Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
(ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)

«Εσείς κυρία, πώς θα την παίρνατε την απόφαση, αν ήσασταν στην δική μου θέση;»
«Δεν θέλω να το κάνω αυτό Λέοναρντ. Δεν θέλω να μπω στην διαδικασία να πάρω μια απόφαση για κάτι τέτοιο. Όχι τώρα», η φωνή της όμως έδειχνε βαριά συγκίνηση και ίσως μέσα της να είχε πάρει αυτή την απόφαση, ή τουλάχιστον την θέση,  που της ζητούσε ο κρατούμενος νεαρός.
«Στη δική του θέση;»
«Για ποιόν λόγο πρέπει να εμπλακώ σε αυτό; Είναι … είναι η δική σου ιστορία Λέοναρντ. Γιατί δεν μου λες πως εξελίχθηκε;».
«Γνωρίζετε ήδη πως εξελίχθηκε. Σκότωσα τον πατέρα μου ή τον βοήθησα να πεθάνει ή τον βοήθησα να ξεκουραστεί ή … πείτε το όπως θέλετε. Αλήθεια… εσείς πως το ονομάζετε αυτό που έκανα κυρία Χούτερ;»
«Νομίζω πως … συμφωνήσαμε να σου πω το τι πιστεύω εγώ, όταν αυτή η συζήτηση τελειώσει Λέοναρντ»
«Υποψιάζομαι κυρία Χούτερ, πως το να φαντάζεστε τον εαυτό σας στη θέση μου, είναι πιο δύσκολο από όσο πιστεύατε ότι θα ήταν»
«Το παραδέχομαι Λέοναρντ. Λοιπόν, μπορούμε τώρα να… να πάμε πίσω στη στιγμή που αποφάσισες να… να κάνεις αυτό που έκανες;»
«Χα, χα αναποφάσιστη ακόμα! Σχετικά με το πώς θέλετε να το ονομάζετε εννοώ. Τέλος πάντων, όπως ξέρετε, πήρα την απόφαση να κάνω αυτό που μου ζητούσε ο πατέρας μου. Δεν ήξερα ακόμα τον τρόπο, αλλά έψαχνα»
«Γνώριζε ο πατέρας σου ότι είχες πάρει την απόφασή σου; Με νοιάζει να μου πεις…»
«Όχι, δεν του το έλεγα απλώς για την περίπτωση όπου θα άλλαζα ενδεχομένως γνώμη για κάποιον λόγο»
«Λέοναρντ, νοιώθω την ανάγκη να σε ρωτήσω…», δυσκολευόταν τώρα να μιλήσει, η δημοσιογραφική σιγουριά είχε πάει περίπατο και η ανίσχυρη γυναίκα επιχειρούσε: «… δεν μου μίλησες για τους λόγους που σε έκαναν να πάρεις αυτή την απόφαση»
«Ουσιαστικά…», τώρα είχε εκείνος το πάνω χέρι, το αισθανόταν, το έβλεπε, «… κυρία Χούτερ, σκέφτηκα ποιοι ήθελαν να ζήσει και ποιοι ήθελαν να πεθάνει. Και για ποιους λόγους. Οι δική του επιθυμία να πεθάνει, ήταν ξεκάθαρη. Από την άλλη μεριά, εγώ δεν ήθελα να τον χάσω. Όχι πλέον τότε. Έδειχνε αλλαγμένος. Βλέπετε κάθε μικρή ματιά που μου έριχνε εκείνο τον καιρό που βρισκότανε ξαπλωμένος, σ’ εκείνο το κρεβάτι, ανάπηρος, ήταν πιο βαθιά, τρυφερή και αληθινή, απ’ όλες τις ματιές μαζί που είχα δει ποτέ από τα μάτια του σαν παιδί. Εκείνος πίστευε πως ήταν ένα βαρύ φορτίο στους ώμους μου, μα… η αλήθεια είναι πως εκείνος ήταν ότι μου είχε απομείνει στη ζωή. Οπότε δεν μπορούσα καθόλου να τον σκεφτώ σαν βάρος. Έπειτα, σκέφτηκα, πως η μητέρα μου τον … αγαπούσε…», κόμπιασε για λίγο λέγοντας για αυτό, «… σε αντίθεση με το πόσο κακός σύζυγος και πατέρας ήταν. Και πίστεψα πως εκείνη δεν θα τον ήθελε να υποφέρει. Αλλά ούτε και να γίνω εγώ ο δολοφόνος του πατέρα μου θα ήθελα. Δεν ήξερα τι άλλο να σκεφτώ πλέον. Δεν μπορούσα να πάρω εγώ την απόφαση για την ζωή ή τον θάνατο κάποιου άλλου. Κι έτσι αποφάσισα να το σκεφτώ σαν να επρόκειτο για μένα. Θα ήθελα να έχω τον τρόπο να αποδράσω από ένα μόνιμα, ανάπηρο σώμα. Θα ήθελα να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου με απόλυτη εξάρτηση από την φροντίδα των άλλων; Θα ήθελα να αισθάνομαι πως ήμουνα ειδικός χώρος που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω μέσα σε ολόκληρο τον κόσμο; Θα ήταν το κεφάλι μου που περιέχει τον εγκέφαλό μου.
Δεν μπορείτε να το φανταστείτε αυτό κυρία Χούτερ. Απ’ όλα τα μέρη που θα μπορούσαν να βρισκόσασταν και απ’ όλο το χώρο που θα μπορούσατε να γεμίζετε σαν ζωντανός άνθρωπος σε αυτόν τον κόσμο, πως θα αισθανόσασταν αν ξέρατε πως θα μπορείτε να χρησιμοποιείται μονάχα ένα χώρο τόσο μικρό, όσο το κεφάλι σας»
«Μα ο ανθρώπινος εγκέφαλος Λέοναρντ, μπορεί να σε πάει παντού. Μέσα σε αυτό το μικρό δωμάτιο που περιγράφεις, υπάρχει ένας απεριόριστος εγκεφαλικός μηχανισμός, ο οποίος … μπορεί να χωράει ολόκληρο τον κόσμο. Άσχετα αν χρησιμοποιεί μονάχα ένα πολύ μικρό χώρο μέσα σε αυτόν. Πως μπορείς να το … να το αγνοήσεις αυτό;»
«Δεν το αγνοώ. Απλώς μετράω τα πράγματα. Μπορεί να χρειαστεί κι εσείς να κάνετε το ίδιο. Πως μπορείτε να αγνοήσετε τον βασανισμό από το σύνδρομο του εγκλεισμού;»
Η γυναίκα πήρε βαθιά ανάσα:
«Θα… θα ήθελα λίγο νερό»
Σηκώθηκε και πήγε προς τη πόρτα, την μεταλλική πόρτα που απ’ έξω στεκόταν ο φύλακας όπως της είχε πει. Χτύπησε ελαφρά στην αρχή με την παλάμη ανοικτή. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα και όταν είδε ότι η πόρτα παρέμενε κλειστή, ξαναχτύπησε με την γροθιά της αυτή τη φορά. Κι επιτέλους ο φρουρός φάνηκε στο άνοιγμα:
«Κύριε φύλακα…», είπε σαν τον αντίκρισε.
«Ναι κυρία. Όλα καλά;», ρώτησε εκείνος προσπαθώντας να διακρίνει προς το βάθος του δωματίου, προς την μεριά του κρατούμενου νεαρού.
«Ω, ω ναι, όλα καλά, ευχαριστώ. Απλώς θα ήθελα να έχω λίγο νερό, εάν φυσικά αυτό δεν είναι πρόβλημα»
«Φυσικά κυρία», απάντησε εκείνος, χωρίς να έχει ξεκολλήσει όμως το βλέμμα του από το εσωτερικό του θαλάμου. «Επιστρέφω αμέσως». Έκλεισε την πόρτα πίσω του αφήνοντας τους δυό συνομιλητές και πάλι μόνους, μέχρι να επιστρέψει. Ο ήχος του μετάλλου αντήχησε πλούσιος και ανατριχιαστικός, μεγεθυμένος από τους συμπαγείς και σκούρους τοίχους του χώρου. Η γυναίκα έμεινε με τη πλάτη στραμμένη στον Λέοναρντ, λες και ήθελε λίγη ώρα, να σκεφτεί. Τι;
Ο δεσμοφύλακας δεν άργησε να επιστρέψει. Της έδωσε ένα ποτήρι με νερό, (αλήθεια που το βρήκε έτσι κρύο και λαχταριστό;), περιπλανήθηκε για μερικά δευτερόλεπτα με το βλέμμα στο δωμάτιο, να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν καλά και εισπράττοντας το «ευχαριστώ» της δημοσιογράφου, έκλεισε την πόρτα αποχωρώντας.
«Αισθάνεστε καλά κυρία Χούτερ», ακούστηκε η φωνή του νεαρού από το τραπέζι. «Μήπως θα θέλατε να κάνουμε ένα διάλειμμα;»
«Όχι Λέοναρντ. Φυσικά και όχι. Μπορούμε να συνεχίσουμε. Οπότε; Είχαμε φτάσει στο σημείο που έψαχνες να βρεις ένα τρόπο να βοηθήσεις τον πατέρα σου να … με το αίτημα θανάτου του»
«Ναι. Και η απάντηση …», είπε μετά από μια μικρή στάση, «… ήρθε συνθηματικά. Καθώς ένα βράδυ είχα μια συζήτηση με τη νοσοκόμα του πατέρα μου … εμ… σχετικά με ένα περιστατικό που κλήθηκε ν’ αντιμετωπίσει …»
«Λοιπόν; Τι περιστατικό ήταν αυτό για το οποίο σου μίλησε;»
«Φρόντιζε μια διαβητική γυναίκα που ζούσε μαζί με την ηλικιωμένη μητέρα της, όταν μια μέρα η ηλικιωμένη αυτή γυναίκα προσπάθησε να κάνει στον εαυτό της μια ένεση ινσουλίνης. Απ’ αυτές της κόρης της. Η νοσοκόμα την είδε εγκαίρως και την σταμάτησε, οπότε δεν συνέβη τίποτα δυσάρεστο τελικά. Την ρώτησα τι θα συνέβαινε σε εκείνη την ηλικιωμένη γυναίκα, αν είχε προλάβει να κάνει την ένεση. Μου απάντησε πως θα έπεφτε σε κώμα σε λίγα λεπτά και μετά, εν τέλει, θα πέθαινε, αν δεν λάμβανε άμεσα ιατρική βοήθεια»
«Οπότε, … αυτή έγινε η δική σου λύση; Ένεση ινσουλίνης;»
«Ακριβώς! Πήρα την απόφασή μου και την επόμενη μέρα, πήγα στο φαρμακείο για να αγοράσω αυτά που χρειαζόμουν. Μια νύχτα πριν την μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, ενημέρωσα την νοσοκόμα να μην έρθει την επομένη, γιατί…. ήθελα τάχα, να περάσω όλη την μέρα μόνος μαζί του. Συμφωνήσαμε πως  της τηλεφωνούσα σε περίπτωση έκτακτης ανάγκη»
«Άρα αυτό … μας φέρνει στην ημέρα που … βοήθησες τον πατέρα σου να… πεθάνει;»
Τώρα η γυναίκα είχε καθίσει στην καρέκλα της και ακουμπούσε τους αγκώνες στην επιφάνεια του τραπεζιού, παίρνοντας την ίδια στάση με τον νεαρό.
«Ακριβώς. Συνέβη αργά το απόγευμα, έπειτα από μια βροχερή, μελαγχολική ημέρα. Το μοναδικό φως μέσα στο δωμάτιο, ερχόταν από ένα μικρό καντήλι. Πλάι στη φωτογραφία της μητέρας μου. Απάνω σε ένα μικρό ξύλινο τραπεζάκι. Κι αυτό ήταν αρκετό. Αρκετό για να κάνει τις σκιές να χορεύουν απαλά πάνω στους τοίχους. Αρκετό για να χωριστεί σε δύο μικρότερες φλογίτσες, που λαμπύριζαν μέσα στο θαμπό, σκούρο, καστανό των κουρασμένων ματιών του πατέρα μου»
«Ενημέρωσες προηγουμένως τον πατέρα σου … σχετικά με το τι είχες αποφασίσει να κάνεις;»
«Όχι»
«Αυτό που ήθελες να κάνεις;»
«Όχι… όχι. Μα το κατάλαβε. Όταν κοιταχτήκαμε μεταξύ μας εκείνο το απόγευμα… γνώριζε. Χαμογέλασε και είπε: «ποτέ δεν θέλησα κάτι τόσο πολύ Λέοναρντ. Ήσουν πάντα συμπονετικό παιδί και σε θαυμάζω γι αυτό γιέ μου». Τότε του εξήγησα τι επρόκειτο να κάνω  και τι επρόκειτο να συμβεί μόλις έκανα την ένεση. Ενέκρινε όλη τη διαδικασία. Έτσι λοιπόν κάθισα πλάι του για μερικά λεπτά. Κανείς μας δεν είπε κουβέντα, καθίσαμε απλώς βυθισμένοι στη σιωπή για λίγο, μετά τον κοίταξα. Μπορούσε να καταλάβει ότι ήμουν ανήσυχος. Χαμογέλασε ξανά και είπε: «είναι εντάξει γιέ μου. Όλα θα πάνε καλά»
Του έγνεψα καταφατικά και τίναξα την ένεση. Με ένα βλέμμα του μου έδειξε ότι ήταν έτοιμος. Έκανα ότι ήταν να κάνω και μετά κάθισα δίπλα του και τον περίμενα. Θεέ μου …γελούσε! Έσκυψα και τον φίλησα στο μέτωπό του. Έκλεισε τα μάτια του, δεν μπορούσα να δω πλέον τις ανακλάσεις από τις δυό μικρές φλογίτσες. Έπειτα από μερικά λεπτά, το χαμόγελο στο πρόσωπό του αντικαταστάθηκε από μια έκφραση ανησυχίας και έντασης. Οι φλέβες στο λαιμό και στους κροτάφους είχαν πρηστεί και χτυπούσαν έντονα. Μετά από λίγο ηρέμησε. Έπεσε πλάι μου σε κώμα…»
«Πόση ώρα ήταν αναίσθητος; Μέχρι να καλέσεις κάποιον εννοώ», ρώτησε η δημοσιογράφος.
«Δεν ξέρω. Περίμενα μέχρι τη στιγμή που θα ήμουνα σίγουρος πως θα είχε πεθάνει ή και περισσότερο. Αυτό δεν το θυμάμαι ακριβώς»
«Τι άλλο θυμάσαι από κείνο το απόγευμα; Αφότου πέθανε ο πατέρας σου;»
«Θυμάμαι πως η φλόγα στο καντήλι τρεμόπαιξε για μια στιγμή, ή έστω έτσι νόμισα εγώ. Μια γαλήνια ηρεμία γέμισε το δωμάτιο. Άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα έξω. Ο ουρανός δεν ήταν πια τόσο μελαγχολικός όσο ήταν όλη την ημέρα… ή έτσι νόμιζα εγώ. Δεν είχε σημασία. Μέσα στη φαντασία μου … το μικρό αγόρι πήρε στα χέρια του το πορτραίτο του πατέρα του και το τοποθέτησε στο πιο φωτεινό σημείο που μπορούσε να βρει. Δίπλα σε αυτό βρίσκονταν δυο άλλα πορτραίτα παλιότερα και λιγότερο μουντά. Το ένα ήταν του θείου του και το άλλο της μητέρας του. Και από κάτω τους υπήρχε μια ανοιχτή θήκη με ένα τσέλο. Όλα τοποθετημένα με ευλάβεια στο πιο φωτεινό σημείο της καρδιάς του».
«Φοβόσουν καθόλου Λέοναρντ για ότι επρόκειτο να επακολουθήσει;»
«Όχι, μόλις σιγουρεύτηκα πως ο πατέρας μου είχε πεθάνει, κάλεσα την αστυνομία. Τους είπα πως τον βοήθησα να πεθάνει και πως θα τους περίμενα ακριβώς εκεί για να τους ακολουθήσω στο αστυνομικό τμήμα. Και όντως, αυτό συνέβη»
«Είναι γνωστό πως …», η γυναίκα ρούφηξε τη μύτη της σαν να είχε συνάχι, «… στην αρχή δεν ήθελες να εκπροσωπηθείς από κανένα δικηγόρο και τελικά … κατάφεραν να σε πείσουν να δεχτείς έναν που είχε ορίσει η πολιτεία. Για ποιο λόγο αρνιόσουν την εκπροσώπηση από δικηγόρο Λέοναρντ;»
«Επειδή δεν με ενδιέφερε. Έκανα ότι έκανα και … δεν το μετάνιωσα ποτέ. Οπότε δεν μπορούσα να βρω κάποιο λόγο για να προσπαθήσω ν’ αποφύγω την καταδίκη»
«Λέοναρντ, υπάρχει …», η φωνή της δημοσιογράφου έσπαγε σε κάθε λέξη τώρα, «… και κάτι άλλο που θα ήθελα να σε ρωτήσω. Θα έκανες το ίδιο … πράγμα, αν είχες πίσω σου… μια οικογένεια να σκεφτείς;»
«Η μοναδική οικογένεια που μου είχε απομείνει ήταν εκείνος. Οπότε όπως εσείς είπατε προηγουμένως, για πιο λόγο πρέπει να εμπλακώ σε αυτό; Αυτή είναι η ιστορία κάποιου άλλου. Όχι η δική μου»
«Μάλιστα. Υπάρχει κάτι άλλο που θα ήθελες να προσθέσεις Λέοναρντ, για να ολοκληρώσουμε αυτή τη συζήτηση;»
«Δεν νομίζω κυρία Χούτερ, απλώς ελπίζω να μη σας κούρασα πάρα πολύ»
«Και βέβαια όχι Λέοναρντ. Δεν θα μπορούσες να φανταστείς… πόσο σημαντική ήταν αυτή η συζήτηση για μένα»
«Ίσως όχι. Απλώς εύχομαι να εξελιχθούν με τον πιο σοφό τρόπο τα πράγματα με τον σύζυγό σας κυρία Χούτερ. Σας εξήγησα ήδη πως γνωρίζω ποια είστε και για αυτό το λόγο βρίσκεστε εδώ κυρία Χούτερ. Με αυτό εννοούσα πως γνωρίζω για το ατύχημα του συζύγου σας. Το οποίο τον κατέστησε τετραπληγικό, εντελώς παράλυτο από τους ώμους και κάτω…»
«Γνώριζες; Και για την τελευταία μία ώρα με ξεγελάς Λέοναρντ;»
«Σκοπός μου ήταν να σας βοηθήσω, όχι να σας ξεγελάσω»
«Να με βοηθήσεις; Πως;»
«Με το να σας αποκαλύψω μια πλευρά από τις πολλές που μπορεί να έχει μια ιστορία. Μπορείτε να την λογαριάσετε σαν ακόμα μια ιστορία από τις πολλές που έχουν επηρεάσει τον τρόπο που σκέφτεστε και εκτιμάτε τα πράγματα. Γιατί κάποιες φορές έχει σημασία το τι σκέφτεστε και τι φαντάζεστε σχετικά με όλες αυτές τις ιστορίες κυρία Χούτερ. Υπάρχει μια πολύ λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην καταδίκη και στην κατανόηση. Επίσης δεν θα πρέπει να ξεχνάτε πως είχαμε και οι δυο μας λόγους για να θέλουμε να κάνουμε αυτή τη συζήτηση μεταξύ μας. Εσείς θέλατε να εξερευνήσετε τον εσωτερικό κόσμο, τον τρόπο σκέψης και τα συναισθήματα κάποιου, που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει καταστάσεις παρόμοιες με αυτές που έχετε ν’ αντιμετωπίσετε εσείς, ώστε να μπορέσετε να πάρετε κάποιες απαντήσεις. Εγώ, επιθυμούσα να μιλήσω για την ιστορία μου μονάχα σε κάποιον, που θα είχε λόγους σαν τους δικούς σας, για να την ακούσει. Οπότε και οι δυο μας πήραμε ότι επιθυμούσαμε, είναι αρκετά δίκαιο, ε;»
«Μάλιστα! Πιστεύω πως τώρα θέλεις να σου πω τι σκέφτομαι, σχετικά με όλα αυτά όπως συμφωνήσαμε εξ αρχής»
Ο νεαρός χαμογέλασε και κάρφωσε το βλέμμα του στα μάτια της γυναίκας:
«Το έχετε ήδη κάνει αυτό κυρία Χούτερ. Από μένα είστε ελεύθερη να πηγαίνετε»
«Έχεις δίκιο Λέοναρντ, πρέπει να πηγαίνω. Σε ευχαριστώ που μοιράστηκες τις λεπτομέρειες της ιστορίας σου μαζί μου»
«Κι εσείς είχατε δίκιο κυρία Χούτερ. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορεί να μας πάει οπουδήποτε. Έτσι κάθε βράδυ ένα μικρό αγόρι μέσα στο μυαλό μου κάθεται μπροστά από τα τρία πορτραίτα των αγαπημένων του, ανοίγει τη θήκη του τσέλου που βρίσκεται από κάτω, παίρνει  το τσέλο στα χέρια του και παίζει. Και τότε, χιλιάδες πολύχρωμες κορδέλες γεμίζουν το μυαλό μου»
Η γυναίκα δεν είπε κάτι γι αυτό. Σηκώθηκε από την καρέκλα της και με αργά βήματα πήγε στην μεταλλική πόρτα. Σήκωσε το χέρι να χτυπήσει μα σταμάτησε με το χέρι μετέωρο στον αέρα. Γύρισε το κεφάλι να δει για τελευταία φορά τον νέο που παρέμενε δεμένος στο τραπέζι. Κάτι μέσα της φώναζε δυνατά το δίκιο του, το έλεός του.
Χτύπησε την πόρτα:
«Κύριε φύλακα…», φώναξε με βραχνή την φωνή της. «Κύριε φύλακα…», ξανάπε, «… τελειώσαμε»

