτομαι πρέπει να μου χρωστάς χάρη, πρέπει να με ευγνωμονείς. Εάν δεν περνούσα συμπτωματικά από κει, έξω από κείνο το μαυσωλείο, δεν θα κρατούσες τώρα αυτό το πολυσήμαντο γράμμα. Ελπίζω να μου το ξεπληρώσεις αυτό κάποια μέρα, ωραία μου κυρία…»
Η Μαίρη χαμογέλασε και έκανε μια καταφατική κίνηση με το κεφάλι. Πήρε το φάκελο στην άκρη των δαχτύλων της και τον προστάτεψε από μια απότομη κίνηση που έκανε ο Αντώνης να της τον πάρει. Γελούσαν και οι δυό τώρα, αν και φάνηκε πως τα χέρια της κοπέλας δεν ήταν και τόσο σταθερά. Ούτε και η ίδια καταλάβαινε τον λόγο αυτής της τόσο μεγάλης πια, συγκίνησής της.
Προσπάθησε να διαβάσει δυνατά, «απ’ έξω σου», όπως της είπε ο Αντώνης. Η φωνή της ακούστηκε λίγο βραχνή και τα γράμματα δεν τα έβγαζε καθαρά, αν και η επιστολή ήταν καλογραμμένη. Ο Αντώνης δίπλα της, σήκωσε όλο σημασία το ένα φρύδι: «Θα τα καταφέρεις τελικά να το διαβάσεις … Χριστέ μου»
«Δεσποινίς Μαίρη καλημέρα σας. Ελπίζω, δηλαδή, ότι θα είναι μέρα όταν θα λάβετε το γράμμα αυτό. Εάν αγοράσατε το σημερινό φύλλο της εφημερίδας, θα διαπιστώσατε ότι στη νέα αγγελία που καταχώρησα, ζητάω γυναίκα υπάλληλο και μάλιστα ιδιαιτέρως νεαρής ηλικίας, όπως εσείς, για να εργαστεί στο παλαιοβιβλιοπωλείο. Θεώρησα καλό και σωστό, να λάβετε γνώση επ’ αυτού, για να πράξετε αναλόγως και όπως επιθυμείτε. Με τιμή Γιώργος Νικολάου, Παλαιοβιβλιοπώλης»
Η Μαίρη σταμάτησε την ανάγνωση και δεν είχε καμιά διάθεση να συζητήσει για το θέμα αυτό με κανένα. Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, λες και ζητούσε από το «Θείον», βοήθεια. Η φωνή του Αντώνη την επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Ε! Καλά! Ο τύπος είναι πραγματικά UFO… και πολύ UFO μάλιστα! Μόνο αυτός θα ενεργούσε έτσι, μόνο αυτός. Δεν πιστεύω μετά από τον τρόπο που σου συμπεριφέρθηκε, να θέλεις να ξαναπάς. Ε; Βρε Μαιρούλα μου, τι κόλλημα έχεις φάει με αυτόν τον Φράγκενσταϊν;»
«Φυσικά και θα πάω…» του είπε, ενώ με το χέρι σκούπιζε τα δάκρυά της που έτρεχαν ασταμάτητα στα μάγουλά της, «… φυσικά και θα πάω. Αχ, Αντώνη, αν μπορούσες να καταλάβεις τι νιώθω…»
«Τι νιώθεις; Κι εσύ; Μπορείς να με καταλάβεις; Τι… νιώθω για…»
«Εάν δεν σε καταλάβαινα βρε κουτέ μουσικέ, θα καθόμουν τώρα εδώ μαζί σου;»
Τον αγκάλιασε και σηκώθηκε, παρακινώντας τον να φύγουν. Έτριψε τα μπράτσα, είχε αρχίσει να κάνει λίγο κρύο και έπιασε την παλάμη του. έφυγαν προς τη μεριά της ψυχοφθόρας πόλης, πιασμένοι χέρι – χέρι.

Η Μαίρη, άνοιξε την πόρτα που πάλι έτριξε για καλωσόρισμα και που πάλι, χτύπησε το καμπανάκι της με εκείνο τον ανάλαφρο ήχο του. Μπήκε διστακτικά μέσα και προσπάθησε να συνηθίσει στο χαμηλό φωτισμό του χώρου. Κανείς δεν υπήρχε στο γραφείο, ούτε και στις μεγάλες βιβλιοθήκες, μόνο που το φως από το καμαράκι, ήταν αναμμένο. Στο πάτωμα κι αυτό της προκάλεσε έκπληξη, ήταν πεταγμένα πολλά βιβλία και χαρτιά, λες και κάποιος άνεμος είχε κάνει τη βόλτα του εκεί με την μανία της καταστροφής άσβεστη στα σωθικά του. Ξαφνιασμένη πισωπάτησε και προσπάθησε να μην ακουμπήσει και καταστρέψει κάποιο βιβλίο.
Ο θόρυβος από την πόρτα της μικρής κάμαρας την έκανε να κοιτάξει για δεύτερη φορά προς τα κει. Ο κύριος Γιώργος εμφανίστηκε λες και έκανε την παρουσία του ξαφνικά σε θεατρική σκηνή, με τα χέρια γεμάτα με κάποιους δερματόδετους τόμους. Την είδε και προχώρησε προς το μέρος της.
Στάθηκαν σε κοντινή απόσταση, όρθιοι, χωρίς να πουν λέξη για αρκετή ώρα, κοιτώντας ο ένας μέσα στα μάτια της άλλης, σαν δέντρα που είχαν φυτρώσει δίπλα – δίπλα. Την σιωπή έσπασε η κοπέλα:
«Καλησπέρα… σας ευχαριστώ πολύ για το γράμμα… αληθινά… είμαι πολύ χαρούμενη»
«Καλησπέρα…»
«Δεν ξέρω αν έχω αυτό το δικαίωμα… αλλά θα ήθελα να σας ζητήσω… συγ…»
Ο άντρας την κοίταξε ακόμα πιο διεισδυτικά και μετά κούνησε το χέρι στον αέρα:
«Δεν χρειάζεται … ε, ε, ε… σκέφτηκα… να εδώ και μέρες, δηλαδή, … πως το παλαιοπωλείο χρειάζεται μια ανακαίνιση… ως προς την καταγραφή και την επανατοποθέτηση των βιβλίων στα ράφια. Γι αυτό…», ξερόβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του, «… γι αυτό και θεώρησα καλό να κατεβάσω όλα τα βιβλία από τα ράφια. Και… και να τα … ρίξω στο πάτωμα»
Η Μαίρη του χαμογέλασε και έδειξε κι εκείνη προς τα πεσμένα βιβλία:
«Ασφαλώς, καλά κάνατε. Ακριβώς το ίδιο θα έκανα κι εγώ… αν φυσικά είχα δικό μου παλαιοβιβλιοπωλείο… Ω! είναι πραγματικά ανυπόφορο να ανεβοκατεβαίνει κανείς, όλη την ώρα, τη σκάλα για να φτάσει στα πιο ψηλά ράφια. Τι πιο φυσικό να επιδιώξει αμεσότερη πρόσβαση στα βιβλία, ρίχνοντάς τα στα πάτωμα. Πραγματικά πολύ έξυπνη κίνηση! Μπράβο σας που το σκεφτήκατε… αλλά τι λέω, με τέτοια πείρα που έχετε…»
«Αν λοιπόν δεν έχετε κάποια αντίρρηση, μπορούμε να αρχίσουμε και από σήμερα. Την ανακαίνιση εννοώ, … φυσικά … θέλω να πω, … πως από σήμερα … προσλαμβάνεστε …», έκανε μεγάλη προσπάθεια να το πει, λες και προσπαθούσε να λύσει εκείνο τον κόμπο στο λαιμό του που τον τυραννούσε τόση ώρα, «… στο παλαιοβιβλιοπωλείο… ως υπάλληλος, συγγνώμη, ως συνεργάτης μου ήθελα να πω»
«Ως συνεργάτης, όχι ως υπάλληλος;», τον ρώτησε και μια σχεδόν παιδική έκπληξη φάνηκε στο πρόσωπό της.
