ΟΝΕΙΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

 

Η μέρα του άρχιζε ευχάριστα στην εξοχή, όπως πάντα άλλωστε τον τελευταίο χρόνο. Το αγνάντεμα της καταπράσινης κορυφής του Τυμφρηστού του γέμιζε τα μάτια με χαρά και ξεκούραση, τα πνευμόνια με καθαρό αέρα και πάχνη λυγερόκορμων ελατιών, μια απόλαυση πρωτόγνωρη, ανεπανάληπτη, συγκλονιστική, μα πάνω απ’ όλα το κεφάλι με κέφι και νοήματα για την ζωή. Η πρωινή δροσιά τον ανατρίχιαζε ευχάριστα και τον έκανε να νοιώθει ζωντανός. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να φυλακίσει την εικόνα μέσα στο μυαλό του, να την πονέσει, να την κάνει ένα με την ύπαρξή του. Η απόλυτη ηδονή, αυτή που ξεκινάει από τα μάτια, το δέρμα, την καρδιά, την ψυχή την ίδια. Μάθαινε τώρα πια το χάσιμο, την απώλεια, καταλάβαινε τι πάει να πει να φεύγουν άοσμα τα χρόνια απ’ τη ζήση σου. Τι σημαίνει ν’ αποφασίζουν άλλοι για σένα. Τώρα πια ήταν ζωντανός, αληθινά ζωντανός.

Πριν από ένα χρόνο, είχε πάρει την μεγάλη απόφαση, ν’ αλλάξει τα πάντα στη ζωή του. Τι; Δεν ήξερε κι αυτός τι, αλλά η «διαβίωση» στην Αθήνα τον έπνιγε, τον εξουθένωνε, τον διέγραφε. Τώρα όμως;

Πριν από δώδεκα μήνες η δουλειά του τον συνέθλιβε, οι γονείς του, τον «οδηγούσαν», τον καταπίεζαν όλοι οι γνωστοί του, που το μόνο που ήξεραν, ήταν να ζητούν και να ξαναζητούν, εξυπηρετήσεις, όλο χάρες, όλο και κάτι παραπάνω.

Πριν ένα χρόνο, τον καταδυνάστευαν οι κατά καιρούς ‘γκόμενες» που κι αυτές απαιτούσαν όλο και περισσότερα με την πάροδο του χρόνου, με απώτερο βέβαια σκοπό, την αιώνια δέσμευσή του, την αποκατάσταση τους, τον γάμο, ή αλλιώς το κουκούλωμα που έλεγαν και οι πιο παλιοί.

Στα τριάντα του, σπουδαγμένος τα Οικονομικά στην Ανωτάτη Βιομηχανική που τώρα αποκαλούν ΠΑ. ΠΕΙ πια, τελειωμένος οικονομολόγος, έβλεπε τη ζωή δικιά του, απ’ τη θέση του στην Εθνική τράπεζα, όπου τον είχε διορίσει αμέσως μετά την στρατιωτική του θητεία, ο θείος του ο Λάμπρος (σημαίνον στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος). Έβλεπε ν’ ανοίγουν οι πόρτες της δύναμης, της κοινωνικής καταξίωσης και της επιβεβαίωσής του για τις μακροχρόνιες θυσίες του σαν παιδί. Τώρα, πίστευε, ότι θα ξοφλούσε όλες τις βρισιές κι εκείνο το αδικαιολόγητο ξύλο που «έτρωγε» απ’ τον πατέρα του όσο πήγαινε σχολείο, προκειμένου ν’ αφήσει τα γκομενιλίκια, τις βόλτες με τα κλεμμένα μηχανάκια και να στρωθεί στο διάβασμα.

Όλα αυτά που θα μπορούσε να κάνει, όλα αυτά που ονειρευόταν, όλα αυτά που λαχταρούσε, ήταν προ των θυρών. Τώρα πια το ρητό του ήταν : «ΖΩΗ ΞΕΚΙΝΗΣΑ, ΖΩΗ ΣΟΥ ΕΡΧΟΜΑΙ»

Κι όμως όλα αυτά φτάσανε στο τέλος τους μια μουντή μέρα του Νοέμβρη. Ή πιο σωστά εκείνη την ημέρα άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση προς την ευτυχία.

«Καλημέρα Γιάννη, πως τα πάμε;», ακούστηκε η κάπως μονότονη φωνή του Γενικού Διευθυντή.

«Ας τα λέμε καλά κύριε γενικέ»

«Ήθελα να σου πω για την αναφορά Παπαναστασίου, … καταπληκτική δουλειά ε; Φοβερή, υπέροχη δουλειά. Δεν συμφωνείς; Έπιασε το νόημα των …»

Κάτι στο μυαλό του Γιάννη βούιζε και δεν ήταν κάποια μύγα ή κουνούπι που περιπλανιόταν στον χώρο. Δειλά και με σιγανή φωνή…:

«Μααα…»

«Μη με διακόπτεις σε παρακαλώ κύριε Σωτηρόπουλε. Έλεγα λοιπόν για το νόημα των νέων επαγγελματικών δανείων, τον νέο τρόπο διάθεσης…»

Επιτέλους ο νέος άντρας βρήκε την φωνή του ή νόμισε ότι την βρήκε για να ψελλίσει:

«Μα κύριε Γενικέ, αυτή η μελέτη, δεν είναι του Παπαναστασίου (επίτηδες δεν είπε «του κυρίου Παπαναστασίου»). Είναι μια δικιά μου πρόταση που είχα υποβάλλει στο γραφείο του πριν από … περίπου ένα μήνα. Τότε που εσείς ο ίδιος μου ζητήσατε μια νέα προσέγγιση…»

Το βλέμμα που αντίκρισε, το βλέμμα του Γενικού, θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει από επιθετικό και σκληρό μέχρι και εχθρικό. Τα μάτια λες και είχαν βαθουλώσει μες τις κόγχες τους και μια παράξενη λάμψη – λάμψη τρελού θα μπορούσε να την πει – είχε κάνει την εμφάνισή της πάνω στη ίριδα.

«Σε παρακαλώ πολύ… τι είναι αυτά που λες… άκου εκεί να βγάλεις ψεύτη τον προϊστάμενό σου! Άκουσον – άκουσον… οι σημερινοί νέοι… ούτε τσίπα, ούτε σεβασμός, …, ούτε τίποτα πια…»

Τα βήματα του Γενικού ακούστηκαν σαν σφυριές που του τρύπαγαν το κρανίο… και εκείνη η αόρατη μύγα (ή κουνούπι;), να μην λέει να φύγει από το μυαλό του. Νόμιζε ότι η γη είχε ανοίξει και ήταν έτοιμη να τον ρουφήξει σαν μαύρη τρύπα! Τα μελίγγια του έσφιγγαν σαν μέγγενη και οι κεραυνοί του Ολύμπου, λες και άστραψαν όλοι μαζί μες τους δαιδάλους του μυαλού του, ενός μυαλού που εκείνη τη στιγμή είχε σταματήσει στη διασταύρωση απελπισίας και θυμού! Έφτιαξε, προσπάθησε δηλαδή να ισιώσει, την γραβάτα του με το χέρι του να τρέμει, έστρωσε τα λίγα του μαλλιά, πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε στο μικρό του γραφείο περιμαζεύοντας τις απομείνασες δυνάμεις από την ψυχή του.

«Κύριε Γιάννη, τηλέφωνο!»

«…………………………»

«Κύριε Σωτηρόπουλε, … τηλέφωνο…!»

«…………………………»

«Τι θα γίνει κύριε Γιάννη; Θ’ απαντήσετε ή να πω ότι λείπετε; Ξέρετε… είναι η μητέρα σας … και είναι η τρίτη φορά που σας ζητάει σήμερα»

«Εεε… ναι… ναι… ευχαριστώ Χριστίνα. Πέρασέ το μέσα σε παρακαλώ»

Κάθισε και το θολό του βλέμμα έπεσε πάνω στο παράθυρο και εκείνο το περιστέρι που καθημερινά σχεδόν στόλιζε το περβάζι με τα στομαχικά του προϊόντα. Το τηλέφωνο ακούστηκε δυνατά και τον τάραξε.

«Ναι μάνα, έλα τι κάν…»

«Μπα!!! Καταδεχτήκαμε να μιλήσουμε στην μάνα μας; Καταδέχτηκε ο κανακάρης μας; Άκουσε βρε αχαΐρευτε, που μ’ αποφεύγεις στα τηλέφωνα, που μπήκες στην τράπεζα και νομίζεις ότι έγινες κάποιος, που αν δεν ήταν ο Λάμπρος, που σαν αίμα μου  τον πίεσα να σε διορίσει, τώρα θα ήσουν ένας πτυχιούχος άνεργος, ένας αλήτης θα ήσουν. Ναι, αυτό θα ήσουν, στο υπογράφω εγώ βρε, η μάνα σου, ο μόνος άνθρωπος που σ’ αγαπάει σ’ αυτόν τον κόσμο (!), αλλά εσύ μεγαλοπιάστηκες και δεν καταδέχτηκες ούτε μια φορά να έρθεις απ’ το σπίτι, να δεις εκείνο τον έρμο τον πατέρα σου, που έχεις ρίξει μαύρη πέτρα πίσω σου, που μου τον φορτώσατε, εσύ κι εκείνη η προκομμένη η αδερφή σου και τον ξεσκατίζω και τον πλένω και τον ταΐζω στο στόμα, λες και είναι το μωρό, το νιάνιαρο. Που καμιά μέρα θα πάθω συγκοπή και θα με βρείτε πεθαμένη, κάγκελο μωρέ… και θα το έχεις κρίμα στον λαιμό σου…»

«Μάνα άκουσέ με λίγο…»

«Τι ν’ ακούσω μωρέ; Εσύ να μ’ ακούσεις, που σε παίρνω τηλέφωνο κι όλο λείπεις, τάχα, σε δουλειές. Αλλά δεν φταίει άλλος, όχι – όχι, εγώ φταίω, που τόσα χρόνια στόμα έχω και μιλιά δεν βγάζω, ανεπρόκοπε, τεμπέλαρε. Αλλά … ανάθεμα το γάλα που σε βύζαξα, από μικρός έτσι ήσουνα… το ψάρι στα χείλη μου ‘ψησες, πάντα ο εαυτούλης σου κύριε καλοπερασάκια!! Πότε θα νοικοκυρευτείς βρε; Πότε θα βρεις μια σοβαρή κοπέλα, από καλό σπίτι και όχι σαν αυτές τις σουρλουλούδες που κυκλοφορείς, που δεν έχουν δεύτερο βρακί να βάλουν και το μόνο που ξέρουν, είναι να κάνουν καλό κρεβάτι και να ζητάνε όλο λεφτά και δωράκια;»

«Μάνα, άκουσέ με λίγο…»

«Και την αδερφή σου την κακομοίρα, που ‘χει βγάλει το χτικιό μ’ αυτόν που πήρε, μαύρη ώρα και κακιά, ούτε ένα τηλέφωνο, να δεις τι κάνει, αχαΐρευτε, που όλο της «χτυπάει» αυτός, κακόχρονο να ‘χει, για το σπίτι που είπαμε να της πάρουμε…»

«Μάνα…», τα μάτια του είχαν πρηστεί και τα νεύρα του τον έλεγχαν αντί να τα ελέγχει αυτός, «… παράτα με πια. Ξεφορτώσου με… αμάν!!»

Τον είχε πνίξει η απόγνωση. Με μια μεγαλόπρεπη κίνηση, που την καταχάρηκε, έκλεισε το τηλέφωνο, λες και προσπαθούσε να πετάξει όλη την γκρίνια στα σκουπίδια. Η αλήθεια ήταν πως οι γονείς του, είχαν υποσχεθεί στο γαμπρό, ένα σπίτι, σαν προίκα, αλλά μετά την οικονομική καταστροφή του πατέρα του, (αυτά έχει το εμπόριο), θεώρησαν όλοι ότι ο αδερφός έπρεπε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση.

Σηκώθηκε ν’ ανασάνει λίγο κοντά στο παράθυρο. Άναψε ένα τσιγάρο. Οι κινήσεις του αργές, σχεδόν τελετουργικές, λες κι απολάμβανε την στιγμή. Παρατήρησε τον καπνό που υψωνότανε γαλάζιος κι ανάλαφρος, να βγαίνει απ’ το μισάνοιχτο τζάμι, σαν κορδέλα, σαν άυλο φίδι και του φάνηκε ότι τον κορόιδευε η λευτεριά του. Το γνωστό περιστέρι, μαύρο με άσπρα φτερά, συνέχιζε ανενόχλητο να δημιουργεί καλλιτεχνήματα πάνω στο περβάζι, κοιτάζοντάς τον με την άκρη του ματιού.

«Ας είναι…», σκέφτηκε μελαγχολικά.

Γύρισε στα χαρτιά του και έπιασε το κεφάλι με τα δυό του χέρια. Όλα τα γράμματα και οι αριθμοί, όλα αυτά που έβλεπε πάνω στις λευκές κόλλες, γύρναγαν στα μάτια του σαν θυμωμένα έντομα, χωρίς να σημαίνουν τίποτα. Σαν βρωμιές που άφησαν κάποιες αόρατες μύγες, που μπόρεσαν και μπήκαν στο κρανίο. Σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν δύσκολο να μπούνε, μιας και τα λιγοστά του μαλλιά, αν και τόσο νέος, δεν θα έπαιρναν βραβείο προστασίας της κεφαλής.

Γέλασε μ’ αυτήν του την σκέψη. Απόρησε που μπόρεσε να σκάσει έστω και αυτό το λίγο γέλιο στα χείλη του. σήκωσε το ακουστικό με λαχτάρα να βρει λίγη χαρά. Να μιλήσει, να ξεχαστεί λίγο!

«Χριστίνα, πάρε μου σε παρακαλώ την Μαριάνθη»

«Αμέσως κύριε Γιάννη. Να την πάρω σπίτι; Θα είναι εκεί;»

«Ναι… νομίζω ναι»

Και που αλλού να ήταν η όμορφη Μαριάνθη; Ή στο σπίτι να τρέφει την ματαιοδοξία της, με διάφορες κρέμες και σοβατίσματα, κάνοντας και κανένα μπανάκι με αφρόλουτρα και έλαια με δυνατές μυρωδιές πατσουλί, (η Νέα Κλεοπάτρα!), όπως της έλεγε κάθε γειτόνισσα, ή θα έκανε τα ψώνια της, με τα λεφτά του κορόιδου, διαμαρτυρόμενη για τις τιμές της αγοράς «που έχουν πάρει τα ύψη και δεν μπορεί κανείς να ζήσει», αλλά και για την απαράδεκτη συμπεριφορά των πωλητών οι οποίοι δεν αναγνώριζαν στο πρόσωπό της, τη βασίλισσα του Παγκρατίου και της φέρονταν σαν να ήταν κάποια απλή θνητή! Λες και ήταν σαν τα μούτρα τους. Αυτή που, απ’ το κρεβάτι της, είχαν περάσει καν και καν άντρες! Τα πιο μεγάλα και σημαίνοντα πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας, απ’ τον πρόεδρο της ομάδας μπάσκετ, μέχρι τον πρόεδρο των πωλητών λαϊκών αγορών. Από πρόεδρο σε πρόεδρο «το πήγαινε το γράμμα», ή ότι άλλο πήγαινε τέλος πάντων. Και τώρα είχε καταλήξει σ’ αυτόν, τον νέο πρόεδρο, τον πρόεδρο των ηλιθίων!!

Αυτές οι σκέψεις του προκάλεσαν ένα σφίξιμο στο στομάχι, σαν να είχε φάει κάτι χαλασμένο. Η Μαριάνθη…, η σύντροφός του, κάτι μεταξύ κακόγουστου αστείου και σουρεαλιστικής εικόνας, μεταξύ Ιαπωνικής πλαστικής κούκλας μαζικής παραγωγής και εντοιχισμένου πνευματικού σκουπιδοτενεκέ. Μετάνιωσε … και ετοιμάστηκε να ειδοποιήσει την γραμματέα του ν’ ακυρώσει το τηλεφώνημα, αλλά τότε ακούστηκε η αδυσώπητη φωνή της:

«Κύριε Γιάννη, η δεσποινίς Μαριάνθη στη γραμμή δύο»

«Κατάρα», σκέφτηκε. «Μα εγώ δεν την πήρα; Τέλος πάντων…». Έφτυσε χωρίς να το καταλάβει κάτω, αφήνοντας ένα λεκέ στη μοκέτα.

«Ναι…»

«Γιαννουλάκη μου, με πήρες μωρό μου; Σου έλειψα μωράκι – γλυκουλάκι μου; Θέλεις να μιλήσεις στο Μαριανθουλάκι σου;»

Θεέ μου, πόσο τον ενοχλούσαν τα υποκοριστικά της! Ώρες – ώρες ήθελε να την χαστουκίσει, να την κάνει να καταλάβει αυτό που δεν μπορούσε ν’ αντιληφθεί με τα λόγια. Τόσες φορές κι αν της το είχε πει, εκείνη το συνέχιζε απτόητη.

«Ναι – ναι…», απάντησε ξερά κι ανόρεχτα.

Η αμηχανία του, ξαναφάνηκε απρόσκλητη κι έκανε την γλώσσα να «ρετάρει» καθώς τα φωνήεντα κόλλαγαν στον ουρανίσκο του.

«Ήθελα να σου πω κορίτσι μου…»

Δεν άργησε να καταλάβει το λάθος του που την είχε αποκαλέσει «κορίτσι μου», αν και φάνηκε ότι το είχε πει ανόρεχτα και με «στεγνή» φωνή.

«Αχ μωρό μου, με τρελαίνεις όταν με λες κορίτσι σου…»

Ο Γιάννης σοβάρεψε όσο μπορούσε την φωνή του, δεν ήταν δύσκολο να βγάλει όλη την ένταση της μέρας στον ήχο και με ύφος πιο σοβαρό :

«Ήθελα να σου πω ότι… ότι…»

«Ότι τι γλυκούλι μου, ζαχαρωτάκι μου;»

«Κόψε πια αυτά τα υποκοριστικά σου. Αμάν πια, τα μπούχτισα. Ήθελα να σου πω… να… ότι το βράδυ θ’ αργήσω…» συνέχισε ασυναίσθητα με πιο απολογητικό και σχεδόν ένοχο ύφος, «… λίγο, λιγάκι… δηλαδή…»

«Θ’ αργήσεις; Και γιατί παρακαλώ;», η Μέγαιρα έκοψε απότομα τα υποκοριστικά της κι άρχισε να δείχνει το αληθινό της πρόσωπο. Κάποιος με αρκετή φαντασία θα μπορούσε να διακρίνει τα νύχια και τους κυνόδοντές της που ξαφνικά είχαν πάρει υπερφυσικές διαστάσεις.

«Να… είπαμε με τα παιδιά, ξέρεις από το γραφείο, να δούμε μαζί το βράδυ τον Παναθηναϊκό στη τηλεόραση. Ξέρεις παίζει έξω, στο εξωτερικό εννοώ κι έχει μεγάλο ενδιαφέρον και αγωνία ο αγώνας. Να πιούμε και καμιά μπυρίτσα… και να …ξέρεις πως γίνονται αυτά τα πράγματα… αντροδουλειές…»

Την είχε πάρει τηλέφωνο, όχι για να της πει αυτά που της είπε, ίσως και να μην είχε σκεφτεί να πιεί με τους φίλους του, αλλά κάτι μέσα του έβγαλε αυτά τα λόγια, αυτή την επιθετική (σχεδόν) άρνηση της επιστροφής στο σπίτι. Την είχε καλέσει για να διασκεδάσει την ένταση που είχε νοιώσει νωρίτερα, αλλά ανακάλυψε ότι αυτό που έκανε, τον αλάφρωνε περισσότερο. Και τώρα περίμενε την επίθεσή της, σκέφτηκε ότι όσο πιο απότομη κι αν ήταν η Χρυσάνθη, τόσο πιο πολύ κι εκείνος θ’ απολάμβανε την στιγμή και θα απέβαλλε την θλίψη του. Άκουσε την φωνή της:

«Και δεν μου λες παλικάρι μου, για να ‘χουμε καλό ρώτημα δηλαδή, θα είναι κι αυτός ο Προκόπης μαζί σας;»

«Μάλλον,… νομίζω,… ναι δηλαδή»

«Εμ, βέβαια, λείπει ο Μάρτης από την Σαρακοστή; Βρε, που τα πουλάς αυτά; Σε μένα; Εγώ σ’ έχω γεννήσει βρε. Πες ότι θέλεις να βγεις μ’ αυτόν τον φουστανάκια τον σαβουρογάμη, για…»

«Πρόσεχε την γλώσσα σου λίγο…»

«Βρε, άσε την γλώσσα μου ήσυχη που αλλάζεις κουβέντα κατά που σε συμφέρει και πες ότι θέλεις να πας σε κανένα κωλομπαράκι για καμάκι και γκομενίσματα μ’ αυτόν τον άχρηστο κι άσε τις δικαιολογίες για Παναθηναϊκούς και πράσινα άλογα…»

«Μαριαν…», μπόρεσε μόνο να ψελλίσει γιατί εκείνη χωρίς ανάσα, απτόητη συνέχισε τον εξάψαλμο:

«… που απ’ την ημέρα που έμπλεξες μαζί του έχεις αλλάξει τελείως, με παραμελείς. Ποιάν, εμένα …!!! Τη Μαριάνθη με το όνομα, που στο Παγκράτι έχουν να το λένε για το πόσα παλικάρια σφάζονταν στη ποδιά μου βρε… κι εγώ; Εγώ έφαγα τα καλύτερά μου χρόνια μαζί σου, στο πλάι, πιστή σαν …»

«Μα βρε Μαριάνθη, μόνο ένα χρόνο είμαστε μαζί…»

«Άσε τις δικαιολογίες βρε. Αλλά τι περιμένει κανείς από σένα; Σαν την μάνα σου είσαι που, μόλις ακούει το όνομά μου, συφιλιδιάζεται και βγάζει φλύκταινες … σπυριά με πύον…»

Η συζήτηση μπορεί στην αρχή ν’ ακολουθούσε την αναμενόμενη πορεία της Μαριάνθειας επιχειρηματολογίας, αλλά τώρα είχε αλλάξει ρότα, μπλέκοντας και άλλα πρόσωπα που από ηθικής πλευράς θεωρούνται «ιερά», κάτι που έκανε τον Γιάννη να προειδοποιήσει:

«Λίγα τα λόγια σου για την μάνα μου…»

«Είδες; Την υπερασπίζεσαι …», ακούστηκε ο χείμαρρος λέξεων που βγήκε από εκείνο το στόμα με τα μόνιμα έντονα κόκκινα χείλια, «… ενώ εγώ που σου πλένω, σου μαγειρεύω, που σου δίνω το κορμί μου να ευχαριστείς την τσουτσούνα σου, είμαι… είμαι του κλώτσου και του μπάτσου… αλλά έτσι είναι…

Εμείς οι καλές κοπέλες, πέφτουμε στ’ απομεινάρια των ανδρών, σε κάτι δηλαδή σαν κι εσένα και τους ομοίους σου που κάνεις παρέα … ξέρεις πόσο καιρό έχεις να μ’ αγκαλιάσεις με την καρδιά σου; Ξέρεις πόσο καιρό έχεις να μου πεις γλυκόλογα; Ξέρεις πόσο καιρό έχεις να μου πάρεις ένα δώρο βρε τέρας; Αλλά το ξεχάσαμε το δαχτυλιδάκι, εκείνο το παλιό – ψωροδαχτυλίδι που μου υποσχέθηκες! Αν όμως είχες σκοπό να μ’ αποκαταστήσεις, να με παντρευτείς με παπά και με κουμπάρο, θα μου το ‘χες πάρει, θα μου το ‘χες φορέσει. Και όχι μόνο αυτό! Αλλά έχεις σκοπό; Όχι βέβαια, δεν έχεις! Έτσι με θέλεις, να μ’ έχεις γκόμενα και δούλα, αστεφάνωτη, σπιτωμένη. Καλά μου λέει η μαμά: «παράτα τον άχρηστο, βρες κανένα να κουκουλωθείς και στείλτον στον αγύριστο, από κει δηλαδή που ‘ρθε». Και θα σε παρατούσα βρε αν δεν είχα τόσο καλή καρδιά…»

«Σε παρακαλώ Μαριάνθη ηρέμησε. Λογικέψου… σοβαρέψου. Σου τηλεφώνησα να σ’ ακούσω λιγάκι, να χαρώ, γιατί αντιμετωπίζω ένα αρκετά μεγάλο πρόβλημα στη δουλειά…»

Η διακοπή στην φωνή του οφειλόταν στα σχεδόν τσιρίγματα της «συντρόφου» του:

«Αμ βέβαια, μόνο εσύ έχεις προβλήματα, εμείς οι υπόλοιποι ζούμε όλο χαρά και τραλαλά. Πότε θα χαρώ κι εγώ λίγο; Ε; Θα μου πεις βρε τέρας της κολάσεως , … βρε… βρε αναίσθητε; Που δεν ξέρω πόσο καιρό έχεις να με βγάλεις έξω! Και μη μου πεις για προχθές που πήγαμε στους δικούς μου, γιατί αυτή δεν ήταν έξοδος. Με τα μούτρα που είχες ήταν καταναγκαστικά έργα… και μάλιστα για θανατοποινίτες»

Από το μυαλό του πέρασαν εικόνες από Μεσαιωνικά βασανιστήρια, από κάψιμο μαγισσών και τα πάντα γύρω από την Ιερά Εξέταση και τις μεθόδους πειθούς της, σ’ εκείνα τα παλιά ωραία (όπως του φαίνονταν τώρα), χρόνια… πόσο δίκιο, καμιά φορά, δίνεις στους μεγάλους εγκληματίες! Πως μπερδεύεις καμιά φορά το καλό με το κακό, το σωστό με το λάθος! «Μ’ αυτό», σκέφτηκε, «δεν ήταν πάντα το μεγάλο δίλλημα των κοσμοθεωριών ή όπως αρέσκονται κάποιοι ν’ αποκαλούν, θρησκειών; Αυτό πάντα δεν μεταφράζεται, ιστορικά, ανάλογα με τα συμφέροντα του κάθε ηγεμόνα, τύραννου ή λαοπλάνου; Στο όνομα του καλού ή του δίκαιου δεν έγιναν τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ιστορία του Ανθρώπου;» και όπως ξαφνικά του είχε έρθει αυτή η φιλοσοφική διάθεση, έτσι ξαφνικά προσγειώθηκε, συνειδητοποιώντας ότι κάποια φωνή στο ακουστικό συνέχιζε να καταβαραθρώνει την αξιοπρέπεια.

«Λοιπόν Μαριάνθη με συγχωρείς αλλά τώρα έχω δουλειά… τα λέμε μετά»

«Εμ, βέβαια κύριος, έχεις δουλειά τώρα γιατί δεν σε συμφέρ…»

Για δεύτερη φορά μέσα σε λίγη ώρα, το ίδιο αυτό πρωινό, έκλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα σε άνθρωπο – εξακολουθούσε να την χαρακτηρίζει άνθρωπο - αν και αυτή τη φορά ο συνομιλητής είχε ακούσει κι ένα «με συγχωρείς». Τούτη όμως τη φορά δεν ένοιωσε και τόσο καλά. Νόμιζε ότι είχε ένα βρόγχο στο λαιμό του, που τον έσφιγγε τόσο που θα πνιγόταν. «Άντε τώρα να έχεις κέφι να δουλέψεις», σκέφτηκε μελαγχολικά. 

Μηχανικά άναψε κι άλλο τσιγάρο. Κοιτάζοντας το σταχτοδοχείο του, είδε ήδη τρεις γόπες. «Πρέπει να το κόψω το ρημάδι», μονολόγησε κάπως δυνατά, ίσως πιο δυνατά απ’ όσο θα ήθελε, πιο πολύ για ν’ ακούσει την φωνή του, παρά για να κάνει την μεγάλη (!) διαπίστωση. Άρχισε να βήχει και βυθίστηκε σ’ ένα πλέγμα σκέψεων που περιλάμβαναν γκόμενες, συγγενείς και προϊστάμενους.

«Κύριε Σωτηρόπουλε, σας ζητά στο γραφείο του ο κύριος Γενικός», ακούστηκε η φωνή της γραμματέας του με την αλλοιωμένη μεταλλική φωνή της  ενδοεπικοινωνίας.

Τίναξε το κεφάλι λες και τον είχε χτυπήσει ρεύμα, καθυστέρησε αναλογιζόμενος το βρισίδι που θα άκουγε και απάντησε κουρασμένα:

«Πηγαίνω αμέσως Χριστίνα, ευχαριστώ. Κράτα σε παρακαλώ όλα τα τηλεφωνήματα, δες τα e – mails μου και ειδοποίησέ με μόνο αν έρθει η μηνιαία αναφορά των αποπληρωμών χορηγήσεων. Α, … μη ξεχάσω, κοίτα τι έγινε με τις καταστάσεις των leasing tools (το οικονομικό θηρίο είχε αρχίσει να ξυπνά σιγά – σιγά ) που ζήτησα από τον Χριστοδούλου. Έτσι κι αλλιώς πρέπει να ενημερώσω τον κύριο Γενικό»

Άκουσε το κλικ που έκανε η παύση της ομιλίας και σηκώθηκε όρθιος. Φόρεσε το σακάκι του με κάπως αργές κινήσεις από το κανονικό, έφτιαξε την γραβάτα του, όχι ότι χρειαζόταν κι έκανε να ξεκινήσει.

Η εφημερίδα ήταν πεταμένη στην άκρη του μικρού καναπέ υποδοχής, τσαλακωμένη, βρώμικη, μισοσκισμένη, τρισάθλια, λες και κάποιο αόρατο σκυλί έπαιξε μαζί της, μοιάζοντας πιο πολύ με κουρελόπανο, περιμένοντας και ικετεύοντας, (άκου θράσος!), καιρό τώρα, κάποιον αναγνώστη να την διαβάσει. 

Από κάποια τρύπα φαινόταν η διαφήμιση της μέσα σελίδας : «Χειμερινές διακοπές ΤΩΡΑ! Ελάτε στην Ευρυτανία, στο όμορφο Καρπενήσι! Δείτε την χιονισμένη Ρούμελη. Ξενοδοχείο SUN, για ονειρεμένα τριήμερα ή Σαββατοκύριακα, πάντα δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Παίξτε με το χιόνι και ξεχάστε την πόλη και τα προβλήματά της…», έσκυψε λίγο και με τα δυό δάχτυλα ανασήκωσε το χαρτί για να διαβάσει το υπόλοιπο κείμενο «…. κάντε το καθημερινό σας άγχος, χθεσινή ανάμνηση. Πληρώστε με την Diner’s ή την Visa κάρτα σας σε έξη άτοκες δόσεις…» το υπόλοιπο δεν το διάβασε.

¨Δεν είναι κακό…», σκέφτηκε κάπως ρομαντικά και μελαγχολικά, «… αλλά τώρα προηγείται ο Γενικός»

Πήγε ως το γραφείο, χτύπησε την πόρτα κι άνοιξε χωρίς να περιμένει απάντηση. Η εικόνα που αντίκρισε ήταν και αυτή που περίμενε. Ο χοντρός Γενικός, μέσα σ’ ένα σχεδόν σκοτεινό γραφείο, σαν εικόνα βγαλμένη από καρτ ποστάλ του περασμένου αιώνα, χωμένος σε κάτι στοίβες χαρτιών και με ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα. Η οθόνη του υπολογιστή απλά κατελάμβανε χώρο στο διπλανό τραπεζάκι, αφού ο Γενικός ποτέ του δεν είχε συμπαθήσει τέτοιου είδους μηχανήματα. «Του διαβόλου πράγματα», συνήθιζε να τα λέει. Και η φήμη που κυκλοφορούσε, ότι δηλαδή δεν ήξερε να τον χρησιμοποιεί, μάλλον είχε βάση.

«Με ζητήσατε;», ρώτησε με σταθερή φωνή, βρίσκοντας την αυτοκυριαρχία του και την αυτοπεποίθησή του.

«Ναι αγαπητέ, ναι, μόνο περίμενε λίγο σε παρακαλώ…»

Κοίταξε τα χαρτιά του τάχα απασχολημένος, περισσότερο όμως για να δείξει την ανώτερη θέση που κατείχε αυτός και έτσι να τονίσει την υποχρέωσή του υφισταμένου του σε υπακοή. Ιεραρχία; Ίσως! Κόμπλεξ; Ίσως!

Κάποια στιγμή καταδεχόμενος να τον κοιτάξει, του έδωσε σημασία.

«Λοιπόν κύριε Σωτηρόπουλε, μπορείτε να μου εξηγήσετε, τι ήταν αυτές οι αηδίες που μου λέγατε προηγουμένως;»

«Κύριε Γενικέ», απάντησε με συγκρατημένη ευγένεια, «… η αλήθεια είναι πως όταν μου ζητήσατε να επεξεργαστώ και να προτείνω καινούργιες ιδέες για τον ευέλικτο τρόπο προσέγγισης των πελατών, σκέφτηκα και δούλεψα πάνω στον τομέα των δανειοδοτήσεων, σε συνδυασμό με το σύστημα  των πιστωτικών μας καρτών και κατέληξα…»

«Η αλήθεια είναι, κύριε Σωτηρόπουλε, ότι όλα αυτά τα σκέφτηκε ο κύριος Παπαναστασίου, τα μετέφερε σε σας, με την εντολή να τα επεξεργαστείτε απλώς κι εν συνεχεία βέβαια να τα καταγράψετε…»

«Μα… κύριε…»

«Απ’ την άλλη βεβαίως, μπορείτε να ευχαριστήσετε τον κύριο Παπαναστασίου (σκόπιμα αναφέρθηκε για δεύτερη φορά το όνομα και χαμογέλασε το γουρούνι), που σας έδωσε την ευκαιρία να δουλέψετε πάνω σ’ αυτήν την υπέροχη ιδέα … κι εγώ ξεχνάω αμέσως και την αναίδειά σας, αλλά και το θράσος σας. Νομίζω έγινα κατανοητό. Εντάξει;»

«Μάλιστα κύριε Γενικέ. Νομίζω ότι κατάλαβα καλά». Η φωνή του έβγαινε με κόπο, βραχνή κι αδύναμη, λες και κάποιος είχε κόψει τις φωνητικές του χορδές. «Με θέλετε τίποτα άλλο;»

«Όχι παιδί μου…» και με πιο γλυκιά φωνή και μεγάλο χαμόγελο, αφού είχε πετύχει τον σκοπό του, «… ήθελα βέβαια να σου δώσω και τα συγχαρητήριά μου, για την συνέπειά σου στη δουλειά και την αφοσίωσή σου στη τράπεζα. Σπάνια βρίσκονται τέτοιοι υπάλληλοι… συνεργάτες ήθελα να πω, στις μέρες μας»

«Τέτοιο ζώο…», σκέφτηκε!

Βγήκε από το γραφείο, προσπαθώντας να μην δείξει τον εκνευρισμό του. τα έβαλε με τον εαυτό του που δεν όρθωσε το ανάστημά του, να διεκδικήσει το δίκιο του και ν’ απαιτήσει την αναμενόμενη από καιρό προαγωγή. Πόσο θα ήθελε να χτυπήσει τη πόρτα με δύναμη πίσω του, να τους στείλει όλους στον αγύριστο, να τους ξεμπροστιάσει μ’ ένα γραπτό «κατηγορώ», σαν του Εμίλ Ζολά, σε κάποιο απ’ αυτά τα ηλίθια, κίτρινου χρώματος τηλεοπτικά κανάλια!

«Να τους πνίξω αν γινότανε, με τα ίδια μου τα χέρια και μετά…», σκέφτηκε με κακία, «…να παρουσιαζόμουν στην αστυνομία, να ομολογήσω το έγκλημά μου»

Και ήταν σίγουρος ότι οι «μπάτσοι» δεν θα τον κράταγαν, όχι – όχι. Ίσα – ίσα που θα του έδιναν και συγχαρητήρια, ίσως και κάποιος δήμαρχος να έδινε το όνομά του σε κάποια πλατεία, όπως κάνουν μ’ όλους τους ήρωες, οι κατά καιρούς αξιωματούχοι σε κάθε κράτος, με αυτούς που, σαν ηλίθιοι, δίνουν ότι πολυτιμότερο έχουν, για να την γλιτώνουν οι δειλοί, οι καιροσκόποι, οι πραγματικά άχρηστοι, οι οποίοι με το καταλάγιασμα κάθε θύελλας, άγνωστο και συνάμα μαγικό πως, βρίσκονται σε μικρές ή μεγάλες διοικητικές θέσεις. Χαμογέλασε μ’ αυτή την σκέψη.

«Να δεις που μπορεί να μου έστηναν και άγαλμα…», ψιθύρισε στον εαυτό του. «Μαρμάρινο όμως, όχι κανένα έκτρωμα σαν αυτόν τον γυάλινο δρομέα που μας καταπλακώνει τη καρδιά, όποτε κανείς περνάει μπροστά του ή σαν αυτά τα ακαταλαβίστικα που θύμιζαν μεγάλες μυγοσκοτώστρες και, ίσως, γι αυτό να τα είχαν πετάξει σαν μπάζα μπροστά στο Μέγαρο Φίλων Μουσικής».

Χαμογέλασε σχεδόν αυτάρεσκα.

«Μα τι λέω Θεέ μου, ποιος θα μου έκανε άγαλμα, αφού αυτούς τους ίδιους κατηγορώ», μονολόγησε.

«Πόσο εύκολα μπορεί κάποιος να παραλογιστεί!»

Στο πρόσωπό του όμως μεγάλωσε το χαμόγελο. Όχι ότι είχε φτιάξει το κέφι του, αλλά πήρε λίγο κουράγιο. Μ’ όλα αυτά στο μυαλό, μπήκε στο γραφείο. Η μέρα του άρχισε άσχημα, περίμενε να δει τι άλλο έμελλε να συμβεί. Βέβαια καμιά φορά, καλύτερα να σκέφτεσαι να κερδίσεις το ΛΟΤΤΟ, το ΠΡΟΠΟ ή το λαχείο, παρά να μελετάς καταστροφές…

«Κύριε Γιάννη, τηλέφωνο… η αδελφή σας… η κυρία Ελένη»

Όπου Ελένη, μπελάς και μάλιστα μεγάλος. Όπου Ελένη … καταιγίδα και σεισμός μαζί. Γιατί Ελένη σημαίνει κάτι μεταξύ πλημμύρας και πυρκαγιάς. Πέντε χρόνια μεγαλύτερή του, μόλις τέλειωσε το λύκειο, μπήκε στη μεγάλη σχολή του Έθνους σχολή. Όχι βέβαια εκείνη την ιστορική, αλλά την Α.Π.Ε. γνωστή και ως Ανωτάτη Παντρευτική Ελλάδος. Γνώρισε τον Μάκη στα δεκαοχτώ της και το έβαλε σκοπό της να τον πάρει.

Τι κι αν της μιλήσανε οι φίλες της, τι κι αν γκρινιάζανε όλη μέρα οι γονείς της! Αυτή τίποτα. Τον Μάκη και ξερό ψωμί. Τι σου κάνει το πήδημα ρε παιδί μου!  Τον Μάκη, τον Μάκη, τον Μάκη… - είχε κολλήσει η βελόνα εκεί. Η θα τον παντρευτώ ή αυτοκτονώ. Αυτός είναι η ζωή μου, ο σκοπός της ύπαρξής μου, ο μόνος άντρας επί γης… (όλοι οι άλλοι φαίνεται είχαν πουστέψει, έτσι ξαφνικά…).

«Καλημέρα Ελένη», μίλησε στο ακουστικό με φανερή «ξινίλα» στα μούτρα. «Τι κάνει ο Μάκης (φάνηκε για λίγο μια περιφρόνηση στην ερώτηση), τα παιδιά; Όλοι καλά;»

«Τι καλά βρε Γιάννη. Η Μαρία έχει προβλήματα στο λύκειο με τα μαθηματικά και την φυσική. Η Καίτη όλο θέλει να βγαίνει και ν’ αργεί, τα ξημερώματα τα έχει για νωρίς φαντάσου και ο Γιωργάκης έκανε πυρετό κι έχει βγάλει όλο σπυράκια στο πρόσωπο και στο σώμα. Αυτά δεν είναι παιδιά, είναι τέρατα, είναι βελζεβούλια, έχουν βάλει σκοπό να με ξεκάνουν. Αμ κι αυτός ο ανεπρόκοπος ο άντρας μου, τι να πω βρε παιδί μου! κι αυτός κάθε βράδυ αργεί, με τους φίλους λέει βγαίνει, τον πιστέψαμε τώρα, έρχεται πιωμένος…»

Ο Γιάννης απορούσε που κρατούσε ακόμα το ακουστικό στο αυτί του και δεν το παρατούσε πάνω στο τζάμι του γραφείου του, να την αφήσει να μιλάει μόνη της, ν’ απαριθμεί τα φανταστικά προβλήματα της μίζερης ζωής της, αντίθετα προσπάθησε να την συνεφέρει:

«Ελένη, ξέρεις, εδώ είναι τράπεζα, είναι γραφείο τράπεζας και στα γραφεία οι άνθρωποι συνήθως δουλεύουν. Κι αυτή τη στιγμή προσπαθώ να βγάλω το μεροκάματό μου, να δουλέψω λιγάκι, αν μου το επιτρέψεις βέβαια. Να τα πούμε λοιπόν μια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή…»

«Κι εγώ, έναν άνθρωπο έχω να τα πω να ξεθυμάνω, εσένα, τον αδερφό μου. κι εσύ μ’ αποτσιφνάς  . Που θα πω τον πόνο μου αν όχι στο αίμα μου; Αλλά άντρας δεν είσαι κι εσύ; Το μέρος του άχρηστου του … συζύγου μου θα πάρεις…».

«Ποιο μέρος του ρε Ελένη; Δεν είπα τίποτα. Ούτε που σκέφτηκα να πω τίποτα. Μόλις ανέφερα το όνομα Μάκης - και δεν είμαι σίγουρος ότι το ανέφερα – άναψες. Λίγο να δουλέψω θέλω μόνο. Με πήρε και η μαμά νωρίς – νωρίς, ούτε στον ύπνο της να μ’ έβλεπε και με «φόρτωσε’ κι εκείνη. Αμάν πια, τι έχω κάνει; Σε τι έχω φταίξει;»

«Σε πήρε η μαμά, γιατί αυτή τουλάχιστον καταλαβαίνει τον καημό μου. Ενώ εσύ τελείως αδιάφορος. Και για να ‘χουμε καλό ρώτημα, τι γίνεται μ’ εκείνο το σπίτι που έχεις υποσχεθεί;»

Αυτό το τελευταίο το περίμενε. Κατάλαβε ότι η μάνα του είχε προσπαθήσει να προετοιμάσει το έδαφος για αυτό που τελικά ακολούθησε από την αδερφή.

«Εγώ; Εγώ έχω υποσχεθεί;»

«Εσύ βρε. Εσύ δεν είσαι ο γιός; Εσύ, μετά τον μπαμπά, δεν είσαι ο άντρας της οικογένειας; Δεν έπρεπε να φροντίσεις την αδερφή σου; Δεν έπρεπε να με προικίσεις, έτσι για τα μάτια του κόσμου; Για να λένε οι άλλοι ότι κάτι έχεις προσφέρει κι εσύ;»

«Κι από πότε ρε Ελένη τα μάτια του κόσμου θέλουν να βλέπουν προίκες για να λένε καλός ο αδερφός; Αυτά είναι συνήθειες άλλης εποχής».

«Όλο λόγια είσαι όταν θέλεις να ξεφύγεις από κάτι… Τελικά δίκιο είχε ο Μάκης μου που σε λέει τιποτένιο. (Τώρα είχε γίνει ο Μάκης της και ο αδερφός τιποτένιος). Και μου το χτυπάει κάθε μέρα… α α α α α… όλα κι όλα, έχει δίκιο ο Χριστιανός, α α α α α … όλα κι όλα… να λέμε και του στραβού το δίκιο. Όλα τα δίκια του κόσμου έχει… όλα κι όλα…»

«Ελένη μήπως παραλογίζεσαι; Ακούς τι λες; Πρέπει να …»

«Κύριε Γιάννη, στο τηλέφωνο ο κύριος Παπαβασιλείου, γραμμή ένα…», ακούστηκε πάλι εκείνη η μεταλλική φωνή της Χριστίνας από την ενδοεπικοινωνία. Νόμισε ότι ήθελε να την φιλήσει που τον έβγαζε από την δυσάρεστη θέση.

«Ακούς Ελένη; Έχω και δουλειά … επιτέλους»

«Καλά – καλά, πάρε με μόλις ξελασκάρεις. Γεια σου»

«Για»

«Καλημέρα κύριε Παπαβασιλείου, τι κάνετε; …»

Η φωνή από την ενδοσυνεννόηση ακούστηκε πάλι μονότονη και τυπική – και όχι τόσο ευχάριστη αυτή την φορά.

«Κύριε Γιάννη σας ζητάει ο κύριος Μιχαηλίδης…»

«Αμέσως Χριστίνα, μόλις τελειώσω, θα πάω … ειδοποίησε σε παρακαλώ…»

Έτσι πέρασε κι αυτή η μέρα. Με καταιγιστικό ρυθμό. Με αλλεπάλληλα rendez – vous κι ατέρμονες συζητήσεις με πίεση και εξαναγκασμούς, με υπολογισμούς και παρεμβάσεις. Κάθε μέρος το ίδιο. Ίδιος ρυθμός, χωρίς ανάσα, προσπάθεια αναρρίχησης, προσπάθεια επιβίωσης. Άγχος, ένα κολατσιό στο πόδι, ταχύτητα προσέγγισης όλων των έκτατων ζητημάτων, γρηγοράδα στην διεκπεραίωσης όσο πιο πολλών υποθέσεων γίνεται. Και οι μήνες να περνάνε, να γίνονται χρόνια … να γίνονται αραιωμένα μαλλιά … και ρυτίδες … και απελπισία…


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Εκείνο το βράδυ όλοι στην παρέα ήταν χαρούμενοι. Ο Παναθηναϊκός, ο Παναθηναϊκός τους είχε νικήσει μέσα στη Γερμανία, όλοι πλημμύριζαν από χαρά, αλλά και από μια περιπαικτική διάθεση. Και αφού δεν υπήρχαν ποδοσφαιρικοί αντίπαλοι, άρχισαν να πειράζουν ο ένας τον άλλο και ιδιαίτερα τον Γιάννη που ήταν πιο χαμηλών τόνων.

«Άντε τυχερέ και νικητής στη μπάλα και με γυναικάρα στο πλευρό σου!!»

«Άντε Γιάννη, τώρα που θα πας σπίτι, χαρά που θα βρει στα σκέλια της η Μαριάνθη… όλη την έξαψη της νίκης θα απορροφήσει … η τυχερή!»

«Άντε…» ο ένας, «άντε» ο άλλος.

Αυτός όμως κάπου έχανε τον ειρμό, το μυαλό του ήταν κάπου αλλού … Από μικρός, από γεννησιμιού του σχεδόν, βάζελος … κι όμως κάτι μέσα του, βαθιά, δεν τον άφηνε να χαρεί την νίκη της αγαπημένης του ομάδας.

«Η Μαριάνθη… λες να είναι αυτό;», σκέφτηκε κοιτώντας σχεδόν αφηρημένος γύρω του. «Μα τι της βρήκα; Ωραία κοπέλα, δεν λέω, όμορφα πόδια, λίγο γεματούλα – τόσο όσο θα έπρεπε να είναι κάθε σωστή γυναίκα, με γλυκό έως όμορφο πρόσωπο, αρκετά προκλητική με πλούσιο μπούστο… αλλά μέχρι εκεί. Μυαλό; Υπήρχε; Πρέπει! Όλο; Μπα…»

Αυτό τον γοήτευε στην αρχή αφού το έβλεπε σαν αθωότητα, σαν αφέλεια… αλλά τώρα; Έπρεπε κάτι να κάνει. Το ένιωθε. Τι όμως; Να την διώξει από δίπλα του, από κοντά του; Και να μείνει πάλι μόνος; Να ξαναψάχνει, φτου κι από την αρχή; Μπα…

Αλλά κι αυτός πάλι, ποιος ήταν; Ένας συνηθισμένος τύπος, αρκετά έξυπνος, αρκετά εργατικός, αρκετά εμφανίσιμος. Σ’ όλα ήταν … αρκετά… σε τίποτα πραγματικά καλός ή μεγάλος. Σαν τους δεκαθλητές, που σ’ όλα τα αθλήματα είναι καλοί, χωρίς όμως ελπίδα να κάνουν παγκόσμιο ρεκόρ σ’ ένα απ’ αυτά!

Έφυγε για το σπίτι με το κεφάλι να χορεύει σ’ ένα μελαγχολικό ρυθμό. Καλή η βραδιά, δεν έκανε ιδιαίτερο κρύο – αν και ήταν τέλη Νοέμβρη. Άρχιζε όμως το σιγανό μουρμούρισμά της η βροχή. Ήδη είχε αρχίσει να ψιχαλίζει. Το τζάμι του αυτοκινήτου γέμιζε σιγά – σιγά με μικρά στίγματα νερού και κόκκινης άμμου. Κόκκινα σημαδάκια, με έντονο χρώμα, τόσο, που αν και βράδυ φαίνονταν ζωηρότατα. Του θύμιζαν τοίχο πιτσιλισμένο από αίμα εκτελεσμένων.

«Πραγματικά δεν πρέπει να στέκω καλά στα λογικά μου για να σκέφτομαι έτσι…», σκέφτηκε δαγκώνοντας τα χείλη.

Ήθελε να οδηγήσει αργά, ν’ ανασυντάξει τις σκέψεις του. Ένοιωθε μελαγχολία, ακατανόητη σε κάποιο βαθμό, μα αυτός έτσι ένοιωθε, λες και κάτι κρατούσε τη καρδιά του καρφωμένη, λες και η ψυχή του ζητούσε λύτρωση άμεσα. Είδε το φανάρι να κοκκινίζει και σταμάτησε. Ένας μικροκαμωμένος πλανόδιος πωλητής, μάλλον από τι Φιλιππίνες με μια αγκαλιά λουλούδια στα χέρια, τον πλησίασε διακριτικά και αθόρυβα. Φορούσε ένα παλιό αδιάβροχο με κουκούλα περασμένη στο κεφάλι, τόσο σφιχτά, έτσι που ν’ απορεί κανείς για το πώς μπορούσε να δει.

«Πάρε καλό κύριο γκια κυρά του. Πάρε καλέ … μόνο ντρίο ευρώ καλέ…»

Χαμογέλασε αμήχανα κι αρνήθηκε. «Γκια κυρά μου», σκέφτηκε! Προσπάθησε να καταλάβει γιατί χαμογελούσε. Άραγε για το «γκια» ή για το «κυρά σου»; Η Μαριάνθη «κυρά» του!!! Η πνιγμένη στην κυρακατινιά της, στις δεισιδαιμονίες, στις ανασφάλειες της• η βουτηγμένη στην γκρίνια … κυρά του!!! ανατρίχιασε στη σκέψη να ζήσει μαζί της μέχρι τα γεράματά του. έβαλε ταχύτητα, λοξοκοίταξε την κοπέλα στο διπλανό αυτοκίνητο με βλέμμα που παρ’ όλη τη μελαγχολία του, μαρτυρούσε επιθυμία και ξεκίνησε στο πρασίνισμα του σηματοδότη. «Ωραία γκόμενα», σκέφτηκε, «και πως καρφώθηκε πάνω μου!!!»

Αυτό τον χαροποίησε λίγο. Επιβεβαίωση!!! «Αλλά τι μου λείπει ρε γαμώ το», μονολόγησε για να νοιώσει την ερώτηση η ψυχή του και να μην δοθεί η απάντηση ποτέ και από κανένα. Ερωτήσεις που αφορούν στον εαυτό μας, που γνωρίζουμε τις απαντήσεις κι όμως εθελοτυφλώντας δεν τις δίνουμε. Και γιατί να φταίμε εμείς; Πιο βολικό δεν είναι να φταίνε οι άλλοι; Κι εμείς να τους κρίνουμε; Γι αυτό δεν λέγεται κάποιος έξυπνος; Γιατί μπορεί να φορτώνει την ανικανότητά του σε άλλους, γιατί οι άλλοι πρέπει να κρίνονται και να φταίνε και φυσικά … να πληρώνουν. Γιατί όλοι μας γεννηθήκαμε δικαστές! Τι σημασία έχει αν η μεγαλύτερη αρετή κατά τους, ανά αιώνες φιλόσοφους, είναι να παραδεχόμαστε το δίκιο του άλλου, ειδικά όταν αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντά μας;

«Γιατί νοιώθω αποτυχημένος; Αφού κάποια χρήματα στην άκρη έχω, ένα καλό μισθό τον έχω, τ’ αυτοκίνητό μου το έχω, τις ωραίες κουστουμιές τις έχω… γιατί νοιώθω τόσο … «λίγος»; Γιατί;»

Το κορνάρισμα τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Στην Μεσογείων δεν μπορείς να χασομεράς. Αν και βράδυ όλοι βιάζονται, όλοι θέλουν να φτάσουν γρήγορα, όλοι τρέχουν. Πάτησε το γκάζι κι άνοιξε το ραδιόφωνο. Η τσιριδοσκυλού – τραγουδίστρια, εκτελούσε, στην κυριολεξία εκτελούσε, ένα τραγουδάκι, σουξέ της εποχής, απ’ αυτά που γράφονται με το κιλό, να κόβουν φλέβες τα μπακούρια, να εισπράττουν κάποιο επιτήδειοι και να γίνονται μεγάλες φίρμες, λωποδύτες «καλλιτέχνες». Χαμογέλασε πάλι και χωρίς να το καταλάβει άρχισε να σιγομουρμουρίζει τα’ ανόητα λογάκια του άσματος.

Έψαξε στο ντουλαπάκι, στο ταμπλό, για τσιγάρα. Τα βρήκε, άναψε ένα, δαγκώνοντας λίγο το φίλτρο στην άκρη. Παλιά του συνήθεια. Ίσως απομεινάρι του θηλασμού από τα μωρουδιακά του. Έκοψε ταχύτητα, όταν βρέθηκε πίσω από μια μπουλντόζα που προσπαθούσε να στρίψει μέσα στο δρόμο για να μπει σ' ένα εργοτάξιο. Ολυμπιακά έργα. Όλη η Αθήνα ήταν ένα απέραντο εργοτάξιο, ένα απέραντο τρελοκομείο όπως είχε πει κάποιος παλιός πολιτικός, κάποτε. Βέβαια αυτός το είχε πει για όλη την Ελλάδα, αλλά το ίδιο κάνει.

