Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ

Μετά την διάλεξη σκόπευε να κοιμηθεί σε κάποια μικρή πανσιόν και την επόμενη μέρα θα συνέχιζε το ταξίδι της. Στη μεγάλη τσάντα που είχε ζώνη για να μπορεί να την κρεμάει στον ώμο, είχε βγάλει τα ρούχα της και στη μικρή, τα μικροπράγματα, βιβλία, μπλοκ, μολύβια.
Όταν το ακροατήριο, συνολικά δεκαπέντε άτομα, είχε πάρει κιόλας θέση στην αίθουσα της ενορίας, μια τυφλή γριούλα σε αναπηρικό καροτσάκι, οδηγούμενη από μια νεαρή συνοδό, σταμάτησε στο χώρο ακριβώς κάτω από το βήμα του ομιλητή. Τα μάτια της ήταν ανοιχτά, αλλά σκεπασμένα από μια γκρίζα μεμβράνη κι έτσι δεν φαινόταν η κόρη και η ίρις. Σ’ αυτή την τυφλή γριούλα με το καταρρακωμένο προσωπάκι αποφάσισε η γυναίκα της ιστορίας μας να απευθύνει την ομιλία της.
Η συνοδός κάθισε πίσω από την τυφλή και άρχισε να διαβάζει κάποιο εικονογραφημένο περιοδικό, που είχε τοποθετήσει πάνω στον ώμο της.
Το θέμα της ομιλήτριας ήταν οι τρελοί και αλλοπαρμένοι με το φωτοστέφανο της αγιοσύνης.
Μερικοί από αυτούς αποκαλούνται άγιοι, είπε, αλλά στερούνται κοινά χαρακτηριστικά. Πήραν την ονομασία αυτή από τύχη και σύμπτωση. Αν κάτι τους χαρακτηρίζει, τότε αυτό είναι μια παθιασμένη, βασανιστική προσήλωση στη ζωή, μια σχεδόν αρρωστημένα ανεπτυγμένη αίσθηση της απήχησης και της επαγρύπνησης, αλλά ταυτόχρονα και της απομάκρυνσης από την καθημερινότητα και της ξεγνοιασιάς.
Ορισμένοι απ’ αυτούς φαίνεται ότι αγαπούσαν τους συνανθρώπους τους, άλλοι όχι.
Οι ακροατές δεν είχαν βγάλει τα πανωφόρια τους και η αίθουσα είχε πλημμυρίσει από την μυρωδιά του μαλλιού. Είχαν δει το μικρό άρθρο και την αγγελία για την διάλεξή της στην εφημερίδα. Ίσως να είχαν δει και τη φωτοτυπημένη αφίσα στον πίνακα ανακοινώσεων έξω από το κατάστημα του Συνεταιρισμού Καταναλωτών. Αν δεν πάω εγώ, είχαν σκεφτεί ο καθένας για τον εαυτό του, τότε δεν πάει κανένας.
Κάθονταν όλοι χωρίς να κάνουν την παραμικρή κίνηση, εκτός από την συνοδό της τυφλής με το αναπηρικό καροτσάκι, που γύριζε καμιά φορά σελίδα στο εικονογραφημένο περιοδικό της.
Η αγία Εθεράλδα έκανε δυό γάμους χωρίς να χάσει την παρθενιά της. Η αφηρημάδα της ήταν εμπόδιο για την ολοκλήρωση της ένωσης. Η σχεδόν αγκυλωτική αλλοφροσύνη της προστάτευε τον παρθενικό υμένα της. Ο άγιος Μεθόδιος φαινόταν να μην έχει συναίσθηση του τι συνέβαινε, όταν τον εκτελούσαν. Ακόμη και αποκεφαλισμένος συνέχιζε να κάνει κήρυγμα στους παριστάμενους ειδωλολάτρες για την ανάσταση του σώματος και την ελευθερία της θέλησης.
Και ούτω καθ’ εξής.
Κάποτε έγραψε ένα βιβλίο για το φονιά Γιόχαν Άξελ Σάμουελσον, αυτόν που είχε σκοτώσει τον ιερέα Μούμπεργκ και τη γυναίκα του στο χωριό Τίλπεργκα. Ήθελε να ζήσει σύμφωνα με το λόγο του Χριστού, αλλά του έλειπε η σχετική ικανότητα. Εκείνο το χειμώνα ταξίδευε από πόλη σε πόλη και έκανε μια διάλεξη για τους εγκληματίες και τη μοίρα τους. Αμοιβή έπαιρνε από δημοτικές πολιτιστικές επιτροπές, μορφωτικά ιδρύματα και σωματεία που διοργάνωναν διαλέξεις.
Προφανώς είχε μάθει τη διάλεξη απ’ έξω, γιατί με το ένα της χέρι έπαιζε ασταμάτητα με τα κουμπιά της μακριάς, χοντρής ζακέτας της με τις άσπρες και πράσινες ρίγες. Πότε – ποτέ πίεζε με τον αντίχειρα το δεξί της μάτι, πιθανώς για να καταπραΰνει κάποιου είδους νευρικές συσπάσεις.
Κοντά στην πόρτα καθόταν ένας άντρας που κοιμόταν στην καρέκλα του. Το κεφάλι του είχε πέσει στο στήθος και πάνω στη γυαλιστερή φαλάκρα του καθρεφτιζόταν ο πολυέλαιος της αίθουσας με τους εφτά βραχίονές του. Φαινόταν να μην ανέπνεε. Που και που άφηνε να του φύγει ένας αναστεναγμός, είτε σαν φιλοφροσύνη για την ομιλήτρια, είτε για να μην πάθει ασφυξία.
Η διάλεξή της διαρκούσε συνήθως πενήντα λεπτά. Αν για κάποιο λόγο την έπιανε ο ζήλος και μιλούσε γρηγορότερα, αρκούσαν σαράντα πέντε λεπτά.
Ο άγιος, ή ο λεγόμενος άγιος άνθρωπος, έχει ήδη σε τούτη τη ζωή συνειδητοποιήσει, ότι μάλλον εκφράζει, ή σηματοδοτεί κάτι το ξένο και το απροσδιόριστο, παρά ότι ζει με την τρέχουσα σημασία της λέξης. Έχει συνειδητοποιήσει, ότι ο κόσμος του είναι ένας φανταστικός κόσμος και ότι μιμείται σαν τον σκύλο το αφεντικό του. Αλλά μάλλον όχι. Μιμείται δεν είναι η σωστή λέξη. Η προσωπική του ζωή περικλείει κάτι το άγνωστο. Συγγενεύει μεταφορικά με κάποιον ή κάτι που δεν ξέρει, αλλά που θέλει να γνωρίσει. Ακόμη και να αποξηρανθεί εντελώς, περιέχει μια σταγόνα αυτής της άγνωστης ύπαρξης. Ακόμη και με τα νύχια πεσμένα, με σταφιδιασμένη τη ρώγα του μαστού, είναι ένα μίγμα πόθου και αναμνήσεων.
Συνέχισαν να την παρακολουθούν, παρ’ όλο που είχε σταματήσει να μιλάει. Για ποιο λόγο όμως να την καταλάβουν; Χωρίς να θέσουν ούτε ένα ερώτημα, χωρίς να της ρίξουν μια ματιά ευγνωμοσύνης, ή τουλάχιστον συμπάθειας, σηκώθηκαν ένας – ένας από τη θέση τους κι εγκατέλειψαν την αίθουσα. Η κοπέλα που διάβαζε το εικονογραφημένο περιοδικό πήρε την τυφλή με το αναπηρικό καροτσάκι και έφυγε κι αυτή.