«Ο υπάλληλος… είναι… πώς να το πω, απλώς απαραίτητος. Ο συνεργάτης όμως όμως… είναι … είναι πολύτιμος!»
«Σας ευχαριστώ πολύ κύριε Γιώργο. Σας ευχαριστώ».
Η Μαίρη έδειξε αρκετά προβληματισμένη, άγνωστο γιατί και σοβαρή. Σκέφτηκε την δουλειά που είχαν μπροστά τους, κοίταξε ξανά τα βιβλία και προσπάθησε να σκεφτεί κάτι που να ήταν αντάξιο της εμπιστοσύνης που της έδειχνε. Κάτι προοδευτικά ωραίο και εύκολο στη διαχείριση του.
«Λοιπόν, λέω να ξεκινήσουμε, δημιουργώντας στοίβες εδώ στο πάτωμα, ανάλογα με το θέμα που πραγματεύονται τα βιβλία. Τι λες;»
Η κοπέλα έκανε πως σκεφτόταν, κάτι που δεν ήταν αλήθεια, μουρμούρισε μια ακαταλαβίστικη λέξη, χτύπησε με τον δείκτη της την άκρη της μύτης και σαν να είχε καταλήξει σε μια απόφαση του είπε:
«Σύμφωνοι, σας είπα και πριν, καταπληκτική ιδέα το … πάτωμα. Δεν βρίσκω άλλη λύση εκτός από τον τρόπο που προτείνετε…» και λέγοντας αυτό, σκουπίζει με μια γρήγορη κίνηση τα μάτια της, να μην την δει ο παλαιοβιβλιοπώλης. Μέσα στο χαμηλό φως που αγωνιζόταν να φτάσει στις γωνιές του χώρου, γονατισμένοι ο Κύριος Γιώργος και η Μαίρη, άρχισαν να φτιάχνουν στοίβες από βιβλία.
«Λοιπόν είναι εκπληκτικό πόσα βιβλία χωράει το παλαιοβιβλιοπωλείο. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ποτέ τον θησαυρό που κρύβει μέσα του! Φανταστικό!»
«Σου αρέσει ο χώρος;»
Η Μαίρη τον κοίταξε και έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό καθώς του χαμογελούσε γλυκά. Κάθισε στο πάτωμα και δίπλωσε την μακριά της φούστα δίπλα από τα πόδια της.
«Δεν πρόκειται απλώς για τον χώρο…»
«Αλλά;»
«Νομίζω πως εδώ μέσα … χτυπάει η ψυχή και το … μυαλό σας…»
Ο άντρας γέλασε και πρόσεξε ότι η κοπέλα μιλούσε σοβαρά, χωρίς διάθεση να τον ειρωνευτεί, όπως έκανε ο Αντώνης ο φίλος ης, αλλά και πολλοί άλλοι στο παρελθόν. Όλοι αυτοί που τον αποκαλούσαν κάτι μεταξύ παλαιολιθικού ανθρώπου και δεινόσαυρου. Εκείνη δεν το έκανε αυτό. Και μάλιστα έδειχνε να σέβεται το γεγονός ότι το μαγαζί ήταν αυτός ο ίδιος.
«Και πως … ηχούν αυτοί οι χτύποι … κατά την γνώμη σου;», την ρώτησε, με πραγματικό ενδιαφέρον.
«Ω! Όταν ήμουν μικρή, ζούσα συνεχώς με την ιδέα του θανάτου!»
«Του θανάτου;»
«Είναι φοβερό… δεν βρίσκετε; Μπαίνοντας στην εφηβεία, οι κρίσεις πανικού γίνονταν όλο και πιο έντονες. Η μόνη μου καταφυγή … ήταν τα λουλούδια. Έκανα συλλογή από άνθη»
«Τα λουλούδια είναι μια ανάσα ζωής…», της είπε, ενώ κανονικά ήθελε να πει: «πόσο τα μισώ τα λουλούδια…»
«Ναι. Την πρώτη φορά που μπήκα σε ανθοπωλείο, ο ανθοπώλης με ρώτησε: «τα λουλούδια δεσποινίς μου, προορίζονται για νέο άνθρωπο ή για ηλικιωμένο;». Τότε κι εγώ έκπληκτη ρώτησα: «Γιατί, τι διαφορά έχει. Ποια είναι η διαφορά;». Εκείνος με ένα εντελώς φυσιολογικό τρόπο, απάντησε: «Καμία, καμία απολύτως. Απλά, δεσποινίς μου, ήθελα να γνωρίζω τα αισθήματά σας, τις διαθέσεις σας, αν προτιμάται, πριν αγγίξετε αυτά τα ζωντανά πλάσματα.»
«Αλλιώς αγγίζει κανείς κάτι, όταν προορίζετε για νέο άνθρωπο και αλλιώς όταν … για ηλικιωμένο;»
«Αλλιώς αγγίζει κάτι κανείς, όταν αισθάνεται ο ίδιος νέος και, αλλιώς, όταν αισθάνεται γερασμένος, όταν έχει γεράσει η ψυχή του…»
«Κι εσύ… τι του απάντησες;»
«Τα λουλούδια προορίζονταν για ηλικιωμένο. Τότε εκείνος χαμογέλασε και είπε: « Φροντίστε δεσποινίς μου, την επόμενη φορά, τα λουλούδια να απευθύνονται σε νέο άνθρωπο». Η Μαίρη σήκωσε ένα βιβλίο από το πάτωμα και έκοψε απότομα την κουβέντα της λες και είχε προσβάλλει τον μεσήλικο  συνομιλητή της. «Φυσικά … τα λουλούδια προορίζονταν για μένα…», συμπλήρωσε μετά από μερικά δευτερόλεπτα.
«Ξαναπήγες σε αυτό το ανθοπωλείο;»
«Ναι, την άλλη μέρα κιόλας. Αυτή τη φορά ο ανθοπώλης, δεν με ρώτησε τίποτα. Μ’ άφησε εντελώς μόνη μου να διαλέξω τα λουλούδια που θα αγόραζα. Όταν ήρθε η ώρα να πληρώσω, του είπα: «Σήμερα κύριε, δεν με ρωτήσατε αν τα λουλούδια μου προορίζονταν για νέο ή για ηλικιωμένο άνθρωπο». Τότε εκείνος με κοίταξε και απάντησε με την ίδια φυσικότητα που τον χαρακτήριζε: «Μα, σήμερα δεσποινίς μου, είναι ολοφάνερο ότι τα λουλούδια σας, προορίζονται για σας!»
«Και μετά;»
«Και μετά… πήγα σπίτι. Πέταξα κάτω στο πάτωμα αυτά που είχα αγοράσει την προηγούμενη μέρα και στην θέση τους… έβαλα τα καινούργια»
Ο άντρας την κοίταγε επίμονα τώρα. Χαμογέλασε με την απάντησή της, την τόσο απλή απάντηση που του είχε δώσει.
«Μαίρη, πιστεύεις ότι όλα αυτά τα βιβλία που … κείτονται στο πάτωμα, θα μπορούσαν … μπορούν δηλαδή να τοποθετηθούν σε καινούργιες θέσεις;»
«Ασφαλώς και το πιστεύω…»
«Πριν από μερικές μέρες είχες πει… ότι αυτό τον χώρο θα μπορούσες … να τον αγαπήσεις…»
«Ναι, αυτό είχα πει…»
«Γιατί;»
«Γιατί… κάτω από το σκοτεινό πέπλο θανάτου που έχει καλύψει τα πάντα… βλέπω… πώς να το πω… βλέπω να κρύβεται ένα εκτυφλωτικό φως…»
Το μεγάλο ρολόι στον τοίχο, σχεδόν αόρατο για κάποιον που δεν ήξερε την ύπαρξή του, άρχισε να χτυπά πολλές φορές. Ο δρόμος απ’ έξω είχε σιωπήσει και κανένας δεν κυκλοφορούσε, εκτός από τον αέρα που έπαιζε με τα καπάκια των κάδων σκουπιδιών και τα σκουπίδια στην άκρη των πεζοδρομίων. Τα δέντρα είχαν αρχίσει να χάνουν τα φύλλα τους και τα πέταγαν όπου μπορούσαν, αρκεί να κάνουν απελπισμένους τους οδοκαθαριστές της επόμενης μέρας.