Κορνάρισμα, «άντε ρε», κορνάρισμα. Έπιασε πια να βρέχει δυνατά, υαλοκαθαριστήρες, κορνάρισμα, θάμπωμα τζαμιών και του νου, κορνάρισμα, κάποιος έξυπνος προσπερνά από δεξιά, κορνάρισμα διαμαρτυρίας από κάποιον άλλο, που κι αυτός θα κάνει το ίδιο αν του δοθεί η ευκαιρία, ξανά κορνάρισμα…

Η μπουλντόζα ξαναβγαίνει χωρίς προειδοποίηση, χάρος με το στόμα ορθάνοικτο. Δρόμος, ποτάμι πια. Κορναρίσματα. Υαλοκαθαριστήρες… τακ… τακ… τακ… κορνάρισμα. Μποτιλιάρισμα, Μεσογείων και Φειδιππίδου. Κορνάρισμα. «Να ρε…», ο ταρίφας, κορνάρισμα… χαλασμένα φανάρια! Κορνάρισμα. Μαριάνθη! Κορνάρισμα. Ελένη! Κορνάρισμα…

«Πάρε κύριο χαρτομάντιλα… έχω πατέρα ανάπηρο, μητέρα άρρωστη, η αδερφή μου παραπληγική… (η οικογένεια ολόκληρη αναφέρεται μάλλον στο βιβλίο ρεκόρ Guinness)»

Κορνάρισμα

«Να ρε μαλ…»

«Να σε σένα μωρή… άντε να πλύνεις κανένα πιάτο κάργια, μωρή σκρόφα…»

«Άντε χάσου ρε παλιό ταρίφα…»

«Της μάνας το… (δεν ντράπηκε να το πει ολόκληρο) μωρή παλιομαλακ……η»

Ευγένεια σε όλο της το μεγαλείο, ανωτερότητα σε υψηλά επίπεδα! Κορνάρισμα. Πέτρες και χώματα συνόδευαν την βροχή στη βόλτα της στους Αθηναϊκούς δρόμους. Πέτρες και χώματα που βγαίνανε σαν μεθυσμένα φίδια απ’ τα εργοτάξια αλλά και από τις καρδιές των ανθρώπων. Μόνο το μπετόν άντεχε, αυτό που αφθονούσε παντού και ειδικά στα μυαλά.

Ραδιόφωνο, άσματα επιπέδου Μπανανίας, βροχή, άνθρωποι νευρωτικοί, ψυχικά ευνουχισμένοι, ανήθικοι, υστερικοί, στείροι πνευματικά. Κορναρίσματα, νεύρα, κίτρινα προειδοποιητικά δημόσιων έργων ν’ αναβοσβήνουν σαν τα μάτια της τίγρης στο σκοτάδι, που είναι έτοιμη να σε κατασπαράξει. Ασπροκόκκινες πλαστικές κορδέλες, δεμένες πάνω σε σιδερόβεργες, στη μέση του δρόμου, σκισμένες, ν’ ανεμίζουν στον αέρα και στη βροχή σαν χέρια θεόρατα απ’ απόκοσμα σκιάχτρα. Κορνάρισμα. Ασθενοφόρο που ουρλιάζει ξαφνικά από το πουθενά, φωνή του Άδη. Όλοι γρήγορα στην άκρη! Ποια άκρη; Που είναι η άκρη; Σφίγγουν οι καρποί στο τιμόνι, ασπρίζουν οι κλειδώσεις, κορνάρισμα, βροχή, νύχτα, τα’ ασθενοφόρο εξακολουθεί να ουρλιάζει, (αλήθεια που είναι αυτό το ρημάδι το ασθενοφόρο;), όλοι ακίνητοι, νεύρα τεντωμένα, φρίκη, απόγνωση…

Μαριάνθη… απόγνωση…

Ελένη … απόγνωση…

Γονείς… απόγνωση…

Δουλειά… απόγνωση…

Ζωή… απόγνωση…

Βροχή, νύχτα, Μεσογείων και Φειδιππίδου, κορνάρισμα, ασθενοφόρο, κορνάρισμα, Μαριάνθη… φτάνει… φτάνει πια… 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Έφτασε σπίτι. Χολαργός – Παγκράτι, Τετάρτη βράδυ, μια ώρα και τριανταπέντε λεπτά. Παρκάρισε στο υπόγειο γκαράζ της πολυκατοικίας κι έκανε να βγει. Μια μπόχα από αμμωνία και πετρέλαιο τον καλωσόρισε. Ανέβηκε με το ασανσέρ και έβγαλε τα κλειδιά του, αλλά δεν πρόλαβε. Η πόρτα άνοιξε απότομα και η «καλή» του, μ’ ένα χαμόγελο που έμοιαζε πιότερο με θρήνο, τον καλησπέρισε. Φορούσε ρόμπα η Μαριάνθη, κόκκινη με λευκό σιρίτι. Κάπου – κάπου διέκρινες και κανά λεκέ. Μ’ αυτήν την ρόμπα ήταν όλη μέρα, μ’ αυτήν μαγείρευε, έπλενε, έκανε όλες τις δουλειές της. Μ’ αυτήν την ρόμπα και κοιμότανε, φορώντας μάλιστα κι ένα ζευγάρι δικές του, αντρικές μάλλινες κάλτσες,( γιατί ήταν κρυουλιάρα ), μ’ αυτήν και τον υποδεχόταν.

«Ελπίζω να έφαγες», τον ρώτησε την ώρα που τον αγκάλιαζε και τον φίλαγε σκαστά στα χείλη, με το φιλί πιο πικρό και από την πίκρα την ίδια.

«Δεν μαγείρεψα σήμερα…»

«Δεν πειράζει, φάγαμε κάτι πίτσες όλοι μαζί, ήπιαμε και κάμποσες μπύρες!», απάντησε χωρίς να έχει ιδιαίτερη όρεξη για κουβέντες, αν και το σώμα της το λαχταρούσε.

«Πόσο ήρθε ο αγώνας;»

«Νικήσαμε», απάντησε μονολεκτικά, προσπαθώντας να στρέψει το βλέμμα από το μπούστο της.

«Χάρηκες;»

‘Έγνεψε με το κεφάλι, με μια κίνηση που το πιθανότερο ήταν να έλεγε «ναι». Ξεκούμπωσε το σακάκι του και έκανε ένα βήμα προς το μπάνιο.

«Έχει ζεστό νερό; Θα ήθελα να κάνω ένα ντους»

«Όχι, ν’ ανάψω … αλλά …. Να … ήθελα να σου πω συγγνώμη για το πρωί, αλλά να … μ’ έπιασε το παράπονο… όλη μέρα λείπεις… και το βράδυ με τους φίλους σου…»

«Δεν πειράζει κορίτσι μου, δεν πειράζει…»

Όποιος έχει κάνει στη θάλασσα μπορεί να καταλάβει την αλλαγή του αέρα, του νερού, της τύχης του. Εκεί που ο ήλιος αντανακλά σαν μια ολόισια γραμμή πάνω στα ήρεμα σαν λάδι νερά, ο θαλασσινός ξέρει, πως έτσι απότομα και μπορεί να κρυφτεί κάτω από μαύρα σύννεφα, να νυχτώσει την μέρα. Ξέρει λοιπόν, πως η θάλασσα εύκολα ξεμυαλίζεται από το αγέρι και σηκώνει τα παιδιά της, τα αλμυρά της κύματα, να χορέψουν, να εκστασιαστούν. Και τότε είναι που ποδοπατούν οτιδήποτε βρίσκεται μπροστά τους. Και τότε οι μάνες κλαίνε τα παλικάρια τους, οι γυναίκες τους άντρες τους και οι κόρες τους πατεράδες. Με τέτοια θάλασσα έμοιαζε και η Μαριάνθη:

«Δεν πειράζει; Δηλαδή μας συγχωρεί κι από πάνω ο κύριος; Αυτό δα έλειπε… να πειράζει…»

Επίθεση σφοδρή και κατά μέτωπο…

«Ακούς εκεί … με συγχωρεί κιόλας ο λεβέντης μας !!! Λες και είμαι το σκυλάκι του, που πρέπει να τρέχει πίσω απ’ το αφεντικό του, … να τον γλύφουμε κιόλας και να του κάνουμε όλα τα χατίρια, μη και στεναχωρηθεί ο αφέντης, ο ύπατος άρχοντας. Άκου Θεέ μου, … με συγχωρεί … ποιος; Ο σατράπης, ο τύραννος…»

Ο Γιάννης την κοίταγε αποσβολωμένος, ανίκανος να πειθαρχήσει το μυαλό του, να καταλάβει αυτό που γινόταν. Μόνο ψέλλισε:

«Μαριάνθη, ηρέμισε…»

«Τι να ηρεμίσω ,μωρέ… τι να ηρεμίσω; Που μ’ έχεις παρατημένη όλη μέρα να σαπίζω μέσα σ’ αυτό το κωλόσπιτο που μαζεμό δεν έχει … και μου λες ότι με συγχωρείς κιόλας;»

«Δεν μου λες, καταλαβαίνεις τι κάνεις; Καταλαβαίνεις ότι μ’ αυτή σου την … συνεχόμενη γκρίνια δεν θ’ αντέξω για πολύ ακόμα; Αντιλαμβάνεσαι τίποτα απ’ αυτά που σου λέω;»

«Δηλαδή μας απειλείς κι από πάνω κύριε Γιάννη μας; Θα μας αφήσεις κύριε Γιάννη μας; Αυτό θέλεις να πεις; Θα κάνεις το μεγάλο σου βήμα λοιπόν; Αμ, δεν σφάξανε κύριος! Μου έχεις πάρει τόσα απ’ τα νιάτα μου, που χρειάζονται πολλά να ξεπληρώσεις. Όλα τα λεφτά του κόσμου να δώσεις και πάλι δεν φτάνουν! Κατάλαβες μικρό και απαίσιο δείγμα ανδρός;»

Ο Γιάννης έσφιξε τα χέρια με όλη του την δύναμη

«Αυτά είναι λοιπόν τα τελευταία σου λόγια;»

«Μπα, γιατί νομίζεις ότι θα σε φοβηθώ ρε τερατούργημα της Φύσης;»

Ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Πνιγότανε, ήθελε να φύγει μακριά, πολύ μακριά, τόσο που να μην μπορεί κανείς να τον φτάσει. Μα πραγματικά κανείς, ούτε και η σκέψη κανενός, ούτε ακόμα (ίσως αυτός πιο πολύ) και ο καπνός που αναδύεται απ’ την φωτιά των καμένων σκουπιδιών της μέχρι τώρα ζωής του. Έκανε δυο βήματα πίσω, σχεδόν έντρομος, δυό βήματα μακριά της. Ακούμπησε στο τραπεζάκι του χολ και την κοίταξε με εκείνο το βλέμμα των αηδιασμένων ανθρώπων, για μερικά δευτερόλεπτα. Έτσι ήταν το βλέμμα του, γεμάτο αηδία και απορία μαζί. Και τρόμου μαζί, αλλά και αποφασιστικότητας. Δεν ήξερε τι ακριβώς γύρευε μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Της γύρισε την πλάτη κι άνοιξε την πόρτα. Εκείνη, απ’ την μεριά της, αντιλήφθηκε ότι είχε τραβήξει το σκοινί παραπάνω απ’ όσο έπρεπε, είχε περάσει τις κόκκινες γραμμές του…

«Έλα τώρα να σου βάλω λίγο γλυκό, μηλόπιτα είναι, που έφερε η μαμά το πρωί. Πρέπει να σου πω ότι…»

Ο Γιάννης είχε ήδη κάνει το πρώτο βήμα προς την λευτεριά του. Έκλεινε την πόρτα πίσω του, όταν την άκουσε λες και μέσα από ομίχλη:

«Γιάννη, που πας; Γιάννη μου τι κάνεις εκεί; Μην τολμήσεις Γιάννη, γιατί… δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει κακομοίρη μου… Γιάννη μιλάω σοβαρά, μη τολμήσεις… μ’ ακούς; Γιάννη μη μ’ αφήνεις… παίρνω πίσω ότι είπα… σα παρακαλώ γύρνα πίσω. Γιάννη σ’ αγαπώ… τι θα κάνω μόνη μου; έλα μη γίνεσαι παιδί, ζευγάρι είμαστε, θα τα βρούμε πάλι, σε παρακαλώ…»

«Να τα βρούμε», σκέφτηκε εκείνος! «Τι να βρούμε; Τον χαμένο καιρό, την χαρά που τέλειωσε απ’ την αρχή της κιόλας ή τις ελπίδες που αποδεικνύονταν φρούδες; Όχι πια, δεν βαστώ άλλο, ας τραβήξει ο καθένας τον δρόμο του κι έχει ο Θεός! Κανείς δεν χάνεται σ’ αυτόν τον κόσμο, πάντα υπάρχει κάποιος για τον άλλο, αρκεί για την Μαριάνθη, αυτός ο κάποιος να μην είμαι εγώ»

Επιτάχυνε το βήμα του και βρέθηκε να ξεκλειδώνει την πόρτα του αυτοκινήτου. Μπήκε μέσα, την ώρα που ακουγόταν η φωνή της ν’ αποτελειώνει το ρεζίλι της στην πολυκατοικία:

«Αν φύγεις τώρα βρε αλήτη, μη τολμήσεις να ξαναγυρίσεις, γιατί θα θελήσεις να ξαναγυρίσεις, αυτό είναι βέβαιο, στο υπογράφω εγώ. Αλλά τότε θα είναι αργά κορόιδο, τότε το πουλάκι θα έχει πετάξει. Ακούς ρε κερατά; Εγώ δεν είμαι κανα γυναικάκι που το κάνεις ότι θέλεις! Γιάννη μ’ ακούς; Γύρνα πίσω που σου λέω, γύρνα γιατί δεν νοιώθω καλά… Γιάννη γύρνα αν μ’ αγαπάς, γιατί θ’ αυτοκτονήσω… και το κρίμα στο λαιμό σου…»

Τα τελευταία λόγια της, ήχησαν στ’ αυτιά του πολύ μακρινά… χιλιόμετρα αλλά και αιώνες μακριά του. και γελοία και τιποτένια αλλά και ειρωνικά. Η βροχή είχε κόψει πια κι εκείνος έτρεχε στο δρόμο με μάτια τυφλά θα έλεγε κανείς και με όση ταχύτητα του επέτρεπε η κίνηση. Έστριψε δεξιά στην πρώτη διασταύρωση που βρήκε κι ακολούθησε την λευκή γραμμή του δρόμου. Σταμάτησε να πάρει τσιγάρα σ’ ένα περίπτερο, δίπλα σ’ ένα βουλκανιζατέρ, απ’ αυτά που διανυκτερεύουν στο κέντρο της Αθήνας. Έλπιζε στην ανατροπή και στο καινούργιο του ξεκίνημα. Κάθισε σε ένα πεζούλι. Ήταν βρεγμένο μα δεν έδωσε σημασία – ουσιαστικά δεν φάνηκε να το καταλαβαίνει – κι άναψε τσιγάρο. Μετά από λίγο έκανε να σηκωθεί, του ήρθε κάτι σαν σκοτοδίνη και για μερικά δευτερόλεπτα στηρίχτηκε στον τοίχο να συνέλθει. 

Του χαμογέλασε κοιτώντας τον πρόστυχα ίσα στα μάτια. Ψηλή και λίγο γεμάτη, με μια φούστα κοντή, τόσο που σχεδόν αυτά που προκαλούν την αιδώ. Μαλλί βαμμένο ξανθό, σε μια αποτυχημένη προσπάθεια απομίμησης Σουηδέζικου τύπου. Έντονο βάψιμο για να δηλώνει το επάγγελμα, έντονο τόσο που η πρόκληση έχανε την σημασία της. Γενικά ένα σουλούπι, μια καρικατούρα, που θα έλεγε κανείς ότι ξεπήδησε από ταινία του Φελίνι. Τα αραιά δόντια και η βρωμερή απ’ το αλκοόλ αναπνοή, σε συνδυασμό με το τρίκλισμα και την αργή ομιλία, επιβεβαίωναν την υπόθεση.

«Αγόρι μόνος;», ρώτησε με αργή, αλλά βαθιά φωνή.

«……………….»

«Μπα…….. είμαστε ντροπαλοί;»

«………………….»

«Έχεις σεκλέτια σήμερα παίδαρε; Θέλεις να μιλήσεις στη Δώρα που καταλαβαίνει όλους τους πόνους του κόσμου;», γέλασε με ένα μελαγχολικό, τραγικό γέλιο.

«Και θα στοιχίσει πολύ αυτή η κατανόηση;»

Το όνομά της το είχε κιόλας ξεχάσει. Αλλά ποιος θυμάται ποτέ το όνομα μιας πόρνης! Την κοίταξε καλά, είδε ότι του άρεσε σε γενικές γραμμές, κάτι πάνω της τον τράβαγε. Θα μπορούσε κάποια άλλη στιγμή, στο δρόμο και να την είχε προσέξει αν δεν καταλάβαινε το επάγγελμά της. Έτσι κι αλλιώς δεν φημιζόταν για το γούστο του.

Άπλωσε το χέρι της στην ζώνη του και τον τράβηξε κοντά της. Πλησίασε το στόμα της στο αυτί και του ψιθύρισε, προσπαθώντας να κάνει την φωνή της πιο ελκυστική.

«Για δυό ωρίτσες , είκοσι ευρώ, με βρίσκεις βολική σήμερα, εβδομήντα κι όλη η νύχτα δικιά σου. Έλα που σου λέω, θα περάσουμε καλά. Τα κόλπα που θα σου κάνει η Δώρα, δεν θα σου τα έκανε καμιά στον κόσμο. Ξέρεις πως με φωνάζουν στην πιάτσα; … Η Δώρα … ο προφεσόρε…»

Χωρίς να μετακινηθεί από την θέση του και την λαβή της, την ρώτησε με απρόσωπη φωνή:

«Που;»

«Όπου γουστάρεις άντρακλά μου, όπου γουστάρεις. Θέλεις στο αυτοκίνητο, θέλεις στο δωμάτιό μου στο REX, θέλεις σπίτι σου; Όπου θέλεις!»

«Γιατί όχι;», τραύλισε.

Το ξενοδοχείο δεν μπορούσε να είναι μακριά από την πιάτσα της. Ένα παλιό κτίριο, σε κάποιο στενό, σκοτεινό και βρώμικο. Απ’ την μικρή είσοδο, μπήκαν σ’ ένα εξίσου μικρό και βρώμικο προθάλαμο, που ένας γέρος ρεσεψιονίστ τους έδωσε το κλειδί του 210, χωρίς να μπει στον κόπο ν’ ανοίξει καν τα μισόκλειστα από την νύστα και γεμάτα τσίμπλες μάτια του. Η σκάλα ξύλινη, έτριζε σε κάθε βήμα, ενώ το πάτωμα σε κάθε όροφο γλίστραγε από κάτι απροσδιόριστο. Η μυρωδιά του θύμιζε πιο πολύ μούχλα παρά αποσμητικό χώρου. Η χαρακτηριστική μυρωδιά (;) των οίκων ανοχής.

Η πόρτα δεν ήθελε ν’ ανοίξει, γι αυτό όταν τελικά – μετά από ένα σπρώξιμο με τον ώμο που αναποδογύρισε το μεταλλικό 210 – άνοιξε, στρίγκλισε τόσο δυνατά που πρέπει ν’ ακούστηκε μέχρι απέναντι στον δρόμο. Μέσα στο δωμάτιο όλα ήταν γερασμένα, ξεχαρβαλωμένα και διαποτισμένα απ’ αυτή την μούχλα. Υπήρχε όμως αυτή η ζεστασιά του μικρού χώρου, η ζεστασιά της Θεάς Αφροδίτης, που συντηρούσε τον έρωτα ζωντανό με τις ιέρειές της, πάνω στα σχεδόν καθαρά σεντόνια.

Ήρθε από πίσω του καθώς εκείνος μπήκε στο δωμάτιο. ‘Έπλεξε τα χέρια της στο λαιμό του και τον φίλησε σκαστά στο σβέρκο, λες και πεταλούδα που άγγιζε στην άκρη του κλαδιού, σε άνθος αμυγδαλιάς. Τον ζέστανε με την ανάσα της, προσπαθώντας να του ξυπνήσει τις γενετήσιες ορμές του. και τα κατάφερε. Δεν πέρασαν παρά μόνο λίγα λεπτά, που οι δυό τους ένοιωσαν την εκρηκτικότητα της συνουσίας, ενωμένοι και συντονισμένοι στον αρχέγονο ρυθμό της ζωής. Έπιασε τον εαυτό του, να της κάνει έρωτα, λες και ερωτευμένος στο πρώτο ραντεβού. Σαν να ήθελε όλες τις πίκρες του να τις φυλακίσει μέσα στο γυναικείο κορμί που βρισκόταν κάτω του, ψάρι που σπαρταράει υποταγμένο όμως, όχι στην αυτούσια δύναμη του έρωτα, αλλά σ’ αυτήν του χρήματος. Δεν ήθελε να χαλάσει τίποτα από την πρόσκαιρη, την ευκαιριακή μαγεία, δεν ήθελε να χάσει τίποτα από την εκμυστήρευση αυτού, του χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς αύριο, χωρίς χθες, χωρίς απαιτήσεις έρωτα. Το κορμί ζητούσε κορμί, η ανώριμη σάρκα την πείρα. Ίσως και ο πόνος να ζητούσε πόνο! Συγκρούστηκαν βαθιά μέσα του, ο αντρίκειος καημός με την γυναικεία στωικότητα, λες και μπορούσαν ν’ ανάψουν φωτιές. «Παράξενο να ζεις έντονες στιγμές μα μια ιερόδουλη κι όχι με την γυναίκα που ζεις ή λες ότι αγαπάς», σκέφτηκε όταν είδε την Δώρα δίπλα του ν’ ανασαίνει γρήγορα, κοφτά και βαριά.

«Τελικά είχες δίκιο, έκανες πολύ καλή δουλειά», της είπε χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του απ’ το γυμνό ιδρωμένο μπούστο της.

«Κι εσύ ήσουν φοβερός» του απάντησε. «Πρέπει να έχεις πολύ καιρό να το κάνεις, ε;»

Χαμογέλασε με κουρασμένο χαμόγελο και πικρό. Τα μάτια συνοφρυώθηκαν και την κοίταξε με ένα βλέμμα… παράξενο ή απλά εφιαλτικά πικρό…

«Η αλήθεια είναι πως με την Μαριάνθη…» και της είπε όλη εκείνη την πικρόχολη ιστορία του. όλη εκείνη την ξεπεσμένη και τραγική φάρσα που την αποκαλούσε «ζωή» του.

Οι ώρες πέρασαν μέσα σε εκείνη την φιλόξενη πια ατμόσφαιρα του μικρού δωματίου με την θύμηση της συνουσίας να έχει ποτίσει τα σεντόνια. Είχε πια ξημερώσει, όταν κατάλαβε ότι της κρατούσε το χέρι με δύναμη, όση ώρα της αφηγείτο. Κι εκείνη άκουγε, άκουγε, άκουγε, χωρίς να διαμαρτύρεται στιγμή για το σφίξιμο, χωρίς να τον διακόψει, χωρίς εκείνη ν’ αποσώσει μια κουβέντα, χωρίς να τραβήξει το βλέμμα της από τα μάτια του. θα νόμιζε κανείς ότι βυθιζόταν λέξη τη λέξη στη θάλασσα τ’ ανείπωτου, λες και ζούσε κάποια δική της ιστορία και όχι μια συνηθισμένη εξομολόγηση ενός κάποιου πελάτη της. Από το στόμα είχε πια φύγει αυτή η μυρουδιά του αλκοόλ, του φτηνού ποτού, αλλά νόμιζες βιολέτας και κρίνου Επιταφίου. Το πρόσωπό της τώρα, δεν του θύμιζε κινηματογραφική καρικατούρα, αλλά φαινόταν ένα πρόσωπο καθάριο, σοβαρό και συνάμα κουρασμένο, μ’ ένα δάκρυ να κυλάει από την άκρη του ματιού, ζωγραφίζοντας το μάγουλο με μαύρο μολύβι, σαν φίδι που κατεβαίνει από δέντρο.

Διέκοψε την αφήγησή του απότομα κι έκανε να ντυθεί. Έβγαλε εκατό ευρώ από την τσέπη του παντελονιού του και της τα έδωσε. Η γυναίκα δεν κουνήθηκε από την θέση της, ούτε άπλωσε το χέρι κι έτσι αναγκάστηκε να τ’ αφήσει στο κρεβάτι.

«Σ’ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ και για την πράξη αλλά πάνω απ’ όλα γιατί μ’ άκουσες. Ξέρεις ν’ ακούς! Πρέπει στη δουλειά σου αυτό να είναι μεγάλο προσόν»

Γύρισε την πλάτη του κουμπώνοντας το παντελόνι σε μια ξαφνική ή ασυναίσθητη κρίση σεμνοτυφίας. Εκείνη έστεκε ακόμα πάνω στο κρεβάτι, καθιστή, γυμνή σαν αμαρτία. Είχε τα χέρια πλεγμένα γύρω από τα γόνατά της και τον κοιτούσε σιωπηλή. 

Έκανε ν’ ανοίξει την πόρτα, στάθηκε, γύρισε και την ξανακοίταξε με κάποια νοσταλγία για τις στιγμές που έφυγαν και που πιθανόν να μην τις ξανάβρισκε.

«Σ’ ευχαριστώ και πάλι!» της είπε χωρίς να γυρίσει, «… αυτό ειδικά με το δάκρυ, φοβερό κόλπο, μπράβο σου. Δείχνει πόσο καλή επαγγελματίας είσαι… καλή μέρα να έχεις και εύχομαι όλα να σου πάνε καλά. Ελπίζω κάποτε να ξανασυναντηθούμε…»

Βγήκε από το ξενοδοχείο, χωρίς να μιλήσει πουθενά, με σκυφτό το κεφάλι. Φόρεσε τα γυαλιά ηλίου που πάντα είχε μαζί του, μήπως και κρύψει την ντροπή που ένοιωθε εκείνη τη στιγμή, σαν συνειδητοποίησε που ήταν και τι έκανε. Η καρδιά του όμως τώρα ήταν πιο ανάλαφρη, πιο αέρινη. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Η ΑΡΧΗ

(ΔΩΡΑ)

Σήμερα θ’ αλήτευε, δεν θα έκανε τίποτα, δεν θα πήγαινε στη δουλειά. Το υποσχέθηκε στον εαυτό του. δεν ήθελε να δει κανένα, ούτε φίλο ούτε καν γνωστό αλλά ούτε και να μιλήσει σε κάποιον. Θα πέρναγε την μέρα, μόνος του, με τις σκέψεις του, που όλως περιέργως δεν πήγαζαν από την προβλεπόμενη φυγή του και τις αναμενόμενες συνέπειες αυτής της πράξης του, αλλά από ένα φτερούγισμα χαράς στην καρδιά και την αίσθηση της γλύκας στο στόμα. Αναρωτήθηκε για πολλοστή φορά για την πνευματική του υγεία. Είχε την αίσθηση ότι κάτι γλυκό είχε φάει κι ο ουρανίσκος απολάμβανε για αρκετή ώρα ακόμα την ευτυχία της ζάχαρης και του μελιού! Χτύπησε το κινητό του! Είδε το όνομα της Μαριάνθης στην μικρή οθόνη. Δεν απάντησε, ήταν ο τελευταίος άνθρωπος πάνω στη Γη που θα ‘θελε ν’ ακούσει. Μπήκε στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς την λεωφόρο Καβάλας.  Κάτι τρελό μέσα του τον έκανε να θέλει ν’ αφήσει την Αθήνα, να βγει από την πόλη έστω και για κάπου κοντά, από την πόλη αυτή που την λόγιζε αιτία όλων των κακών. «Σε ευχαριστώ Δώρα», του βγήκε άθελά του. χαμογέλασε στην ανάμνηση της νύχτας που πέρασε, αλλά και γιατί θυμήθηκε το όνομα. «Και δεν σκέφτηκα να πάρω το τηλέφωνό της», μονολόγησε, «… έτσι για παν ενδεχόμενο, για κάποια έκτακτη ανάγκη…». Το κινητό ξαναχτύπησε. Τώρα ήταν ο Προκόπης με την γνώριμη, γρήγορη ομιλία του, που σου δημιουργούσε την αίσθηση ότι κάτι σημαντικό και βιαστικό ήθελε να σου πει.

«Έλα ρε Προκόπη, καλημέρα. Όχι σήμερα δεν θα έρθω, δεν νοιώθω και πολύ καλά. Μπα… ! Τίποτα το ιδιαίτερο, έτσι λίγο κακοδιάθετος ίσως και κουρασμένος».

«Βρε παλιοτόμαρο, τι έκανες όλο το βράδυ; Δεν ντρέπεσαι βρε; Θα την πέθανες την Μαριάνθη! Και βέβαια τώρα δεν μπορείς να πάρεις τα πόδια σου, μπαγάσα!»

«Έλα Προκόπη σε χάνω…, δεν σε ακούω…, έλα…, χάνεται το σήμα σου, έλα …. Αν μ’ ακούς εσύ… γεια σου».

Το έκλεισε αν και η αλήθεια ήταν ότι τον άκουγε τέλεια. Άλλη μια φορά που διάλεξε την φυγή αντί της εξήγησης. Νόμισε ότι αν συνέχιζε τη κουβέντα μαζί του, θα ήταν ανυπεράσπιστος όπως πάντα μπροστά σε όλους, αυτούς που ανέκαθεν είχαν λάθος γνώμη για την Μαριάνθη. Θα έπρεπε πρώτα ν’ απολογηθεί και μετά να εξηγήσει … κι αυτό δεν το ήθελε, τουλάχιστον όχι τώρα, όχι σήμερα…

Σταμάτησε στα διόδια κι έκανε να βγάλει λεφτά από την τσέπη. Το βλέμμα έπεσε στην κοπέλα που εισέπραττε το αντίτιμο, κάτι του θύμιζε μα δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Ήταν ξανθιά, λίγο έντονα βαμμένη και κάπως αραιά δόντια, μ’ ένα όμως υπέροχο χαμόγελο! Είχε έναν αέρα στο φέρσιμό της που πραγματικά σ’ ενθουσίαζε και σ’ έκανε να νοιώθεις άνετα. Άργησε να δώσει τα λεφτά, έτσι όπως ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του.

«Συγγνώμη κύριε, αλλά περιμένει κι άλλος κόσμος…», του μίλησε βλέποντας την ακινησία του, «… συγγνώμη μ’ ακούτε;»

«Ναι Δώρα μου σ’ ακούω…»

«Πως με είπατε;»

«Πως σε είπα; Είπα συγγνώμη δεσποινίς είπα. Αυτό είπα, καλά, δεν ακούσατε; Και… πάλι συγγνώμη για την καθυστέρηση…»

«Τέλος πάντων, περάστε…», του είπε δίνοντας του τα ρέστα.

Ξεκίνησε με το μυαλό στη βλακεία που είχε κάνει, γνωρίζοντας πως ακόμα και η προσπάθεια να την καλύψει, ήταν κι αυτή αποτυχημένη. «Δεν έπρεπε να σκέφτομαι έτσι, αλλά φαίνεται… το νωπό… του συμβάντος, μ’ έχει κάνει να την σκέφτομαι. Τι επιπόλαιος είμαι Θεέ μου! Το μυαλό μου σε μια πόρνη, που τώρα σίγουρα θα είναι με κάποιο νέο πελάτη και θ’ ακούει μια κάποια νέα ή ίδια ιστορία, θα δακρύζει πάλι επαγγελματικά, για λίγο παραπάνω χρήματα και θα του έχει κάνει ή μάλλον θα του κάνει τα ίδια κόλπα που έκανε και σε μένα… έτσι κι αλλιώς τα ίδια κόλπα θα κάνει σε όλους! Είμαι περίεργος να δω αν η προφεσόρε ξέρει και κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό… ίσως κάποια φορά το διαπιστώσω».


…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………............

Η Δώρα σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι. Δεν ήξερε πια. Κάτι συνέβαινε μέσα της. Τι; Κάτι που της είχε χαλάσει τη διάθεση, την είχε θλίψει. Φόρεσε αργά σαν σε ιεροτελεστία τα ρούχα της και κοίταξε τον καθρέφτη πάνω από τον μικρό νιπτήρα στην άκρη του δωματίου, την ώρα που προσπαθούσε να ξεβάψει το πρόσωπό της. Απόρησε με μια καινούργια ρυτίδα στην άκρη του ματιού της. Λένε, ότι εκεί, στην άκρη του ματιού, κάθε ρυτίδα σημαίνει και μια δεκαετία. Μέτρησε τρεις! Μέτρησε και τα τριανταένα χρόνια της. Μέτρησε και τον χρόνο που πέρασε στα κρεβάτια, να ευχαριστεί τον καθ’ ένα, με τα πόδια ανοικτά και επτασφράγιστη καρδιά. Ποτέ μέχρι τώρα δεν το είχε σκεφτεί. Κι όμως… κάτι σήμερα την πείραξε! Κάτι την έκανε ν’ αναλογιστεί ότι ο χρόνος περνάει αδυσώπητα σκληρός, εκδικητικός και βιαστικός. Κάτι μέσα της, της φώναζε ότι υπάρχει πόνος κι αλλού. Δεν ήταν μόνο δικός της. Και μάλιστα κάποιος σήμερα της είπε την αλήθεια. Το ένοιωθε! Όχι σαν τους άλλους, που έλεγαν ότι έλεγαν μόνο και μόνο για να δικαιολογήσουν την απιστία τους, στον ίδιο τους τον εαυτό. Κάποιος σήμερα φάνηκε πραγματικός άντρας! Έκλαψε βουβά, χωρίς να βρίσει ή να αναθεματίσει καθόλου για την ζωή που είχε χάσει. Και παραδεχόταν ότι έφταιγε! Δεν έκλαιγε για κάποια γυναίκα, δεν είχε πληγωθεί από κάποιον έρωτα, δεν πόναγε για κάποιον άλλο. Προδόθηκε από τον ίδιο του τον πόνο. Έσταξε το δάκρυ του στο γυμνό της στήθος και της μίλαγε, αλλά φάνηκε σαν να μονολογούσε, σαν να τα ‘λεγε για να καταλάβει αυτός. Κι αυτό το δάκρυ την πότισε. Την έκανε να γευτεί την αλμύρα του και το «αχ» του. Την μούσκεψε και της έκαψε τα φυλλοκάρδια, όπως το οξύ καίει το δέρμα. Τον έκανε να διεισδύσει μέσα της, με πρωτόγνωρη μανία, με σκληρότητα που ξεπηδάει από την εκδίκηση, με τον πρώτο αναστεναγμό, απ’ την επαφή με το ξένο γυναικείο κορμί κι όχι από σωματικό πόνο. Κι αυτή προσπάθησε ν’ ανταποκριθεί, όχι για παραπάνω λεφτά, όχι για να τον παρηγορήσει, αλλά γιατί για κάποιο λόγο το ‘θελε, το γούσταρε! Ξαφνικά το είχε λαχταρίσει! Η μήτρα της είχε πεθυμήσει πια την ηδονή! Παρακάλεσε μέσα της έτσι βουβά, να μην σβήσει η φλόγα του, να μην στερέψει το δάκρυ που την κράταγε έτσι να καίγεται, να τσουρουφλίζεται από το κάλεσμά του. Ήθελε κι αυτή για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια – δεν θυμόταν πόσα – να νοιώσει αυτή την ικανοποίηση κι όχι να την προσπαθεί. Τόσοι άντρες στη ζωή της! Της το χρωστούσαν πια! Έστω κι ένας έπρεπε να της την δώσει. Και την πήρε, αλλά μαζί με την χαρά τρύγησε κι ένα – μεγάλο – κομμάτι πόνου. Τελικά το ένα είναι δεμένο με το άλλο! Και τα δυό μαζί κάνουν το δέσιμο. Και … δεν προσποιήθηκε. Του το ‘πε κι αυτός έδειξε ότι την πίστεψε. Ποιος ξέρει! Μπορεί! Αλλά… ποιος πιστεύει μια πουτάνα;

Σήκωσε τα χέρια να χτενιστεί και στον καθρέφτη φάνηκε σαν στρατιώτης που παραδίνεται. Δεν το είδε έτσι, δεν ήθελε να το δει έτσι. «Τι σου είναι καμιά φορά το μυαλό !», σκέφτηκε! «Πάμε για δουλειά τώρα. Όλο και κάποια ψυχή θα θέλει παρηγοριά πάλι!», μονολόγησε. «Αλλά τι λέω; Απ’ τα ξημερώματα; Άσε θα πάω για κανένα καφεδάκι και μετά βλέπουμε. Ή μάλλον … ξεκούραση σήμερα».

Δεν ξαναβάφτηκε. Ούτε άρωμα έβαλε, δεν ήθελε να το κάνει. Είχε ανάγκη να δείξει αληθινή, έστω και για μόνο μέρα. Ήθελε να ξεφλουδίσει το επαγγελματικό της προσωπείο, να την δουν όπως δεν την είχαν ξαναδεί, να πάρουν οι πόροι του δέρματος οξυγόνο, να φυσήξει αέρας στα μαλλιά της, να κάψει για μια μέρα ο ήλιος τα μάγουλά της. Ήξερε ότι, δεν ήταν όμορφη γυναίκα, δεν θα την πρόσεχε κανείς για τα ωραία της τα μάτια ή για το καλό της κορμί. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι αρέσει στον καθένα. Εξάλλου κι αυτός εχθές δεν πήγε μαζί της και την καλοπλήρωσε μάλιστα, αν και είχε το μαύρο της χάλι; Και της φέρθηκε έτσι που έφτανε στο σημείο να νομίσει ότι του άρεσε! Βγήκε στον δρόμο κι ανάσανε βαθιά. Το είχε ανάγκη. Απέναντι ακριβώς ο κυρ Μανώλης άνοιγε το μικρό του γαλατάδικο. Πάντα πρωινός, απ’ τα χαράματα. Τον πρόλαβε όταν ξεκλείδωνε το λουκέτο.

«Καλημέρα κυρ Μανώλη, είδες πελάτισσα; Ξημερώματα και σε περιμένω να ψωνίσω»

«Καλή σου μέρα κοκόνα μου, κόπιασε, κόπιασε μέσα. Μισό λεπτό μόνο να φέρω μέσα τα γάλατα που άφησε το φορτηγό κι έρχομαι να τα πούμε. Φαίνεσαι κομμένη, να υποθέσω λίγο κουρασμένη; Ή κάνω λάθος; Τα μάτια σου είναι κόκκινα…», την κοίταγε καλά – καλά στο πρόσωπο, «… έκλαιγες μαθές;»

Η νησιώτικη προφορά του και το αμόλυντα αγαθό του χαρακτήρα του, τον έκαναν αγαπητό σε όλους. Πρόσφυγας στην καταγωγή, απ’ την Μικρά Ασία, γεννημένος στην Κάρπαθο, αρνιότανε να χάσει την αγνότητα και την προφορά της Καρπαθιώτικης γης.

«Είμαι πολύ κουρασμένη κυρ Μανώλη, γι αυτό δεν θα κάτσω παραπάνω. Δώσε μου σε παρακαλώ ένα milko, να πάω κι εγώ στο σπίτι μου»

«Να πας κόρη μου, να νοιαστείς και για την Δώρα λίγο. Δεν νομίζεις ότι της αξίζει; Και σου το ξανάπα κοκόνα μου, η δουλειά η δικιά σου, κακά τα ψέματα, γερνάει το κορμί. Πρόωρα κόρη μου. γι αυτό σου είπα της αξίζει της Δώρας λίγη ξεκούραση»

«Της αξίζει κυρ Μανώλη;», έσκυψε το κεφάλι για να συνεχίσει με σιγανή φωνή, πιο πολύ για να το ακούσει η ίδια, «… της αξίζει; Ίσως και να ‘χεις δίκιο…»

Περπάτησε αρκετή ώρα μέχρι να φτάσει στην Πατησίων. Σιγά – σιγά τα καταστήματα άνοιγαν, ενώ η κίνηση των αυτοκινήτων στους δρόμους, αλλά και των πεζών στα πεζοδρόμια, είχε αυξηθεί πολύ. Μποτιλιάρισμα, κορναρίσματα και γενικώς όλοι οι ήχοι και οι κινήσεις που δίνουν ζωή αλλά και το χρώμα σε μια τόσο μεγάλη πόλη σαν την Αθήνα. Στάθηκε στη στάση του τρόλεϊ, έξω από το Πολυτεχνείο και περίμενε. Το μάτι πλανήθηκε γύρω – γύρω, στα κτίρια, στους περαστικούς και σταμάτησε στη καγκελόπορτα του ιδρύματος. Το πεσμένο, μπρούτζινο κεφάλι, την κοιτούσε λες, μέσα από τον περίβολο. Σαν να ζητούσε βοήθεια, σαν να την παρακινούσε να σκεφτεί. Και την κοιτούσε ίσια στα μάτια σαν να προσπαθούσε να μπει μες το μυαλό της. Δεν άφησε το συναίσθημα ν’ αναδυθεί να την κυριέψει. Έτσι τουλάχιστον νόμιζε. Γύρισε το βλέμμα στον δρόμο κι έτεινα το χέρι στο τρόλεϊ που πλησίαζε. Δεν πρόσεξε τον αριθμό προορισμού του μεγάλου κίτρινου οχήματος, δεν την ενδιέφερε αφού μετά από λίγο θα κατέβαινε… ανέβηκε με κόπο, στριμώχτηκε στο πίσω μέρος δίπλα σ’ ένα μωρό που έκλαιγε και μύρισε την ανάσα των εργατών.

Έφτασε στον προορισμό της, στάση Αγγελοπούλου έλεγε η ταμπέλα και κατέβηκε. Με αργά βήματα, αρκετά σταθερά, κατευθύνθηκε προς την οδό Ιθάκης κι ανηφόρισε στα στενά πεζοδρόμια. Σκέφτηκε ότι, τελικά, ζούσε σε μια απ’ τις πιο βρώμικες συνοικίες της Αθήνας. Παντού γύρω της, στοίβες τα σκουπίδια χάριζαν την «υπέροχη», «λεπτή» οσμή τους στην ατμόσφαιρα. Οι κάδοι των σκουπιδιών έχασκαν ξεκοιλιασμένοι, σαν θηρία κατασπαραγμένα όμως, απ’ τις γάτες και τους σκύλους της γειτονιάς. Πιο πάνω στην πλατεία του Αϊ Γιώργη, κάθισε σε ένα παγκάκι και κοίταξε στο απέναντι σουβλατζίδικο που, κατέβαζαν από κάποιο φορτηγό κρέατα και καφάσια με ντομάτες. Δεν ήταν πολύ κουρασμένη από το βάδισμα, αλλά κάτι λες και την ύπνωσε – ήταν και άυπνη όλη νύχτα – κάτι που έφερε στη θύμησή της τα παιδικά της χρόνια, τότε που μπορούσε να τρέχει ανέμελη στα χωράφια του παππού, να μυρίζει τις μυρουδιές της γης και του τρυγημένου αμπελιού. Θυμήθηκε της βιολέτας και του κρίνου, στον κήπο, μπροστά στην πόρτα της γιαγιάς και το πόσες φορές, εκείνη, πάταγε τα λουλούδια, για ν’ ακούσει τις φωνές και την μετέπειτα μουρμούρα της. Και πόσο της άρεσε αυτή η γκρίνια της γιαγιάς! Που μπορούσε να την αρχίσει με το πρώτο φως της αυγής και να την σταματήσει με το πέσιμο της νύχτας, αν και όλοι, είχαν εντωμεταξύ υποταχθεί στις επιθυμίες της. Πόσες φορές δεν έκανε αταξίες, μόνο και μόνο γι αυτή την περιβόητη γκρίνια! Ο παππούς και η γιαγιά… υπέροχοι άνθρωποι, υπέροχες εικόνες. Γονείς δεν γνώρισε ποτέ της. Ο πατέρας της, - δεν ήξερε πως αλλιώς μπορούσε να τον πει, αν και η λέξη αυτή της έφερνε, για το συγκεκριμένο πρόσωπο, δυσφορία, το θεωρούσε ειρωνεία – είχε φύγει πριν ακόμη γεννηθεί, με μια άλλη γυναίκα, αφήνοντας την οικογένεια χωρίς μια δραχμή στην άκρη, (τότε υπήρχαν ακόμα οι δραχμές), κλέβοντας κι όλες τις οικονομίες της μάνας της, του πιο άβουλου πλάσματος που υπήρχε στον κόσμο κατά τα λεγόμενα όσων την ήξεραν. Αναγκάστηκε λοιπόν έγκυος γυναίκα, να κατέβει στο χωριό, στους γονείς της για υποστήριξη. Αλλά φτωχοί άνθρωποι κι αυτοί, αμόρφωτοι αγρότες, τι μπορούσαν να προσφέρουν; Μόνο στοργή κι αγάπη! Άλλο παιδί δεν είχαν, ένα μόνο και όπως έλεγαν οι συγχωριανοί, με τον πηγαίο φασισμό που διακρίνει τους αγράμματους χωριάτες, ένα και αυτό αποτυχημένο. Πέθανε έξη μήνες μετά την γέννα. Η ίδια, όπως έλεγε ο παππούς, δεν χόρτασε το γάλα της μάνας της, όπως δεν την είδε και ποτέ δίπλα της στην αρρώστια, στον πόνο, στο σχολείο, στις ανησυχίες της. Το ρόλο των γονιών ανέλαβαν οι παππούδες, με πολύ αγάπη και αφοσίωση είναι αλήθεια, αλλά με πολύ λίγα εφόδια. Έγινε μια αρκετά νόστιμη κοπέλα μ’ ατίθασο χαρακτήρα, χωρίς ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα, με αρκετές όμως εξαγοράσιμες επιτυχίες στ’ αγόρια του χωριού. 

Κάποτε έπεσε στα χέρια της ένα βιβλίο που έμελλε να σημαδέψει τη ζωή της και να διαμορφώσει τον μέσα κόσμο της και να σημαδέψει την ζωή της. «Αντιγόνη» του Σοφοκλή – αρχαία τραγωδία, έγραφε στο εξώφυλλο. Το είχε αποστηθίσει, ήξερε να το απαγγέλει σαν παιδικό ποίημα ή καλύτερα σαν τραγούδι. Το είχε μάθει και στην αρχαία Ελληνική αλλά και στην μετάφρασή του. είχε μπει στον ρόλο της ηρωίδας, είχε γίνει ένα μ’ εκείνη. Από τούτη την μέρα ξεσάλωσε, η ανυπακοή της έγινε ανυπόφορη, τα «θέλω» της βασανιστικά κι η απελευθέρωσή της απόλυτη. Εγωιστικά πίστευε ότι το δίκιο ήταν πάντα δικό της, όλοι οι άλλοι σαν νέοι Κρέοντες προσπαθούσαν να την πειράξουν, να την θίξουν, να την υποδουλώσουν στην θέλησή τους. Οι συνέπειες βέβαια δεν άργησαν να φανούν… Στα δεκαοκτώ της, έφυγε νυχτιάτικα με τον Παντελή για την Αθήνα, για την ζωή της μεγάλης πόλης, για να βρει τους άλλους Θεούς, αυτούς που της είχαν υποσχεθεί την αέναη ευτυχία, την καλή και πλούσια συμβίωση με τον εραστή της. Η ζωή όμως άλλα υπόσχεται και άλλα στο τέλος προστάζει. Στους είκοσι μήνες απάνω, ο Παντελής έφυγε έχοντας βαρεθεί την φτώχια, που όπως ο ίδιος ισχυριζόταν, την προκαλούσε η γρουσουζιά της. Το κατάλαβε γιατί τόσους δεν είχε «σταυρώσει» ούτε ένα ΠΡΟ – ΠΟ, ούτε ένα λαχείο. Άσε που τα λεφτά που έφερνε αυτή η γρουσούζα από το super market που δούλευε, ήταν πολύ λίγα για την καλοπέρασή του, ενώ οι τσακωμοί πολλοί και έντονοι, πράγμα που τον κούραζε αφάνταστα. Έτσι λοιπόν η «Αντιγόνη», βρέθηκε μόνη της, νόμιζε πιο καλά! Τον Σταύρο τον γνώρισε δυό μήνες αργότερα. Αυτός έμελλε να είναι ο γόης της ζωής της, αλλά με πολλές απαιτήσεις και άγνωστο επάγγελμα – νυχτερινή δουλειά βέβαια. Ποτέ δεν έδινε λογαριασμό για τις πολυήμερες απουσίες του ή για το απότομο της συμπεριφοράς του. Την μια μέρα μπορούσες να τον δεις μα τις τσέπες γεμάτες λεφτά και την επόμενη να ζητιανεύει για τσιγάρα. Κάποιο βράδυ γύρισε χτυπημένος με τα μάτια μπλαβιά, μ’ αίματα στο πρόσωπο, γεμάτος μώλωπες και ρούχα σκισμένα. Πήγε στο μπάνιο να πλυθεί και στηρίχτηκε με τους αγκώνες στον νιπτήρα βαριανασαίνοντας και βογκώντας. 

«Σταύρο ,… τι έγινε;»

«Τίποτα μην ασχολείσαι…»

«Τι συμβαίνει; Αγόρι μου είσαι καλά;»

«Σου είπα… μην ασχολείσαι…»

«Μα πώς να μην ασχολούμαι, όταν βλέπω τον άνθρωπο που αγαπώ σε τέτοιο χάλι;». Είχε, κατά λάθος πει την μαγική λέξη, αυτή που θα οδηγούσε το πλοίο στην καταστροφική του ρότα: «Αγάπη», μεγάλη λέξη κι εκμεταλλεύσιμη … τραγική.

«Τον άνθρωπο που αγαπάς ε; Χα χα χα χα… Και πώς τον αγαπάς; Έτσι είναι η αγάπη νομίζεις;»

«Μα τι λες;»

«Αγάπη σημαίνει να βοηθάς τον άνθρωπό σου. Κι εσύ, που λες, επαναλαμβάνω λες, πως μ’ αγαπάς, τίποτα δεν κάνεις για μένα. Αν ήθελες θα μπορούσες να βοηθήσεις!»

Αυτή η «βοήθεια», την οδήγησε τελικά εκεί που είναι σήμερα, στην πορνεία. Μόνο έτσι μπορούσε να βοηθήσει. Στην αρχή της γλυκομίλησε, με λόγια για λεφτά και καλή ζωή και πως θα μπορούσε αυτός να γλιτώσει από κάποια τζιμάνια που τον κυνηγούσαν και πως σε λίγο θα γινόντουσαν άνετοι και ωραίοι. Προσπάθησε και να την ρίξει στο φιλότιμο, χρησιμοποίησε κάθε τρόπο που είχε στον νου. 

«Κάθεσαι που κάθεσαι τις ελεύθερές σου ώρες, γιατί δεν βγάζεις ακούραστα κάποια λεφτά βρε κουτό;». Και για να ξεκινήσουν της είπε να δει κάποιους και να τους μιλήσει, να μεσολαβήσει δηλαδή, γιατί οι άντρες ότι και να ‘ναι, δείχνουν σεβασμό στις γυναίκες. Και να τους καλμάρει με όποιο τρόπο αυτή έβλεπε πιο συνετό, να μην τον κυνηγάνε. Μετά απ’ αυτούς τους πρώτους «άντρες», πέρασαν κι άλλοι, πολλοί των οποίων τον αριθμό δεν μπορούσε φυσικά να θυμάται. Όπως δεν θυμόταν τα πρόσωπά τους, τ’ όνομά τους ή την δουλειά που είχαν με τον «άνθρωπό της». Όπως δεν θα θυμόταν αργότερα τα νιάτα της!

Σηκώθηκε απ’ το παγκάκι και τεντώθηκε σχεδόν νωχελικά, σε μια προσπάθεια να ισιώσει το σώμα της, να ξεμουδιάσει τους μυς της. Στο σουβλατζίδικο στην γωνία της Ιθάκης με την Επτανήσου, είχαν ανάψει ήδη τη φωτιά κι ο γύρος είχε με τη σειρά του αρχίσει τον τεμπέλικο χορό του. Αργά – αργά τα κομμάτια του κρέατος γέμιζαν τον δρόμο με εκείνη την λαχταριστή οσμή. Πήρε την Επτανήσου ευθεία και φτάνοντας στην Κεφαλληνίας έστριψε δεξιά, στάθηκε μπροστά σε μια γκρίζα πολυκατοικία και κοίταξε γύρω της ασυναίσθητα σαν εγκληματίας. Χαμογέλασε μελαγχολικά και κατέβηκε τις σκάλες προς το υπογειάκι της. 

Άνοιξε και μπήκε στο μικρό της διαμέρισμα, το μικρό της παλάτι, το ησυχαστήριό της. Δυό δωμάτια όλο κι όλο το ένα ήταν μια υποτυπώδης κουζίνα και μια τουαλέτα με Τούρκικη λεκάνη . Τα έπιπλα αγορασμένα από τα παλιατζίδικα της πλατείας Αβησσυνίας, σχεδόν γερά, σχεδόν ολόκληρα, σχεδόν όμορφα. Μπήκε στο μπάνιο της και κοίταξε τον καθρέφτη της. Δάκρυσε! Σιχαινόταν τον εαυτό της, το μικρό διαμέρισμα, την ζωή της… σιχαινόταν όλο τον κόσμο. Έψαξε με το βλέμμα της τριγύρω, προσπαθώντας ν’ αγκαλιάσει όλα τα πράγματα που είχε η ίδια αγοράσει με όνειρα κι ελπίδες και που ένοιωθε ότι κι αυτά την είχαν προδώσει. Βρήκε το μικρό κουτί μέσα στο ντουλαπάκι του φαρμακείου της. Το άνοιξε και μια μυρουδιά από οινόπνευμα και ιώδιο, πλανήθηκε στο μικρό χώρο. Με το ξυράφι που βρήκε έκοψε τις φλέβες κι από τα δυό της χέρια με φοβερή, αποτρόπαια, αγριότητα και μίσος! Το αίμα πιτσίλισε τον τοίχο, βάφοντας την μιζέρια κόκκινη. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Κα ΕΥΓΕΝΙΑ

Η κυρα Ευγενία κόντευε τα εξήντα, ίσως και τα εξήντα πέντε. Η ίδια πολλές φορές τα έκρυβε τα χρόνια της, άλλες πάλι τα «φούσκωνε», ανάλογα με τις ανάγκες της. Βέβαια, εκ γενετής κωφάλαλη, δυσκολευόταν πολύ να το πει κι έτσι καλυπτόταν πίσω απ’ αυτή την αναπηρία. Γεννημένη στον Πειραιά, μέσα στην Γερμανική κατοχή και στερημένη από φαγητό στα παιδικάτα της, κατάντησε σήμερα μια χοντρή και πλαδαρή γυναίκα, (όπως κατάντησαν όλα τα κατοχικά παιδιά), που από το πρωί μέχρι το βράδυ ασχολείτο με τα της γειτονιάς. Μπορούσε και κουτσομπόλευε με νοήματα, τέχνη που είχε προάγει σε επιστήμη. Τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος άμα θέλει!