Μόνο ο άντρας που κοιμόταν κατά την διάρκεια της διάλεξης είχε μείνει. Τώρα βέβαια είχε ξυπνήσει.
«Σε μένα θα διανυκτερεύσεις», της είπε ο άντρας.
Δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται. Φτηνές διανυκτερεύσεις ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Μ’ αυτόν τον τρόπο προσπαθούσαν οι διοργανωτές διαλέξεων να κάνουν οικονομία. Πήρε το πανωφόρι της και τις τσάντες και πήγε προς το μέρος του.
Κοίταξαν ο ένας τον άλλο για λίγο.
Ο άντρας φορούσε ένα τριμμένο, μαύρο δερμάτινο μπουφάν, πάνω από μια μάλλινη μπλούζα και ένα καρό πουκάμισο. Το πρόσωπό του καλυπτόταν από υπερβολική ποσότητα δέρματος. Στο παρελθόν φαίνεται ήταν πολύ σωματώδης, αλλά το σώμα του είχε καταφαγωθεί από άγνωστες, εσωτερικές δυνάμεις και μύριζε σαπίλα.
Η ομιλήτρια ήταν μια μοναχική, μεσόκοπη γυναίκα γύρω στα σαράντα πέντε, ξένη σε τούτα τα μέρη, από τα νότια της Σουηδίας. Είχε γράψει βιβλία για την αγάπη, το θάνατο και τους αγίους, βιβλία που κανένας δεν είχε όρεξη να διαβάσει. Έδινε διαλέξεις με μια φωνή τόσο μελαγχολική, ψιλή και μονότονη, που ποτέ δεν μπορούσε να πείσει έστω κι ένα ακροατή της για κάτι. Ήταν αδύνατη στην εμφάνιση, αυστηρή και απόλυτη.
«Εσύ θα οδηγήσεις…», της είπε ο άντρας και άπλωσε το χέρι του για να της δώσει το κλειδί του αυτοκινήτου. Το κλειδί ήταν δεμένο σ’ ένα κομμάτι ξύλο, που δεν είχε συγκεκριμένο σχήμα και ήταν κατάμαυρο από την βρωμιά. Όταν σηκώθηκε το σώμα του ταλαντεύτηκε. Βάδιζε με λυγισμένα τα γόνατα, κουνιστά, σα να κουβαλούσε ένα τεράστιο φορτίο στους ώμους του. Τα ρούχα του κρέμονταν χαλαρά και ατημέλητα πάνω στο λεπτό σώμα του. φαίνονταν σαν να μην ήταν δικά του, σαν να τα είχε δανειστεί από κάποιον γίγαντα.
Της εμπιστεύτηκε το όνομά του, τον έλεγαν Χάνταρ και αυτή του είπε το δικό της, αν και ο Χάνταρ φυσιολογικά έπρεπε να το ξέρει από την αγγελία.
Το αυτοκίνητο ήταν μπροστά από την πύλη.

2

«Δεν είναι πολύ μακριά…» της είπε. «Μόνο μερικές δεκάδες χιλιόμετρα…»
«Έχεις δίπλωμα οδήγησης;», τη ρώτησε.
«Ναι…», του απάντησε εκείνη, «… δίπλωμα έχω»
Οδηγούσε ανέμελα, σχεδόν αδιάφορα. Το αυτοκίνητο ήταν παλιό, με κοιλιές από τρακαρίσματα και τρύπες από τη σκουριά. Δεν χρειαζόταν να της δείξει το δρόμο, αφού μόνο ένας δρόμος υπήρχε. Είχε σκοτεινιάσει κιόλας, αλλά ο ουρανός είχε στα δυτικά μια κίτρινη απόχρωση πάνω από τις κορυφές των δέντρων. Ήταν είκοσι Οκτωβρίου και στις άκρες του αυτοκινητόδρομου υπήρχαν ίχνη από χιόνι.
«Όλα τα φυσικά τοπία και όλοι οι δρόμοι που ελίσσονται μέσα απ’ αυτά έχουν τις ιδιαιτερότητές τους», είπε η γυναίκα και ο τόνος της φωνής της έδειχνε ότι μιλούσε με τον εαυτό της. «Έχουν τις ελλείψεις τους και τα ελαττώματά τους»
Τούτος είναι ένας στενός δρόμος χωρίς στροφές, που διασχίζει ένα ξερό τοπίο.
«Δεν πρόκειται να ξαναοδηγήσω αυτοκίνητο…», είπε ο Χάνταρ. «Έχω οδηγήσει για τελευταία φορά»
Δεν το είπε έτσι ακριβώς. Μιλούσε μια βόρεια διάλεκτο με φωνήεντα που τα έσερνε παράξενα και απροσδιόριστους, δυσνόητους διφθόγγους. Αυτό που άκουσε η γυναίκα, ήταν μια μετάφραση σαν αυτές που κατ’ ανάγκη πάντα προσπαθεί να κάνει ο επισκέπτης σε μια ξένη χώρα.
«Διάβασα για σένα στην εφημερίδα», είπε ο Χάνταρ. «Θα μπορούσε να πιστέψει κανείς, ότι σε έστειλε ο Θεός. Εδώ στην περιοχή μας δεν έχουμε ξαναδεί τέτοιον άνθρωπο. Θεός δεν υπάρχει βέβαια, όπως δεν υπάρχει και ευσπλαχνία. Αλλά ας είναι…»
Η γυναίκα άνοιξε λίγο το παράθυρο. Η μυρωδιά του Χάνταρ είχε γεμίσει το αυτοκίνητο. Την αισθανόταν έντονα στη μύτη της κι ένοιωθε σαν να κολλούσε στους πόρους του προσώπου και των χεριών της.
«Πως θα μπορούσε να με στείλει ο Θεός, αν δεν υπάρχει;», είπε η γυναίκα. «Κι εξάλλου, γιατί να στείλει εμένα;»
«Σε ξέρει. Έχει ακούσει να μιλάνε για σένα, αφού ταξιδεύεις εδώ κι εκεί και κάνεις διαλέξεις για όλους αυτούς τους άγιους ανθρώπους», απάντησε ο Χάνταρ. «Ο Θεός διαβάζει την εφημερίδα ‘Νόρα Βέστερμπότεν’ τούτης της βόρειας περιοχής»
Πότε – πότε σήκωνε το χέρι κι έδειχνε τη φωτεινή δέσμη των προβολέων του αυτοκινήτου μέσα από το μπροστινό τζάμι. Φαινόταν σαν να ήθελε να της πει: να, εκεί είναι ο δρόμος, προς τα εκεί να οδηγείς.
«Έγραψα ένα βιβλίο για τρελούς αγίους και αλλοπαρμένους, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο σκοπό», είπε η γυναίκα. «Έτσι μου ήρθε. Βιβλία μπορεί να γράψει κανείς για οτιδήποτε»
«Εξάλλου, θα σταματήσω να δίνω διαλέξεις», πρόσθεσε. «Αυτή εδώ ήταν η τελευταία μου. Αύριο θα φύγω για να πάω κάπου, δεν ξέρω που, όπου να ‘ναι»
Όταν έστριψε το σώμα του προς το μέρος της και η αναπνοή του έπεσε πάνω της, η γυναίκα τινάχτηκε σα να είχε αγανακτήσει. Αλήθεια, τι παράξενα που μύριζε τούτος ο άνθρωπος.