«Μαίρη… νομίζω ότι πρέπει να πηγαίνεις… είναι αργά, αρκετά αργά πια… τα λέμε αύριο», της είπε με χαμηλή φωνή.
«Έχετε δίκιο … πρέπει να πηγαίνω. Νομίζω ότι πρέπει να πηγαίνω… καλύτερα… θα έρθω αύριο, την ίδια πάλι ώρα…»
Σηκώθηκαν και οι δυό όρθιοι. Η Μαίρη φόρεσε το μπουφάν της με μια λίγο αδέξια κίνηση, σηκώνοντας το δεύτερο χέρι πάνω από τον ώμο, κάτι που έκανε τον κύριο Γιώργο να χαμογελάσει. Και μάλιστα βρίσκει την δύναμη να της χαμογελάσει πατρικά.
«Ωραία! Τα λέμε αύριο λοιπόν», της είπε, «… δεν χρειάζεται να μου μιλάς στον πληθυντικό. Το όνομά μου είναι Γιώργος, σκέτο Γιώργος, έτσι; Καληνύχτα λοιπόν Μαίρη…»
«Καληνύχτα! Αύριο … Γιώργο, δεν θα αργήσω…»
Έφυγε και το μικρό καμπανάκι χτύπησε πάλι. Ο κύριος Γιώργος προσπάθησε να κρατήσει την τελευταία εικόνα της κοπέλας. Κλείδωσε την πόρτα, έσβησε τα πολλά φώτα και άφησε μόνο ένα φωτιστικό αναμμένο πάνω στο μικρό τραπέζι που είχε τοποθετήσει τις λίστες των «Ιστορικών». Κάθισε στο πάτωμα, στο σχεδόν σκοτεινό πάτωμα και ξαφνικά έσκυψε το κεφάλι προς τα κάτω. Κάτι μέσα του αντιστεκόταν σε αιώνιες αντιρρήσεις και ιδέες. Χωρίς να το καταλάβει, τον πήρε ο ύπνος. Έπεσε σε λήθαργο εκεί που καθόταν, βουτηγμένος μέσα σε ένα ανεξήγητο ιδρώτα.
Άκουσε το τρίξιμο του πατώματος, σαν κάποιος να περπατούσε ελαφρά, από το άνοιγμα της πόρτας της μικρής κάμαρας.
«Ποιος είναι εκεί;», φώναξε ζαλισμένος λίγο από τον ύπνο. «Ποιος είναι εκεί;», επανέλαβε
Μια ψιλόλιγνη γυναίκα, μια κοπέλα, σαν αιθέρια ύπαρξη, άρχισε να περπατάει προς το μέρος του. Ανακάθισε τρομαγμένος. Η κοπέλα φορούσε ένα μακρύ, λευκό φόρεμα. Προχώρησε λίγο ακόμα και στάθηκε όρθια, πολύ κοντά του, κοιτάζοντάς τον με λυπημένο ύφος. Έτεινε το χέρι και το πλησίασε σε απόσταση μερικών πόντων από το μέτωπό του.
«Χριστίνα…», φώναξε και πετάχτηκε όρθιος και φανερά ταραγμένος, προσπαθώντας με κόπο να πάρει ανάσα.
«Χριστίνα… Χριστίνα μου! Ήρθες τελικά!», φώναξε και πετάχτηκε ολόρθος, έκπληκτος και ταραγμένος. «Σε περίμενα παιδί μου… σε περίμενα. Τόσο καιρό σε περίμενα…»
«Το ξέρω πατέρα… το ξέρω. Άργησα;»
«Ναι… άργησες … πάντα αργούσες Χριστίνα μου… Ω Χριστίνα μου …θα κάτσεις λίγο ε; Μη φύγεις γρήγορα παιδί μου … έχουμε χρόνο…»
«Δεν έχω χρόνο πατέρα… ήρθα για λίγο… απλά για να σε δω… και μετά … πρέπει θα φύγω»
«Θεέ μου τι όμορφη που είσαι! Πόσο καιρό έχω να σε δω!», της είπε και την πλησίασε. Άνοιξε τα χέρια και την αγκάλιασε. Την έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά του να νοιώσει εκείνη την κατάδική του στιγμή. Μη του την πάρει κανείς, μη μείνει ξανά μόνος. «Μου έλειψες, μου έλειψες πολύ…»
«Μη κλαις πατέρα … δεν κάνει να κλαις. Πρέπει να συνηθίσεις…»
«Δεν μου είπες ποτέ τίποτα Χριστίνα… αν μου μιλούσες… ίσως να…», απάντησε χωρίς να μπορέσει να τελειώσει την φράση του.
«Είχα πάρει την απόφασή μου πατέρα. Τώρα είμαι ήρεμη. Αυτό πρέπει να κάνεις κι εσύ… να ηρεμίσεις…»
«Από κείνη τη μέρα παιδί μου, όλα είναι… σαν να μην υπάρχουν. Σαν να χάθηκε ο κόσμος στη στιγμή. Τίποτα δεν υπάρχει πια… τίποτα…»
«Ο κόσμος… ο κόσμος είμαστε εμείς, πατέρα… Όλος ο κόσμος είμαστε εμείς. Θυμάσαι τι μου έλεγες όταν ήμουνα μικρή; Δεν υπάρχει πιο σημαντικό πράγμα από την εμπιστοσύνη και την αγάπη για τον κόσμο. Αυτή νικάει τα πάντα κι επιστρέφει στις δικές μας ζωές, σαν θεϊκό δώρο. Που είναι η αγάπη σου πατέρα; Που είναι η εμπιστοσύνη σου; Εσύ ήσουν πάντα δυνατός!»
«Ζήτησέ μου ότι θέλεις παιδί μου. Ότι θέλεις … και θα το κάνω»
«Θέλω, … θέλω να σου δώσω αυτό πατέρα. Θυμάσαι τη φυσαρμόνικα που μου είχες χαρίσει κάποτε; Θέλω να την κρατήσεις … Τώρα που φεύγω… σου ανήκει… είναι δική σου…»
Ο βιβλιοπώλης, σήκωσε τα χέρια και έπιασε την μικρή γυαλιστερή φυσαρμόνικα. Έτρεμε και παραλίγο να του πέσει. Την κράτησε όμως σφιχτά, την έφερε στο μέτωπό του και λες μεταλάμβανε «τα Άγια των Αγίων» και μουρμούρισε κάτι σαν προσευχή.
«Θέλω να συνεχίσεις πατέρα, άκου… άκου πατέρα… εκείνο το τραγούδι… το θυμάσαι; Εκείνο το τραγούδι που χορεύαμε μαζί και γελούσαμε… Πόσο όμορφα ηχεί το τραγούδι μας πατέρα! Πόσο όμορφα! Άκου…»
«Την ώρα που δένουν τα πλοία στο λιμάνι
και βγαίνουν οι φαντάροι στη στεριά
στα αυτιά μου θολή η φυσαρμόνικα φτάνει
και ο νους μου γυρνάει στα παλιά
Δεν ήμουν στη χώρα των θαυμάτων η Αλίκη
ποτέ δεν έζησα σε κόσμους μαγικούς
ένα λιμάνι, ένας καημός η Σαλονίκη
κι ότι κι αν λένε παραμύθια, μην τ’ ακούς»

Η κοπέλα σήκωσε τον πεσμένο πατέρα της και του έπιασε το αριστερό του χέρι. Στριφογύρισε στον χώρο γύρω του και τον παρέσυρε σε αυτόν τον στροβιλισμό, σε αυτόν τον άγνωστο, παλιό τους χορό. Ο μεσήλικας άντρας δεν ένοιωθε να πατάει στο ξύλινο πάτωμα από κάτω του. Βλέπει τα πόδια του να αιωρούνται και να γίνονται σχεδόν διάφανα. Στροβιλιζόταν στηρίζοντας το χωρίς βάρος σώμα, της πιο αγαπημένης ύπαρξης στη ζωή του. Το ταβάνι, φαντάζει απελπιστικά χαμηλό και τα βιβλία, οι ακίνητοι και αμίλητοι θαυμαστές του χορού τους. Και ο χρόνος… είδε με την άκρη του ματιού του τους δείκτες του ξύλινου ρολογιού να τρέχουν και να γυρίζουν με ταχύτητα. Προσγειώθηκε με δύναμη, λες και τα μάγια είχαν απότομα τελειώσει. Τα πόδια του ξανάγιναν θνητά και η γήινη έλξη, αισθητή.