Ζούσε χρόνια στην Κυψέλη, στο υπόγειο της οδού Κεφαλληνίας δίπλα από το διαμέρισμα μιας πόρνης, με σύνταξη αναπηρίας, τα «λεφτά της ντροπής» όπως τα έλεγε η ίδια ή μάλλον όπως με νοήματα εννοούσε. Πάντως και μ’ αυτή την πενιχρή σύνταξη τα κατάφερνε μια χαρά. Άλλωστε δεν ζητούσε και πολλά απ’ αυτή την ζήση. Λίγο φαγητό, (άξιο απορίας πώς εξακολουθούσε να παχαίνει!), αρκετή κατασκοπία των γειτόνων αλλά και των περαστικών και μανιακή με την καθαριότητα στο σπίτι. Η τηλεόραση ήταν η μόνη άλλη διασκέδασή της!

Κάθε μέρα σηκωνότανε νωρίς – νωρίς να κάνει τη γύρα στη γειτονιά, να μάθει ποιος τσακώθηκε και με ποιόν, ποιος έβρισε την γυναίκα του, ποιός άργησε να γυρίσει το βράδυ, ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει στο κάθε σπίτι. Κουτσομπολιό σε σημείο πάθους, αφού σημείωνε και τις ώρες των γεγονότων, ακριβώς, σ’ ένα μικρό σημειωματάριο, ένα μικρό δηλαδή τετράδιο με μπλε γραμμούλες, σαν αυτά που γράφουν οι μαθητές του δημοτικού. Μετά γύρναγε στον μικρόκοσμό της, έπιανε την σκούπα και το ξεσκονόπανο και προσπαθούσε να γυαλίσει τα πάντα, ρίχνοντας συνέχεια κλεφτές ματιές στο δρόμο, απ’ το μικρό παραθυράκι που μόλις και μετά βίας έφτανε να δει κάποιος έξω. Κατά τις εννέα, έφτιαχνε τον πρώτο της καφέ. Ελληνικό με πολύ καϊμάκι και μπόλικη ζάχαρη, πιο γλυκός κι απ’ τον «γλυκύ βραστό», με πέντε έξη παξιμάδια γλυκάνισου και μπόλικες ελιές που ήταν η μεγάλη της αδυναμία. Και τι χαρά έκανε όταν ο καφές είχε φουσκάλες! Σαν μικρό παιδί που τον είχε καταφέρει έτσι, (δύσκολα βέβαια το πετύχαινε!).

Η τηλεόραση πάντα αναμμένη, έτσι για να υπάρχει μια συντροφιά στο σπίτι, κάτι να κινείται, αφού την φωνή δεν την άκουγε. Μόνη εντελώς στον κόσμο, είχε συνηθίσει να μην στηρίζεται σε κανένα και παρ’ όλη την αναπηρία της, ήταν πρώτη σ’ όλα. Άντρα δεν είχε γνωρίσει, αλλά δεν της έλειπε, όχι… δεν της έλειπε αυτό, μόνο η οικογένεια, αυτό το Κυριακάτικο συναπάντημα, τα αρχέγονα ένστικτα της μητρότητας δεν είχαν ποτέ τους εκδηλωθεί, το γέλιο του «μαζί», δεν το ένοιωσε ποτέ της.

Εκείνη την ημέρα σηκώθηκε ακόμα πιο νωρίς απ’ ότι συνήθως, απ’ τα χαράματα, έτσι χωρίς λόγο, απλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί παραπάνω. Είχε και την έννοια της Καίτης της περιπτερούς – ένα μικρό μαγαζάκι που έγραφε «Ψιλικά η Καίτη» στη πινακίδα, αλλά την κυρα Ευγενίας της άρεσε να την αποκαλεί περιπτερού – που την είδε το προηγούμενο βράδυ να μιλάει με έναν άγνωστο, ψηλό, μελαχρινό, στο παρκάκι. «Παντρεμένη γυναίκα», σκέφτηκε, «… και δεν ντρέπεται!». Τώρα περίμενε να δει, αν το βράδυ είχε γίνει τίποτα με τον άντρα της, αν είχαν τσακωθεί, αν αυτός την είχε δείρει – πόσο θα της άρεσε μια τέτοια εξέλιξη – έστω να δει ένα σημάδι στο μάτι, στο πρόσωπο, ένα μικρό μώλωπα στο χέρι. Κάτι να δει επιτέλους, κάτι όμως όχι καλό. Δεν το έκανε από κακία, όχι κακός άνθρωπος δεν ήταν, αλλά ήθελε κάτι να δει, κάτι που να μπορεί να το μεταφέρει, να το διαδώσει, να έχει δηλαδή κάτι ν’ ασχολείται για κάποιο διάστημα, γιατί τώρα τελευταία όλα ήταν πολύ ήσυχα.

Ευτυχώς που υπήρχε κι αυτή η «πουτάνα» που ‘μενε δίπλα και μπορούσε να ενοχλεί την σκέψη της, να την «θάβει», να «λέει» για το αμάρτημά της, για το πόσο ξεδιάντροπη είναι, για το ότι θα γέρναγε μόνη της, χωρίς παιδιά, χωρίς… σκυλιά… «Ποιος να την παντρευτεί αυτήν…», με το «αυτήν» όσο πιο προσβλητικά μπορούσε! «Σαν το σκυλί στ’ αμπέλι θα πάει…», σκεφτόταν. Κι όμως ποτέ δεν είχε πει πως «μόλυνε» την γειτονιά. Καλό το κουτσομπολιό, όχι όμως και να της κάνει κακό… Και ιδού! Η «εξώλης και προώλης», μόλις είχε φανεί στο δρόμο να κατεβαίνει. Της έκανε εντύπωση, ότι δεν φουριόζα και γελαστή όπως συνήθως, κάτι που την ενοχλούσε πάντα, αλλά περπατούσε αργά με κάπως ασταθές βήμα, άβαφη, «αυτή που βαφόταν έντονα ακόμα και στις πέντε το πρωί», ακουμπούσε στο τοίχο κάθε λίγα βήματα, σαν να προσπαθούσε να πάρει ανάσα και το πρόσωπό της ήταν σαν… σαν κλαμένο; Είχε σφιγμένα τα χαρακτηριστικά και τα φρύδια σμιχτά, κάνοντας τις ρυτίδες στο μέτωπο να ξεχωρίζουν πιο έντονα. «Κάτι συμβαίνει», σκέφτηκε χαιρέκακα που είχε επιτέλους καλό θέμα για κουτσομπολιό. «Κάτι σημαντικά κακό. Ίσως λοιπόν να την τιμώρησε επιτέλους ο Θεός για την άνομη ζωή της». Γιατί ο Θεός της κυρα Ευγενίας, έτσι έπρεπε να είναι : εκδικητικός και να ρίχνει τη φωτιά Του πάνω σε όποιον δεν ακολουθούσε τον δρόμο Του. και βέβαια τον δρόμο Του, τον ακολουθούσε εκείνη και μόνο εκείνη… κανένας άλλος στον κόσμο. Γιατί καθένας νομίζει το δίκαιο, δικό του γνώρισμα και προσαρμόζει το καλό, το σωστό, το ηθικό, στα δικά του μέτρα. Κι αν ποτέ έκανε καμιά αμαρτία, αν ποτέ, δεν υπήρχε πρόβλημα, αφού πάντα το βράδυ πριν κοιμηθεί ζητούσε στην προσευχή της, συγχώρεση.

Την παρακολουθούσε μέχρι που η ακατανόμαστη μπήκε στο σπίτι της και η κλειστή πόρτα έκρυψε την εικόνα. Κι αυτή η άτιμη η Καίτη βγήκε από το διαμέρισμά της γελαστή, σινάμενη και κουνάμενη! Μάλλον, για κακή της τύχη, δεν είχε γίνει τίποτα. Τώρα τι ενδιαφέρον θα μπορούσε να έχει η μέρα; Αποφάσισε λοιπόν να δει τι γινότανε με το πορνίδιο το άλλο. «Πως την λένε … να δεις…», σκέφτηκε, «… Δώρα νομίζω», ψέλλισε το μυαλό της. Έριξε μια τελευταία πινελιά με την σκούπα στο πάτωμα της κουζίνας της, έλεγξε τον νεροχύτη να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν καθαρά, τα πιάτα σωστά τοποθετημένα στην πιατοθήκη και ισιώνοντας τη ρόμπα της, άνοιξε την πόρτα. Στο υπόγειο της Δώρας, δεν μπορούσε να δει καλά. Το παράθυρο ήταν κι αυτό χαμηλό όπως και στο δικό της σπίτι κι αν κάποιος ήθελε να κοιτάξει, έπρεπε να σκύψει ή καλύτερα να γονατίσει στο πεζοδρόμιο. Έτσι όμως θα μπορούσε στα μάτια των περαστικών και να ρεζιλευτεί. Έψαξε λοιπόν να βρει μια καλή δικαιολογία όχι μόνο να σκύψει, αλλά και να μείνει σκυφτή για αρκετή ώρα. Το κόλπο με τα λυμένα κορδόνια, δεν πιάνει στα γυναικεία παπούτσια. Να προσποιηθεί ότι κάτι της έπεσε κάτω δεν της εξασφάλιζε ικανή ώρα επίκυψης, παρατήρησης. Στο τέλος το πήρε απόφαση… θα έσκυβε κι ας γινόταν ρεζίλι, έτσι κι αλλιώς αν δεν έβλεπε … θα έσκαγε από το κακό της. Ρεζίλι λοιπόν ή σκάσιμο; Στην αρχή δεν είδε τίποτα κι αυτό την έκανε ακόμη πιο περίεργη. Η «αρρώστια» της, την έκανε σχεδόν να ξαπλώσει στο πεζοδρόμιο «και είναι και στενό το άτιμο…», προκαλώντας τα γέλια και τα πειράγματα των πιτσιρικάδων που εκείνη την ώρα ξεκινούσαν για το σχολείο. Αλλά δεν την ένοιαζε, έτσι κι αλλιώς δεν τα άκουγε. Με την πρώτη δεν είδε πάλι σχεδόν τίποτα απ’ το σκοτάδι που επικρατούσε στο εσωτερικό. Κοίταξε καλύτερα, ακόμα πιο επίμονα, ψάχνοντας με τα μάτια πόντο – πόντο το μικρό διαμέρισμα. Σταμάτησε το βλέμμα στη πόρτα της τουαλέτας. Στο πάτωμα διέκρινε το απλωμένο χέρι και δίπλα μια κηλίδα σκουρόχρωμου υγρού, που μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, άρχισε σιγά – σιγά ν’ απλώνει, φτιάχνοντας πλοκάμια, σαν παράξενο, απόκοσμο χταπόδι. Δεν ήταν χαζή, κατάλαβε αμέσως τι σήμαινε αυτή η σουρεαλιστική εικόνα. Άνοιξε το στόμα, αλλά αυτή η σπαραχτική, ανακουφιστική κραυγή που ήθελε να εξαπολύσει δεν βγήκε ποτέ. Παρέμεινε μέσα στο στήθος να της καίει τα σωθικά.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Ο Γιάννης έφτασε στο Λουτράκι και προσπάθησε να βρει χώρο να παρκάρει στον κεντρικό δρόμο. Ήθελε να πάει για καφέ στο Kazino να θυμηθεί τα παιδικά του χρόνια, τότε που ο πατέρας έστεκε καλά οικονομικά κι έστελνε την οικογένεια για καλοκαιρινές διακοπές, στο ξενοδοχείο «Βασιλικόν» που ήταν στην κεντρική πλατεία της λουτρόπολης. Αναγκάστηκε να κάνει αρκετές βόλτες μέχρι να βολέψει το αυτοκίνητό του σε κάποιο στενό. Καβάλησε το πεζοδρόμιο και παραλίγο να σπάσει τον κορμό κάποιας νεοφυτεμένης ακακίας. «Έγινε Αθήνα και το Λουτράκι», σκέφτηκε και κατηφόρισε προς την παραλία. Κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι, άναψε τσιγάρο και αγνάντεψε τη θάλασσα που ανοιγότανε μπροστά του. Πάντα η θέα της του προκαλούσε ανάμικτα συναισθήματα. Του δημιουργούσε τάσεις φυγής αλλά και μια ηρεμία που πολλές φορές τον έφερνε στα πρόθυρα υπνηλίας. Μόνο που σήμερα ανησυχούσε. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση, έπρεπε να κατασταλάξει στο τι ήθελε ακριβώς από την ζωή του. Παράγγειλε καφέ και κάτι για να φάει, ένα στοιχειώδες πρωινό και βούλιαξε στις σκέψεις του. κόσμος δεν υπήρχε πολύς, άλλωστε ήταν Φθινόπωρο και η τουριστική σαιζόν είχε τελειώσει. Και μια λουτρόπολη στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στους τουρίστες. Ίσως γι αυτό το λόγο και να είχε διαλέξει να πάει εκεί. Το τσιγάρο είχε σχεδόν καεί κι ένοιωσε την κάψα στα δάχτυλά του. Το πέταξε μακριά, μ’ ένα τίναγμα των δαχτύλων κι έψαξε το πακέτο ν’ ανάψει άλλο. Το κινητό του κουδούνισε και τον τρόμαξε καθώς τον έβγαλε απότομα από τον κόσμο του. Απάντησε ενστικτωδώς χωρίς να κοιτάξει ποιος είναι.

«Έλα Γιάννη, που είσαι παιδί μου;», άκουσε την φωνή του διώκτη του.

«Έλα Μαριάνθη…»

«Που είσαι … μπορείς να μου πεις; Γιατί δεν ήρθες το βράδυ στο σπίτι μας; Που γύρναγες αγόρι μου; είσαι καλά;»

«Καλά είμαι…»

«Ωραία, τότε γιατί δεν απαντάς στο κινητό σου; Ξέρεις πόσες φορές σε πήρα;»

«Μαριάνθη, σε παρακαλώ… κόφτο…»

Η σερβιτόρα έφερε τον καφέ και ένα κρουασάν και τ’ άφησε μπροστά του αρκετά ευγενικά.

«Καλή σας όρεξη κύριε…»

«Ευχαριστώ…»

Από το ακουστικό ακούστηκε η φωνή της Μαριάνθης:

«Γιάννη…»

«Έλα …»

«Ποια είναι αυτή που μιλάει δίπλα σου; Με ποια είσαι;»

«Με καμιά Μαριάνθη, με καμιά…»

«Τότε που την έβγαλες τη νύχτα; Στους γονείς σου πάντως δεν ήσουνα γιατί πήρα εκεί και μου είπαν ότι δεν πέρασες καθόλου. Ήσουν με καμιά ξετσίπωτη; Μ’ απάτησες; Πες μου…»

«Μαριάνθη ηρέμησε και άκου με λίγο, έστω και για πρώτη φορά στη ζωή σου»

«Ωραία σ’ ακούω, τι θέλεις να μου πεις; Ελπίζω να είναι κάτι καλό και να δικαιολογεί την απουσία σου…»

«Αρκετά σοβαρό, τουλάχιστον για μένα. Από καιρό ήθελα να σου μιλήσω αλλά δεν έβρισκα την ευκαιρία. Εχθές το βράδυ, με τη στάση σου, έφτασε ο κόμπος στο χτένι και πήρα τις αποφάσεις μου. γι αυτό και ήθελα να μείνω μόνος μου. Ξέρω ότι αυτά που ήθελα να πω, λέγονται κατά πρόσωπο, αλλά ανακάλυψα ότι δεν θα έχω την δύναμη να σ’ αντιμετωπίσω. Μπορεί να είναι δειλία, μπορεί και απλά θέμα χαρακτήρα, όμως ότι και να ‘ναι, προτιμώ να γίνει έτσι…»

«Πες το επιτέλους αυτό που θέλεις!»

«Ωραία τότε. Μαριάνθη εμείς οι δυό τελειώσαμε. Ο δεσμός μας αποδείχτηκε επιπόλαιος και φοβερά ρηχός, που πιο πολύ στηριζότανε στο σεξ παρά στο συναίσθημα. Ήταν πιο πολύ για να εκτονωθούμε, παρά για να επενδύσουμε στο μέλλον… Από μήνες τώρα πρέπει κι εσύ να είχες καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μια η γκρίνια η δικιά σου, μια η αδιαφορία η δικιά μου, μας κατάντησαν έτσι. Και η αδιαφορία μου, ξεκινά από σένα, απ’ την κατάσταση που δημιουργείς με τις συνεχείς απαιτήσεις σου…»

«Θέλεις να πεις ότι για όλα φταίω εγώ;»

«Μπορεί να μην φταις για όλα, αλλά από την μεριά μου υπήρχαν και υπάρχουν πολλά και μεγάλα παράπονα…

‘Και από την δική μου πλευρά. Συνέχεια με υποτιμάς και μ’ άφηνες μόνη μου…»

«Δεν θα βρούμε τρόπο να συνεννοηθούμε έτσι. Μην αρχίζεις και άκουσέ με. Δεν πάει άλλο, ακούς; Τέλος. Πώς να στο πω; Δεν θέλω πια να είσαι δίπλα μου. Το καταλαβαίνεις αυτό; Απλά Ελληνικά είναι»

«Όχι δεν μπορώ να το καταλάβω. Δεν μπορώ να το δεχτώ. Ξεκίνησα μαζί σου μ’ όνειρα, μ’ ελπίδες. Σε ήθελα πολύ απ’ την αρχή! Σ’ ονειρευόμουνα τα βράδια, σ’ έβλεπα στον δρόμο και κοκκίνιζα σαν καμιά πρωτάρα, καμιά άβγαλτη. Εγώ!!! Κι όταν μου μίλησες για πρώτη φορά … νόμιζα ότι αναστήθηκα. Σ’ ερωτεύτηκα! Ήρθα να μείνω μαζί σου πιασμένη απ’ την άκρη τα’ ονείρου λες και μίτος της Αριάδνης που οδηγεί στο φως. Ήρθα για να κάνω οικογένεια μαζί σου, να κάνω σπίτι, παιδιά, να περπατάω περήφανη στο δρόμο, πλάι σου, να χαίρομαι την ευτυχία μου την ίδια. Κι εσύ θέλεις να τα καταστρέψεις όλα. Γιατί;»

Του είχε πάρει τον λόγο, τον αέρα. Αντί αυτός να της επιτεθεί, αντί να αιτιολογήσει πιότερο τον λόγο του χωρισμού, αντί να ‘ναι από πάνω, την είχε αφήσει να ξεσπαθώσει. Αυτή τώρα όρθωνε το λόγο της. Και το παράξενο… χρησιμοποιούσε ωραίες, μελετημένες εκφράσεις δημιουργώντας όμορφες εικόνες. Σχεδόν είχε ανατρέψει την απόφασή του. Τι σχεδόν; Την είχε ανατρέψει. Αντί για την προγραμματισμένη εκτέλεσή της, τώρα την άκουγε σχεδόν με συμπάθεια. Κατά βάθος μέσα του, τώρα, έψαχνε τον τρόπο να ξαναγυρίσει. Ήταν αποφασισμένος όμως να επιβάλλει τους όρους του. το μόνο που έμενε ήταν το παρακάλι της. Κι επειδή οι γυναίκες ξέρουν καλά…

«Σε παρακαλώ Γιάννη μου, σε παρακαλώ,… σε ικετεύω αγόρι μου, μη μου στερείς το δικαίωμα στο αύριο (!), στο όνειρο, στην ελπίδα. Σε περιμένω σπίτι μας, να δεις την αγάπη μου, να δεις μια άλλη γυναίκα, διαφορετική απ’ αυτή που ξέρεις. Γιατί θέλω για χατίρι σου να προσπαθήσω, γιατί σ’ αξίζει αυτό. Αναγνωρίζω τα λάθη μου και σου υπόσχομαι την αλλαγή. Σε παρακαλώ Γιάννη μου, δώσε μου μια δεύτερη ευκαιρία… σε παρακαλώ… σε παρακαλώ…»

Όταν χαμογελάει ο Διάβολος, μέτρα τα δόντια του, αυτά που είναι έτοιμα να σε κατασπαράξουν και μη γοητεύεσαι!

«Θα δούμε, θα δούμε… άσε με τώρα, θέλω να μείνω μόνος μου για λίγο»

«Εντάξει, αλλά σε περιμένω. Κι εκείνο το μπάνιο που δεν έκανες εχθές το βράδυ… έλα να το κάνουμε μαζί. Σύμφωνοι;»

Έκλεισε το τηλέφωνο σχεδόν ανακουφισμένος. Η δικαιολογία είχε βρεθεί, τώρα έμενε ο τρόπος. Το πρώτο σημάδι εκδηλώθηκε σχεδόν αμέσως, όπως κάθε φορά που στενοχωριότανε ή φορτιζότανε. Ένα φτερούγισμα στο στήθος. Μετά κι άλλο κι άλλο. Ένοιωθε σαν να έχανε η καρδιά του ένα χτύπο κάθε δύο. Αμέσως μια μικρή ζαλάδα τον τύλιξε κι ένοιωσε ένα κάψιμο στην κοιλιά. Έβαλε τα δάχτυλά του στο πλάι της καρωτίδας ν’ ακούσει το σφυγμό του. Ακανόνιστος και πιστοποιούσε αυτό που είχε μαντέψει. Φοβόταν την κολπική μαρμαρυγή που τον έπιανε από μικρό παιδί και φαίνεται εκεί θα κατέληγε και σήμερα. Ζήτησε να πληρώσει και σηκώθηκε ανήσυχος σχεδόν πανικόβλητος. Και δεν είχε μαζί του τα χάπια του, τα θαυματουργά Inderal, που τον ηρεμούσαν, του κανόνιζαν τις σφίξεις της καρδιάς και προλάβαιναν δυσκολότερες καταστάσεις. Περπάτησε αργά προς το αυτοκίνητο και ξεκίνησε να γυρίσει πίσω στην Αθήνα. Η ζαλάδα άρχισε να γίνεται πιο έντονη και να θολώνει τη ματιά του. σκέφτηκε να πάει σε κάποιο νοσοκομείο να κάνει μια ένεση digoxin, να ηρεμίσει αυτός ο Διάολος που μούγκριζε μέσα του. Έφτασε λοιπόν στην πρωτεύουσα χωρίς καλά – καλά να το καταλάβει… κατευθύνθηκε στο κέντρο. Κοντά στον Ευαγγελισμό, πάρκαρε και με πιο γρήγορο βήμα μπήκε στα εξωτερικά ιατρεία. Πανζουρλισμός! Το τι γινότανε εκεί, κανένας δεν μπορεί να το περιγράψει, τουλάχιστον εύκολα. Κόσμος, φασαρία, κλάματα, ικεσίες στους γιατρούς, στους Θεούς, στους Διαβόλους, σ’ όλες τις γλώσσες, σ’ όλες τις διαλέκτους. Μια γυναίκα έκλαιγε για τον άντρα της που είχε χτυπήσει στη δουλειά, μια άλλη παρακαλούσε τον γιατρό να δει την μάνα της που όπως έλεγε υπέφερε όλο το βράδυ από αφόρητους πόνους στο στομάχι. Πιο πέρα δυό πρεζόνια, το ένα σκεπασμένο με ένα περίπου λευκό σεντόνι και το άλλο αναίσθητο μ’ ένα σωλήνα οξυγόνου στο πρόσωπο, μια γιαγιά που κανείς δεν ήξερε αν ανάσαινε ή είχε κλείσει τις υποθέσεις της σ’ αυτόν τον κόσμο τον μάταιο, ένας γύφτος μ’ όλο του το σόι που έκλαιγε φωνάζοντας στη γλώσσα τους ακατανόητες λέξεις, δείχνοντας σε έξαλλη κατάσταση. Μια γιατρίνα προσπαθούσε να προλάβει τρεις άλλους ασθενείς… Μα πιο πολύ τον συντάραξε η εικόνα δύο νοσοκόμων που έσπρωχναν με πολλή βιάση, έτρεχαν στους διαδρόμους του νοσοκομείου, ένα φορείο με καταματωμένα τα σεντόνια, αίμα μιας κοπέλας να τρέχει, αφήνοντας κηλίδες στο ήδη καταλερωμένο, ρυπαρό, πάτωμα. Και δίπλα μια γυναίκα γύρω στα εξήντα, πιθανόν η μάνα της, που έκλαιγε τρέχοντας, σπρώχνοντας κι αυτή το φορείο, χωρίς να μπορεί να εκτονώσει τον πόνο της με κραυγή … η κωφάλαλη. Μόνο σήκωνε κάθε τόσο τα χέρια στον ουρανό, ικετεύοντας σιωπηρά … και τάζοντας. Και κάθε τόσο χτύπαγε τα στήθια της, μ’ απόγνωση, με κατάρα, στην απόλυτη σιωπή της. Και ήταν εκκωφαντική αυτή η σιωπή! Και, ήταν κλάμα και λυγμός αυτή η σιωπή… και μύριζε θάνατο αυτή η σιωπή…!


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΔΙΧΩΣ ΕΠΑΦΗ

Η διαολεμένη στριγκλιά της πόρτας του καρδιολογικού, σου τρυπούσε το μυαλό καθώς άνοιγε κάθε μερικά δευτερόλεπτα, θυμίζοντας γουρούνι που σφάζουν, κάνοντας την ήδη χαώδη κατάσταση που επικρατούσε στο νοσοκομείο πραγματικά εφιαλτική. Όλοι έτρεχαν. Άλλοι δεξιά, άλλοι αριστερά, όλοι αλαφιασμένοι και με μια νευρικότητα που μπορούσες να την δεις διάχυτη στον αέρα. Οι γιατροί, άλλοι με τις λευκές ρόμπες κι άλλοι με τις πράσινες αυτές του χειρουργείου έκαναν ότι μπορούσαν να εξυπηρετήσουν, αλλά οι ασθενείς ήταν πιο πολλοί απ’ όσους ήταν δυνατόν να προσέξουν και να περιποιηθούν. Οι λιγοστές νοσοκόμες έδιναν και την τελευταία (θα μπορούσε κάποιος να πει παρακολουθώντας τες) ικμάδα των δυνάμεών τους να βοηθήσουν τους «κακόμοιρους» - αυτή η λέξη σου έρχεται στον νου – που κατέφθαναν συνέχεια ζητώντας βοήθεια, έντρομοι και πανικόβλητοι οι περισσότεροι, για σοβαρά ή μη προβλήματα. 

Οι δυό νοσοκόμοι με το φορείο και την αιμόφυρτη κοπέλα, έτρεχαν κατευθείαν προς το χειρουργείο, έστριβαν στις γωνίες απότομα και κοφτά λες και ήταν πιλότοι σε αγώνες αυτοκινήτων. Πάντα κρεμασμένη – μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά – από τα πλαϊνά όρθια χερούλια, η κωφάλαλη γυναίκα σιωπηλή σαν τάφος, έτρεχε μαζί τους, προσπαθώντας να αντισταθεί όπως μπορούσε στις αντιδράσεις των τραυματιοφορέων, αλλά και με νοήματα να δώσει κάποια στοιχεία της «ασθενούς».

Ο Γιάννης κούνησε το κεφάλι σαν να ήθελε να διώξει την εικόνα αυτή από το μυαλό του. Δεν είχε καταλάβει ακριβώς το συμβάν, το περιστατικό αυτό, πίστεψε ότι βρέθηκε μπροστά σε ατύχημα, πιθανώς τραυματίας από τρακάρισμα, κάτι που έπρεπε να φροντίσουν άμεσα οι γιατροί. Το μυαλό του δεν μπορούσε να δεχτεί άλλη αιτία έξω από το ατύχημα. Η αυτοκτονία ήταν ασύλληπτη γι αυτόν, ήταν έξω από τα «πιστεύω» του. Ήταν πολύ δειλός για να το αντιμετωπίσει, έστω ακόμα και για να το σκεφτεί.

Προχώρησε προς το καρδιολογικό, προς εκείνο τον εφιαλτικό ήχο της σχεδόν σαραβαλιασμένης πόρτας και προσπάθησε να μπει.

Η νεαρή γιατρίνα τον κοίταξε απότομα και άγρια. Του μίλησε με έναν όχι και πολύ κομψό τρόπο:

«Περιμένετε λίγο κύριε…»

«Δεσποινίς μου, αντιμετωπίζω κάποιο πρόβλημα…», δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του

«Και οι άλλοι κύριε εδώ μέσα, γιατί νομίζετε ότι έχουν έρθει (το στρίγκλισμα της πόρτας ακούστηκε άλλες δυο – τρεις φορές), για να διασκεδάσουν; Όλοι υποφέρουν…»

«Σε πόση ώρα δεσποινίς;»

Απάντηση δεν πήρε. Θα έπρεπε να περιμένει. Κάθισε στο παγκάκι μαζί με άλλους δέκα νοματαίους και κοίταξε γύρω του. Πιο κάτω, λίγα μέτρα πιο κάτω, διάβασε την ταμπέλα της μεγάλης διπλής πόρτας, αριστερά στον διάδρομο: «ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΟ». Έσκυψε λίγο με περιέργεια και αντίκρισε απ’ έξω εκείνη την κωφάλαλη χοντρή γυναίκα να κάθεται με το κεφάλι γυρτό, τα χέρια στα μαλλιά, τους αγκώνες να ακουμπούν στα γόνατα, σε στάση αγωνιώδους αναμονής μέσα στη προσωπική της σιωπή που την διέκοπταν κάποια αναφιλητά αλλά και αναστεναγμοί. Μέσα της είχε ριζώσει απ’ τα μικράτα της η μοιρολατρία και έτσι τώρα περίμενε – υπομονετικά – τα νέα από τους γιατρούς.

Το μυαλό κάνει διάφορες σκέψεις, δημιουργεί εικόνες, υποθέτει (σωστά ή λάθος), πάντα όμως προσπαθεί να δώσει εξηγήσεις.

«Καημένη γυναίκα…», σκέφτηκε ξεχνώντας το δικό του πρόβλημα, «… καημένη… η κόρη της πρέπει να είναι η τραυματίας. Πρέπει να είναι κόρη της… πολύς ο πόνος… και μάλιστα μοναχοπαίδι», συνέχισε την σκέψη του, όπως το μυαλό του την είχε δημιουργήσει.

Ήθελε να πάει κοντά της, τον έτρωγε η περιέργεια για το γεγονός, εκείνη η περιέργεια που δημιουργείται από τον πόνο των άλλων. Η πόρτα όμως του καρδιολογικού άνοιξε και μπήκε γρήγορα μέσα ρίχνοντας μια τελευταία, κλεφτή ματιά στην χοντρή γυναίκα.

Του πήραν την πίεση (αρκετά ψηλή όπως του είπε ο νεαρός γιατρός με το μικρό μουσάκι και τα χοντρά γυαλιά) και του έκαναν καρδιογράφημα όση ώρα κάποιος άλλος γιατρός, πολύ νεαρός, του έβαζε τον ορό στο χέρι.

«Καπνίζετε κύριε…»

«Σωτηρόπουλος»

«Μάλιστα, κύριε Σωτηρόπουλε. Καπνίζετε λοιπόν;»

«Ναι, περίπου ένα πακέτο την ημέρα»

«Μάλιστα…», επανέλαβε ο γιατρός, «… κακώς όμως, πρέπει να το κόψετε. Αυτοκαταστρέφεστε κύριε, δεν υπολογίζετε τους άλλους; Τα παιδιά σας; Την γυναίκα σας ή ακόμα και τους φίλους σας… και όσους σας έχουν ανάγκη;»

«Δεν είμαι παντρεμένος γιατρέ και … δεν θα ήθελα να ακούσω κήρυγμα αυτή την στιγμή…»

«Και τι; Είναι λόγος αυτός να μην προσέχετε;»

Τον πήρε μαζί με τον ορό σ’ ένα μικρό δωματιάκι, κάτι σαν γραφείο και τον έβαλε να κάτσει  σε μια καρέκλα και να ηρεμίσει, μέχρι να δράσει το φάρμακο που είχε προσθέσει στον ορό. Έβγαλε τα γυαλιά του και έτριψε τα μάτια του ψάχνοντας μαζί του να βρει δικαιολογία να ξεκουραστεί για λίγο. Σ’ ένα μικρό συνταγολόγιο άρχισε να γράφει κάτι ορνιθοσκαλίσματα και … άναψε τσιγάρο, χαμογελώντας συνωμοτικά στον Γιάννη.

«Δάσκαλε που δίδασκες…», σκέφτηκε εκείνος και του ανταπέδωσε το χαμόγελο.

Το κλιματιστικό στα νοσοκομεία πάντα ήταν πολύ δυνατό, μ’ αποτέλεσμα να επικρατεί αποπνικτική ζέστη. Ο γιατρός είχε ανοίξει λίγο το παράθυρο για να μπει καθαρός αέρας και φρεσκαριστεί το δωμάτιο. Στύλωσε εκεί το βλέμμα του. ένα πούπουλο, μάλλον από περιστέρι, αιωρήθηκε κι έπαιξε με κάποιο ρεύμα που δημιουργήθηκε, στροβιλίστηκε αργά και ακούμπησε ελαφρά σαν ανάσα στο περβάζι. Έμεινε εκεί να κουνιέται μπρος – πίσω και μετά πέταξε πάλι προς το άγνωστο.

Είχε αρχίσει να νοιώθει καλύτερα, να αισθάνεται πιο ζωηρός, να θέλει πια να σηκωθεί να περπατήσει. Ο γιατρός όμως ήταν ανένδοτος. Με το μεσαίο δάκτυλο του δεξιού του χεριού, ίσιωσε τα γυαλιά στα μάτια και με κάπως επιθετικό τόνο :

«Κάτσε κάτω μέχρι να σου πω εγώ, έτσι; Κατάλαβες;»

Ο Γιάννης αμήχανα αλλά εμφανώς πιο ζωηρά :

«Νοιώθω πολύ καλύτερα, νοιώθω τις δυνάμεις μου να…»

«Δεν πα να νοιώθεις όπως θέλεις! Αν δεν πω εγώ, δεν το κουνάς ρούπι. Τέρμα η κουβέντα…»

«Χάιλ Χίτλερ…» και χαμογέλασαν και οι δυό.

Οι ώρες πέρασαν, αρκετά αργά. Σε κάποια στιγμή έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στις αγκάλες του Μορφέα, πάνω σε ένα κρεβάτι σ’ ένα σχετικά απομονωμένο χώρο, που είχε εντωμεταξύ φροντίσει ο γιατρός να τον βάλει. Ήταν τελικά τόσο εξαντλημένος που είδε και… όνειρο. Και μέσα στο όνειρό του παρέλασαν οι πιο καλοί, παιδικοί του φίλοι. Τα παιγνίδια στο παλιό συνεργείο αυτοκινήτων, εκεί που επισκεύαζαν παράξενα διαστημικά οχήματα και πολεμούσαν με φανταστικούς εξωγήινους, εκείνα τα μικρά πράσινα ανθρωπάκια που έρχονταν να καταλύσουν την ανεξαρτησία και την ελευθερία της Γης (καημό που είχαν όλοι οι εξωγήινοι με την Γη!).

Ξαφνικά άλλαξαν όλα. Η εικόνα έγινε πολύ πιο σκοτεινή, πιο μουντή. Βρισκόταν, λέει, με τα παιδιά στις παλιές φυλακές στη Λέρο. Όταν ήταν μικρός, είχαν πάει πολλές φορές διακοπές στο νησί. Οι καλοκαιρινοί του φίλοι, έτρεχαν στις έρημες φυλακές πολλές φορές για παιγνίδι και είχαν πάρει και τον «Αθηναίο» μαζί τους μια φορά να του δείξουν ή και να τον φοβίσουν ακόμα δείχνοντάς του τις  ερημωμένες  εγκαταστάσεις, (τον θεωρούσαν ένα μαλθακό πρωτευουσιάνο). Ο Μικές ήταν ο πιο μεγάλος και έδειχνε ο πιο ατρόμητος.

Μπήκαν στα παλιά κτίρια και κατέβηκαν χωρίς κουβέντες, αλλά αλαλάζοντας με άναρθρες κραυγές, στα υπόγεια. Μπροστά τους, μια σειρά από σιδερένιες πόρτες, μοιρασμένες δεξιά και αριστερά, μ’ ένα μικρό φεγγίτη με κάγκελα στο πάνω μέρος και ένα ξύλινο πορτάκι κάτω. Σχεδόν όλες ήταν ξεχαρβαλωμένες και σκουριασμένες. Οι περισσότερες είχαν πάνω τους γράμματα γραμμένα με σπρέι, ενώ ολόγυρα αναδυότανε μια ξινή μυρουδιά, (μπόχα θα ήταν η πιο σωστή λέξη), από ούρα και σαπίλα.

«Σιγά το πράγμα!...», φώναξε ο Μικές. «Σιγά το πράγμα!»

«Δηλαδή; Τι θέλεις να πεις ορέ Μιτσέ;». Η φωνή του Τάσου ακούστηκε κάπως ανήσυχη, γιατί ήξερε καλά τον φίλο του. 

«Ότι δεν είναι και κάτι τόσο φοβερό να σε κλείσουν στη φυλακή. Εγώ δεν θα είχα κανένα πρόβλημα…», χαμογέλασε κάπως νευρικά, «… θα μπορούσα να περάσω άνετα … σαν αγάς… αρκεί να είμαι μακριά από την αδερφή μου», εδώ γέλασε κοιτώντας τους άλλους, «…νομίζω ότι όλοι αυτοί που λένε ότι κακοπέρασαν στις εξορίες σαν φυλακισμένοι, απλά είναι παραμυθάδες και … ψευτόμαγκες!»

Έπεσε ησυχία απόλυτη και τα παιδιά κοίταζαν το ένα το άλλο για την ανατρεπτική αυτή άποψη του φίλου τους. Άλλα ήξεραν από τους γονείς τους, άλλα τους έλεγε τώρα ο …»αρχηγός», γιατί για αρχηγό τους τον λογάριαζαν τον Μικέ. Αν έπεφτε έστω και μια καρφίτσα κάτω θα ακουγόταν εκκωφαντικά, με τόση ησυχία που επικρατούσε.

«Τότε γιατί δεν κάνουμε ένα πείραμα; Έτσι θα το διαπιστώσουμε…», ο Γιάννης είχε επέμβει μιλώντας με την φωνή της λογικής. Ίσως μιας λογικής παιδιάστικης που δεν μπορούσε να προβλέψει τις συνέπειες. Της εγωιστικής λογικής!

«Ναι – ναι – ναι!», φώναξαν όλα τα παιδιά.

«Εντάξει…» συμφώνησε και ο … νταής της παρέας.

Κάθισαν κάτω και άρχισαν να υπολογίζουν. Όλα κανονίστηκαν για την επόμενη μέρα. Θα έλεγαν στους δικούς τους ότι θα πήγαιναν στην Κάλυμνο με το καραβάκι για βόλτα και θα γύρναγαν το βράδυ. Έτσι θα δικαιολογούσαν την πολύωρη απουσία τους.

Ξημέρωσε λοιπόν ο Θεός την μέρα του και να σου οι λεβέντες να τρέχουν με την νεανική τους τρέλα στην εξοχή, προς τις φυλακές. Σαν έφτασαν, άρχισαν να ξετυλίγουν τα πλάνα τους. 

«Λοιπόν…», μίλησε πρώτος ο Μικές, «… θα μπω, θα κλείσετε την πόρτα και θα φύγετε μακριά. Πηγαίνετε  για μπάνιο, πιάστε και κανα ψαράκι. Μόνο που στις δώδεκα το μεσημέρι, θα μου φέρετε ψωμί, ελιές και κανένα κανάτι νερό. Εντάξει;»

«Εντάξει», απάντησαν οι άλλοι με μια φωνή.

«Η ώρα είναι εφτά, έχετε ρολόι, έτσι; Στις εφτά το απόγευμα θα με βγάλετε. Όχι πιο νωρίς ακόμα κι αν το ζητήσω, που δεν υπάρχει βέβαια τέτοιο θέμα. Καμιά περίπτωση. Και για να γίνει πιο ενδιαφέρον το θέμα, κερνάω σινεμά το βράδυ, αν δείξω ότι δεν αντέχω, έτσι;»

«Έτσι», είπαν όλοι.

 «Μήπως θέλεις το μπλουζάκι μου;», ρώτησε ο Γιάννης, «…το λέω επειδή έχει πολλή υγρασία»

«Όχι βέβαια», απάντησε ο Μικές, «…εμείς δεν είμαστε Αθηναίοι λελέδες, ν’ αρρωσταίνουμε με το παραμικρό»

Και γελώντας μπήκε στο κελί όρθιος και στητός, σιγοσφυρίζοντας κάποιο παλιό (λεβέντικο!) νησιώτικο σκοπό. Η πόρτα έκλεισε με μεγάλο θόρυβο και επειδή δεν υπήρχε κλειδαριά, τα παιδιά την ασφάλισαν περνώντας ένα κομμάτι ξύλο απ’ τα χερούλια. Ανέβηκαν στο ισόγειο και βγήκαν έξω, πήγαν προς την παραλία και κάθισαν λίγο αμήχανα στην άμμο. Ξάπλωσαν με τα χέρια στα μάτια προσπαθώντας να αποφύγουν τον ήλιο και σκέφτηκαν τι να κάνουν για να περάσει η ώρα μέχρι το μεσημέρι. Αν και νωρίς ο καιρός έδειχνε σημάδια καύσωνα. Ήξεραν ότι θα ήταν άλλη μια ανυπόφορη μέρα.

Αποφάσισαν να βουτήξουν στη θάλασσα να δροσιστούν και να παίξουν ψάχνοντας στα βράχια για καβούρια και όστρακα. Το μυαλό τους όμως ήταν κολλημένο στον Μικέ και στο τι θα έκανε τώρα. Κάποια στιγμή ξεχάστηκαν και η παρέα έδειχνε αυτό που ήταν στην πραγματικότητα: μια ανέμελη παρέα μικρών παιδιών. Ευτυχώς που ακούστηκε η καμπάνα της εκκλησίας από το χωριό που ήταν λίγο πιο κάτω, να χτυπά δώδεκα φορές και στο μυαλό τους ήρθε ο Μικές και η υποχρέωση που είχαν. Έτρεξαν με όση δύναμη είχαν τα πόδια τους πίσω στα παλιά κτίρια και ο Τάσος κατέβηκε στο κελί να του πάει το φαγητό που είχαν συμφωνήσει. Όπως είχαν πει, δεν του μίλησε καθόλου, απλά άνοιξε το μικρό ξύλινο πορτάκι και του έδωσε το ψωμί μαζί με το νερό και λίγες ελιές που είχαν βάλει σ’ ένα πλαστικό σακουλάκι. Η ζέστη ήταν μεγάλη έξω, αλλά μέσα στο υπόγειο αυτό επικρατούσε ψύχρα και αν καθόσουν αρκετή ώρα σε συνδυασμό με την υγρασία, σε περόνιαζε μέχρι το κόκκαλο. Σ’ έκανε ν’ ανατριχιάζεις. Βγήκε έξω στο φως που τον περίμεναν οι άλλοι.

«Τον είδες;»

«Όχι, δεν τον είδα…»

«Καλά ρε συ, καθόλου; Δεν είδες αν είναι καλά;»

«Είπαμε καμιά επικοινωνία, το θυμάστε; Συμφωνήσαμε όλοι. Θέλεις να κάνεις τον άντρα; Πρέπει να το αποδείξεις…», γύρισε προς τον Γιάννη, «Αυτό δεν μας πουλάει τόσο καιρό κι αυτός; Ας κάνει καλά μόνος του. δεν κάνω τίποτα παραπάνω απ’ ότι είπαμε»

«Ναι ρε Τάσο, συμφωνώ, αλλά μην πάθει τίποτα, μην τον πάρουμε στον λαιμό μας»

«Μη φοβάσαι, δεν παθαίνει τίποτα ο γάιδαρος. Έχει αρκετές αντοχές ακόμα. Μην ξεχνάς «κακό σκυλί ψόφο δεν έχει». Κατάλαβες;»

«Ας είναι…, εγώ πάντως δεν είμαι διατεθειμένος να τον αφήσω μέχρι τις εφτά. Εσύ;»

«Θα δούμε, ας έρθει το απόγιομα και βλέπουμε»

Η μέρα εξακολουθούσε να περνάει αργά. Κατά τις πέντε το απόγευμα ο Γιάννης δεν άντεξε:

«Πάω να τον βγάλω. Αρκετά κράτησε αυτό το αστείο»

«Το είδες για αστείο; Εγώ πάλι όχι, αλλά τέλος πάντων … άντε πάμε, άντε να τελειώνουμε…»

Κατέβηκαν βιαστικά, έφτασαν στο κελί του Μικέ και βάλθηκαν να τραβάνε το πρόχειρο μάνταλο ν’ ανοίξουν την πόρτα. Χρειάστηκαν όλη τους τη δύναμη για να την ακούσουν στο τέλος να τρίζει φάλτσα τη φωνή της. Ανακάλυψαν ότι ήταν πιο εύκολο να την κλείσουν παρά το αντίθετο. Ο Μικές ήταν σε μια άκρη του σκοτεινού κελιού, ξαπλωμένος σε εμβρυακή στάση, τρέμοντας κι αγκαλιάζοντας τα γόνατα, μέσα σε μια δύσοσμη κηλίδα ούρων κι εμετού. Πιο δίπλα, στην άλλη γωνιά, πεταμένο το κομμάτι ψωμιού που του είχε φέρει ο Τάσος το μεσημέρι, μουσκεμένο από την υγρασία (;), δεχόταν την επίθεση δυό τεράστιων αρουραίων της θάλασσας, όπως τους έλεγαν οι νησιώτες, που τσακώνονταν μεταξύ τους για την μεγαλύτερη δαγκωνιά.

Τον σήκωσαν όρθιο με πολύ κόπο και χωρίς μια κουβέντα. Είχε ηττηθεί κατά κράτος και το είχε αποδεχτεί. Είχε πληγωθεί ο εγωισμός του. Τίναξε τα χέρια των φίλων του, αυτά τα χέρια βοήθειας και προσπάθησε να περπατήσει, έστω και τρικλίζοντας, μόνος του, θέλοντας να περισώσει κάτι από την αξιοπρέπειά του. βγήκε στον σχεδόν σκοτεινό διάδρομο και πήγε στην γούρνα μιας βρύσης που υπήρχε εκεί. Φορούσε ένα κίτρινο μπλουζάκι που τώρα είχε γεμίσει από μεγάλους λεκέδες καφέ χρώματος και υγρασίας. Το κοντό παντελονάκι του, ήταν πια καταβρώμικο και είχε σκιστεί σε δυο – τρία σημεία δημιουργώντας μια ελεεινή εικόνα. Άρχισε να βγάζει ότι είχε απομείνει στο στομάχι του και τα ούρα του έφυγαν χωρίς να τι θέλει, έτσι όπως ήταν όρθιος, λερώνοντας τα ήδη βρωμερά πόδια και παπούτσια του. Είχε πυρετό, το κρέας του όπου κι αν τον έπιανες, έκαιγε και νόμιζες ότι από λεπτό σε λεπτό θα κατέρρεε, ανήμπορος να ξανασηκωθεί.

Εκείνος όμως ήταν πολύ «άντρας» για να υποχωρήσει τόσο εύκολα. Περπάτησε πάλι μόνος και βγήκε έξω στο άγγιγμα του ζωοδότη ήλιου. Από τότε κανείς τους δεν είχαν ξαναμιλήσει γι αυτό το γεγονός. Ο Μικές εξαφανίστηκε απ’ την παρέα, τον είδαν μόνο δυό φορές αυτό το καλοκαίρι, από μακριά, αλλά εκείνη την πρώτη μέρα τους έστειλε με την αδερφή του, τα λεφτά του σινεμά, κρατώντας έτσι την υπόσχεσή του. 

Το γεγονός αυτό έτρωγε τον Γιάννη, χρόνια τώρα και πολλές φορές το έβλεπε στον ύπνο του, στα όνειρά του σαν εφιάλτη.

Είχε φτάσει κιόλας η ώρα δώδεκα, μεσημέρι κι αυτός ακόμη βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Ο γιατρός τον πλησίασε και διέκρινε ένα χαμόγελο στα μάτια του (;). Του έπιασε το χέρι και μέτρησε τον σφυγμό του. πετάχτηκε απότομα σαν συνειδητοποίησε το μέρος και τον λόγο που ήταν εκεί. 

«Καλά;», τον άκουσε να ρωτάει.

«Καλά γιατρέ μου, δεν νομίζετε ότι ήρθε η ώρα να φύγω κι εγώ; Βραδιάζει σε λίγο…»

«Κάτσε βιαστικέ, στάσου λίγο. Να δούμε πρώτα αν σταθεροποιηθήκαμε και σε λίγο, υπολόγιζε κανένα τέταρτο ή μισάωρο θα μπορείς να φύγεις…»

Του έκανε εντύπωση που το κινητό του δεν χτύπησε τόση ώρα. Δεν μπήκε καν στον κόπο ν’ ανησυχήσει η Μαριάνθη. Μπορεί να νόμιζε βέβαια, ότι αυτός το σκεφτόταν ακόμα. Κοίταξε στην οθόνη μήπως και υπήρχε καμιά αναπάντητη κλήση, αλλά τίποτα. Ούτε καν ένα μήνυμα. Ένοιωθε μόνος και αβοήθητος. Φοβήθηκε λίγο. «Ακόμα και αυτή η κοπέλα που είδα πριν, είχε την μάνα της», σκέφτηκε. «Εγώ μόνος μου»

Τώρα πια ανυπομονούσε να φύγει από κει. Μέσα του κάτι τον έσπρωχνε να πάει, να δει και να μάθει από την κωφάλαλη γυναίκα. Κάτι τον έκανε να το θέλει πολύ, το σκεφτόταν έντονα, έχοντας την εικόνα του φορείου στο μυαλό του, πολύ ζωηρή, ανάγλυφη και συνάμα φοβερά συνταρακτική. Ίσως γι αυτό στο όνειρό του είδε το περιστατικό με τον Μικέ. 

Η νοσοκόμα ήρθε και πήρε τα στοιχεία του, μετά έβγαλε τον άδειο ορό με το φάρμακο, του χαμογέλασε ενθαρρυντικά και τον χάιδεψε σχεδόν στοργικά στο πόδι.

«Όποτε νοιώθετε έτοιμος, κύριε…», έριξε μια ματιά στα χαρτιά της, «… Σωτηρόπουλε, μπορείτε να πάτε στην ευχή του Θεού. Να ξεκουραστείτε όμως … και τέρμα το τσιγάρο πια. Έτσι;»

«Αλήθεια περιμένετε να το κόψω;»

Η γυναίκα χαμογέλασε ενώ έσκυβε πάνω στο μικρό γραφείο να σημειώσει κάτι πάνω στα χαρτιά τη: «Θα έπρεπε όμως. Τέλος πάντων, δική σας η επιλογή. Εγώ πάντως είμαι υποχρεωμένη να το πω, αν και δεν την θεωρώ την πιο καλή στιγμή για … κατήχηση»

Έφυγε να πάει στον επόμενο ασθενή. Σαν άντρας κοίταξε άθελά του τον πισινό της καθώς απομακρυνόταν και του φάνηκε ότι τον κουνούσε λίγο παραπάνω από το κανονικό. Χαμογέλασε…

«Αφού μπορώ και ενδιαφέρομαι μ’ αυτά, εεεεε τότε είμαι περδίκι!», σκέφτηκε.

Σηκώθηκε, κούμπωσε το πουκάμισό του κι αναζήτησε το σακάκι του. Το βρήκε σε μια καρέκλα πεταμένο και το φόρεσε με αργές κινήσει. Βγήκε από τον θάλαμο και έλεγξε τον σφυγμό του, βάζοντας πάλι το χέρι στην καρωτίδα του. ευχαριστήθηκε, «όλα καλά» μουρμούρισε. Τα μάτια του συνάντησαν την γνώριμη φιγούρα της κυρίας που περίμενε στην ίδια ακριβώς στάση, έξω από το χειρουργείο.

Την πλησίασε και στάθηκε από πάνω της. Ήθελε να την αγγίξει, αλλά κοντοστάθηκε. Σε τελευταία ανάλυση, τι τον ένοιαζε; Έκανε να φύγει, αλλά τότε εκείνη, αισθανόμενη την παρουσία του, σήκωσε το κεφάλι με τα κατακόκκινα μάτια. Το κούνησε σε ένα νεύμα χαιρετισμού, αλλά πόνος βγήκε πιο πολύ, παρά χαιρετισμός.

Εκείνος την χαιρέτισε μ’ ένα χαμόγελο. Η γυναίκα άπλωσε το χέρι της σαν να ‘θελε να του πει κάτι. Με νεύματα τον ρώτησε το τι έκανε αυτός εκεί. Ίσως να ρώτησε και το όνομά του. πάντως τον κοιτούσε στα χείλη επίμονα για να διαβάσει την απάντησή του. κι εκείνος της απάντησε αργά – αργά, προσπαθώντας να είναι όσο γινόταν πιο περιεκτικός. Η κωφάλαλη γυναίκα έδειχνε σαν καθυστερημένη όπως τον έβλεπε, μέχρι που κάποια στιγμή, αναζήτησε στην τσέπη της ένα κομμάτι χαρτί και το διάφανο BIC της. 

Του έγραψε ανορθόγραφα: «Είμαι η Ευγενία – έφερα την γειτόνισσα μου που προσπάθησε ν’ αυτοκτονήσει και είναι μόνη της στη ζωή. Ελπίζω – ο Θεός είναι μεγάλος» και έκανε τον σταυρό της, ενώ το δάκρυ της κύλησε, αλλά πρόλαβε να το σκουπίσει πριν διατρέξει το μάγουλό της.

Ο Γιάννης δεν πίστευε στα μάτια του. Σοκαρίστηκε μ’ αυτά που διάβασε. Τον έπιασε μια φαγούρα στο μέτωπο και μηχανικά ξύστηκε. «Αυτοκτονία λοιπόν!» σκέφτηκε.