Σιγά – σιγά ο δρόμος γινόταν ανηφορικός και το τοπίο πιο άσπρο από το χιόνι.
«Παλιότερα πίστευα διάφορα πράγματα…», είπε ο Χάνταρ, «… αλλά τελικά, ο άνθρωπος δεν βλέπει παραπέρα από τα δάχτυλα του χεριού του, όταν το έχει τεντωμένο μπροστά στο στήθος του. Τα πάντα διαλύονται και εξαφανίζονται. Εγώ π.χ. έχω καρκίνο και θα πεθάνω…», έβηξε, «… όμως δεν βιάζομαι…», πρόσθεσε. «Δεν πρέπει να δείχνει κανείς υπερβολικό ζήλο».
Η γυναίκα δεν προσπάθησε να τον διαψεύσει, ότι ήταν ήδη ετοιμοθάνατος. Αυτό ήταν άλλωστε πασιφανές. Έπρεπε να είχε ήδη πεθάνει προ πολλού. Δεν συνάντησαν ούτε ένα αυτοκίνητο, δεν φάνηκε στο δρόμο τους ούτε ένα σπίτι μα φωτισμένα παράθυρα.
Η γυναίκα υπέθετε ότι ο Χάνταρ είχε κάποια υπηρέτρια ή ότι ήταν παντρεμένος κι ότι η γυναίκα του τους περίμενε έχοντας στρώσει για την ομιλήτρια ένα πτυσσόμενο κρεβάτι καναπέ στο χολ, με ανώμαλο, γεμάτο κόμπους στρώμα από βαμβάκι. Υπέθετε επίσης ότι η γυναίκα του είχε στρώσει το τραπέζι του φαγητού με ξερό ψωμί από σίκαλη, βούτυρο και τυρί.
Ο Χάνταρ έσκυψε προς τα μπρός, έστρεψε το πρόσωπό του προς το μέρος της και σήκωσε τα προστατευτικά καλύμματα του πηλικίου του για τα αυτιά. Φαινόταν να περιμένει κάποια απάντηση, ίσως να περίμενε ν’ ακούσει απ’ αυτήν κάτι για το γεγονός ότι ήταν ετοιμοθάνατος.
«Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα:», ρώτησε η γυναίκα, «κοντεύουμε να φτάσουμε;»
«Μόλις περάσαμε την βαλτοκαλλιέργεια του Φραντς Λίντγκρεν…», απάντησε ο Χάνταρ, «… σε λίγο φτάνουμε»
Συνέχισε να την κοιτάξει εξεταστικά, χωρίς να νοιάζεται που ήταν δύσκολο να δει στο ημίφως ή μάλλον στο σκοτάδι που είχε πέσει ήδη μέσα στο αυτοκίνητο. Φαινόταν σαν να επιζητούσε κουβέντα μαζί της. Η γυναίκα μείωσε κάπως την ταχύτητα του αυτοκινήτου και του εξήγησε τι γνώμη είχε για την συζήτηση, για τις συζητήσεις γενικά.
Δεν είχε νοιώσει ποτέ επιθυμία για συζήτηση, δεν της άρεσαν οι συζητήσεις. Στη συζήτηση η σκέψη αναγκάζεται συνεχώς να κάνει απροσδόκητες παρεκκλίσεις και πονηριές. Διαστρεβλώνεται, διαστρέφεται για να αρέσει ή για να εκνευρίζει, χάνει κατά βάναυσο τρόπο την πιστότητά της. Η μοναχική σκέψη αντίθετα είναι κυρίαρχη, μένει στο σώμα και δεν υποκύπτει σε κανέναν και σε τίποτα. Ακόμα και όταν αγωνίζεται κανείς με τις δικές του σκέψεις, παραμένει ακέραιος. Η ίδια ήθελε να την αφήνουν στην ησυχία της με τις σκέψεις της. Στην πραγματικότητα όμως δεν είχε κάποια ιδιαίτερη επιθυμία να σκέφτεται. Πίστευε ότι οι σκέψεις φθείρουν τον άνθρωπο.
Κι αν είχε κάτι να πει, συνήθιζε να το σημειώνει ή να το γράφει στα βιβλία της ή να κάνει υπαινιγμούς γι αυτό στις διαλέξεις της.
Η μηχανή του αυτοκινήτου είχε διαλείψεις και σταματούσε που και που. Αλλά η γυναίκα φαινόταν να μη δίνει προσοχή. Και ο Χάνταρ μάλλον το είχε συνηθίσει.
«Πρέπει να κατουρήσω», είπε ο Χάνταρ
Τότε η γυναίκα μείωσε ταχύτητα και σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Ο Χάνταρ άνοιξε την πόρτα έγειρε το σώμα του για να βγει από το αυτοκίνητο, πήγε στην άκρη του πλησιέστερου χωραφιού και καθισμένος στα γόνατα του έκανε την ανάγκη του. Ίσως για να μην υποχρεωθεί να ακούσει τα ούρα του να τρέχουν, η γυναίκα είχε αποφασίσει να πει κάτι.
«Οι άγιοι, είναι εγγυημένα νεκροί, γι αυτό γράφω γι αυτούς. Δεν μπορούν πια να πουν ψέματα, δεν υπάρχει απ’ αυτούς τίποτε άλλο εκτός από μερικά κόκκαλα. Γράφοντας γι αυτούς, μπορεί να παραιτηθεί κανείς από την φιλοδοξία να μάθει τα πάντα γι αυτούς. Είναι συνηθισμένοι, μέτριοι άνθρωποι, αλλά φυσικά με ένα ιδιοφυή τρόπο»
Και για τον θάνατο είπε τα εξής:
«Οι γονείς μου πέθαναν σε αεροπορικό δυστύχημα όταν ήμουν οκτώ χρονών. Μετά απ’ αυτό δεν πέθανε άλλος δικός μου άνθρωπος. Η εικόνα που έχω για το θάνατο είναι ότι κανείς πέφτει. Όταν πεθαίνουμε, είναι σα να ήμασταν πάντα νεκροί ή κάτι παρόμοιο».
Όταν ο Χάνταρ τελείωσε το κατούρημα, συνέχισαν την πορεία τους.
Όπως της είχε περιγράψει ο Χάνταρ, η γυναίκα έστριψε δεξιά, ύστερα από μια ανηφόρα, όπου είχε σταματήσει στο χαντάκι ένα φορτηγό με ανοιχτή καρότσα. Ο δρόμος που μπήκαν τώρα δεν είχε εκχιονιστεί. Μόνο τα σημάδια από τις ρόδες των αυτοκινήτων στο χιόνι φανέρωναν ότι ήταν δρόμος.