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3


«Για πόσο καιρό βρισκόταν σε κώμα;», ρώτησε η γυναίκα κοιτώντας τον τώρα βαθιά μέσα στα μάτια.
«Όχι για πολύ. Ξύπνησε περίπου μια εβδομάδα αφότου γύρισα πίσω. Όταν σταθεροποιήθηκε, τον πήρα στο σπίτι»
«Πως αντιμετώπισε το γεγονός της επιστροφής σου… έπειτα από… τόσο πολύ καιρό;»
«Πως θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει; Θέλω να πω… εξακολουθούμε να μιλάμε για τον πατέρα μου, ένα σκληρό και άκαμπτο άνθρωπο ο οποίος επιπλέον, συνέβη να καταστεί τετραπληγικός και να εξαρτάται ολοκληρωτικά από φροντίδα εικοσιτετραώρου βάσεως. Αισθανόμουν την εμπάθειά του προς εμένα. Να πω την αλήθεια δεν με ενδιέφερε πραγματικά αυτό»
«Πως κατάφερες να φροντίζεις τον πατέρα σου μέσα απ’ αυτήν την κατάσταση;»
«Έμεινα μαζί του στο σπίτι μας και προσέλαβα μια νοσοκόμα για να τον παρακολουθεί. Ήξερα πως δεν θα μπορούσε ποτέ πια να κινήσει οποιοδήποτε μέλος του σώματός του. Οι γιατροί ήταν απόλυτοι. Κι εκείνος το γνώριζε επίσης»
«Και η αντίδρασή του σε όλα αυτά;»
«Η εγκεφαλική του λειτουργία ήταν … πώς να το πω, … κλινικά υγιής και αυτό ήταν ότι χρειαζόταν ώστε να είναι θυμωμένος και θρασύς»
«Βρισκόσουν ακόμα στη σιωπή κατά την διάρκεια εκείνης της … περιόδου;»
«Δεν είχα κανένα λόγο να σπάσω τον όρκο μου»
«Και πότε προέκυψε αυτός ο λόγος;»
«Για να είμαι ειλικρινής δεν περίμενα πως θα ξαναμιλούσα ποτέ. Γύρισα πίσω στο πατρικό μου κουβαλώντας στις αποσκευές μου τον βαρύ μου όρκο και μια ουτοπική προσδοκία για ειλικρινή μεταμέλεια από τον πατέρα μου. Και φυσικά αντί αυτού ήρθα αντιμέτωπος με ένα πολύ θυμωμένο και απογοητευμένο άνθρωπο, εξ αιτίας της εγκατάλειψης που είχε νοιώσει στη ζωή του, από τον αδερφό του και κυρίως από την σύζυγό του που και οι δύο πέθαναν νωρίς, από το γιό του που το έσκασε, που τον άφησε ολομόναχο και εν τέλει από το σώμα του, το οποίο καταδικάστηκε σε μόνιμη αναπηρία. Ήμουν πεπεισμένος πως θα πέθαινε με όλη αυτή την απογοήτευση και την εμπάθεια στην καρδιά του, αλλά όπως σας είπα και στην αρχή κυρία Χούτερ, ένας ηλιόλουστος ουρανός δεν υπόσχεται πάντα μια καλή μέρα».
 Σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα και έσφιξε τα χείλη του μέχρι που άσπρισαν από την πίεση. Και τι δεν θα έδινε τώρα για ένα τσιγάρο, έστω μια ρουφηξιά, να νοιώσει τον καπνό μέσα στους πνεύμονές του να τον καίει ίσως και να τον ζαλίσει. Μετά συνέχισε:
«Και ομοίως, ένας συννεφιασμένος, σκοτεινός ουρανός, δεν υπόσχεται πάντα μια κακή ημέρα»
Η γυναίκα τον άκουγε ακίνητη και τελείως σιωπηλή. Δεν ανοιγόκλεινε, σχεδόν, ούτε τα μάτια, μη και τον ενοχλήσει. Κι εκείνος φαινόταν τώρα τόσο ευάλωτος και εύθραυστος στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού. Η γυναίκα σκέφτηκε πως μια πνοή αγέρα θα μπορούσε να τον σπάσει σε κομμάτια, να τον διαλύσει, να τον κάνει σκόνη που να αιωρείται εκεί, σε εκείνο το κακοφωτισμένο δωμάτιο με τα μεταλλικά, καρφωμένα στο μωσαϊκό, έπιπλα. Αποφάσισε να ρωτήσει:
«Τι συνέβη;»
«Ένα απόγευμα, καθώς τον βοηθούσα να φάει, με κοίταξε με ένα βαθιά λυπημένο βλέμμα και ξέσπασε σε κλάματα. Και έπειτα, σαν να επρόκειτο για ένα διαφορετικό άτομο από κείνο που γνώριζα, μου ζήτησε συγγνώμη. Μου ζήτησε να τον συγχωρέσω που με κακοποιούσε όλα εκείνα τα χρόνια που ζούσα μαζί του, που έκανε τη ζωή μου δυστυχισμένη. Και ακόμα που … κατέστρεψε το τσέλο μου»
«Οπότε… τότε ήταν που έλυσες τον όρκο σιωπής σου; Θέλω να πω… μετανόησε εν τέλει και αυτό ήταν που … περίμενες τόσο καιρό;»
«Όχι, δεν ήταν…»
«Δεν ήταν; Μα…»
«Όχι μόνο αυτό»
«Πες μου»
«Τον κοίταξα για λίγες στιγμές σιωπηλός ακόμη, δίνοντάς του τον χρόνο να συνεχίσει την απολογία του αν χρειαζόταν, μα δεν είχε τίποτα άλλο να πει. Τότε σηκώθηκα, πήρα το δίσκο από το κομοδίνο και έφυγα από το δωμάτιο»
«Μπορώ να σου εκφράσω το ότι δεν κατανοώ ακριβώς το γιατί. Τι περίμενες περισσότερο απ’ αυτό, θέλω να πω… δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο από το να ζητήσει συγγνώμη. Κι αυτό έκανε»
«Ίσως ακούγομαι εγωιστής και σκληρός, αλλά βλέπεται κυρία Χούτερ είχα μόλις ακούσει τον πατέρα μου να ζητά συγγνώμη για όλο το κακό που μου είχε προκαλέσει. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως δεν ήταν αρκετό. Εξακολουθούσε να είναι δύσκολο για μένα να νοιώσω μέσα στην καρδιά μου συγχώρεση για τον άνθρωπο που κατά κάποιο τρόπο σκότωσε τη μητέρα μου. Και δεν τον άκουσα να λέει τίποτα για κείνην. Σαν το μοναδικό κακό που είχε κάνει να ήταν αυτό που έκανε σε μένα. Είχα την ανάγκη να τον ακούσω να ζητά συγγνώμη από κείνη»
«Μάλιστα! Τώρα καταλαβαίνω Λέοναρντ. Οπότε… τι συνέβη στη συνέχεια;»
«Εξακολουθούσα να παραμένω σιωπηλός και κάπως νευρικός. Για την υπόλοιπη μέρα δεν ανέβηκα στο δωμάτιό του για να τον δω. Άφησα την νοσοκόμα να τον προσέχει. Την επόμενη μέρα μέχρι να έρθει η νοσοκόμα, καθόμουν σε μια καρέκλα, ακριβώς έξω από το δωμάτιό του και διάβαζα ένα βιβλίο. Εκείνος δεν ήξερε πως βρισκόμουν εκεί. Απλώς κάθισα εκεί ώστε να έχω την δυνατότητα να τον ακούσω στην περίπτωση που χρειαζόταν κάτι. Τότε ξαφνικά τον άκουσα να μιλάει στον εαυτό του. Δεν μπορούσα να καταλάβω λέξη από όσα έλεγε. Οπότε σηκώθηκα και πλησίασα περισσότερο στην μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου. Έκλαιγε… και θρηνούσε. Προσπάθησα να ακούσω αυτά που έλεγε και τότε τον άκουσα πια καθαρά…»
«Τι έλεγε;»
«Είπε: σε παρακαλώ συγχώρεσε με… σε παρακαλώ. Το ξέρω πως εξ αιτίας μου αρρώστησες και πέθανες … σε παρακαλώ… συγχώρα με για όσα έκανα. Χρειάζομαι την συγχώρεσή σου, για να βγει η ψυχή μου πιο ήσυχα. Γονάτισα έξω από την μισάνοιχτη πόρτα και έκλαψα βουβά … και πολύ έντονα ταυτόχρονα. Δεν πήγα μέσα στο δωμάτιο γιατί δεν ήθελα να διακόψω εκείνη τη στιγμή. Ένοιωσα πως αυτή, ήταν η στιγμή της μητέρας μου και δεν ήθελα να παρέμβω»
«Και πότε…», είπε η γυναίκα, «… ήταν η επόμενη φορά που μπήκες στο δωμάτιό του και τον κοίταξες. Έπειτα απ’ αυτό;»
«Το επόμενο πρωί. Ήταν και πάλι πριν να έρθει η νοσοκόμα, όταν πήρα ένα δίσκο με πρωινό και πήγα να τον ταΐσω. Μπήκα στο δωμάτιό του … ήταν ξύπνιος. Έστρεψε τα μάτια του πάνω μου … ήτανε πολύ κουρασμένος. Είναι πολύ παράξενο αλλά … το βλέμμα του δεν είχε καμία σχέση με εκείνο το δύστροπο, θυμωμένο και θρασύ άτομο που γνώριζα ως πατέρα. Έμοιαζε εξουθενωμένος και ήρεμος. Κάθισα πλάι του. Πήρα στα χέρια μου το πιάτο και άρχισα να τον ταΐζω. Δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη οπότε μου ζήτησε να σταματήσω. Έπειτα με κοίταξε στα μάτια και είπε… «προσευχήσου για μένα Λέοναρντ, προσευχήσου για μένα γιέ μου». Κι αυτό ακριβώς έκανα.
 Γονάτισα πλάι στο κρεβάτι του, ακούμπησα τους αγκώνες στην άκρη του στρώματος και… με τα χέρια μου ενωμένα, σφιχτά μεταξύ τους, άρχισα να προσεύχομαι δυνατά. Στην αρχή με τα μάτια μου κλειστά κι έπειτα από λίγο, ορθάνοιχτα και βουρκωμένα. Κοιτάζοντάς τον, σαν να μην ήθελα να χάσω ούτε ένα δευτερόλεπτο από την εικόνα του. Ένοιωθα τα μάτια μου να στεγνώνουν και να πονάνε και αυτό φαίνεται σαν μια καλή δικαιολογία γιατί γέμισαν δάκρυα. Αλλά δεν χρειαζόμουν καμιά δικαιολογία.
 Μέσα στην φαντασία μου, ένας απελπισμένος ζωγράφος, ζωγράφισε το πορτραίτο του πατέρα μου, με τα χρώματα που έμπαιναν από το παράθυρο εκείνο το μουντό πρωινό. Ο πίνακας σίγα – σιγά στέγνωνε. Και όσο στέγνωνε, του έμοιαζε περισσότερο. Ο πόνος προκαλούσε και άλλα δάκρυα. Μέσα στην καρδιά μου ένα μικρό αγόρι βρισκόταν γονατισμένο μπροστά από εκείνο το μουντό πίνακα. Και αισθανόταν πως δεν είχε δει ποτέ ξανά πιο συγκινητικό πίνακα απ’ αυτόν»
Η γυναίκα που τόση ώρα τον άκουγε βουβή τον διέκοψε:
«Ένοιωσες λοιπόν συγχώρεση για τον πατέρα σου εν τέλει. Και οι πρώτες σου λέξεις μετά από… τόσα χρόνια σιωπής, ήταν για… να προσευχηθείς… να προσευχηθείς για εκείνον»
«Ακριβώς!»
«Τότε ήταν που σου ζήτησε να τον βοηθήσεις να… πεθάνει Λέοναρντ;»
«Ναι, ήταν το ίδιο πρωί. Μόλις τελείωσα την προσευχή μου, κλαίγαμε και οι δυό μας και ανάμεσα από τα δάκρυα, μου είπε πως χρειαζόταν μια χάρη. Τον ρώτησα τι είδους χάρη χρειαζόταν. Είπε: «θέλω να με βοηθήσεις να φύγω». Σηκώθηκα όρθιος και έκανα μερικά βήματα πίσω. Αυτό που μόλις είχα ακούσει, με αναστάτωσε»
«Τι απάντησες;»
«Δεν απάντησα. Έφυγα γρήγορα από το δωμάτιο…»
«Και; Σου ξαναζήτησε εκείνος το ίδιο πράγμα;»
«Πολλές φορές. Κάθε φορά που βρισκόμουν μόνος μαζί του, επέμενε να μου το ζητάει ξανά και ξανά. Μου έλεγε πως δεν είχε απομείνει τίποτα για κείνον να συναντήσει σε αυτήν τη ζωή, πως αισθανόταν σαν ένα βαρύ φορτίο στους ώμους μου, πως ήταν πολύ κουρασμένος για να ζήσει με όλη αυτή την ανημποριά και την ανικανότητα. Δεν του έδωσα ποτέ μια απάντηση στο αίτημά του, ούτε θετική, ούτε αρνητική»
«Και πώς πήρες την απόφαση για το αν θα τον βοηθήσεις ή όχι;».
Το ενδιαφέρον της γυναίκας έδειχνε παράλογα έντονο και αγχωτικό. Ο τόνος της φωνής της είχε πάθος, αγωνία και προσμονή. Τα μάτια της είχαν μισοκλείσει μέσα σε εκείνο το μισοσκόταδο του δωματίου, λες και προσπαθούσε να μην χάσει ούτε μια μικρή λεπτομέρεια από τις εκφράσεις του νεαρού απέναντί της.
 Λες και προσπαθούσε να φωτογραφίσει κάθε του ρυτίδα που σχηματιζόταν κατά την αφήγησή του, κάθε σταγόνα απελπισίας που έβγαινε από τις ανάμνησες του, αλλά και κάθε φως που θα μπορούσε να πεταχτεί από την κάθαρση και τον θάνατο του πατέρα του. «Κάθαρση» σκέφτηκε η γυναίκα, «λες και Αρχαία Ελληνική Τραγωδία». Ναι, ήταν σίγουρη πια για την λέξη «κάθαρση» που χρησιμοποίησε το μυαλό της. Αλλά για ποιόν δεν ήξερε. «Και τα άτομα που εμπλέκονται σ’ αυτήν την ιστορία δεν είναι… δυστυχώς μόνο δύο», αποτέλειωσε την σκέψη της.