Με κινήσεις των χεριών κατόρθωσε να την ρωτήσει, χρησιμοποιώντας και το στόμα του, σε πολύ αργή ομιλία:

«Πως;»

Το στυλό έγραψε γρήγορα την απάντηση:

«Έκοψε τις φλέβες της…»

«Αλήθεια; Πόσων χρονών είναι; Γιατί; Πως την λένε;»

Απάντηση δεν πήρε, μόνο ότι την έλεγαν Θεοδώρα, γιατί εκείνη τη στιγμή βγήκε ο γιατρός. Η κυρα Ευγενία σηκώθηκε, πιο σωστό  τινάχτηκε σαν ελατήριο, κοιτώντας τον στα μάτια για να καταλάβει, αν όχι τα λόγια του, τουλάχιστον το βλέμμα του, αυτό που μαρτυράει πιότερα τις λέξεις. Αυτό που είδε όμως δεν της άρεσε. «Είναι κανείς άλλος μαζί σας;», την ρώτησε, ψάχνοντας να βρει κάποιον άλλο να συνεννοηθεί πιο εύκολα, να μην χασομερήσει.

Η γυναίκα πήγε αρχικά ν’ αρνηθεί, αλλά αμέσως άλλαξε γνώμη κι έδειξε τον Γιάννη, τραβώντας τον από το μανίκι δυό – τρεις φορές. Ο γιατρός κοίταξε τον νεαρό άντρα:

«Είστε συγγενής;»

«Ναι… όχι – όχι, απλά γνωστός. Γείτονας…» είπε ψέματα,  ανακουφισμένος που βρήκε την κατάλληλη λέξη.

«Τέλος πάντων, εκείνο που έχει σημασία, είναι ότι μάλλον την … γλιτώσαμε. Βέβαια θα πρέπει να εισαχθεί για μερικές μέρες, δυο – τρεις μέρες πιστεύω, μέχρι ν’ αναλάβει πλήρως. Μόνο που θέλω κάποιος να δώσει τα στοιχεία της και να μου φέρει το ασφαλιστικό της βιβλιάριο. Πρέπει να ενημερωθεί το νοσοκομείο…

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

«ΒΟΗΘΕΙΑ»

Η Μαριάνθη ευχαριστήθηκε από την εξέλιξη της συνομιλίας της με τον Γιάννη. Τα είχε καταφέρει άλλη μια φορά, αποδεικνύοντας ότι μπορούσε να τον κάνει ότι θέλει οποιαδήποτε στιγμή. Ήξερε ότι μια γυναίκα δεν μπορείς ποτέ να την αφοπλίσεις μ’ ένα κομπλιμέντο ή με ένα παρακάλι. Έναν άντρα όμως… πάντα! Αυτή είναι και η διαφορά ανάμεσα στα δυό φύλα.

Πήγε στο τηλέφωνο και πήρε την Μαρία, την «κολλητή» της. «Με σωστή προετοιμασία οι γυναίκες μπορούν να πετύχουν οτιδήποτε», σκέφτηκε κι αυτός ο βλάκας, της είχε αφήσει μια ολόκληρη νύχτα να μελετήσει τις κινήσεις της. Το πολύ – πολύ, να πήγε με καμιά τσούλα … ε, μικρό το τίμημα.

«Ναι, εμπρός…»

«Έλα Μαίρη, τι γίνεται; Πως είσαι;»

«Βρε Μαριάνθη μου, εσύ είσαι;»

«Ναι βρε, έχω να σου πω…»

«Γι αυτόν; 

«Ναι, άκουσε. Τον πήρα τηλέφωνο και που να δεις τι του έκανα! Παιδί μου αυτός είναι τελείως χαζός, τελείως άβουλος… ότι θέλει κάποιος μπορεί να τον κάνει…»

«Δηλαδή; Για πες μου, άσε τις πάρλες και λέγε, θα με σκάσεις…»

«Καλά ντε, πως κάνεις έτσι! Λοιπόν τον πήρα τηλέφωνο και ….», και της είπε όλη την ιστορία.

Βέβαια τα πράγματα τα είπε όπως ήθελε αυτή, βάζοντας και μπόλικη σάλτσα, μπόλικα καρυκεύματα, μπόλικα λογάκια. Αν θέλει μια γυναίκα να κρατήσει ένα άντρα, το μόνο που πρέπει να κάνει είναι ν’ αγγίξει ότι χειρότερο έχει μέσα του. Κι αυτή άγγιξε όλες του τις αδυναμίες, όλες του τις ανασφάλειες.

«Σοβαρά βρε παιδί μου; Έτσι σου είπε; Δηλαδή δεν αντιστάθηκε καθόλου;»

«Σου λέω όχι. Έπεσε σαν ώριμο φρούτο. Να δει τι αξίζει η φιλενάδα σου! Στην περίπτωση μιας τόσο πολύ γοητευτικής γυναίκας, όπως εγώ, αυτό που του ‘πα, για το σεξ στην μπανιέρα, το πήρε για πρόκληση και όχι για άμυνα. Ύστερα μην ξεχνάς ποιο είναι το χειρότερο για μας τις γυναίκες. Πάντα οι άντρες μας θέλουν να είμαστε καλές. Και αν είμαστε καλές, όταν μας γνωρίζουν, δεν μπορούν να μας αγαπήσουν. Τους αρέσει να μας βλέπουν ανεπανόρθωτα κακές και να μας εγκαταλείπουν απωθητικά καλές»

«Μπα φιλενάδα, σε βλέπω αρκετά ανεβασμένη. Διακρίνω μια φιλοσοφική διάθεση στα λόγια σου. Βρε συ, αλλάζεις, το ξέρεις; Λες τελικά να σ’ αλλάξει αυτός; Μήπως τελικά σε νίκησε χωρίς να το καταλάβεις; Εσύ δεν μίλαγες ποτέ τόσο πειστικά κι έτσι, αν μου επιτρέπεις, λογικά. Τι έγινε; Μήπως διάβασες κανένα βιβλίο και τώρα το παπαγαλίζεις;»

«Τι λες μωρή που θα με νικήσει αυτός ο ηλίθιος! Μου φαίνεται τον γλυκοκοιτάς και τα λες. Άντε στο διάολο κατσίκα, που σε είχα και φίλη μου τόσο καιρό. Αμ, φίλη και φίδι, από φ δεν αρχίζουν και τα δυό; Τι να περιμένω από σένα … παλιό πατσαβούρα!»

Η δράκαινα είχε ξαναγυρίσει στις γνωστές της συνήθειες. Είχε χάσει την ψυχραιμία της και άρχιζε να παραφέρεται. Εξαπέλυε τους κεραυνούς της, που δεν ήταν και λίγοι, εναντίον όλων ακόμη και κατά της καλύτερής της φίλης. 

«Για όλα φταίω εγώ», σκέφτηκε καθώς έκλεινε το τηλέφωνο στα μούτρα της Μαρίας. 

«Σκύλα», μουρμούρισε, «τώρα σε λίγο δεν θα ‘ρθει αυτός; Τότε θα δεις τι θα του κάνω! Θα τον αφήσω πρώτα να νομίσει ότι υποχώρησα και μετά… ότι θέλω. Θα του ψήσω το ψάρι στα χείλη. Να μη με λένε Μαριάνθη αν δεν το κάνω»

Σηκώθηκε κι έκανε να πάει στη κουζίνα. Κοντοστάθηκε μπροστά στο τραπεζάκι, δίπλα στη βιβλιοθήκη και κοίταξε τις φωτογραφίες μα τις ασημένιες κορνίζες. Σε μια απ’ αυτές, την κοιτούσε χαμογελώντας, ενώ δέσποζε η αφιέρωση: «Στο κορίτσι π’ αγαπάω με όλη μου την καρδιά»

Έκανε μια γκριμάτσα αηδίας και την αναποδογύρισε με θυμό. Αναποδογύρισε κι όλες τις άλλες που απεικόνιζαν αυτόν. Χτύπησε μια – δυό φορές το πόδι στο πάτωμα, δείγμα νευρικότητας και γύρισε την πλάτη με μια θεατρική κίνηση.

Πήγε στην κουζίνα κι άνοιξε το μάτι, ενώ ανακάτευε στο μικρό μπακιρένιο μπρίκι τον καφέ με την ζάχαρη. Ο χώρος ήταν μικρός, γι αυτό και ποτέ δεν τρώγανε εκεί, με πράσινα, τσαγαλί πλακάκια στο τοίχο, εντοιχισμένες τις συσκευές κι ένα μαρμάρινο πάτωμα σε μπεζ χρώμα, για να μην φαίνεται, όπως έλεγε η ίδια, η βρωμιά. 

Κρεμασμένα είχε ματσάκια δεντρολίβανο, θυμάρι, πιπεριές και διάφορα άλλα αρωματικά βότανα σε μια αποτυχημένη προσπάθεια ρουστίκ ατμόσφαιρας. Κάθισε σε μια καρέκλα απ’ αυτές τις πλαστικές που πουλάνε οι γύφτοι και άναψε το πρώτο τσιγάρο της ημέρας, έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να τα’ απολαύσει ρουφώντας βαθιά μέσα της τον καπνό. Πνίγηκε κι έβηξε, βγάζοντας προς τα έξω ένα μακρόσυρτο ρόγχο.

Δεν μπορούσε όμως να ηρεμίσει, αντίθετα έπιασε τον εαυτό της να τρέμει, ενώ το χέρι της χτυπούσε ρυθμικά τον αναπτήρα πάνω στο πακέτο των Santé. «Όπου να ναι θα έρθει» και χαμογέλασε με κακία.

Σιγουρεύτηκε ότι το θερμοσίφωνο ήταν αναμμένο και δοκίμασε το νερό στη βρύση. Ήταν καυτό. Πήγε κι άνοιξε την τηλεόραση να έχει κάποιον για παρέα. Άρχισε να επιθεωρεί όλη την κουζίνα, «όλα εντάξει» είπε στον εαυτό της, τώρα δεν θα έχει κανένα λόγο αυτός να παραπονεθεί. Είχε μαζέψει όλο το σπίτι, είχε στρώσει το κρεβάτι, είχε μαζέψει ακόμα και τα περιοδικά απ’ το σαλόνι. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και άνοιξε την μπαλκονόπορτα ν’ αεριστεί ο χώρος. Μετά θα έριχνε και αποσμητικό να κάνει «ατμόσφαιρα», να του δείξει ότι τον ήθελε σεξουαλικά, ότι τον περίμενε πως και πως. Της ήρθε στο μυαλό η ιδέα να φορέσει και σέξι εσώρουχα, αλλά μετάνιωσε, το έβρισκε πολύ τραβηγμένο. Εκτός αυτού δεν της ερχότανε, αρκετή προσποίηση … μέχρι εκεί!

Κάθισε στο σαλόνι να τον περιμένει. Δεν έπρεπε κανονικά ν’ αργήσει. Σκέφτηκε να τον πάρει τηλέφωνο. Σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό του κινητού του.

Ο Γιάννης κοίταγε τον γιατρό που του μίλαγε και δεν ήξερε τι να πει. Δεν μπορούσε και να φέρει αντίρρηση, είτε γιατί ήταν έτσι από την φύση του, είτε γιατί αυτή η ιστορία που ξετυλιγόταν μπροστά του τον είχε συνεπάρει. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε για πρώτη φορά στη ζωή του, να φανεί χρήσιμος σε κάποιον, να σταθεί στο πλευρό κάποιου συνανθρώπου του που δεν τον ήξερε καλά – καλά. Θα μπορούσε να φερθεί ιπποτικά, μεγαλόψυχα όπως συμβαίνει και στον κινηματογράφο. Ένοιωθε ότι έπαιζε σε κάποιο μελό ταινία και ότι θα συναντούσε το πεπρωμένο του, την γυναίκα της ζωής του, αν συμπαραστεκόταν στις δυό γυναίκες. Κοίταξε την κυρα Ευγενία και μιλώντας της αργά, της ζήτησε να πάει στο σπίτι να φέρει τα χαρτιά που ζητούσαν και εκείνος θα … πρόσεχε εκεί. Της θύμισε βέβαια ότι αυτός και δεν ήξερε το σπίτι και την γειτονιά της, αλλά και ότι θα μπορούσε να συνεννοηθεί καλύτερα με τους γιατρούς, αλλά και με την νοσηλευόμενη, αν αυτή βέβαια συνερχόταν στο μεταξύ. Η κυρα Ευγενία πείστηκε και μετά από λίγο, έφυγε με δάκρυα στα μάτια, αφήνοντας πίσω της, επάνω του, πολλές ευχές.

Έκατσε στο παγκάκι, στην ήδη ζεσταμένη θέση και περίμενε για νέα από τους γιατρούς. Το κινητό του χτύπησε και η δόνηση του γαργάλησε το πόδι. Είδε στην οθόνη το όνομα της Μαριάνθης. «Ωχ», σκέφτηκε, «… καλά με είχε ξεχάσει τόση ώρα. Τώρα τι θέλει;»

«ναι…», με βαριά φωνή.

«Έλα παιδί μου, που είσαι; Γιατί αργείς;», ακούστηκε με γλυκιά φωνή.

«Να, είχα ένα πρόβλημα και…»

«Τι πρόβλημα αγόρι μου;», το ενδιαφέρον της σε ένα εκπαιδευμένο αυτί θα φαινόταν προσποιητό. Και ήταν, όσο κι αν προσπαθούσε να το καλύψει.

«Κάποια αρρυθμία που κατέληξε σε μαρμαρυγή…»

«Και που είσαι τώρα;»

«Στο Ευαγγελισμό, αλλά μην ανησυχείς, δεν έγινε και τίποτα. Με μια ένεση και θα είμαι καλά σε λίγο»

Δεν της είπε την αλήθεια, ότι είχε τελειώσει, γιατί ήθελε να κερδίσει χρόνο. Δεν της είπε τίποτα και για την σοβαρότητα της κατάστασή στου, όχι γιατί δεν ήθελε να την ανησυχήσει, αλλά απλά … δεν ένοιωθε καμιά επιθυμία να ξέρει για κείνον…»

«Νοιώθεις καλύτερα; Ανησυχώ πολύ»

«Μη φοβάσαι, ήδη είμαι πιο καλά»

«Θέλεις να έρθω από κει; Θέλεις να σου φέρω κάτι εκεί; Θέλεις μήπως να πάρω τηλέφωνο τους δικούς σου, την αδερφή σου;»

«Όχι δεν θέλω τίποτα. Ούτε να πάρεις κανένα τηλέφωνο. Σε λίγο θα είμαι απολύτως καλά και … θα έρθω», αυτό το τελευταίο το είπε με σφιγμένα τα χείλια. 

«Εντάξει αγόρι μου. Με την  ησυχία σου, μην βιαστείς, να ‘σαι τελείως καλά. Η Μαριάνθη σου, θα σε περιμένει στο σπίτι μας. Περαστικά καρδιά μου»

«Ευχαριστώ, θα τα πούμε μετά»

Παρατήρησε ότι για πρώτη φορά δεν είχε χρησιμοποιήσει  υποκοριστικά. 

Έκλεισε το τηλέφωνο και το ‘βαλε στην τσέπη του. Για πρώτη φορά, από την ημέρα που την γνώρισε, καταλάβαινε το προσποιητό ενδιαφέρον της, καταλάβαινε την προσπάθειά της να γίνει πιστευτή. Δεν ήξερε πια τι αισθανόταν. Ήθελε να πατήσει εκείνο το ανύπαρκτο κουμπί, που κάνει θαύματα, να ξεκαθαρίσει τα αισθήματά του μονομιάς. Προσπάθησε λίγο να συγκεντρωθεί και να κατασταλάξει στα «θέλω» του.

Έβλεπε τον διάδρομο μέχρι κάτω με τους ασθενείς να περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους για εξέταση. Μια πόρτα άνοιξε και κάποιος νοσοκόμος βγήκε με βιαστικό βήμα, σχεδόν τρέχοντας, τραβώντας πίσω του ένα φορείο, κάποιος αστυνομικός με την στολή επιχειρήσεων συνομιλούσε μ’ ένα συνάδελφό του έχοντας στη μέση ένα νεαρό με χειροπέδες, αμίλητο κι αξύριστο με σκισμένο και καταβρώμικο τζιν. Τα μεγάφωνα συνέχεια καλούσαν τον ένα ή τον άλλο επισκέπτη, τον ένα ή τον άλλο γιατρό. Η πόρτα του χειρουργείου  άνοιξε αρκετές φορές, αλλά όχι γι αυτόν. Ο γιατρός που περίμενε λες και είχε γίνει άφαντος. Κόσμος έμπαινε και έβγαινε ασταμάτητα. Ήθελε πολύ ένα τσιγάρο αλλά εκεί δεν μπορούσε και δεν ήθελε να πάει στο καπνιστήριο, γιατί φοβόταν μη τον χάσει ο χειρουργός. Κάποια στιγμή πήρε τον Προκόπη τηλέφωνο:

«Έλα Προκόπη! Έλα μ’ ακούς;»

«Ναι Γιάννη, εσύ είσαι;»

«Ναι ρε, τι γίνεται στο γραφείο;»

«Σε ζήταγε ο Γενικός, που είσαι; Σε κάλυψα βέβαια αλλά δεν νομίζεις ότι πρέπει να ξεκουμπιστείς να ‘ρθεις;»

«Δεν θα έρθω, αφού στο ‘πα το πρωί, αλλά μην φοβάσαι, έχω χαρτί από νοσοκομείο για τρεις μέρες άδειας»

«Γιατί ρε, τι συμβαίνει;», ρώτησε ανήσυχος και εδώ φαινόταν ότι η ανησυχία του ήταν αληθινή.

«Τίποτα μωρέ, η καρδιά μου λιγάκι, αυτά τα γνωστά που ξέρεις. Θέλω όμως μια χάρη από σένα, χωρίς ν’ αρνηθείς»

«Ότι θέλεις, αρκεί να μπορώ. Να περνάει δηλαδή από το χέρι μου»

«Μπορείς, γι αυτό και στο ζητάω. Αυτή τη κοπέλα, να δεις πως την λέγανε … αυτή την αποκλειστική νοσοκόμα…»

«Την Έφη λες;»

«Ναι γεια σου, την βλέπεις καθόλου;»

«Ναι, αμέ. Γιατί ρωτάς;»

«Να, μωρέ… ήθελα να την ειδοποιήσεις, αν μπορεί να μ’ εξυπηρετήσει. Επί πληρωμή βέβαια…  για μια περίπτωση, αλλά μ’ ένα τρόπο που να μην φανεί … ότι εγώ πληρώνω…»

Και του είπε την ιστορία και του είπε για την Μαριάνθη, όχι για να ζητήσει την συμβουλή του, αλλά απλά για να ξέρει κι αυτός σαν φίλος του τι γίνεται και του είπε και για την παρ’ ολίγο αυτόχειρα και πόσο ήθελε να κάνει κάτι γι αυτήν κι ας μη την γνώριζε.

«Μπορώ να της πω – και δεν νομίζω ότι θα υπάρχει κανένα πρόβλημα – αλλά πες μου, εσύ τι θέλεις και μπλέκεσαι; Από πού κι ως που θέλεις ν’ ανακατευτείς; Ποιο είναι αυτή; Την ξέρεις; Ξέρεις τι κουμάσι μπορεί να είναι; Ξέρεις μωρέ από πού κρατάει η σκούφια της;»

«Άκουσέ με! Η αλήθεια είναι ότι δεν την ξέρω, παρά μόνο την γειτόνισσά της, αλλά μια γυναίκα στα τριάντα της περίπου, που προσπαθεί να βάλει τέλος στη ζωή της, αν μη τι άλλο δείχνει ότι έχει μεγάλο πόνο μέσα της και πολλές ευαισθησίες. Σημαίνει ότι αυτή η γυναίκα έφτασε στα όριά της, έφτασε στο μάξιμουμ των αντοχών της και… σου λέω αλήθεια Προκόπη, εκεί περίπου νομίζω ότι είμαι κι εγώ. Και είμαι εκεί φίλε μου παλιέ και αυτό είναι το κοινό μας στοιχείο με την κοπέλα αυτή, μόνο που εκείνη βρήκε το κουράγιο και προχώρησε. Δεν ξέρω τι λένε οι άλλοι, ότι δηλαδή η αυτοκτονία είναι δειλία – και μπορεί να είναι – η γνώμη η δική μου όμως είναι τελείως διαφορετική. Πιστεύω ότι θέλει πολλές δυνάμεις για να το κάνεις»

«Ναι, σε καταλαβαίνω και ίσως έχεις δίκιο, αλλά με μια τελείως άγνωστη;»

«Ναι ρε φίλε, αλλά κατά κάποιο τρόπο είναι σαν βλέπω εμένα, μες τα αχνάρια που αφήνει πίσω της. Γνώρισα μόνο την συνοδό της όπως σου είπα και φαντάσου μια κωφάλαλη να προσπαθεί να εξηγήσει το πώς και το γιατί. Απ’ αυτό και μόνο καταλαβαίνεις πόσο κλονίστηκα και πόσο ευαισθητοποιήθηκα! Κατάλαβα ότι και τα οικονομικά τους δεν πρέπει να είναι ανθηρά, μπορεί και να κάνω λάθος, αλλά… αν μπορέσω να βοηθήσω, έστω και λίγο… τι στα κομμάτια, είναι κακό;. Άσε με ρε φίλε να κάνω μια βλακεία κι εγώ, αν είναι τελικά βλακεία. Άσε με να κάνω κάτι για κάποια που το πιθανότερο είναι να μην την ξαναδώ, να μην μάθω ποτέ μου τι μέρος του λόγου είναι»

«Εντάξει Γιάννη μου, ότι πεις. Θεώρησε ότι δεν σου είπα ποτέ τίποτα. Θα μιλήσω στην Έφη. Εντάξει;»

«Εντάξει και σ’ ευχαριστώ. Δώσε της το τηλέφωνό μου, να συνεννοηθώ για τα περαιτέρω»

«Γιάννη…»

«Ναι;»

«Σε ζηλεύω, αλήθεια στο λέω. Εγώ ποτέ μου δεν θα το ‘κανα, ποτέ μου. Σ’ ευχαριστώ που ‘σαι φίλος μου»

Έκλεισε το τηλέφωνο και κοίταξε την πόρτα του χειρουργείου. Τίποτα, ούτε φωνή… ούτε ακρόαση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

«ΑΝΤΙΓΟΝΗ»

Η κυρα Ευγενία βγήκε από το νοσοκομείο, μ’ όσο πιο γρήγορο βήμα της επέτρεπε το βάρος της. Κατέβηκε μέσω Κολωνακίου στην Πανεπιστημίου και πήρε το τρόλεϊ να φτάσει στην Κυψέλη. Το μυαλό της είχε κολλήσει στη Δώρα αλλά και σε κείνο το παλληκάρι που, αν και άγνωστος, έδειχνε να τους στέκεται. Αλλά κι αυτή δεν ήταν άγνωστη μέχρι τώρα με την κοπέλα; «Τι ήταν αυτό που την έκανε να δεθεί τόσο πολύ και τόσο γρήγορα μαζί της! Και τόσο γρήγορα!», το επανέλαβε για να το χωνέψει, «αυτή δεν ήταν που την έβριζε ολημερίς και την κατηγορούσε συνέχεια για την άσωτη ζωή της;», συνέχισε τη σκέψη της, προσπαθώντας να κρατηθεί από την χειρολαβή.

Και κανένας πια δεν παραχωρούσε τη θέση του σε μια μεγάλη κι «ανήμπορη» γυναίκα. «Πάνε οι παλιές καλές εποχές, που οι νέοι έδιναν τη θέση τους. Πάει πια, χάθηκε το φιλότιμο», σκέφτηκε για να αναθεωρήσει μετανοιωμένη. «Κι εκείνο το παλληκάρι, Γιάννη νομίζω πως τον λένε, δεν φέρθηκε με φιλότιμο σε δυό ανήμπορες γυναίκες;»

Βυθισμένη μέσα στους λαβύρινθους του μυαλού της, δεν έκανε καν την παραδοχή που θα έπρεπε. Δεν σκέφτηκε – πολύ περισσότερο δεν ανέλυσε – της ξαφνικής της αγάπης της για την Δώρα. Δεν σκέφτηκε την οικογένεια που δεν έκανε και δεν επρόκειτο να κάνει ποτέ. Δεν σκέφτηκε ποτέ την κόρη της που δεν γεννήθηκε, που δεν υπήρξε ούτε σαν σκέψη, γιατί λόγω της αναπηρίας της δεν διανοήθηκε να διεκδικήσει μερίδιο από την ευτυχία. Έβλεπε τους άλλους ευτυχισμένους, χαρούμενους, ισορροπημένους στη ζωή τους και ανεξήγητα τους μισούσε. Ήθελε να τους δει να πονούν, να καταστρέφονται. Κι αν δεν συνέβαινε αυτό από μόνο του, προσπαθούσε να τους διαβάλλει, να τους συκοφαντήσει αυτή η ίδια. Θα μπορούσε με λίγη σκέψη να καταλάβει αυτή τη τάση της για κουτσομπολιό, θα δικαιολογούσε τη κακία που την διέκρινε. Αυτή τη μανία παρακολούθησης. Διαπίστωσε κοντά της να κάθεται η Καίτη η «περιπτερού».

«Πρωί – πρωί στο τρόλεϊ με κατεύθυνση προς το σπίτι; Που να ήταν; Αφού την άφησε στην πόρτα! Αλλά τι με νοιάζει; Η Δώρα περιμένει, πρέπει να σκεφτώ που μπορεί να έχει τα χαρτιά της. Ευτυχώς τουλάχιστον που θυμήθηκα να πάρω το κλειδί της. Λες να τα έχει στον μπουφέ της; Ή στην κρεβατοκάμαρα της μήπως; Δεν πιστεύω να τα ‘χει σε κανένα συρτάρι στην κουζίνα! Και η Καίτη που ήταν; Μήπως τα βάζει σε κανένα άλλο μέρος, πιο κρυφό με τίποτα λεφτά μαζί; Εγώ Θεέ μου, τι χρήματα έχω να την «τσοντάρω» αν χρειαστεί; Πρέπει  να περάσω κι απ’ την τράπεζα, άρα πρέπει να βρω το βιβλιάριό μου πρώτα. Και να πάρω και καμιά ρόμπα της, κάποιο νυχτικό της να ‘χει να φοράει στο νοσοκομείο. Τι, ξεβράκωτη θα γυρνάει; Κάνε Παναγιά μου, ν’ αλλάξει ζωή, κάνε να μην ξαναβγεί στο πεζοδρόμιο… κάνε Παναγιά μου να θέλει… να την φροντίζω!»

«Κάνε να θέλει να την φροντίζω!»

«Κάνε να θέλει να την φροντίζω», ακούστηκε σχεδόν η σκέψη της.

«Σε παρακαλώ Δέσποινά μου Μεγαλόχαρη και Γιάτρισσα των ψυχών, βοήθησέ με, κάνε την να με συγχωρέσει και να θέλει την φροντίδα μου. Κάνε την – κάνε την – κάνε την, σε παρακαλώ»

Σε άλλες περιπτώσεις το να ψάξει ένα ξένο σπίτι, χωρίς την παρουσία των ιδιοκτητών και μάλιστα και με το ηθικό δικαίωμα να το κάνει, θα ήταν μεγάλη πρόκληση, θα της προκαλούσε φοβερή έξαψη. Το τι θα έβρισκε, θα μπορούσε να δώσει τροφή για κουτσομπολιό για μια ζωή. Τώρα όμως δεν το σκεφτόταν, βιαζόταν να τελειώσει και να γυρίσει γρήγορα πίσω. Τώρα η καρδιά της δεν βαστούσε, τώρα πονούσε τον πόνο της άλλης. Τώρα οι στιγμές φαίνονταν λιγοστές, απελπιστικά λιγοστές. Κουνήθηκε μπρος – πίσω σε μια ασυναίσθητη προσπάθεια να κινήσει το μεγάλο όχημα πιο γρήγορα, ενώ γρύλιζε κάθε φορά που έπρεπε να σταματήσει σε φανάρι. Μετά από κάποιους αιώνες, όπως της φάνηκαν, έφτασε. Προσπάθησε ν’ ανοίξει την πόρτα του μικρού υπογείου, αλλά πάνω στη βιάση της, μάζεψε δυό – τρεις φορές τα κλειδιά από κάτω. Απορροφημένη στην προσπάθειά της δεν αντελήφθη την κυρα Γιώτα, την δεύτερη κατά σειρά ιεραρχίας κουτσομπόλα της γειτονιάς, μέχρι που ένοιωσε το άγγιγμα στον ώμο της. Τινάχτηκε αλαφιασμένη και γύρισε απότομα να δει.

«Τι έγινε Ευγενία, κανένα νέο; Τι κάνει αυτή;», έδειξε με το χέρι την πόρτα του διαμερίσματος της Δώρας, «… ε; Τι κάνει λοιπόν; Πέθανε – ζει; Πες μου επιτέλους…»

Πέθανε; Αυτή; Πέθανε; Οι λέξεις εισέβαλαν βάναυσα στους έλικες του μυαλού της, στριφογύρισαν μέσα στο μεδούλι της σπονδυλικής της στήλης, κατέβηκαν στο χέρι, ενώθηκαν σε κεραυνό και το χαστούκι ακούστηκε μέχρι τον τρίτο όροφο. Δεν κάθισε να συνεχίσει τον καυγά, κάτι που άλλες φορές θα το έκανε με μεγάλη χαρά, μόνο μπήκε τρέμοντας στο σπίτι αφήνοντας την άλλη άναυδη.

Μέσα επικρατούσε σκοτάδι και μέχρι να βρει τον διακόπτη για το φως, σκουντούφλησε στις πεταμένες παντόφλες της Δώρας και στο σκαμπό κοντά στην είσοδο. Δεξιά της, η σκούρα κηλίδα απ’ το αίμα είχε σχεδόν στεγνώσει, όμως η μυρουδιά είχε παραμείνει όξινη και βαριά, αποπνιχτική και μολυσμένη με πόνο και θάνατο. Η αστυνομία που είχε έρθει μαζί με το ασθενοφόρο, όταν είχε ανακαλύψει το πεσμένο σώμα, είχε βάλει ασπροκόκκινες ταινίες, εκτός από την πόρτα και σε διάφορα σημεία μέσα στο διαμέρισμα, που όμως δεν υπολόγισε ούτε στιγμή.

«Άκουσον – άκουσον, να δουν λέει αν είναι αυτοκτονία ή απόπειρα φόνου! Οι άσχετοι οι μπάτσοι, οι γελοίοι χαραμοφάηδες. Που δεν μπορούν να μοιράσουν δυο γαϊδάρων σανό !!!», σκέφτηκε όταν ξέσκιζε (γιατί αυτό ακριβώς έκανε) τις ταινίες.

Ξαφνικά τινάχτηκε, κόλλησε το μεγάλο της σώμα στο τοίχο κι άρχισε ν’ ανασαίνει γρήγορα. Νόμισε ότι από το χτύπημα τα μελίγγια της θα έσπαγαν, ότι η καρδιά της θα φτερούγιζε απ’ το στήθος της, ότι τα πόδια της θα την πρόδιδαν. Κοίταξε στην πόρτα της τουαλέτας. Έσμιξε τα φρύδια προσπαθώντας να δει καλύτερα. Τελικά άδικα τρόμαξε. Αυτό που είχε δει δεν ήταν το … χέρι (άκου φαντασία) της Δώρας, αλλά μια πεταμένη πετσέτα, τσαλακωμένη και λερωμένη με άλικο αίμα. Το μυαλό της είχε αρχίσει άσκημα παιγνίδια.

Έψαξε καλά τα συρτάρια του μπουφέ, αδιαφορώντας για τα πράγματα που έριχνε κάτω στη βιασύνη της. Στο τρίτο που άνοιξε, βρήκε πολλά χαρτιά σε στοίβα πιασμένα μ’ ένα χοντρό λάστιχο απ’ αυτά που χρησιμοποιούν οι ταχυδρόμοι. Μέσα εκεί ήταν ένα βιβλιάριο τραπέζης, ένα πιστοποιητικό γέννησης, πέντε – έξη φάκελοι, κάποιες σημειώσεις και τα χαρτιά μιας ιδιωτικής ασφάλειας. Τα πήρε όλα μαζί της, πήρε και την τσάντα με τα προσωπικά της πράγματα και άνοιξε την ντουλάπα στο υπνοδωμάτιο. Όλα τα ρούχα ήταν τακτοποιημένα κατά σειρά. Πήρε μια νυχτικιά που βρήκε σ’ ένα συρτάρι, ένα μπουφάν, ένα τζιν και μια μπλούζα και τα ‘ριξε σε μια σακούλα από super market. Βγήκε σχεδόν τρέχοντας απ’ το σπίτι, θυμήθηκε τελευταία στιγμή να κλειδώσει και πήρε τον δρόμο της επιστροφής για το νοσοκομείο.

«Γιατί τα τρόλεϊ πηγαίνουν τόσο αργά», σκέφτηκε καθισμένη στο πίσω μέρος, σφίγγοντας τις τσάντες στο στήθος. Άνοιξε το βιβλιάριο της κοπέλας και είδε ένα υπόλοιπο τετρακοσίων περίπου ευρώ. 

«Γαμώ το, ξέχασα να πάρω το δικό μου», σκέφτηκε κοιτάζοντας τον δρόμο που άφηναν πίσω μ’ απελπισία. «Να κατέβω; Μπα, θ’ αργήσω. Δεν πειράζει, μπορώ κι αύριο, έτσι κι αλλιώς θα μείνει μέσε το λιγότερο τρεις μέρες. Μόνο που αύριο, ποιος θα κάτσει να την προσέχει;». Σταυροκοπήθηκε αντικρίζοντας τον σταυρό μιας εκκλησίας μακριά.

Ένας φάκελος απ’ το μάτσο που κρατούσε, έπεσε στο πάτωμα. Τον μάζεψε από κάτω και τον σκούπισε με την παλάμη της. Η περιέργειά της την έκανε να τον ανοίξει:

«Αγαπημένο μου βερικοκάκι

Ξέρο ότι σε στεναχωράο με αυτούνα που θα σου πο, αλά πρέπι να σου τα πο ένεκα η κατάστασις. Θα μπορούσα από σε να φίγο χορίς λέξις χορίς να σου αφίσο τίποτις σαν δικεολογία αλά πρέπι να ξέρις τους λόγους που δεν μπορούμε πια να περπατίσουμε μαζί. Τον τελευτέο κερό τίποτις δεν τσουλάι αναμεταξί μας. Δεν μποράο να βρο δουλιά με όλες αφτές τις ανεργίες που υπάρχουν και τα λεφτά που φέρνις εσύ, βλέπις ότι δεν μας φτάνουν να ζίσουμε σαν ανθρόποι. Άσε που νομίζο ότι τόρα τελευτέα κι η αγάπι που μας ένονε, έχι κριώσι σαν παγόβουνο της Αλάσκας κε μας κάνι να τσκονόμαστε για το παραμικρό. Μάλιστα εψές που τα έλεγα στα μπιλιάρδα με την παρέα μου ίπαν και αφτηνοί ότι έχουν εντοπίσι αυτηνή την παγομάρα αναμεταξί μας. Πρέπι να σου πο ότι γνόρισα κε την Μιμίκα (αυτό ευτυχώς το είχε γράψει τουλάχιστον με κεφαλαίο!) και νομίζο ότι την εροτέφτικα. Άσε που ίνε κε σε πιο μόρτικι δουλιά και θα μποράι να βγάνι πολλά λεφτά και να ζούμε πολί καλιτερότερα. Θα μπορούσα να κάνο καλό κονέ, ικογένια μαζί τις και να ζίσω εφτιχισμένος. Είνε κε έγκια κε δεν νομίζο ότι θα ίταν πρέπον, λόγο τις σινθίκις που επικρατάι, να τιν παρατίσο μόνι τις σαν καμιά καλαμιά στον κάμπο. Νομίζο ότι θα βρίς κάτι και εσί στι ζοί σου πιο καλιτερότερο πεδί, γιατί κι εσί καλό κε ίσο γκομενάκι ίσε.

Με αγάπι

Περικλής 

(τουλάχιστον το όνομά του ήξερε να το γράφει σωστά)

Η κυρα Ευγενία δεν ήταν μορφωμένη γυναίκα, δεν μπορούσε να καταλάβει το πλήθος των ορθογραφικών λαθών, δεν μπορούσε να καταλάβει ούτε τα συντακτικά ατοπήματα, μπορούσε όμως να διακρίνει την αλητεία, την αγυρτεία, να δει το αίμα απ’ τις νοητές πληγές, αυτές που σκοτώνουν σαν εκατό μαχαίρια. Γύρισε το βλέμμα προς το παράθυρο να μην διακρίνει κανείς το δάκρυ.

Η εικόνα που είδε έξω από το τζάμι, την έκανε να επιμείνει. Κόσμος πολύς ήταν μαζεμένος έξω από το Μουσείο και φώναζε χειρονομώντας, δείχνοντας σε διάφορα σημεία, χωρίς κάποια συγκεκριμένη διεύθυνση. Σάρωσε με τα μάτια όλο το πεδίο του παράθυρου. Ένα φορτηγό είχε τρακάρει σ’ ένα φανάρι και είχε γεμίσει το δρόμο με μεγάλα… κλουβιά. Σε μια μεριά δυό θηλυκά παγώνια έτρεχαν κρώζοντας με στριγκή φωνή μέσα στον δρόμο, ενώ ένα τρίτο, πάλι θηλυκό, προσπαθούσε ν’ αποφύγει το πλήθος που είχε ξεχυθεί στο κυνήγι του. Πάνω σε μια πεσμένη κολώνα Ιωνικού ρυθμού, απομίμηση αρχαίας Ελληνικής για τις ανάγκες κάποιας έκθεσης του Μουσείου, κοντά στα σκαλιά της εισόδου του κεντρικού κτιρίου, ένα αρσενικό παρατηρούσε την όλη κατάσταση φουσκώνοντας και επιδεικνύοντας την πανέμορφη ουρά του. Και ήταν πανέμορφη η άτιμη, γαλάζια με εκατοντάδες χρυσά μάτια που ήταν λες κεντημένα μ’ αόρατη κλωστή και ενθουσίαζε του παρευρισκόμενους. Μόνο που το τρόλεϊ δεν στάθηκε άλλο για να δει την κατάληξη, της χάρισε όμως ένα χαμόγελο. Ξαναγύρισε στις σκέψεις της και συγκεντρώθηκε στο γράμμα, στη συμπεριφορά του… πως τον λέγανε… του Παντελή.

Αποφάσισε να διαβάσει κι άλλο ένα γράμμα. Ήθελε να έχει μια εικόνα για το παρελθόν της Δώρας. Ήθελε να δει, αν μπορούσε μέσα από τα γράμματα, να καταλάβει τι ήταν αυτό που την είχε οδηγήσει εκεί που είχε φτάσει. Το μεγάλο ερώτημα, τι την είχε κάνει πόρνη!

Το δεύτερο αυτό γράμμα, ήταν λιγότερο παλιό αλλά με το ίδιο ύφος, με το ίδιο πάνω – κάτω περιεχόμενο, σε σημείο που να νομίζει κανείς, αν αφαιρούσε το θέμα της ορθογραφίας – εδώ ήταν πιο σωστή – ότι μόνο η υπογραφή διέφερε. Αντί για Παντελής, το όνομα τώρα ήταν Σταύρος. Δεν το διάβασε όλο, αηδίασε, ντράπηκε κι άνοιξε την τσάντα. Από μέσα πρόβαλαν τα προσωπικά αντικείμενα μιας γυναίκας, αυτά που χρησιμοποιεί κάποια για την καθημερινή της φροντίδα. Πολλά απ’ αυτά δεν ήξερε σε τι χρησίμευαν, είδε όμως κι ένα μικρό βιβλίο τσέπης. Αυτό το έβγαλε να το δει.

Διάβασε: «Αντιγόνη. Σοφοκλής». Ήξερε ότι ήταν κάποια αρχαία ιστορία, τι ακριβώς όχι, αλλά αναρωτήθηκε τι το ήθελε αυτό το ανάγνωσμα μια … τέτοια κοπέλα.  Γιατί πρέπει να ‘ταν «βαρύ» βιβλίο, έτσι ήξερε για τις αρχαίες ιστορίες, γι αυτό και τις λέγανε «τραγωδίες» και η εικόνα που είχε, ήταν ότι αυτά τα διάβαζαν μορφωμένοι άνθρωποι, αυτοί που ήξεραν τα πολλά, μιλούσαν περίεργα και φέρονταν με απαξία για τους άλλους, τους απλούς ανθρώπους, αυτούς που ήξερε αυτή, αυτούς που ασχολούνταν με τα παιχνίδια της τηλεόρασης κι έτρωγαν πατσά και κρεμμύδια με ψωμί κι ελιές. Δεν μπορούσε να συλλάβει το μυαλό της, πως μια κοπέλα που στα πεζοδρόμια του Βοτανικού και του Κολωνού περίμενε νυχτιάτικα σαν πελάτη τον κάθε μεθυσμένο αλήτη, να διαβάζει τέτοια βιβλία. Που απέκτησε αυτή τη παιδεία; Από πού καταγόταν, αλήθεια; Από πού κράταγε η σκούφια της; Μήπως ήταν κάποιο παρατημένο παιδί πλούσιας οικογένειας; Ο κινηματογράφος και ειδικά ο Ελληνικός είχε εισβάλλει στο μυαλό της. Η εικόνα της Τζένης Καρέζη στο «Λατέρνα, φτώχια και φιλότιμο» ήταν μπροστά στα μάτια της. Θα της άρεσε πολύ μια τέτοια πλοκή.

Κατέβηκε στο Σύνταγμα κι ανηφόρισε πάλι τον δρόμο της επιστροφής στο νοσοκομείο, σφίγγοντας τα πράγματα στην αγκαλιά της. «Δεν φρόντισα να πάρω και καμιά πλαστική σακούλα να τα βάλω μέσα, απ’ το να τα κρατάω στο χέρι», σκέφτηκε. Το περπάτημα σε κάθε βήμα γινόταν όλο και πιο δύσκολο, καθώς η ανηφόρα την είχε ήδη κουράσει και ιδρώσει. Έφτασε επιτέλους στο μεγάλο νοσοκομείο και στάθηκε για λίγο στην είσοδο ν’ ανασάνει. Στο μυαλό της ακόμη έπαιζαν οι λέξεις από τα γράμματα που είχε διαβάσει. Η απόρριψη, η απαξίωση, η εγκατάλειψη, η περιφρόνηση και όλα αυτά που μπορεί να ένοιωσε η Δώρα. Μπήκε και κατευθύνθηκε προς την αίθουσα αναμονής του χειρουργείου. Εκεί βρήκε τον Γιάννη να την περιμένει, βυθισμένο στις σκέψεις του, να κοιτάζει τα παπούτσια του, καθισμένος στο παγκάκι λες και δεν είχε κουνηθεί στιγμή από κει.

Τον πλησίασε κι εκείνος τινάχτηκε καθώς κατάλαβε την παρουσία της. Έκατσε δίπλα του και του έδειξε τα χαρτιά που είχε βρει. Ο άντρας έψαξε να βρει αυτά που ζητούσε ο γιατρός. Τα βρήκε, τα ξεχώρισε και πήγε να δώσει πίσω τα άλλα, αλλά εκείνη δεν άπλωσε το χέρι να τα πάρει.

«Αυτά δεν χρειάζονται, είναι προσωπικά της», είπε μιλώντας αργά.

«………………………»

«Αν δεν κατάλαβες, διάβασε τα χείλη μου,… είναι προσωπικά της και δεν τα θέλει ο γιατρός. Δεν αφορούν στην περίθαλψή της. Είναι δικά της, κατάλαβες; Καταδικά της… δεν μας αφορούν…»

Εκείνη απλά τον κοίταγε, καρφωμένη στα χείλη του και στα μάτια του. σήκωσε το χέρι και του έδειξε τους φακέλους παροτρύνοντάς τον να διαβάσει τα γράμματα.

«Αυτό που λες δεν είναι σωστό. Δεν πρέπει. Αυτά όπως σου είπα είναι προσωπικά θέματα και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να το κάνει αυτό. Δεν μας αφορά το θέμα»

Εκείνη εξακολουθούσε να του δείχνει τους φακέλους επιμένοντας με το βλέμμα της και με το σώμα στητό. Μπορούσες να διακρίνεις ικεσία μέσα σ’ αυτά τα μάτια, αλλά και αποφασιστική επιμονή. Στο τέλος, μετά τις αρνήσεις του Γιάννη, πήρε ένα φάκελο, τον άνοιξε μόνη της και έβγαλε τις τσαλακωμένες σελίδες έξω. Του το κόλλησε σχεδόν στη μύτη και τον ανάγκασε να το διαβάσει. Μετά κι άλλο κι άλλο… Όταν τελείωσε με τρία – τέσσερα, του εξήγησε με νοήματα ποια ήταν αυτή η ίδια, ποια ήταν η Δώρα, πως την βρήκε και τι είχε κάνει.

Στο τέλος του έδειξε το βιβλίο που είχε βρει.

«Αντιγόνη – Σοφοκλής»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

ΕΦΙΑΛΤΗΣ

Η Δώρα μόλις είχε ανοίξει τα μάτια και όλα γύρω της ήταν θολά. Δεν ήξερε και ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει που βρισκόταν. Έβλεπε ανθρώπους να πηγαινοέρχονται, έβλεπε μηχανήματα, άκουγε, αν και αμυδρά, μέσα από σύννεφο λες, ήχους κοφτερούς και συγκεχυμένους, απότομες διαταγές και άμεσες απαντήσεις, αλλά το μυαλό της αδυνατούσε να σχηματίσει εικόνα. Κάποιος της έπιασε το χέρι απαλά και της το έτριψε. Άκουσε μια φωνή που ερχόταν από μακριά, πολλά χιλιόμετρα μακριά.

«Πως είμαστε; Καλύτερα;» Η φωνή φαινόταν να επιμένει, με τόνο τόσο απαλό! «Μίλα μου, πρέπει να μου μιλήσεις. Μη κοιμάσαι… δώσε μου μια λεξούλα σου ομορφοκόριτσο. Έλα μη με παιδεύεις, μια λέξη μόνο πες μου. πες μου κάτι κι εγώ θα σου διηγηθώ μια ωραία ιστορία, για κάποια ανόητη κοπέλα, σαν τα κρύα τα νερά, που ήθελε να κάνει μια μεγάλη χαζομάρα…»

Είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί τον χώρο, αλλά και να δίνει μορφή στη φωνή που άκουγε. Δεν μπορούσε όμως να θυμηθεί τίποτα άλλο. Το τελευταίο που είχε η μνήμη της καταχωρίσει, ήταν ένα γοητευτικό, γυαλιστερό, ασημί, κοφτερό ξυράφι. Η τελευταία εικόνα στο μυαλό της, ήταν αυτή της λεπίδας να σφάζει τα χέρια της, να νοιώθει το σκίσιμο των φλεβών της, σαν δυό τεντωμένα λάστιχα που πετάχτηκαν από το βάναυσο κόψιμο και το κόκκινο σιντριβάνι που αμολήθηκε από μέσα της, από την ψυχή της λες, βάφοντας τον τοίχο με τα όνειρά της! Προσπάθησε να μιλήσει… Γιατί;»

«Γιατί… ποιο πράγμα;», την ρώτησε η άγνωστη φωνή.

«Γιατί; Τι;», επανέλαβε

«… το ήθελα… θα ήταν καλύτερα…», ψέλλισε. «Ήταν ωραία, πολύ ωραία… πέταγα μακριά… το ήθελα», επέμεινε.

«Δεν πρέπει να μιλάς έτσι», απάντησε η άγνωστη εκείνη, επίμονη φωνή.

«Γιατί; Ήταν φυγή, επιτέλους μια φυγή, ένα ξαλάφρωμα, ένα τέλος!»

«Ήταν μια εύκολη λύση, ήταν δειλία ήταν … ήταν … ήταν τιποτένιο εκ μέρους σου»

Ξέσπασε σε κλάματα, λυγμοί ανατάραζαν το στήθος και τα δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα της μουσκεύοντας μαλλιά και μαξιλάρι.

«Πάντα και ήμουν, αλλά και έκανα τιποτένια πράγματα», μουρμούρισε… «… τώρα όλα θα είχαν τελειώσει…», κατέληξε δαγκώνοντας το κάτω χείλος.

Κάποιος της έβγαλε από το μπράτσο, κάτι, που την πόνεσε σαν τσιμπιά. Ξανάνοιξε τα μάτια και στη θέση που βρισκόταν το πρόσωπο της φωνής, τώρα έστεκε μια λευκοντυμένη νοσοκόμα, κρατώντας στο χέρι ένα μπουκάλι ορό. Είχε τα ξανθά μαλλιά της μαζεμένα με μια στέκα στο πάνω μέρος του κεφαλιού. Άπλωσε την παλάμη και της χάιδεψε το πρόσωπο κι αυτό το χάδι ήταν σαν δροσιά, σαν παρηγοριά, σαν επιβράβευση, που είχε επιζήσει σ’ αυτόν τον κόσμο, που θα πάλευε εκ νέου. Έκλεισε τα μάτια πάλι και βυθίστηκε σε έναν ύπνο βαθύ κι απόλυτο, σ’ ένα λήθαργο που κατέληξε σε εφιαλτικό όνειρο.

Ήταν – είδε – μικρή, παιδί τριών ετών, στο χωριό της μάνας της. Ο παππούς την είχε στα γόνατά του και της μάθαινε ν’ ανοίγει το σουγιά του – ένα σουγιά που ποτέ δεν αποχωριζόταν – και να τον χρησιμοποιεί για να κόψει ένα τσαμπί σταφύλια. Η γιαγιά με τις φίλες της άπλωνε σε καρέκλες και σε κρεβάτια ζύμη, για να κάνει εκείνες τις υπέροχες χυλοπίτες της. Ήταν καλοκαίρι με πολύ ζέστη και φόραγε μόνο ένα άσπρο φανελάκι και το βρακάκι της, αυτό που είχε – όπως όλα της άλλωστε – σπασμένα λάστιχα. Της άρεσε αυτό το βρακάκι γιατί μπορούσε να τρέχει χωρίς τίποτα να την σφίγγει, μόνο που η γιαγιά της το έδενε στο πάνω μέρος μη και της πέσει και κάθε πρωί ξεκίναγε να κατακτήσει τον μικρόκοσμό της, που βέβαια δεν ήταν άλλος από τον κήπο του σπιτιού, άντε και λίγο παραπέρα, μέχρι το σπίτι της χρυσομαλλούσας Χρύσας! 

Αν και καλοκαίρι, το τζάκι το έβλεπε αναμμένο και μάλιστα η φωτιά έβγαινε απ’ έξω κι έγλυφε τον μπροστινό τοίχο, μαυρίζοντας τις κρεμασμένες, πολύχρονες και κιτρινισμένες φωτογραφίες. Είχε γίνει απειλητική, έτοιμη να κάψει όλο το σπίτι. Ήδη τα κεντήματα της γιαγιάς πάνω στο γείσο, είχαν αρπάξει. Έβαλε τις φωνές, τα ουρλιαχτά, να τους κάνει να το δουν κι άλλοι, αλλά η φωνή δεν έβγαινε από το στόμα. Κόλλαγε στον ουρανίσκο της, εκεί που είχε μάθει να στέκεται του πόνου ο κόμπος και γύρναγε πίσω, κάνοντάς την να νοιώθει σαν αυτόν που είναι βυθισμένος στα βάθη της θάλασσας, του έχει τελειώσει η ανάσα και αγωνιά για λίγο αέρα…

Τώρα την κοίταγαν όλοι, αλλά χαμογελούσαν, μ’ ένα χαμόγελο παγωμένο, λες και κάποιος τους το είχε καρφώσει στο πρόσωπο. Ένοιωθε ανήμπορη να κινηθεί, να κουνήσει λίγο έστω κι ένα από τα μέλη της, ούτε καν τα βλέφαρά της, ούτε καν τη σκέψη της. Είχε σαστίσει. Ξαφνικά μέσα απ’ τις φλογερές γλώσσες, πετάχτηκε ένας γιγάντιος ίσκιος σαν δράκος παραμυθιού, με τέσσερα χέρια ανοιχτά να καλύπτει όλο το δωμάτιο, χωρίς ν’ αφήνει καμιά οδό διαφυγής, κανένα πέρασμα στη σωτηρία. Το πρόσωπο του ήταν μια σκοτεινή πληγή και κάθε ανάσα του ξέρναγε μπόχα από σάπιο κρέας, όπως ακριβώς θα μύριζε το στόμα κάθε σαρκοβόρου. Οι άλλοι στο δωμάτιο στέκονταν ακόμα ακίνητοι, χαμογελώντας λες και δεν έβλεπαν τίποτα.

«Είμαι μόνη… είμαι μόνη…», κλαψούρισε «….κανένας δεν με βοηθά, κανένας δεν με θέλει…». Το θηρίο την πλησίασε και σκύβοντας κοντά στο πρόσωπό της, μ’ εκείνο τον τρόπο της κόλασης, της χαμογέλασε αποκαλύπτοντας μια μαύρη γλώσσα, λούζοντάς την με σάλια που έσταζαν από το άχειλο στόμα του. Απότομα η στάση του άλλαξε … το σώμα ίσιωσε φτάνοντας στο ταβάνι και τα χέρια γένηκαν δυό, βάλθηκε να ημερέψει μόνο του, να δώσει κάτι άλλο, να την πλανέψει κι αυτό το πλάνεμα θα ήταν «ξανά» και της φάνηκε ότι είδε χαμόγελο να σχηματίζεται εκεί που ήταν πρώτα η πληγή από σκοτάδι. Σε λίγο μπορούσε να διακρίνει και το πρόσωπο… το πρόσωπο του Παντελή. Την τράβηξε κοντά του κι εκείνη δεν αντιστάθηκε. Το «ξανά» εφαρμοζόταν και πάλι, μ’ αυτή την τακτική επανάληψη που κάνει την ιστορία σημερινό γεγονός. Ήθελε να τον αγγίξει, να τον αγκαλιάσει, να τον φιλήσει…

«Έλα…» της είπε με γλυκιά, πλάνα φωνή, «… έλα να πάμε μακριά, να φύγουμε απ’ δω, να πάμε μακριά – μακριά – μακριά…»

Τότε σηκώθηκε, αλλά τώρα δεν ήταν πια τριών χρονών, μόνο μια γριά πάνω από εκατό, ρυτιδιασμένη, με άσπρα μαλλιά και φλέβες άδειες από ζωή. Την έσπρωχνε στη φωτιά, να πέσει μέσα, να «εξιλεωθεί» για την «καλή, μεγάλη ζωή» που δεν είχε γνωρίσει μέχρι τότε. 