Η γυναίκα εξήγησε στον Χάνταρ, ότι την επόμενη μέρα θα έπαιρνε κάποιο λεωφορείο προς τα νότια, προς κάποια από τις παραλιακές πόλεις, όπου θα νοίκιαζε δωμάτιο στο δεύτερο πάτωμα κάποιου κίτρινου, ξύλινου σπιτιού, κατά προτίμηση από μια γκρινιάρα χήρα με γυαλιά μυωπίας που να ξέρει να της φτιάχνει τσάι και φρυγανιές. Εκεί, πάνω στο χοντροκομμένο γραφείο της δεκαετίας του σαράντα από ξύλο βελανιδιάς, θα μπορούσε να γράψει το βιβλίο της για τον άγιο Χριστόφορο. Και μετά τέρμα μια και καλή με τους αγίους. Τέρμα με τα θαύματα και με την υπερφυσική ευσπλαχνία και τα θεία οράματα.
Ο Χάνταρ άρχισε πάλι να της μιλάει και η γυναίκα μετέφραζε ψιθυριστά τα λόγια του για τον εαυτό της.
«Αυτό το τοπίο είναι το ωραιότερο στον κόσμο…», της έλεγε, «… τίποτα από αυτά που βλέπεις δεν θα ‘πρεπε να πεθάνει. Σε τούτη εδώ την άκρη του κόσμου, όταν απλώνεις στην τύχη το χέρι, δείχνεις, είτε το θέλεις είτε όχι, κάποιο θαύμα της Φύσης, κάποιο αξιοθέατο, ή κάποιο υπερφυσικό πράγμα που υπερβαίνει τα όρια του λογικού σου. Εγώ ο ίδιος δεν έχω δει άλλη περιοχή, δεν χρειάστηκε ποτέ.
Είναι ένα τοπίο γι αυτούς που αγαπούν το χιόνι, την πάχνη και τον πάγο, αλλά και για τους θαυμαστές της χλωρίδας, των ελάτων και άλλων δέντρων, των πετρωμάτων, των βάλτων και των πηγών με νερό από πάγο. Για τους θαυμαστές της ερμίνας που δεν πλησιάζει τον άνθρωπο, παρά μόνο τότε που νοιώθει τον θάνατο να πλησιάζει.
Εδώ έκαναν έρωτα και με συνέλαβαν οι γονείς μου, πίσω από ένα σωρό βέργες και κοντάρια, όπου άπλωναν το χόρτο να ξεραθεί. Ο πατέρας μου έδειξε μια φορά το μέρος. Δεκαπέντε ιντσών βέργες και έντεκα ιντσών κοντάρια. Μπορείς να το φανταστείς; Πρέπει να γράψεις γι αυτό».
«Αν δεν ήταν για τους νόμους, που είναι νότιοι και περίπλοκοι, τότε η τελευταία μου θέληση θα ήταν να ταφώ εδώ, στην άκρη ενός βάλτου, κάτω από ένα λυκοέλατο που θα έχει φωλιά καρακάξας στην κορυφή του»
Ο δρόμος συνέχιζε να είναι ανηφορικός και η γυναίκα οδηγούσε συνέχεια με Δευτέρα. Ο Χάνταρ σφούγγισε την μύτη του με την παλάμη του χεριού και μετά καθάρισε διεξοδικά την παλάμη στο παντελόνι του. Επιτέλους φάνηκαν κάνα – δυό φωτισμένα παράθυρα και ο Χάνταρ είπε:
«Να που φτάσαμε τώρα. Εδώ είμαστε. Φτάσαμε κιόλας»

3

Ο Χάνταρ άνοιξε την εξώπορτα και άφησε τη γυναίκα να μπει πρώτη. Ανέβηκε τα τρία σκαλοπάτια της σκάλας του σπιτιού με κόπο και του πιάστηκε η αναπνοή. Αναστέναξε βαθιά και γύρισε το κλειδί της πόρτας λέγοντας με μια υπόκωφη φωνή που έβγαινε σα ροχαλητό από τα πνευμόνια του: «τώρα θα δεις τι θα πει αληθινό σπίτι, σπίτι που μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος»
Χωρίς να δώσει στη γυναίκα την ευκαιρία να καθίσει, άρχισε αμέσως την περιήγηση στους υπόλοιπους χώρους του σπιτιού. Της έδειξε την κουζίνα, το υπνοδωμάτιο και την σάλα. Επίσης τις καρέκλες, το κομοδίνο, το πτυσσόμενο καναπέ που γινόταν και κρεβάτι, το πτυσσόμενο τραπέζι, τους τάπητες των τοίχων, το τραπέζι που ήταν εντοιχισμένο σε μια κολόνα και την επιτραπέζια λύρα.
«Η μητέρα έπαιζε λύρα, στην ακτή του Ρόινε», της εξήγησε.
Στην κουζίνα, δίπλα στο τζάκι, υπήρχαν τρία χοντροκομμένα ξύλα στερεωμένα στον τοίχο. Φαίνονταν σα βέλη που είχαν πελεκηθεί πρόχειρα.
«Τι είναι αυτό;», ρώτησε η γυναίκα.
«Είναι μια κατασκευή…» απάντησε ο Χάνταρ, «… μια ειδική κατασκευή»
Προχώρησε πρώτος και ανέβηκε την εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στη σοφίτα. Στην μέση της σκάλας σταμάτησε για να πάρει ανάσα, στηρίζοντας τα χέρια στα γόνατά του.
«Εδώ θα μείνεις», της είπε.
«Όπου να ‘ναι, δεν πειράζει …», του απάντησε η γυναίκα, «… είναι μόνο για μια νύχτα»
Το δωμάτιο ήταν μικρό με σπαστή στέγη κι ένα και μοναδικό παράθυρο. Το κρεβάτι ήταν σκεπασμένο με άσπρο, κεντημένο σκέπασμα. Μπροστά από το παράθυρο υπήρχε ένα μικρό, τετράγωνο τραπέζι και μια βαριά πολυθρόνα με βραχίονες.
«Εκεί μπορείς να κάθεσαι και να γράφεις γι αυτόν τον … ξέχασα πως τον είπες…»
«Χριστόφορο, άγιο Χριστόφορο τον λένε», του απάντησε. Και πρόσθεσε:
«Αλλά γράφω μόνο τα πρωινά. Και αύριο, πριν από το μεσημέρι, θα φύγω»
«Έφτιαξα αυτό το δωμάτιο για τον πατέρα μου, για να έχει ένα χώρο, να μπορεί να πεθάνει», είπε ο Χάνταρ.
«Είναι ένα συμπαθητικό, μικρό δωμάτιο», απάντησε εκείνη.
«Εν πάση περιπτώσει, ο πατέρας μου είχε τη γνώμη ότι ήταν κατάλληλο σαν χώρος, όπου θα μπορούσε να πεθάνει»
Πήραν το δείπνο τους στην κουζίνα, ξερόψωμο με βραστό αλατισμένο χοιρινό κρέας και ο Χάνταρ της έδειξε τα χάπια του, παυσίπονα και υπνωτικά, που έχωνε στο βούτυρο κάτω από το κρέας. Η γυναίκα τον ρώτησε αν έμενε μόνος, αν τον βοηθούσε κανείς, αν κάποιος συνήθιζε να τον επισκέπτεται.
Ο Χάνταρ όμως δεν απάντησε. Αντίθετα συνέχισε να μιλάει για το κρέας.
«Για να λέμε την αλήθεια δεν το αντέχω πια το χοιρινό κρέας. Αλλά τι να κάνω; Τι είναι ο άνθρωπος χωρίς χοιρινό; Τίποτα. Η ανθρώπινη ζωή δεν αξίζει χωρίς χοιρινό. Το κρέας είναι αυτό που μας κρατάει όρθιους. Σίγουρα, δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο από το χοιρινό κρέας».