Στην αγκαλιά του δεν κρατούσε τίποτα, κανένα σώμα, καμιά ελπίδα παρθενογένεσης.
Με δυνατή φωνή, η λευκοφορεμένη κοπέλα, η μεγάλη του αγάπη, είχε αρχίσει να απομακρύνεται προς το βάθος από όπου είχε έρθει. Γύρισε και τον κοίταξε για μια τελευταία (;) φορά.
«Αντίο πατέρα!», του είπε. «Να θυμάσαι, ότι τίποτα στον κόσμο δεν μπορεί να μας χωρίσει. Τίποτα! Θα είμαστε για πάντα μαζί! Για πάντα…», μέχρι που η μορφή της εξαϋλώθηκε και χάθηκε.
Τώρα το πρόσωπο του σκυμμένου στο πάτωμα άντρα, αποπνέει ηρεμία και γαλήνη. Στο χέρι του η φυσαρμόνικα γυαλιστερή, απομεινάρι της ανάγκης του.


Η ΑΓΙΑ ΣΚΟΝΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

«Ω! είναι καιρός τώρα που με προβληματίζει η συμπεριφορά της κόρης μας…», είπε στον άντρα της η κυρία Παπακώστα.
Η κυρία Παπακώστα! Μια γυναίκα γύρω στα πενήντα πέντε, με βαμμένα ξανθιά μαλλιά, που όλο διαμαρτυρόταν, γιατί η μέση της είχε πάψει να είναι «δαχτυλίδι», εδώ και πολλά χρόνια. Μουρμούριζε και γκρίνιαζε για αυτό συνέχεια, παραβλέποντας ότι όλη την ημέρα κάτι μασούλαγε, ρίχνοντας τις ευθύνες (για άγνωστο λόγο), στους άλλους. Λες και όλοι οι άλλοι την ανάγκαζαν να τρώει και να παχαίνει.
«…δεν ξέρω τι να κάνω πλέον με αυτό το κορίτσι!», συνέχισε, ενώ ένα μικρό μπακλαβαδάκι εξαφανιζόταν στο στόμα της και συνθλιβόταν από τα κιτρινισμένα, λόγω τσιγάρου, δόντια της. «Μα σε ποιόν να έμοιασε, ήθελα να ‘ξερα! Εγώ στην ηλικία της είχα μια απόλυτα φυσιολογική ζωή. Αυτό το παιδί, αντιθέτως! Είναι και οι παρέες της βλέπεις! Τις προάλλες…»
Ο κύριος Παπακώστας, ο κύριος Λευτέρης Παπακώστας, γύρισε την σελίδα της εφημερίδας του, χωρίς ν’ ακούει και πολλά απ’ αυτά που του έλεγε η «ερίτιμος» σύζυγός του. «Λες η Γιουβέντους να κερδίσει την Κυριακή…», σκεφτόταν, με την μεγάλη όμως μαεστρία να δείχνει τάχα ενδιαφέρον για τα λόγια της. Ευτραφής κι αυτός, έμπορος και «αυτοδημιούργητος», όπως συχνά καυχιόταν, κοσμικός επιχειρηματίας, έπινε το τσάι του (σικ), ενώ στο κρυστάλλινο τασάκι έκαιγε ένα πούρο εισαγωγής.
«… ήρθε στο σπίτι αυτός ο συμφοιτητής της…», συνέχισε η ξανθιά κυρία απτόητη, «… τι βρωμιάρης Θεέ μου! Μ’ ένα σκούφο στο κεφάλι του, που ποιος ξέρει, πόσο καιρό έχει να το λούσει! Και μια κιθάρα κρεμασμένη στον ώμο του! Θεέ και Κύριε! Μείνανε κλεισμένοι στο δωμάτιό της, πάνω από δυό ώρες. Εγκεφαλικό κόντεψα να πάθω…»
«Να μην τρως πολλά γλυκά, σου το έχω ξαναπεί…», απάντησε ο κύριος Λευτέρης, χωρίς να έχει ακούσει και πολλά.
«Λευτέρη με κοροϊδεύεις; Για το κορίτσι μας σου μιλάω. Κάνε λίγο την θυσία να ακούσεις…»
«Μάλιστα, μάλιστα…», απάντησε λίγο ειρωνικά εκείνος, διπλώνοντας την εφημερίδα στα δυο. «Λοιπόν;»
«Λέω εγκεφαλικό κόντεψα να πάθω…»
«Αλλά δεν έπαθες…»
«… ειλικρινά τι του βρίσκει, δεν μπορώ να καταλάβω…»
«Ποιού;», ρώτησε ο άντρας.
«Α, μου φαίνεται ότι δεν άκουσες τίποτα από αυτά που σου είπα… του συμφοιτητή της λέω…»
«Α, μάλιστα, αυτού με την κιθάρα…»
Η κυρία Παπακώστα θεατρινίστικα έκανε τον σταυρό της που, έστω και κάτι είχε ακούσει ο άντρας της. Άνοιξε το κουτί με τις χρυσές κορδέλες και ξεφυσώντας σαν ασθμαίνουσα ατμομηχανή, καταβρόχθισε ένα γεμιστό με λικέρ, σοκολατάκι.
«Θέλεις να μου πεις ότι … συνευρέθηκε ερωτικά μαζί του, αγαπητή μου; Αυτό θέλεις να μου πεις;»
«Που να ξέρω χρυσέ μου…», του απάντησε ειρωνικά κουνώντας το κεφάλι πέρα δώθε. «Δεν κοιτούσα και από την κλειδαρότρυπα!»
Ο κύριος Παπακώστας έδειξε να φουντώνει. Επιτέλους είχε συνειδητοποιήσει αυτά που τόση ώρα προσπαθούσε η γυναίκα του να του πει. Το πρόσωπό του κοκκίνισε με μιας και η εικόνα της κόρης του να έχει σεξουαλικές περιπτύξεις πάνω στο κρεβάτι της, στο δικό του σπίτι, με εκείνο τον νεαρό που φορούσε σκούφο, τον είχε κάνει έξαλλο. Έψαξε στο τραπεζάκι δίπλα του να βρει τα χάπια του. Όχι ότι του έκαναν τίποτα, αλλά και μόνο στην ιδέα της λήψης τους, ο οργανισμός του ηρεμούσε.
«Μα είσαι μητέρα της που να πάρει! Την τρέλα μου! Δεν θα σου το έλεγε;»
Βρήκε τα χάπια του και ήπιε δυο μαζί. Το νερό του «κάθισε» στο λαιμό και άρχισε να βήχει.
«Σώθηκες! Και πρόσεχε! Θα πνιγείς!», του είπε ατάραχη. «Μη φωνάζεις έτσι όταν τρως ή όταν πίνεις νερό. Εκατό φορές σου το έχω πει! Ω! Θεέ μου. Τι με βασανίζεις έτσι την κακομοίρα!», του είπε βαδίζοντας πάνω – κάτω στο περίπου, αν και κακόγουστο, πολυτελές σαλόνι. «Σε πληροφορώ, πως εχθές το βράδυ, δεν ήρθε στο σπίτι να κοιμηθεί…» κι έβαλε επιτηδευμένα τα κλάματα.