Αντιστάθηκε, έκραζε, χτύπαγε στον αέρα, χέρια και πόδια, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει απ’ τη λαβή του. Έσπρωχνε με την δύναμη και την μανία της απελπισίας, με την τύφλωση της απόγνωσης, με τον πανικό να ξεχειλίζει από τα πνευμόνια, αλλά η δύναμη του άντρα (τέρατος), πόντο – πόντο την σίμωνε στις φλόγες. Σε κάποια στιγμή, γυρίζοντας να τον χτυπήσει, είδε την εικόνα του Σταύρου, λες και είχε πάρει τη θέση του Διαβόλου. Τώρα το χαμόγελο δεν ήταν γλυκό, δεν είχε σαγήνη αλλά μόνο μίσος και κακία. Η μάχη ήταν άνιση και ο χαμός βέβαιος! Δεν κατάλαβε από πού ήρθε εκείνο το αλύχτισμα, εκείνο το βαθύ γαύγισμα, δεν κατάλαβε από πού ήρθε εκείνος ο μαύρος σκύλος. Ήταν, Θεέ μου (!), γιγάντιος, με γυαλιστερό το τρίχωμά του, με τα μάτια του κατακόκκινα σαν αίμα, κλεισμένα σε δυό σφιχτές σχισμές και άσπρα δόντια μυτερά, σ’ ένα στόμα γεμάτο αφρούς.

Όρμησε πάνω στον ίσκιο, αναγκάζοντάς τον να την αφήσει με μια στριγκλιά, σπαρακτική, λες κι ερχόταν από τα βάθη της κόλασης. Τα δυό αυτά παράξενα πλάσματα αρπάχτηκαν σε μια αγκαλιά που θα έφερνε τον θάνατο σ’ αυτό που θα έπεφτε πρώτο κάτω. Μια λυσσαλέα μάχη μπροστά της, μ’ έπαθλο την ίδια. Το στόμα του μαύρου σκύλου έψαχνε τον λαιμό του Διαβόλου, ανοιγοκλείνοντας με μανία σε κάθε επίθεση. Ο άλλος έχωνε τα νύχια απ’ τα στιβαρά του χέρια στα πλευρά του ζώου, σπάζοντας κάθε φορά κι από ένα, σκίζοντας δέρμα και κρέας, κάνοντάς τα να κρέμονται σαν κομμάτια ξεφτισμένης κουρτίνας. Κάποια στιγμή τα δόντια του σκύλου πέτυχαν το πρόσωπο. Τα δάγκωμα ήταν φοβερό, η κραυγή πόνου απόκοσμη και όλο το μάγουλο μαζί με την μύτη, χύθηκαν στο πάτωμα, μέσα σε μια λίμνη μαύρου αίματος. Το πλάσμα του Άδη κλονίστηκε απορώντας για το αποτέλεσμα της επίθεσης που ‘χε δεχτεί, πήδηξε μπροστά, δίπλωσε τα χέρια στο στήθος και τσιρίζοντας, χάθηκε μέσα στην φωτιά απ’ όπου είχε αναδυθεί. Στη μια γωνιά, ο μεγάλος μαύρος σκύλος, έστεκε κουλουριασμένος γλύφοντας τις πληγές του, προσπαθώντας να τις γιατρέψει. Στην άλλη, αυτή η ρακένδυτη ψυχή, σαν μαυρισμένο δάκρυ σε μάγουλο που έχασε τη ζήση. 

Η Δώρα παρατήρησε ότι καθ’ όλη την διάρκεια της πάλης, στο δωμάτιο, δεν βρισκόταν κανείς άλλος εκτός από τους τρεις τους … και τη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι. Προχώρησε να ευχαριστήσει τον σωτήρα της με επιφυλακτικά βήματα. Μόλις τον πλησίασε, της φάνηκε ότι της χαμογέλασε και με φωνή – κάτι της θύμιζε αυτή η φωνή, χωρίς να καταλάβει τι – της είπε:

«Μη με ξεχάσεις ποτέ σου. Δεν το ξέρεις αλλά δεν σε βοήθησα εγώ. Εσύ μου γλίτωσες τη ζωή, εσύ μου έδωσες τις διευθύνσεις της λύτρωσης. Θα σε ξαναδώ εκεί που πρέπει, την ώρα που πρέπει, με τα μάτια που πρέπει».

Και τότε εξαφανίστηκε, τόσο απότομα και ξαφνικά, όσο αναπάντεχα είχε εμφανιστεί. Στο δωμάτιο τώρα ήταν μόνη και στο χέρι της κράταγε τον πόνο της και ορθάνοιχτο το βιβλίο της. 

Ξύπνησε σ’ ένα δωμάτιο με γαλάζιο και άσπρο χρώμα. Δεξιά της, πάνω σε ένα κομοδίνο, δίπλα στο τηλέφωνο, μια στοίβα χαρτιά, όμορφα τακτοποιημένα που τα αναγνώρισε εύκολα. Ήταν ξαπλωμένη σ’ ένα κρεβάτι με τα δυό της χέρια τυλιγμένα σε επιδέσμους και από μέσα τους πρόβαλαν τα σωληνάκια των ορών που κρέμονταν πάνω από το κεφάλι της. Υπήρχαν άλλα δυο κρεβάτια σ’ αυτόν τον θάλαμο. Στο ακριβώς δίπλα της, μια κοπέλα κοιμόταν γυρίζοντας το κεφάλι συνέχεια δεξιά – αριστερά, σαν να προσπαθούσε να διώξει κάποιο κακό όνειρο. Το τρίτο ήταν άδειο στρωμένο μόνο μ’ ένα λευκό σεντόνι. Περιπλανήθηκε με το βλέμμα ολόγυρα. Μια τηλεόραση που ήταν στερεωμένη ψηλά στον απέναντι τοίχο, έπαιζε κάποιο ηλίθιο πρόγραμμα, βουβά όμως, χωρίς τον παραμικρό ήχο. Γύρισε τα μάτια στα χαρτιά. Ήθελε να διαβάσει κάποιους φακέλους που είχε ξεχωρίσει. Προσπάθησε να τεντώσει το χέρι να τους πιάσει, αλλά με τα σωληνάκια και όλα αυτά τα δεσίματα, δυσκολευόταν.

 «Θέλεις να στους δώσω;», ακούστηκε μια φωνή απ’ τα αριστερά της.

Γύρισε και είδε τα πιο γλυκά πράσινα μάτια που είχε δει ποτέ στη ζωή της, σ’ ένα όμως αρκετά κουρασμένο, σχεδόν νεανικό πρόσωπο. Το χαμόγελο κάτω από τα μάτια, ήταν πλατύ και χαρούμενο, αφήνοντας να φανούν δυό σειρές κατάλευκα, ίσια δόντια.

«Είμαι η Έφη. Θα σου κάνω παρέα για τις επόμενες τρεις μέρες, όσο θα σε κρατήσουν εδώ μέσα. Όχι ότι θα έχεις αναρρώσει, αλλά θα είσαι σε θέση… να φύγεις. Χρειάζονται βλέπεις τα κρεβάτια! Μπορείς να μου ζητήσεις οτιδήποτε, ότι θέλεις. Ποιος νοιώθεις τώρα; Καλύτερα;»

«Που είμαι;»

«Στον Ευαγγελισμό και μόλις γλίτωσες από μια βλακεία που πήγες να κάνεις»

«Ποιος μ’ έφερε εδώ;»

«Μια γειτόνισσά σου, κάποια κωφάλαλη γυναίκα, αν αυτό σου λέει κάτι…»

«Μια χοντρή γυναίκα;»

«Ναι. Και τώρα είναι έξω, αλλά όπου να ‘ναι θα έρθει»

«Η κυρα Ευγενία! Ξέρεις, είναι ο τελευταίος άνθρωπος που περίμενα να ενδιαφερθεί για μένα. Αλλά είδες τι γίνεται καμιά φορά στον κόσμο!»

«Άστα αυτά τώρα και προσπάθησε να κοιμηθείς, να ξεκουραστείς. Εγώ θα φύγω σε λίγο, ήρθα μόνο να σε γνωρίσω και θα επιστρέψω το βραδάκι. Θα κάνουμε παρέα όλη την νύχτα. Θα είμαι η νυχτερινή σου νοσοκόμα»

«Να σε ρωτήσω κάτι;»

«Ναι, αν και ξέρω τι θέλεις!»

«Ωραία όλα αυτά, ποιος όμως θα σε πληρώσει; Εγώ πρέπει να σου πω … δεν έχω λεφτά για τέτοιου είδους πολυτέλειες. Και απ’ ότι μπορώ να υποθέσω, δεν πληρώνεσαι απ’ το νοσοκομείο βέβαια, ούτε πάλι κανείς δικός μου θα ενδιαφερόταν. Άσε που δεν έχω και κανένα «δικό» μου στον κόσμο…»

«Να μην σε απασχολούν τέτοια θέματα. Δεν ξέρεις … όλο και κάποιος μπορεί να υπάρχει…»

«Ο Παντελής, ο Σταύρος;»

«Ποιοι είναι αυτοί; Λυπάμαι δεν ξέρω κανένα τους. Ούτε η κυρα Ευγενία είναι βέβαια, για να σε προλάβω. Αλλά σταμάτα να ρωτάς, αν κάποτε έρθει η ώρα, θα μάθεις. Μην ξεχνάς, η περιέργεια σκότωσε την γάτα…», συμπλήρωσε παίρνοντας ένα ψεύτικα μυστηριακό και συνάμα παιγνιδιάρικο ύφος. «Α… να η γειτόνισσά σου καλή της ώρα»

Αφού χαιρέτισε και τις δυό γυναίκες, έφυγε αφήνοντας τη μια, παρέα στην άλλη. Η κυρα Ευγενία τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε κοντά της, πιάνοντάς της το χέρι σε μια αποτυχημένη, όσο και γελοία προσπάθεια να μετρήσει το σφυγμό. Σαν γιατρός! 

«Έγινες και γιατρός τώρα κυρα Ευγενία;»

Εκείνη, διαβάζοντας τα χείλη πάντα, έσκασε στα γέλια. Της φάνηκε πολύ αστείο,… φαντάσου… εκείνη γιατρός!!!

«Σε ευχαριστώ για όλα, δεν το περίμενα ποτά αυτό… Νόμιζα, ξέρεις…»

Η κωφάλαλη γυναίκα, αρνήθηκε να κοιτάξει άλλο τα χείλη της Δώρας, σήκωσε το χέρι στον αέρα και το κούνησε σε μια κίνηση που πρέπει να σήμαινε: «δεν είναι τίποτα… καθήκον μου»

«Είσαι χρυσός άνθρωπος, ελπίζω κάποτε να στο ανταποδώσω. Ελπίζω…»

Αυτή την τελευταία πρόταση την πήρε ο αέρας και την άκουσε μόνο η ίδια η Δώρα. Κοίταξε την μεγάλη γυναίκα που επιδεικτικά είχε στρέψει το βλέμμα αλλού, να την κάνει να σταματήσει να μιλάει. Την είδε συγκινημένη και φορτισμένη να σηκώνεται και να τακτοποιεί τα σεντόνια, σε μια προσπάθεια να κρύψει αυτή της την φόρτιση, αλλά και να διοχετεύσει την ενέργεια που είχε συσσωρευτεί μέσα της. 

Της έκανε νόημα: «Θέλεις κάτι να πιείς;»

Η Δώρα καθυστέρησε να της απαντήσει, μόνο έπιασε το χέρι τη και το χάιδεψε απαλά, όσο της επέτρεπαν οι οροί. Τα μάτια της στόχευαν τώρα κατ’ ευθείαν στα μάτια της κωφάλαλης, λες και προσπαθούσε να μπει μέσα στο κεφάλι της, να δει τι άνθρωπος ήταν!

«Όχι, δεν θέλω τίποτα. Μόνο κάτσε δίπλα μου, θέλω παρέα, φοβάμαι…», αυτό το τελευταίο το είπε σιγά, ασυναίσθητα, χωρίς ν’ αναλογιστεί ότι στους κωφάλαλους δεν υπήρχε η έννοια του δυνατά ή σιγά. «Και πάω στοίχημα ότι διάβασες τα γράμματα και θέλεις να μάθεις περισσότερα… έτσι;».

Η κυρα Ευγενία, έγνεψε καταφατικά και κάθισε στην πιο βολική στάση που μπορούσε, όσο πιο κοντά στο κρεβάτι γινότανε. Ακούμπησε το πρόσωπό της στις παλάμες της και τους αγκώνες στο στρώμα. Η ιστορία άρχιζε και επιτέλους η περιέργεια που την παίδευε θα έβρισκε ικανοποίηση. Θα τους συναντούσε η νύχτα και τις δυο με δάκρυα στα μάτια, δυό γυναίκες ανήμπορες, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια, θα τους έβρισκε και η Έφη, να παρηγορεί η μια την άλλη, συζητώντας η μια με την κίνηση κι άλλη με χαμηλόφωνο λόγο, αφού η τρίτη ασθενής στον θάλαμο, η γυναίκα στο άλλο κρεβάτι, προσπαθούσε να κοιμηθεί, πόσο μάλλον που η ένταση της φωνής σε μια κωφάλαλη θα ήταν ανώφελη.

«Κυρα Ευγενία, μήπως είναι ώρα να πηγαίνεις κι εσύ; Ξέρεις πρέπει και η Δώρα να κοιμηθεί. Θα ‘ρθει ο γιατρός το πρωί και ποιος τον ακούει! Αν δεν το κατάλαβες, η ώρα κοντεύει έντεκα. Θα κάτσω εγώ να της κάνω παρέα. Άντε – άντε, να έχετε κάτι να πείτε κι αργότερα!»

«Άντε κυρα Ευγενία, καλά σου λέει η Έφη. Και αύριο μέρα είναι, αν έρθεις πάλι προς το μεσημεράκι θα πούμε και τα υπόλοιπα. Έτσι;»

Κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας απρόθυμα, σηκώθηκε, χαμογέλασε όσο πιο πλατιά και εγκάρδια μπορούσε και πήγε στην πόρτα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

(Ώρες νωρίτερα)

Ο Γιάννης δεν μπορούσε να καταλάβει, πως μια κοπέλα με τέτοια αναγνώσματα στην καθημερινή της τσάντα, μπορούσε ν’ ασκεί αυτό το επάγγελμα. Ασυμβίβαστο το ένα με το άλλο. Ήταν όμως; Και γιατί να ήταν;

Χαιρέτησε την κωφάλαλη γυναίκα και κατέβηκε τα σκαλιά της εξόδου. Άναψε ένα τσιγάρο (το είχε λαχταρίσει τόση ώρα) και πήγε προς το αυτοκίνητο. Μέσα στο μυαλό του όλα χόρευαν σε άγριους ρυθμούς. Η μια σκέψη έμπαινε μέσα στην άλλη, δένονταν σε σφιχτό κόμπο, πάλευαν μεταξύ τους. Προσπαθούσε και αυτός ο ανήμπορος να τις χωρίσει, αλλά μάταια. Όσο προσπαθούσε τόσο πιο πολύ μπερδεύονταν, μα την μια να τον τραβάει στην Μαριάνθη, με την άλλη να τον καθίζει δίπλα στην κοπέλα στο νοσοκομείο. Κάτι του θύμιζε το όνομά της, τι όμως; Και τι θα γίνει με το γραφείο; Έπρεπε να δώσει κάποιο σημάδι ζωής.

«Τουλάχιστον αύριο. Και τώρα πρέπει να πάω στο σπίτι, αλλά εκεί θα δω την άλλη. Ωχ Θεέ μου, τι βάσανο! Αλλά που να πάω; Σήμερα είναι Πέμπτη, ωραία το Σαββατοκύριακο είναι κοντά, έχω και άδεια του γιατρού… Θα φύγω, θα πάω εκδρομή. Μόνος μου. αλλά που; Καρπενήσι! Καλά πως μου ήρθε αυτό τώρα; Α, μάλιστα … η διαφήμιση στο γραφείο, από την εφημερίδα. Ναι, αυτό είναι, Καρπενήσι, γιατί όχι; Αλλά σε κάποιο χωριό, όχι μέσα στην πόλη, που όμως; Θα πάω και βλέπω, «όπου γης και πατρίς», δεν έλεγαν οι παλιοί; «Όπου γης και πατρίς»,» επανέλαβε πιο αισιόδοξα τώρα.

Φεύγοντας από το νοσοκομείο είχε πάρει την διεύθυνση της κυρα Ευγενίας. Μάλιστα είχε ζητήσει και το τηλέφωνό της, αλλά από το χαμόγελο της γυναίκας, κατάλαβε την γκάφα του. τηλέφωνο; Τι να το κάνει η κωφάλαλη; Εκείνος δεν θέλησε ν’ αφήσει το δικό του νούμερο, ενδόμυχα δεν επιθυμούσε άλλες σχέσεις.

«Πληρώνω την αποκλειστική, τους συμπαραστάθηκα όπως μπορούσα, έχασα όλη μου την μέρα σχεδόν, όχι βέβαια ότι είχα κάτι καλύτερο να κάνω, εεεεε τι άλλο θα ‘πρεπε;», σκέφτηκε.

Έφτασε στο σπίτι κατά τις δύο το μεσημέρι. Η Μαριάνθη έπεσε στην αγκαλιά του, προσπαθώντας να δείξει (;) ανυπομονησία και επιθυμία. Έβαλε τα στήθη της ν’ ακουμπήσουν πάνω στο στέρνο του, με τις καμπύλες του σώματός της, να γλιστρούν πάνω στη μέση του και στα γεννητικά του όργανα. Φόραγε ένα άσπρο εφαρμοστό παντελόνι που έδειχνε λίγο την κυτταρίτιδά της, κάτι που τον έκανε ηφαίστειο και το ήξερε, μ’ ένα κοντό ροζ κολλητό μπλουζάκι που άφηνε να διαγράφονται οι μεγάλες της θηλές. Εκείνος προσπάθησε ν’ απομακρυνθεί, μάταια όμως, εκείνη επέμεινε σαν κολλιτσίδα. Έβαλε το χέρι της ανάμεσα στα πόδια του (ήξερε καλά την τακτική) και είδε τον πόθο του να φουντώνει. Ήξερε ότι την ήθελε.

«Μπορείς;», τον ρώτησε με χαμηλά φωνή, προσπαθώντας να την βραχνιάσει, να την κάνει πιο αισθησιακή.

«Δεν νοιώθω πολύ καλά, ξέρεις, για τέτοια πράγματα. Άφησε να ξαπλώσω λίγο, είμαι εξαντλημένος…»

«Όπως θέλεις. Αν μετανιώσεις όμως…» και άφησε ένα γελάκι να πλανηθεί γεμάτο υπονοούμενα, στον αέρα.

«Δεν το νομίζω, μου λείπει ύπνος»

Πήγε στο δωμάτιο, ξάπλωσε και προσπάθησε να κοιμηθεί. Εκείνη ήρθε δίπλα του κι ακούμπησε πάνω του. Το σώμα της, αντίθετα από τον χαρακτήρα της, τον τρέλαινε, τον έκανε να χάνει τον κόσμο του, να μη μπορεί ν’ αρθρώσει λέξη όταν τον άγγιζε και του έδινε αυτή τη φρεσκάδα της φλόγας της. Έκανε προσπάθεια να μη δείξει την ταραχή του, πόσο δύσκολο όμως για ένα άντρα να κρύψει το πόθο του!

Εκείνη χαμογέλασε ικανοποιημένη, έπιασε με τα χέρια της την άκρη της μπλούζας της και την έβγαλε με μια απότομη κίνηση. Τα στήθη της, ταλαντευόμενα, πετάχτηκαν αυθάδικα και ξεδιάντροπα. Νόμιζε ότι τον κοίταγαν με θράσος και ικανοποίηση, που πήγαζε από την βεβαιότητα της ομορφιά της. Η κοιλιά της είχε την θέρμη της επιθυμίας και το στήθος κουνιότανε γρήγορα, στο ρυθμό της κοφτής ανάσας. Έβγαλε και το παντελόνι της ξαπλωμένη ανάσκελα, δείχνοντας το μικροσκοπικό της κιλοτάκι και όσα περίσσευαν γύρω και κάτω απ’ αυτό, απ’ τα πιο ευαίσθητα σημεία της. Οι πόροι, εκεί που κάποτε υπήρχαν οι τρίχες του αιδοίου, είχαν διασταλεί. Γύρισε και κάθισε επάνω του, βάζοντάς τον μέσα της και στήνοντας το σώμα της σε ορθή γωνία με το δικό του. εκείνος όσο κι αν ένοιωθε κουρασμένος και νυσταγμένος, νικήθηκε από το θηλυκό που ήξερε να παίρνει τα ηνία. Τώρα απολάμβανε κι αυτός τον έρωτά της και αφέθηκε στις πρωτοβουλίες της. Δεν υπήρχε όμως αυτή η βραδινή μανία του, ούτε η ίδια ικανοποίηση.

Κοιμήθηκαν γυμνοί κι αγκαλιασμένοι μέχρι αργά το απόγευμα. Σηκώθηκε και την παρατήρησε να κοιμάται μπρούμυτα με τα χέρια γύρω απ’ τα μαλλιά της σε σχήμα στεφανιού. Απ’ το στόμα είχε τρέξει λίγο σάλιο που είχε μουσκέψει το μαξιλάρι. Αναρωτήθηκε αν ένοιωθε τίποτα γι αυτήν την γυναίκα αφού και την ώρα που έκαναν έρωτα, σκεφτόταν την Δώρα, εκείνη την πόρνη. Αν είναι δυνατόν να σκέφτεται μια πόρνη… κι όμως!!!

Σηκώθηκε και πήγε στο σαλόνι. Έκατσε στον καναπέ κι άναψε τσιγάρο. Ο καπνός του έκανε παιγνίδια, έτσι που υψωνότανε, του έπλεξε σκέψεις που είχε καιρό να κάνει. Σ’ ένα συρτάρι στο μικρό έπιπλο του καθιστικού, βρήκε το σημειωματάριο με τα τηλέφωνα. Έπιασε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό:

«Ναι», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.

«Παρακαλώ, θα ήθελα τον Μανώλη. Τον Μανώλη τον Στεφανιδάκη…»

«Αυτή τη στιγμή λείπει, θέλετε να μου πείτε ποιος είστε; Να του πω; Είμαι η γυναίκα του…»

«Δεν πειράζει, είμαι ένας παλιός του φίλος. Θα τον πάρω αργότερα, ευχαριστώ»

«Σας γνωρίζω μήπως;»

«Όχι είμαι από τους παλιούς του φίλους. Έχουμε χρόνια να ειδωθούμε. Ευχαριστώ και πάλι… και συγγνώμη για την ενόχληση»

«Μα, τι λέτε, καμιά ενόχληση. Μου αρέσει να γνωρίζω παλιούς φίλους του άντρα μου. βλέπετε είμαστε νιόπαντροι, μόλις πέντε μήνες. Σίγουρα δεν σας ξέρω; Ούτε από τον γάμο;»

«Σίγουρα, σας παίρνω από Αθήνα, μένω Αθήνα κι έχουμε πολλά, πάρα πολλά χρόνια ν’ ανταλλάξουμε νέα με τον Μανώλη. Υπόσχομαι όμως ότι κάποια στιγμή θα κατέβω στο νησί και θα τα πούμε όλοι μαζί από κοντά».

«Εύχομαι να σας δούμε στη Λέρο, πιστεύω ο Μανώλης θα χαρεί. Ποιο όνομα να του πω;»

«Πείτε του ότι τον πήρε ο Γιάννης ο Σωτηρόπουλος»

«Εντάξει κύριε Γιάννη, θα του το πω. Και… ελπίζω να τηρήσετε την υπόσχεσή σας. Καλή μέρα να έχετε…»

«Καλημέρα, χάρηκα»

Αποφάσισε να πάει μια βόλτα, χωρίς όμως να ξυπνήσει την Μαριάνθη. Βγήκε στους δρόμους της πόλης, περπατώντας, χωρίς ούτε στιγμή να σκεφτεί να πάρει το αυτοκίνητο. Κατέβηκε στο Παναθηναϊκό στάδιο και στάθηκε να το θαυμάσει. Αποφάσισε να πιεί ένα καφέ στην πλατεία Μαβίλη. Πέρασε απέναντι και ανέβηκε προς την κλινική που ήταν στο βάθος του δρόμου σε μια ελαφριά ανηφόρα. Διάβασε την φωτεινή επιγραφή: «Αθηναϊκή κλινική». Θέλησε να περπατήσει κι άλλο, έτσι έφτασε κοντά στο Κολωνάκι και αντίκρισε το κτίριο του Ευαγγελισμού, που έτσι θεόρατο δέσποζε της περιοχής και η επιβλητική του παρουσία τον έκανε να κατευθυνθεί προς τα κει. 

«Θα πάω να δω εκείνες τις δυό γυναίκες , μόνες θα είναι. Βέβαια θα είναι και η Έφη, αλλά μια και είμαι εδώ, ας πάω», σκέφτηκε εκφράζοντας αυτό που ήθελε μέσα του, εδώ και αρκετή ώρα, χωρίς να το έχει αντιληφθεί.

Περίμενε ότι κάποιος θα τον σταματούσε στην πόρτα και να του απαγορεύσει την είσοδο. Μάταια είχε λογαριάσει. Κανείς δεν του έδωσε σημασία. Ανέβηκε στον τρίτο όροφο και πήγε στο δωμάτιο, ξεχνώντας προς στιγμή ότι επιθυμούσε την ανωνυμία. Πριν ανοίξει την πόρτα, άκουσε την φωνή της Έφης να τον φωνάζει:

«Κύριε Γιάννη καλησπέρα. Τι κάνετε; Πως είστε μετά την πρωινή σας αδιαθεσία; Σας βλέπω καλά. Έτσι δεν είναι;»

«Πρώτον και κύριο, θα μου μιλάς στον ενικό… αν θέλεις να τα πάμε καλά…», χαμογέλασε, «Κατά δεύτερο λόγο… καλησπέρα. Και κατά τρίτο, τι κάνεις εδώ έξω … πορτογύρα;»

«Καλά αφού το θέλεις έτσι, θα μιλάμε στον ενικό. Και μένα με διευκολύνει αυτό εξάλλου. Πήγα να πάρω ένα καφέ από το κυλικείο, να κεράσω;»

«Όχι ευχαριστώ, τέτοια ώρα δεν θα ήθελα»

«Πως κι από δω; Απ’ ότι μου είπε ο Προκόπη, δεν θα θέλατε και πολλές σχέσεις πια με την κοπέλα»

«Πάλι μου μιλάς στον πληθυντικό»

«Συγγνώμη, αλλά είναι το επαγγελματικό…»

«Καλά»

«Λοιπόν;»

«Λοιπόν τι; Α, για την επίσκεψή μου;»

«Ναι, γι αυτό. Και μη μου πεις ότι ήταν τυχαία ο δρόμος σου από δω…»

«Ναι, έτσι είναι. Να… δεν είχα τι να κάνω και είπα να γυρίσω για λίγο… για… να δω εσένα… δηλαδή… όχι τίποτα άλλο… μη νομίζεις ότι μ’ ενδιαφέρει κάτι ιδιαίτερα… απλά … έτσι…»

«Τώρα μ’ έπεισες! Νομίζεις ότι είμαι ο Προκόπης. Λάθος κύριε, μην περνάς τους άλλους για βλάκες. Έλα να κάτσουμε εδώ στον προθάλαμο να τα πούμε λίγο πιο αναλυτικά. Είδες όμως; Έμαθα να σου μιλάω στον ενικό!»

«Μήπως θα έπρεπε να δεις τι γίνεται εκεί μέσα; Μήπως χρειάζεται τίποτα η … πως την είπαμε;»

«Θεοδώρα»

«Ναι, η Θεοδώρα»

«Μη φοβάσαι, δεν θέλει τίποτα. Κοιμάται. Εκτός αυτού, εσείς δεν λέτε ότι οι γυναίκες είναι «εφτάψυχες»; Αν όμως σε ηρεμίσει, να πάω να δω»

«Όχι, δεν πειράζει, κάτσε καλύτερα να τα πούμε λίγο. Θέλω κι εγώ να μιλήσω σε κάποιον. Και δεν έχω κανένα»

«Και η … Μαριάνθη; Απ’ ότι μου έχει πει ο Προκόπης, είστε ένα χρόνο μαζί. Πολύς χρόνος για να μάθει ο ένας τον άλλο και λίγος χρόνος για να έχετε βαρεθεί την κουβέντα. Θα έπρεπε λοιπόν να συζητάτε και να λέει ο καθ’ ένας τα προβλήματά του στον άλλο. Έτσι δεν είναι;»

«Έτσι θα έπρεπε να είναι. Αλλά η αλήθεια είναι αλλιώτικη απ’ τα όνειρά μας. Γιατί τα όνειρα πλάθονται μέσα στην καρδιά, ενώ η αλήθεια γεννιέται καθημερινά πάνω στο πετσί μας. Κι όσο αυτό το πετσί είναι ταλαιπωρημένο, τόσο η αλήθεια γίνεται πικρή και δύσοσμη. Όσο πιο πολύ καλλιεργείς το μυαλό σου, τόσο πιο πολύ η αλήθεια σε κάνει να πονάς, σε κάνει πιο σκυφτό. Σε ταλαιπωρεί όλο και πιο πολύ και γίνεται ακόμη πιο πικρή, ακόμη πιο δύσοσμη και συνεχίζει έτσι το κύκλο της, μέχρι η ζωή να καταντήσει μαρτύριο αβάσταχτο και η τρέλα, που μόνιμα παραμονεύει στο κατώφλι του νου, σε οδηγήσει στην εύκολη λύτρωση. Και με την Μαριάνθη, «ξεκινήσαμε γι αλλού κι αλλού η ζωή μας πάει» που λέει και το τραγούδι. Κατάλαβες;»

«Προσπαθώ…»

«Γι αυτό και ήρθα τώρα εδώ. Γιατί αυτή η κοπέλα, η Θεοδώρα, έκανε κάτι για μένα πολύ γενναίο. Αποφάσισε να νικήσει αυτή κι όχι η μιζέρια…»

«Το ήξερες φυσικά ότι είναι πόρνη. Έτσι δεν είναι;»

«Ε και τι μ’ αυτό; Τι αλλάζει στην ψυχή της;»

«Τίποτα. Δεν ξέρω γιατί το ανέφερα. Μάλλον ο υποβόσκων ρατσισμός μου»

«Ίσως. Το θεωρείς όμως γενναιότητα αυτό που πήγε να κάνει; Να τελειώσει έτσι τη ζωή της χωρίς να παλέψει; Χωρίς να τολμήσει να βρει μια κάποια λύση βρε παιδί μου»

«Και που ξέρουμε εμείς, τι έχει κάνει ή προσπαθήσει στη ζωή της. Πόσο μπορεί να έχει ματώσει για να ξεφύγει απ’ τη βρώμα αυτή. Πόσο πολύ μπορεί να κάηκαν τα φυλλοκάρδια της»

«Μιλάς σαν να την ξέρεις»

«Όχι, δεν την ξέρω. Να φανταστείς ότι δεν την έχω δει καθόλου μάλιστα. Μόνο από μακριά. Με εκείνη τη γιαγιά, την κωφάλαλη, έχω γνωριστεί. Εκείνη μου είπε πέντε πράγματα γι αυτήν»

«Δεν μου είπες όμως, το θεωρείς γενναιότητα;»

«Νόμιζα ότι σου είχα απαντήσει. Τέλος πάντων. Ναι, καμιά φορά το θεωρώ γενναιότητα. Γιατί…»

«Η θρησκεία το καταδικάζει!»

¨Και τι δεν καταδικάζει η θρησκεία! Ότι δεν μπορεί να καταλάβει το ρίχνει στο πυρ το εξώτερον και ησυχάζει. Και ο Χριστός θα μπορούσε να γλυτώσει, την σταύρωση εννοώ κι όμως κάθισε να τον συλλάβουν, να τον κρεμάσουν και στο τέλος να πεθάνει στον Σταυρό. Κι αυτό, ένα είδος αυτοκτονίας δεν είναι; Εκεί γιατί δεν παίρνει θέση;»

«Μην το βλέπεις έτσι. Άλλο είναι αυτό»

«Γιατί άλλο;»

«Γιατί ο Χριστός ήρθε να απαλλάξει τον άνθρωπο απ’ την δυστυχία και την αμαρτία του. Δεν είναι το ίδιο!»

«Αν το δεις λίγο πιο «ανοιχτά» κι η Θεοδώρα το ίδιο δεν έκανε; Πειράζει που ήταν ο εαυτός της;»

«Μα είμαστε σοβαροί; Ο ένας για όλο τον κόσμο και η άλλη για τον εαυτό της. Επιμένω, δεν είναι εγωιστικό;»

«Εγωισμός μπροστά στον θάνατο; Γιατί, ζήτησε καμιά αναγνώριση, κανένα έπαινο; Μόνο που θα είχε απαλλάξει τον κόσμο από την θλιβερή της παρουσία. Και η ίδια το πίστευε αυτό.  Δεν πήγε ούτε μαθητές να προσηλυτίσει, ούτε καμιά κοσμοθεωρία να εγκαθιδρύσει. Και απ’ ότι έμαθα, μόνη κατάμονη σε ένα υπόγειο, αν κατάλαβα καλά, πήγε να τελειώσει την όποια μιζέρια της, χωρίς φανφάρες ή τυμπανοκρουσίες. Το ότι ζει σήμερα, είναι πραγματικά τυχαίο γεγονός»

«Εσύ θα μπορούσες ποτέ να το κάνεις; Θα έδινες ένα εύκολο τέλος στη ζωή σου;»

«Εύκολο; Πρώτα απ’ όλα δεν υπάρχει εύκολο τέλος. Υπάρχει μόνο τέλος. Κι αν κάποιος αγαπάει τη ζωή και πιστεύω ότι όλοι την αγαπούν, θα ήθελε πολύ κουράγιο ν’ απαρνηθεί τη δροσιά και τη φλόγα της. Διαφωνείς; Δεν ξέρω αν εγώ θα μπορούσα ποτέ να το κάνω, αν θα μπορούσα να σκεφτώ ποτέ τον εαυτό μου μακριά απ’ αυτή την ζήση. Αλλά ποτέ μην λες μεγάλη κουβέντα. Η ζωή διεκδικεί την ύπαρξή της, αλλά καμιά φορά επιζητά και μάλιστα μετ’ επιτάσεως, τη λήξη της, τον τερματισμό της. Το συν και το πλην, το άσπρο και το μαύρο, η αρχή και το τέλος, είναι οι άκρες του ίδιου κύκλου, αν μπορούμε να πούμε ότι ένας κύκλος έχει άκρες, μπορούν ν’ ολοκληρώνουν…, να αλληλοσυμπληρώνονται. Πόσες φορές δεν έχουμε πει όλοι μας «αχ να πέθαινα Θεέ μου αυτή τη στιγμή!», όχι βέβαια ότι το εννοούμε, αλλά είδες πόσο βαθιά είναι ριζωμένη η εγκατάλειψη μέσα μας; Διακρίνεις πόσες φορές ο θάνατος είναι λύτρωση;»

«Δηλαδή δεν την καταδικάζεις!»

«Να την καταδικάσω; Μια πόρνη έχει καταδικαστεί πολλές φορές στη ζωή της από τον κόσμο. Όλοι αυτοί που αποζητάνε την ευχαρίστηση και την εκτόνωση, εκείνοι είναι και οι χειρότεροι κριτές – δικαστές – και κατήγοροί τους. Όταν κάποια την λέμε «πουτάνα» και μάλιστα χρησιμοποιούμε την Ιταλική και σαφώς πιο χυδαία λέξη, την βρίζουμε και μάλιστα με τον χειρότερο – νομίζουμε – τρόπο. Αλλά, επαναλαμβάνω, πρώτοι εμείς θα τρέξουμε σ’ αυτές στην ώρα της αδυναμίας μας. Εμείς οι ίδιοι θα δώσουμε χαρτζιλίκι και θα παροτρύνουμε τα παιδιά μας, να πάνε να μάθους εκεί, την ομορφιά της ζωής, τον έρωτα ή ακόμη και το απλό πήδημα. Αυτές είναι καταδικασμένες να κάνουν τ’ αγόρια μας άντρες. Να την καταδικάσω λοιπόν που βρήκε δύναμη να τραβήξει στα άκρα; Που τόλμησε εκεί που όλοι δειλιάζουν; Να την καταδικάσω επειδή κάποιοι θεωρούν την αυτοκτονία αμαρτία; Ποιος είμαι εγώ; Πότε έγινα ο μέγας Κριτής;», αυτό το τελευταίο το είπε μακρόσυρτα και αρκετά ειρωνικά.

«Όπως το λες, δεν έχεις άδικο»

Ο Γιάννης χαμογέλασε με το σκυθρωπό πρόσωπο της Έφης. Δεν ήθελε να τραβήξει άλλο την κουβέντα, έτσι κι αλλιώς αυτά τα πολύ θεωρητικά θέματα – οικονομολόγος ήταν, δηλαδή ορθολογιστής – τα έβρισκε πολύ βαρετά και πολύ προσωπικά. Δεν θα έριχνε άδικο σε κανέναν και αν πίστευε το ίδιο με κείνον κι αν πίστευε το αντίθετο.

«Μια προσδοκία με πάθος ήθελε ν’ αντικρίσει κι αυτή. ν’ ακούσει δυό γλυκές κουβέντες, όλο θέρμη και στοργή. Και τι βρήκε; Κάποιους να την κατηγορούν γιατί είχε πια γίνει πλανόδια ερωμένη. Και πότε αντάλλαξε έστω δυο κούφια με κάποιον και μετά ας χαθεί; Πότε είδε να κλαίνε γι αυτήν δυο μάτια; Πότε μπόρεσε να δει το αντρικό μπράτσο σαν στήριγμα κι όχι να την χαϊδεύει ξεδιάντροπα; Γιατί, κακά τα ψέματα, όσο κι αν έχετε γίνει φεμινίστριες, όσο κι αν μπορείτε να τα βγάλετε πέρα μόνες σας, δεν παύει ένας άντρας να είναι στήριγμα. Διάψευσέ με αν θέλεις»

«Αν θέλω να μιλήσουμε ειλικρινά, ναι. Πάντα αναζητούμε την στήριξη κάποιου άλλου. Γι αυτό μέσα στην ιστορία, γεννήθηκαν τόσοι και τόσοι Θεοί… και πόσοι θα γεννηθούν ακόμη!»

«Και πόσο μόνοι νοιώθουν όλοι αυτοί που τολμούν να σκεφτούν λίγο παραπάνω, απορρίπτοντας τις θρησκείες και την πίστη σε άγνωστα πράγματα»

«Νομίζω ότι την παρατραβήξαμε την συζήτηση. Έξω σκοτείνιασε πια, η ώρα πήγε δέκα. Μήπως θα ‘πρεπε να πας σπίτι; Γιατί όπως τα είπες πιστεύω ότι τελικά όλοι οι άνθρωποι, άλλος λίγο, άλλος πολύ, νοιώθουν μόνοι ή έστω κάποιες στιγμές τουλάχιστον, νοιώθουν μόνοι»

«Ίσως έχεις δίκιο. Θα έπρεπε να πάω να ξεκουραστώ. Μην πεις στην κοπελιά ότι ήρθα. Εντάξει;»

«Μείνε ήσυχος…», χαμογέλασε, «… η ανησυχία σου γι αυτήν θα μείνει κρυφή. Καληνύχτα»

«Καληνύχτα και σ’ ευχαριστώ. Κανόνισε μια μέρα να πάρεις τον Προκόπη , να πάμε για κανένα τσιπουράκι…»

«Εντάξει θα το κανονίσω»

Έφυγε με γοργό βηματισμό. Μόλις άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ, άκουσε την Έφη:

«Γιάννη πες μου κάτι…»

«Ναι…»

«Αυτή η συζήτηση που κάναμε, την έχεις κάνει ποτέ με την Μαριάνθη;»

Μπήκε στο ασανσέρ πιο απογοητευμένος από πριν. Αυτή η τελευταία ερώτηση, τον «έριξε». Δεν απάντησε, αλλά η πίκρα του χαμόγελού του πρόδινε το προφανές. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΩΡΕΣ

Μπήκε στο δωμάτιο, αφηρημένη λίγο από την κουβέντα. Άφησε το πορτοφόλι δίπλα εκεί στο κομοδίνο, εκεί που ήταν τα χαρτιά της Δώρας. Ίσιωσε λίγο τη φούστα της, τακτοποίησε την μπλούζα της και έκατσε δίπλα στο κρεβάτι, σε μια πολυθρόνα.

«Είσαι καλά;», ακούστηκε σιγανά η φωνή της Δώρας.

«Τι; Α, δεν κοιμάσαι κυρά; Τι κάνεις; Βρικολακιάζεις; Δεν θα έπρεπε … είσαι πολύ αδύναμη. Έχασες μπόλικο αίμα, άντε κοιμήσου. Άντε – άντε…»

Η Δώρα κοίταξε πάνω από τον ώμο της προς το τρίτο κρεβάτι για να βεβαιωθεί ότι η άλλη ασθενής είχε ήδη κοιμηθεί. Της είχε κάνει εντύπωση που όλη μέρα μαζί και παρ’ όλη αυτή την γειτνίαση, δεν είχαν ανταλλάξει ούτε μια παραπανίσια κουβέντα, έξω από τα τυπικά. Άκουσε το ελαφρύ ροχαλητό της:

«Μη φοβάσαι θα κοιμηθώ. Εσύ πες μου τι έχεις. Πρώτον, άργησες πολύ και δεν το λέω γιατί κάτι ήθελα, απλώς το διαπιστώνω και δεύτερον φαίνεται να ταξιδεύεις γι αλλού. Τι έγινε εκεί έξω; Μίλησες με κάποιον; Μήπως με τον γιατρό;»

«Βραδιάτικα ο γιατρός εδώ; Δεν θα ‘σαι καλά… αυτός τώρα θα έχει πάει με τη γυναίκα του, ή με καμιά πιτσιρίκα βόλτα. Όχι – όχι μην ανησυχείς. Δεν είναι αυτό που νομίζεις. Απλά είχα μια κουβέντα με κάποιο γνωστό μου. Αυτό είναι όλο»

«Μόνο;»

«Ναι, μόνο…»

«Και είσαι τόσο πολύ αφηρημένη; Λες και λύσατε το Μεσανατολικό ζήτημα. Έλα πες μου, ποιος ήταν;»

«Σου είπα κάποιος γνωστός μου…»

«Μήπως πρέπει να επιμείνω; Πες μου ποιος. Μήπως ο άγνωστος ευεργέτης μου; αυτός που έχει κάνει τόσα, αλλά προσπαθεί να κρύψει την ταυτότητά του… σαν κανένας μυστικός πράκτορας; Αυτός που σε όρκισε όπως μου είπες, να μην αποκαλύψεις το όνομά του;»

Η αμηχανία ήταν τώρα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της νοσοκόμας. Το μόνο που βρήκε να πει, ήταν η προφορά ενός και μόνο φωνήεντος:

«Ε, ε, ε, ε, ε, …»

«Αυτός ήταν λοιπόν!»

«Ναι… ναι…»

«Και γιατί δεν θέλει να τον γνωρίσω; Αλλά τι λέω; Σχέσεις με μια πουτάνα; Χα χα χα χα….»

«Μην είσαι άδικη, ειδικά μετά τα τόσα που έχει κάνει για σένα! Σε διαβεβαιώνω πάντως, ότι δεν είναι αυτός ο λόγος που δεν θέλει να μάθεις. Δεν υπάρχουν άνθρωποι, νομίζεις, που κάνουν το καλό και … το ρίχνουν στο γιαλό; Σου φαίνεται απίστευτο, κάποιος να κάνει το καλό, έτσι απλά για να το κάνει. Σου φαίνεται απίστευτο, κάποιος να κάνει κάτι, χωρίς ανταπόδοση; Και βέβαια μπορώ να το καταλάβω, γιατί στον κόσμο που κινείσαι εσύ όλα πληρώνονται…»

Γιατί κάποιος που λειτουργεί μ’ αυτό τον τρόπο, είναι μάλλον μουσειακό είδος, κάτι σαν αυτό που θα λέει η δασκάλα του μέλλοντος στους μαθητές της: «Βλέπετε αυτό το απολιθωμένο είδος; Αυτό το «πράγμα», κάποτε έκανε ένα καλό χωρίς να ζητήσει αντάλλαγμα. Άλλες εποχές παιδιά μου, άλλα ήθη». Και οι μικροί μαθητές θα ακούνε αδιάφορα από απόσταση. Έτσι κι αλλιώς, τι θα τους αφορούν αυτούς οι συνήθειες άλλων εποχών; Γιατί αυτά θα έχουν μάθει να χορεύουν με το σκοτάδι, χωρίς να βλέπουν ένα φως στη στεριά. Θα πλέουν, μόνο στο συμφέρον και στην εκμετάλλευση. Οι Χριστιανοί του αύριο!!! Μάθε να κρίνεις και κάποιους καλοπροαίρετα, ζήσε τ’ όνειρο. Γιατί πρέπει να ξέρεις από όνειρα, άνθρωπος είσαι. Πόσο μπορεί να κρατήσει τ’ όνειρο; Μια στιγμή, κάτι παραπάνω; Μήπως για ένα χρόνο; Πάντως έχει ημερομηνία λήξης και μάλιστα σύντομα, σαν… τα φρούτα…», κατάλαβε ότι η παρομοίωση δεν ήταν και τόσο επιτυχής, όμως αυτό της ήρθε εκείνη τη στιγμή στο μυαλό…

«Γιατί γίνεσαι τόσο σκληρή; Γιατί μου επιτίθεσαι τόσο πολύ … και τόσο απότομα; Πιστεύεις ότι αυτή η έλλειψη πίστης στους ανθρώπους πηγάζει από την κακή μου ψυχή; Πιστεύεις ότι εγώ δεν θέλω να εμπιστευτώ κάποιους;»

«Όχι δεν πιστεύω ότι έχεις κακή ψυχή. Αυτός για τον οποίο μιλάμε, πριν από λίγο μου … δίδαξε (;), μου έμαθε τα δίκια σου, τις πιθανές αξίες σου – συγχώρα με που λέω τις «πιθανές» - αυτές που μόνο κάποιος με μεγάλη καρδιά μπορεί να διακρίνει. Με έκανε να καταλάβω – και μη γελάσεις – που οφείλονται οι ανασφάλειές σου»

«Σιγά… μιλάς και … πρόκειται για κάποιον Άγιο! Τόσο πολύ τον θαυμάζεις;»

«Δεν είναι Άγιος, στα σίγουρα όχι. Πες μου όμως τι είναι ένας Άγιος. Και δεν μιλώ με βάση την εκκλησία και τα θεολογικά, αλλά με την γνώμη του λαού!»

Η γυναίκα δεν δίστασε να απαντήσει ούτε στιγμή, αφού είπε ακριβώς αυτή την εικόνα που είχε μέσα στο νου της για τους «λαϊκούς αγίους»:

«Να σου έλεγα ότι είναι κάποιος που κάνει μόνο το καλό, κάποιος που θυσιάζει το προσωπικό του συμφέρον για τους άλλους; Που προσπαθεί να προσφέρει στους συνανθρώπους του με όλη την δύναμη της ψυχής του, χωρίς να περιμένει ανταπόκριση; Που είναι κάτι σαν τον Σαχάτσι; »

Η Έφη εξεπλάγη με το τελευταίο αυτό που ανέφερε… κατάλαβε ότι μπροστά της είχε έναν άνθρωπο που – δεν γνώριζε βέβαια μέχρι πόσο – είχε κουλτούρα. Δεν έδειξε, (με προσπάθεια), καμιά έκπληξη και διατηρώντας σταθερό τον τόνο της φωνής της:

«Μόνο καλό; Μεγάλες κουβέντες, μεγάλες εντυπώσεις για μας τους μικρούς ανθρώπους. Όχι κορίτσι μου, δεν είναι αυτός ο Άγιος! Καλός άνθρωπος εσαεί, δεν υπάρχει. Προσωπικά θα χαρακτήριζα κάποιον έτσι που οι επιθυμίες του θα ήταν πιο κάτω από το καλό για κάποιον άλλο…»

«Μια κάποια δεδομένη στιγμή; Χωρίς διάρκεια;»

«Δεν σου κρύβω πως με «βάζεις» στα δύσκολα. Το καλό λοιπόν, ευτυχώς, είναι σαν τα ναρκωτικά. Μια φορά να το κάνεις, από την ικανοποίηση και μόνο που παίρνεις εθίζεσαι και όλο το αποζητάς, μέχρι να γίνει, άλλοι θα λέγανε να «καταντήσει», στάση ζωής. Εκεί όμως ελπίζουμε όλοι. Εκεί πρέπει να ελπίζει η ανθρωπότητα!»

«Πιστεύεις ότι όλοι μπορούν να κάνουν το καλό; Ότι όλοι έχουν κάποια καλή πλευρά μέσα τους; Μην μου απαντήσεις. Μπορώ να πω ότι ξέρω την πραγματικότητα καλύτερα από σένα. Μπορεί σ’ αυτά που λες, εν μέρει, να έχεις δίκιο, αλλά όλα είναι φυσιολογικά. Το πεζοδρόμιο είναι αυτό που σου μαθαίνει την καθημερινή αλητεία. Εκεί θα μάθεις πως είναι να κυλάς κάθε μέρα και πιο βαθειά στην σαπίλα και για να χρησιμοποιήσω μια λέξη που ακούγεται και λίγο πιο μελοδραματική…. στον βούρκο. Αν αυτός ο άνθρωπος έκανε κάτι καλό, είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Κι αν λες ότι το καλό είναι σαν τα ναρκωτικά, τότε δεν ξέρεις πως είναι το κακό. Δεν ξέρεις την ηδονή που παίρνει κανείς από την αίσθηση της δύναμή στου από την επίδειξή της και την καταστροφή του άλλου. Μια καταστροφή, που τις περισσότερες φορές την προκαλούν οι άνθρωποι, έτσι χωρίς λόγο και αιτία, μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσουν τον εαυτό τους. Σ’ έχει ποτέ κανείς παρατήσει μόνη στη ζωή, με την ρετσινιά του παλιογύναικου και της πουτάνας; Σου στερήσανε οι άνθρωποι ποτέ το δικαίωμα της επιλογής, στον έρωτα, στα θέλω σου, ακόμα και στα όνειρά σου; Έχεις ποτέ ξαπλώσει με τον φόβο μην δεις κάποιο όνειρο που σου δίνει το δικαίωμα αυτό; Έχεις κοιμηθεί ποτέ με «κατά παραγγελία όνειρο»; Γιατί φοβάσαι ότι την άλλη μέρα η πραγματικότητα θα σε πονέσει ακόμη πιο πολύ; Γιατί για τις γυναίκες του σιναφιού μου, το καλό όνειρο, είναι ο εφιάλτης. Και στο τέλος – τέλος η λύτρωσή μας, εκτός λίγων περιπτώσεων μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού, δεν βρίσκεται … σε αυτόν τον κόσμο. Γιατί δεν έχουμε πλέον τις δυνάμεις να ξεφύγουμε. Τις εξαντλήσαμε, πάνω στα σεντόνια κάποιου παλιοκρέβατου, στην προσπάθεια να φαινόμαστε ψεύτικες, στα όνειρα και τις ελπίδες των άλλων και στα συμφέροντα του κάθε νταβατζή.»

«Λόγια – λόγια – λόγια. Δεν γίνεται να πιστέψω ότι κάποιος μπορεί να παραδοθεί, έτσι χωρίς μάχη. Χωρίς το όπλο του ν’ ακουστεί έστω και μια φορά. Πιο πολύ αυτά τα χιλιοειπωμένα λόγια, μου θυμίζουν παλιά μελό Ελληνική ταινία και προσπάθεια να συγκαλύψει κάποιος την ανικανότητά του ή αν προτιμάς την … απροθυμία του και την βολή του»

«Έτσι λες; Απλά …είσαι βαθιά νυχτωμένη κορίτσι μου»

Έδειξε, χωρίς να το θέλει τον εκνευρισμό της, παρασυρμένη από την ένταση της στιγμής. Γύρισε από το άλλο πλευρό κι έκλεισε τα μάτια σηματοδοτώντας το τέλος της κουβέντας τους. «Τα προβλήματα θα συνεχιστούν…», σκέφτηκε διαβεβαιώνοντας τον εαυτό της. «Ποτέ κανείς δεν θα καταλάβει την ομηρία της πορνείας, την ομηρία του πεπρωμένου».

Έπιασε πάλι ψιλοβρόχι. Απ’ αυτό που κάνει τους οδηγούς να βρίζουν και να καταριούνται. Ο Γιάννης δεν έκανε καμιά προσπάθεια να καλυφθεί, ν’ αποφύγει την βροχή. Του άρεσε έτσι που οι σταγόνες έπεφταν πάνω του. φόραγε το δερμάτινο μπουφάν του και το σώμα έμενε στεγνό. Τα παπούτσια πλατσούριζαν στις λιμνούλες που είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στο πεζοδρόμιο. Έκλεισε το κινητό του γιατί δεν ήθελε κανείς να του χαλάσει αυτή την μαγεία, αυτή του τη μοναξιά. Η καλύτερη φίλη του! ποτέ δεν τον είχε προδώσει η μοναξιά του, πάντα του έδινε την πιο σωστή σκέψη, την ορθότερη και εφαρμόσιμα λύση. Έτσι και τώρα, τον «σιγοντάριζε» που σκεφτόταν. Η κατάσταση που αντιμετώπιζε ήταν πρωτόγνωρη και είχε «κολλήσει», δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν ήξερε πώς να την χειριστεί ούτε καν να ελέγξει τον εαυτό του.

Κάθισε σε μια καφετέρια στο Κολωνάκι και παρήγγειλε καφέ. Προσπάθησε να χαλαρώσει και ν’ ανασυγκροτήσει τις σκέψεις του. Δυό κοπέλες στο διπλανό τραπέζι, χαχάνιζαν με εκείνη την λαϊκή έκφραση του χαζοχαχανίσματος που τόσο εκείνος σιχαινόταν και φυσικά η ενόχληση που ένοιωσε ήταν έκδηλη στο βλέμμα που τους έριξε. Κοντή φούστα σε μαύρο και λαμέ χρυσαφί μπλουζάκι με τιραντάκι σε κόντρα με το απαίσιο κόκκινο παντελόνι (!) και το αδιάβροχο πλαστικό φουσκωτό μπουφάν σε άλλη απόχρωση του κόκκινου, χείλη βαμμένα σε έντονο κόκκινο η μια και κατάμαυρα η άλλη, προσπαθούσαν να εξηγήσουν την μόδα, την κατάσταση με τον γκόμενο κάποιας Αλίκης, το ξεμάτιασμα που δεν είχε πιάσει την προηγούμενη μέρα μα πιο πολύ, τα άπειρα μηνύματα που είχε στείλει σε κάποιον η … κοκκινοφουστίτσα και απάντηση δεν είχε πάρει. Γέλασαν άλλη μια φορά ξεδιάντροπα δυνατά δείχνοντας στον Γιάννη ότι παρά το βλέμμα του ήταν ελεύθερες και θα έκαναν ότι ήθελαν, αλλά μετά από λίγο, κατέβασαν την ένταση, πειθαρχώντας τελικά. Οι σερβιτόροι πηγαινοέρχονταν με δίσκους γεμάτους καφέδες, μπύρες και παγωτά (!), κάποια παιδιά έπαιζαν λίγο παραπέρα κι εκείνος… προσπαθούσε να συγκεντρωθεί. 