Η γυναίκα δεν είχε τίποτα να πει για το χοιρινό. Το φαγητό δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη σημασία γι αυτήν, του είπε.
«Τούτο εδώ το φαγητό όμως, είναι πολύ νόστιμο», πρόσθεσε.
«Ναι, ναι, είναι νόστιμο το χοιρινό», είπε ο Χάνταρ.
Ενώ μιλούσε, έβγαλε την μπουκιά από το στόμα, την κράτησε λίγο στο χέρι του και μετά την ξανάβαλε στο στόμα. Και λίγο αργότερα, ενώ ακόμη συνέχιζε να μασάει, άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισο και να ξεντύνεται για ύπνο.

Πριν πάει στο κρεβάτι της η γυναίκα άνοιξε το παράθυρο για να καθαρίσει το δωμάτιο από την μυρωδιά του Χάνταρ. Επιπλέον, τοποθέτησε τα βιβλία της και το συγγραφικό της μπλοκ πάνω στο τραπεζάκι. Φαινότανε, ότι αυτές οι κινήσεις της είχαν γίνει συνήθεια, ότι πάντα έκανε το ίδιο πράγμα, οπουδήποτε κι αν περνούσε τη νύχτα της. Το μπλοκ ήταν σα το σπίτι της. Με τη σκέψη της έγραφε πιθανότατα πάντα, χωρίς διακοπή.
«Το πραγματικό του όνομα δεν ήταν Χριστόφορος, αλλά Όφερους, ή μάλλον Ρεπρόμπους. Η καταγωγή του ήταν από την Καναάν και το ύψος του δώδεκα πήχεις. Ο προορισμός της ζωής του, σκοπός που είχε θέσει ο ίδιος για τον εαυτό του, ή που η φύση με αφάνταστη αυστηρότητα είχε ορίσει γι αυτόν, ήταν να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην ανθρωπότητα. Ήταν ένας προορισμός που πρώτα απ’ όλα σήμαινε εκλεκτικότητα και αφοσίωση, αλλά όχι υποταγή. Ένας προορισμός τόσο υπέροχος και μεγαλειώδης, που ο Χριστόφορος ποτέ δεν θα χρειαζόταν, ή που ποτέ δεν θα ήταν σε θέση να αναζητήσει άλλο νόημα στη ζωή του. Ήταν μια αποστολή που ταυτόχρονα συνεπαγόταν τελειωτική θυσία, πλήρη εξάντληση και απόλυτη ικανοποίηση. Οι ώμοι του ήταν τυλιγμένοι με δέρματα από οκτώ κατσίκες. Οι γοφοί του προστατεύονταν από δέρμα γαϊδάρου. Η γενειάδα του κάλυπτε το στήθος του. το κρανίο του ήταν γυμνό. Ήταν φαλακρός, με εξαίρεση δυο μαύρες, κατσαρές φούντες από μαλλί πάνω από τα αυτιά του. Συνήθιζε να φτύνει στο χώμα και να λέει: φτου, διάολε, φτου διάολε. Σε ορισμένες εικόνες ο άγιος Χριστόφορος είχε ένα ροζιασμένο ραβδί στο χέρι, σε άλλες κρατάει τις σφιγμένες γροθιές του στο στήθος του. Το μέτωπο και τα μάγουλα είναι γεμάτα σταγόνες από ιδρώτα».
Προτού κοιμηθεί, η γυναίκα έγραψε πρόχειρα ένα γράμμα στον εκδότη της. Του έγραφε ότι είχε ζητήσει να σταλούν χρήματα από την διάλεξη σε αυτόν, ότι είχε ψοφήσει από το κρύο σ’ αυτήν την ξεχασμένη από το Θεό γωνιά της Γης, ότι ήταν βέβαια ευχαριστημένη, της άρεσε μάλιστα. Το καλοκαίρι θα του πήγαινε το χειρόγραφο για τον Χριστόφορο, τον άγιο αχθοφόρο. Θα ταχυδρομήσω τούτο εδώ το γράμμα αύριο που θα κατέβω στο χωριό, έγραφε στον εκδότη της.
Το πρωί ξύπνησε από την αφύσικη σιωπή που βασίλευε στο σπίτι. Κατέβηκε στην κουζίνα και βρήκε τον Χάνταρ ντυμένο και ξαπλωμένο στο καναπέ με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στη συρρικνωμένη κοιλιά του.
Τη νύχτα είχε χιονίσει. Από το παράθυρο είδε για πρώτη φορά το τοπίο. Μια εκτεταμένη, ανοιχτή πλαγιά, δάσος από έλατα, μια επίπεδη επιφάνεια που ίσως ήταν λίμνη, η κορυφή των βουνών. Ήταν ένα τοπίο, όπου το πρωινό φως μπορούσε να βρει όσο χώρο χρειαζόταν. Και εκτός των άλλων ένα παχύ στρώμα χιονιού πάνω στην απέραντη, παγωμένη ερημιά.
«Πως θα φύγω από δω;», ρώτησε η γυναίκα.
«Τα πρωινά είναι το χειρότερο απ’ όλα…», είπε ο Χάνταρ. «Δεν έχουν αρχίσει να ενεργούν τα χάπια και το μόνο που μπορεί κανείς να κάνει εδώ πάνω στο Όβρεμπεργκ είναι να κάθεται στη γωνιά του σα σε αναμμένα κάρβουνα»
Η γυναίκα δεν τον ρώτησε γιατί καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα, αλλά επανέλαβε την ερώτησή της:
«Πως θα φύγω από δω πέρα;»
«Δεν θα φύγεις…», της απάντησε ο Χάνταρ, «… εδώ οι δρόμοι κάνουν πολλές μέρες να καθαριστούν. Έτσι για καλό και για κακό…»
Εκείνη τη στιγμή η γυναίκα ανακάλυψε ένα σπίτι στο βάθος της πλαγιάς. Για την ακρίβεια δεν είδε σπίτι. Αυτό που φαινόταν ήταν ο καπνός που έβγαινε από την καπνοδόχο.
«Έχεις γείτονες…», του είπε, «… δεν είσαι εντελώς μόνος εδώ»
«Δεν είναι γείτονες. Όχι, γείτονες δεν υπάρχουν», είπε ο Χάνταρ.
«Αφού βλέπω το σπίτι. Βγαίνει καπνός από το τζάκι του», συνέχισε η γυναίκα.
«Ναι, βέβαια», απάντησε ο Χάνταρ, «καπνός υπάρχει. Είναι σημάδι ότι ζει»
«Ποιος ζει;», ήταν η ερώτηση της γυναίκας. «Ποιος είναι αυτός που ζει;»
«Ο αδερφός μου. Ο Ούλοφ. Εξαιτίας του ζω. Αν δεν ήταν αυτός θα είχα πεθάνει προ πολλού»
Γύρισε απότομα το βλέμμα της προς το μέρος του για να τον δει. Πως να ήταν άραγε η όψη του, την ώρα που εντελώς απροσδόκητα έλεγε αυτά τα λόγια, τα οποία φυσιολογικά θα έπρεπε να ήταν γεμάτα ζεστασιά;
Ο Χάνταρ όμως συνέχισε:
«Δε θα του κάνω τη χάρη αυτού του διαβόλου να πεθάνω πριν απ’ αυτόν. Αυτό είναι που με κρατάει στη ζωή και αυτή την υπεροχή δεν θα του την χαρίσω.