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2


Ο νεαρός κρατούμενος γύρισε και τίναξε το κεφάλι του, όπως κάποιος που δεν πιστεύει αυτό που ακούει. Εκείνος μπορούσε να έχει την άνεση ή ίσως και την υποχρέωση ακόμα να πει ψέματα, η δημοσιογράφος το καταλάβαινε και το γνώριζε αυτό, κάνοντας έτσι την αλήθεια, την προσπάθεια δηλαδή να τον πιστέψει, πολύ δύσκολη.
«Η ουσιαστική αλήθεια…», είπε ο Λέοναρντ, «… είναι…», κοντοστάθηκε λίγα δευτερόλεπτα, «… πως όλα όσα είχα ποτέ μου, χάθηκαν. Το ένα μετά το άλλο. Η πρώτη μου αβάσταχτη απώλεια ήταν όταν πέθανε ο θείος μου ο Γιαν…»
«Τι ηλικία είχες όταν συνέβη αυτό;», ρώτησε η γυναίκα, με τρόπο που του έδινε να καταλάβει, ότι μπορεί μέσα της, να είχε αρχίσει να τον πιστεύει.
«Ήμουν δεκατριών…»
«Και τι συνέβη;»
«Έπαθε ένα βαρύ εγκεφαλικό… αλλά επιβίωσε. Αυτό τον έκανε να αισθανθεί πως… η στιγμή που θα τον έκανε να πει αντίο… πλησίαζε. Αυτό στάθηκε και αφορμή για να δεχτώ το πιο σημαντικό δώρο που θα μπορούσα ποτέ να ευχηθώ…». Σταμάτησε απότομα και φάνηκαν στο χαμηλό φως τα μάτια του κοκκινισμένα και λίγο θαμπά, «… ένα δικό μου τσέλο», απόσωσε την πρότασή του.
«Ήταν το δικό του τσέλο; Αυτό που σου έδειχνε τα μυστικά της μουσικής του;»
«Ναι, ήταν το δικό του. Κι αυτό το σπουδαίο δώρο μου δόθηκε μια μόλις μέρα… πριν να κλείσει η πόρτα της απόδρασής μου. Η μια και μοναδική πόρτα που μπορούσα να χτυπήσω κάθε φορά που αντιμετώπιζα πρόβλημα. Εκείνη που πάντα άνοιγε αμέσως μετά από τα επαναλαμβανόμενα δυνατά χτυπήματά μου πάνω της. Εκείνη η πόρτα δυό τετράγωνα πιο πέρα από την δική μου, η οποία έκλεινε πίσω της,  μουσικές, σιωπές, τεράστια μπλε μπουρνούζια, πολύχρωμες κορδέλες και δυό σταθερές θέσεις, μια στην άκρη του καναπέ και μια στην δερμάτινη πολυθρόνα δίχως χέρια στα πλάγια.
 Ξέρετε, χρόνια μετά πληροφορήθηκα πως αυτή η πόρτα και οτιδήποτε βρισκόταν πίσω απ’ αυτήν, ανήκαν σε μένα μετά από τον θάνατο του θείου μου. Λόγω του ότι ο θείος Γιαν, δεν απέκτησε ποτέ του δική του οικογένεια… αλλά πέρα απ’ αυτό, ακόμα και χωρίς αυτή την … τυπική πληροφορία, μου ήταν αδύνατο ποτέ να σκεφτώ κάποιον που να μπορούσε να θεωρήσει αυτήν την πόρτα και οτιδήποτε πίσω απ’ αυτήν, προσωπική και βαρυσήμαντη ενδόμυχη περιουσία του, περισσότερο από όσο  ήταν ποτέ για μένα. Κι αυτό κυρία Χούτερ ήταν η πιο σπουδαία κληρονομιά που μου άφησε ο θείος μου»
Η γυναίκα είχε ξεχάσει το μπλοκάκι και το σαν χρυσό στυλό της, δεν σημείωνε πια και είχε αφοσιωθεί στα χείλη του νεαρού κατάδικου μπροστά της. Άλλαξε το σταυροπόδι της και τακτοποιήθηκε πάλι με κάποιο θόρυβο πάνω στην μεταλλική καρέκλα.
«Καταλαβαίνω Λέοναρντ…» του είπε και έδειχνε ότι πραγματικά καταλάβαινε. Από τα μάτια της είχε αρχίσει να χάνεται εκείνη η καχυποψία που ο νεαρός είχε διακρίνει από την αρχή. Είχε αρχίσει να χάνεται, δεν είχε όμως εξαφανιστεί.
 « Τι συνέβη στη συνέχεια; Πως ήταν η ζωή σου όταν πλέον δεν είχες πουθενά να απευθυνθείς κάθε φορά που αντιμετώπιζες πρόβλημα στο σπίτι σου;»
«Η ζωή κυλούσε στους ίδιους ρυθμούς. Με έναν πατέρα ανεξέλεγκτα οξύθυμο και βίαιο απέναντι στη σύζυγο και το παιδί του και με μια μητέρα τόσο φοβισμένη και αδύναμη και που διαρκώς προσευχόταν να σταματήσει το μαρτύριό της. Ώσπου… οι προσευχές της εν τέλει εισακούστηκαν …»
«Με ποιόν τρόπο;»
«Έναν χρόνο μετά από το θάνατο του θείου Γιαν, αρρώστησε σοβαρά με καρκίνο και πέθανε σύντομα κι εκείνη. Έφυγε ένα απόγευμα του Μάη, καθώς οι κραυγές μου και η άγρια φωνή του πατέρα μου έφταναν από κάτω σαν εφιάλτης. Φαντάζομαι…», γέλασε σαν ήθελε περισσότερο να αδειάσει τα πνευμόνια του από τον σάπιο αέρα της λέξης «πατέρας» και συνέχισε: «… μπορείτε να το φανταστείτε αυτό … το τελευταίο πράγμα που ακούει μια μητέρα προτού πεθάνει, να είναι η κακοποίηση που υφίσταται ο γιός της»
Η αφήγηση είχε γίνει άβολη, επικίνδυνα άβολη για την δημοσιογράφο. Γυναίκα ήταν κι εκείνη! Προσπάθησε να…
«Αυτό πρέπει να ήταν τρομερά δυσβάσταχτο για κείνη, αλλά και για σένα…»
«Όταν την έχασα κι εκείνη…», της είπε, χωρίς να απαντήσει στην ερώτηση της ή την επιβεβαίωσή της, «… και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, δεν μου είχε μείνει πλέον τίποτε καλό να περιμένω. Έμεινα πίσω να ζω με τον άνθρωπο εκείνο που με τρόμαζε περισσότερο από τον καθένα. Μη ξέροντας τι έπρεπε να κάνω, που έπρεπε να πάω. Το μοναδικό πράγμα που ίσως να μπορούσε να μου δώσει κάποια χαρά, κάποια λήθη εκείνο τον καιρό, ήταν το να παίζω το τσέλο μου»
«Ήσουν δεκατεσσάρων χρονών εκείνη την περίοδο. Σωστά;»
«Ναι, ήμουν δεκατεσσάρων χρονών. Όμως μέσα στη καρδιά μου, αισθανόμουνα πολύ κουρασμένος, γερασμένος και εξουθενωμένος»
«Τι συνέβη μετά;»
«Εκείνη την περίοδο ήταν που ο πατέρας μου άρχισε σταδιακά να καταρρέει και να μοιάζει ανίκανος να σηκώσει το βάρος της απώλειας της συζύγου του. Αυτό που πιστεύω τελικά πως μπορώ να καταλάβω σχετικά με κείνον, είναι πως η αυτοκαταστροφική του φύση τον έφερνε πάντα στο σημείο να καταστρέφει οτιδήποτε ήταν σημαντικό για κείνον και έπειτα να υποφέρει από τις πληγές που είχαν προκληθεί από τα ίδια του τα χέρια»
«Και πως… αντιμετώπιζες εσύ αυτή την κατάσταση του πατέρα σου Λέοναρντ;»
«Ήμουν επιεικής και υπομονετικός από τη φύση μου και αυτό συχνά με έκανε τον συμπονετικό και υπομονετικό γιό. Εκείνον που προσπαθεί να καταλάβει, να δικαιολογήσει και, όταν αυτό είναι δυνατόν, να συγχωρήσει. Μα δυστυχώς όπως μπορείτε ίσως να φανταστείτε αυτή η στάση μου, δεν φαινόταν να μπορούσε να βοηθήσει τον πατέρα μου να ελέγξει την οργή του»
«Μπορείς να μου πεις, ποιο είναι το χειρότερο που μπορείς να θυμηθείς από τον πατέρα σου, μέσα από κείνη την περίοδο;»
Ο νεαρός δεν άργησε να απαντήσει, δεν χρειαζόταν να ανατρέξει για πολύ στις δυσάρεστες αυτές αναμνήσεις του:
«Μια νύχτα, κατά την διάρκεια μιας, από τις βίαιες στιγμές του, όπως εγώ έσφιγγα τα μάτια μου, τα δόντια μου και τις γροθιές μου στην προσπάθεια να μην αντιδράσω κι εγώ βίαια, μέσα από τις φωνές του πατέρα μου και τον πανικό άκουσα ένα βρόντημα που χτύπησε στην καρδιά μου σαν δυνατή σφυριά. Και έπειτα κι άλλο κι άλλο. Άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρισα τον πατέρα μου να κρατά μια βαριά καρέκλα στα χέρια του, με την οποία μόλις είχε κομματιάσει το τσέλο μου…»
Η γυναίκα τρόμαξε και αναπήδησε στην καρέκλα της, το μπλοκ που κρατούσε κύλησε στο μωσαϊκό, το στυλό έπεσε με θόρυβο στο μεταλλικό τραπέζι και ένα «αχ», βγήκε από το στόμα της.
«Όχι», ψέλλισε περισσότερο παρά είπε. «Αυτό είναι εξωφρενικό Λέοναρντ…»
«Θυμάμαι πως αισθάνθηκα το πρόσωπο και το σώμα μου να χαλαρώνουν, ξέσφιξα τις γροθιές μου και πήρα μια βαθιά, τεταμένη ανάσα και ήταν σα να βγήκε η ψυχή από το στόμα μου και να το άφησε ανοιχτό, παραλυμένο. Ο πατέρας μου άρχισε ξαφνικά να συνειδητοποιεί τι είχε μόλις κάνει και με μια τραγική έκφραση στο πρόσωπό του άφησε την καρέκλα να πέσει στο πάτωμα. Έκανε να με πλησιάσει μα δίστασε. Επανέλαβε την προσπάθεια, όμως σταμάτησε και πάλι. Σήκωσα τα μάτια μου από το κατεστραμμένο τσέλο και τον κοίταξα βαθιά στα μάτια. Για πρώτη φορά, αυτό έμοιαζε σαν κάποια βουβή συνομιλία μεταξύ μας και ήταν»
«Η οποία; Περιείχε τι;»
«Εκείνη τη νύχτα, σφράγισα τα χείλη μου σαν σε ένα μυστικό όρκο σιωπής, τον οποίο θα έλυνα μόνο αν ο πατέρας μου θα έδειχνε πραγματική μετάνοια για τις πράξεις του»
«Μα, γιατί Λέοναρντ, γιατί το έκανες αυτό; Ήσουν ένα μικρό αγόρι και υποχρέωσες τον εαυτό σου να μείνει σιωπηλός. Μα, γιατί;», είπε η γυναίκα
«Ήμουνα δεκαπέντε χρονών όταν συνέβη αυτό και ήταν τότε που συνειδητοποίησα πως είχα χάσει και το τελευταίο υλικό που είχα για να τυλίγω την θλίψη μου. Έκτοτε, τύλιγα τις θλιβερές μου αναμνήσεις με σιωπή, πριν τις κλείσω στις ψυχικές μου αποσκευές»
«Πως αντέδρασε ο πατέρας σου σε αυτό , το δικό σου όρκο σιωπής;»
«Χα, … παραμένοντας ακριβώς ο ίδιος. Για κείνον δεν άλλαξε τίποτα. Έπειτα από λίγο καιρό εγκατέλειψα το σπίτι του πατέρα μου … δραπέτευσα. Υποθέτω πως … η επιεικής και σεμνή μου φύση, έπαψε πια να μου χαρίζει υπομονή. Δεν μου είχε μείνει πια τίποτα για κείνον να το μεταχειριστεί. Απομονώθηκα σε ένα ήσυχο μοναστήρι κάποιου διπλανού χωριού. Εκεί, κλεισμένος στη σιωπή, ήταν πιο εύκολο για μένα να καταφέρνω να βρίσκω υλικά για να τυλίγω τις θλιβερές μου αναμνήσεις»
«Γνώριζε ο πατέρας σου που βρισκόσουν όλον εκείνο τον καιρό;»
«Ένας γείτονας ανακάλυψε τυχαία που βρισκόμουν και τον ενημέρωσε»
«Λέοναρντ, δεδομένου ότι μιλάς αυτή τη στιγμή σε μένα, να υποθέσω πως ο πατέρας σου εν τέλει έδειξε να έχει μετανιώσει;»
«Είμαι ακόμα εδώ, κυρία Χούτερ. Κι έχουμε ακόμα χρόνο να συζητήσουμε. Τι σας κάνει να θέλετε να αρχίσετε  τις υποθέσεις;»
«Να, ανυπομονησία υποθέτω», χτύπησε με την ανάποδη το στυλό στην επιφάνεια του τραπεζιού καθώς έλεγε αυτό.
«Πρέπει να είστε υπομονετική κυρία Χούτερ»
«Θα είμαι Λέοναρντ. Στο υπόσχομαι θα είμαι»
«Εννοώ γενικότερα»
«Ναι. Λοιπόν, που είχαμε μείνει; Α, ναι… και για πόσο καιρό έμεινες κλεισμένος στο μοναστήρι;»
«Έμεινα εκεί για δεκαεπτά χρόνια. Έπειτα συνέβη το ατύχημα του πατέρα μου. Εκείνος ο γείτονας που γνώριζε που βρισκόμουν, με ειδοποίησε για την κατάσταση και έτσι αποφάσισα να επιστρέψω»
«Μπορείς να μου πεις τους λόγους; Αυτούς που σ’ έκαναν να γυρίσεις, να επιστρέψεις;»
«Αισθήματα…, η φύση μου, ο όρκος μου… όλα αυτά μαζί … πιθανότατα …»
«Σε τι κατάσταση ήταν όταν επέστρεψες στο σπίτι;»
«Βρισκόταν ακόμα στο νοσοκομείο. Είχε πέσει σε κώμα και ήταν συνδεδεμένος με μηχάνημα υποστήριξης»
«Τι είχε ακριβώς συμβεί σε εκείνο το ατύχημα;»
«Έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του κι έπεσε από μια γέφυρα. Πολλά μέρη του σώματός του τραυματίστηκαν αλλά ο σοβαρότερος απ’ όλους τους τραυματισμούς του, ήταν το ότι έσπασε τον λαιμό του. Αυτό τον άφησε τετραπληγικό, εντελώς παράλυτο από τους ώμους και κάτω»

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

(ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΚΑΝΑΡΗ : 
"ΑΙΤΗΜΑ ΘΑΝΑΤΟΥ")