Τελικά το μυαλό απομόνωσε τους θορύβους και τους διάφορους περισπασμούς και σαν καλός …μαθητής συγκεντρώθηκε όχι στο διάβασμά του αλλά στις σκέψεις του. Ο νους έδειχνε – και κατέληγε – στη φυγή. Κάτι μέσα του φτερούγιζε…. Να φύγει… να φύγει. Ήθελε να πάρει των ομματίων του και να φύγει, να πάει κάπου για δυό – τρεις μέρες, να ηρεμήσει, να ξαναβρεί τον… Γιάννη του! Αυτόν τον Γιάννη που άμα έβγαινε από την ρουτίνα της καθημερινότητας έχανε τα νερά του. αυτόν που κάθε βήμα του, δεν ήταν σε σταθερό έδαφος, δεν ήταν καν πάνω στο χώμα αλλά σε μια θάλασσα αβεβαιότητας, που τον οδηγούσε προς τα πίσω, εκεί που μόνο οι αποτυχημένοι βρίσκουν καταφύγιο. Σκέφτηκε τις αξίες του. «Ποιες;», αναρωτήθηκε. Ναι, τις αξίες του. Σε μια τέτοια κατάσταση που βρισκόταν το μόνο που μπορούσε να θαυμάσει, ήταν τα ελαττώματά του. Αυτά που πολύ εύκολα μπορούσε και να τα εντοπίσει και να τα μετρήσει. Του φάνηκε σαν παιγνίδι το να κάνει αυτή την καταμέτρηση. Άρχισε λοιπόν να σκέφτεται έχοντας κατά νου, να φερθεί πολύ σκληρά στον εαυτό του.

«Πρώτα απ’ όλα είμαι δειλός και μάλιστα σε όλα τα επίπεδα…», άρχισε τις σκέψεις του, δείχνοντας καθαρά στον εαυτό του ότι ….δεν θα του χαριζόταν. «Ποτέ μου δεν πολέμησα να κατακτήσω κάτι, αλλά περίμενα τα πράγματα να εξελιχθούν από μόνα τους, κρατώντας πάντα μια στάση αναμονής, αισιοδοξώντας για την κατάληξη. Και η αλήθεια είναι πως τα πράγματα σχεδόν πάντα, κατέληγαν όπως τα ήθελα. Πολλές φορές βέβαια, έβαζαν το χεράκι τους και κάποιοι δικοί του άνθρωποι, όπως οι γονείς μου! (Δεν μπορούσε να ξεχάσει την φορά εκείνη που ο πατέρας του, όταν ήταν στην Δευτέρα γυμνασίου, πλήρωσε τον καθηγητή της φυσικής στο σχολείο για να τον περάσει στις εξετάσεις!)». Χαμογέλασε στην ανάμνηση! «Άρα και εκ των γεγονότων κρίνοντας, είμαι και άτολμος. Στα παιδικά μου χρόνια η ζωή μου με τους συμμαθητές μου δεν ήταν και ότι πιο ευχάριστο. Ποτέ μου δεν είχα πολλούς φίλους και αυτό γιατί «κουμπωνόμουνα». Πάντα μου έλεγα ότι είχα κάτι μόνο και μόνο για να έχω την προσοχή των άλλων, αφού η ανασφάλεια μου και ο μη επιθετικός τρόπος συζήτησής μου, δεν μ’ άφηναν να επιβάλλω τις απόψεις μου. Την ίδια ώρα που μέσα μου, διακαής ήταν ο πόθος για αρχηγία.

Τι σου φέρνει στο μυαλό λοιπόν η στενοχώρια!».

Τον έπιασε ένας βήχας σαν στραβοκατάπιε τον καπνό από το τσιγάρο που μόλις είχε ανάψει, μηχανικά, χωρίς να καταλάβει καν την κίνηση. Ήπιε μια γουλιά νερό να γλυκάνει τον λαιμό, (όσοι καπνίζουν ξέρουν την πίκρα να βήχεις με τον καπνό στα πνευμόνια) και κοίταξε το πακέτο λες και αυτό του έφταιγε. Το λαμέ με μαύρο συνονθύλευμα δίπλα είχε ξεσπαθώσει πια, φαινόταν εκνευρισμένη και μιλούσε ακατάπαυστα και γρήγορα ρίχνοντας όμως κλεφτές ματιές προς το μέρος του. Ο Γιάννης έβαλε τα πόδια το ένα πάνω στο άλλο και προσπάθησε να βολευτεί λίγο καλύτερα στην καρέκλα του.

«… άλλο μου ελάττωμα … η ευθυνοφοβία… πάντα φόρτωνα στους άλλους δικά μου λάθη. Πάντα έψαχνα να βρω δικαιολογίες στις αποτυχίες μου…»

«Συγγνώμη κύριε, ζητήσατε κάτι;», ακούστηκε σοβαρή η φωνή του σερβιτόρου.

«Ποιος; Εγώ; Όχι γιατί;»

«Μου φάνηκε σαν να είπατε κάτι …. Μάλλον θα παράκουσα, θα μου φάνηκε…»

«Μάλλον, αλλά και μια και ρώτησες, θα σου ήμουν ευγνώμων με ένα ποτήρι ακόμα με φρέσκο νερό…»

«Βεβαίως κύριε! Αμέσως!» και απομακρύνθηκε γυρίζοντας την πλάτη. Υποψιάστηκε λοιπόν γιατί οι κοπέλες τον κοίταγαν. Νόμιζε ότι ήταν επειδή αυτός τους είχε ρίξει άγριο βλέμμα για την φασαρία, αλλά μπορεί να τον είχαν περάσει και για τρελό αν μουρμουρούσε, αν μονολογούσε.

«Θα γίνω ρεζίλι των σκυλιών», σκέφτηκε συνοφρυωμένος. ¨Πρέπει να συνέλθω και μάλιστα γρήγορα. Αν έχω αρχίσει και … παραμιλάω, δεν απέχω και πολύ από κανένα τρελάδικο»

Ήπιε μονορούφι το νερό που έφερε ο ευγενικός σερβιτόρος, πλήρωσε αφήνοντας ένα καλό «πουρμπουάρ» και βγήκε στον δρόμο, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στις «κλώσες» - έτσι είχε χαρακτηρίσει μέσα του τις δυό φανταχτερές κοπέλες – κι ευχαριστήθηκε σαν δεν αντίκρισε τα μάτια τους επάνω του. 

Η βροχή είχε γίνει καταρράκτης πια. Οι λιγοστοί πεζοί έτρεχαν τσαλαβουτώντας στα νερά, κρατώντας για προστασία πάνω από το κεφάλι τους, άλλοι ομπρέλες (οι πιο προνοητικοί), άλλοι εφημερίδες ή περιοδικά και γενικά, οτιδήποτε βρισκόταν εύκαιρο στα χέρια τους. Η πλατεία γυάλιζε τα μάρμαρα της ενώ τα φανάρια της τροχαίας, όσα απ’ αυτά λειτουργούσαν ακόμα, διαθλούσαν το φως τους, κάνοντάς τα να μοιάζουν με πυροτεχνήματα. Ένα ταξί είχε σταματήσει σχεδόν στη μέση του δρόμου, αδιαφορώντας για τα κορναρίσματα των υπόλοιπων οδηγών και ο «ταρίφας» ρωτούσε μια κοπέλα με κόκκινο σαν την φωτιά μαλλί και δερμάτινη φούστα, απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο, για τριπλή κούρσα. Οι περιπτεράδες έντρομοι, προσπαθούσαν να στερεώσουν μεγάλα κομμάτια νάιλον για να προστατέψουν τα περιοδικά και τις εφημερίδες τους. Ο μαύρος μικροπωλητής κοντά στα προστατευτικά κάγκελα της πλατείας, έκανε απέλπιδες προσπάθειες να μαζέψει τα πεσμένα και καταλερωμένα τερατουργήματα της Μαύρης Ηπείρου, που πουλούσε. Φορούσε και μια κελεμπία που κάποτε πρέπει να είχε φανταχτερό μπλε ελεκτρίκ χρώμα. Ένας άλλος συνάδελφός του, ιδίου κι αυτός χρώματος, είχε σπεύσει για βοήθειά του, γονατιστός μες τα νερά, με ανασηκωμένα τα λασπωμένα του μανίκια.

Κατέβηκε την Σόλωνος, τελείως αντίθετα από το Παγκράτι, προς την μεριά της Ακαδημίας και βρέθηκε, μουσκεμένος μέχρι τα γόνατα στο Σύνταγμα. Η βροχή δεν είχε κοπάσει  στάλα, λες κι ο ουρανός ήθελε να ξεφορτώσει όλο του το νερό σε μια νύχτα μέσα. Κάποιοι πιτσιρικάδες καθισμένοι σ’ ένα πεζούλι κάτω από το υπόστεγο μιας τράπεζας, διασκέδαζαν με τον τρόπο τους, «θάβοντας» δηλαδή κάθε περαστικό που βρισκόταν στην εμβέλειά τους. Τα φώτα της Ερμού, λαμπιόνια του Παράδεισου, αντανακλούσαν το φως τους πάνω στις βρεγμένες βιτρίνες (πολλές απ’ αυτές είχαν θαμπώσει) και στις πλάκες του πεζόδρομου. Το σαξόφωνο ακουγόταν να παίζει το «yesterday» των Beatles, κρυμμένο ποιος ξέρει που, γεμίζοντας τον αέρα μελωδία και νοσταλγική διάθεση. Κάθε σταγόνα που κατέβαινε απ’ τα ουράνια , διαποτιζόταν λες απ’ την μουσική και γι αυτό όταν έφτανε στο έδαφος, αναπηδούσε και στροβιλιζόταν σε μια απελπισμένη προσπάθεια να χορέψει την μελαγχολία της. Η εκκλησία στην πλατεία Καπνικαρέας, στεκόταν βουβή, θλιμμένη, σκοτεινή, λες και υποτασσόταν στην αίγλη και την λάμψη του Παρθενώνα που φαινόταν επιβλητικός από το στενό δεξιά της. Όλοι οι προβολείς και τα φώτα του ιερού βράχου, μετέδιδαν στα σύννεφα την λάμψη του. Προχώρησε με σταθερό βήμα προς  τα κει, μαγεμένος, υπνωτισμένος λες, απ’ την άσπιλη λευκότητα του μνημείου και από τα στενάκια της Πλάκας. Έφτασε στα ριζά του ιερού βράχου και για άγνωστο λόγο, έκανε τον σταυρό του, συνδυάζοντας την ομορφιά και το κλέος με την πίστη του.

Η βροχή έκανε τα μαλλιά του να στάζουν νερά μέσα στα μάτια του, αναγκάζοντάς τον κάθε τόσο να σηκώνει το χέρι σαν προσήλιο. Τώρα πια ούτε το δερμάτινο που φορούσε τον προστάτευε. Το νερό είχε περάσει μέσα, είχε φτάσει στο δέρμα και τον έκανε να ριγήσει. Δεν τον ένοιαζε όμως. Το μυαλό στόχευε στο αιώνιο μνημείο, που τώρα σαν μυθικός ευγενικός γίγαντας, έστεκε λες ακριβώς από πάνω του. Έφτασε στα Προπύλαια και στάθηκε κάτω από το φύλλωμα μιας ελιάς για να προστατευτεί. Σκούπισε τα μάτια (δεν ήξερε αν ήταν νερό αυτό που σκούπιζε ή δάκρυα), αγνάντεψε το λεκανοπέδιο που απλωνόταν από κάτω και ξαφνικά… όλα ξεκαθάρισαν μέσα του. Μια λάμψη άστραψε!

«Όλα μάταια…», σκέφτηκε, ‘μόνος μου θα το κάνω… θα γίνει… θα γίνει…»

Γύρισε το βλέμμα στην Ακρόπολη και σιγουρεύτηκε ότι ήταν δάκρυα αυτά που κυλούσαν. Οι συνέπειες απ’ αυτό που θα έκανε ήταν μεγάλες και κατάλαβε ότι το «μπαμ» θα ακουγόταν πολύ μακριά. Για πρώτη φορά στη ζωή του, ένοιωθε ατρόμητος, δεν τον ένοιαζε τίποτα. «Ή τώρα ή ποτέ…», μονολόγησε. Αισθάνθηκε την καταλυτική δύναμη που ασκούσε ο Παρθενώνας πάνω του. Λες και σε μια στιγμή, το μνημείο, το κατάλαβε και του έδωσε την λύση και το κουράγιο της πραγμάτωσης. Λες και η βροχή να ξέπλυνε μαζί με τους δρόμους και την ψυχή του. Λες και οι ιερές κολώνες πήραν ζωή και μορφή νυμφών, τον σήκωσαν ψηλά να δει το τιποτένιο του κόσμου, το λίγο της ζωής, του έδωσαν να καταλάβει πόσο τελικά σημαντικός ήταν αυτός σαν μονάδα αλλά και σαν σκοπός. Πέταξε ψηλά μαζί τους, είδε το παιδικό του σπίτι, το σχολειό του, την πρώτη του αγάπη, (κρίμα που δεν θυμόταν το όνομά της…), τον πρώτο του πόνο, την πρώτη φορά που πήγε… στο γήπεδο. Πέταξε πάνω από το Παγκράτι και είδε την Μαριάνθη να κοιμάται ακόμα στην ίδια στάση που την είχε αφήσει, μπήκε στα όνειρά της και προσπάθησε να της εξηγήσει. Δεν το περίμενε, αλλά του φάνηκε να καταλαβαίνει, κουνούσε το κεφάλι της με κατάφαση. Έσφιξε το χέρι της νύμφης, μη τυχόν και τον αφήσει εκεί, κοίταξε ψηλά και περνώντας άυλος  μέσα από το ταβάνι ένοιωσε την ζέστη απ’ το κλιματιστικό του νοσοκομείου. Είδε μια κοπέλα ξαπλωμένη σ’ ένα κρεβάτι, με τις φλέβες κομμένες, να χαμογελάει όμως, την Έφη δίπλα της και την κωφάλαλη γυναίκα να διαβάζει μετά μανίας κάποια κιτρινισμένα γράμματα. Γύρισαν και οι τρεις να τον δουν. Έτειναν το χέρι τους, να τον πιάσουν, να τον κρατήσουν εκεί, να μην τον αφήσουν να φύγει. Τρόμαξε και προσπάθησε να πετάξει ψηλά… κι έφυγε!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

ΦΥΓΗ

Η Μαριάνθη κοιμόταν ακόμα όταν ο Γιάννης γύρισε. Πάντα της άρεσε ο λίγο παραπάνω ύπνος κι αυτό ήταν που τον συνέφερε τούτη τη στιγμή. Πήγε στη ντουλάπα και μάζεψε μερικά καθημερινά ρούχα του. Σε μια βαλίτσα έβαλε και δυό ζευγάρια παπούτσια, μερικά βιβλία κι έφυγε κλείνοντας μαλακά την πόρτα πίσω του, αφήνοντας μόνο ένα σημείωμα για να εξηγήσει τους λόγους της φυγής του, ένα σημείωμα που θύμιζε τελευταίο γράμμα αυτόχειρα. Μπήκε στο δρόμο και κοίταξε με μισόκλειστα μάτια την πόρτα του ασανσέρ, κοντοστάθηκε, παρατήρησε το χέρι του να τρέμει ελαφρά και γύρισε το κλειδί στη μίζα. Το αυτοκίνητο βρυχήθηκε σιγανά, άναψε τα φώτα (σαν ανάσταση έλαμψαν στον στενό χώρο) και τράβηξε για την Εθνική οδό, με σκοπό, αν μη τι άλλο, να περάσει μόνος του ένα ευχάριστο Σαββατοκύριακο, κάπου, αρκεί αυτό το κάπου να ήταν μακριά, πολύ μακριά. Μετά θα σκεφτόταν τι θα έκανε. Τώρα έπρεπε να μείνει μόνος, τίποτα άλλο.

Ο δρόμος ήταν βρεγμένος, όμως η βροχή είχε σταματήσει και η νύχτα ήταν παράδοξα ξάστερη. Πέρασε τα πρώτα διόδια και οδήγησε με το παράθυρο λίγο ανοικτό, ελάχιστα, τόσο όσο μπορούσε να εισβάλλει η μυρωδιά της βρεγμένης γης και του πράσινου, που εκείνος μεν δεν το έβλεπε, αλλά το ένοιωθε συνεχώς δίπλα του. Μεθυσμένος από το πιοτί της λευτεριάς του, άρχισε να σιγοτραγουδά:

«Πολύ με πίκρανες ζωή

μακριά θα φύγω ένα πρωί

θ’ ανέβω σ’ ένα αεροπλάνο

να δω τον κόσμο από κει πάνω»

«Μόνο που εγώ έφυγα νύχτα και όχι πρωί», σκέφτηκε και χαμογέλασε. «Σημασία έχει ότι έφυγα… Θεέ μου … έφυγα. Τέρμα πια, πάει ο Γιάννης που ξέρατε ρεεεεεεε…». Αυτό το φώναξε δυνατά. Το φώναξε με όλη την δύναμη των πνευμόνων του. άρχισε να χτυπά τα χέρια στο τιμόνι ρυθμικά με κίνδυνο να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου. 

«Όταν κοιτάς από ψηλά

μοιάζει η Γη με ζωγραφιά

κι εσύ την πήρες σοβαρά

κι εσύ την πήρες σοβαρά»

Συνέχισε δυνατά, χωρίς να τον νοιάζει ο σωστός ρυθμός του τραγουδιού, χωρίς να τον νοιάζει το ίδιο το τραγούδι. Το φώναζε, δεν το τραγουδούσε. Άνοιξε το παράθυρο τέρμα για να το ακούσουν κι άλλοι από τα διπλανά αυτοκίνητα, αλλά για κακή του τύχη, ο δρόμος ήταν άδειος κι έρημος. Πέρασε αρκετή ώρα έτσι, εξάντλησε το, ομολογουμένως φτωχό, ρεπερτόριό του, (μέχρι και τον ύμνο του Παναθηναϊκού είπε), όταν μακριά μπροστά του φάνηκαν τα φώτα κάποιας πόλης, σαν λευκή ζάχαρη άχνη, πασπαλισμένη πάνω στην γραμμή του ορίζοντα. «Πρέπει να είναι η Λαμία», μονολόγησε. Και ήταν όντως η Λαμία, το μαρτυρούσε εξάλλου και η θεόρατη πράσινη επιγραφή. Έκανε δεξιά στον δρόμο και σταμάτησε σ’ ένα πρατήριο βενζίνης , που είχε κι εστιατόριο απ’ αυτά που διανυκτερεύουν και βρίσκουν καταφύγιο οι νταλικέρηδες στην Εθνική οδό. Το στομάχι του «γουργούριζε» κι έτσι αποφάσισε να φάει κάτι. Δεν θυμόταν να είχε βάλει μέσα του κάτι όλη μέρα. Στο τέλος το μετάνιωσε, ένοιωθε ακόμα κοντά στην πρωτεύουσα, μόνο βενζίνη θα έβαζε. Μια κοπέλα γύρω στα εικοσιπέντε με ξεβαμμένο ξανθό μαλλί και λεκιασμένο τζιν τον πλησίασε με αργό βήμα. Της έκανε νόημα κι εκείνη έπιασε την μάνικα της αντλίας.

«Συγγνώμη δεσποινίς, για Καρπενήσι (είχε επιτέλους κατασταλάξει μέσα του για τον προορισμό), πως πηγαίνω;»

«Τέτοια ώρα;», τον ρώτησε η κοπέλα με μια λίγο «ξινή» φωνή. «Νόμιζα ότι θα πηγαίνατε στη Λαμία, τέλος πάντων… λίγο πιο κάτω θα πάτε αριστερά, θα δείτε ταμπέλα, θα περάσετε από Μακρακώμη, θ’ ανεβείτε Τυμφρηστό και μετά από τρία τέταρτα, φτάσατε… (λες και του έλεγε το πιο απλό πράγμα στον κόσμο!). Πάντως καλύτερα να διανυκτερεύσετε στη Λαμία κι αύριο το πρωί ξεκινάτε. Έμαθα ότι στον Τυμφρηστό βρέχει ο «Θεός τον Θεό του», τι να πω… γη και ουρανός ένα και το αυτό!»

«Ευχαριστώ, αλλά νομίζω θα συνεχίσω. Βιάζομαι λίγο…»

Πήρε μια βαθιά ανάσα - είχε ξεχάσει πως μπορούσε κάποιος να νοιώσει με ανάσα καθαρού αέρα -  να γεμίσει τα πνευμόνια οξυγόνο και υγρασία. Το βλέμμα του πλανήθηκε στον δρόμο που το λιγοστό φως από το μαγαζί που στεκόταν, τον έκανε να φαίνεται μυστηριακά όμορφος. Νόμιζε ότι μπροστά του απλωνόταν μια θάλασσα μαύρη, ήρεμη, ταξιδιάρα, γεμάτη ελευθερία, γεμάτη υποσχέσεις. Μια στερεή θάλασσα που τον καλούσε να πάει, να τον ταξιδέψει στα μυστικά της. Μια μαύρη θάλασσα, που δεν θα τον πήγαινε σε νησιά παραμυθένια και αμμουδιές ζεστές, αλλά σε ψηλά βουνά, κοντά στον ουρανό, κοντά στον Θεό. Θα τον πέρναγε από  λιβάδια που μοσχοβολούν με το άρωμα του κυπαρισσιού, του έλατου, του ρετσινιού, του βρεγμένου χώματος.

Σήκωσε τα μάτια στα ουράνια. Διαμάντια και ρουμπίνια ήταν καρφωμένα πάνω στο μαύρο βελούδο, λαμπυρίζοντας τους γαλαξίες τους. «Νύχτα…», σκέφτηκε με μελαγχολία. Μονολόγησε:

«Νύχτα… μέσα σου, τόσα και τόσα κι ακόμη πιότερα, σαν πληγή, αίμα και πύον. 

Νύχτα… , η προσμονή, το αναπάντεχο, το ανεξακρίβωτο, το μυστηριακό.

Νύχτα…, ο φόβος, ο τρόμος, το άγνωστο, η γυαλάδα του βρεγμένου δρόμου, η παγωνιά, η αλητεία, το δόσιμο, ο έρωτας, η εγκατάλειψη, η συνήθεια, η καρτερία.

Νύχτα… η έλλειψη, το κατούρημα στην άκρη του χαντακιού χωρίς τον φόβο να σε δει κανείς. Το μπαράκι, το ημίφως, το διάβασμα για το σχολειό, το κλάμα του μωρού, το δάκρυ της ερωμένης, η καψούρα, η απογοήτευση, το πρόστυχο, το ανέντιμο.

Νύχτα…, το μαχαίρι του νταβατζή που γυαλίζει στην γωνιά της πόλης, στη γωνιά της ζωής. Η πόρνη, ο πελάτης, ο αμούστακος κοκκοράκος, ο βρωμιάρης αλήτης της απέναντι πλατείας με την γκόρτσα στο ξυπόλυτο πόδι και τον ύπνο φορτωμένο στο παγωμένο παγκάκι.

Νύχτα…, το τζάκι που τρίζει τα ξύλα του, το τζάμι που λείπει στο κρύο, η βαριά ανάσα της ηδονής, ο μετά ιδρώτας… ο ύπνος…

Νύχτα βασίλισσα και τι δεν λες; Το παραμύθι του γέρου, τα χνώτα που ζεσταίνουν τις παλάμες, η αϋπνία, τα ανακατεμένα σεντόνια, η σκιά που φοβίζει στον απέναντι τοίχο.

Νύχτα… η κιθάρα και η φωτιά στην παραλία του καλοκαιριού, η βρωμιά που κοιμάται κάτω από την γέφυρα σκεπασμένη μ’ εφημερίδες, ντροπή και μεθύσι.

Νύχτα… το παιχνίδι της γάτας, το γρατζούνισμα της σάρκας, η απελπισία.

Νύχτα.

Ο βρυχηθμός του λιονταριού, νύχτα η γέννα, νύχτα ο πόνος της πιστοποίησης, ο λυγμός, ο αναστεναγμός, η κούραση, το πρώτο ραντεβού, το σινεμαδάκι.

Νύχτα… ο θάνατος, το ταξίδι χωρίς σκοπό, η χαμηλή μουσική, η επανάσταση, η συνωμοσία, η βεντέτα.

Νύχτα… η μεθυσμένη εξάτμιση που προκαλεί στη κόντρα τον χαμό, το στοίχημα, τα αλόγιστα λάθη, το πάθος της στιγμής, το παρακάλι, η λατρεία, η δολοφονία, η ικεσία, το… όλα ελεύθερα. Ο αναρχικός που φτιάχνει την αυριανή μολότοφ…

Τόσα και τόσα!

Νύχτα… η ποίηση, η προσμονή της αυγής, τ’ άοσμο χρώμα του Άδη.

Νύχτα το στερνό … γεια σου ρε»

Χαμογέλασε μ’ αυτήν του την ποιητική διάθεση και την … ευδιαθεσία του(;). Κάθισε  στην θέση του οδηγού και ξεκίνησε. Αυτή η στάση του είχε κάνει καλό, αυτή η φυγή γενικά, του είχε κάνει καλό. Ήταν προχωρημένη η ώρα, όταν έφτασε σε μια κοιλάδα που χώριζε την κορυφή του βουνού στα δύο. Στο βάθος ο ορίζοντας άρχισε δειλά – δειλά να δείχνει κάποια χρώματα. Το ασήμι έφτανε από πολύ μακριά κατ’ ευθείαν επάνω του, καθώς του περιέγραφε τις βουνοκορφές. Οδηγούσε σιγά στον γεμάτο στροφές βρεγμένο δρόμο. Η ταμπέλα μπροστά του έγραφε «Καστέλι». Μετά από λίγο η πλατεία του χωριού με το μεγάλο, γέρικο έλατο στο κέντρο, έρημε και υγρή, τον υποδέχτηκε με μια διάθεση απόλυτης ηρεμίας και απλότητας. Σταμάτησε μπροστά σ’ ένα, κλειστό ακόμα, καφενείο, όχι για να πιεί καφέ, αλλά για να ξεκουράσει τα πόδια του από την πολύωρη οδήγηση. Κάθισε σε μια καρέκλα απ’ αυτές τις ξύλινες με την ψάθα, που είχε να δει από μικρό παιδί. Ευτυχώς που ήταν κάτω από ένα υπόστεγο και δεν είχε βραχεί, απλά ήταν κρύα από την πρωινή δροσιά. Πάνω από το υπόστεγο απλωνόταν μια μεγάλη κληματαριά, με κόκκινα και χρυσοπράσινα πια τα μαραμένα φύλλα της, ενώ το έδαφος – δάπεδο, ήταν στρωμένο με πελεκημένες πέτρες. Κοίταξε μπροστά του. Πέρα από το πεζούλι του καφενείου, εκτεινόταν ένας γκρεμός που αν κάποιος κοίταγε κάτω, τώρα που είχε πια χαράξει, θα του κοβόταν η ανάσα, από το δέος που προκαλούσε το βάθος του. Δεξιά κι αριστερά του, απλωνόταν το χωριό, μισό ξαπλωμένο στην πλαγιά της μιας κορυφής και το υπόλοιπο απέναντι, στην άλλη κορυφή, που νόμιζες ότι ήταν άλλο βουνό και όχι η ίδια κορυφή κομμένη από την κοιλάδα. Απόλυτη ησυχία! Κάπου πίσω του ακούστηκαν, ξαφνικά, βελάσματα και κουδουνίσματα, από το πουθενά θαρρείς, λες και κάποιο κοπάδι με πρόβατα και κατσίκια ξύπνησε απότομα από τον βραδινό του ύπνο. Ένας ευχάριστος ήχος απ’ αυτούς που ξυπνάνε μέσα σου όλες τις ομορφιές της φύσης και την αγνότητα και αθωότητα της Ελλάδας, εκείνης που υπάρχει μόνο στα σχολικά διαβάσματα. 

 

Ποτέ του, σαν παιδί της πόλης, δεν είχε την άμεση επαφή με την φύση, με το χώμα και την λάσπη να κυλάει ανάμεσα στα δάχτυλα και να μπαίνει στα νύχια, δίνοντάς τους μια μυρωδιά, που κανείς δεν μπορεί να περιγράψει, (έτσι κι αλλιώς ποιο συναίσθημα περιγράφεται;), να λερώνει το παντελόνι με την πιο «καθαρή» βρωμιά του κόσμου: Λάσπη! Το Θείο δώρο για τα παιδιά. Αυτή που χτίζει βουνά, σπίτια, ζωές, μα πάνω απ’ όλα παιδικά όνειρα.

Τα βελάσματα πλησίαζαν όλο και πιο πολύ. Τώρα ακούγονταν σχεδόν ενοχλητικά, πολύ κοντά του, σχεδόν δίπλα του. γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω. Ένα κοπάδι μεγάλο, ίσα με δύο οικοδομικά τετράγωνα, κατέβαινε τους φιδίσιους δρόμους του χωριού, περικυκλωμένο λες, από τρία – τέσσερα μαύρα τσομπανόσκυλα. Δεν είδε ένα χρώμα όπως πίστευε ότι ήταν τα κοπάδια, αλλά ανάμεσα στο λευκό που επικρατούσε, μερικά καφέ και μαύρα ζώα, κυριολεκτικά τρελά ζώα, πήδαγαν από την μια μεριά του δρόμου στην άλλη, ανέβαιναν σε πέτρες και μάντρες, έτρωγαν κάνοντας φιγούρες στον αέρα, όποια κληματαριά και ακακία βρισκόταν στο διάβα τους. Δυό νέα παιδιά με κόκκινα μάγουλα και μπαστούνια στα χέρια, προσπαθούσαν να τα βάλουν σε τάξη, να τα κάνουν να περπατήσουν πιο γρήγορα και πάνω απ’ όλα ίσια στον χωματόδρομο. Οι φωνές τους και τα σφυρίγματά τους πολλές στιγμές ακούγονταν πιο πολύ απ’ τη φασαρία των ζωντανών. Πιο πίσω καβάλα σ’ ένα μικρό γαϊδουράκι, καθισμένος γυναικεία, δηλαδή και με τα δυό πόδια στη μια πλευρά, ερχόταν ένας μεγαλύτερος άντρας απροσδιόριστης ηλικίας, αφού οι χαρακιές της αγροτικής ζωής αλλοιώνουν τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων. Πάντως πρέπει (δεν είχε και μεγάλη πείρα ο Γιάννης σε αυτά), να ήταν γύρω στα εβδομήντα. Φορούσε μια μάλλινη χοντροφτιαγμένη κάπα, στο χέρι είχε αδράξει ένα μακρύ ξύλο σαν μαδέρι και χτύπαγε τις φτέρνες συνέχεια στα παΐδια του ζώου, στην προσπάθειά του να το κάνει να πάει πιο γρήγορα. Δεν είχε ξαναδεί γαϊδούρι να τρέχει, (το είχε πετύχει ο γέρος!) και του φάνηκε πολύ αστείος ο τριποδισμός του.

«Καλημέρα πατριώτ’…»

«Καλημέρα και σε σένα γέροντα»

«Από πούθε μας έρχεσαι πατριώτ’;»

«Από την Αθήνα , μόλις έφτασα!»

«Α, την πρωτεύουσα! Τι καν’ η Αθήνα; Στέκει καλά;»

«Μια χαρά, σε χαιρετάει. Πας το κοπάδι για βοσκή;»

«Ναι τα έρμα τα ζα, μα είναι λολά! Ούλο τρέλες κάνουσι τα νια και φτύνουμ’ αίμα να τα μαζέψουμι. Ούλο πιλαλάνε και πιότερο τα ‘ρίφια. Γρίμια σκέτα! Άντε καλώς όρισες πατριώτ’…»

Και με μια φωνή, κάτι σαν δυνατό μουγκάνισμα, απομακρύνθηκε αφήνοντας πίσω του τον αχό της «επέλασης». Τα γαυγίσματα των σκύλων, τα βελάσματα του κοπαδιού κι αυτή η αγνότητα του τόπου τον έκαναν να ξεχαστεί.

«Καλημέρα πατριώτ’. Από πού μας ήρθες του λόγου σου;»

Γύρισε απότομα το κεφάλι και είδε έναν άλλο παππού, ίδιας πάνω – κάτω ηλικίας με τον προηγούμενο, να τον κοιτάζει κρατώντας στο χέρι ένα μάτσο κλειδιά. Αφού έδωσε τις ίδιες σχεδόν απαντήσεις, έμαθε ότι ήταν ο κυρ Μένιος ο καφετζής του χωριού. Μπήκε στο μαγαζί του.

«Θα μου κάνεις ένα καφέ κυρ Μένιο;», τον ρώτησε

«Αμέσως παλικάρ’ μου. Πως τον πίνεις αλήθεια;»

«Αν γίνεται ένα φραπέ με γάλα, μέτριο…»

Με τα μάτια ορθάνοιχτα και με λίγο περιπαιχτική διάθεση ο γέρο καφετζής τον έκοψε απότομα:

«Α, πατριώτ’, εδώ μόνο Τούρκικο έχουμι. Και όπως τον λέτε εσείς οι νιοι σήμερις, μόνο Ελληνικό έχουμι. Κι αν είχαμε και μείς πολλούς νιους… αλλά δεν έχουμι. Μπορεί να έφτιανα αυτούς τους Ευρωπαϊκούς που κάμετε στη πόλη. Βλέπ’ς αν όχι ούλοι, οι πιότεροι σχεδόν είμαστε γερόντοι».

«Ας είναι… κάνε ένα μέτριο με πολύ καϊμάκι»

«Έφτασε αμέσως γιέ μ’»

Ο καφετζής αργά πήγε στον πάγκο του κι ετοίμασε τα μικρά κάρβουνα για την χόβολη. Είχε την μικρή συσκευή με την φιάλη υγραερίου, αλλά προτίμησε την χόβολη, θέλοντας να περιποιηθεί όσο πιο καλά μπορούσε τον νιόφερτο. Έσκυψε και κατάφερε με  τα σπίρτα ν’ ανάψει τα πρώτα ξυλαράκια, έβαλε τα καρβουνάκια απάνω και φύσηξε απαλά.

«Πρέπει να κάνει καλή μέρα σήμερα! Τι λες κι εσύ;»

Η φωνή του κυρ Μένιου ακούστηκε χωρίς ο ίδιος να κάνει την εμφάνισή του από τον ξύλινο πάγκο του:

«Ούλες οι μέρες καλές είν’ γιόκα μου. Ούλες! Ο Μεγαλοδύναμος κάθε βολά μας δίν’ και κάτις άλλο. Μια τα χιόνια, μια τις λιακάδες του, μια την ‘βλογιά που ποτάει τα χουράφ’, δόξα στ’ Όνομά του. παράπονο δεν έχουμι. Μόνο με τους γιατρούς έχουμι πρόβλημα εδώ στου χωριού. Ένα αγροτικό ιατρείο μ’ ένα παιδαρούδι που δεν νογάει που του παν τα τέσσερα. Και το καλοκαίρ’ ας πούμι … κάπως καλά, το χειμώνα όμως που κλείνουν οι δρόμοι; Ούτε Λαμία, ούτε Καρπενήσ’.»

«Και τι κάνετε γι αυτό; Δεν στείλατε κανένα γράμμα στο υπουργείο;»

«Αν στείλαμι λέει; Ακόμα στέλνουμι μη και γίνει κανένα πιο οργανωμένο κέντρο, αλλά όπως λεν ¨στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα». Τι περιμέν’ς γιέ μου, ούλοι μεγάλα λόγια και υποσχέσεις αλλά ουσία τίποτις. Άστα να παν στον γεροδιάβολο. Κατά τα άλλα… δόξα τω Θεώ. Ξένος άνθρωπος είσαι, για πρώτη βολά στα μέρη μας, να κεράσω ένα γλυκάκι; Ξέρεις το φτιάν’ η κερά μ’, γλύφεις τα δάχτυλά σ’. άλλο να στο λέω κι άλλο να το τρως. Στάκα μια στιγμή, θα ιδείς!»

«Αν είναι από τα χέρια της κυράς σου, μη σε προσβάλλω κυρ Μένιο. Με την ευκαιρία, δεν μου λες, αν κάποιος θέλει να κοιμηθεί ένα βράδυ εδώ πέρα, που μπορεί να πάει; Υπάρχει κανένας ξενώνας;»

«Ξενώνας που ; εδώ; Πλάκα μου κάν’ς λεβέντη μ’; Τελευταία βολά που έμεινε ξένος άνθρωπος εδώ, ήταν πρόπερσι που ήρθε ένας κτηνίατρος απ’ του υπουργείου, τότες π’ αρρωστήσανε τα ζωντανά από κείνο τον πυρετό, τον κίτρινο και τα ‘χε φάει τα έρμα. Μεγάλη ζημιά τότες! Τέλος πάντων, αν θες πάντως για πάρτη σου, μπορείς να πας στης κυρά Ουρανίας. Είναι χήρα γυναίκα και θα βγάλει καμιά δραχμή αν πας»

«Κανένα ευρώ εννοείς»

Ο κυρ Μένιος έξυσε το κεφάλι του αμήχανα και μισοχαμογέλασε:

«Μάλιστα, μάθαμε τα ευρά τώρα! Τι πράμα και τούτο! Αυτά δεν είναι λεφτά παιδί μ’. Χτικιό είν’. Του διαβόλου χρήμα, του ξ’ αποδώ. Ποιος κερατάς θέλω να μάθω τα ‘φτιαξε!»

Ο Γιάννης δεν μπήκε σε μια τέτοια συζήτηση, αρκέστηκε χαμογελαστός να καταγράφει τις αντιρρήσεις του καφετζή και ρώτησε :

«Και που είναι το σπίτι αυτής της κυρά … Ουρανίας; Κάπου εδώ κοντά;»

«Ούτε μισό τσιγάρο δρόμος. Μόλις ανέβ’ς στο στενό ίσαμε απέναντις, αλλά με τα πόδια γιατί αμάξ’ δεν πάει, θα το δεις. Το δίπατο , το κίτρινο είν’»

Το καφενείο εντωμεταξύ είχε αρχίσει να γεμίζει με άντρες κάθε ηλικίας. Όλοι ηλιοκαμένοι, όλοι δουλευτάδες της γης, όμως, όλοι, μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη. Κανείς δεν τον άφησε χωρίς να του χαρίσει μια καλημέρα. Οι πιο πολλοί μάλιστα θέλησαν να τον κεράσουν εκφράζοντας έτσι την πατροπαράδοτη Ελληνική φιλοξενία τους. Αυτή την φιλοξενία που ακόμη υπάρχει στην επαρχία, στην καρδιά των χωρικών. Ειδικά όταν έμαθαν ότι έψαχνε να μείνει, τον θεώρησαν κάτι… σαν δικό τους άνθρωπο. Αμέσως ρώτησαν ποιού γιός ήταν, αν βάσταγε η σκούφια του από το χωριό τους, όλα αυτά που ρωτούν όσοι είναι ξεκομμένοι απ’ τους άλλους κι επιθυμούν να μάθουν νέα.

Συνομίλησε λίγο μαζί τους απογοητεύοντάς τους με την καταγωγή του, βγήκε στην πλατεία και πήρε τον δρόμο που του είχε πει ο κυρ Μένιος και που είχαν συμφωνήσει και οι υπόλοιποι. Βρήκε το κίτρινο σπίτι , άλλωστε δεν ήταν δύσκολο και χτύπησε όσο πιο διακριτικά μπορούσε την πόρτα. Του άνοιξε μια γυναίκα γύρω στα εξήντα (ίσως και εξήντα πέντε), μάλλον γεμάτη, μ’ ωραία γαλάζια μάτια κι αγέρωχη ματιά.

«Καλημέρα σας» της είπε προσπαθώντας με το πλατύ του χαμόγελο να γίνει όσο μπορούσε πιο ευχάριστος και φιλικός.

«Καλημέρα γιέ μ’. Τι θες παλικάρ’ μου;»

«Είσαστε η κυρία Ουρανία;»

«Ναι γιέ μ’, εγώ είμαι αυτή που ψάχεις. Εσύ του λόγου σου ποιος είσαι;»

«Ένας ταξιδιώτης… με λένε Γιάννη Σωτηρόπουλο και όπως σου είπα είμαι ταξιδιώτης που ψάχνει δωμάτιο να μείνει σήμερα. Μου είπαν λοιπόν ότι νοικιάζεις κάποιο»

«Ναι γιέ μ’, νοικιάζω, αλλά πρωί – πρωί; Αφού μπορείς να πας και στην Λαμία και στο Καρπενήσ’ γιατί εδώ; Να ‘ταν βράδ’ το καταλαβαίνω, να ‘χες ξεμείνει, να ‘σουν κουρασμένος, αλλά τώρα; Μπορείς να πας στην μεγάλη πόλη!»

«Δεν θέλω την πόλη κυρα Ουρανία, θέλω να κάτσω εδώ στο όμορφο χωριό σας, να ξεκουραστώ για δυό μέρες μακριά από την κίνηση και το άγχος»

«Εντάξει λεβέντη μ’, κόπιασε μέσα, ‘σχώραμε που σε είχα στη πόρτα τόση ώρα, αλλά καταλαβαίνεις δε βλέπουμι ξένους συχνά δώθε. Κόπιασε – κόπιασε. Σα στο σπίτι σου, έλα να δεις το δωμάτιο. Πάνω είν’, έχει και τζάκ’ έχει και μεγάλα παραθύρια να μπαίνει το φως ούλη μέρα. Καλό είν’, θα δεις!»

Ανέβηκε από πίσω της, μια μεγάλη σκάλα που σε κάθε βήμα έτριζε τα ξύλα της. Παντού στον τοίχο υπήρχαν οικογενειακές φωτογραφίες, απ’ τον προηγούμενο αιώνα – ασπρόμαυρες – μέχρι και σημερινές έγχρωμες. Όλοι από τον προ πάππο μέχρι την κόρη της, βρίσκονταν εκεί, κρεμασμένοι στην πέτρα του τοίχου. Και το κακό ήταν ότι ανεβαίνοντας σώνει και καλά έπρεπε να του εξηγήσει – με το νι και το σίγμα – το ποιος ήταν ο καθένας τους. 

Μετά από καμιά δεκαριά σκαλιά έφτασαν στο πάνω πάτωμα – του θύμιζε αρχοντικό αλλοτινών εποχών – και παρατήρησε ότι ο χώρος χωριζόταν σε δύο μέρη, ένα προς τα δεξιά του και ένας αντίθετα. Γύρισε τα μάτια προς τον μεγάλο χώρο που μονοκόμματα απλωνόταν για αρκετά μέτρα. Το τραπέζι αυτού του σαν Γιαννιώτικου «δοξάτου» , ήταν στο κέντρο γεμάτο με κορνίζες κι αυτό με πρόσωπα βλοσυρά και υποκριτικά σοβαρά. Κάπου δεξιά, μια φωτογραφία με απεικόνιση των ντόπιων φαγητών, σκαλτσούνια και σέντικο .

 Με την φαντασία του μπορούσε να δει αυτά που του έλεγε η γυναίκα μπροστά του: «εδώ κάθονταν στα ψηλά «μιντέρια» ολόγυρα, πρώτα η προ παλιά μου…» έδειξε μια φωτογραφία από το τραπέζι και μετά ο κύρης της. Και βέβαια ούλοι γύρω τα γύρω, να κάμουν τον σταυρό τους για τα καλά που ήταν εδώ πάνω…», ακούμπησε το πολύχρωμο μάλλινο τραπεζομάντηλο, «… κι μοιράζονταν τις ιστορίες τους με ρακί και …». Η κουβέντα της σταμάτησε απότομα, λες και αναπολούσε εκείνες τις εποχές που φυσικά και τις ήξερε μόνο από ιστορίες. 

Πήρε βαθιά ανάσα:

«Να βλέπ’ς; Να εδώ! Αυτούνος είν’ ο προπάππος μου… μεγάλος χτηματίας! Να φανταστείς, ούλη η βόρεια πλευρά του βουνού ήταν δικιά τ’, να… αυτός … ο σχωρεμένος ο πατέρας μ’. Έμπορας ονομαστός σ’ ούλη την Ευρυτανία. Τώρα… δεν υπάρχει άντρας στο σπίτι. Ο κύρης μ’, ο άρχοντας Γιώργης Μακρίδης, σκοτώθηκε προ χρόνια κι από τότες δεν υπάρχει σερνικό να κρατήσει τα γκέμια του σπιτιού. Αλλά δεν παραπονιέμαι κι εγώ μόνη μου καλά τα καταφέρνω. Και τη κόρη μου σπούδασα και κουτσά – στραβά ούλο και κάτις γίνεται από οικονομικής άποψης…» 

Έστρεψε την πλάτη απότομα και τον οδήγησε προς την αντίθετη μεριά του σπιτιού. Ο Γιάννης έριξε μια τελευταία ματιά στο «τουριστικά» στολισμένο  χώρο που άφηναν πίσω τους:

«Και η κόρη σου κυρα Ουρανία; Που είναι τώρα; Στην Αθήνα; Παντρεμένη ή σπουδάζει ακόμη;»

«Τώωραααααα, τελείωσε δικηγορίνα η Αγγελική μου, δεν έχει παντρευτεί το άτιμο όμως και με στεναχωράει πολύ. Είχε και μια ατυχία… ξέρεις του έρωτα πράγματα…», είχε αρχίσει να του «ανοίγεται», σημάδι πως είχε πολύ καιρό να δει ξένο άνθρωπο, «… αλλά τι να κάμνουμε; Έτσι είν’ τα σημερινά τα παιδιά!! Εσύ του λόγου σου; Παντρεμένος; Τι δουλειά κάν’ς; Και αλήθεια, πως και διάλεξες τα μέρη μας, για Σαββατοκύριακο;»

Δεν τη είπε την αλήθεια, παρά μόνο ότι ήταν ελεύθερος, ότι είχε κουραστεί πολύ στην τράπεζα και ήθελε να πάρει μια ανάσα για δυό μέρες. Προχώρησαν τα τελευταία δέκα περίπου μέτρα, μαθαίνοντας σχεδόν τα πάντα για την οικογένεια Μακρίδη και μπήκαν σε ένα από τα τέσσερα δωμάτια που ήταν στην σειρά. Ένα μεγάλο παράθυρο δέσποζε στον χώρο, δίνοντας την δυνατότητα ν’ αντικρίσει κανείς όλο τον Τυμφρηστό, μέχρι σχεδόν κάτω στους πρόποδες. Αριστερά από την πόρτα, ένα τζάκι με ξύλα, αλλά σβηστό, περίμενε τον ενοικιαστεί να ζωντανέψει. Στην άλλη πλευρά, το διπλό κρεβάτι ήταν στρωμένο με μάλλινες κουβέρτες φτιαγμένες στο χέρι από ντόπιο μαλλί ενώ στο ξύλινο πάτωμα η παχιά φλοκάτη ανάδινε μια ζεστασιά στον χώρο, που έκανε τον επισκέπτη να νοιώθει ευχάριστα. Από την πρώτη στιγμή εδώ ο Γιάννης αισθανόταν καλά και οικεία. Ζήτησε πολύ ευγενικά να μάθει που θα μπορούσε να φάει κάτι το μεσημέρι.

«Θα σ’ μαγειρεύω εγώ παλικάρ’ μου. Μη νοιάζεσαι. Κάμω καλό φαγί, θα δεις… ούλοι έχουσι να λεν’ για μένα!»

Η γυναίκα έφυγε και έμεινε μόνος του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Έκλεισε το κινητό του, που έτσι κι αλλιώς δεν είχε χτυπήσει καθόλου, (αυτό κι αν ήταν παράξενο) και προσπάθησε να σκεφτεί. Γέλασε και μόνο που είδε στην φαντασία του τα μούτρα που θα έκανε η Μαριάνθη όταν θα διάβαζε το αποχαιρετιστήριο γράμμα του. Τον πήρε ο ύπνος, γλυκός και ηδονικός σαν γυναικείο χάδι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

ΣΧΕΣΕΙΣ

Το πρωί βρήκε την Δώρα να κοιμάται μέσα σε λήθαργο. Η Έφη δίπλα της διάβαζε ένα απ’ αυτά τα περιοδικά μόδας που τα βρίσκει κανείς στα τραπεζάκια κάθε νοσοκομείου ή στα ιατρεία κάθε γιατρού. Ένοιωθε αρκετά κουρασμένη λόγω της αϋπνίας της αλλά και της χθεσινοβραδινής συζήτησης. Όλη την νύχτα οι λέξεις της Δώρας στριφογύριζαν στο κεφάλι της. Δεν ήξερε τι να πρωτοσκεφθεί. Τίναξε τα μαλλιά της, τα έστρωσε με το χέρι της αφηρημένα και τεντώθηκε πάνω στην καρέκλα. Είχε βγάλει τα παπούτσια της και τα απλωμένα για πολύ ώρα πόδια της στην μικρή λευκή πολυθρόνα που είχε σύρει κόντρα σ’ αυτήν που καθόταν, άρχισαν να γεμίζουν «μυρμήγκια» ενώ σε κάθε κίνησή της χιλιάδες μικρές βελονίτσες την τρυπούσαν αλύπητα.

«Καλημέρα», άκουσε την φωνή της γυναίκας δίπλα της.

«Καλημέρα…», αντευχήθηκε, «… πως είμαστε σήμερα;», έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί, αλλά αμέσως οι βελονίτσες της υπενθύμισαν την ύπαρξή τους. 

«Δεν ξέρω ακόμα … νομίζω καλά. Εσύ; Κοιμήθηκες καθόλου;»

«Μην ανησυχείς για μένα, αυτή είναι η δουλειά μου»

«Αυτό δεν σημαίνει ότι η αϋπνία αντέχεται έτσι εύκολα. Τέλος πάντων! Ήπιες καφέ; Εγώ τρελαίνομαι τώρα για ένα καφεδάκι κι ένα τσιγάρο. Και τι δεν θα ‘δινα να καπνίσω!!»

«Να κάτσεις στ’ αβγά σου, ακούς; Να σου λείπουν τα τσιγάρα και οι αηδίες. Αν θέλεις μπορώ να πάω να σου πάρω καφεδάκι. Αλήθεια… είμαι περίεργη να δω τι ώρα θα έρθει σήμερα η κυρα Ευγενία. Λες να κουβαληθεί από τα ξημερώματα;»

«Λες;»

Η Έφη κατάφερε τελικά να σηκωθεί όρθια αν και τα «μερμήγκια» ανεβοκατέβαιναν στα πόδια της γαργαλώντας τα. 

«Πως το πίνεις κυρά; Μέτριο, γλυκό ή πικρό της παρηγοριάς;»

Η Δώρα γέλασε και έκανε μια κίνηση με το χέρι σαν να της έλεγε ότι δεν την ενδιέφερε όπως και να ήταν ο καφές.

«Ξέχασα να σου πω. Σε λίγο θα περάσει ο γιατρός και κάτι μου λέει ότι θα πρέπει να τα μαζεύεις. Δεν νομίζω να σε κρατήσουν μέσα το Σαββατοκύριακο. Βέβαια θα σου πουν να σε δει και ο ψυχολόγος, αλλά σε βλέπω πολύ «αντράκι» για ψυχαναλύσεις και τέτοια. Έχω άδικο;», γέλασε περιμένοντας την απάντηση που δεν πήρε τελικά. Κίνησε κατά την πόρτα: «Πάω λοιπόν για καφέ, θα σου φέρω έναν όπως τον πίνω κι εγώ… καραβίσιο δηλαδή…»

Περπάτησε κάπως πιο άνετα τα τελευταία δύο μέτρα – λες και ήταν μεγάλη απόσταση – αφού όση ώρα της μιλούσε έτριβε τα πόδια της να τα ξεμουδιάσει. Βγαίνοντας από το δωμάτιο, έπεσε πάνω σε μια φουριόζα κυρα Ευγενία, που, λαχανιασμένη, ξεφυσούσε σαν φάλαινα, σκουπίζοντας το πρόσωπό της μ’ ένα υφασμάτινο δαντελωτό, άσπρο μαντίλι. Φορούσε την ίδια ρόμπα με την προηγούμενη μέρα, μόνο που στα χέρια τώρα είχε τρεις τσάντες με πορτοκάλια, μανταρίνια, μπισκότα διαφόρων ειδών, πέντε κουλουράκια με μπόλικο σησάμι και δυό μεγάλα μπουκάλια χυμούς, απ’ αυτούς που αραιώνονται με νερό. Το ένα μπουκάλι ήταν σουμάδα και το άλλο χυμός πορτοκαλιού.

«Καλημέρα…», της είπε αργά – αργά κοιτώντας την στα μάτια για να γίνουν αντιληπτές οι λέξεις της. «Πρωινή – πρωινή και φορτωμένη σαν Άγιος Βασίλης. Τι βλέπω εδώ;», έκανε ν’ απλώσει το χέρι στα ψώνια. «Κουλούρια, μπισκότα και … τι είναι αυτό εδώ; Σουμάδα; Καλέ, αυτή την πίνουν οι λεχώνες για να κατεβάσουν γάλα! Και απ’ όσο ξέρω, η Δώρα μόνο λεχώνα δεν είναι».

Η κυρα Ευγενία έγνεψε καταφατικά, μετά κατέβασε το πρόσωπο στη γη, σαν παιδί που έχει αταξία ή γκάφα, αλλά χαμογέλασε πλατιά. Οι δυό γυναίκες φιλήθηκαν σταυρωτά και αγκαλιάστηκαν.

«Θα σου φέρω κι εσένα καφέ ή μήπως έχεις ήδη πιεί; Α, να σου φέρω … μέτριο έτσι; Άντε πήγαινε μέσα να την δεις που τόσο θέλεις. Μην καθυστερείς, σε περιμένει, την κουβέντα σου είχαμε πριν λίγο»

Μπήκε στο δωμάτιο με αδέξιες κινήσεις, σπρώχνοντας την πόρτα με τον πισινό, αφού ο όγκος των πραγμάτων που κουβαλούσε δεν την άφηναν να κινηθεί ελεύθερα. Χωρίς ν’ αφήσει τις τσάντες έσκυψε να την φιλήσει – λες και ήταν παλιές φίλες – και να την ρωτήσει με νοήματα πάντα, για το πώς αισθανόταν. Όταν πήρε την θετική απάντηση που ήθελε έψαξε να βρει ένα ποτήρι και σαν μάνα, να κάνει μια πορτοκαλάδα χωρίς να ρωτήσει καν. Η βραδιά της δεν ήταν καλή, δεν είχε κοιμηθεί καθόλου σχεδόν. Προσπάθησε να συγυρίσει το σπίτι της, (το χούι – χούι!!!), για να μπορεί την επόμενη μέρα να πάει στο νοσοκομείο, δίπλα της. Είχε γράψει σ’ ένα χαρτί όλα τα πράγματα που μπορεί να χρειαζόταν η Δώρα, τις δουλειές που έπρεπε να κάνει, τα λόγια παρηγοριάς που έπρεπε να πει. Ένοιωσε ένα τράβηγμα στη ρόμπα της και γύρισε.