«Δεν το πιστεύω… την τρέλα μου μέσα. Και που πέρασε την νύχτα της; Με αυτόν τον βρωμιάρη;»
«Μου είπε… στο παλαιο… απ’ αυτό…»
«Στο παλαιο… απ’ αυτό; Τι μου λες μωρέ; Την τρέλα μου!», αυτή η τελευταία έκφραση ήταν η αγαπημένη του όταν ήθελε να βρίσει, «… τρελάθηκες; Τι είναι αυτό;»
«Σε ένα παλιοβιβλιοπωλείο… ή κάτι τέτοιο μου είπε. Τέλος πάντων! Που θες να ξέρω εγώ; Μα τι ρωτάς κι εσύ! Συχνάζω εγώ σε τέτοια μπανάλ μέρη;»
«Όχι… εσύ μεγάλωσες στο χωριό σου με όπερες και μπαλέτα…», της είπε τελείως απαξιωτικά, «… και τι έκανε εκεί;»
«Πήγε να ζητήσει δουλειά. Θεέ μου, έτσι… τουλάχιστον μου είπε» και με αυτό, έπεσε στην πολυθρόνα της, σχεδόν λιπόθυμη, μισολιπόθυμη που έλεγε κι εκείνη, προλαβαίνοντας όμως να βάλει το χέρι της στο ασημένιο κουτί με τις χρυσές κορδέλες.
«Μα αυτό είναι από τα άγραφα! Εδώ δεν προσβάλλει μόνο τον εαυτό της, αλλά και την οικογένειά της. Την τρέλα μου μέσα… Εμάς δηλαδή! Τους γονείς της… Ακούς σε παλιοβιβλιοπωλείο! Λες και δεν έχει να πληρώσει το νοίκι της η κόρη του Παπακώστα, με τ’ όνομα! Και, ύστερα, τι σόι εργασιακός χώρος είναι αυτός; Είναι μέρος αυτό για νέα κορίτσια; Λες και είναι καμιά γεροντοκόρη! Ε, αυτό πάει πολύ. Δεν…»
Η κουβέντα κόπηκε στη μέση με την είσοδο στο σαλόνι της Μαίρης. Ο κατακόκκινος πατέρας και η μπουκωμένη με σοκολατάκια μάνα, γύρισαν προς την πόρτα του μεγάλου δωματίου.
«Καλημέρα…» τους είπε βιαστικά. Φορούσε ένα τζιν παντελόνι και μια μπλούζα κλειστή στο λαιμό. Το μπουφάν ήταν στρατιωτικού στυλ, θυμίζοντας έντονα … μαχητικό στέλεχος του ΚΚΕ.
«Καλημέρα…», απάντησε ο κύριος Παπακώστας με σφιγμένα χείλια. «Για πού το βάλαμε πρωί – πρωί;»
«Δεν θα πάρω πρωινό μαζί σας… δεν προλαβαίνω. Πρέπει..», είπε αρπάζοντας μια φρυγανιά από το τραπέζι, «… να πάω στο παλαιοβιβλιοπωλείο, γιατί θ’ αργήσω… Θα τα πούμε το μεσημέρι»
Η φωνή του πατέρα της ακούστηκε βαριά, λίγο βραχνή, αν και έβηξε δυο – τρεις φορές και απότομη:
«Μάλιστα… πολύ ωραία! Να σε παρακαλέσουμε τουλάχιστον, η μητέρα σου κι εγώ, όταν απευθύνεσαι σε μας, να έχεις την ευγενή καλοσύνη να μας κοιτάζεις στα μάτια;»
«Πατέρα… δεν έχω χρόνο… Ειλικρινά… βιάζομαι…», του είπε κάνοντας συγχρόνως και μερικά βήματα προς την πόρτα. «Δεν είμαι υπάλληλος πατέρα, είμαι συνεργάτης… θα το πίστευες; Ο παλαιοβιβλιοπώλης είναι πολύ ξεχωριστός και ευαίσθητος άνθρωπος! Είμαι πολύ τυχερή που τον γνώρισα! Τυχερή κι ευτυχισμένη!»
Αυτά ήταν και τα τελευταία της λόγια. Έφυγε και κατά λάθος χτύπησε την πόρτα, ενώ κάποια λόγια από τον κύριο, αλλά και την κυρία Παπακώστα, δεν μπόρεσαν να βγουν έξω μέχρι τα αυτιά της.
«Μέγας είσαι Κύριε… και θαυμαστά τα έργα Σου…», είπε η γυναίκα λίγο ψευδά, αφού το σοκολατάκι δεν άφηνε και πολύ χώρο στο στόμα της.
«Από το στόμα μου το πήρες αγαπητή μου…»

Οι δυο άντρες ήταν η ενσάρκωση των Λόρελ και Όλιβερ2, αφού ο ένας ήταν ψηλός, γεμάτος κι επιβλητικός, ενώ ο άλλος, αδύνατος και κοντός. Πάντως και οι δυο είχαν πολύ γερά σώματα αν και φαίνονταν να ανήκουν στην τέταρτη ίσως και την πέμπτη νιότη τους. Αρκετά παρακμιακοί τύποι, με την ανάλογη γλώσσα, αλλά και την πρέπουσα άγνοια σε θέματα βιβλίων. Από νωρίς το πρωί, είχαν αρχίσει να τοποθετούν σε κούτες τα βιβλία που βρίσκονταν σε στοίβες στο πάτωμα. Η αλήθεια ήταν πως ένοιωθαν αυτό τον απαιτούμενο σεβασμό για τους τόμους που έπιαναν και η τοποθέτηση στις κούτες, ήταν αρκετά προσεκτική.
Ο κύριος Γιώργος, αμέτοχος σε όλο αυτό που έβλεπε να γίνεται μπροστά του, είχε καθίσει στο γραφείο του και τους παρακολουθούσε χωρίς σχεδόν να μιλάει για τίποτα. Η μικρή λάμπα δίπλα του ήταν αναμμένη, αφού τα σύννεφα στον ουρανό, δεν άφηναν το φως του ήλιου να φωτίσει επαρκώς τον χώρο.
«Αλήθεια, πόσο καιρό έχετε το παλαιοβιβλιοπωλείο κύριε;», ρώτησε ο ψηλός και γεμάτος άντρας, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του προς το γραφείο. Σκούπισε τον ιδρώτα του και συνέχισε να τοποθετεί τα βιβλία, χωρίς να ενδιαφέρετε για τους τίτλους.
«Περίπου τριάντα…», απάντησε ο κύριος Γιώργος.
Η φωνή του δεύτερου άντρα συνέχισε την ερώτηση που μάλλον ήθελα να κάνει ο φίλος του: «Κι αν επιτρέπεται κύριε, πως και πήρατε την απόφαση να δωρίσετε ολόκληρη την συλλογή σας; Όλη αυτή τη συλλογή…», είπε και έδειξε όλο τον χώρο με τα βιβλία στο πάτωμα. «Μπορεί να μην έχω ιδιαίτερη σχέση με την μόρφωση και τα βιβλία, μπορώ όμως να φανταστώ ότι αυτά στοιχίζουν μια ολόκληρη περιουσία», είπε και γύρισε προς τον συνάδελφό του με ένα πονηρό βλέμμα, κλείνοντάς του το ένα μάτι.
«Στα νέα χέρια στα οποία θα περιέλθουν σύντομα αυτά τα έργα, θα είναι πολύ πιο χρήσιμα απ’ ότι αν παραμείνουν στα δικά μου. Η αποστολή τους για μένα, έφτασε πια στο τέλος της»
«Μα εσείς κύριε μιλάτε σαν να πρόκειται να αποδημήσετε «εις τόπον χλοερόν και δροσερόν…», τόπον αναπαύσιμον! Δεν είστε ντε και τόσο μεγάλος! Μερικά χρόνια περισσότερα από μας μπορεί να έχετε κι εμείς αισθανόμαστε πολύ … νέοι και δυνατοί…», γέλασε εννοώντας τα πιο πρόστυχα πράγματα που δεν μπορούσε να πει.