 «Έλα Λέοναρντ, μόλις έφτασε η δημοσιογράφος»
«Κιόλας;»
«Γιατί φιλαράκο, μήπως δεν νοιώθεις ακόμα έτοιμος να μιλήσεις. Έλα είπα, πάμε»
«Δεν νομίζω πως έχει μείνει κάτι σε αυτή τη ζωή για το οποίο να μην είμαι έτοιμος»
«Ωραία… Προχώρα τότε»
Η γυναίκα που εμφανίστηκε ήταν καλοντυμένη με ένα σοβαρό γκρι με άσπρο σύνολο. Ο Λέοναρντ δεν μπόρεσε να αποφύγει μια έκφραση θαυμασμού και ένα γούρλωμα των ματιών του, ενώ ο φύλακας δίπλα του χαμογέλασε στη θέα των μακριών ποδιών της γυναίκας που τα τόνιζε με ψηλοτάκουνες γόβες. Μαύρες γυαλιστερές γόβες.
«Καλημέρα σας κύριε Τέηλορ, είμαι η Ρουθ Χούτερ…»
«Ξέρω πολύ καλά ποια είστε. Γι αυτό και βρίσκεστε εδώ»
«Σωστά», απάντησε η γυναίκα, «σωστά», επανέλαβε κοιτώντας την πορτοκαλί μπλούζα του κρατούμενου συνομιλητή της, αλλά και το καθαρό πρόσωπό του, που φρεσκοξυρισμένο και τόσο νεανικό, ενέπνεε μια ηρεμία και μια… γοητεία θα μπορούσε να πει. «Θέλω να σας ευχαριστήσω κύριε Τέηλορ γι αυτή την συνομιλία που συμφωνήσατε να κάνετε μαζί μου και που δηλώσατε πρόθυμος να μου πείτε την ιστορία σας»
«Μην ανησυχείτε κύρια Χούτερ, έχει αρχίσει να βαριέται θανάσιμα εδώ μέσα. Χάρη του κάνετε που ήρθατε. Λοιπόν θα βρίσκομαι ακριβώς απ’ έξω. Φωνάξτε με αν χρειαστείτε τίποτα», ακούστηκε ο φύλακας την ώρα που έλυνε τις χειροπέδες του νεαρού με το όνομα Λέοναρντ και τις «ξανάδενε» σε μια μπάρα που υπήρχε στο μεταλλικό τραπέζι που προοριζόταν για ακροάσεις αλλά και για τις επισκέψεις των συγγενών.
«Σας ευχαριστώ πολύ», απάντησε η γυναίκα και παρακολούθησε χωρίς να μιλάει τα βήματα του ένστολου φρουρού, μέχρι που η πόρτα έκλεισε πίσω του και έμεινε μόνη με τον κρατούμενο νεαρό.
Το κλειδί που κλείδωνε τα βαριά κάγκελα, την έκανε να ανατριχιάσει ελαφρά και αν και καλοκαίρι, έτριψε ασυναίσθητα τα μπράτσα της σαν να κρύωσε ξαφνικά. Κοίταξε τον άντρα μπροστά της και τον άκουσε με απορία να την ρωτάει:
«Μπορείτε να μου πείτε, τι λέει σήμερα ο ουρανός κυρία Χούτερ;»
«Τι λέει ο ουρανός;», επανέλαβε εκείνη τα λόγια του, σα να μη πίστευε αυτή την ερώτηση. Ήταν τόσο απρόσμενη… «Δεν … δεν είμαι σίγουρη. Δεν πρόσεξα για να είμαι ειλικρινής… μπορώ μονάχα να πω… πως είναι ηλιόλουστος», συνέχισε την απάντησή της.
«Πάντα δίνω προσοχή στον ουρανό όταν έχω την ευκαιρία. Ο ουρανός μιλά με κάθε δυνατό τρόπο κι αν κάποιος μπορεί να διαβάσει τι είναι γραμμένο κάθε φορά εκεί πάνω μπορεί να γνωρίζει και τι πρόκειται να έρθει»
«Γνωρίζατε πάντα τι πρόκειται να έρθει κύριε Τέηλορ;»
«Λέγετε με Λέοναρντ. Ναι, γνώριζα τις περισσότερες φορές. Είναι κάτι που μου το δίδαξε ο … θείος μου ο Γιαν όταν ήμουνα μικρός»
«Να διαβάζετε; Να διαβάζεις ήθελα να πω Λέοναρντ, τι είναι γραμμένο στον ουρανό;»
«Να καταλαβαίνω τις εκφράσεις της φύσης. Η φύση πάντοτε μας μιλά, μα συχνά αρνούμαστε ν’ ακούσουμε. Πάντοτε μας δείχνει μα συχνά αρνούμαστε να δούμε. Και πάντοτε μας διδάσκει, μα συχνά αρνούμαστε να μάθουμε»
«Σου έρχεται στη μνήμη κάποια από κείνες τις φορές που ένοιωσες πως η φύση προειδοποιούσε εσένα ή οποιοδήποτε άλλον για κάτι που ερχόταν;»
«Πάρα πολλές κυρία Χούτερ…»
«Μπορείς να με λες Ρουθ»
«Είμαι μια χαρά με το κυρία Χούτερ»
«Όπως επιθυμείς νεαρέ μου, όπως επιθυμείς και βολεύεσαι. Μπορούμε να ξεκινήσουμε…», συνέχισε η γυναίκα και έκανε μια κίνηση να βολευτεί όσο πιο καλά μπορούσε σε εκείνη την άβολη μεταλλική καρέκλα, σταύρωσε με χάρη τα πόδια και πρόσεξε ότι ο νεαρός δεν είχε τραβήξει ούτε στο ελάχιστο το βλέμμα του από το πρόσωπό της. Έμενε πάντα εκεί όπως είχε πρωτοκάτσει, στη θέση του, ακουμπώντας τους αγκώνες στο τραπέζι, σταυρώνοντας τα δάχτυλά του μπροστά από το στήθος. Συνέχισε την πρότασή της: «… όποτε αισθάνεσαι έτοιμος. Πιστεύω πως η ιστορία σου έχει τις ρίζες της, αρκετά χρόνια πίσω, πριν από το γεγονός που συνέβη με τον πατέρα σου»
«Χρειάζομαι να ξέρω, τι πιστεύεται εσείς κυρία Χούτερ»
«Σχετικά με τι;»
«Πιστεύετε πως ήταν ένα έγκλημα εκδίκησης; Μια πράξη ανακούφισης;»
«Βρίσκομαι εδώ για να καταγράψω τη δική σου ιστορία Λέοναρντ. Όχι για να σου πω εγώ τη δική μου σχετικά με τα γεγονότα ή για να σε κρίνω»
«Ναι, αλλά χρειάζομαι να ξέρω ποιόν πιστεύεις πως έχεις απέναντί σου. Έναν αναίσθητο δολοφόνο, έναν εκδικητικό ναρκισσιστή ή μήπως έναν άνθρωπο φιλεύσπλαχνο;»
«Εντάξει τότε. Μπορώ να κάνω μια συμφωνία. Θα σου πω ειλικρινά τι πραγματικά πιστεύω μόλις ολοκληρωθεί αυτή η συζήτηση»
Ο νεαρός ανακινήθηκε στη θέση του και έτριψε τα χέρια προσπαθώντας να επεξεργαστεί μες το κεφάλι την απάντηση της γυναίκας και να πάρει την απόφασή του.
«Χμ», είπε, «… αρκετά δίκαιο πιστεύω. Βλέπετε κυρία Χούτερ ένας ηλιόλουστος ουρανός δεν υπόσχετε πάντα μια καλή μέρα»
«Όντως», απάντησε η γυναίκα με ένα μικρό χαμόγελο και με ανυπομονησία.
«Θυμάμαι», συνέχισε ο νεαρός, «… όταν ήμουν εννέα ετών, ξύπνησα αργά το μεσημέρι κάποια μέρα και κοίταξα έξω από το παράθυρο, είχε το δωμάτιό μου ένα μικρό, βαμμένο μπλε παράθυρο, ο ουρανός ήταν ηλιόλουστος, ήταν μια ζεστή ημέρα. Η μητέρα μου άπλωνε την μπουγάδα της στην αυλή. Της είπα να μαζέψει τα ρούχα και να τα φέρει μέσα στο σπίτι γιατί ο καιρός σύντομα θα χάλαγε. Μου έδειξε γελώντας τον ήλιο και μου είπε: «μην είσαι ανόητος αγάπη μου, έχουμε τόσο καλό καιρό σήμερα…»
«Μα τι ήταν αυτό που σ’ έκανε να υποπτευθείς τον καιρό; Ότι δηλαδή θα χάλαγε;»
«Ήταν κάτι σύννεφα στα ανατολικά από το παράθυρο που έδειχναν κακοκαιρία. Ήξερα πως μέχρι να πέσει η νύχτα, θα ερχόταν καταιγίδα»
«Και ήρθε;»
«Φυσικά και ήρθε», χαμογέλασε σαν να μη δεχόταν άρνηση.
«Αργότερα εκείνη την νύχτα ήμουν στο δωμάτιό του κι άκουγα τη φωνή του πατέρα μου να γίνεται ολοένα και πιο έντονη, πιο … πώς να το πω, πιο … άγρια. Ενώ ανάμεσα στις βρισιές και τις προσβολές, ακουγόταν η φωνή της μάνας μου, δειλή… φοβισμένη και αδύναμη, καθώς εκείνη έτρεμε, κλαψούριζε και τον ικέτευε να σταματήσει. Έκανα τέσσερα – πέντε διστακτικά βήματα στην εσωτερική σκάλα, κουλουριάστηκα σε ένα σκαλοπάτι, γραπώθηκα από τα κάγκελα της σκάλας κι έμεινα εκεί, να παρακολουθώ τους γονείς μου να τσακώνονται κάτω στο καθιστικό».
Προσπάθησε να σκουπίσει μια σταγόνα ιδρώτα που είχε κάνει την εμφάνισή της στο μέτωπο και αναγκάστηκε να σκύψει το κεφάλι, αφού οι χειροπέδες που ήταν δεμένες στο τραπέζι, τον εμπόδιζαν να σηκώσει τα χέρια. Η γυναίκα τον κοίταγε ασάλευτη και κάθε τόσο κάτι έγραφε σε ένα μπλοκ (πιο πολύ με τετράδιο έμοιαζε) ενώ προσπαθούσε να κρατήσει όρθια την πλάτη. Ο νέος συνέχισε:
«Η μητέρα μου ήταν πεσμένη χάμω και τα χέρια της… με τις παλάμες να βουλιάζουν στο χαλί λες και προσπαθούσε να ανοίξει μια έξοδο διαφυγής και να εξαφανιστεί. Ο πατέρας μου από την άλλη, έμοιαζε εντελώς χαμένος στην παραζάλη της ανεξέλεγκτης συμπεριφοράς του. Φώναζε και χτυπούσε τα χέρια του οπουδήποτε ήταν δυνατόν, πάνω στα έπιπλα, στους τοίχους, πάνω στη μητέρα μου. Όταν εκείνη κάποια στιγμή σήκωσε το βλέμμα της ψηλά, προς τη σκάλα, με είδε να κάθομαι εκεί τρομαγμένος, τα αναφιλητά της δυνάμωσαν και τότε περισσότερο εξαγριωμένος εκείνος άρχισε φωνάζει ακόμα πιο δυνατά και να χτυπά τα έπιπλα με ακόμη πιο αδάμαστη μανία. Ασυναίσθητα σηκώθηκα όρθιος και από κει πάνω άρχισα κι εγώ να ουρλιάζω ανεξέλεγκτα και όσο πιο δυνατά μπορούσα.
Ο πατέρας μου έμεινε έκπληκτος. Σταμάτησα να τρέχω, γιατί είχα αρχίσει να τρέχω προς τα κάτω εν τω μεταξύ και για λίγες στιγμές μείναμε να κοιτάζουμε αμίλητοι ο ένας στα μάτια, τον άλλο. Θα σκεφτόταν κανείς ότι αυτό ήταν μια βουβή συνομιλία μεταξύ μας. Όμως δεν ήταν. Τότε όρμησε προς το μέρος μου κι εγώ τρόμαξα τόσο πολύ, που έτρεξα προς την πόρτα»
Η γυναίκα τον άκουγε ακίνητη. Ένα μικρό γέλιο από τα χείλη της, ακούστηκε τόσο ειρωνικό μέσα στην ησυχία του δωματίου.
«Ο ήχος από το χτύπημα της πόρτας πίσω μου έμοιαζε με τον κρότο του κεραυνού. Πετάχτηκα από την αυλή στον δρόμο ξυπόλυτος κι έτρεξα κατ’ ευθείαν σε ένα άλλο οικείο σπίτι, δυο τετράγωνα πιο πέρα από το δικό μας…»
«Ποιανού το σπίτι ήταν αυτό…», ρώτησε η γυναίκα με την δημοσιογραφική καθαρότητα της φωνής της, «… που έτρεξες εκείνη την νύχτα;»
«Όχι μόνο εκείνη την νύχτα. Κάθε φορά που ο πατέρας μου γινότανε πολύ επικίνδυνος και αισθανόμουν πραγματικά ανασφαλής μέσα στο σπίτι μου, έτρεχα στο σπίτι του θείου μου»
«Για τον θείο Γιαν, μιλάμε;»
«Ναι, γι αυτόν. Ήταν ο μοναδικός αδερφός του πατέρα μου. Μικρότερος από κείνον και ήταν τόσο, μα τόσο διαφορετικοί σε όλα τα επίπεδα, που κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει πως ανατράφηκαν από διαφορετικούς γονείς.  Ο θείος Γιαν, άνοιξε αμέσως την πόρτα σαν άκουσε τα δυνατά κι επαναλαμβανόμενα χτυπήματά μου και έτσι βρεγμένος όπως ήμουνα από την καταιγίδα, έπεσα στη αγκαλιά του. Κανείς μας δεν είπε κουβέντα…»
«Γνώριζε καλά την κατάσταση έτσι; Γνώριζε για την συμπεριφορά του αδερφού του και για την βία μέσα στο σπίτι σας;»
«Γνώριζε»
«Και τι έκανε εκείνη την νύχτα», ρώτησε όλο πραγματικό ενδιαφέρον η γυναίκα.
«Με πήγε στο μπάνιο, μου έβγαλε τα βρεγμένα ρούχα, μου ξέπλυνε το πρόσωπο και τα λερωμένα πόδια μου και μου έδωσε να φορέσω ένα μπουρνούζι, ένα μπλε, σκούρο μπλε μπουρνούζι, το οποίο …», γέλασε στη θύμηση, «… ήταν πολύ μεγάλο για το μικροσκοπικό μου σωματάκι και θυμάμαι το έσερνα στο πάτωμα και προσπαθούσα να ξετρυπώσω τα χέρια μου, μέσα από τα μεγάλα μανίκια. Έπειτα πήγαμε στο σαλόνι, κάθισα στην άκρη του καναπέ, όπως έκανα πάντα και … παρατηρούσα τις κινήσεις του θείου Γιαν, οι οποίες μου ήταν πολύ οικείες. Κάθισε στην δερμάτινη πολυθρόνα, μια δίχως… χωρίς χέρια στα πλάγια, όπως έκανε πάντα και πήρε στα χέρια του ένα τσέλο. Το τσέλο του, που βρισκόταν σε μια ανοικτή θήκη εκεί, ακριβώς δίπλα του. Άρχισε να παίζει…», ο Λέοναρντ έκλεισε τα μάτια λες άκουγε τώρα την μουσική να πλανάται στον αέρα.
«… ένοιωθα λες και μια ακόμα θλιβερή νύχτα έλειωνε κάτω από τα δάχτυλά του, σαν αυτή η κακιά μου ανάμνηση μέσα στις ψυχικές μου αποσκευές τυλιγόταν από τα χέρια του με μια πολύχρωμη κορδέλα…»
«Φαίνεται ότι είχατε πολύ ιδιαίτερη σχέση οι δυό σας…»
«Ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ξεχωριστή. Πιστεύω πως για κάθε σκοτάδι, υπάρχει ένα φως…», η φωνή του νεαρού είχε γίνει τώρα πιο δυνατή και συνάμα είχε καθαρίσει από το ελαφρύ τρεμούλιασμα που είχε παρατηρήσει η γυναίκα στην αρχή της ιστορίας, «… που μπορεί να σε κάνει να συνειδητοποιήσεις ότι δεν είσαι πραγματικά τυφλός. Και για κάθε σιωπή, υπάρχει ένας ήχος ο οποίος μπορεί να σε κάνει να συνειδητοποιήσεις ότι δεν είσαι κουφός Μέσα στη δική σου σκοτεινή και σιωπηλή ψυχή, αυτό το φως κι αυτός ο ήχος, προερχόταν από τον θείο Γιαν. Ξέρετε… κατάλαβα αρκετά νωρίς, πως εγώ κι εκείνος μοιραζόμασταν την ίδια αγάπη για τον ήχο του τσέλου και έτσι προσπάθησε να μου μάθει όλα όσα ήξερε γύρω απ’ αυτό»
«Ξέρεις να παίζεις τσέλο;», ρώτησε κάπως έκπληκτη η γυναίκα. «Πόσο υπέροχο μπορεί να είναι αυτό, θα σου έχει λείψει αυτό Λέοναρντ, είναι αλήθεια;»
«Έχω τόσες αναμνήσεις να ανασύρω από μένα και τον θείο Γιαν, περνάγαμε τόσο χρόνο μελετώντας, συζητώντας γύρω από το τσέλο … Αυτό είναι πραγματικά κάτι που μου λείπει όλα αυτά τα χρόνια»
«Και υποθέτω επίσης πως θα έχεις πολλές μνήμες ν’ ανασύρεις γύρω από αμέτρητες μέρες και νύχτες όπου χτύπαγες δυνατά την πόρτα λουσμένος από τον φόβο… και τα δάκρυα. Έψαχνες σιωπηλά, πολύχρωμες κορδέλες για να τυλίξεις τις πικρές σου εμπειρίες… σωστά Λέοναρντ; Συνέβαινε αυτό πολύ συχνά;»
«Αυτό συνέβαινε σχεδόν συνέχεια. Ο πατέρας μου δεν είχε αίσθηση του τι πραγματικά έκανε στην μητέρα μου κι εμένα. Για εκείνον πρέπει να ήταν κάτι σαν ρουτίνα ή κάτι από το οποίο δεν μπορούσε να ξεφύγει»
«Έκανε ο θείος σου κάτι περισσότερο από το να σου παρέχει καταφύγιο;»
«Προσπάθησε, μίλησε πολλές φορές στη μητέρα μου, προσπάθησε να βοηθήσει με διάφορους τρόπους. Σκόπευε να μας κρατήσει μακριά από τον πατέρα μου, αλλά εκείνη δεν ήθελε ν’ ακούσει λέξη. Δεν ήθελε να προκαλέσει περισσότερο κακό στην οικογένεια μας, είχαμε ήδη βιώσει τόσο πόνο. Ήτανε πολύ…» έκανε παύση και ξερόβηξε όπως κάνουν οι πολιτικοί σαν θέλουν να δώσουν βάρος στις λέξεις τους, «… αδύναμος χαρακτήρας», συνέχισε, «…  η μητέρα μου, μα δεν μπορώ να την κατηγορήσω για την αδυναμία της…»
«Αισθάνθηκες ποτέ απογοητευμένος από κείνην;»
«Βλέπετε κυρία Χούτερ, υπάρχουν λόγοι, που οι άλλοι δεν τους γνωρίζουν ή δεν τους κατανοούν, για κάποιον που αφήνει τον εαυτό του να ταπεινώνεται από κάποιον άλλον. Και η μητέρα μου δεν γινόταν ουσιαστικά να με απογοητεύσει γιατί δεν είχα ποτέ μου προσδοκίες για κάτι περισσότερο από το συντετριμμένο βλέμμα της κάθε φορά που ο πατέρας μου έβγαινε εκτός ελέγχου. Κάποιες φορές σκεφτόμουν πως ήταν αναγκασμένη να ζει με αυτόν τον τρόπο, προσμένοντας να περάσει την ζωή της κάτω από κάποιου τον θυμό. Σκεφτόμουν πως ακόμα κι αν αυτός ο κάποιος δεν ήταν ο πατέρας μου θα ήταν κάποιος άλλος σαν αυτόν να την συντρίψει. Συχνά εκείνη μου έδινε την εντύπωση πως ήταν εθισμένη σε αυτού του είδους την συμπεριφορά»
«Και αυτόν τον εθισμό της τον κληροδότησε και σε σένα Λέοναρντ;»
Ο Λέοναρντ χαμογέλασε, αλλά τώρα το χαμόγελο ήταν κουρασμένο και σιωπηλό λες και η παραδοχή ήταν στο στόμα. Κοίταξε ολόγυρα στο ημισκότεινο δωμάτιο, εστίασε στη μικρή προστατευμένη από πλέγμα λάμπα στον τοίχο και τελικά γύρισε το βλέμμα στην δημοσιογράφο απέναντί του.
«Εσείς, τι πιστεύετε;»
«Προσωπικά; Πίστευα πως αυτό, είτε το έχεις μέσα σου, είτε όχι. Αλλά πρέπει να παραδεχτώ πως η δουλειά μου με έχει αλλάξει αρκετά. Έχω παρακολουθήσει τόσες πολλές υποθέσεις κι έχω ακούσει τόσες πολλές ιστορίες οι οποίες έχουν επηρεάσει τον τρόπο που σκέφτομαι και εκτιμώ τα πράγματα. Όμως, δεν έχει σημασία το τι σκέφτομαι ή φαντάζομαι σχετικά με τα συναισθήματά σου αυτή τη στιγμή. Από τη στιγμή που είσαι εδώ και μπορείς να μου πεις την ουσιαστική αλήθεια»

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17
(ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)