Ο καπνός που έβγαινε από το σπίτι, κάτω στο βάθος της πλαγιάς, γινόταν τώρα πιο πυκνός. Ήταν ένας πεισματικά μαύρος καπνός σε αντίθεση με το αστραφτερό, κάτασπρο χιόνι.
«Εγώ έχω τον καρκίνο κι αυτός έχει την καρδιά. Βέβαια, λένε, ότι ο καρκίνος είναι χειρότερος, αλλά η καρδιά είναι σαν το μανιτάρι. Μπορεί να καταρρεύσει εντελώς στα τυφλά. Γι αυτό τίποτα δεν είναι δεδομένο. Θα του δείξω εγώ αυτού του σατανά».
Δεν είχε ξαναδεί ποτέ στο παρελθόν – και το είπε στον Χάνταρ – ένα τέτοιο στρώμα χιονιού που να εξομοιώνει τα πάντα. Δεν είχε ξαναδεί ένα τέτοιο ατελείωτο πουπουλένιο κρεβάτι, ένα τέτοιο αφρό από φως μεταλλαγμένο σε ύλη. Ίσως θα έπρεπε να γράψει μερικές αράδες γι αυτό το τοπίο των θρύλων, το τοπίο όπου έζησαν όλοι σχεδόν οι άγιοι, το τοπίο που περιδιάβαινε ο Χριστόφορος με το ραβδί του, ένα τοπίο που του είχαν αφαιρεθεί, σε γενικές γραμμές, όλες οι ιδιότητές του.
«Πότε θα καθαριστούν οι δρόμοι από το χιόνι;», ξαναρώτησε η γυναίκα.
«Αυτό δεν μπορεί ποτέ να το ξέρει κανείς. Τους εκχιονίζουν όταν έχουν χρόνο. Και κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι υπάρχει λόγος για ιδιαίτερη βιασύνη»
Έφαγαν το πρωινό τους που αποτελούνταν από τα ίδια ακριβώς συστατικά, όπως και το φαγητό της προηγούμενης βραδιάς.
«Τώρα τελευταία τρώω πολύ λίγο και αργά…», είπε ο Χάνταρ, «… τα πάντα έχουν μαζέψει πάνω μου, στήθος, κεφάλι, σαγόνια, φάρυγγας».
Μετά το φαγητό ξάπλωσε πάλι στον καναπέ.
Η γυναίκα βγήκε έξω. Κάποιος έπρεπε να καθαρίσει με το φτυάρι, τουλάχιστον ένα μέρος από το φοβερό χιόνι.
Εκείνη τη στιγμή μια γάτα, γλίστρησε ανάμεσα στα πόδια της.
«Ώστε έχεις τουλάχιστον γάτα», είπε η γυναίκα.
«Πάντα είχα γάτα. Τη λένε Μίνα και συνηθίζει να κοιμάται σε μένα. Κατουράει σ’ αυτό το γούνινο κασκέτο έξω από την πόρτα, γι αυτό μάλλον θα τη σκοτώσω»
Πράγματι, έξω από την πόρτα υπήρχε ένα κασκέτο με γούνα, γυρισμένο από την ανάποδη που βρωμούσε ελεεινά κάτουρο. Το κασκέτο ήταν πολύ μεγάλο, προφανώς ο Χάνταρ το φορούσε πριν μικρύνει το κεφάλι του. ένα φτυάρι ήταν ακουμπισμένο στον τοίχο κοντά στην εξώπορτα, σημάδι, ότι ο Χάνταρ περίμενε να χιονίσει.
Η γυναίκα καθάρισε τη σκάλα του σπιτιού, ένα τμήμα της αυλής σε σχήμα κύκλου και ένα στενό διάδρομο που οδηγούσε στην αποθήκη. Το χιόνι έφτανε ως πάνω από τα γόνατά της.
Το βράδυ το θρυλικό τοπίο θα ήταν το θέμα του βιβλίου της. Να, θα έγραφε, εκεί πέρα είναι το βουνό Βουνό, ο ποταμός Ποταμός, το δάσος Δάσος και η λίμνη Λίμνη. Το ιδιωτικό έχει πάντα γενική ισχύ. Ο μεμονωμένος σχηματισμός του τοπίου είναι έκφραση του φαινομένου αυτού καθαυτού και δίνει γι αυτό την εντύπωση, ότι έχει απολέσει την ιδιαιτερότητα που εμφανίζουν κανονικά όλα τα φαινόμενα της φύσης. Ο κόσμος έχει ισοπεδωθεί, έχει μεταβληθεί σε μια αφαίρεση χωρίς ζωή και προκαλεί την αδιαφορία του ανθρώπου, για να μην πούμε την αποστασιοποίησή του. Οι μορφές του θρύλου μολύνουν τον περίγυρό τους με την αντιπροσωπευτικότητά τους. Ακόμη και το ίδιο το τοπίο γίνεται μια έκφραση κάποιου άλλου πράγματος.
Όταν η γυναίκα μπήκε πάλι στο σπίτι, ο Χάνταρ είπε:
«Ξέρεις, ήταν της μοίρας να έρθεις, να μου καθαρίσεις το χιόνι»
Η γυναίκα κάθισε κοντά στο παράθυρο και κοιτούσε τις χιονοστιβάδες έξω από το σπίτι και τα βουνά πέρα στον ορίζοντα. Χιονοστιβάδες και βουνά έμοιαζαν πάρα πολύ μεταξύ τους. Ο Χάνταρ παρέμενε ξαπλωμένος, ίσως να κοιμόταν. Το ρολόι του τοίχου χτυπούσε τικ – τακ, βγάζοντας που και που κάτι ήχους σα ρόγχους, που σήμαιναν την ώρα.
Ωστόσο ο Χάνταρ δεν κοιμόταν, γιατί ξαφνικά ρώτησε:
«Βγαίνει καπνός από το σπίτι του Ούλοφ;»
«Ναι, βγαίνει», του απάντησε η γυναίκα.
Η γάτα είχε καθίσει πάνω στο στήθος του. έδειχνε πραγματικά πολύ γερασμένη. Τα πισινά της πόδια δεν είχαν καθόλου τρίχωμα, τα μουστάκια της, τα μάγουλα και τα υτιά ήταν εντελώς ξεθωριασμένα και κιτρινισμένα.
Ο Χάνταρ άνοιξε τα μάτια του και σήκωσε λίγο το κεφάλι για να μπορεί να δει τη γυναίκα.
«Δεν παίρνεις να μαγειρέψεις κάτι;», της είπε.
«Πεινάς;», ρώτησε εκείνη.
Όχι δυστυχώς ο Χάνταρ τώρα τελευταία δεν είχε την ευτυχία να αισθάνεται πραγματική πείνα. Εννοούσε, ότι θα μπορούσε να μαγειρέψει για τον εαυτό της.
«Εσύ όμως, μπορεί να πεινάς», της είπε
«Ναι, ίσως να πεινάω…», ήταν η απάντησή της.
Τότε ο Χάνταρ της έδειξε την εξώπορτα. Δεν είχε παρά να πάει στην αποθήκη. Εκεί υπήρχε ότι ήταν δυνατόν να χρειαστεί κανείς. Μάλιστα δεν κρατήθηκε και γέλασε συγκρατημένα, λέγοντας:
«Εκεί να δεις φαγητό!»