«Κάτσε να σε δω λίγο καλέ…», διάβασε στα χείλη της προστατευόμενής της.

Έγνεψε καταφατικά κι αφού της πήγε την πορτοκαλάδα, κάθισε δίπλα της χαϊδεύοντας το χέρι της. Κοίταζε αυτά τα κουρασμένα μάτια και κατάλαβε την ερώτηση που ερχόταν. Η καταιγίδα πλησίαζε, «τώρα τι θα της απαντήσω;», σκέφτηκε κι ένοιωσε άβολα. «Αλλά καλύτερα τώρα, να τελειώνουμε μ’ αυτά»

«Γιατί κυρα Ευγενία τα κάνεις όλα αυτά; Αφού καλά – καλά δεν με ξέρεις, ή μάλλον με ξέρεις με κάποιον άλλο τρόπο, αυτόν που προκαλεί απέχθεια. Πως λοιπόν σου ήρθε έτσι να σταθείς δίπλα μου;»

Εκείνη έκανε μια κίνηση με το χέρι στον αέρα σαν να έδιωχνε κάποιο κουνούπι, ανακάθισε στην καρέκλα της δείχνοντας την αμηχανία της και παρακάλεσε μέσα της να είχε αποφύγει «το ποτήριον τούτο». Κι αυτή η Έφη που ήταν, να έρθει τώρα που την χρειαζόταν; Χαμογέλασε και προσπάθησε ν’ αποφύγει την απάντηση. Έπρεπε η Δώρα να καταλάβει από μόνη της.

«Δεν απαντάς; Γιατί; Τι θα μπορούσες εσύ να κερδίσεις από μια γυναίκα σαν κι εμένα, που ποτέ δεν κοίταξα τους άλλους παρά μόνο τον εαυτό μου; Που ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα ούτε για σένα την ίδια, ούτε για κανένα άλλο γείτονα; Και πάνω απ’ όλα … που ξέρεις τι είδους δουλειά κάνω! Προσπαθείς μήπως να εξιλεωθείς για κάποιο δικό σου λάθος ή απλά σε σοκάρισε η εικόνα μου μες το αίμα;»

Έπρεπε κάποιος να μάθει σε αυτή την μικρή αναιδή, να μην κάνει ερωτήσεις που δεν θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει τις απαντήσεις τους. Έπρεπε γενικά οι άνθρωποι να μη μεταφέρουν όλα τα πράγματα και τις καταστάσεις στα δικά τους καλούπια! Ας μπορούσαν να καταλάβουν πως λειτουργούν κι οι άλλοι! Ήθελε να της πει ότι βαρέθηκε ν’ «ακούει» συνέχεια «γιατί» στη ζωή της. Όταν πρωτοκατάλαβε την ύπαρξή της, λόγω της αναπηρίας της, είχε πολλές φορές κι αυτή ρωτήσει πολλά «γιατί», σε Θεούς και Δαίμονες, είχε κλάψει κι αυτή ατέλειωτες ώρες, αλλά ποτέ δεν το έβαλε κάτω, να παρασυρθεί απ’ αυτό, ή από την αποστροφή των άλλων. Ποτέ αυτό το κορίτσι δεν θα καταλάβαινε τι είναι να μην έχεις εισπράξει ποτέ σου το ερωτικό χάδι, να είσαι καταδικασμένη να μη κάνεις οικογένεια, να μην έχεις ένα παιδί, μια κόρη (!) να μπορείς να την φροντίζεις, να της φτιάχνεις τα κοτσιδάκια της, να της σιδερώνεις το φόρεμά της όταν έπρεπε να βγει. Να πας στο σχολείο και ν’ ακούσεις το «σπλάχνο» σου, ν’ απαγγέλει το ποίημά του στις σχολικές γιορτές, να το διαβάσεις τα μαθήματα της επόμενης μέρας κι όταν έρθει το βράδυ κι αποκαμωμένο κοιμηθεί κοντά σου, να το πάρεις αγκαλιά να το κουβαλήσεις στο κρεβάτι του, να δεις πραγματικά τον «άγγελό» σου με τόσο ήρεμο προσωπάκι να έχει παραδοθεί στην αγκαλιά του Μορφέα. Και είναι τόσο ήρεμα αυτά τα προσωπάκια εκείνη τη στιγμή κι εκείνη η … μυρωδιά !!! Να σε κοιτάξει μια μέρα και έτσι, ξαφνικά και χωρίς εμφανή λόγο, να σου πει: «Μαμά σ’ αγαπώ». Να μείνεις ξάγρυπνη στο πρώτο της ραντεβουδάκι στην εφηβεία, να γυρίσει σαν λαχτάρα, να σου πει το πώς πέρασε, το τι έκανε, με εκείνη την φωτιά στα μάτια, την ταχύτητα του λόγου και την ανυπομονησία της μοιρασιάς.

«Είσαι καλά;», διάβασε στα χείλη της. «Φαίνεσαι αφηρημένη. Μήπως σε πείραξε η ερώτησή μου; ν ναι, ζητάω συγγνώμη. Θα ήταν καλύτερα να τα πούμε μια άλλη φορά». 

Την κοίταξε με περιέργεια αλλά και με αισθήματα ευγνωμοσύνης. Ευτυχώς που εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε η Έφη, φορτωμένη καφέδες, ενώ από το στόμα της έβγαινε μια έντονη μυρουδιά τσιγάρου, σημάδι ότι πριν λίγο έκανε αυτό που επιθυμούσε διακαώς η Δώρα, κάπνιζε και είχε σβήσει βιαστικά το τσιγάρο. Αυτό που μύρισε η γυναίκα από το κρεβάτι, την αναστάτωσε κι έκανε επιτακτική την ανάγκη της για νικοτίνη.

«Καπνίσαμε, καπνίσαμε;», ρώτησε με την ζήλεια εμφανή στον τρόπο που μιλούσε.

«Να μην σε νοιάζει… μαντάμ…»

«Κι εμείς εδώ που πεθαίνουμε … ούτε μια τζούρα;»

«Είπαμε, να σου λείπουν αυτά και τώρα που θα βγεις, το καλό που σου θέλω είναι να το κόψεις με το μαχαίρι»

«Μάλιστα σοφή μου κυρία, ότι πείτε! Εσύ γιατί δεν το κόβεις; Έτσι για να έχουμε καλό ‘ρώτημα;»

Γέλασαν και άρχισαν να συζητάνε περί ανέμων και υδάτων. Περίμεναν να περάσει η ώρα και να κάνει την εμφάνισή του ο γιατρός. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό η Δώρα ήταν ξέγνοιαστη και συζητούσε σχεδόν χαρούμενα θα έλεγε κανείς, χωρίς να σκέφτεται το αύριο. Χωρίς να υπάρχει αύριο. Η κυρα Ευγενία στεκόταν ανάμεσά τους με ανοιχτό το στόμα, γυρίζοντας το κεφάλι πότε απ’ εδώ και πότε από κει, σαν να παρακολουθούσε αγώνα τένις, για να μη χάσει ούτε κουβέντα απ’ αυτά που έλεγαν οι δυό γυναίκες. Είχε έρθει πια το μεσημέρι όταν ο γιατρός μπήκε. Την εξέτασε για λίγο, επιπόλαια, της πήρε δηλαδή τον σφυγμό και της έκανε μερικές αόριστες ερωτήσεις, συμπλήρωσε κάποια χαρτιά και της ανακοίνωσε ότι θα μπορούσε να φύγει απ’ το νοσοκομείο, αν του υποσχόταν ότι στο σπίτι θα ξεκουραζόταν όλο το Σαββατοκύριακο. Της έδωσε και την κάρτα ενός ψυχολόγου (ή ψυχίατρου;), για να εισπράξει την ψεύτικη υπόσχεσή της ότι θα τον επισκεπτόταν.

Η ώρα ήταν πια δύο μετά το μεσημέρι και οι γυναίκες έψαχναν για ταξί. Έφτασαν στη Κυψέλη μετά από περίπου μια ώρα και η κωφάλαλη γυναίκα προσφέρθηκε να τους κάνει το τραπέζι. Μια μακαρονάδα, όπως τους περιέγραψε, αλλά θα έβαζε όλη την τέχνη της σε μια κόκκινη σάλτσα που είχε μάθει από την συχωρεμένη τη μάνα της. Έβαλε την Δώρα να ξαπλώσει στο δικό της κρεβάτι και σέρβιρε λίγα απ’ τα μπισκότα που κουβαλούσε όλη μέρα στο νοσοκομείο. Μπήκε στην κουζίνα της, στο παλάτι της και αφού έβαλε νερό να βράσει για τα μακαρόνια, ασχολήθηκε με την περίφημη σάλτσα της. Οι δυό νέες γυναίκες έπιασαν την κουβέντα περιμένοντας ξελιγωμένες από την πείνα. Κι αυτή την αίσθηση την έκανε βασανιστική η μυρωδιά από το ψιλοκομμένο σκόρδο που μόλις είχε προσθέσει η μεγάλη γυναίκα στο τηγάνι να τσιγαρίζεται.

«Εκεί μέσα;»

«Ναι, είναι στο άντρο της τώρα, εκεί που νοιώθει βασίλισσα!!»

«Λοιπόν;»

«Τι λοιπόν;»

«Δεν έχεις τίποτα να μου πεις;»

Οι δυό γυναίκες κοιτάχτηκαν έντονα στα μάτια και χωρίς να το καταλάβουν λες και ήταν συντονισμένες, έτειναν το χέρι στο πακέτο των τσιγάρων. Άναψαν ταυτόχρονα από ένα και ρούφηξαν και οι δυό (ειδικά η Δώρα), μια βαθιά, απολαυστική ρουφηξιά.

«Για ποιο πράγμα; Δεν σε καταλαβαίνω»

«Για όλα αυτά που λέγαμε εχθές»

«Νομίζω ότι εξαντλήσαμε το θέμα, εκθέτοντας η κάθε μια μας τις απόψεις της»

«Δεν λέω γι αυτά»

«Αλλά γιατί;»

«Μήπως έχεις να μου πεις κάτι άλλο; Να μου δώσεις κάποιο όνομα;»

«Όχι δεν έχω κάτι να σου πω. Και μάλιστα νομίζω ότι θα έπρεπε να σεβαστείς την επιθυμία του, να μην αποκαλυφθεί»

«Δώσε μου απλά ένα όνομα, ένα μικρό όνομα, οποιοδήποτε ια να μη μιλάμε γι αυτόν έτσι αόριστα. Οποιοδήποτε»

Η Έφη συνοφρυωμένη έδειχνε να ζυγίζει τα λόγια της «φίλης» της και να προσπαθεί να δώσει και να κάνει το σωστό

«Πρώτα απ’ όλα, δεν νομίζω ότι έχουμε να πούμε κάτι γι αυτόν, αλλά αν θέλεις πες τον Γιάν… ε ε ε Παναγιώτη»

«Κρίμα»

«Τι κρίμα; Για ποιο πράγμα;»

«Κρίμα γιατί το Γιάννης δεν είναι ωραίο. Βλέπεις θα πω το χιλιοειπωμένο ότι δηλαδή «γλώσσα λανθάνουσα αλήθεια λέγει». Θα προτιμούσα να τον έλεγαν Άγγελο, Αλέξανδρο ή Αλκιβιάδη… αλλά ας είναι. Γιάννης …τίποτα το ιδιαίτερο, τίποτα το πρωτότυπο»

«Μπα, δεν μας αρέσει το όνομα κυρία μου; Απ’ αύριο θα τον αποκαλούμε Βασιλιά Όθωνα!»

«Ναι βρε Έφη μου, θα ήθελα ο σωτήρας μου ν’ άκουγε σε ένα πιο εξωτικό ή μυστηριακό όνομα. Φαντάσου τον πάνω σ’ ένα άλογο, μαύρο, κατάμαυρο, να με σηκώνει στην αγκαλιά του και να με φιλάει πάνω στην σέλα, χαϊδεύοντας τα μακριά, χρυσά μου μαλλιά!!!»

«Τα μαλλιά ή τα μυαλά Βουγιουκλάκη μου; Άιντε – άιντε , σε χτύπησε η πείνα στο κεφάλι ή τράκαρες στον τοίχο όταν ήσουν μικρή;»

Ξέσπασαν κι οι δυό τους σε τρανταχτά γέλια, λες και ήταν μικρά σχολιαρόπαιδα. Η κυρα Ευγενία τις έβλεπε από το άνοιγμα της πόρτας να γελάνε και χαιρόταν, πέταγε η καρδιά της. Έβαλε τα δυνατά της να κάνει ότι καλύτερο ήξερε από σαλάτες και μεζεδάκια. Δεν ήξερε γιατί ένοιωθε έτσι. Είχε πολύ καιρό (αν είχε ποτέ) να γεμίσει έτσι η ψυχή της. 

 Βγήκε από την κουζίνα με τα πιάτα περασμένα στο χέρι σαν έμπειρος σερβιτόρος λαϊκού εστιατορίου. Το τραπέζι ήταν έτοιμο πια και τους έκανε νόημα να σηκωθούν. Δεν δεχόταν καμιά βοήθεια απ’ την Έφη αν κι εκείνη προσφέρθηκε πολλές φορές. Έβγαλε από τα συρτάρια του μπουφέ τις άσπρες πετσέτες και τις δίπλωσε πλάι στα πιάτα. Σήμερα το υπόγειό της γιόρταζε! Σήμερα είχαν μπει στο σπίτι, δικοί της άνθρωποι, χαρούμενοι άνθρωποι, που την εμπιστεύονταν και ίσως και να την συμπαθούσαν! Αναπόφευκτα η κουβέντα περιστράφηκε γύρω από τα γεγονότα των τελευταίων ωρών. Κάποια στιγμή , έφτασε ο κόμπος στο χτένι και η Δώρα ρώτησε:

 «Πες μου , θα σκάσω. Ποιος είναι αυτός βρε Έφη; Γιατί το έκανε;» 

«Άντε πάλι το ίδιο τροπάρι…» 

«Γιατί δεν με καταλαβαίνεις; Με τρώει η περιέργεια, πρέπει κάτι να κάνω κι εγώ, δεν μπορώ να στέκομαι έτσι, σαν ηλίθια, χωρίς να ξέρω τι μου γίνεται. Έτσι δεν είναι κυρά Ευγενία; Εκτός αυτού, είναι ένα θέμα που με αφορά άμεσα. Αμάν». 

Εκείνη έγνεψε το κεφάλι καταφατικά, δείχνοντας ό,τι συμφωνούσε απόλυτα, πώς θα ,μπορούσε άλλωστε να πράξει διαφορετικά, αφού και η ίδια είχε λειώσει από την περιέργεια. Πήρε θέση, ακουμπώντας και τους αγκώνες στο τραπέζι, με το στήθος να δημιουργεί ένα μικρό ανάχωμα, να μη χάσει τίποτα από την αναμενόμενη αφήγηση της Έφης. Εκείνη βρέθηκε σε μια αποπνικτική, αισχρή, αμηχανία. Ζύγισε μέσα της τα υπέρ και τα κατά. Πήρε βαθιά ανάσα. Την έπνιγε η επιθυμία των δυο γυναικών. Αποφάσισε να μιλήσει, αλλά ν’ αποκαλύψει όσα λιγότερα μπορούσε ή όσα , πίστευε, δεν θα την έκαναν επίορκη. Κοίταζε πότε τη μια πότε την άλλη, πρόσεξε την ανυπομονησία τους και την προσοχή τους. Άρχισε : 

«Άντε – άντε, ας πούμε ό,τι μπορούμε. Πρώτα απ’ όλα, όπως ήδη έχω πει, τον λένε Γιάννη. Είναι τραπεζικός υπάλληλος, με πολύ καλή θέση και απ’ ό,τι καταλαβαίνετε, με πολύ καλό μισθό. Ένας ωραίος, θα μπορούσα να πω, άντρας, αλλά με πολλά βάσανα στη ζωή του. Φοβερά καταπιεσμένος απ’ όλους τους δικούς του, πάσχει από το σύνδρομο του «καταπιεστικού απογαλακτισμού» και την ανάγκη να υποχωρεί για να μη στενοχωρήσει τους άλλους. Μάλιστα κι ένα δεσμό που έχει, βρίσκεται σε τέλμα, νομίζω υπό διάλυση. Υπολογίζω, χωρίς να το ξέρω, ό,τι μάλλον τον έχει τελειώσει. Δεν γνωρίζω ακριβώς αλλά αυτή την εικόνα έχω στο μυαλό μου, μπορεί να είναι και λάθος, πάντως όταν αναφέρθηκα στην κοπέλα του, τα μάτια του μελαγχόλησαν». 

«Συγγνώμη, αλλά γιατί έχω την εντύπωση ό,τι όλα αυτά τα έχω ξανακούσει; Και μάλιστα, τώρα πρόσφατα, μόλις προχθές το βράδυ!»

 «Δεν ξέρω τι μου λες. Μπορείς να θυμηθείς;». 

«Εγώ θυμάμαι, αλλά πάλι τέτοια σύμπτωση; Για συνέχισε».

 Κατάλαβε ό,τι αυτό που είχε πει, ήταν λάθος, γιατί τώρα, αν μια στο εκατομμύριο μιλούσαν για το ίδιο πρόσωπο, η Έφη θα κουμπωνόταν. 

«Δεν νομίζω ό,τι έχω κάτι άλλο να πω, πιστεύω όμως ό,τι έκανε όλα αυτά για σένα, γιατί μπορεί στην απόπειρά σου να είδε την δική του απελπισία, την απόγνωσή του. Μάλιστα με σθένος δικαιολόγησε την πράξη σου, λες και ήταν κάτι που ήθελε κι αυτός να κάνει, αλλά που δεν τολμούσε. Θυμάσαι που με ρώτησες εχθές το βράδυ αν μιλούσα με τον γιατρό;».

 «Ναι, και μου είχες πει, «τέτοια ώρα εδώ ο γιατρός;» 

«Ε, λοιπόν, με τον Γιάννη μίλαγα και λέγαμε αυτά, τα περί αυτοκτονίας και τόλμης». 

«Μάλιστα, κι αν θελήσω να τον γνωρίσω, αν και κάτι μου λέει ό,τι κάπου τον ξέρω, πώς μπορώ να τον βρω;».

 «Αυτό ξέχνα το. Δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει. Μου το ξέκοψε. Εντελώς.». 

«Εκείνος με έχει δει!». 

Η κυρά Ευγενία επενέβη εκείνη τη στιγμή, κουνώντας τα χέρια, προσπαθώντας να πει «όχι». «Όχι όσο ήμουν εγώ μπροστά», τους «είπε». 

«Όχι, δεν σε είδε, ήθελε εχθές το βράδυ να μπει στο δωμάτιό σου, αλλά κάτι τον έκανε να σταματήσει. Ίσως να μην ήθελε να «δεθεί» μαζί σου, ίσως πάλι ν’ αποφάσισε ό,τι θα ήταν καλύτερα για σένα, να μην συγκινηθείς, να μην ζητήσεις ν’ ανταποδώσεις. Ό,τι και να είναι πάντως, πρέπει να γίνει σεβαστό. Συμφωνούμε νομίζω σε αυτό.» 

«Ναι… αλλά αν ήθελα να του πω κάτι , θα του το μετέφερες; Πιστεύω πως ναι!»

 «Και βέβαια…» «Πες του λοιπόν το όνομά μου. Ό,τι με λένε Δώρα…»

 «Μα αυτό το ξέρει»

 «Δώρα ή Θεοδώρα; Έχει διαφορά το ένα από το άλλο. Πες του λοιπόν, Δώρα. Πόρνη. Ή μάλλον καλύτερα ήμουν μια πόρνη, καταλαβαίνεις κυρά Ευγενία, ήμουν κι ό,τι έκανα πιάτσα κοντά στην Αγίου Κωνσταντίνου, κοντά στην πλατεία Ομονοίας».

 «Καλά αυτό το τελευταίο, γιατί να του το πω; Έχει καμιά σημασία;»

 «Μπορεί και να ‘χει. Κάτι μου λέει ό,τι έχει. Δεν ξέρω, μακάρι όμως Θεέ μου, να έχει».


-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 Η Μαριάνθη διάβαζε το γράμμα που της είχε αφήσει, τρέμοντας από την οργή της.

 «Να με αφήσει αυτός! Ο αλήτης, ο άνθρωπος, που αν δεν ήμουν εγώ, ακόμα θα βύζαινε το δαχτυλάκι του, ή το βυζί της μάνας του! Που, κατά δική του ομολογία, μόνο εγώ τον ολοκλήρωνα σαν άντρα! Και που αν δεν υπήρχα, θα έτρεχε στις πουτάνες», σκέφτηκε, προσπαθώντας να υπολογίσει τις κινήσεις της από δω και πέρα. «Αξίζει άραγε να ξαναπροσπαθήσω;» αναρωτήθηκε. «Μπα,…, ας πάει στο διάβολο κι αυτός κι όλο του το σόι, που θα κάτσω να τον παρακαλέσω για δεύτερη φορά!».

Σηκώθηκε κι αν και περασμένη η ώρα, πήρε τηλέφωνο :

 «Ναι, παρακαλώ;»

 «Βέβαια δεν ξέρεις τα καθέκαστα του γιόκα σου!» 

«Ποιος είναι;»

 «Ποιος είναι ε; Η Μαριάνθη είμαι, αλλά απ’ ό,τι ξέρω θα προτιμούσε να μην ήμουνα»

 «Και τι θέλεις τέτοια ώρα; Δεν ξέρεις ό,τι είμαστε γέροι άνθρωποι και τέτοια ώρα κοιμόμαστε; Συμβαίνει κάτι;» 

«Συμβαίνουν πολλά. Και όπως σου είπα, με τον γιόκα σου. Αυτό το ρεμάλι που νόμιζα ό,τι ήταν άνθρωπος, αλλά έκανα λάθος. Φίδι κολοβό ήτανε, όπως βέβαια τον μεγάλωσες εσύ και ο άντρας σου. Εμ, βέβαια, ποιος φταίει; Σε ποιόν έμοιασε; Φτυστός η μάνα του. Διπρόσωπος και ψεύτης». 

«Καλά πως μιλάς έτσι; Δεν σέβεσαι τίποτα; Ούτε τα χρόνια μου, ούτε τα άσπρα μου μαλλιά; Γιατί δεν προσέχεις την γλώσσα σου;» 

«Ποια γλώσσα μου μωρή; Ε; ποια γλώσσα μου;».

 «Τελικά , είσαι τσόκαρο, είχα δίκιο τόσο καιρό. Κι απ’ ό,τι κατάλαβα ή τσακωθήκατε ή σε παράτησε , δόξα να έχει το όνομά Του». 

«Το ήξερα μωρή κάργια, σκατόγρια, ό,τι δεν με χώνευες! Το ήξερα ό,τι με κατηγορούσες από πίσω, γι αυτό και δεν σε χώνεψα ποτέ μου. Εύχομαι να ψοφήσεις κι εσύ κι αυτό το ήδη ψοφίμι ο άντρας σου. Εγώ θα φύγω από τη μέση, αλλά τώρα μπορώ να σε καταραστώ για όσα έλεγες τόσο καιρό για μένα, κωλόγρια».

 «Βούλωστο πια πορνίδιο…»

 Έτσι με αυτές τις κυρακατινιές, συνεχίστηκε η συνομιλία τους για αρκετή ώρα ακόμα. Και οι δυό τους χαρούμενες κατά βάθος , η μια γιατί , επιτέλους, άνοιξε τον οχετό της , τον βόθρο της σ’ ένα μισητό της πρόσωπο και η άλλη, που εν τέλει είχε απαλλαγεί ο γιός της απ’ αυτήν την βρώμα. Το αντίτιμο βέβαια ήταν οδυνηρό, αλλά άξιζε τον κόπο. Δεν ρώτησε που ήταν ο Γιάννης, αλλά της έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα, με χαμόγελο και αγαλλίαση. Τέλειωσε και αυτό το κεφάλαιο στη ζωή του γιού της. Ένοιωθε νικήτρια, δικαιωμένη.

ΟΝΕΙΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 

ΤΟ ΧΩΡΙΟ

Ο Γιάννης σηκώθηκε πρωί – πρωί. Κοίταξε το ρολόι του, έδειχνε επτά. Είχε κοιμηθεί όλη την Παρασκευή, από το πρωί μέχρι τώρα, ξημέρωμα της επόμενης μέρας. «Σάββατο», σκέφτηκε, «για να δούμε τι κάνουν οι άνθρωποι του χωριού μια τέτοια μέρα». Ήθελε να πει «χωριάτες», αλλά σαν να ντράπηκε τη λέξη, δεν την χρησιμοποίησε. «Καλύτερα θα ήταν, αγρότες», σκέφτηκε. Φόρεσε ένα τζιν παντελόνι με άσπρο πουκάμισο και το δερμάτινο μπουφάν του. «Σάββατο», σκέφτηκε πάλι, «ημέρα αργίας, μπορεί να θέλουν να με δουν κάπως καλά ντυμένο». Κατέβηκε και βρήκε την κυρα Ουρανία να κάθεται στη κουζίνα της, μπροστά στο τραπέζι, που είχε απλωμένα κάθε είδους ζαρζαβατικά, να πίνει τον καφέ της. Εκείνη τη στιγμή καθάριζε χόρτα που είχε μαζέψει η ίδια την προηγούμενη μέρα.

 «Καλημέρα γιέ μου. Πολύ κοιμήθηκες! Πρέπει να ήσουν πτώμα, ε;». 

«Καλημέρα κυρα Ουρανία, η αλήθεια είναι ό,τι δεν κατάλαβα καν πως τον πήρα έτσι! Τι κάνεις εκεί;»

 «Δεν βλέπ’ς γόκα μου; Κάτι χορταράκια βρήκα ψες, στου χωράφ’ του Φώτη του σιδερά και τα λιάνισα τ’ άτιμα. Δεν αφήκα ρούπ’. Τα σακάτεψα που σ’ λέω. Να δεις μια ωραία πίττα που θα σ’ κάνω!!! Να γλύφ’ς τα δάχτυλά σου. Να τρώει η μάνα και του παιδιού να μην δίν’».

 «Ωραία πράγματα, ωραία…» 

«Μα δεν μου λες εσύ, για πούθε το ‘βαλες;»

 «Λέω να πάω στου κυρ Μένιου για καφέ» 

«Δεν θες να σ’ κάνω εδώ πέρα, να τα πούμε και λίγο; Να μάθω για σένα, να μάθ’ς για μένα, να γνωριστούμε τέλος πάντων, καλό παιδί φαίνεσαι» 

«Να μη σε βάζω σε κόπο…» 

«Σιγά τον κόπο, δεν ντρέπεσαι να τα λες τούτα; Αν στο ‘λεγε η μάνα σ’, θα ήτονε κόπος; Κι εγώ σαν τη μάνα σ’ δεν είμαι; Λίγο μεγαλύτερη, λίγο μικρότερη, πάνω – κάτω στην ίδια ηλικία. Έτσι δεν είν’;»

«Κάπως έτσι. Λοιπόν ένα μέτριο καφεδάκι θα το έπινα ευχαρίστως, αφού επιμένεις»

 Σηκώθηκε τινάζοντας την ποδιά της, από τα χώματα και τα κομμένα χόρτα που είχαν κολλήσει πάνω της. Πήγε στον νεροχύτη κι όπως είχε σηκωμένα τα μανίκια, έπλυνε τα χέρια της και έβαλε νερό σ’ ένα μπακιρένιο μπρίκι. 

«Η κόρη μ’, που λες το λοιπόν, δεν καταδέχεται να πιεί Ελληνικό καφέ. Ούλο αυτούς τους ξενικούς πίνει, κάτι φραπιά και κουτσίνια, τσουτσίνια, κάπως έτσι τέλος πάντων» 

«Φραπέ και καπουτσίνο μήπως;»

 «Ναι, γεια σου. Αυτά τα πράγματα σουρλουκώνει. Αυτό το βλογημένο το δικό μας, λέει της μυράει και δεν το μποράει. Της φέρνει αναγούλα, αφού όταν μου το ‘πε για πρώτη φορά την νόμισα έγκυα. Αλλά δόξα σοι ο Θεός δεν ήτουνα»

 «Σε πολλούς ανθρώπους της πόλης συμβαίνει αυτό. Αν έχουν συνηθίσει σ’ ένα είδος καφέ, όλα τ’ άλλα φαντάζουν περίεργα»

 «Σιγά μωρέ την καλομαθημένη! Λες και μεγάλωσ’ σε παλάτια! Η αρχόντισσα! Εδώ πα, έτρωγε τραχανά και χυλοπίτες και κουτσομπόλευε με τις γειτόνισσες γιατί δεν είχε τίποτις να κάν΄, τα χειμωνιάτικα βράδια. Μα για πε μου για τα σένα. Από πούθε κρατά η σκούφια σ’;»

 «Από την Αθήνα είμαι κι όπως σου είπα δουλεύω σε μια τράπεζα. Στην Εθνική. Είμαι τριάντα πέντε χρόνων, με καταγωγή από Πελοπόννησο, από πατέρα μεριά»

 «Από πούθε απ’ την Πελοπόννησο;» 

«Ξέρεις από κείνα τα μέρη;», χαμογέλασε, « από το Λοντάρι της Μεγαλόπολης. Αρκαδία, κοντά στην Τρίπολη»

 Με λίγα λόγια της είπε τα βασικά για τον εαυτό του, αυτά δηλαδή που λένε οι άνθρωποι σε ξένους. Αυτά που σε κάνουν αναγνωρίσιμο, κρατώντας όμως τις αποστάσεις της προσωπικής ελευθερίας. Εκείνη του μίλησε για την οικογένειά της, πόσο μεγάλη και τρανή φαμίλια ήταν κάποτε, αλλά πιο πολύ αναφέρθηκε στην κόρη της, την Αγγελικούλα της, όπως την αποκαλούσε. Και του μίλαγε με το ύφος της μάνας του χωριού, που στο πρόσωπό του έβλεπε τον υποψήφιο γαμπρό. Εκεί πήγαινε και το «καλό παιδί είσαι», που πια , το επαναλάμβανε συνέχεια. Εκεί στόχευε και η προβολή των όποιων (άπειρων κατ’ εκείνη) προσόντων της «Αγγελικούλας», πράγμα που τον έκανε να χαμογελάσει. Η ώρα πέρναγε αρκετά ευχάριστα, με την φλυαρία της κυρα Ουρανίας. Έμαθε πολλά για το χωριό, για τους ανθρώπους των χωραφιών, για τις αδικίες της κυβέρνησης, για την ανάγκη να ξεσηκωθούν οι άνθρωποι της γης, να ζητήσουν τα δίκια τους, «ν’ ακολουθάνε» την ψυχή τους και το μυαλό τους κι όχι τα κούφια λόγια των πολιτικών. Ασυναίσθητα γύρισε το κεφάλι του προς την τηλεόραση. Έπαιζε μέσα στο σαλόνι, σαν παρέα ή σαν συνήθεια, τον 902, τον σταθμό του ΚΚΕ. Δεν χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα για να καταλάβει. Ήξερε τι θα τραβούσε από δω και πέρα, το είχε ξαναδεί το έργο αυτό απ’ άλλους στο παρελθόν. Στις εκατό κουβέντες, οι εκατόν μια, θα ήταν ΚΚΕ και Παπαρήγα , δικαιώματα και εργατική πάλη, το μεγάλο κεφάλαιο που πίνει το αίμα του εργάτη και ο αντί ιμπεριαλιστικός αγώνας του προλεταριάτου. Αν και ο ίδιος δεν ασχολιόταν με την πολιτική, θα τοποθετούσε τον εαυτό του κάπου προς τα δεξιά, αλλά πάντα εκτιμούσε τους ανθρώπους που υπεράσπιζαν τις θέσεις και τα πιστεύω τους με σθένος και παρρησία. Κι εκ πείρας ήξερε, ό,τι οι κομμουνιστές ήταν απ’ αυτό το είδος. Άσχετα με το αν διαφωνούσε μαζί τους και μάλιστα σε πολλά πράγματα κάθετα, οικονομολόγος ήταν, υπερασπιστής της ελεύθερης οικονομίας, αν και του ερχόταν η μυρωδιά της μούχλας στα ρουθούνια απ’ τις θεωρίες του 1917-18, γοητευόταν με την σταθερότητα των απόψεών τους. Πίστευε ό,τι μόνο αυτοί μπορούσαν να κρατήσουν την ηθική του κόσμου και την αξιοπρέπεια στα όρια του σωστού. Ήξερε, όπως γνώριζαν και οι ίδιοι, άσχετα αν δεν το παραδέχονταν δημόσια, ό,τι είχε παρέλθει αυτή η εποχή , που για τις ιδέες τους, έχαναν άνθρωποι μέχρι και τη ζωή τους. Ήξεραν ό,τι ήταν εμπορεύματα ξεχασμένα από τον καιρό, σε κάποιο ράφι, χωρίς ελπίδα παρθενογένεσης, χωρίς μέλλον στον οικονομικό ανταγωνισμό, αλλά πάλευαν και μάλιστα μέχρι « τελικής πτώσεως», μέχρι οι δυνάμεις τους να τους εγκαταλείψουν. Και τότε άγνωστο πως, αντλούσαν απ’ τα αποθέματα της ψυχής τους, για λίγο ακόμα. Τον ενοχλούσε όμως , που κάθε συζήτησή τους, αργά ή γρήγορα θα περιστρεφόταν γύρω απ’ αυτά τα θέματα. Θέματα που γι αυτόν, ήταν σχεδόν αδιάφορα έως βαρετά, θέματα καφενείου και προπάντων μεγάλης ηλικίας. Τέλειωσε τον καφέ του και σηκώθηκε να ξεμουδιάσει, να πάει και καμιά βόλτα να δει το χωριό. 

Την χαιρέτησε και βγήκε στο δρομάκι που ήταν στρωμένο με πέτρα. Δεξιά κι αριστερά του, άσπροι τοίχοι, πετρόχτιστοι κι αυτοί, τον ακολουθούσαν σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι την πλατεία. Κάπου-κάπου, ανάμεσα στις πέτρες έβλεπε φυτά να ξεπροβάλλουν, με τις ρίζες τους μες τον σοβά. «Η ζωή», σκέφτηκε, «δεν σταματάει. Αν θέλει να βγει, θα βγει, ό,τι κι αν κάνει κάποιος. Θα βρει μια χαραμάδα, μια σχισμή, ένα άνοιγμα ν’ ανατείλει . Και θα αντρειώσει!». Έφτασε στο καφενεδάκι του κυρ Μένιου. Δεν ήξερε που αλλού να πάει, έτσι κι αλλιώς. Κάτω από την κληματαριά, δεν υπήρχε σχεδόν κανείς . Μόνο δυο-τρεις παππούδες, συζητούσαν για τα πολιτικά ακουμπώντας πάνω στις μαγκούρες τους. Όλοι είχαν άσπρα ή σχεδόν άσπρα μαλλιά, μαυρισμένοι από τον ήλιο του χωραφιού και σχεδόν σε όλους φύτρωνε ένα παχύ-παχύ μουστάκι πάνω στο ζαρωμένο πρόσωπο. Στους περισσότερους κάτασπρο σαν τα μαλλιά, με την απαραίτητη κιτρινίλα από το τσιγάρο , εκεί που άρχιζε το χώρισμα του λαγού. Πάνω στο τραπεζάκι, καφέδες , άφιλτρα τσιγάρα, τραγιάσκες και ροζιασμένα, τρεμάμενα χέρια με βρώμικα νύχια και το χρώμα της νικοτίνης ανάμεσα στα δάχτυλα. Εικόνα για cartes postales. Τους καλημέρισε κι έκατσε λίγο πιο πέρα. Άναψε τσιγάρο, σταύρωσε τα πόδια σε μια αναπαυτική στάση και βολεύτηκε ν’ απολαύσει τον ασθενικό ήλιο του φθινοπώρου. 

Πήρε βαθιά ανάσα κι έβγαλε το κινητό του. Ήθελε να τ’ ανοίξει , από περιέργεια να δει μήπως τον πήρε κανείς, αν ενδιαφέρθηκε κανείς για την απουσία του, αλλά το μετάνιωσε και το ξανάβαλε στην τσέπη. Θα πέρναγε άλλη μια μέρα στην απομόνωσή του, στην ξεγνοιασιά του! Παράγγειλε καφέ, τον δεύτερο που θα έπινε σήμερα, αλλά αυτόν θα ήθελε να τον πιεί χωρίς κουβέντα. Αν μπορούσε δηλαδή. 

«Έτοιμος κι ο καφεδάκος σου κυρ Γιάννη !» 

«Ευχαριστώ, ευχαριστώ»

 «Για πε μου, πως πέρασες εψές στην Ουρανία; Ήτονε καλά;»

 «Καλά, καλά, όλα ωραία» 

«Σε ζάλισε σάμπως με τα κομμουνιστικά της; Ξέρεις απ’ την αντίδραση στο συγχωρεμένο τον άντρα της, που ‘χε στη δούλεψή του το μισό και βάλε χωριό, είχε και πάρε - δώσε και με τους απέναντι, ε, βγήκε αντιδραστικιά. Κι από τότε κανείς δεν την αντέχει μαθές. Ούλο για τέτοια πράγματα μιλάει».

 Δεν έδωσε μεγάλη προσοχή σ’ αυτό που του είπε, ειδάλλως θα ρώταγε «ποιους απέναντι;». Θα το έφερνε ο καιρός να το μάθει αργότερα.

 «’Όχι , όλα καλά. Μόνο πες μου, που είναι ο κόσμος; Δεν θα ‘πρεπε Σάββατο σήμερα, να ‘χεις πιο πολύ πελατεία; Ή μήπως είναι νωρίς ακόμα;»

 «Χα, χα, νωρίς; Πως φαίνεται ό,τι είσαι πρωτευουσιάνος! Τι νωρίς αγόρ’ μου! Οι ανθρώποι εδώ δουλεύουν κάθε μέρα , τα χωράφια δεν περιμένουν και δεν ξέρουν από αργίες και σκόλες. Δεν είναι Αθήνα εδώ. Πάνε στους αγρούς , θα τους δεις να σκάβουν. Μόνο την Κυριακή το πρωί ξεκλέβουν λίγο χρόνο να πουν ό,τι κι αυτοί είναι ανθρώποι. Κι αυτό χάρη της ‘κλησιάς , που με τη λειτουργιά της είν’ το βάλσαμό τους και η παρηγοριά τους και που από σεβασμό, δεν θα δουλέψουν και θα βάλουν τα καλά τους. Γιατί μόνο του Θεού η επιθυμιά, θα τους κάνει να ξεχαστούν. Γιατί σ’ αυτά τα μέρη, σε ξεχνάνε οι ανθρώποι και τότε ελπίζεις να σε θυμηθεί ο Θεούλης κι εσύ ανήμπορος ν’ αντισταθείς στην αγάπη Του, σκέφτεσαι κι ελπίζεις κι αφοσιώνεσαι στην μεγαλοπρέπειά Του. Έτσι μπορείς μέσα από την αφοσίωσή σου αυτή να λειτουργήσεις με σύνεση και πιο ξεκάθαρη σκέψη. Γιατί κυρ Γιάννη μου, ο Θεός δεν σου δίν’ τη λύση, σ’ οδηγεί όμως ν’ ανοίξεις τα μάτια σου και να δεις , αυτά που οι μικρότητες τ’ ανθρώπου δεν σε αφήνουν. Αλλά αυτά , καλύτερα να στα ‘ξηγήσει ο παπα Νικόλας, εγώ δεν τα πολυκαταφέρνω στις ρητορείες και τα τοιαύτα. Να, που η καλή η ώρα τον έφερε».

 Ο γεροντάκος που ερχόταν, περπατούσε κουτσαίνοντας από το ένα πόδι, στηριζόμενος σ’ ένα μπαστούνι από ροζιασμένο ξύλο, ανασαίνοντας με δυσκολία. Φορούσε κάτι απομεινάρια από ράσα, που κάποτε πρέπει να ήταν μαύρα. Τώρα η συχνή χρήση και ο ήλιος, τα είχαν κάνει γκρίζα, σκούρα βέβαια αλλά γκρίζα. Η γενειάδα κατάλευκη και μακριά, χωρίς καμιά περιποίηση, έπαιζε με την κάθε πνοή τ’ αγεριού. Έφτασε, τους καλημέρισε και σκουπίζοντας το σβέρκο μ’ ένα άσπρο μαντήλι κάθισε στο διπλανό τραπέζι.

 «Πάτερ Νικόλαε, να σου γνωρίσω τον ξένο μας! Τον κυρ Γιάννη που μας ήρθε από την πρωτεύουσα!»

 «Καλημέρα τέκνο μου, μακάρι ο Θεός να σ’ έχει πάντα γερό κι ευτυχισμένο»

 «Σ’ ευχαριστώ πάτερ μου. Το λόγο σου είχαμε τώρα!»

«Αλήθεια παιδιά μου; Και τι λέγατε;»

 «Μου έλεγε ο κυρ Μένιος για την Θεία δύναμη. Μου έλεγε για την δύναμη της πίστης. Για την βοήθεια του Θεού» 

«Μάλιστα. Και είπε να σου εξηγήσω εγώ. Βλέπεις έτσι κάνει κάθε φορά που δυσκολεύεται να εξηγήσει εκείνος κάτι»

 Ο Μένιος δίπλα του , τον άκουγε με συνωμοτικό χαμόγελο, σαν παιδί που μόλις είχε φορτώσει την ευθύνη αλλού. Ο ιερέας του αντιγύρισε το χαμόγελο και συνέχισε να μιλά στον Αθηναίο. 

«Παιδί μου, εγώ είμαι ένας απλός παπάς, τίποτις παραπάνω. Ξέρω μόνο να ψάλλω στην εκκλησιά και να συμπονώ τους ανθρώπους. Δεν έχω άλλη δύναμη πάνω μου. Δεν είμαι θεολόγος. Ξέρω τα ίδια , ίσως και λιγότερα με σας. Όμως μπορώ πάντα ν’ ακούω. Και τα προβλήματα των συνανθρώπων μου, αλλά και τις φωνές μέσα μου που μας οδηγούν στο σωστό»

 «Και η βοήθεια του Μεγάλου Αρχιτέκτονα πάτερ μου; Πότε δίδεται;»

 «Μεγάλος αρχιτέκτονας ε; Ωραία παρομοίωση, δεν το είχα σκεφτεί έτσι τέκνο μου. Μεγάλος Αρχιτέκτονας ο Θεός. Δίκιο έχεις . Μεγάλος Αρχιτέκτονας», επανέλαβε κοιτώντας ψηλά. «Άκου τέκνο μου. Η βοήθεια Του, μας δόθηκε απ’ την πρώτη στιγμή, απ’ την ημέρα που γεννηθήκαμε. Πρώτα ντυθήκαμε την νόηση, το μεγάλο Του δώρο και μετά τις ντροπές μας. Ο Θεός δεν βοηθάει άλλο, όχι τουλάχιστον με την έννοια που θέλουν πολλοί να δίνουν, όχι, όχι. Μόν’ σου δίνει τη γαλήνη και την ηρεμία να βοηθηθείς μόνος σου. Ελπίζω αυτά να σου είπε κι ο Μένιος! Και μια και είπα Μένιος», (γυρίζοντας προς τον καφετζή), «τι γίνεται αυτός ο καφές; Μόνο για πάρλες και κουτσομπολιά είσαι καημένε μου φαίνεται»

 «Έφτασε παππούλη μ’»

 «Άντε το λοιπό, άντε. Έτσι τέκνο μου, όπως έλεγα, αυτό και μόνο αυτό κάμει ο Θεός. Όλα τ’ άλλα είναι απαιτήσεις , ανόητες θα έλεγα, δικές μας. Ανθρώπινες αδυναμίες κατανόησης. Εμείς φτιάνουμε τον Κύριο, όπως τον θέλουμε, με τα δικά μας πρότυπα, με τις δικές μας ανάγκες. Κι αυτό τελικά δεν είναι Θεός, αλλά ένα ανθρώπινο τερατούργημα»

 Τον Γιάννη τον γοήτευε, μέχρι σημείου υπνωτισμού, η φωνή του γέροντα. Ήταν τόσο απαλή και ήρεμη, που εύκολα τον έβαλε σε μια φιλοσοφική διάθεση! Εν τω μεταξύ, το καφενείο γέμιζε από θαμώνες , που αφού φρόντιζαν να μάθουν ποιος είναι ο ξένος, άρχισαν να μαζεύονται γύρω από το τραπέζι των δυο συνομιλητών. Άλλοι επιδοκίμαζαν τα λόγια του ιερέα , με μουγκρίσματα ή με κουνήματα του κεφαλιού, άλλοι κάθονταν και παρακολουθούσαν, ‘όπως τα μικρά παιδιά ακούν παραμύθια, με έκφραση έκστασης στο πρόσωπο. Χωρίς να το θέλει ο Γιάννης, είχε γίνει ο «αντίδικος» του παπά τους, ο «κάποιος», που προσπαθούσε ν’ ανατρέψει αυτά που από μικροί είχαν μάθει. Ο «εξυπνάκιας», ο «καλαμαράς». Κι ας μην είχε πει τίποτα εκείνος. Κάθε φορά που ήθελε να πει κάτι, έβλεπε την δυσπιστία και την αποδοκιμασία να πλανάται στον αέρα. Τελικά αποφάσισε να ακούει μόνο.

 «Αλλά δεν μου λες, δεν είναι λίγο νωρίς να μιλάμε γι αυτά τα πράγματα; Πες μας για σένα. Βλέπεις ό,τι όλοι είναι περίεργοι να μάθουν ποιος είσαι, πόσο θα μείνεις εδώ κοντά μας. Αλλά το βασικότερο, τι ήρθες να κάμεις;».




ΟΝΕΙΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 

ΟΙ ΝΕΕΣ ΖΩΕΣ

Είχε πάρει την απόφαση της. Έπρεπε πια ν’ αλλάξει τα πάντα, να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή. Θα χρειαζότανε βέβαια και βοήθεια, αλλά όπως φαίνεται, ο καλός Θεός  είχε φροντίσει γι αυτό. Μια με τον Γιάννη στο νοσοκομείο, μια με την κυρά Ευγενία. Όλα είχαν αρχίσει να παίρνουν μια καλή πορεία και έπρεπε ν’ αρχίσει να συμμετέχει κι αυτή στην «κοσμογονία», στη νέα αυγή. 

Είχαν περάσει ήδη δέκα μέρες απ’ το περιστατικό που η απερισκεψία της και η ανόητη (;) μελαγχολία της, παρ’ ολίγο να της στοιχίσουν τη την ζωή της κι έψαχνε τώρα να βρει δουλειά, «ανθρώπινη» , όπως της θύμιζε με τον τρόπο της η κυρα Ευγενία. Είχε τώρα πια μετακομίσει στο σπίτι της κωφάλαλης γυναίκας, κατόπιν απαίτησης της ίδιας. Έτσι μπορούσε να έχει κάποιον δικό της άνθρωπο να την προσέχει αλλά και να κάνει οικονομία, χωρίς τα έξοδα του ενοικίου, ή τουλάχιστον του μισού ενοικίου, αφού ανάγκασε την καλή της Σαμαρείτιδα , να δέχεται κάθε μήνα ένα ποσό. Για τα γενικά έξοδα όπως έλεγε. Βέβαια κάθε φορά που έβγαινε για αναζήτηση δουλειάς, δεν παραμελούσε να παίρνει και το κάτι τις, όπως κρέας για «ειδικά» φαγητά, σάλτσες παράξενες, από κινέζικα ή άλλης εθνικότητας μαγαζιά και κανένα φτηνό δωράκι που ήξερε ό,τι θα άρεσε στην προστάτιδά της. Παντόφλες, καμιά ρομπίτσα ή ξηρούς καρπούς που την έκαναν να μασουλάει όλη μέρα τρελή από ευτυχία. Βέβαια το μεγάλο πρόβλημα ήταν η δουλειά. Δεν μπορούσε να βρει με τίποτα. Εκτός αυτού, τα προσόντα της ήταν περιορισμένα έως ανύπαρκτα. Όλοι της υπόσχονταν να την πάρουν τηλέφωνο, αλλά αυτό το ρημάδι δεν χτύπαγε ποτέ του. Στην αναζήτηση αυτή είχε πέσει και η Έφη, αφού τώρα πια είχαν γίνει «κολλητές», αλλά κι εκείνη μάταια. Δουλειά πουθενά. Τι σκάλες να καθαρίζει έψαχνε, τι να προσέχει μικρά παιδιά ή ηλικιωμένους, τι πωλήτρια σε μαγαζί, πουθενά τίποτα.

 Κάθε βράδυ γύριζε με τα πόδια πρησμένα και την καρδιά άδεια, για να δεχτεί το χαμόγελο, το χάδι και την σιωπηρή συμπαράσταση της «μαμάς», όπως την έλεγε πλέον. Πολλές φορές μπήκε στον πειρασμό να ξαναγυρίσει στην παλιά της δουλειά, αλλά η ικεσία στα μάτια της κυρα Ευγενίας την απέτρεπε και την συγκρατούσε. Τις περισσότερες φορές κοιμότανε στην αγκαλιά της , πνιγμένη στο κλάμα και την απόγνωση, με το παχουλό χέρι, τυλιγμένο γύρω από τους ώμους της. Κι ερχόταν ο ύπνος ο λυτρωτής, τόσο γλυκός, τόσο φίλος !!!

 Οι μέρες περνούσαν χωρίς λύση. Σήμερα ήθελε να κάνει μια ακόμα προσπάθεια, μήπως και βρει κάτι σε κάποιο μαγαζί. Βρέθηκε στο Αιγάλεω, κοντά στην κεντρική πλατεία, στον Εσταυρωμένο. Σήκωσε τα μάτια στον τρούλο της εκκλησίας , στο σταυρό που λαμπύριζε στο φως του ήλιου. Παρακάλεσε. Πήρε θάρρος. Αποφάσισε να ανέβει την Σμύρνης προς την Θηβών. Ό,τι έβρισκε. Στο τρίτο μαγαζί , είδε μια μικρή χειρόγραφη πινακίδα, κολλημένη χαμηλά στο τζάμι της μπροστινής βιτρίνας : «ζητείται πωλήτρια, ασχέτως πείρας». Έμεινε καρφωμένη , να κοιτάζει χωρίς να πιστεύει στα μάτια της. Γύρισε το βλέμμα στο σταυρό της εκκλησίας, δυο τετράγωνα παρακάτω. Είχε χάσει τη μιλιά της, είχε παγώσει ολόκληρη, ήθελε να μπει μέσα στο μαγαζί και να σκίσει την πινακιδούλα, να μην την δει άλλη ενδιαφερόμενη, να μην της πάρουν την δουλειά από τα χέρια της. Ανακάλυψε αργές τις κινήσεις της. Έφτιαξε λίγο τα μαλλιά της με τα δάχτυλα και μάζεψε τα κουράγια της να μπει. 

«Καλημέρα», την υποδέχτηκε μια κοπέλα με χαμόγελο. Το μαγαζί ήταν γεμάτο με πελάτες , αν και πρωί ακόμα. 

«Καλημέρα. Ήθελα να ρωτήσω για την αγγελία. Αυτήν που έχετε στο τζάμι»

 «Α, μάλιστα! Έχετε ξαναδουλέψει δεσποινίς;» η φωνή της ήταν ευγενική αλλά της φάνηκε ό,τι το βλέμμα προσπαθούσε να εξερευνήσει μέσα της. «Όχι σ’  αυτή τη δουλειά, αλλά είδα ό,τι γράφετε ασχέτως πείρας» 

«Ναι, βέβαια… αλλά θα πρέπει να τα πείτε με τον κύριο Παπαθανασίου, τον προϊστάμενο. Θα μπορούσατε να περιμένετε λίγο;» 

Αν μπορούσε να περιμένει; Και λεπτά και ώρες και μια ολόκληρη ημέρα, δουλειά να βρει. Βέβαια δεν περίμενε με μεγάλη ελπίδα, τόσο που είχε απελπιστεί όλο αυτόν τον καιρό. «Να δεις που θα μου πει ό,τι βρήκανε άλλη», σκέφτηκε. 

Δεν είχαν περάσει ούτε δέκα λεπτά, όταν ένας σαρανταπεντάρης άντρας, με σκούρο κουστούμι, της έτεινε το χέρι σε χειραψία. Και τότε της ήρθε το αναπάντεχο. Μετά από μια μικρή συζήτηση, στην διάρκεια της οποίας έχανε συχνά τα λόγια της , δείχνοντας την νευρικότητά της, προκαλώντας το μειδίαμα του άντρα, της είπε να πάει για δουλειά απ’ το επόμενο πρωί κιόλας, δοκιμαστικά στην αρχή για μια εβδομάδα, αλλά αυτό δεν την ένοιαζε, γιατί θα αποδείκνυε ό,τι και εργατική ήταν και έξυπνη αλλά και τίμια. Βέβαια ο μισθός θα ήταν μικρός, ο βασικός, αλλά κάπου επιτέλους θα δούλευε, θα έβγαζε χρήματα, χωρίς ν’ αναγκάζεται να πουλιέται η ίδια. Έκανε να φύγει.

 «Συγγνώμη κύριε Παπαθανασίου»

 «Παρακαλώ δεσποινίς μου. Θα θέλατε κάτι να μου πείτε;»

 «Μπορώ να ζητήσω μια χάρη;», απόρησε για το θάρρος της. 

«Παρακαλώ…»

 «Θα μπορούσα να βγάλω την αγγελία από την βιτρίνα;»

 Εκείνος γέλασε, και έστρεψε το βλέμμα στην κοπέλα που την είχε υποδεχτεί. Η ταμπελίτσα βγήκε.

 «Ευχαριστώ», ψέλλισε προσπαθώντας να συγκρατήσει αυτό το τεράστιο κύμα μέσα της.