Τα μόνα πράγματα που χρειαζόταν ο Χάνταρ για τη νύχτα ήταν κανα – δυο ποτήρια νερό και μερικά παυσίπονα χάπια. Η γυναίκα του έστρωσε για τραπέζι την καρέκλα δίπλα στο προσκεφάλι του.
«Δεν θέλεις τίποτε άλλο;», τον ρώτησε.
«Τι άλλο να θέλω;», της απάντησε εκείνος.
Αμέσως μετά η γυναίκα του είπε:
«Σήμερα που πήγα στον Ούλοφ να δω τι κάνει, τον βρήκα νεκρό»
«Λες ψέματα», της είπε ο Χάνταρ. «Τώρα μου λες ψέματα»
«Γιατί να σου πω ψέματα», του απάντησε εκείνη. «Θα το καταλάβαινες αμέσως, αν σου έλεγα ψέματα»
«Πιστεύω ότι ο Ούλοφ έχει πεθάνει εδώ και καιρό, αλλά δεν θέλησες να μου το πεις ως τώρα. Πίστευες ότι δεν θα άντεχα να το ακούσω. Σκέφτηκες: αν ο Χάνταρ ακούσει πως πέθανε ο Ούλοφ, θα πεθάνει κι αυτός»
«Ήταν πεθαμένος όταν πήγα σπίτι του. Εγώ του έκλεισα μόνο τα μάτια και το στόμα».
«Αντέχω να τα ακούσω», είπε ο Χάνταρ. «Αντέχω οτιδήποτε. Αλλά, αν ο Ούλοφ ζούσε ακόμα, αυτός δεν θα άντεχε να ακούσει την είδηση του δικού μου θανάτου»
Αυτή ήταν πάντα η αποφασιστική διαφορά ανάμεσα σ’ αυτόν και στον Ούλοφ. Αυτός, ο Χάνταρ, ήταν ανθεκτικός, ενώ ο Ούλοφ ήταν αδύνατος, λεπτεπίλεπτος και καλομαθημένος. Ο Ούλοφ ήθελε πάντα να του δίνουν, ότι αυτός έδειχνε με το δάχτυλό του, ενώ αυτός, ο Χάνταρ, είχε μάθει να είναι συγκρατημένος και να αρκείται στα λίγα.
Η μητέρα τους, κατά βάθος προτιμούσε τον Χάνταρ. Αυτόν αγαπούσε περισσότερο, αλλά ο Ούλοφ ερχόταν πάντα και τον έσπρωχνε, διώχνοντάς τον από το στήθος της. Σ’ όλη του τη ζωή ο Ούλοφ είχε πάντα τη γλυκιά γεύση του γάλακτος πάνω στην γλώσσα του. Ήταν πάντα ένας γλύφτης, ένας κοιλιόδουλος. Κι όταν πέθανε η μητέρα τους, αυτός ξεκούμπωσε το φόρεμα της για να βάλει τελευταία φορά τη ρώγα της στο στόμα του. Το ίδιο είχε κάνει και με τη Μίνα, αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Τη ρουφούσε εδώ κι εκεί σε διάφορα μέρη του σώματός της.
Αυτός, ο Χάνταρ, δεν είχε ζητήσει ποτέ τίποτε για τον εαυτό της. Κουβαλούσε πάντα μόνος του όλες τις δοκιμασίες και στεκόταν όρθιος με τις δικές του δυνάμεις. Ποτέ δεν είχε επιδιώξει κάποια ηδονή ή παρηγοριά. Πάντα μοίραζε με τους άλλους, ότι του ανήκε. Αυτό ήταν όλο. Ναι και κάτι μόνο ακόμη. Άντεχε επιπλέον ν’ ακούσει πόσο είχε ταλαιπωρηθεί ο Ούλοφ στα τελευταία του, στη μοναξιά του.
«Δεν ήμουν κοντά του στα τελευταία του», είπε η γυναίκα. «Εγώ απλώς τον βρήκα πεθαμένο»
«Εντάξει», είπε ο Χάνταρ. «Παρόλα αυτά όμως»
«Η γλώσσα του ήταν μελανιασμένη και εξείχε από το στόμα του, ανάμεσα στα χείλη», συνέχισε η γυναίκα. «Τα μάγουλά του ήταν κατακόκκινα σαν το αίμα και πάνω στο δέρμα του είχε σχηματιστεί ένα δίχτυ από μαύρες λωρίδες»
«Ναι, το πιστεύω», είπε ο Χάνταρ. «Είναι σαν να τον βλέπω μπροστά μου»
Αν αυτό που του είχε πει τούτη η γυναίκα ήταν αλήθεια – και δεν είχε κανένα λόγο να μην την πιστέψει – αν λοιπόν ο Ούλοφ είχε πεθάνει, τότε άλλαζε μεμιάς ριζικά και η δική του ζωή. Κι αφού η γυναίκα περιέγραφε τόσο λεπτομερώς και τόσο πειστικά τον πεθαμένο Ούλοφ, ήταν αναγκασμένος να την πιστέψει.
Από τη στιγμή λοιπόν που ο Ούλοφ πέθανε, αυτό σήμαινε ότι αυτός, ο Χάνταρ, ήταν ο κληρονόμος του.
Κι αφού ο Ούλοφ δεν μπορούσε πλέον να του αρπάξει όλα του τα υπάρχοντα, είχε έρθει πια και γι αυτόν η ώρα να αρχίσει τη ζωή του, να παίρνει ότι του ανήκε, να κοιτάζει προς τα εμπρός και να προγραμματίζει για το μέλλον, να κάνει σχέδια για τούτο και για κείνο το θέμα. Η ζωή αυτή δεν είναι δεδομένη στον αιώνα τον άπαντα, δεν είναι σαν ένα κλειστό δωμάτιο ή σαν ένα κουτί χωρίς έξοδο. Όχι, η ζωή είναι γεμάτη διεξόδους κι απροσδόκητες δυνατότητες. Δεν υπήρχαν για τη ζωή του όρια ή κανόνες και προδιαγραφές γι αυτό που έμελλε να συμβεί από δω και πέρα.
Βέβαια θα μπορούσε να πει κανείς, όπως καληώρα τούτη η γυναίκα, ότι ο Χάνταρ είχε φτάσει σε ένα τέτοιο σημείο της ζωή του, που τέτοιες σκέψεις δεν είχαν κανένα νόημα. Όμως ο χρόνος είναι το πιο ευλύγιστο και πιο ελαστικό απ’ όλα τα στοιχεία τούτου του κόσμου. Ο άνθρωπος έχει πάντα τον χρόνο που χρειάζεται.
Σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση έχει κανείς ακριβώς το χρόνο που χρειάζεται.
«Εγώ έχω όλο το χρόνο στη διάθεσή μου», είπε ο Χάνταρ. «Αυτό ακριβώς που διαθέτω είναι χρόνος»
Από παλιά σκεφτόταν να κατεδαφίσει το σπίτι του Ούλοφ και να χτίσει μια σάουνα. Τώρα όμως μπορούσε να σκεφτεί σαν εναλλακτική λύση να μην κατεδαφίσει το σπίτι το σπίτι. Θα μπορούσε να κάνει βελτιωτικές επισκευές, π.χ. να επιδιορθώσει τη στέγη και να φτιάξει ένα λέβητα για το τζάκι ή να κρεμάσει ένα γλόμπο στο κλιμακοστάσιο. Κανονικά το σπίτι  θα μπορούσε να ήταν κατοικήσιμο, συνεπώς θα μπορούσε να αποκτήσει γειτόνους. Στους αμέσως επόμενους χειμώνες, που θα είχε σκοτεινιά και θα του έλειπε η παρέα, θα μπορούσε να σταθεί στο παράθυρό του και να κοιτάζει τα φωτισμένα παράθυρα των γειτόνων και τις σπίθες από την καπνοδόχο τους.
«Έχω μερικές αράδες ακόμα να γράψω», είπε η γυναίκα.
«Εντάξει, πήγαινε» της είπε ο Χάνταρ. «Τα καταφέρνω και μόνος μου. Τώρα τα καταφέρνω και μόνος μου»
Το πρωί που η γυναίκα κατέβηκε από το δωμάτιό της ο καναπές ήταν άδειος. Ο Χάνταρ έλειπε. Ο κουβάς ήταν στη θέση του. Τα ποτήρια με το νερό ήταν άδεια, αλλά τα παυσίπονα χάπια ήταν ακόμη στη θέση τους πάνω στη καρέκλα, σα να μη τα είχε αγγίξει κανείς. Η ξύλινη κούκλα ήταν στο περβάζι του παράθυρου. Όλα έδειχναν σαν να τα είχε εγκαταλείψει ξαφνικά ο Χάνταρ, σα να είχε μεγάλη βιασύνη να φύγει ή σα να είχε έρθει κάποιος ξαφνικά και να τον είχε πάρει μαζί του.
«Χάνταρ;», φώναξε η γυναίκα. «Χάνταρ που είσαι;»
Πήγε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Το σπίτι του Ούλοφ πρόβαλλε απέναντί της σκοτεινό και το δάσος και η λίμνη ήταν παντελώς σκεπασμένα με χιόνι.
Ύστερα έστρεψε το σώμα της και είδε τον Χάνταρ.
Εκεί ήταν λοιπόν.
Επιτέλους ήθελε να της δείξει πως έπρεπε να χρησιμοποιηθεί εκείνη η κατασκευή στον τοίχο. Λειτουργούσε ακόμη.
Αυτός που θα τα κατάφερνε ή που θα είχε τις απαιτούμενες δυνάμεις για να πεθάνει όρθιος μπροστά σ’ εκείνη την κατασκευή, θα μπορούσε για πολύ μεγάλο διάστημα, ίσως και αιώνια, να έχει υπεροχή απέναντι σ’ αυτόν που θα άφηνε τον εαυτό του να πεθάνει ξαπλωμένος, σε χαλαρότητα και χωρίς αντίσταση. Ο θάνατος αυτός βέβαια δεν θα ήταν θάνατος με την αυστηρά σωματική έννοια, αλλά με την πνευματική. Θα ήταν θάνατος από τη άποψη της ανθρώπινης στάσης.
Οι απλωμένοι βραχίονες, το μέτωπο, το στήθος, τα γόνατα στηρίζονταν στα χοντροκομμένα καδρόνια που ήταν καρφωμένα στον τοίχο με καρφιά, βίδες και μπουλόνια. Η γυναίκα τον άγγιξε και διαπίστωσε ότι το σώμα του ήταν ήδη σχεδόν κρύο. Ήταν πεθαμένος, αλλά στεκόταν ακόμη στα πόδια του, γελοίος αλλά ταυτόχρονα αξιοσέβαστος.
Τα μάτια του ήταν ήδη κλειστά, επομένως δε χρειαζόταν να του τα κλείσει η ίδια. Έκοψε μια λωρίδα πανί από τη μαξιλαροθήκη στο προσκέφαλό του και του την έδεσε κόμπο γύρω από το πιγούνι και το πρόσωπο, φτιάχνοντας πάνω στο κεφάλι του μια πλούσια, όρθια ροζέτα.
Αφού πήγε και πήρε την εφημερίδα κι άναψε φωτιά στο τζάκι, η γυναίκα κάθισε στην άκρη του καναπέ, εκεί που ο Χάνταρ έβαζε πάντα τα πόδια του. Κάθισε και τον κοιτούσε. Ταυτόχρονα μασούσε ένα κομμάτι ξερόψωμο, που το είχε πάρει από την ντουλάπα.
Μετά ανέβηκε στο μικρό γραφειάκι της, κοντά στο παράθυρο και αποτελείωσε τη φράση που είχε αφήσει στη μέση το προηγούμενο βράδυ.
Η γυναίκα απελευθέρωσε το νεκρό Χάνταρ από την κατασκευή στον τοίχο. Δεν ήταν και πολύ εύκολο, γιατί είχε αρχίσει κιόλας να κοκαλιάζει. Τον πήρε στην αγκαλιά της και τον έβγαλε έξω από το δωμάτιο. Στη σκάλα τον σήκωσε και τον έβαλε στους ώμους της. Ο νεκρός της φαινόταν σαν πούπουλο, σα να ήταν αιθέριος, σχεδόν χωρίς βάρος.
Που και που τα πόδια της γλιστρούσαν στο μαλακό χιόνι, γι αυτό περπατούσε με ανοιχτά τα σκέλια και ελαφρά σκυμμένη προς τα μπρος για να μην της πέσει ο Χάνταρ. Δυο – τρεις φορές παρά λίγο να πέσει κι η ίδια μαζί με τον νεκρό.
Γρήγορα όμως ο Χάνταρ βάρυνε. Βάρυνε μάλιστα πολύ. Τα πόδια του όπως κρέμονταν τη χτυπούσαν στο δεξί γόνατο. Ο λαιμός του και το κεφάλι τρίβονταν πάνω στην αριστερή της μασχάλη. Τα βήματά της γίνονταν όλο και πιο μικρά και κοφτά. Έπαιρνε βαριά ανάσα σε άνισα χρονικά διαστήματα. Που και που έπρεπε να σταματάει για να ξεκουραστεί.
«Θεέ και Κύριε!» έλεγε. «Χάνταρ δεν θα τα καταφέρω. Ωχ, Θεέ μου!»
Στο σημείο που το χιόνι είχε συγκεντρωθεί σε σωρούς είχε μεγαλύτερες δυσκολίες. Κυριολεκτικά σέρνονταν και βαρυγκωμούσε πάνω στο χιόνι. Το μπούτι του νεκρού τις πίεζε το καρύδι του λαιμού. Τα μακριά και λεπτά δάχτυλά της είχαν ξυλιάσει και δεν τα ένοιωθε, γι αυτό αναγκαζόταν να χαλαρώνει συνεχώς τη λαβή της στο σώμα του Χάνταρ. Προσπαθούσε να απλώσει τον αριστερό της βραχίονα που είχε μουδιάσει. Το φορτίο, που τόσο ξαφνικά και απροσδόκητα δεν το όριζε σχεδόν πια, της συμπίεζε την λεκάνη, γι αυτό έσκυβε συνεχώς όλο και περισσότερο προς τα μπρος. «Χάνταρ», έλεγε στον νεκρό, «Χάνταρ! Δεν θα τα καταφέρω».
Τελικά όμως τα κατάφερε να φτάσει στον προορισμό της. Ανέβηκε, σέρνοντας το σώμα της και το νεκρό στη σκάλα, έσπρωξε την εξώπορτα και μπήκε στο κλιμακοστάσιο.
Όταν κλώτσησε την πόρτα της κουζίνας δεν πήρε απάντηση. Κατάφερε να την ανοίξει, κουνώντας το σώμα του Χάνταρ έτσι, ώστε το κεφάλι του να πέφτει πάνω στο χερούλι για να το πιέσει προς τα κάτω και μπήκε στην κουζίνα με το πλάι.
«Ούλοφ!», φώναξε. «Έρχομαι και σου φέρνω και τον Χάνταρ»
Ο Ούλοφ όμως δεν απάντησε.
Κουβαλώντας συνεχώς τον νεκρό Χάνταρ στους ώμους της, προχώρησε προς τον καναπέ, όπου ήταν ξαπλωμένος. Ο Ούλοφ με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από το πιγούνι. Έσκυψε λίγο ακόμα και έβαλε το αυτί της στο στήθος του για ν’ ακούσει την αναπνοή του, πρώτα στο σημείο πάνω από την μασχάλη και ύστερα ακόμα παρακάτω, κοντά στο οστό του θώρακα. Όμως δεν μπορούσε να συλλάβει τον παραμικρό ήχο. Ο Ούλοφ ήταν, ούτε λίγο, ούτε πολύ, εξίσου νεκρός, όπως και ο Χάνταρ.
Η μύτη του Ούλοφ ήταν λίγο σηκωμένη και τα μάτια βυθισμένα. Χαμογελούσε. Ένας άσπρος αφρώδης θρόμβος ήταν κολλημένος πάνω από την άκρη των χειλιών του. μπορεί να ήταν απομεινάρια από κάτι που είχε φάει. Αλλά μπορεί να ήταν και κάτι που είχε βγει από μέσα του. Από το σώμα του Χάνταρ, έτρεχε ένα υγρό και της μούσκεψε τη πλάτη.
Όρθωσε το σώμα της, γύρισε την πλάτη προς τον καναπέ κι άφησε το πτώμα του Χάνταρ να πέσει δίπλα στο πτώμα του Ούλοφ πάνω στον καναπέ.
Έμεινε για λίγο εκεί όρθια, τρίβοντας την πλάτη της. Προσπάθησε να τρίψει και τους ώμους της, καθώς και το σβέρκο της. Ταυτόχρονα κοιτούσε και τα δυο αδέρφια. Τα πόδια της έτρεμαν.
Το πρόσωπο του Χάνταρ ήταν στραμμένο προς τα πάνω και το μάγουλό του ακουμπούσε στο μάγουλο του Ούλοφ. Ο ελαφρά κυρτός, αριστερός βραχίονάς του ήταν απλωμένος πάνω στα σταυρωμένα χέρια του Ούλοφ. Με τις άκρες των δαχτύλων του ακουμπούσε στο αυτί του Ούλοφ. Ο κύριος όγκος του σώματός του είχε πέσει πάνω στην πρησμένη κοιλιά του Ούλοφ, τα πόδια ήταν απλωμένα και πίεζαν τα μπούτια και τα γόνατα του Ούλοφ. Το κεφάλι του Ούλοφ είχε μετακινηθεί λιγάκι πάνω στο προσκέφαλο κι έτσι ο Χάνταρ κείτονταν πιο αναπαυτικά.
Παρόλο που τα δυο αδέρφια είχαν κοκαλιάσει κιόλας, τα σώματά τους φαίνονταν να είναι φυσιολογικά χαλαρωμένα. Έδειχναν να είναι φυσιολογικά χαλαρωμένα. Έδειχναν να είναι ευχαριστημένοι ο ένας στην αδελφική αγκαλιά του άλλου.
Το βραδάκι ή αργότερα τη νύχτα, θα ερχόταν το εκχιονιστικό μηχάνημα και η γυναίκα θα έφευγε ακριβώς όπως είχε σκεφτεί να κάνει. Θα έβγαινε έξω στο δρόμο και θα έκανε στον οδηγό σήμα για να σταματήσει. Μετά θα ανέβαινε στο κουβούκλιο του οχήματος και θα κατέβαινε μαζί του στο χωριό.
Η φράση που είχε αφήσει μισοτελειωμένη το προηγούμενο βράδυ και που ολοκλήρωσε εκείνο το πρωινό, δεν ήταν ακριβώς έτσι όπως θα έπρεπε. Αν και η ζωή του Χριστόφορου μπορεί να φαίνεται μεγαλειώδης και συναρπαστική, είχε γράψει, ίσως μάλιστα ωραία και πολύτιμη, υπήρχε σα αυτήν κάποιο ίχνος ασυναρτησίας, κάποιο ίχνος απουσίας τέχνης και νοήματος, μια παράξενη, αλλά καθόλου σπάνια αυταρέσκεια, που είναι το τελικό αποτέλεσμα αρρωστημένα αυξανόμενων απαιτήσεων, υπερβολικών απαιτήσεων για καλλιτεχνικότητα και νοηματοδότηση που φτάνουν τα όρια της παράκρουσης. Η έλλειψη προσωπικού νοήματος και σημασίας παίρνει την πιο δυνατή της έκφραση στον μοιραίο ακρωτηριασμό της αίσθησης για τη ζωή, στην αυτόκλητη αδιαφορία για την ύπαρξη, στην απλή και καθημερινή ζωή με την πολυποίκιλη και μεγαλειώδη ολότητά της. Το πολυσήμαντο περιορίζεται και επανασχηματίζεται στη μορφή  της πιο αναμφίβολης και κραυγαλέας μονοσημαντότητας.
Κατά την γνώμη της η παράγραφος αυτή έπρεπε να τεμαχιστεί. Θα ήταν καλύτερα αν έφτιαχνε μια παράγραφο για την απουσία νοήματος και μια για την αδιαφορία. Ύστερα θα μπορούσε να συνεχίσει.