Ο μακρύς αχυρώνας, που ήταν ενωμένος με την αποθήκη, ήταν γεμάτος καυσόξυλα, ξύλα από σημύδα κομμένα σε μικρά κομμάτια και σχισμένα, στοιβαγμένα σε θημωνιά από το πάτωμα ως το ταβάνι. Μέσα στην αποθήκη υπήρχαν παρόμοιες στοίβες με κάθε λογής σακιά, γεμάτα αλεύρι και σιτάρι, κασόνια με βούτυρο, ζάχαρη και μακαρόνια, σωροί από ξερόψωμο, κονσερβοκούτια και τυριά, χαρτοκιβώτια με αποξηραμένα ψάρια, καθώς και δυο βαρέλια με σαρδέλα Ισλανδίας. Από το ταβάνι κρέμονταν καπνισμένα μπούτια, χοιρομέρια και λουκάνικα. Υπήρχε επίσης κι ένα ολόκληρο αποξηραμένο κορμί προβάτου.
Η γυναίκα πήρε ένα κονσερβοκούτι με μίγμα μικρών κομματιών πατάτας και κρέατος. Στην ετικέτα έγραφε: «το φαγητό που είναι εγγύηση για την επιβίωση, στο βουνό, στο δάσος, στη θάλασσα»
«Είσαι εφοδιασμένος με τρόφιμα σαν να είχαμε πόλεμο», του είπε όταν γύρισε πάλι στο σπίτι.
«Μα έχουμε πόλεμο», της απάντησε εκείνος.
4
Η γυναίκα είχε προφανώς συνηθίσει πια τη βαριά μυρουδιά του Χάνταρ, αφού έφαγε με μεγάλη ανακούφιση. Ο Χάνταρ με το ζόρι κατέβαζε τις μπουκιές στο συρρικνωμένο φάρυγγά του.
Κάποια στιγμή διέκοψε για λίγο το μάσημα και είπε:
«Με τα δόντια δεν έχω ευτυχώς κανένα πρόβλημα».
 Ταυτόχρονα σήκωσε με τον αντίχειρα το χείλος του από το πάνω σαγόνι και της έδειξε τα δόντια, που ήταν φθαρμένα και δεν φαίνονταν κοφτερά. Ήταν όμως γερά και δεν έλειπε κανένα.
«Κρίμα να έχω τέτοια δόντια και να είμαι άρρωστος από καρκίνο. Κρίμα να πεθάνω και να πάνε χαμένα τέτοια δόντια», είπε ο Χάνταρ.
«Ναι…» απάντησε η γυναίκα. «Αυτά τα δόντια θα μπορούσαν να αντέξουν για πολλά χρόνια ακόμα»
Ο Χάνταρ είχε πολλά ακόμη να πει για το σώμα και την τροφή. Οι πατάτες με το κρέας τον είχαν κάνει να σκεφτεί τυχαία, αλλά σοβαρά το σώμα. Η γυναίκα καθόταν απέναντί του και μετάφραζε μέσα της περιληπτικά ότι της έλεγε:
«Το σώμα είναι το πιο φυσικό πράγμα στο κόσμο. Απλώς υπάρχει και εκτελεί το έργο του, χωρίς να χρειάζεται καθόλου να σκεφτόμαστε. Είναι μια επιτυχημένη ένωση του σταθερού και του ασταθούς, του υγρού και του στερεού, του γλοιώδους και του σμάλτου. Αν το σκεφτεί κανείς καλά, το σώμα είναι γενικώς ένα επιδέξιο, για να μη το πούμε περίτεχνο σύνολο εξαρτημάτων, που αν τα δει κανείς μεμονωμένα, θα μπορούσε να τα θεωρήσει γελοία ή ακόμη και απωθητικά. Το άθροισμά τους, το σώμα σαν κατασκευή και σύνολο σχέσεων είναι άξιο προσοχής και θαυμασμού. Θα μπορούσε μάλιστα να σκεφτεί κανείς, ότι πάντα έχει ακριβώς την ανάγκη προσοχής και θαυμασμού. Κι αυτό γιατί το σώμα δεν έχει συγγενείς. Είναι εντελώς μόνο στον κόσμο. Σαν είδος βέβαια έχει συγγενείς. Αλλά σαν άτομο, σαν μεμονωμένο σώμα, είναι ολομόναχο, εκτεθειμένο στη μοίρα του και σε διάφορες δυνάμεις και εξουσίες. Τις πιο ριζικές, τις πιο ουσιαστικές ενώσεις και σχέσεις, τις συναρθρώσεις και τους συσχετισμούς που ο ιδιοκτήτης και αφέντης του σώματος τις περισσότερες φορές μπορεί να τις μελετήσει μόνο ως συγκεχυμένες συμπεριφορές και στη χειρότερη περίπτωση ως συμπτώματα ασθένειας, το σώμα τις πραγματοποιεί μέσα στο βάθος του εσώτερου εαυτού του».
 Κάποτε είχε μια γυναίκα. Θα της έλεγε περισσότερες λεπτομέρειες γι αυτό το θέμα αργότερα, αν του το επέτρεπε.
Αυτό που ήθελε να της πει τώρα, ήταν, ότι το σώμα είχε χάσει το τρίχωμά του μέσα στη ζάλη έρωτα. Το σώμα είχε δώσει στον έρωτα την  ερμηνεία ότι έπρεπε να πέσουν όλα από πάνω του. Η απώλεια του τριχώματος ήταν κατά κάποιο τρόπο εκπλήρωση μιας συμβολικής αποστολής. Μετά από αυτό το χαστούκι, έβλεπε κι αυτός το σώμα του με μια ορισμένη καχυποψία. Επιπλέον ένοιωθε μια έντονη ανησυχία. Προτιμούσε να έχει άρτια όλα τα μέλη του σώματός του ώσπου να πεθάνει. Δεν ήθελε να χάνει πότε ένα δόντι και πότε ένα δάχτυλο του χεριού ή του ποδιού. Μόνο σαν άρτιο σύνολο, όχι αποδεκατισμένος, μπορεί ο άνθρωπος, δηλαδή το σώμα, να διατηρήσει την περηφάνια του, την ισορροπία και την αξιοπρέπειά του.
«Τι θα έλεγες να πας να φέρεις ξύλα μετά το φαγητό;», ρώτησε ο Χάνταρ.
Η γυναίκα, αφού έπλυνε τα πιάτα, πήρε το καλάθι που υπήρχε δίπλα από το τζάκι στην κουζίνα και πήγε να πάρει ξύλα. Κάτω από την σκάλα σταμάτησε για λίγο κι έστησε αυτί ν’ ακούσει. Το εκχιονιστικό μηχάνημα θα έπρεπε φυσιολογικά να ακούγεται από μεγάλη απόσταση. Όταν θα εμφανιζόταν, θα έπαιρνε τις τσάντες της και θα έβγαινε στο μεγάλο δρόμο. Κάποιος οδηγός θα τη λυπόταν σίγουρα και θα την έπαιρνε μαζί του. Το εκχιονιστικό μηχάνημα θα ερχόταν σαν απεσταλμένος του πολιτισμένου κόσμου, σα σημείο επαφής με το πολιτισμό και την κοινωνία. Ίσως μάλιστα να υπήρχε χώρος γι αυτήν και τις βαλίτσες της στο εκχιονιστικό μηχάνημα, στο κουβούκλιο του οδηγού.