«Η απόφασή μου αυτή, αγαπητέ μου, δεν έχει να κάνει με την ηλικία μου. Αλλά με την εξέλιξη κάποιων πραγμάτων στη ζωή μου…»
«Πάντως δεν είναι και εύκολο κανείς να αποχωρίζεται πράγματα που τον συνόδευαν τριάντα χρόνια τώρα, μια ζωή δηλαδή!», έστριψε ένα τσιγάρο και το άναψε με την απάθεια του ανθρώπου που όλα τα βλέπει ρουτίνα, «Εγώ δηλαδής, να πούμε κύριε, εργάζομαι για χρόνια σαν χαμάλης. Έτσι για το μεροκάματο. Μελετηρός δεν ήμουν… ποτέ! Μια ζωή, τελευταίος μαθητής, κουμπούρας δηλαδή. Και από τους πιο άτακτους στην τάξη! Όμως… έχω κι εγώ τις ευαισθησίες μου…»
Η φωνή του συναδέλφου του στις μετακομίσεις ακούστηκε κοροϊδευτική: «Αλήθεια; Και τι ευαισθησίες έχεις εσύ, βρε παλιόσκυλο και δεν τις καταλάβαμε ποτέ…;»
«Τι θέλεις ρε; Εξυπνάδες πουλάς τώρα; Κάνω συλλογή από μπουκάλια… παντός είδους μπουκάλια. Έχω χιλιάδες είδη στην αποθήκη του σπιτιού μου κύριε…»
«Ε, βέβαια…» , του απάντησε σηκώνοντας μια κούτα με βιβλία που φάνηκε από την έκφραση του προσώπου του ότι ήταν αρκετά βαριά, «… μόνο τις μπύρες που κοπανάς κάθε μέρα φτάνουν για να τις συλλέγεις»
«Στην πραγματικότητα…», είπε ο κύριος Γιώργος, «… η συλλογή πραγμάτων, ξεκινάει από μια, υποσυνείδητα εγωιστική διάθεση του ανθρώπου για κατοχή. Αργά ή γρήγορα, όμως, μπορεί να αποκτήσει κοινωνικό πρόσωπο και να αποτελέσει πολύτιμη προσφορά για την ανθρωπότητα»
Το γέλιο του αχθοφόρου, ακούστηκε δυνατό και μάλλον μελαγχολικό:
«Χα – χα – χα, συγγνώμη κύριε, με όλο το σεβασμό, αλλά πιστεύετε ότι τα μπουκάλια αυτού του αχρείου, του βρωμιάρη, μπορούν να είναι χρήσιμα για την ανθρωπότητα; Αυτός δεν είναι χρήσιμος, ούτε για τον ίδιο του τον εαυτό, χα – χα – χα»
«Μην τον ακούτε κύριε, εγώ συμφωνώ απόλυτα με την άποψή σας! Αργά ή γρήγορα, και τα δικά μου μπουκάλια, θα βρουν το δρόμο του και θα δοξαστούν!»
Ο ψηλός εργάτης είχε καθίσει πάνω σε ένα κασόνι και ήπιε από ένα θερμός μια γουλιά από κάποιο υγρό. Πρέπει να ήταν οινόπνευμα, αν έκρινε κανείς από το πλατάγιασμα της γλώσσας του και το βαθύ αναστεναγμό του. Άναψε κι αυτός ένα τσιγάρο από ένα πλακέ πακέτο, αφού πρώτα το χτύπησε ελαφρά, ανάποδα να «καθίσει» ο καπνός. Πήρε περισπούδαστο ύφος και γέλασε:
«Μμμμ! Σιγά καλέ, μη μας το λες! Η δόξα φτιάχτηκε για σένα! Άντε… κουνήσου και βάλε κανένα βιβλίο στα κουτιά. Δεν θα κρατάμε εδώ και δέκα ώρες τον κύριο όρθιο, για να αγορεύεις εσύ για τα μπουκάλια σου»
«Κύριε…», συνέχισε ο έτερος «Καππαδόκης», «… πιστεύετε ότι οι άνθρωποι εκτιμούν πάντα αυτό που τους δίνεται; Να, εσείς για παράδειγμα… δίνετε τόσα βιβλία, λέτε να πιάσουν τόπο;»
«Μην τον ακούτε κύριε… Γιώργο, άρχισε πάλι τις παπαρδέλες του! Βλέπω δεν κρατιέσαι με τίποτα σήμερα αγόρι μου!»
Ο κύριος Γιώργος χαμογέλασε με τα λαϊκά αυτά πειράγματα των δυο εργατών:
«Αυτή η αγωνία, θα υπάρχει πάντα. Όμως αν το καλοσκεφτούμε, στην πραγματικότητα, τίποτα δεν μας ανήκει. Και όσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιήσουμε, τόσο πιο ευτυχείς θα αισθανόμαστε»
«Ωραία, λοιπόν», είπε ο ψηλός,  «Ηρέμισες τώρα; Τα μπουκάλια σου πολύ γρήγορα, θα αλλάξουν χέρια…», γέλασε με νόημα, « … άντε και απ’ ότι φαίνεται τελειώσαμε εδώ. Έχουμε τίποτα άλλο να πακετάρουμε;»
Ο κύριος Γιώργος, κοίταξε ολόγυρα στον σκοτεινό χώρο και κούνησε το κεφάλι αρνητικά
«Όχι παιδιά, σας ευχαριστώ πολύ…»
«Ωραία λοιπόν, τα φορτώνουμε στο φορτηγάκι και φεύγουμε. Χάρηκα πολύ για την γνωριμία κύριε. Τα σέβη μου…»
«Άντε ρε…», ακούστηκε από την πόρτα ο συνάδελφός του, «… άντε, οι χαιρετούρες σε μάραναν, πανάθεμα σε! Δεν κοιτάς τα χάλια σου! Άντε! Φόρτωσε στην πλάτη σου κανένα κουτί να φεύγουμε. Χα χα χα… άκου εκεί … χαιρετούρες και ρεβεράντζες! Χα χα χα και τα μπουκάλια… που τα βάζεις;»
Με το γέλιο, έριξε και μια σπρωξιά στον συνάδελφό του που παραπάτησε. Σκόνταψε σε ένα μικρό σκαμνάκι, παραλίγο να πέσει κάτω και κράτησε την ισορροπία του στο τσακ, μαζί με το φορτωμένο στον ώμο του μεγάλο κουτί. Το φορτηγάκι, άναψε την μηχανή του με την τρίτη προσπάθεια και γέμισε όλο το πεζοδρόμιο με ένα μεγάλο, μαύρο σύννεφο καυσαερίων. Θα νόμιζε κανείς ότι όλα τα σπίτια θα έβγαιναν μαύρα από κει, όπως και οι διαβάτες που είχαν την ατυχία να περπατούν εκεί. Ένα λαϊκό τραγούδι ακούστηκε από το εσωτερικό του αυτοκινήτου και οι δυό εργάτες σαν συντονισμένοι, έβγαλαν και άναψαν τσιγάρο.



Η ΑΓΙΑ ΣΚΟΝΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4



Ο ήλιος έχει πάρει τον δρόμο του πίσω από τα ψηλά κτίρια και το «θαύμα» της ακρόπολης πάνω στον ιερό βράχο της. Το απόγευμα ήταν όμορφο, κρύο, αλλά είχε μια γυαλιστερή υφή, μια αισιοδοξία και μια υπόσχεση. Η Μαίρη κοίταξε την βιτρίνα του παλαιοβιβλιοπωλείου, την τέντα που ακόμη δεν είχε επιδιορθωθεί και σήκωσε τον γιακά με την γούνα, του μπουφάν της. Χαμογέλασε, της άρεσε αυτή η εικόνα, μέχρι που αναρωτήθηκε, αν έπρεπε η τέντα να φτιαχτεί.
Κλώτσησε ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί που ο αέρας είχε κολλήσει στην γάμπα της κι έκανε ένα βήμα προς την πόρτα του μαγαζιού. Την άνοιξε με τα μάτια μισόκλειστα, λες και προσπαθούσε ν’ απολαύσει το τρίξιμο των μεντεσέδων και το ανάλαφρο καμπανάκι. Ντιν – ντιν, άκουσε και κάτι στην καρδιά της, κάτι γλυκό και ρομαντικό, σκίρτησε.