ΤΕΛΟΣ

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16

«Τα παράτησες κι έφυγες», είπε η γυναίκα στον Χάνταρ. « Όταν πέθανε το παιδί είχες φύγει με τη Μίνα, το καλοκαίρι του πενήντα εννιά, έφυγες από το σπίτι»
«Δεν έφυγα ποτέ», απάντησε ο Χάνταρ. «Ο άνθρωπος που τα παρατάει και φεύγει, δεν είναι στα καλά του»
«Ναι, αλλά έβαλες μπρος το αμάξι και έφυγες», συνέχισε η γυναίκα.
Όχι, ο Χάνταρ δεν θυμόταν να έκανε κάτι τέτοιο. Όχι, δεν είχε φύγει ποτέ.
Τουλάχιστον απ’ ότι θυμόταν να έκανε κάτι τέτοιο. Δεν ήταν στη φύση του να τα εγκαταλείπει.
Το να τα παρατήσει κανείς και να φύγει από το σπίτι του ήταν, κατά τη γνώμη του το ίδιο σα να πέθαινε.
Αυτός που τα παρατάει και φεύγει, επιστρέφει τελικά κι αυτό είναι πιθανώς το χειρότερο απ’ όλα, πολύ χειρότερο από το να φύγει. Αυτός που επιστρέφει, δεν κουβαλάει τίποτα άλλο μαζί του, παρά μεταμέλεια, κατηγορίες, συντριβή και πίκρα.
«Ο Ούλοφ λέει ότι έφυγες και έλειψες πολλές μέρες», είπε η γυναίκα.
«Ώστε με θυμάται λοιπόν;», είπε ο Χάνταρ. «Με αναφέρει με το όνομά μου;»
«Ναι», είπε η γυναίκα. «Σε θυμάται, πάντα σε θυμόταν»
«Όταν ήμουν ακόμη στη ζωή, θυμόμουν διάφορα πράγματα για τον εαυτό μου», είπε ο Χάνταρ.
Ακόμη όμως η μνήμη του ήταν ζωντανή. Η γυναίκα μπορούσε να είναι σίγουρη γι αυτό. Αν ήθελε μπορούσε να ξυπνήσει τις αναμνήσεις του. όπως για παράδειγμα σε τούτη τη περίπτωση, σε τούτο το θέμα της ξαφνικής του φυγής μετά το θάνατο του γιου. Της φυγής του λόγω ότι ο Ούλοφ άφησε το παιδί να πεθάνει. Αφού η γυναίκα έθιξε αυτό το θέμα, μπορούσε να ανακαλέσει τη μνήμη του.
Αν για κάποιο λόγο την ενδιέφερε, μπορούσε πολύ καλά να θυμηθεί εκείνη τη μέρα που πραγματικά, κατά κάποιο τρόπο, έφυγε. Δεν ήταν καμιά μεγαλοπρεπής ή μοιραία αναχώρηση. Απλώς είχε φύγει χωρίς περιττές τυμπανοκρουσίες. Ήταν γι αυτόν κάτι που το είχε ανάγκη. Είχε καταλάβει, ότι μετά από κείνο το συμβάν δεν θα είχε ποτέ την ευκαιρία να μοιράσει με κάποιον τη ρέγγα του και το χοιρινό του. Ποτέ πια δεν θα πατούσε κανείς στο κατώφλι του σπιτιού του για να τον ρωτήσει: «έχεις ένα κομμάτι χοιρινό, Χάνταρ; Ή για να του πει: εσύ πρέπει να έχεις μισή ρέγγα για μένα»
Κανένας δεν καθόταν πια απέναντί του στο τραπέζι να ξεκοκαλίσει ψάρια ή για να αλείψει με βούτυρο τη φέτα του και να φάει. Και ο άνθρωπος χρειάζεται, ως γνωστόν, που και που κάποιον για να μοιράζει το φαγητό μαζί του. Το αλατισμένο χοιρινό και τη ρέγγα. Για το λόγο αυτό τα είχε παρατήσει κι έφυγε.
Αλλά, αυτό δεν ήταν, πράγματι κάτι που χρειαζόταν να το θυμάται κανείς. Έφυγε γιατί είχε μια αμυδρή ελπίδα, ότι θα μπορούσε να συναντήσει κάποιον, ότι θα έπεφτε πάνω του κάποιος άνθρωπος, όχι κάποιο συγκεκριμένο, ιδιαίτερο άτομο, αλλά οποιοσδήποτε τυχαίος άνθρωπος.
Αν η γυναίκα το απαιτούσε, μπορούσε να θυμηθεί ακριβώς ποιους δρομάκους είχε διαβεί, σε ποιες ανηφοριές άρχισε να βράζει το νερό του ψυγείου του αυτοκινήτου του. Μπορούσε να θυμηθεί όλα τα μέρη, όπου είχε διανυκτερεύσει και τα χωριά που είχε περάσει χωρίς να τα καταφέρνει να πατήσει φρένο. Μπορούσε ακόμα να θυμηθεί τα λουκάνικα και το τυρί που τελείωσαν και αναγκάστηκε έτσι να γυρίσει στο σπίτι. Συνεπώς, είχε γυρίσει σπίτι με άδεια χέρια. Μπορούσε να το θυμηθεί κι αυτό, αν η γυναίκα επέμενε. Τόσο απλό ήταν.
Σε τι όμως θα ωφελούσε να ανακαλέσει στη μνήμη του όλες αυτές τις ματαιότητες; Μόνο αν ήταν απολύτως αναγκαίο για την γυναίκα, μπορούσε να της κάνει τη χάρη και να τα θυμηθεί. Διαφορετικά θα της ήταν ευγνώμων αν μπορούσε να αφήσει την μνήμη του στην ησυχία της. Ή για να το πει με άλλα λόγια, αν μπορούσε να τα ξεχάσει όλα αυτά. Ήθελε πάντως να αποφύγει να φθείρει τη μνήμη του χωρίς λόγο.
«Δεν σε αναγκάζω να μου πεις τίποτα», του είπε η γυναίκα.
Αυτό που μπορούσε ίσως να συμπληρώσει, χωρίς να αναγκαστεί να βάλει σε λειτουργία τη μνήμη του, ήταν, ότι εκείνη η τιποτένια εκδρομή του πενήντα εννιά, εκείνη δηλαδή η ιστορία της φυγής του τρόπον τινά, είχε φτάσει στο τέρμα της εντελώς πρόσφατα και συγκεκριμένα όταν ο ίδιος πήγε στο χωριό κι έφερε στο σπίτι του τη γυναίκα, ώστε αυτή να έχει τη δυνατότητα να γράψει με όλη της την ησυχία εκείνο το βιβλίο.
Την πρώτη περίοδο, πριν από πολύ καιρό, προτού του κόψει εντελώς την όρεξη για φαγητό ο καρκίνος, θα καθόταν χωρίς αμφιβολία ο ένας απέναντι στον άλλο και θα μασούσαν μαζί το ένα ή το άλλο έδεσμα. Τώρα η γυναίκα είχε φτάσει στις εκατόν πενήντα πυκνογραμμένες σελίδες. Μάλλον έφταναν για ένα βιβλίο. Ήταν τουλάχιστον μια αρχή. Στο περιθώριο υπήρχαν προσωρινές σημειώσεις για τη διαμόρφωση του βιβλίου σε κεφάλαια και παραγράφους. Υπήρχαν επίσης τα απαραίτητα ερωτηματικά και θαυμαστικά. Υπήρχαν ακόμα βιαστικά γραμμένα σχόλια, όπως: περιττό, ασαφές, επιπόλαιο, αφελές.
«Δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένη», είπε στον Χάνταρ. «Ποτέ δεν είμαι ευχαριστημένη»
«Λες και μόνη σου, ότι κανείς δε διαβάζει τα βιβλία σου», της είπε ο Χάνταρ. «Συνεπώς δεν πειράζει»
«Ίσως όμως κάποιος να τα διαβάσει», αντέτεινε η γυναίκα.
«Ονειρεύτηκα τον Χριστόφορό σου αυτή τη νύχτα», είπε ο Χάνταρ. «Ήμουν στραμμένος με την πλάτη προς το μέρος μου. Τον είδα να τρέχει ανεβαίνοντας τούτη την ανηφοριά του σπιτιού μου. Και είδα επίσης και σένα να τρέχεις ξοπίσω του με τα μαλλιά σηκωμένα στο κεφάλι σου. Σε είδα να γλιστράς, να παραπατάς και να πέφτεις κι αυτός να σε παρατάει και να συνεχίζει το δρόμο του»
«Ναι, έτσι είναι», απάντησε η γυναίκα.
2
«Είχες δίκιο για τη Μίνα», είπε στον Χάνταρ η γυναίκα. «Άφησε τον Ούλοφ κι έφυγε. Πήρε τα λίγα πράγματά της σε μια βαλίτσα κι έφυγε»
«Ναι», είπε ο Χάνταρ. «Αυτό πιστεύω κι εγώ. Αυτό πίστευα πάντα. Ο Ούλοφ ήταν βάρος γι αυτήν. Θα τη βασάνιζε, θα της έβγαζε την ψυχή»
«Ο Ούλοφ δεν ήξερε τίποτε», είπε η γυναίκα. «Ένα πρωί βρήκε το κρεβάτι άδειο. Η Μίνα είχε εξαφανιστεί. Δεν του είχε πει κουβέντα. Για πολλά χρόνια ο Ούλοφ δεν ήξερε που είχε πάει και τι της είχε συμβεί»
«Ναι», είπε ο Χάνταρ. «Η Μίνα ήταν η πιο έξυπνη απ’ όλους μας. Δεν είχε άλλη επιλογή. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει;»
«Θα μπορούσε μα είχε έρθει εδώ, σε σένα» του είπε η γυναίκα.
«Γιατί να το κάνει αυτό; Κοντά σε μένα δεν υπήρχε μέλλον γι αυτήν»
«Αλλά πριν από κανα – δυο έμαθε που είχε πάει και πως περνούσε»
«Και να μη μου πει εμένα κανείς τίποτα!», είπε ο Χάνταρ
«Η Μίνα μένει σε μια από τις παραλιακές πόλεις και περνάει καλά, έχουν τακτοποιηθεί όλα γι αυτήν κατά τον καλύτερο τρόπο», είπε η γυναίκα.
«Πάντα αυτό σκεφτόμουν», είπε ο Χάνταρ. «Σκεφτόμουν ότι η Μίνα θα τα κατάφερνε τελικά. Αυτό σκεφτόμουν»
«Βρήκε δουλειά σαν υπηρέτρια στο σπίτι κάποιου έμπορου ξυλείας. Λούντμπεργκ τον λένε», συνέχισε η γυναίκα.
Γι αυτόν έχω ακούσει να μιλάνε», είπε ο Χάνταρ, «κάτι έχω ακούσει γι αυτόν»
«Του έκανε δυό παιδιά, δυο γιούς. Έχουν μεγαλώσει τώρα. Ένας από τους δυο είναι δικηγόρος και μένει στη Στοκχόλμη»
«Κι όλα αυτά στα είπε ο Ούλοφ;»
«Ναι, μου τα είπε ο Ούλοφ», απάντησε η γυναίκα.
«Ώστε δικηγόρος στη Στοκχόλμη!», είπε ο Χάνταρ. «Ο χρόνος περνάει πολύ γρήγορα και δεν το καταλαβαίνουμε»
«κι οι γιατροί έκαναν θεραπεία στη Μίνα», είπε η γυναίκα. «Βρήκαν ένα φάρμακο που της έδωσε το χρώμα που επιθυμεί κάθε άνθρωπος. Τα μαλλιά της και τα φρύδια της είναι καστανά και το καλοκαίρι βγάζει φακίδες κι είναι ηλιοκαμένη. Μοιάζει με μια συνηθισμένη γυναίκα»
«Είναι σαν οποιαδήποτε συνηθισμένη γυναίκα;», ρώτησε ο Χάνταρ.
«Ναι, σαν οποιαδήποτε συνηθισμένη γυναίκα», απάντησε εκείνη.
«Τότε, δεν θα ήθελα να την είχα κοντά μου», είπε ο Χάνταρ.
3
Το λείο δέρμα στο λαιμό και στα μάγουλα του Ούλοφ είχε αρχίσει να ζαρώνει. Ίσως να είχε αρχίσει ν’ αδυνατίζει. Δεν ήταν πια τόσο δύσκολο να σηκώσει κανείς το πάνω μέρος του σώματός του και να του σφουγγίσει τον ιδρώτα στην πλάτη. Το είχε πει κι ο ίδιος: «ένα από τα δύο πρέπει να συμβαίνει. Ή λιώνω σιγά – σιγά ή σε λίγο θα μπορώ να τρέχω στο βάλτο και να ψάχνω τις φωλιές των αγριομελισσών»
Μια μέρα είχαν μαζευτεί πυκνά, γκριζόμαυρα σύννεφα στον ουρανό, πέρα μακριά, πάνω από τις βουνοκορφές κι έκρυβαν τον ήλιο. Εκείνη τη μέρα δεν έφεξε πραγματικά ο ήλιος.
Αφού του έστρωσε το τραπέζι για να φάει, ότι χρειαζόταν για βραδινό, κάθισε για λίγο στην καρέκλα μπροστά απ’ την πόρτα και είπε στον Ούλοφ
«Πάει ο Χάνταρ, πέθανε», του είπε.
Τότε αυτός έλυσε τα χέρια του που τα είχε σταυρωμένα στο στήθος και τα έβαλε στο πρόσωπό του σκεπάζοντας τα μάγουλα και τα μάτια, αλλά όχι το στόμα.
«Τι ήταν αυτό που είπες;», τη ρώτησε.
«Ο Χάνταρ πέθανε», επανέλαβε εκείνη. «Ο Χάνταρ είναι πεθαμένος πια», του είπε για μια ακόμη φορά.
Κι αφού ο Ούλοφ τη ρώτησε ακόμη μια φορά το ίδιο πράγμα η γυναίκα σιώπησε.
Ο Ούλοφ αναστέναξε βαθιά μερικές φορές. Από τις βαθιές και παρατεταμένες ανάσες που έπαιρνε σχηματιζόταν ένα σφύριγμα, ένας λεπτός ήχος που έβγαινε από το στήθος και το λάρυγγα.
«Ταλαιπωρήθηκε πολύ;», τη ρώτησε ύστερα.
«Ναι», είπε εκείνη. «Βασανίστηκε πολύ. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ άνθρωπο να βασανίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Στριφογύριζε πότε από τη μια και πότε από την άλλη μεριά, τιναζόταν πότε από δω και πότε από κει και κλαψούριζε δυό ολόκληρα μερόνυχτα. Στο τέλος δεν μπορούσα πια να τον αναγνωρίσω»
Μετά από λίγο ο Ούλοφ ‘άρχισε να μιλάει γι αυτό που επιτέλους είχε συμβεί, άρχισε να λέει ότι ήταν νικητής, ότι ο Θεός είχε επέμβει τελικά κι είχε απονείμει δικαιοσύνη.
Κανένας δεν λυπόταν για τον θάνατο του Χάνταρ. Καλά έκανε και πέθανε. Δεν είχε συμβεί τίποτα ιδιαίτερο. Κανένας δεν θα ένοιωθε την απουσία του. Όχι, κανένας δεν νοιαζόταν αν υπήρχε ο Χάνταρ, ούτε κι όταν ζούσε. Αντίθετα. Ήταν πάντα περιττή η παρουσία του, οπουδήποτε κι αν τύχαινε να βρεθεί. Ήταν όχι μόνο περιττή, αλλά και επιβλαβής.
Κατά βάθος ο Ούλοφ πάντα πίστευε ότι αυτό το τέλος θα είχε η ιστορία τους.
Βέβαια, που και που βασανιζόταν από τις αμφιβολίες, αλλά η πίστη του είχε δώσει τη δύναμη ν’ αντέξει. Από δω και μπρος, κανένας δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί, ότι δεν είχε υπομονή, ότι δεν ήταν ο δυνατότερος και ο καλύτερος. Αυτό που είχε συμβεί δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά μια ευλογία. Ήταν μια εκδίκηση. Εκδίκηση κι ευλογία.
Για τον Ούλοφ ήταν μια ασύλληπτη νίκη, ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του στη ζωή. Θα ήθελε μόνο να είχα κάποιον να μοιραστεί μαζί του τη χαρά και την ικανοποίησή του. Να είχε τους γονείς του ή τη Μίνα ή ακόμη τα παιδί ή εν πάση περιπτώσει οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο.
Τούτη τη νύχτα θα έμενε άγρυπνος ως το πρωί για να απολαύσει τη γλύκα της νίκης.
Όταν η γυναίκα σηκώθηκε κι έφυγε, ο Ούλοφ μιλούσε ακόμη μόνος του. Μιλούσε με τον εαυτό του, με τη γυναίκα, με τον Χάνταρ και μ’ όλον τον κόσμο. Τα μαύρα σύννεφα είχαν πλησιάσει, βρίσκονταν πάνω από τη λίμνη κι είχε αρχίσει να χιονίζει.

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15

Ο Ούλοφ είχε στερέψει. Όσο κι αν σκάλιζε με το κουτάλι του το στήθος, δεν έβγαινε πια ούτε μια σταγόνα υγρό. Τα σπυριά του ξεραίνονταν και εξαφανίζονταν. Πίσω τους έμεναν μόνο κιτρινοκόκκινη πέτσα.
«Σαν μπουμπούκια από λουλούδια», είπε ο Ούλοφ.
Ανησυχούσε όμως, που δεν είχε πια πρόσβαση σε αυτό το απροσδόκητο συμπλήρωμα τροφής του. Καλύτερη τροφή από το υγρό εκείνο, πιθανότατα δεν υπήρχε. Ταυτόχρονα όμως η εξαφάνιση των σπυριών έπρεπε να ερμηνευτεί σαν επανάκαμψη της υγείας του. Ίσως να ήταν εκείνο το υγρό που του είχε δώσει την υγεία του.
Ίσως, τα σπυριά εκείνα να ήταν το δέλεαρ που είχε επινοήσει το σώμα του για την αυτοσυντήρησή του.
Ήθελε να πιστεύει, ότι το σώμα του ήταν το ίδιο πονηρό, όπως κι εκείνος. Η πονηριά είναι η βάση για κάθε μορφή επιβίωσης. Το να συνεργάζεται κανείς πονηρά με το σώμα, είναι το άλφα και το ωμέγα της επιβίωσης.
Που και που περνούσε από το νου, μια ύστατη αποφασιστική πονηριά, που ξεπερνούσε κατά πολύ οτιδήποτε άλλο ήταν δυνατό να σκεφτεί ο Χάνταρ: τη νεκροφάνεια.
Ο Χάνταρ δε θα μπορούσε ποτέ να φέρει σε πέρας με αψεγάδιαστο τρόπο ένα επιχείρημα, όπως η νεκροφάνεια. Ο Χάνταρ ήταν ανυπόμονος και του έλειπε η ικανότητα να απομονώνεται από τον έξω κόσμο και να κλείνεται στον εαυτό του.
Αρκεί μόνο να κλείσει κανείς τα μάτια του και να κρατήσει την αναπνοή του. Ο Ούλοφ το είχε δοκιμάσει για λίγο μερικές φορές και το ήξερε, ότι είχε αυτή την ικανότητα.
Ο Θάνατος στην περίπτωση της νεκροφάνειας είναι σα να συγκρατεί κανείς ένα βροντερό γέλιο. Είναι σαν τη χώνευση, που γίνεται στα κρυφά. Με τη νεκροφάνεια θα ξεγελούσε τον Χάνταρ.
Ο νεκροφανής όμως πρέπει να έχει και κάποιον συνεργάτη, κάποιον σύμμαχο, αλλιώς κινδυνεύει να πέσει θύμα και να ταφεί. Και τότε πάει χαμένη η νεκροφάνεια.
Μόνος του ο νεκροφανής δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Ναι, πράγματι. Ο Χάνταρ θα τον έθαβε οπωσδήποτε, ακόμη κι αν σηκωνόταν από το φέρετρο για να αποδείξει την απάτη.
Μόνο αν είχε κάποιον, αν είχε π.χ. την Μίνα, τότε θα μπορούσε να ξεγελάσει τον Χάνταρ με το κόλπο της νεκροφάνειας.
«Ο Χάνταρ πιστεύει, ότι έχεις κρυμμένη τη Μίνα εδώ στο σπίτι σου», του είπε η γυναίκα.
Τότε ο Ούλοφ έμεινε σιωπηρός για πολλή ώρα. Δεν έλεγε τίποτε πια για την νεκροφάνεια. Μόνο ένας κοφτός ήχος βγήκε από το στόμα του. Ύστερα είπε:
«Ώστε έτσι ε! Αυτό πίστευε ο Χάνταρ όλα αυτά τα χρόνια!»
«Δεν ξέρω», είπε η γυναίκα. «Τώρα όμως αυτό πιστεύει»
«Πάντα ήθελα να ξέρω τι σκέφτεται ο Χάνταρ για την Μίνα», είπε ο Ούλοφ. «Ήθελα να ξέρω τι υπέθετε γι αυτήν. Αν έχει ανησυχήσει για την απουσία της»
Από τα χείλη του έτρεχαν σάλια, όταν μιλούσε και η μαξιλαροθήκη είχε λεκέδες, γι αυτό χρειαζόταν πάλι πλύσιμο.
«Ο Χάνταρ ανησυχεί», είπε εκείνη, «ανησυχεί για όλους και όλα»
«Δεν σου επιτρέπω όμως να του πεις τίποτα», είπε ο Ούλοφ, «ούτε λέξη στον Χάνταρ»
«Τι δεν επιτρέπετε να του πω;»
«Για τη Μίνα», είπε εκείνος, «αυτά που λέω τώρα για εκείνη»
«Δεν ξέρω τι μου λες για την Μίνα», είπε η γυναίκα. «Και ο Χάνταρ δε μ’ ακούει πια. Αυτός δεν κάνει άλλο παρά να μονολογεί. Αυτό είναι όλο»
«Κανένας δεν ξέρει τίποτα, εκτός από μένα», είπε ο Ούλοφ. «Κανένας δεν επιτρέπεται να ξέρει. Αν του πεις για το καλοκαίρι του πενήντα εννιά και για τη Μίνα, τότε δεν θα έχω πια αυτή την υπεροχή απέναντί του»
«Κανένας δεν έχει υπεροχή απέναντι στον άλλο», είπε η γυναίκα. «Ούτε εσύ, ούτε ο Χάνταρ»
«Τότε δεν σου επιτρέπω να έρθεις άλλη φορά στο σπίτι μου», είπε ο Ούλοφ. «Τότε παίρνω το χέρι μου από πάνω σου»
«Όταν μου εμπιστεύονται ένα μυστικό, το κρατάω»
«Τη θυμάσαι την Μίνα!», είπε ο Ούλοφ. «Θυμάσαι την όψη της! Θυμάσαι τι λεπτή φωνή που είχε και πόσο ισχνή ήταν! Θυμάσαι που συνήθιζε να πλένει τα ξανθά μαλλιά της κάτω στο βαρέλι με το νερό της βροχής!»
«Δεν την θυμάμαι. Δεν την συνάντησα ποτέ τη Μίνα», είπε η γυναίκα.
«Θυμάσαι όμως πόσο άσπρη ήταν η επιδερμίδα της’, είπε ο Ούλοφ. «Θυμάσαι που μισόκλεινε τα μάτια στο φως. Θυμάσαι επίσης τη φωνή της, όπως και τα χείλη της, που ήταν πραγματικά κατακόκκινα. Θυμάσαι ακόμα τα γλυκά και το πλιγούρι που έφτιαχνε»
«Ναι», απάντησε η γυναίκα. «Αυτά τα θυμάμαι»
«Την τελευταία, όμως, φορά που είδες την Μίνα» είπε ο Ούλοφ, «δεν ήξερες τίποτα»
«Όχι, δεν ήξερα τίποτα»
«Η Μίνα ήταν αυτή που ήταν»
«Ναι, η Μίνα ήταν αυτή που ήταν»
Όταν γύρισαν στο σπίτι, μετά την ταφή του παιδιού, ο Ούλοφ και η Μίνα, τότε συνέβηκε κάτι που δεν έπρεπε ποτέ να πει στον Χάνταρ η γυναίκα. Ύστερα από την ταφή, αυτός άλλαξε πρώτα παντελόνι, πουκάμισο και πανωφόρι και μετά η Μίνα πήρε την ψάθινη καρέκλα από το υπνοδωμάτιο και κάθισε έξω από το σπίτι, κάτω από το παράθυρο της κουζίνας. Η Μίνα κάθισε ακριβώς στο φως του ήλιου. Είχε ανοίξει το φόρεμά της προς τη μεριά του ήλιου και είχε βγάλει τα γυαλιά της, που τα φορούσε πάντα για να προστατεύει τα μάτια της από το φως και καθόταν στον ήλιο. Το μόνο που έκανε ήταν, να κάθεται.
Άλλαζε θέση της καρέκλας ανάλογα με την κίνηση του ήλιου και δεν έκλεινε τα μάτια. Ήταν το καλοκαίρι του πενήντα εννιά και δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από ήλιο. Ήλιος, μόνο ήλιος, νύχτα – μέρα ήλιος.
«Δεν αντέχεις τον ήλιο Μίνα», της είχε πει. «Βγάζεις εξανθήματα. Ο ήλιος είναι θάνατος για σένα. Το ξέρεις καλά αυτό. Ξέρεις ότι είσαι φτιαγμένη για τη σκιά, για να μένεις μέσα στο σπίτι»
Αλλά η Μίνα δεν του είχε απαντήσει. Φαινόταν να μην τον ακούει. Μόνο μια μικρή κίνηση έκανε πάνω στην καρέκλα της.
«Λίγο ποτό για το πένθος θα έπρεπε τουλάχιστον να πιούμε» της είχε πει εκείνος.
«Μόνο εσύ κι εγώ. Λίγα κουλουράκια, ένα κομμάτι τούρτα και χυμό από βατόμουρα»
Τίποτε όμως δεν βοηθούσε. Δεν γινόταν τίποτε.
Την είχε κάνει Θεά να τον ακολουθήσει και να μπει στο σπίτι, την είχε χιλιοπαρακαλέσει, είχε γονατίσει μπροστά της και μπουσούλαγε στο χορτάρι που έπαιρνε να ξεραθεί απ’ τη ζέστη, έκανε ότι άλλο ήταν δυνατόν. Και συνεχώς έφτυνε γλυκό σάλιο ανακατεμένο με αίμα. Όμως τίποτα δεν βοηθούσε.
Η Μίνα ήταν σαν να μην τον έβλεπε.
«Μικρή μου Μίνα», της είχε πει επίσης. «Δεν κάνει να σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου. Πεθαίνω από την πείνα και κάποιος πρέπει να μαγειρέψει»
Το πρώτο κιόλας βράδυ την έπιασε πυρετός. Είχε βάλει την παλάμη του στο μέτωπό της και είχε πυρετό. Και η επιδερμίδα της ήταν κατακόκκινη, φλογισμένη, λες και ήταν έτοιμη να διαλυθεί. Αρνούνταν να μπει στο σπίτι και να ξαπλώσει. Την ώρα που ο Ούλοφ ξεντυνόταν και πήγαινε στο κρεβάτι, αυτή καθόταν στη βόρεια πλευρά του σπιτιού και ο ήλιος έπεφτε πάνω της.
Έτσι πέρασαν ακόμα δυο μέρες. Η Μίνα ακολουθούσε τον ήλιο και αυτός σε βαθιά απελπισία και μισοπεθαμένος από την πείνα, στεκόταν συνεχώς δίπλα της. Που και που στεκόταν μπροστά της για να της προσφέρει σκιά και μια φορά την άρπαξε για να τη σηκώσει και να την πάει μέσα στο σπίτι.
«Δεν έχουμε, παρά μόνο ο ένας τον άλλο Μίνα» της είχε πει. «Αν με εγκαταλείψεις θα χαθώ»
Στο σημείο εκείνο η γυναίκα τον διέκοψε και του είπε: «Δεν χάθηκες όμως ακόμη’
«Όχι» της απάντησε εκείνος. «Τα καταφέρνω όλο και πιο καλά. Και σε λίγο θα ξανασηκωθώ στα πόδια μου μετά απ’ αυτή τη σύντομη αρρώστια. Είναι αδιανόητο πόσο μεγάλη είναι η χάρη του Θεού»
Όταν ο Ούλοφ προσπάθησε να σηκώσει την Μίνα και να την πάει μέσα στο σπίτι, αυτή σήκωσε τα χέρια της και του έχωσε τα νύχια στα μάγουλα, ξεσχίζοντάς τα, έτσι που αναγκάστηκε να την αφήσει και να πάει σ’ ένα κουβά γεμάτο νερό να πλύνει τα αίματα.
Ύστερα πήρε τον κουβά και μ’ ένα μπρίκι έχυσε νερό επάνω της για να τη δροσίσει. Τα μάτια της είχαν κλείσει από το πρήξιμο. Ίσως αυτό να ήταν και μια ανακούφιση γι αυτήν, γιατί ποτέ δεν άντεχε το φως του ήλιου. Τα μαλλιά της είχαν αρχίσει να πέφτουν από το κεφάλι της, όπως πέφτει το βαμβάκι από το κουκούλι του φυτού στο χωράφι. Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει και είχαν φουσκώσει. Είχε πρηστεί στο λαιμό και στο πιγούνι και είχαν σχηματιστεί μικρές ρωγμές στο δέρμα της.
«Και δε λες για όλα αυτά τίποτα στον Χάνταρ», είπε η γυναίκα.
«Όχι δεν του λέω λέξη»
Το πρωί της τέταρτης μέρας, όταν ο Ούλοφ βγήκε από το σπίτι και πήγε κοντά της, η Μίνα ήταν νεκρή.
Ο ήλιος της είχε πάρει τη ζωή. Ήταν νεκρή, καθισμένη πάνω στην καρέκλα. Ήταν ωραία, αλλά κατά ένα διαφορετικό τρόπο από πριν. Ο Ούλοφ δεν μπορούσε ποτέ να καταλάβει, τι της είχε συμβεί, τι σκεφτόταν και γιατί τα έκανε όλα αυτά, τι τρέλα την είχε χτυπήσει. Ίσως να ήθελε απλούστατα να δοκιμάσει αν μπορούσε να αντέξει τον ήλιο.
«Και ο Χάνταρ;», ρώτησε η γυναίκα.
«Ο Χάνταρ; Όχι τον Χάνταρ δε τον αφορούσαν όλα αυτά. Αυτός ήταν μόνο ο αποκλειστικά υπεύθυνος για αυτό που του είχε συμβεί. Αυτός έφταιγε για όλα. Κατά τα άλλα δεν είχε καμιά σχέση με τούτο το πράγμα..
Όταν γύρισαν στο σπίτι μετά την ταφή του παιδιού, ο Ούλοφ κι η Μίνα, το χαντάκι ήταν μισογεμισμένο με το χώμα της εκσκαφής. Ο Χάνταρ το είχε γεμίσει. Ήταν σαν να μην είχε ζήσει ποτέ το παιδί. Και ο Ούλοφ το είχε πει στη Μίνα: το μόνο πράγμα που είχε κατά νου ο Χάνταρ είναι να εξολοθρεύει, να εκμηδενίζει.
Μετά παρακολούθησαν κι οι δυό τους τον Χάνταρ να φεύγει με το αυτοκίνητο. Η Μίνα είχε ήδη καθίσει στην ψάθινη καρέκλα. Καθόταν στο νότιο μέρος του σπιτιού και γι αυτό δεν έβλεπε τίποτε, αλλά πρέπει ν’ άκουσε το θόρυβο της μηχανής που ούρλιαζε και τους τροχούς που γύριζαν σα δαιμονισμένοι πάνω στα χαλίκια. Ο Χάνταρ είχε φύγει με μεγάλη ταχύτητα κι η σκόνη του δρόμου είχε φτάσει μέχρι και το σπίτι τους. Κάτι τον είχε διώξει από κείνο τον τόπο. Ίσως να ήταν οι τύψεις του.
Εκεί λοιπόν είχε καθίσει η Μίνα. Κι εκεί είχε σταθεί αυτός ο ίδιος. Αυτός, που καταλάβαινε τόσο καλά την Μίνα. Αυτός που την γνώριζε απ’ έξω κι ανακατωτά.
«Μπορείς να το καταλάβεις;», τη ρώτησε. «Μπορείς να το καταλάβεις;»
«Είναι ώρα για μένα να φύγω», είπε η γυναίκα. «Πρέπει να ετοιμάσω τον Χάνταρ για ύπνο»
Ο Χάνταρ έλειψε αρκετά μερόνυχτα κι ο Ούλοφ είχε πιστέψει σχεδόν ότι δεν θα ξαναγύριζε.
Αφού η Μίνα πέθανε, ο Ούλοφ μπορούσε να την πάει στο χωριό, χωρίς να μάθει τίποτα ο Χάνταρ. Την πήγε λοιπόν στο χωριό και την έθαψε εκεί μαζί με το παιδί, σα σε οικογενειακό τάφο, αφού είχαν έρθει έτσι τα πράγματα.
«Αν πεις κουβέντα στον Χάνταρ, αν πεις έστω και μια λέξη, δεν θα με ξαναδείς άλλο»
Η γυναίκα όμως τον διαβεβαίωσε για μια ακόμη φορά, ότι δεν θα έλεγε τίποτα στον Χάνταρ.