Μετέφερε τρία καλάθια ξύλα και τα έβαλε σωρό δίπλα στο τζάκι. Έτσι ο Χάνταρ δεν θα κρύωνε, θα είχε να ζεσταθεί, ώσπου να έρθει κάποιος να τον βοηθήσει.
«Κάνω οικονομία σε πολλά πράγματα…», της είπε ο Χάνταρ, «… κάνω σε όλα σχεδόν οικονομία. Στην αποθήκη έχω μόνο τα απολύτως αναγκαία»
Προφανώς σχολίαζε στην παρατήρησή της, ότι έδινε την εντύπωση πως είχε προετοιμαστεί σαν να ήταν για πόλεμο. Στεκόταν δίπλα στο παράθυρο της κουζίνας και κοιτούσε το σπίτι του αδερφού του.
Είχε συγκεντρώσει όλα τα σκόρπια νήματα που κρέμονταν από τη ζωή του, είχε καταργήσει και είχε κόψει όλα τα άχρηστα και είχε κρατήσει μόνο τα βασικά και τα απαραίτητα. Τολμούσε τώρα να ισχυριστεί, ότι δεν του απέμενε τίποτα άλλο εκτός απ’ αυτή την ίδια την γυμνή ύπαρξη. Ο καρκίνος και ο εαυτός του, του ήταν αρκετά.
Όταν έχει απομείνει μόνο τόση λίγη ζωή, έλεγε, τότε δεν επιτρέπετε να απεραντολογούμε.
Μετά της εξιστόρησε όλα τα μέτρα που είχε λάβει:
Είχε κόψει το τηλέφωνο. Για ποιο λόγο να το κρατήσει; Με ποιόν θα μπορούσε να μιλήσει στην κατάσταση που βρισκόταν, για να μην αναφερθούμε στις διάφορες καταστάσεις που τον περίμεναν μελλοντικά; Είχε ζητήσει από το νοσοκομείο και τις αρχές της ενορίας, να μην μπει κανείς στον κόπο να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι, γιατί δεν είχε τη δύναμη να δεχτεί επισκέψεις, γιατί δεν μπορούσε να είναι ευγενικός με τις νοσοκόμες και το υπόλοιπο προσωπικό του νοσοκομείου, ή να ψήσει καφέ και να τους φτιάξει βουτήματα. Είχε θάψει τη συσκευή της τηλεόρασης βαθιά στον κήπο, ανάμεσα στις πατάτες. Του ήταν αρκετά, υπεραρκετά μάλιστα, τα δικά του προβλήματα, τα δικά του βάσανα.
Επίσης είχε γράψει αποχαιρετιστήρια επιστολή στους συγγενείς του στο Σούντσβαλ και τους ζήτησε να μην ξαναστείλουν ευχετήριες κάρτες για τα Χριστούγεννα.
Την εφημερίδα όμως την είχε κρατήσει. Και θα του ερχόταν σύντομα, εφόσον περνούσε πρώτα το εκχιονιστικό μηχάνημα και καθάριζε το δρόμο. Χάρη στην εφημερίδα τη συνάντησε. Είχε δει την αγγελία για τη διάλεξή της στην τελευταία σελίδα.
Ο γιατρός του είχε γράψει στη συνταγή μια μεγάλη ποσότητα παυσίπονα, για να μην υποφέρει από τους πόνους στα τελευταία του. Του έφταναν για να πεθάνει, όχι μια, αλλά πέντε – έξη φορές.
Παρόλα αυτά όμως, ήθελε να τονίσει, ότι ακόμη και αυτή η κουτσουρεμένη, αφυδατωμένη ζωή είχε την ομορφιά της. Είχε και αυτή τη δική της ξεθωριασμένη λάμψη, που ήταν σχεδόν αδύνατο να την περιγράψει κανείς σε ανίδεους, την παράξενη λάμψη της απογυμνωμένης ζωής. Σ’ αυτή την κατάσταση, η σχεδόν αρρωστημένη προσήλωση στο μόνο ουσιαστικό πράγμα, την επιβίωση, ήταν αποφασιστικής σημασίας. Αλλά όχι. Επιβίωση δεν είναι φυσικά η σωστή λέξη. Η προσωρινή, χρονικά περιορισμένη συνέχιση της ζωής, η περιπέτεια της επιμήκυνσης της ζωής είναι η σωστή λέξη. Γιατί τι άλλο από περιπέτεια ήταν αυτό; Ήταν μια άσκηση γεμάτη κακουχίες, που αποκτούσε μια ιδιαίτερη ένταση, οξύτητα και φρεσκάδα από το γεγονός ότι είχε και ένα ανταγωνιστή, ή μάλλον έναν αντίπαλο, τον αδερφό του Ούλοφ, αυτόν, ο οποίος με σινιάλα καπνού διαλαλούσε ότι η καρδιά του χτυπούσε ακόμα. Μα απλά λόγια: Το γεγονός ότι ζούσε ακόμη, οφειλόταν στο ότι ήταν αντίθετος στη δικιά του αρρώστια, αλλά υπέρ της αρρώστιας του αδερφού του, ότι ήταν αντίθετος στη ζωή του αδερφού του, αλλά υπέρ της δικής του ζωής.
«Έλα να δεις», είπε ο Χάνταρ στη γυναίκα. «Δεν είναι καταδικαστικά αραιός ο καπνός που βγαίνει από την καπνοδόχο του»
«Ναι…», απάντησε η γυναίκα. «Ή μάλλον για την ακρίβεια, δεν βλέπω καθόλου καπνό»
«Πότε – πότε…», συνέχισε ο Χάνταρ, «… πότε – πότε το κάνει επίτηδες για να με σκάσει. Αφήνει το τζάκι να σβήσει σχεδόν εντελώς, για να πιστέψω ότι όλα τελείωσαν. Αλλά μετά από λίγο ανάβει πάλι τη φωτιά»
«Θα έχει κι άλλες δουλειές να κάνει», είπε η γυναίκα. Δεν μπορεί να κάθεται συνεχώς στο τζάκι και να ασχολείται με τη φωτιά. Πρέπει να φροντίσει τον εαυτό του. Και να κοιτάξει και την ασθένειά του, την καρδιά».
«Πρέπει να ανάβει κανείς πάντα τη φωτιά», είπε ο Χάνταρ, «και να την προσέχει συνεχώς σαν αρνάκι που βυζαίνει ακόμα την μάνα του. Πρέπει να βάζει διαρκώς καινούργια ξύλα»
Και επανέλαβε: «Οι καταστάσεις σχετικά με τη ζωή πρέπει να προσαρμόζονται στην ίδια τη ζωή. Μόνο οι ζωές των μεγάλων μπορούν να περικλείουν μεγαλειώδης καταστάσεις. Σε μια ταπεινή και φτωχική ζωή πρέπει κανείς ν’ ανάβει φωτιά ήρεμα, σταθερά και με αξιοπρέπεια»
«Κοίτα…», είπε η γυναίκα ξαφνικά, «… ο καπνός τώρα γίνεται πιο πυκνός. Κανένας δεν μπορεί ν’ απαιτήσει από ένα καπνό να είναι πιο πυκνός και πιο μαύρος απ’ αυτόν εδώ».