Ο χώρος που μπήκε όμως, ο χώρος με τα χιλιάδες βιβλία, ήταν τώρα διαφορετικός. Ένας χώρος κενός, άδειος. Το φως λιγοστό, αν και τώρα απλωνόταν πιο εύκολα στις γωνιές και δυο επιδαπέδιες λάμπες, αναμμένες, σκόρπιζαν μικρά – μικρά κομμάτια ζεστασιάς ολόγυρα.
Κοίταξε γύρω της σαστισμένη και λίγο πανικόβλητη. Ο κύριος Γιώργος καθόταν στην άκρη, εκεί που είχε τραβήξει το μικρό του, ξύλινο γραφείο. Κράταγε μια παλιά πίπα, σαν τα τσιμπούκια των ναυτικών και κοίταζε τον αρωματικό καπνό που ανέβαινε προς το ταβάνι, δίνοντας στον κόσμο ακαταλαβίστικα, παράξενα σήματα. Γύρισε το κεφάλι προς την κοπέλα, που ακίνητη και σοκαρισμένη, τον κοίταγε αμίλητη.
«Μαίρη…», της είπε, «… πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!»
«Μα… μα… Γιώργο, πως… πως άλλαξε έτσι… Θεέ μου… που πήγαν όλα τα βιβλία;»
«Έλα μικρή μου, έλα να κάτσουμε εδώ…», της έδειξε ένα μικρό τραπεζάκι που δεν ήξερε κι εκείνη ότι υπήρχε, αφού μόνιμα ήταν καλυμμένο από βιβλία και χαρτιά, «… έφτιαξα νοσταλγική ατμόσφαιρα με αυτά τα κεριά…», έβγαλε από την τσέπη του δυο κεριά και τα άναψε, «… πήρα και ένα μπουκάλι κρασί… πρέπει να είναι καλό… Chateau Peymouton γράφει… μάλιστα…» και σηκώθηκε να φέρει ποτήρια από την μικρή κάμαρα, «… έτσι για να το γιορτάσουμε…»
«Η αλήθεια είναι ότι… όσο περισσότερο περνάει η ώρα, τόσο πιο πολύ … μ’ αρέσει. Τελικά η διαφορετικότητα που παρουσιάζει ο χώρος… μ’ αρέσει…», επανέλαβε».
«Και αυτά τα κεριά…! Τι ρομαντικά Θεέ μου! Όλα εκπέμπουν μια μυστηριώδη γοητεία, σήμερα το βράδυ…»
Ο άντρας χαμογέλασε προφανώς ικανοποιημένος από την απάντησή της και της έδωσε ένα ποτήρι που είχε γεμίσει με το κόκκινο κρασί.
«Στην γνωριμία μας Μαίρη…»
«Στην γνωριμία μας … Γιώργο…»
Ήπιαν μια γουλιά από το κρασί τους και ο κύριος Γιώργος, σήκωσε το ποτήρι ψηλά, αν και το φως ήταν χαμηλό, να δει την διαύγεια του. Το κούνησε αμίλητος και πλατάγισε την γλώσσα.
«Δεν είναι κακό…», είπε τελικά, «… μάλλον καλό θα το χαρακτήριζα» και ήπιε άλλη μια γουλιά
Η κοπέλα συμφώνησε μαζί του και άδειασε το ποτήρι της. «Ξέρω ότι έπρεπε να το πιώ σιγά – σιγά, αλλά δεν ξέρω τι με έπιασε, δίψαγα μάλλον μου φαίνεται…» και σκούπισε τα χείλη της με την ανάποδη της παλάμης της. «Πάντως είναι πολύ ωραίο…», συμπλήρωσε.
«Μαίρη… αποφάσισα ότι είναι κατάλληλη στιγμή, να δωρίσω την συλλογή μου…»
«Μα… γιατί… δεν καταλαβαίνω… δεν μου είχες πει τίποτα!»
«Δεν σου το είχα πει… σκόπιμα! Ήθελα να φανεί σαν έκπληξη. Ελπίζω να τα κατάφερα…»
«Ω! Μα βέβαια Γιώργο, ούτε συζήτηση. Ακόμα προσπαθώ να εγκλιματιστώ στη νέα κατάσταση. Μπράβο σου πάντως! Αυτή ήταν μια πολύ γενναία απόφαση, όπως ακριβώς γενναίος είσαι κι εσύ! Είμαι σίγουρη ότι πολλοί άνθρωποι θα σ’ ευγνωμονούν γι αυτή σου την ενέργεια»
«Μαίρη μου! Μαίρη μου! γλυκιά μου Μαίρη…! Ήξερα ότι θα συμφωνούσες…!»
«Τι ήταν αυτό που σε έκανε να χαρίσεις τα βιβλία σου; Είμαι περίεργη να μάθω»
Ο άντρας την κοίταξε και φάνηκε ένα βλέμμα θλιμμένο, ένα βλέμμα γεμάτο έλλειψη.
«Πρέπει να φύγω Μαίρη μου… πρέπει να φύγω»
«Πρέπει να φύγεις;», τον ρώτησε η κοπέλα με αγωνία και περιέργεια, «… να φύγεις, να πας που; Γιατί;»
«Μαίρη θέλω να σου πω. Ήθελα πάντα να σου πω… ότι… Από την πρώτη στιγμή που μπήκες… εδώ, είχα την αίσθηση ότι ήσουν η κόρη μου που είχε έρθει να μ’ επισκεφθεί. Η κόρη μου … ξέρεις… αυτοκτόνησε … πριν από χρόνια»
«Ω! Κύριε Γιώργο… συγγνώμη Γιώργο ήθελα να πω…»
«Γι αυτό όταν ήρθες και μου ζήτησες δουλειά … φοβήθηκα ότι δεν θα μπορούσα ν’ αντέξω. Θα λύγιζα από το βάρος της συγκίνησης και των αναμνήσεων. Δεν είμαι τόσο… δυνατός, όσο νομίζεις, Μαίρη μου. Όχι – όχι … δεν είμαι τόσο δυνατός…»
Η κοπέλα δεν ήξερε τι να πει. Ήθελε να βρει κάποια λόγια παρηγοριάς, κάποια λόγια που θα μπορούσαν να αναπτερώσουν τις ελπίδες του για ζωή. Πήγε να του χαϊδέψει το κεφάλι, σήκωσε το χέρι, αλλά μετάνιωσε, νοιώθοντας ότι θα ήταν πολύ θεατρικό, πολύ ψεύτικο. Τελικά αποφάσισε να μιλήσει την αλήθεια, ή τουλάχιστον αυτή την αλήθεια που εκείνη πίστευε:
«Είσαι πολύ δυνατός Γιώργο. Ο πιο δυνατός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου. Έχω δει πολλούς ανθρώπους, πίστεψέ το αυτό, αν και θα το αμφισβητήσεις λόγω της ηλικίας μου. Αλλά πραγματικά έχω γνωρίσει και δει, πολλούς ανθρώπους. Άλλοι είχαν μεγάλες περιουσίες και πολλά λεφτά, άλλοι είχαν μεγάλα και σεβαστά ονόματα, άλλοι είχαν την ικανότητα να κάνουν ανεπανόρθωτο κακό όπου ήθελαν, δυνατοί όμως δεν ήταν. Δεν μπορούσαν ν’ αποχωριστούν το μέσα τους, τα πιστεύω τους, την ίδια τους την ειλικρίνεια…»
«Νομίζω ότι υπερβάλεις…»
«Υπερβάλω;», γέλασε ένα αυθόρμητο και από καρδιάς γέλιο. «Νομίζεις ότι έναν που έχει λεφτά, μπορείς να τον κάνεις να ελεήσει; Ή ένας που έχει την άνεση να καταστρέψει, μπορείς νομίζεις να τον αναγκάσεις ή να τον πείσεις να κάνει το καλό;», γύρισε προς τη μεριά των άδειων ραφιών και σα να έδειχνε με τα μάτια τον κενό χώρο… «Είσαι ο πιο δυνατός άνθρωπος στον κόσμο Γιώργο…», επανέλαβε.