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

Οι αποθήκες που είχαν χτίσει γύρω από την κύρια κατοικία, τα δώματα και οι σοφίτες έδιναν την εντύπωση ότι ήταν ανεξάντλητα. Τα τρόφιμα, τα γλυκά, τα ποτά και τα παυσίπονα έδειχναν να μη τελειώνουν ποτέ.
«Δεν καταναλώνεις σχεδόν τίποτα», είπε η γυναίκα στον Χάνταρ μια μέρα. «Το ίδιο και ο Ούλοφ»
«Μπορεί να έχω πολύ ζωή ακόμα. Το ίδιο σχεδόν κι ο Ούλοφ», απάντησε ο Χάνταρ.
«Δεν παίρνετε στα σοβαρά το χρόνο», είπε η γυναίκα. «Τον αφήνετε να περνάει μόνο. Μάλλον ούτε αυτό κάνετε. Δεν ακολουθείτε το χρόνο. Δεν υποτάσσεστε σ’ αυτόν»
Ο Χάνταρ μασούσε ένα από κείνα τα δυνατά, άσπρα χάπια. Δεν μπορούσε πια, δυσκολευόταν να τα καταπιεί.
«Αυτό που συμβαίνει, συμβαίνει πάντα πολύ γρήγορα», είπε. «Όταν συμβαίνει κάτι δεν παίζει κανένα ρόλο αν περπατάει κανείς ή αν κάθεται ή αν είναι ξαπλωμένος. Όταν συμβαίνει κάτι, ο άνθρωπος είναι ανίκανος ν’ αντιδράσει. Αυτό είχε συμβεί με το παιδί, αυτό είχε συμβεί και με τη Μίνα. Έτσι είναι»
«Δεν ξέρω τίποτε», είπε η γυναίκα. «Δεν ξέρω τίποτε για το παιδί και τη Μίνα»
Όχι, όχι βέβαια. Αυτή δεν ήξερε ποτέ τίποτα. Πάντα αγνοούσε το καθετί. Αυτό τουλάχιστον ήθελε να τον κάνει να πιστέψει. Ότι όλα της ήταν άγνωστα.
Γι αυτό κι αυτός της εξήγησε τελικά πως είχαν τα πράγματα. Έπρεπε να της τα πει όλα.
Ο νεαρός γιός του είχε σηκώσει εκείνη τη κατασκευή στο φράγμα που επρόκειτο να κτίσει. Είχε δέσει την αλυσίδα γύρω από ένα μεγάλο λιθάρι που είχε το σχήμα αλογοκεφαλής, μιας τεράστιας αλογοκεφαλής και το είχε σηκώσει στον αέρα. Η πέτρα κρεμόταν από την αλυσίδα στον αέρα.
Τότε όμως συνέβηκε κάτι. Τότε ήταν που συνέβηκε το ατύχημα.
Κανένας άλλος, εκτός από τη Μίνα, δεν είχε δει τι συνέβηκε. Η Μίνα είχε πάρει μια καρέκλα από την κουζίνα και καθόταν στη σκιά κάτω από το δέντρο. Φορούσε γυαλιά ηλίου, για να την προστατεύουν από το φως και καθόταν και διάβαζε την εφημερίδα Νόρα Βέστερπότεν. Ταυτόχρονα έριχνε και καμιά ματιά προς τη μεριά του παιδιού. Φαίνεται ότι περίμενε πως θα συμβεί κάτι. Τέτοια ήταν η Μίνα.
Κάτι συνέβηκε λοιπόν με τη πέτρα. Ή ίσως κάτι συνέβηκε με την αλυσίδα ή με την μανιβέλα.
Ήταν το καλοκαίρι του πενήντα εννιά.
Τότε τινάχτηκε η αλυσίδα και μετατράπηκε σε θηλιά. Και η θηλιά άρπαξε το παιδί από το ένα μπράτσο και γύρω από τον λαιμό και τον σήκωσε στον αέρα. Και η πέτρα έπεσε πάλι στη γη, ενώ το παιδί έμεινε κρεμασμένο στον αέρα.
«Απορώ, πως μπορώ, πως έχω τις δυνάμεις να σου διηγηθώ αυτή την ιστορία», είπε ο Χάνταρ.
«Και αυτά που σου είπα δεν ήταν, πράγματι το ευκολότερο μέρος της ιστορίας».
Τώρα είχε καταπιεί ήδη το χάπι.
«Δεν χρειάζεται να μου διηγηθείς τίποτα άλλο», του είπε η γυναίκα. «Τώρα μπορείς ν’ αναπαυθείς».
Αλλά ο Χάνταρ ήθελε να αποτελειώσει την ιστορία που είχε αρχίσει να της λέει. Η γυναίκα έπρεπε να ακούσει από την αρχή ως το τέλος, ποιος ήταν πραγματικά ο Ούλοφ και πως συμπεριφερόταν. Όσον αφορά το χρόνο, συνέχισε ο Χάνταρ, μπορεί κανείς να του αντισταθεί κατά κάποιον τρόπο, αλλά απέναντι στα γεγονότα δεν υπάρχει κανένας τρόπος άμυνας.
Όταν συνέβηκε εκείνο το γεγονός, όταν δηλαδή ο γιός του τινάχτηκε στον αέρα και κρεμάστηκε από την αλυσίδα, μόνο η Μίνα ήταν μάρτυρας του ατυχήματος.
Πέταξε την εφημερίδα που διάβαζε από τα χέρια της και έβγαλε μια κραυγή, που σαν αυτή δεν είχε βγάλει άνθρωπος ποτέ άλλοτε στο παρελθόν σε τούτο τον τόπο. Ο Ούλοφ ήταν πιθανότατα ξαπλωμένος στον καναπέ του και μασούσε ένα κομμάτι ζάχαρη. Άκουσε την κραυγή, όπως την άκουσε επίσης και ο ίδιος ο Χάνταρ, που στεκόταν κι έβαφε το αυτοκίνητό του. Και οι δυο τους πέταξαν ότι είχαν στα χέρια τους εκείνη τη στιγμή και όρμησαν να πάνε στο φράγμα που έχτιζε ο γιος. Κατάλαβαν αμέσως ότι σίγουρα κάτι φριχτό είχε συμβεί στο παιδί.
Έφτασαν ταυτόχρονα στο φράγμα και στο μηχάνημα που κρεμόταν ο γιός και ο Ούλοφ φώναζε συνεχώς: «μην τον αγγίζεις, είναι δικός μου. Ακούς, είναι δικός μου, μην τον αγγίζεις».
Ήταν ακριβώς η ίδια φράση, που ετοιμαζόταν κι ο Χάνταρ να πει στον Ούλοφ.
Κι αυτό γιατί δεν μπορούσε να διανοηθεί κάτι πιο αφύσικο και κραυγαλέο, από το να ελευθερώσει ο Ούλοφ το παιδί από την αλυσίδα.
Όμως, τόσο φαντασμένος, τόσο βαθιά βυθισμένος στον κόσμο του ήταν ο Ούλοφ, που δεν ήθελε να επιτρέψει στον Χάνταρ να επέμβει και να κάνει τις απλές ενέργειες που χρειαζόταν για να ελευθερωθεί ο γιός.
Αν κάποιος είχε πραγματικά το δικαίωμα να σώσει το παιδί, να το ελευθερώσει από την αλυσίδα και να το πάρει στην αγκαλιά του, αυτός βέβαια ήταν ο Χάνταρ.
Κατά βάθος, ο Ούλοφ πρέπει να ήθελε το θάνατο και τον ενταφιασμό του παιδιού. Πρέπει να ήθελε να ξέρει με σιγουριά που τον είχε. Να ξέρει ότι ο γιός δε θα μπορούσε πια να πηγαίνει στον πραγματικό του πατέρα και να του παίζει κιθάρα.
Έτσι λοιπόν ο Χάνταρ ήταν αναγκασμένος να καθυποτάξει, να εμποδίσει τον Ούλοφ, ώστε να μη μπορεί αυτός να επέμβει και να σώσει τον γιό.
«Ζούσε όμως ακόμη ο γιός;», ρώτησε η γυναίκα.
«Ναι, ο γιός ζούσε και σπαρταρούσε, τινάζοντας χέρια και πόδια, κρεμασμένος από την αλυσίδα» είπε ο Χάνταρ. «Και η Μίνα ούρλιαζε».
Είχαν έρθει λοιπόν στα χέρια ο Χάνταρ και ο Ούλοφ, πάνω στο φράγμα, είχαν αρπαχτεί και προσπαθούσαν με γροθιές και κλωτσιές να ρίξει κάτω ο ένας τον άλλο. Σαν ταύροι αντάλλασαν κουτουλιές, έσχιζαν με τα νύχια ο ένας το πρόσωπο του άλλου, ουρλιάζοντας συνεχώς ο ένας στον άλλο πόσο πολύ αγαπούσαν το παιδί.
Τελικά είχαν πέσει και οι δυό στο έδαφος και κατρακυλούσαν εδώ κι εκεί στην όχθη του φράγματος. Τη μια είχε το πάνω χέρι ο Ούλοφ, την άλλη ο Χάνταρ.
Στο σώμα, ο Ούλοφ ήταν από τότε σα γουρούνι έτοιμο για σφαγή, είπε ο Χάνταρ, συμπληρώνοντας, ότι δεν μπορούσε να ξεχάσει ποτέ την αηδία που ένιωσε εκείνη τη φορά από τη μυρουδιά της βανίλιας που έβγαινε από το στόμα του.
Τελικά όμως ο Χάνταρ κατάφερε με το σώμα του να ακινητοποιήσει τον Ούλοφ. Του είχε βιδώσει τη μούρη στο έδαφος και του είχε στρίψει τους βραχίονες πίσω απ’ την πλάτη. Το μόνο που έκανε ο Ούλοφ ήταν να τρέμει λίγο και να αγκομαχάει. Έτσι είχε δοθεί τελεσίδικη απάντηση στο ερώτημα, ποιος είχε το αποκλειστικό δικαίωμα να σώσει τη ζωή του παιδιού.
Εκείνη όμως τη στιγμή ο Χάνταρ διαπίστωσε ότι είχε σωπάσει και η Μίνα. Και όταν σηκώθηκε και κοίταξε το παιδί, τότε διαπίστωσε επίσης, ότι ο γιός δεν σπαρταρούσε πια. Είχε μείνει κι αυτός ακίνητος. Δεν τίναζε τα πόδια και τα χέρια. Μαζί με τη Μίνα τον έλυσαν και τον κατέβασαν από το μηχάνημα. Και η Μίνα έφερε ένα σεντόνι κι έβαλαν μέσα το γιό και τον ξάπλωσαν στο γρασίδι.
Όλα αυτά τα γεγονότα, της εξήγησε ο Χάνταρ, δεν είχαν κάποια προέκταση στο χρόνο. Δεν είχαν κάποια διάρκεια. Δεν είχαν αρχή, συνέχεια και τέλος. Απλώς συνέβησαν. Ήταν ένα τραγικό συμβάν, που είχε προκαλέσει ο Ούλοφ και που πάνω απ’ όλα τα άλλα δεν είχε τέρμα.
«Τώρα χρειάζομαι ένα χάπι», είπε ο Χάνταρ. «Όχι ένα, δυο χάπια χρειάζομαι»
Όταν η γυναίκα γύρισε με τα χάπια και λίγο νερό σ’ ένα φλιτζάνι του καφέ, ο Χάνταρ είχε ήδη αποκοιμηθεί.
2
Το ωράριο εργασίας της γυναίκας γινόταν όλο και πιο βαρύ. Αλλά συνέχιζε να γράφει ταυτόχρονα. Μια μέρα είπε στον Ούλοφ: «σε λίγο τελειώνουν οι σελίδες στο μπλοκ μου. συνεπώς τελειώνει και το βιβλίο μου, οπότε φεύγω»
«Μα δεν θα τον βάλεις να πεθάνει;», την ρώτησε ο Ούλοφ.
«Ποιόν;», είπε η γυναίκα.
«Αυτόν τον Χριστόφορο, που του γράφεις το βιβλίο»
«Δεν ξέρω», είπε η γυναίκα, «ο θάνατός του δεν είναι τίποτε ιδιαίτερο».
«Ένα βιβλίο δεν μπορεί να είναι έτοιμο, πριν πεθάνουν οι άνθρωποι σ’ αυτό’, είπε ο Ούλοφ.
«Πρώτα πρέπει να πεθάνει ο Χάνταρ», απάντησε εκείνη. «Θα πεθάνει προτού τελειώσω εγώ την ιστορία με τον Χριστόφορο»
«Ο Χάνταρ δεν είναι ο πρώτος», είπε ο Ούλοφ. «Πρώτο ήταν το παιδί. Και μετά η Μίνα»
«Το ξέρω», του απάντησε η γυναίκα. «Μου τα είπε όλα ο Χάνταρ».
«Σου τα είπε όλα; Όλα;»
Ναι, η γυναίκα υπέθετε ότι της τα είχε πει όλα ο Χάνταρ. Δεν είχε λόγο να είναι περισσότερο καχύποπτη απέναντι στον Χάνταρ, παρά σε οποιοδήποτε άλλο άνθρωπο.
Τότε ο Ούλοφ αναγκάστηκε να τη διορθώσει.
Θα ήταν τρελό, της είπε, να σου τα έχει πει όλα ο Χάνταρ. Αυτός που σε σχέση μ’ εκείνα τα γεγονότα ήταν απλούστατα ένας φονιάς. Πως θα της έλεγε ο Χάνταρ με ποιο τρόπο αφαίρεσε τη ζωή του παιδιού; Πως θα της έλεγε, ότι τον είχε ακινητοποιήσει στο έδαφος, αυτόν, τον Ούλοφ, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να σώσει τη ζωή του παιδιού, του παιδιού που είχε κρεμαστεί από την αλυσίδα του μηχανήματος. Πως θα μπορούσε να της τα έχει πει όλα ο Χάνταρ, αυτός που τον είχε πλακώσει με το σώμα του, παρόλο που ήταν πιο αδύνατος και πιο ελαφρύς, αλλά που η κακία του και ο φθόνος του είχαν δώσει υπερφυσικές δυνάμεις; Αυτός, ο Χάνταρ, έβγαλε μια τέτοια βιαιότητα από μέσα του, που έτρεμε ολόκληρος. Είχε ιδρώσει τόσο, που ο ιδρώτας του είχε περιλούσει το λαιμό και το σβέρκο του Ούλοφ και είχε φτάσει στο στόμα του. Ο Χάνταρ τα έκανε όλα αυτά γιατί είχε καταλάβει, ότι μόνο αυτός, δηλαδή ο Ούλοφ, αγαπούσε πραγματικά το παιδί. Ναι, πράγματι. Το αποκλειστικό του δικαίωμα στο γιο ήταν τόσο αυτονόητο και απαραβίαστο, που δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτρέψει στο Χάνταρ ούτε καν να αγγίξει το παιδί. Δεν μπορούσε να επιτρέψει αυτό, ούτε καν τότε που το παιδί σπαρταρούσε κρεμασμένο από την αλυσίδα πάνω στο μηχάνημα και αγωνιζόταν για τη ζωή του.
Αφού κατέβασαν τελικά το παιδί και η Μίνα το σκέπασε με ένα σεντόνι, αναγκάστηκε να πάει παράμερα και να κάνει εμετό. Πήγε στο φρεσκοσκαμμένο χαντάκι και αναγκάστηκε να βγάλει τον ιδρώτα του Χάνταρ που του είχε πάει στο στόμα ή για να ακριβολογήσουμε να βγάλει από μέσα του την αρμύρα, εκείνη την αφόρητη αρμυρή γεύση.
Της τα είχε πει, άραγε, όλα αυτά ο Χάνταρ; Αυτό ήθελε να ρωτήσει τη γυναίκα ο Ούλοφ. Της τα είχε πει όλα αυτά ο Χάνταρ;
«Όχι έτσι ακριβώς», του απάντησε η γυναίκα. «Όχι ακριβώς έτσι»
Κατ’ αρχάς, προτού τον περιλούσει με τον ιδρώτα του ο Χάνταρ, ενώ αγωνιζόταν ακόμη για να σώσει το παιδί, είχε μια εξαίσια γεύση στο στόμα του. μια γεύση που ερχόταν από μέσα του, από τον ίδιο του τον εαυτό. Μια γεύση που απλούστατα συμβόλιζε το γιο του. Μια γεύση που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει από τότε.
«Και η Μίνα;», ρώτησε η γυναίκα.
Αυτή την ερώτηση να την κάνεις στον Χάνταρ, της είπε ο Ούλοφ. Στον Χάνταρ που τα ξέρει όλα. Στον Χάνταρ που λέει μόνο την αλήθεια.
3
Δίπλα στη ρίζα του σπιτιού του Χάνταρ είχαν αρχίσει να βγαίνουν πράσινοι κλώνοι γρασίδι. Η γυναίκα έκοψε μερικούς, τους έβαλε στην παλάμη της και τους πήγε στον Χάνταρ.
«Τι να το κάνω το γρασίδι;», ήταν η αντίδραση του Χάνταρ.
«Είναι οι πρώτοι κλώνοι από γρασίδι τούτης της χρονιάς», του είπε εκείνη. «Μυρίζουν πρασινάδα»
Τον Χάνταρ όμως δεν τον ενδιέφερε η πρασινάδα. Το γρασίδι ήταν πάντα το ίδιο. Το γρασίδι της εποχής της νεότητάς του δεν ήταν διαφορετικό από το γρασίδι τούτο των γηρατειών του. Το ένα γρασίδι δεν μπορούσε να το ξεχωρίσει κανείς από το άλλο. Τούτο το ήμερο γρασίδι στη ρίζα του σπιτιού του ήταν ακριβώς το ίδιο με το άγριο γρασίδι του δάσους. Το χόρτο καταναλώνεται για τον ένα ή τον άλλο σκοπό, αλλά δεν έχει ιδιότητες που να το υπερυψώνουν και να του δίνουν πραγματικό νόημα.  Ο Χάνταρ είχε κόψει, είχε απλώσει και είχε μπαλιάσει χόρτο. Του είχε μπει χόρτο στα παπούτσια και στο πουκάμισο. Είχε χάσει πάνω στο χόρτο και είχε χρησιμοποιήσει χορτάρι για να καθαριστεί. Είχε μπουχτίσει από χορτάρι, του είχε κάτσει στο λαιμό, του είχε πει αντίο και δεν ήθελε να το ξαναδεί άλλο.
«Καλά, καλά», του είπε η γυναίκα. «Νόμιζα θα σ’ ενδιέφερε»
Αλλά ακόμη και σ’ αυτά της τα λόγια ο Χάνταρ είχε αντιρρήσεις. Δεν έπρεπε να έχει γνώμη τίποτα, για κανένα θέμα, ούτε για το γρασίδι, ούτε γι αυτόν τον ίδιο, ούτε για τον Ούλοφ, ούτε καν για την ίδια την ζωή. Ο Χάνταρ σ’ όλη του τη ζωή είχε αποφύγει να πιστεύει οτιδήποτε.
Το να πιστεύει κανείς κάτι, είναι σαν να μαντεύει, σα να φαντάζεται ή να υποπτεύεται ή στη χειρότερη περίπτωση σα να κοροϊδεύει και να ψεύδεται. Ο Ούλοφ λοιπόν, ήταν θρήσκος. Πίστευε στο Θεό. Συνεπώς δεν μπορούσε να υπάρχει. Ο Ούλοφ πίστευε ότι θα μπορούσε να ζει αιώνια. Γι αυτό θα εξατμιζόταν, θα διαλυόταν σα μια σταγόνα νερό που πέφτει στη φωτιά.
«Ή ξέρει κανείς κάτι», είπε ο Χάνταρ, «ή δεν ξέρει τίποτε»
«Ο Ούλοφ μου είπε να σε ρωτήσω για τη Μίνα», του είπε η γυναίκα. «Να σε ρωτήσω τι έγινε»
Τότε ο Χάνταρ έμεινε για λίγο σκεφτικός.
«Πιστεύω ότι η Μίνα απλά εξαφανίστηκε» απάντησε. «Πιστεύω ότι έφυγε. Πιστεύω ότι της συνέβηκε κάτι. Νομίζω πήγε σε άλλον. Πότε – ποτέ πίστευα ότι είχε μείνει εδώ και ότι κρυβόταν»
«Μήπως ξέρει ο Ούλοφ;» ρώτησε η γυναίκα.
«Ναι, ο Ούλοφ ξέρει», είπε εκείνος.
Μετά ο Χάνταρ κλείνοντας τη συζήτηση επανέφερε το θέμα του χόρτου ή πιο σωστά το θέμα ενός συγγενούς του χόρτου, δηλαδή του φυλλώματος των δέντρων.
«Το φύλλωμα», είπε ο Χάνταρ, «το φύλλωμα είναι εντελώς άλλο πράγμα»