Ο ηλικιωμένος άντρας προσπάθησε να μη δακρύσει. Όλη η στάση του, το κόκκινο του προσώπου του, το σφίξιμο των χεριών, τα λίγο πρησμένα μάτια, μαρτυρούσαν ότι κάποιος μπορεί να κλάψει και χωρίς δάκρυ και χωρίς αναφιλητά. Μέσα του το αίμα κόχλαζε. Δεν περίμενε αυτή την κριτική ματιά, την επιλεκτική δικαιολόγηση της Μαίρης. Ευχαρίστησε σιωπηλά τον Θεό ή ότι είναι Θεός, για την ευτυχία που του χάρισε. Την ευτυχία να την γνωρίσει…
«Μαίρη…», της είπε με χαμηλή φωνή, «… θέλω να μου υποσχεθείς … ότι θα συνεχίσεις να είσαι έτσι. Πάντα έτσι… να μην αλλάξεις ποτέ και για τίποτα. Επίσης θα ήθελα να σου δώσω αυτό…»
«Μια φυσαρμόνικα… μια παλιά φυσαρμόνικα! Ευχαριστώ Γιώργο, σ’ ευχαριστώ πολύ»
Πήρε την φυσαρμόνικα που γυάλιζε στο κίτρινο φως της λάμπας και την έσφιξε με τα δυό της χέρια στο στήθος. Γέλασε και μουρμούρισε «ευχαριστώ», λες και της είχε κάνει δώρο κάτι πανάκριβο και σπάνιο.
«Η γνωριμία μας Μαίρη, μοιάζει με μια γλυκιά, νοσταλγική μελωδία… να… άκου… μια μελωδία που… ήρθε από το παρελθόν, ήχησε για λίγο στο τώρα, στο παρόν και που δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Ήταν σαν παλιά φυσαρμόνικα, σαν άγια σκόνη…»
Η κοπέλα τον άκουγε (;), με κομμένη την ανάσα. Τώρα καταλάβαινε γιατί συνδέθηκε τόσο πολύ με αυτόν τον άνθρωπο σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Τώρα κατάλαβε γιατί μπορούσε να τον αποκαλέσει «Γιώργο», έτσι σκέτα, εκείνο, το ντροπαλό, φύσει – θέσει, κορίτσι. Ήταν δειλή, το ήξερε. Ήταν γενναίος, το κατάλαβε. Τώρα είχε γίνει και το παν γι αυτήν, ο οδηγός της, ο υποστηρικτής της, ο πατέρας που πάντα ήθελε. Σκέφτηκε τον κύριο Παπακώστα και ένοιωσε να αγαπά ακόμα περισσότερο τον … Γιώργο. Έβγαλε το δαχτυλίδι που φορούσε στο μεσαίο δάχτυλο του αριστερού της χεριού και του το έδωσε:
«Είναι δικό σου…»
«Τι ωραίο δαχτυλίδι είναι αυτό !»
«Είναι το δαχτυλίδι της φιλίας μας»
Ο παλαιοβιβλιοπώλης πήρε το κόσμημα στο χέρι του και το έτριψε με τα δάχτυλα. Η στιγμή ήταν πολύ φορτισμένη και απειλούσε με συναισθηματική έκρηξη.
«Είμαι πολύ ευτυχισμένος Μαίρη, δεν θα μπορούσα να φανταστώ πιο τρυφερό αποχαιρετισμό…»
«Γιώργο… πρέπει να φύγεις στ’ αλήθεια; Πότε θα γυρίσεις;»
Ο άντρας την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Ήταν ένα παράξενο βλέμμα, μια φωτιά κι ένα σπινθηροβόλημα που ήθελε απεγνωσμένα να βγει, να μη σβήσει μόνη της.
«Πρέπει να φύγω κορίτσι μου… έχω ξεκινήσει ήδη το ταξίδι μου. Είναι μια ώρα τώρα που ταξιδεύω. Μόλις έρθουν τα μεσάνυχτα… θα βρίσκομαι πολύ μακριά…»
«Γιώργο… Ω! Θεέ μου! Τι έκανες;», σηκώθηκε αλαφιασμένη και τρέμοντας έκανε να τρέξει προς το μικρό έπιπλο που ήταν το τηλέφωνο δίπλα από το γραφείο. «Που είναι το γαμημένο το τηλέφωνο…», φώναξε με όλη της  την δύναμη. «Να καλέσω ένα ασθενοφόρο… την αστυνομία… κάτι…»
Ήταν τόσο πανικόβλητη που δεν έβλεπε την συσκευή του τηλεφώνου μπροστά της. Σκόνταψε σε μια παρατημένη κούτα, πήγε να πέσει και στηρίχτηκε στην άκρη του γραφείου, πέφτοντας με τόση δύναμη που έσπασε το τζάμι στην άκρη. Κόπηκε και άρχισε το αίμα να κυλά, δημιουργώντας μια πιο εκρηκτική κατάσταση και μεγαλύτερο πανικό.
«Μαίρη… Μαίρη μου… είναι μάταιο παιδί μου. Έλα κοντά μου… έλα… χαμογέλασέ μου…»
«Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί ε;», προσπαθούσε να μιλήσει, γονατισμένη δίπλα του, φωνάζοντας πιο πολύ, ανάμεσα σε λυγμούς που παραμόρφωναν τα λόγια της. «Μη φύγεις… μη μου φύγεις…»
«Μη κλαις γλυκιά μου… τα δικά σου μάτια δεν πρέπει να γνωρίσουν δάκρυα. Είναι πλασμένα μόνο για να χαμογελούν στους ανθρώπους.»
«Γιατί τώρα Γιώργο; Γιατί σήμερα;»
«Πάντα το ήθελα Μαίρη μου. Ήθελα πάντα να βρεθώ κοντά της. Μαίρη μου… σε λίγο θα είμαι ευτυχισμένος… θα είμαι κοντά της… μαζί της»
Το ανθρώπινο ράκος που βρισκόταν γονατισμένο δίπλα του, μετά βίας μπορούσε να ψελλίσει κάποια λέξη. Μοιρολογούσε με το αίμα να τρέχει από το χέρι της, την ψυχή της, την ίδια της την ύπαρξη.
«Είσαι τα πάντα για μένα! Αυτό δεν το έχω πει ποτέ σε κανένα… Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ…»
Ο άντρας μάζεψε όλες του τις δυνάμεις σε ένα τραγικό επίλογο. Την κοίταξε καλά, λες και ήθελε να πάρει την εικόνα της μαζί του.
«Αυτό είναι υπέροχο…», ψέλλισε, «… να αγαπάς. Πάντα να αγαπάς Μαίρη μου. Όλους τους ανθρώπους… έτσι αθώα… και αγνά… και να τους εμπιστεύεσαι… όπως εμπιστεύτηκες και αγάπησες εμένα…» … και έτσι, απλά, συνάντησε την Χριστίνα του.
Η Μαίρη δεν πίστευε ότι αυτός ο άνθρωπος δεν είχε πια μέσα του ζωή. Τον φίλησε στο μέτωπο και ξαφνικά άκουσε το τραγούδι της γνωριμίας τους :
«Την ώρα που δένουν τα πλοία στο λιμάνι
και βγαίνουν οι φαντάροι στη στεριά
στα αυτιά μου θολή η φυσαρμόνικα φτάνει
και ο νους μου γυρνάει στα παλιά
Δεν ήμουν στη χώρα των θαυμάτων η Αλίκη
ποτέ δεν έζησα σε κόσμους μαγικούς
ένα λιμάνι, ένας καημός η Σαλονίκη
κι ότι κι αν λένε παραμύθια, μην τ’ ακούς» 
Νοιώθει μόνη κι ασήμαντη. Κλαίει για την μοναδική φορά που είχε σκοπό και αγάπη. Η φυσαρμόνικα έπεσε από την τσέπη που την είχε βάλει και προσγειώθηκε με θόρυβο στο ξύλινο πάτωμα.
Την φέρνει στο στόμα και παίζει, παίζει χωρίς να ξέρει μουσική, αλλά συνοδεύει το τραγούδι που ακούει μέσα στο μυαλό της.