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

«Ο Χάνταρ λέει, ότι δεν θα σκαβόταν χαντάκι, αλλά ότι θα χτιζόταν φράγμα», είπε η γυναίκα στον Ούλοφ.
«Κάπου έπρεπε να βάλει τελικά τα χώματα που έβγαζε από το χαντάκι το παιδί», είπε ο Ούλοφ. «Και όταν σκάβεις χαντάκι, σχηματίζεται ταυτόχρονα φράγμα»
«Εξάλλου ο Χάνταρ δεν πιστεύει ότι έχεις αρρώστια στην καρδιά»
Και ξαφνικά ο Ούλοφ εντελώς απροσδόκητα είπε: «Ναι, βέβαια, έτσι είναι, ο Χάνταρ πρέπει να έχει δίκιο. Αυτή την ομολογία όμως ήταν απαραίτητο να τη δικαιολογήσει»
Η αρρώστια δεν ήταν στην πραγματικότητα κάτι που υπήρχε λόγος να μιλάει γι αυτήν. Ήταν απλώς μια πηγή δυσθυμίας και τίποτε άλλο. Αλλά η σκέψη και μόνο της αρρώστιας, δηλαδή της καρδιάς, ήταν ένα μεγάλο βάσανο. Η σκέψη ήταν μεγαλύτερο βάσανο από την ίδια την αρρώστια, από την ίδια την καρδιά.
Η λεγόμενη αρρώστια δεν ήταν τίποτα το παράξενο. Όχι, καθόλου. Για την ακρίβεια ήταν κάτι απλό. Και η καρδιά του δεν ήταν στην πραγματικότητα αδύνατη. Ίσως απλούστατα να ήταν πάρα πολύ δυνατή. Η βίαιη και αχαλίνωτη δύναμή της ήταν η αδύνατή της πλευρά. Ανοιγόκλεινε και χτυπούσε από τα μέσα προς τα έξω, προς τα παΐδια του στήθους, τόσο δυνατά, που ο Ούλοφ συχνά φοβόταν μήπως σπάσει. Ναι, η υπεροπτική καρδιά του, του είχε πάρει τον αέρα, αλλά ανεξάρτητα απ’ αυτό, ο Ούλοφ ήταν πιο υγιής από κάθε άλλη φορά.
«Κατά τα άλλα όμως, μπορεί να σχηματίσει κανείς την ιδέα, ότι είσαι στα τελευταία σου», είπε η γυναίκα.
«Όχι, αλήθεια όχι»
Ο Ούλοφ είχε μείνει ξαπλωμένος, ακίνητος και είχε αναπαυθεί ένα ολόκληρο χρόνο. Και αυτή η ανάπαυση είχε φέρει τα αποτελέσματά της. Στις χειρότερες δοκιμασίες, η ανάπαυση είναι το καλύτερο φάρμακο. Ο Ούλοφ, μέρα με τη μέρα δυνάμωνε όλο και πιο πολύ και τελικά θα ερχότανε και η μέρα που δεν θα χρειαζότανε άλλη ανάπαυση, που όλα θα έφταναν στο τέρμα τους.
«Που είναι τώρα η κιθάρα;», ρώτησε η γυναίκα.
«Ποια κιθάρα;», απάντησε ο Ούλοφ.
«Αυτή που έπαιζε ο γιός»
Ναι, βέβαια. Την είχε ξεχάσει εντελώς την κιθάρα. Ίσως να ήταν μια πράξη περιττής τρέλας να θυμάται την κιθάρα. Ωστόσο, η κιθάρα υπήρχε και το παιδί έπαιζε μ’ αυτήν καμιά φορά. Προσπαθούσε να βρει διάφορες μελωδίες, αλλά του κάκου, δεν τα κατάφερε ποτέ να τις βρει.
Τώρα, δόξα τω Θεώ, η κιθάρα ήταν προ πολλού στάχτη. Την είχε ρίξει στη φωτιά και την είχε κάψει, αφού κανείς πια δεν έπαιζε μ’ αυτήν. Επιπλέον την είχε ξεχάσει. Μια τιποτένια κιθάρα, που δεν έλεγε τίποτε, που την είχε πάρει σαν αποζημίωση για κάποιο ελαττωματικό προϊόν που είχε αγοράσει παλιότερα, μπορούσε κάλλιστα να τη ρίξει κανείς στη φωτιά.
2
«Δεν ιδρώνεις πια» είπε η γυναίκα στον Χάνταρ. «Πριν από πολύ καιρό είχες πει, πως, όταν θα πάψεις να ιδρώνεις, θα γίνεις καλά»
«Πριν από πολύ καιρό;», τη ρώτησε εκείνος. «Δεν είναι δυνατόν. Εσύ μόλις τώρα ήρθες. Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που σ’ έφερα στο σπίτι με το αυτοκίνητο»
«Έχει περάσει πολύς καιρός», του είπε εκείνη. «Όταν ήρθα εγώ, ζούσε ακόμα η γάτα σου»
Τότε ο Χάνταρ, έστρεψε το πρόσωπό του προς την πόρτα για να δει αν η γάτα πράγματι απουσίαζε.
«Αυτός όμως; Ήταν ακόμα εδώ αυτός; Ο γιός μου;», ρώτησε ο Χάνταρ.
«Όχι», του απάντησε η γυναίκα. «Τον γιό σου δεν τον είδα ποτέ»
Όχι, βέβαια. Δεν τον είχε δει. Αυτό το ήξερε ο Χάνταρ και ντρεπόταν για την αφηρημάδα του. Πιθανώς η αρρώστια να είχε προσβάλει την μνήμη του. Η αρρώστια σε συνδυασμό με το κρύο του χειμώνα. Πάντα η μνήμη του ήταν καλύτερη το καλοκαίρι, παρά τον χειμώνα που όλα πάγωναν.
Ενώ έλεγε αυτά τα λόγια, ο Χάνταρ έτριβε το μέτωπό του και όλο του το κεφάλι για να λιώσουν οι παγωμένες μνήμες και οι σκέψεις μέσα στο Αρκτικό κρανίο του.
Όχι, βέβαια, δεν μπορούσε η γυναίκα τούτη να είχε συναντήσει τον γιό του. Κανένας δεν μπορούσε να είχε δει το γιό του εδώ και πολλά χρόνια. Κανένας δεν τον είχε δει μετά από κείνη την άνοιξη που επρόκειτο να κτιστεί το φράγμα. Το ήξερε αυτό ο Χάνταρ. Αν δεν ήταν ο Ούλοφ κι εκείνη η κατασκευή που έφτιαχνε. Ήταν ένα ανυψωτικό μηχάνημα που το κατασκεύαζε από τέσσερις κορμούς δέντρων. Είχε πόρτα, μανιβέλα και αλυσίδα και μ’ αυτό σήκωνε τις πέτρες και τα κούτσουρα.
«Ποιος;», ρώτησε η γυναίκα. «Ποιος έφτιαξε το μηχάνημα;»
«Ο γιός φυσικά», απάντησε ο Χάνταρ.
Κανένας άλλος, εκτός από το γιό, δεν μπορούσε να φτιάξει ένα τέτοιο μηχάνημα, να κάνει μια τέτοια θαυμάσια εφεύρεση σε τούτη την άκρη του κόσμου. Κανένας άλλος, εκτός από το γιό με τα νευρώδη μπράτσα και τις ξεκάθαρες σκέψεις.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή θυμήθηκε την κρεατοελιά. Είχε στο δεξί ώμο μια κρεατοελιά, που είχε το σχήμα της πεταλούδας και όταν έσφιγγε τα μπράτσα η πεταλούδα πετούσε.
Και η αλυσίδα ήταν από την ξυλεία που μετέφεραν μέσω του ρεύματος του ποταμού.
Μετά σιώπησε.
«Ναι», είπε η γυναίκα. «Ναι»
Ως εκείνη τη στιγμή δεν θυμόταν τίποτε περισσότερο. Είχε εξαντλήσει όλες του τις αναμνήσεις και δεν θυμόταν τίποτε άλλο.
«Έχει γίνει τέτοιος», είπε ο Χάνταρ. «Συνέβαινε να το λέει και ο ίδιος: έγινα τέτοιος έλεγε»
Που και που έδειχνε κάτι με τα δάχτυλά του τα οποία δεν μπορούσε πια να ισιώσει και έλεγε: «τι είναι αυτό εκεί πέρα;»
«Είναι εκείνη η ειδική κατασκευή που τοποθέτησες στον τοίχο», απαντούσε η γυναίκα.
3
Στην κουζίνα του Ούλοφ, κοντά στο παράθυρο υπήρχε μια φωτογραφία από εφημερίδα, καρφιτσωμένη με πινέζα. Ήταν ξεθωριασμένη από την πολυκαιρία και ήταν αδύνατο να διακρίνει κανείς τι παρίστανε.
Μια μέρα έτυχε να σταθεί μπροστά σε αυτή τη φωτογραφία η γυναίκα, οπότε ο Ούλοφ της είπε: «κοίταξε μη την απομακρύνεις από κει που είναι»
«Ποιόν;», ρώτησε η γυναίκα.
«Τη φωτογραφία του από την εφημερίδα, την θέλω εκεί», είπε ο Ούλοφ.
«Δεν θα τη κατεβάσω από κει που είναι», είπε η γυναίκα. «Αλλά αυτό το πράγμα δεν είναι φωτογραφία πια»
«Δεν υπάρχει καλύτερη φωτογραφία», απάντησε ο Ούλοφ. «Η Μίνα την έκοψε από την εφημερίδα και την καρφίτσωσε εκεί»
«Τι παριστάνει η φωτογραφία;»
«Παριστάνει το καλοκαίρι του πενήντα εννιά», απάντησε ο Ούλοφ. «Την άνοιξη του πενήντα εννιά»
Ναι, έτσι ήταν. Ο Ούλοφ μπορούσε να δει κάθε λεπτομέρεια πάνω στη φωτογραφία που είχε μπροστά του. Την πλαγιά που κατέβαινε προς τη μεριά του Άρνμπεργσούντ, τις δυό πανύψηλες σημύδες, το πορθμείο του Ρίσλιντεν που έπλεε πάνω στη λίμνη, τους θάμνους γύρω από τις ιτιές κάτω στην ακτή στις 29 Μαΐου του πενήντα εννιά, τον άντρα που ερχόταν και κουβαλούσε στην πλάτη του ένα πυροφάνι, τον οποίο η Μίνα είχε εκλάβει για τον Λάμπερτ Έκμαν, την ημέρα εκείνη που ο αέρας ήταν ήπιος και γλυκός από τους χυμούς των φυτών και το γρασίδι.
«Το καλοκαίρι του πενήντα εννιά!»
Ήταν το τελευταίο πραγματικό καλοκαίρι. Μετά από αυτό όλα τα άλλα καλοκαίρια ήταν ψευτοκαλόκαιρα, καλοκαίρια κοροϊδίας.
«Μα θα πρέπει να θυμάσαι εκείνη την άνοιξη», είπε ο Ούλοφ στη γυναίκα.
Αλλά η γυναίκα δεν είχε αναμνήσεις από κάποια ιδιαίτερη άνοιξη. Κατά την γνώμη της η άνοιξη είναι πάντα η ίδια.
Ήταν εκείνη την άνοιξη, εκείνο το καλοκαίρι που θα ανοιγόταν το χαντάκι, το μεγάλο χαντάκι. Έγινε ότι έγινε. Και τώρα ο Ούλοφ ήταν εδώ ξαπλωμένος και για να λέμε την αλήθεια περνούσε καλά. Αλλά τίποτα δεν ήταν πια όπως πριν, μετά από κείνη την άνοιξη και κείνο το καλοκαίρι του πενήντα εννιά. Ο Ούλοφ ήταν ανήμπορος και εγκαταλειμμένος. Ίσως όχι μισοπεθαμένος, αλλά μισοζωντανός. Η γυναίκα ετούτη ήταν τώρα ο μόνος άνθρωπος που είχε κοντά του. Αλλά αν και διεκδικούσε τον ρόλο της νοσοκόμας του δεν ήθελε ούτε καν να δοκιμάσει το υγρό που έβγαζε από τα σπυριά στο στήθος του.
Τελικά η γυναίκα από τα πολλά υποχώρησε. Ο Ούλοφ άδειασε το υγρό από το κουταλάκι στην παλάμη της και αυτή έγλειψε τις λίγες σταγόνες.
«Κάτι μου θυμίζει», είπε η γυναίκα. «Αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ τι’
Αυτό του συνέβαινε και του ίδιου, εξήγησε ο Ούλοφ στη γυναίκα. Για κάποιο λόγο, που δεν μπορούσε να καταλάβει, η γεύση αυτού του υγρού του θύμιζε πάντα τη Μίνα και το γιό του. ήταν κάτι ανεξήγητο, κάτι παράξενο, αφού ποτέ δεν είχε πάρει έστω και την παραμικρή γεύση από το γιό του. Τέτοια πράγματα δεν έκαναν εδώ σε τούτα τα μέρη.
Ίσως όμως τούτο το φαινόμενο να είχε σχέση με τη γεύση που πήρε από το γιό του εκείνη τη φορά που έκανε τα αδύνατα δυνατά για να τον σώσει από τον πάγο. Τότε που πάλεψε σαν το αγρίμι για να τον κρατήσει στη ζωή. Εκείνη τη φορά, το καλοκαίρι του πενήντα εννιά, που το στόμα γέμισε με αίμα και που μετά έφτυνε γλυκό σάλιο και νερό ανάμικτο με αίμα τουλάχιστον τρεις ολόκληρες μέρες.
Αφού είπε αυτά τα λόγια ο Ούλοφ ολοκλήρωσε την συνομιλία του με τη γυναίκα.
«Όλες οι λεπτομέρειες μαζί αποτελούσαν ένα ολοκληρωμένο σύνολο», συνέχισε. Η φωτογραφία στον τοίχο, η γεύση στη γλώσσα, το καλοκαίρι του πενήντα εννιά και το αγόρι του. όλα αυτά σχετίζονταν αναμεταξύ τους.
«Αλλά να δοκιμάσεις παρόλα αυτά το υγρό μου! Αυτό δεν το πίστευα ποτέ, ότι θα το έκανες τελικά», συμπλήρωσε ο Ούλοφ.