 Βγήκε στον δρόμο, προσπαθώντας (ακόμα) να καταπνίξει τον ενθουσιασμό που την είχε διαποτίσει. Ήθελε να μπορούσε να πάρει τηλέφωνο την Ευγενία να της το πει, αλλά αυτό εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατο. Σταμάτησε όμως σ’ ένα θάλαμο και πήρε την Έφη. Μίλησαν, της είπε και αυτό ήταν το ηρεμιστικό της. Τώρα ήθελε να κάνει όλες τις αλλαγές που σχεδίαζε πιο γρήγορα, πιο άμεσα. Μπήκε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και πήρε ένα μεγάλο κουτί με καριόκες , βαριές, τυλιγμένες σε ασημόχαρτο. Ποια δίαιτα και πράσινα άλογα, τώρα πανηγύριζε, τώρα γιόρταζε την ουσιαστική επανένταξή της, τώρα είχε βρει δουλειά. Έφτασε στο σπίτι και νόμιζε ό,τι είχε περάσει ένας αιώνας. Από το πρόσωπό της και μόνο, αλλά και από τις γρήγορες γεμάτες ενθουσιασμό κινήσεις της, η κυρα Ευγενία είχε καταλάβει. Δάκρυσε. Δεν άργησε κι αυτή να μπει στο πανηγύρι και την έξαψή της. Αυτό το βράδυ, θα έπιναν κρασί, αυτό το κόκκινο που η Δώρα είχε τόσα χρόνια στο ντουλάπι της. 

Από τούτη τη στιγμή η ζωή άλλαξε για τις δυο γυναίκες. Έμεινε στη δουλειά, ήταν «δουλευταρού», όπως έλεγε ο προϊστάμενος , μετακόμισαν σε διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου, με ξεχωριστό πια δωμάτιο για την κάθε μια τους και μέσα σ’ ένα χρόνο, μπόρεσαν να δώσουν προκαταβολή για ένα μικρό αυτοκίνητο. 

«Τώρα να δεις που θα σε πάω «μαμά», συνήθιζε να της λέει. «Στα Σούνια στις Πάρνηθες, …, κι όπου αλλού θες. Εμείς να είμαστε καλά» Η Δώρα δούλευε σαν σκυλί, έκανε υπερωρίες, ξέχασε τα ρεπό και έψαχνε και κάτι ακόμα να κάνει, κάτι άλλο που θα της έδινε καμιά δραχμή ή μάλλον ευρώ παραπάνω. Η Έφη , τις επισκεπτόταν απαραίτητα μια φορά την εβδομάδα, όποτε δεν είχε δουλειά και τα δυο κορίτσια είχαν αναπτύξει μια βαθιά και συνάμα ντελικάτη φιλία. Μια σχέση πιο ποιοτική κι όχι αυτή την μικροπρεπή, κουτσομπολίστικη , που αναπτύσσουν οι περισσότερες γυναίκες της μικροαστικής τάξης. Πολλές φορές άκουγαν μουσική , ή διάβαζαν κάποιο βιβλίο η μια δίπλα στην άλλη , χωρίς ν’ ανταλλάσουν κουβέντα για ώρες ολόκληρες , αφήνοντας την «μαμά», να κάνει την αγαπημένη της ασχολία, το ξεσκόνισμα και το καθάρισμα του σπιτιού. Άλλες φορές πάλι , τις έπιανε η φλυαρία τους και τιτίβιζαν σαν χελιδόνια που παίζουν στις κεραμοσκεπές. Πάντα όμως απέφευγαν να μιλήσουν για το θέμα π’ απασχολούσε την Δώρα. Τον Γιάννη και την ταυτότητά του. Κάτι που την έτρωγε από τότε , από το νοσοκομείο και που απάντηση δεν είχε ποτέ της πάρει. Ο καιρός περνούσε και όλα φαίνονταν να κυλούν καλά και ομαλά. Υπήρχε κι ένα παλικάρι, ο Γιώργος, που κάθε τρείς και λίγο, την συνόδευε στο σινεμά (και η Κυψέλη είχε μπόλικους κινηματογράφους), χωρίς ποτέ του να βρει το θάρρος να της μιλήσει για κάτι παραπάνω. Οικοδόμος στο επάγγελμα, χωρίς σταθερή δουλειά ακόμα, φοβόταν να προτείνει κάτι περί δέσμευσης. Πάντως θα μπορούσε κάποιος τρίτος να πει , αν τους έβλεπε μαζί, ό,τι ήταν ερωτευμένος μαζί της, ό,τι την ήθελε πολύ και ό,τι κάποια στιγμή θα έβρισκε τη δύναμη να της το εκφράσει. Θα περίμενε. 

Ο Γιάννης μετά την δραπέτευσή του, είχε αρχίσει να σκέφτεται τη ζωή διαφορετικά. Γοητευμένος από τους κατοίκους του χωριού, απ’ την αγροτική ζωή, ίσως κι από τις δυσκολίες της επαρχίας, (κάτι σαν περιπέτεια), αποφάσισε την μεγάλη στροφή. Αγόρασε ένα μικρό αγρόκτημα, (δεν είχε οικονομικό πρόβλημα για ένα τέτοιο εγχείρημα) και βάλθηκε να κάνει τον αγρότη. Ο μόνος που ήξερε γι αυτό ήταν ο Προκόπης ο φίλος του και η Έφη. Ούτε καν οι γονείς του! Τους είχε πάρει τηλέφωνο μια – δυό φορές , να μην ανησυχούν και να τους ανακοινώσει ό,τι θα έφευγε από την Αθήνα δια παντός. Τους έδωσε το νούμερο του φίλου του , για περίπτωση ανάγκης και αφού άκουσε το εξάψαλμο απ’ την μάνα του, έκλεισε νοιώθοντας ικανοποίηση και πληρότητα. Πούλησε το σπίτι στο Παγκράτι, (η Μαριάνθη είχε εξαφανιστεί παίρνοντας μαζί της ότι μπορούσε να κουβαλήσει), δήλωσε παραίτηση από τη δουλειά του κι εγκαταστάθηκε στο αγρόκτημά του. «Τώρα», σκεφτόταν, «πρέπει ν’ αποκτήσω και την ντόπια προφορά» και χαμογελούσε σε κάθε προσπάθεια που έκανε να μιμηθεί τους χωρικούς. Έβλεπε τους ρόζους στα χέρια του , να μεγαλώνουν κάθε μέρα, τον πονούσαν και πολλές φορές αναρωτήθηκε αν τελικά άξιζε τον κόπο, ν’ αλλάξει έτσι, τόσο δραματικά τη ζωή του. Πάντως δεν θα το έβαζε κάτω, θα προχωρούσε μέχρι τέλους. Ήδη είχε περάσει ένας χρόνος και τώρα τα πρώτα φυτεμένα ζαρζαβατικά, ήταν ήδη μέσα στην καρδιά του, αφού για πρώτη φορά το καλοκαίρι είχε φάει φράουλες και ντομάτες δικής του, καταδικής του παραγωγής. Κάποια ζωντανά που ‘χε αγοράσει , ήδη απ’ την προηγούμενη άνοιξη, είχαν γεννήσει και τον ενθουσίαζε να παίζει με τα μικρά τους. Ιδιαίτερα ένα προβατάκι άσπρο, με μαύρο περίγραμμα γύρω από τα μάτια, του είχε πάρει την καρδιά. Ήταν η μικρή του «Μαρίτσα», η «τριανταφυλλένια» του. Όλο να την χαϊδεύει και να παίζει μαζί της ήθελε, κάτι που επέσυρε τα γαυγίσματα ζήλιας του Όθωνα, του μεγαλόσωμου, ασκημομούρικου τσομπανόσκυλου. Πριν δυο μήνες, αγόρασε και μελίσσια, όχι τίποτα σπουδαίο, μόνο πέντε κυψέλες, αλλά ανυπομονούσε να δει αποτελέσματα. Βέβαια τον περισσότερο καιρό του τον πέρναγε ρωτώντας τους χωρικούς, να μάθει για το μέλι, το κερί, τα πρόβατα και γενικά τ’ αγροτικά θέματα. Ο παντελώς άσχετος μ’ αυτά αστός, μεταμορφωνόταν σε αγρότη. Η «κάμπια» έβγαζε φτερά, η «πεταλούδα», γεννιόταν. Ευτυχώς που ήταν αρκετά έξυπνος και τα έπαιρνε εύκολα. Έτσι δεν τους κούραζε ιδιαίτερα, αλλά καμιά φορά τους έκανε να γελούν με τις άσχετες ερωτήσεις του και τις ηλίθιες απορίες του.

ΟΝΕΙΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16

ΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΚΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ

 Η μέρα του άρχιζε ευχάριστα στην εξοχή, όπως πάντα άλλωστε τον τελευταίο χρόνο. Τ’ αγνάντεμα της καταπράσινης κορυφής του Τυμφρηστού, του γέμιζε τα πλεμόνια με καθαρό αγέρι και πάχνη λυγερόκορμων ελατιών, τα μάτια με χαρά και ξεκούραση, μια απόλαυση πρωτόγνωρη, ανεπανάληπτη, συγκλονιστική, μα πάνω απ’ όλα το κεφάλι με κέφι και νοήματα για ζωή. Κοίταξε πίσω του και χαμογέλασε από ευχαρίστηση. Το σπίτι που είχε αγοράσει με το χωραφάκι του, τον κήπο του και την μικρή αυλή του, δεν είχε πολλές ανάγκες για να είναι γερό κι ασφαλές για τον επερχόμενο χειμώνα. Και απ’ ό,τι είχε διαπιστώσει κι ο ίδιος, ο χειμώνας εκεί δεν αστειευόταν. Τα χιόνια και το κρύο που είχαν περάσει, δεν ήταν για γέλια. Το απόλυτο λευκό, τον είχε τρομάξει κι αν δεν έπαιρνε κουράγιο από τους υπόλοιπους χωρικούς, ίσως και να την είχε «κοπανήσει» για Αθήνα. Τώρα, όλο το καλοκαίρι, φροντίζοντας τα σπαρτά του και τα ζώα του, δεν είχε παραλείψει και την φροντίδα του σπιτιού. Μια να προσέχει τις φράουλες του, μια τα καλαμπόκια του, μια τον φράχτη που πάντα κάποια επισκευή θα χρειαζόταν και κάθε μέρα βέβαια ν’ αρμέγει τα ζωντανά του, μαζί με τις διάφορες κατασκευές που έπρεπε να κάνει για το σπίτι, δεν του άφηναν ώρα να σκεφτεί τα παλιά και να επιθυμήσει την προηγούμενη, αστική ζωή του.

 Δεξιά από την είσοδο, είχε κατασκευάσει με ξύλα του δάσους, ένα υπόστεγο, που μάζευε κομμένους κορμούς για το τζάκι και ξερόκλαδα για προσάναμμα . Πιο δίπλα είχε φτιάξει και καλύψει με μουσαμά, ένα μικρό λοφάκι με κάρβουνο που είχε κάψει ο ίδιος με τις συμβουλές πάντα των κατοίκων. Και μόνο που συλλογιζόταν την μουτζούρα και την κάπνα που ‘χε «φάει» όλο τον Ιούλιο για να το φτιάξει, γελούσε περήφανος για το δημιούργημά του. Τώρα πια Οκτώβρη μήνα, ήθελε λίγο ακόμα να τακτοποιήσει. Κοίταξε προς τα κάτω και είδε όλο το χωριό ξαπλωμένο ανάμεσα σε δυο βουνά. Εκείνος , αν και ένα χρόνο εκεί, δεν είχε πάει ποτέ του στο απέναντι κομμάτι, αυτό που έφτανε στα μισά της απέναντι πλαγιάς. Δεν έτυχε ποτέ του. Σήμερα λοιπόν, παίρνοντας άδεια από τις δουλειές και τον εαυτό του, αποφάσισε να κάνει μια περατζάδα κι από κει. Ετοιμάστηκε, πήρε ένα μπουκάλι νερό, γιατί αν και το βράδυ έκανε κρύο, την ημέρα και ειδικά το μεσημέρι, ο ήλιος ζέσταινε αρκετά και ξεκίνησε για την νέα του ανακάλυψη. Κατέβηκε στην πλατεία, πέρασε μπροστά από το καφενείο του κυρ Μένιου και καλημέρισε όποιον είδε εκεί. Αντιστάθηκε στον πειρασμό να πιεί καφέ και προσπάθησε να συνεχίσει τον δρόμο του. 

«Για πού έτσι βιαστικός κυρ Γιάν’ ; Να κεράσω καφέ; Πουρνό είν’ ακόμη. Έλα να τα πούμε» «Ευχαριστώ μπάρμπα Ανέστη, μια άλλη φορά. Λέω να πάω ίσαμε απέναντι, στον πάνω μαχαλά»

 «Που μωρέ, στους άπιστους, στους νεραϊδοχτυπημένους; Τι να κάνεις με δαύτους;»

 «Πως τους είπες μπάρμπα Ανέστη; Άπιστους και νεραϊδοχτυπημένους; Άπιστους κι αλαφροΐσκιωτους;»

«Ναι παιδί μου, έτσι τους είπα. Τράβα τον δρόμο σου, μια και είσαι έτσι βιαστικός κι εκείθε που πας, ίσως κάποιος να σου ‘ξηγήσ’. Αλλά μετά πέρνα από δω να στα πω κι εγώ, γιατί ο καθένας τα μολογάει όπως θέλει. Να ξέρεις μόνο ότι υπάρχει έχτρα αναμεταξιό μας. Άντε πάνε και μη ξεχνάς, κανείς δεν κατέχει την αλήθεια. Αυτή βρίσκεται ανάμεσα σ’ αυτά που θ’ ακούσεις κι απ’ αυτούς κι από μας»

 «Δεν θα λείψω. Θα έρθω να μου τα πεις κι εσύ»

 Τράβηξε τον δρόμο του με καλή διάθεση. Του άρεσε να μάθει για την παλιά έχθρα που κράταγε τους «Φουρτουνάτσηδες» μακριά από τους «Βροντάτσηδες». Ο πλακόστρωτος δρόμος , έδινε τώρα τη θέση του σ’ έναν τσιμεντένιο που κι αυτός με τη σειρά του, όσο πιο ψηλά ανέβαινε, σ’ έναν χωμάτινο. Δεξιά κι αριστερά του, το πράσινο κράταγε γερά, ενώ τα δέντρα έφτιαχναν έναν σχεδόν αδιαπέραστο τοίχο. Κέδροι, καστανιές, καρυδιές και κερασιές, άπλωναν τα κλαδιά τους, τα έμπλεκαν σαν χορευτές σε μυθικό χορό, προσπαθώντας να πάρουν λίγες ακόμα απ’ τις ακτίνες του ασθενικού πια ήλιου, να τις βάλουν μέσα τους, να τις κάνουν χυμό και ζωή, καρπό και ομορφιά. Και έτσι όπως πάλευαν, ν’ ανέβει το ‘να πάνω στ’ άλλο, παρακάλαγαν το αγέρι να φυσήξει να τους δώσει φωνή, να κλάψουν, να μοιρολογήσουν για την ακινησία τους και ν’ ακουστούν μακριά, πολύ μακριά, μέχρι τα πέρατα της ψυχής, μέχρι το τέλος του κόσμου, τα Τάρταρα. Έφτασε σ’ ένα παλιό σπιτάκι, μ’ ένα ,όμως, φροντισμένο κήπο και μια υπερυψωμένη μικρή βεράντα, γεμάτη μ’ όλων των ειδών και χρωμάτων γεράνια. Δίπλα ακριβώς, κάτω απ’ ένα μεγάλο γέρικο κέδρο, κάποιος άντρας, γύρω στα πενήντα, ξεφόρτωνε ένα αγροτικό αυτοκίνητο. 

«Καλημέρα πατριώτη»

 «Καλημέρα και σε σένα. Ποιος είσαι του λόγου σου; Δεν σε ξέρω. Ποιανού γιός;» 

«Με λένε Γιάννη…»

 «Α, ο ξένος, ο πρωτευουσιάνος που αποφάσισε να γίνει , χα χα χα, βλάχος σαν κι εμάς! Ρε τι σου ‘ναι ο άνθρωπος, να έχει όλες τις ανέσεις του και να θέλει να σκάβει στα κατσάβραχα!»

 «Το θεωρείς βλακεία πατριώτη;»

 «Όχι μωρέ, όχι βέβαια, ποτέ δεν ξέρεις τι θέλει ο καθένας από τη ζωή του. Το θεωρώ όμως κάτι σαν επιπολαιότητα, το ότι έκανες τόσο γρήγορα, με τόση φούρια, απ’ ό,τι άκουσα. Εκτός και σε κυνηγούσε η ψυχή σου. Αν το είχε προετοιμάσει η καρδιά σου καιρό πριν, χωρίς κι εσύ ο ίδιος να το ξέρεις».

 Είχε αρχίσει να συμπαθεί τον λαλίστατο χωρικό, αν και τον φόβιζε αυτή η διεισδυτική κριτική του. «Πάντως κατάλαβα τι σημαίνει αγροτιά και πολύ καλά μάλιστα. Και με τις καλοκαιρινές δουλειές αλλά και με τον χειμώνα που πέρασε. Τι πράγμα ήταν κι αυτό!!!»

 «Ναι φέτος έκανε πολύ κρύο» Κοίταξε ψηλά τον ουρανό, έσμιξε τα φρύδια του : «Και αυτή την χρονιά να δεις! Θα κάνει πιότερο κρύο. Ν’ ακούς τον Πανάγο, α,α,α, και επί τη ευκαιρία , είμαι ο Πανάγος ή Παναγιώτης για τους γραμματιζούμενους, ο Λιούμπασης. Ανεψιός του Λέοντα αν έχεις ακούσει»

 «Όχι δεν έτυχε, αλλά στο νεκροταφείο που πήγα , έτσι από περιέργεια, είδα ένα τάφο που έγραφε καπετάν Λέων , χωρίς επίθετο και μου έκανε εντύπωση ό,τι δεν είχε σταυρό. Ο μόνος τάφος χωρίς σταυρό! Παράξενο ε;» 

«Παράξενο, γιατί; Δεν είναι όλοι Χριστιανοί σ’ αυτόν τον κόσμο, υπάρχουν κι άλλοι, αυτοί π’ απαρνιούνται τις πλάνες!», τον κοίταξε πιο επίμονα. « Έχεις σάμπως πιεί καφέ; Έλα κόπιασε μέσα να τα πούμε, έλα μην σκιάζεσαι, μην ντρέπεσαι, κι αυτοί που δεν πιστεύουν σε Θεούς και Αγίους, άνθρωποι είναι, όχι τέρατα», γέλασε σχεδόν ειρωνικά, «θα σου πω πολλά για το χωριό μας. Μάνααααααα….»

 Η μάνα του ήταν γύρω στα εβδομήντα. Με το κλασσικό «τσεμπέρι» στο κεφάλι και την μαύρη ρόμπα σφιγμένη με την ποδιά, το «μπροστομούνι» όπως το έλεγαν εκεί. Μετά τις συστάσεις, οι δυό άντρες έκατσαν στη μικρή βεράντα κι άναψαν τσιγάρο. Τρία σκυλιά , τρία καφέ κυνηγόσκυλα, ήρθαν να μυρίσουν τον ξένο κουνώντας επίμονα τις μακριές ουρές τους. Μετά ξάπλωσαν μπροστά τους, ακουμπώντας την μουσούδα τους στα μπροστινά τους πόδια, γουργουρίζοντας με τα χάδια των ανθρώπων , λες και ήταν γάτες.

 «Αυτός είναι ο Σπύρος, αυτός ο Λούης κι αυτή η τσαπερδόνα η Χάιδω, οι σύντροφοί μου στο κυνήγι και στη μοναξιά μου» 

«Ωραία ζώα!» 

«Ναι όμορφα είναι τα άτιμα, όμορφα και έξυπνα. Αφού καμιά φορά συνεννοούμαι καλύτερα μ’ αυτά παρά με τα δίποδα. Βέβαια δεν είναι πρωτότυπο αυτό, θα στο έχουν ξαναπεί» 

Ο καφές έφτασε, μέσα σε χοντρά φλιτζάνια, στα τρεμάμενα χέρια της γριά γυναίκας και με το άρωμά του, μύρισε όλος ο τόπος. Ακόμα και τα σκυλιά σήκωσαν το κεφάλι οσμιζόμενα τον χώρο, πριν το ξαναβάλουν στα πόδια τους και κλείσουν μ’ ευχαρίστηση τα μάτια, σαν σε ύπνο. Είχαν αποσώσει το πρώτο τσιγάρο και τσουγκρίζοντας τα ποτήρια του νερού, ευχόμενοι υγεία, ήπιαν και οι δυό μονορούφι κι άναψαν το δεύτερο. Πάντα ένα τσιγάρο έφερνε κοντά τους ανθρώπους και ο καφές έλυνε τις γλώσσες , σαν καλό, παλιό κρασί. 

«Σου έκανε εντύπωση ο σταυρός λοιπόν! Ο θείος μου το λοιπόν στην Γερμανική κατοχή, ήτονε που λες στο αντάρτικο, πάνω στα βουνά. Πρωτοπαλίκαρο του Άρη. Καπετάνιος, με μεγάλη δράση στη Ρούμελη. Το ψευδώνυμό του, Λέων. Μετά, στον εμφύλιο, κυνηγήθηκε μετά μανίας κι αυτός και ο πατέρας μου, αλλά και όλη η οικογένειά μας. Ούλοι εδώ, σ’ αυτή την πλευρά, ήμασταν οι αριστεροί, οι κομμουνιστές και επειδή με τις θρησκείες δεν τα πάμε καλά, μας έβγαλαν «άπιστους». Δεν μπορεί θα το έχεις ακούσει , θα στο έχουν πει»

 «Ναι το έμαθα αυτό, αλλά έμαθα κι άλλα. Κάπως αλλιώς σας λένε!»

 «Εννοείς νεραϊδοχτυπημένους;», γέλασε με την καρδιά του.

 «Ναι, μου φάνηκε πολύ αστείο. Δεν είναι;»

 Τραντάχτηκε ξανά στα γέλια. Τίναξε το τσιγάρο του και ήπιε μια γουλιά καφέ, χάιδεψε τον Σπύρο, που άνοιξε για λίγο το ένα του μάτι και μέσα σε γέλια του είπε:

 «Θέλεις να μάθεις πως μας βγήκε αυτό το όνομα; Πρώτα όμως να ξέρεις ό,τι κι εμείς έχουμε όνομα για τους απέναντι. Τους λέμε Τούρκους»

 «Τούρκους; Δεν μου φάνηκαν για Τουρκόσποροι, αν αυτό εννοείς. Αρκετά Έλληνες τους είδα»

 Ξαναγέλασε και σκούπισε ένα δάκρυ που έτρεξε στο μάγουλό του. 

«Όχι, δεν εννοώ αυτό. Στάκα να σου πω, να μάθεις. Και πρώτα απ’ όλα για μας. Τα παλιά τα χρόνια και σου μιλάω για την εποχή της Τουρκοκρατίας, εδώ έμεναν μόνο οι απέναντι, γι αυτό και τους λέμε και παλιούς. Εμείς ήμασταν κάτοικοι ενός άλλου χωριού που το λέγανε Παλιούρι. Πάνω από την ανηφόρα, κάπου σαράντα λεπτά σήμερα με το αυτοκίνητο. Το χωριό μας, που ήταν , λες, χτισμένο μέσα σ’ ένα ρουμάνι, με το ποτάμι του, τα δέντρα του και τις σπηλιές του. Ε, αυτές οι σπηλιές ήταν και το μεγάλο μας πρόβλημα. Το καλοκαίρι ο ζεστός αέρας ανέβαινε από τα κάτω και με την ροή του και το σμίξιμό του με τις πιο πάνω ψυχρές μάζες, δημιουργούσε διάφορους ήχους και θορύβους υπόκοσμους στα κοιλώματα του εδάφους, τις σπηλιές δηλαδή. Τους άκουγαν το λοιπόν οι άνθρωποι του χωριού, αμόρφωτοι, δεισιδαίμονες και προληπτικοί χωριάτες, νόμισαν ό,τι υπήρχαν ξωτικά και νεράιδες που χόρευαν κι έκαναν διάφορα όργια υπό το φως του φεγγαριού, κάτι σαν αρχαίες μυστικιστικές γιορτές και κάθε φορά που κάποιος νέος πέθαινε ή είχε ατύχημα , το μυαλό τους πήγαινε σ’ αυτά. Δεν θέλανε πολύ το λοιπόν, κάποιοι μάλιστα τα είχαν δει κιόλας, (είδες τι σου κάνει η φαντασία;), είχε σκοτωθεί κι από τους αρματολούς κι ένας Τούρκος φοροεισπράκτορας και μια και δυό, αποφάσισαν να φύγουν από κείνο το μέρος. Φοβούνταν που φοβούνταν τα φαντάσματα, η οργή του πασά τους έλειπε τώρα. Έφτασαν εδώ, ένα ασκέρι πεινασμένων και άστεγων. Προσπάθησαν να κάνουν σπιτικό, αλλά βρήκαν την εχθρότητα των παλιών κατοίκων κι έτσι ήρθαν απ’ αυτή τη πλευρά…»

 «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται;» 

«Ναι, ο Χριστός ξανασταυρώνεται», επανέλαβε ο Πανάγος. 

«Έχεις δίκιο, αυτό θυμίζει. Αλλά και ο Καζαντζάκης πολύ πιθανό να αντέγραψε την δική μας ταλαιπωρία» , χαμογέλασε και συνέχισε : « Από τότε, αναπτύχθηκε μια έχθρα μεταξύ μας, που κρατάει μέχρι τα σήμερα. Κι εγώ , αν δεν υπάρχει λόγος επιτακτικός, δεν πατάω εκείθε»

 «Είναι δυνατό να γίνεται αυτό ακόμη και σήμερα; Τον εικοστό πρώτο αιώνα;»

 «Κι όμως ! Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Βλέπεις εμείς δεν είχαμε τα πολλά κτήματα και τα ζώα, γι αυτό και οι από δω, γίναμε και πιο επαναστάτες. Η πείνα βλέπεις σου βάζει το όπλο στο χέρι. Και το αποδείξαμε και με τους Τούρκους αλλά και μετέπειτα στην Γερμανική κατοχή. Η επανάσταση και η αντίσταση μας είχε μείνει «χούι». Φυσικό βέβαια να κυνηγηθούμε πολύ, αλλά δεν πειράζει, έτσι είναι η ζωή λέγαμε και ακόμα έτσι λέμε. Αν θέλεις καλύτερο κόσμο, αν θέλεις να μη σου λένε οι άλλοι τι να κάμεις, αν θέλεις την λευτεριά σου βρε αδερφέ, το δίκιο σου, τις θέσεις σου, τότε όλοι σε βαράνε. Δεν έχεις το δικαίωμα να είσαι διαφορετικός ή λεύτερος. Πρέπει να γίνεις σαν κι αυτούς ή να υποταχθείς στα δικά τους θέλω» 

«Ωραία όλα αυτά και καλά, αλλά επαναλαμβάνω, μέχρι σήμερα;»

 «Αν σου μείνει το κουσούρι μέσα σου, δεν κάνεις αλλιώς. Αυτοί εκεί, μια ζωή μας κατέδιδαν και το ’21 και το ’40 και στην χούντα. Πως μπορείς να κάνεις χαΐρι μαζί τους; Πώς να τους εμπιστευτείς, να τους ανοίξεις την καρδιά σου; Βλέπεις μεγαλώσαμε με τις διαφορές, μέσα στο γονίδιό μας»

 «Μάλιστα, για πες μου όμως γιατί τους λέτε Τούρκους; Μήπως για τις προδοσίες τους στην επανάσταση; Να υποθέσω ό,τι αυτοί σαν τακτοποιημένοι με τα χωράφια τους και το εμπόριό τους δεν θελαν επαναστάσεις και τέτοια;»

 «Όχι δεν είναι αυτός ο λόγος. Δεν βρίζεις κάποιον τόσο βαριά, μόνο για κάποια προδοσία. Ή αν θέλεις , δεν θα έβριζες ούλο το χωριό για την προδοσία κάποιων. Όχι, όχι»

 «Τότε;», ρώτησε με την περιέργεια πραγματικά να τον πνίγει.

 «Δες απέναντι, στην κορυφή του βουνού, πάνω από τη μεριά τους. Βλέπεις; Διακρίνεις τα χαλάσματα κάποιου κτίσματος;»

 «Ναι, νομίζω πως κάτι φαίνεται»

 «Εκεί λοιπόν, υπήρχε ένα μετόχι, που το χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί, να ελέγχουν την άνοδο στο βουνό. Όταν η Βασιλεύουσα έπεσε, το 1453, κάποια μέρη, ήρθαν με τον καιρό στην κατοχή των Βενετσιάνων. Τα κράτησαν οι καθολικοί. Τώρα αν αυτοί φέρθηκαν στους ορθόδοξους και γενικά στους Έλληνες χειρότερα απ’ τους Οθωμανούς, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Κάποιοι λοιπόν απ’ αυτούς τους καθολικούς κερατάδες, είχαν παντρευτεί Γραικές, από συμφέρον δηλαδή. Αυτοί σαν στρατιώτες θελαν να έχουν κάποιο μόνιμο μουνί, συγγνώμη για τη λέξη μου, αλλά απεικονίζει αυτό ακριβώς που θελαν, ενώ οι δικές μας θελαν να χαρακτηριστούν Βενετσάνες , μήπως και φεύγοντας αυτοί τις παίρνανε στην Βενετιά , αλλά κι αν τις εγκατέλειπαν να μην τις πειράξουν οι Τούρκοι που θα ‘ρχονταν. Βέβαια όταν φύγαν οι μπάσταρδοι στην πατρίδα τους, τις αφήκαν ούλες μόνες, με τα μπαστάρδικά τους στα χέρια, αλλά το κακό ήταν πιότερα μεγάλο. Ξάπλωσαν την καταραμένη την γλώσσα τους στους ντόπιους. Κι αυτό είναι πάντα το πρώτο βήμα να ξεφτιλίσεις ένα λαό. Το ίδιο το κάναν πάλι, αργότερα το 1945 στα Δωδεκάνησα, ή τουλάχιστον προσπάθησαν να το κάνουν, αλλά ο κόσμος είχε συνείδηση και αντιστάθηκε. Όταν το λοιπόν φτάσαν οι δικοί μας απ’ το Παλιούρι, τους άκουγαν να μιλάνε τα Ταλιάνικα, δεν καταλάβαιναν κι έτσι έλεγαν ό,τι αυτοί οι απέναντι μιλάν Τούρκικα. Από κει , και το όνομα. Γι αυτό και κείθε θα δεις πολλά Ιταλιάνικα επίθετα: Πράπας, Πεππές, Λαντάνης»

 «Μάλιστα, Τούρκοι γιατί μιλούσαν Βενατσιάνικα! Καλό,  έμαθα αρκετά λοιπόν σήμερα. Δεν θα το πίστευα ποτέ μου, ό,τι θα μπορούσαν οι άνθρωποι να χωρίζονται γι αυτούς τους λόγους στην εποχή μας»

 «Ξέρεις κι αυτοί το κρατάν «Μανιάτικο». Επειδή είναι πιο κάτω, κρατάνε όλο το νερό το καλοκαίρι και μας δίνουν με το σταγονόμετρο να ποτίσουμε και να πιούμε. Είδες τους δρόμους κι εκεί κι εδώθε, καμιά μέριμνα για μας. Η κοινότητα ούλα τα λεφτά για την δική τους περιποίηση, για άσφαλτα και τσιμέντα. Εμείς μόνο χωματόδρομους. Αλλά αρκετά σε ζάλισα μ’ αυτά» 

Η ώρα είχε περάσει και η μάνα του Πανάγου τους πήγε κόκκινο κρασί και ψητά μεζεδάκια να τους φιλέψει. Έκοψε στη μέση κι ένα καρβέλι ζεστό, αχνιστό, ψωμί και τους το έδωσε έτσι στο χέρι, σαν να ήταν αντίδωρο. Ο Γιάννης το απόλαυσε σαν το καλύτερο φαγητό του κόσμου. Συζήτησαν για διάφορα άλλα θέματα μέχρις που ο ήλιος άρχισε να γέρνει. Σηκώθηκε και τους ευχαρίστησε για την φιλοξενία και την περιποίησή τους. Έπρεπε όμως να γυρίσει πίσω. Τον πήγαν μέχρι τα μισά του χωματόδρομου κι εκεί ο Πανάγος του είπε :

 «Δεν ξέρω τι θα σου πουν οι απέναντι, γι αυτά που λέγαμε, αλλά μη ξεχάσεις ό,τι εμείς δεν προδώσαμε και δεν αλλάξαμε τα πιστεύω μας ποτέ. Έχε γεια, χάρηκα που σε γνώρισα, ελπίζω σύντομα να τα ξαναπούμε. Τουλάχιστον εσύ που είσαι ξένος, μη μας ξεχνάς»

 «Να είσαι κι εσύ γερός. Υπόσχομαι να ξανάρθω. Ευχαριστώ για όσα μου είπες»

 Πήρε τη κατηφόρα μόνος τώρα, με βήμα βιαστικό και την καρδιά του αφημένη στον Πανάγο και την μάνα του. Είχε αρχίσει να σβήνει το φως του ο ουρανός και βιαζότανε να φτάσει σπίτι πριν τον πιάσει η νύχτα.

ΟΝΕΙΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 

Η Έφη ετοιμαζόταν εδώ και ώρα μπροστά στον καθρέφτη της, λες και σήμερα έπρεπε να είναι ομορφότερη από ποτέ. Ο Προκόπης θα ερχόταν κατά τις 9,30 να πάνε σ’ ένα καινούργιο εστιατόριο μαζί με την Δώρα και ήθελε να κρατήσει τα κέφια που είχε σήμερα απ’ το πρωί. Ο δεσμός της τώρα με τον Προκόπη, ήταν σταθερός, μετά το περιστατικό με τον Γιάννη, αφού μάλιστα είχαν κάνει και τις πρώτες δειλές συζητήσεις για γάμο.

 «Λες;», αναρωτήθηκε «να μας βγει σε καλό;» Χαμογέλασε και σκέφτηκε όλα αυτά που τον είχαν αλλάξει, με την φυγή του φίλου του. Αυτός, που το μόνο που τον ενδιέφερε μέχρι τότε, ήταν οι γυναίκες, τώρα έστεκε υποδειγματικά δικός της, με περισσή φροντίδα και στοργή, μ’ αγάπη και αφοσίωση. Είχε αρχίσει ν’ αγαπάει και να σέβεται τον εαυτό του και αυτή η αγάπη για τον εαυτό μας είναι η αρχή ενός ισόβιου δεσμού. Τώρα τον περίμενε με ανυπομονησία, αν και είχε περάσει ένας χρόνος από τότε που είχαν αποφασίσει να είναι ο ένας για τον άλλο. Κι όμως ακόμη υπήρχε μια φλόγα λατρείας στα μάτια τους, όταν συναντιόντουσαν, σαν κάποιοι χθεσινοί ερωτευμένοι. Προσπαθούσαν να είναι πολλές ώρες μόνοι τους, να μιλάνε γυμνοί πάνω στο κρεβάτι, γυμνοί επίσης να κυκλοφορούν μέσα στο σπίτι της να κάνουν έρωτα, να ενώνονται και να κοιμούνται αγκαλιασμένοι και ιδρωμένοι, με το στόμα κοντά, ν’ αναπνέουν ο ένας την ανάσα του άλλου. Το θυροτηλέφωνο την έβγαλε απ’ αυτή τη γλυκιά ονειροπόληση. Πήγε μέχρι τον διακόπτη που άνοιγε την κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας και μίλησε στο μικροφωνάκι , αλλοιώνοντας την φωνή της, κάνοντας την παιδική και χαδιάρα. 

«Ναι αιαιαιαι», ρώτησε όλο νάζι. 

«Κούκλα είσαι έτοιμη; Άντε γλυκιά μου γιατί πήγε κοντά δέκα η ώρα και θα μας κρεμάσουν τα κουτάλια»

 «Άντε , άντε» , ακούστηκε και η φωνή της φίλης της.

 «Καλά κατεβαίνω, σε δυό λεπτά»

 «Άντε , γιατί ο Προκόπης δεν κρατιέται άλλο, όλο που είσαι και που είσαι λέει. Α, ξέχασα να σου πω ό,τι είναι και ο Γιώργος μαζί μας. Τον κάλεσα εγώ, δεν πειράζει έτσι;»

 «Όχι βέβαια», απάντησε λίγο παγωμένη. 

 «Τι να πειράζει; Στην πλάτη μου θα τον έχω; Άντε άσε με να κατέβω».

 Κάτι της χάλασε λίγο την διάθεση, κάτι που την έριξε ένα βαθμό κάτω. Δεν είχε τίποτα εναντίον του Γιώργου, ίσα-ίσα που τον έβλεπε με πολύ συγκατάβαση, αλλά να, κάτι δεν κόλλαγε μαζί του. Πίστευε ό,τι η Δώρα ήταν πολύ ικανή και δραστήρια κοπέλα και ό,τι αυτός ήταν «λίγος» μπροστά της. Ίσως πάλι να πίστευε ό,τι κάποια άλλη ψυχή, που τώρα έλειπε μακριά να ήταν το πεπρωμένο της. Ήθελε η φίλη της να μην απογοητευθεί από κάποιον που έλεγε «την δεσποινίς» και τα «ταξιά», από ένα σύντροφο δηλαδή που κάποια στιγμή, όσο κι αν την αγαπούσε τώρα, θα ενδιαφερόταν πιο πολύ για την καλοπέρασή του και την τηλεόραση, ξαπλωμένος σ’ ένα καναπέ. Σ’ ένα σύντροφο που η κουλτούρα του θα άρχιζε και θα τελείωνε, στις σελίδες φτηνών λαϊκών περιοδικών, με συνεντεύξεις τραγουδιστών και πρωταγωνιστών ριάλιτι παιγνιδιών. Έβλεπε με τα μάτια του μυαλού της, τη φιλενάδα της να πλένει πιάτα να ξεσκατίζει κουτσούβελα, με μια ποδιά φορεμένη στη μέση και τον «αγά», μ’ απλωμένα τα πόδια στην πολυθρόνα, να βλέπει τα χαζά τηλε παιγνίδια στα σκουπιδοκάναλα. Χωρίς συζήτηση, χωρίς διάλογο, χωρίς επαφή. Εκτός αν ο διάλογος θεωρείται, το… ποια μάρκα μπίρας είναι η καλύτερη και το τι θα γίνει με το στοίχημα και το προ-πο. Κοντοστάθηκε στην πόρτα προσπαθώντας να βρει τα κλειδιά της, μέσα σε αυτό το πράγμα που αποκαλούσε τσάντα. Κράταγε την πόρτα μισάνοιχτη με το πόδι και θα είχε αρχίσει να βρίζει, αλλά άκουσε πίσω της τη φωνή της Δώρας:

 «Έλα, ανέβηκα να δω μήπως χρειάζεσαι τίποτα»

 «Ναι, θέλω να βρω τ’ αναθεματισμένα τα κλειδιά μου. Τι κακό κι αυτό , τίποτα δεν βρίσκω σ’ αυτήν τη τσάντα. Αποθήκη άχρηστων πραγμάτων έχει καταντήσει. Να δες , αυτό το μπλοκάκι , τι γυρεύει εδώ; Ορίστε τρεις αναπτήρες και δυο κουτιά σπίρτα. Αν είναι δυνατόν! Αχ, μη μου πεις ό,τι έσπασε το μπουκαλάκι με το άρωμα, δεν θα τ’ αντέξω. Α, ευτυχώς όχι, ευτυχώς»

 «Να βοηθήσω;», κι έσκυψε να δει.

 «Να τα . Κοίτα να δεις που είχαν χωθεί! Μέσα στο μικρό τσεπάκι, μα ποιος τα έβαλε εκεί; Αμάν πια! Λες και κάποιος την ανακατεύει συνέχεια»

 «Φιλενάδα ηρέμησε, τι σου συμβαίνει; Γιατί κάτι έχεις εσύ, δεν είναι φυσιολογική αυτή σου η ένταση. Θες να μου πεις;» 

«Τίποτα, τίποτα», απάντησε απότομα δείχνοντας αδικαιολόγητη νευρικότητα. 

«Αν και δεν μου φαίνεται πιθανό, μήπως τσακωθήκατε με τον Προκόπη; Μήπως θέλεις ν’ αναβάλλουμε το σημερινό;»

 «Σου είπα τίποτα, τίποτα. Πόσες φορές πρέπει να στο πω δηλαδή;»

 «Πρώτα φορά σε βλέπω τόσο εκνευρισμένη. Ξέρεις είμαι φίλη σου, θα ‘θελα κι εγώ να βοηθήσω, έτσι κι αλλιώς στο χρωστάω»

 «Ωραία, κάτι συμβαίνει, αλλά δεν θα ήθελα να το συζητήσουμε τώρα. Πάντως όχι με τον Προκόπη, όχι. Ίσως να κάνω λάθος για κάτι που σκέφτομαι , ξέρεις… δεν έχω ακόμα κατασταλάξει σε τι πραγματικά θέλω για το θέμα που μ’ απασχολεί. Άστο, άστο να πάει στο καλό, άστο. Είμαι πάντως καλά και δεν είναι σωστό να περιμένουν οι άντρες κάτω. Αλήθεια με ποιο αυτοκίνητο είμαστε;»

 «Το δικό μου φυσικά, δεν είπαμε… ζήτω η επανάσταση των γυναικών;» 

«Ζήτω λοιπόν οι γυναίκες, αλλά πάμε γρήγορα μην ακούσουμε εξάψαλμο απ’ τα καμάρια μας!»

 «Ρε γαμώ το , ναι στην επανάσταση των γυναικών, αλλά σιγά μην το ακούσουν οι άντρες! Και κάτι άλλο, σταμάτα να μου λες ό,τι κάτι μου χρωστάς. Έτσι; Για να μη τσακωθούμε»

 «Εντάξει τσαμπουκά μου»

 Πιάστηκαν αγκαζέ και μπήκαν στο ασανσέρ μέσα στα γέλια και τα πειράγματα. Το κέφι της Έφης είχε επανέλθει. Οι άντρες τις περίμεναν με το βλέμμα στο ρολόι τους.

 «Άντε βρε κορίτσια, τι κάνετε τόση ώρα; Έχουμε κλείσει τραπέζι, το ξεχάσατε; Αλλά… πω-πω τι γυναικάρες είναι αυτές που βλέπω; Τι ουράνια πλάσματα συνοδεύουμε απόψε! Τι βασίλισσες είναι αυτές! Γρήγορα στο αυτοκίνητο μην τσακωθούμε με κανέναν! Συμφωνείς Γιώργο;»

 Ξεκίνησαν με κέφι και διάθεση, η χαρούμενη ατμόσφαιρα να κρατήσει όλη τη βραδιά. Φτάσανε στο εστιατόριο και τους οδήγησαν στο τραπέζι τους. Παρήγγειλαν και άρχισαν να μιλούν για διάφορα θέματα, πίνοντας το πρώτο κρασί. Τα γέλια και τα χαχανητά αφθονούσαν , τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν , μέχρι που το φαγητό που ήρθε, τους έκανε να «μουγκρίζουν» απ’ ευχαρίστηση. Η Έφη προσπαθούσε να δει τον Γιώργο με άλλο μάτι, αλλά δεν το κατάφερνε. Τίποτα δεν άλλαζε την γνώμη της, όσο κι αν έδινε τον λόγο σ’ εκείνον, να τον κάνει να μιλήσει , να δείξει ό,τι μπορούσε να συμμετέχει σε μια συζήτηση. Αυτός κρατούσε μια στάση παθητική, σιωπηλός με κοφτές απαντήσεις , «ναι – όχι», απόμακρος, με την απόσταση που κρατούν όχι οι συγκρατημένοι, αλλά οι άνθρωποι που δεν ξέρουν τι να πουν, που οι γνώσεις τους είναι περιορισμένες σε μερικά μόνο θέματα. Άνθρωπος που σίγουρα εκείνη δεν θα επέλεγε για παρέα, πόσο μάλλον για δεσμό, όσο χρυσό και άγιο παιδί να ήταν.

 «Γιώργο γιατί δεν μιλάς; Γιατί δεν λες κάτι; Συμβαίνει τίποτα;», ρώτησε περισσότερο εκνευρισμένη απ’ όσο ήθελε να δείξει. 

«Όχι τίποτα» 

«Τότε γιατί σιωπάς;» ,τον ξαναρώτησε , νοιώθοντας ένα σκούντημα στο πόδι κάτω από το τραπέζι , απ’ τον Προκόπη. 

«Δεν είχα τίποτα να πω, γι αυτό. Μου αρέσει ν’ ακούω εσάς να μιλάτε»

 «Τότε άκου να σου πω μια ιστορία». Πήρε ένα ύφος λίγο ειρωνικό, άφησε ένα αχνό χαμόγελο να σχηματιστεί στα χείλη της:

«Κάποτε στα παλιά τα χρόνια, στην αρχαία Αθήνα, κάλεσαν τον Σωκράτη , τον μεγάλο φιλόσοφο, σε κάποιο τραπέζι,… σ’ ένα συμπόσιο, μαζί με κάποιους άλλους που ισχυρίζονταν κι αυτοί ό,τι ήταν σοφοί. Πηγαίνει λοιπόν ο καλός σου, κάθεται στο τραπέζι, τρώει, ακούει τους αοιδούς, βλέπει και χαζεύει με τις αυλητρίδες, πίνει το νερωμένο του κρασάκι και μετά άρχισε να συζητάει με τους υπόλοιπους για διάφορα φιλοσοφικά θέματα. Η ώρα πέρναγε, είχαν ήδη περάσει τα μεσάνυχτα και η κουβέντα είχε ανάψει για τα καλά. Μόνο ένας από τους καλεσμένους δεν είχε βγάλει ούτε μια κουβέντα απ’ το στόμα του, παρά μόνο έτρωγε και έπινε παρακολουθώντας τους άλλους να μιλάνε. Ήρθε το ξημέρωμα, οι καλεσμένοι άρχισαν να φεύγουν για τις οικίες τους κι αυτός ακόμη και τώρα δεν είχε βγάλει άχνα, δεν είχε εκφέρει ούτε μια γνώμη. Όταν λοιπόν έκανε να φύγει κι αυτός, τον πλησίασε ο μεγάλος σοφός και του είπε: Σήμερα μαζεύτηκαν όλοι όσοι είχαν μια άποψη για τα θέματα π’ απασχολούν την ζωή, την ψυχή, την καρδιά, την κοινωνία μας. Όλοι είπαν την γνώμη τους, σωστή ή λάθος, συντηρητική ή τρελή, δεν έχει σημασία. Όλοι εκτός από σένα. Ήθελα λοιπόν να ξέρεις, ό,τι, αν είσαι σοφός, φέρθηκες σαν βλάκας, αλλά αν είσαι βλάκας τότε πραγματικά φέρθηκες σαν σοφός!»

 Δεν φάνηκε αυτό να άρεσε στην παρέα, αφού ήταν σαφής ο προσανατολισμός της αναφοράς. Ο Προκόπης έκανε μια προσπάθεια ν’ αλλάξει θέμα, κοιτώντας όμως με έντονο ύφος την Έφη. Η προσπάθεια δεν πέτυχε απόλυτα, αλλά διόρθωσε κάπως το κλίμα της παρέας. Το υπόλοιπο βράδυ, πέρασε ήσυχα, χωρίς άλλες εντάσεις, χωρίς να δείξει κανείς τους όμως και ιδιαίτερη διάθεση για γέλια και ευθυμίες. Η Δώρα κοίταγε την φίλη της μ’ ένα βλέμμα ερευνητικό , που όσο κι αν προσπάθησε να το κρύψει, δεν πέρασε απαρατήρητο απ’ τους άλλους. Την είχε βάλει σε σκέψεις και προβληματισμό. Ξαφνικά της ήρθε στο μυαλό η στάση της Έφης στο σπίτι. Και η ξαφνική αλλαγή από την παιγνιδιάρα φωνή του θυροτηλεφώνου και μετά όταν της είπε ό,τι θα ήταν κι ο Γιώργος μαζί τους. Ήξερε πως η φίλη της θα της μίλαγε αν σιγουρευόταν για κάτι, όπως της είχε πει. Τώρα ήξερε τι ήταν αυτό το κάτι. Ένοιωσε συμπάθεια που ενδιαφερόταν , αλλά πίστευε ό,τι ο Γιώργος δεν έφταιγε σε τίποτα. Ήθελε να βρει ένα τρόπο να μιλήσουν, εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Την έκαιγε μέσα της η αβεβαιότητα, η αμφιβολία. 

«Κυρίες και κύριε, μήπως θα έπρεπε σιγά – σιγά ν’ αποχωρούμε; Μην ξεχνάτε ό,τι έχουμε και δουλειές αύριο» 

Ο Προκόπης φάνηκε αρκετά εύθυμος καθώς έλεγε αυτά τα λόγια, σαν να είχε ζαλιστεί απ’ το κρασί, η ‘Έφη όμως ήξερε ό,τι δεν ήταν έτσι. Απλά ο «καλός» της προσπαθούσε να δώσει τέλος σε μια άσχημη όπως είχε εξελιχθεί , νύχτα. «Τι καλός που είναι», σκέφτηκε, «πόσο με ξέρει, πόσο με καταλαβαίνει!» και του χαμογέλασε με γλυκύτητα.

 «Σ’ αγαπώ», του ψιθύρισε , «σ’ αγαπώ όμορφέ μου πρίγκιπα» Μπήκαν στο αυτοκίνητο, άνοιξαν το ραδιόφωνο κι ο Προκόπης ανέλαβε να οδηγήσει στην επιστροφή μέχρι το σπίτι. Μετά θα το έπαιρνε η Δώρα. Η βραδιά ήταν καλή κι ο δρόμος δεν είχε πολύ κίνηση. Δεν άργησαν να φτάσουν. Η Έφη τους καληνύχτισε και αν και είδε το βλέμμα του συντρόφου της , δεν ένιωσε την ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη. Ο Προκόπης κατέβηκε κι αυτός απ’ την άλλη μεριά, για να την ακολουθήσει δίνοντας τη θέση του οδηγού στην νόμιμη κάτοχο. Όλα θα τελείωναν εκεί αν οι δυό φίλες δεν κοιτιόνταν στα μάτια . Η Δώρα άφησε τους άντρες και πήγε κοντά στη φίλη της, που εν τω μεταξύ είχε φτάσει στην πόρτα εισόδου της πολυκατοικίας. 

«Τι;» , την ρώτησε.

 «Τι θέλεις;», της απάντησε. 

«Πες μου, αυτό ήταν που σ’ απασχολούσε; Αυτό; Πες μου».

 «Τι ψάχνεις τώρα, δεν μου πέφτει λόγος εμένα, δική σου υπόθεση είναι. Και δεν είναι σωστό».

«Γιατί δεν σου πέφτει λόγος; Δεν μ’ αγαπάς; Πες μου να καταλάβω. Γιατί πρέπει να τρελαθώ;» 

«Τι να σου πω; Θέλει και ρώτημα τι προσπαθώ να σου πω; Δεν βλέπεις ό,τι είσαι πολύ καλή για μετριότητες; Ένας άνθρωπος που πολέμησε όπως εσύ, να συμβιβάζεται; Δεν μπορείς να λυτρωθείς απ’ τις ανασφάλειές σου; Έχεις σκεφτεί ποτέ να είσαι μια ζωή δίπλα σ’ αυτόν τον άνθρωπο; Μου ζήτησες κάποτε να σου πω κάτι, θυμάσαι; Ένα όνομα μου ζητούσες»

 «Ναι, θυμάμαι. Και κάτι με κάνει να πιστεύω ό,τι τώρα θα το μάθω!» Οι δυό άντρες μιλούσαν στο αυτοκίνητο, βλέποντας τις γυναίκες στην δικιά τους συζήτηση. Απ’ το ραδιόφωνο ακουγόταν μια μελωδία με τον Νταλάρα. Η νύχτα ήταν ήσυχη… Η φωνή της Έφης ακούστηκε σαν στριγκλιά:

 «Σωτηρόπουλος, Γιάννης, μ’ ακούς; Μ’ ακούς;»

ΟΝΕΙΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 

Είχαν περάσει περίπου δέκα μέρες απ’ το περιστατικό στο εστιατόριο και ο Προκόπης με την Έφη, κράταγαν μια μικρή , σχεδόν αδιόρατη, ψυχρότητα μεταξύ τους για την συμπεριφορά της δεύτερης. Ο Γιώργος, καταλαβαίνοντας πιο πολλά απ’ όσα ήθελαν τα λόγια να πουν, απομακρύνθηκε διακριτικά απ’ την Δώρα, που δεν είχε κάνει καμιά ιδιαίτερη κίνηση να τον μεταπείσει. Οι δυό φίλες είχαν μιλήσει στο τηλέφωνο, μετά την έκρηξη της Έφης στην είσοδο της πολυκατοικίας , με αποτέλεσμα ν’ αποκαλυφθούν τα πάντα γύρω από το «μυστήριο» του Γιάννη, κάτι για το οποίο ο Προκόπης διαφώνησε και μάλιστα έντονα. Το τηλέφωνο στο σπίτι της νοσοκόμας, χτυπούσε αρκετή ώρα, μέχρι εκείνη να βγει από το ντους, τυλιγμένη στην μεγάλη πράσινη πετσέτα της. 

«Παρακαλώ;»

 «Έλα εγώ είμαι», ακούστηκε η φωνή του εραστή της.

 «Έλα παιδί μου, καλημέρα. Που είσαι στο γραφείο; Μόλις γύρισα απ’ το νοσοκομείο και είπα να κάνω ένα ντους. Εσύ πώς είσαι;»

 «Καλά , πολύ καλά , αλλά θα ήθελα το βράδυ να βγούμε έξω να συζητήσουμε , να τα πούμε λίγο. Καιρό έχουμε να πάμε κάπου ήσυχα, έξω από το σπίτι κι επειδή σήμερα έχεις ρεπό ήθελα να βρεθούμε»

 «Τι θέλεις να πούμε; Σ’ απασχολεί ακόμα το θέμα της συμπεριφοράς μου;»

 «Ναι, να πω την αλήθεια, μ’ απασχολεί. Όχι ό,τι επηρεάζει, ή πρόκειται να επηρεάσει τη δική μας σχέση, αλλά νοιώθω ό,τι αδίκησες τον Γιώργο κι εξέθεσες τον Γιάννη που μας είχε ζητήσει να μείνει μακριά απ’ όλα αυτά»

 «Θέλεις να δικαιολογηθώ τώρα ή να περιμένεις μέχρι το βράδυ;»

 «Πες μου το βράδυ που θέλεις;» Έκλεισε το τηλέφωνο και έμεινε πάνω του ακουμπισμένη να σκέφτεται τα δίκια του Προκόπη, τα δίκια του Γιάννη, αλλά και τη θέση τη δικιά της απέναντι σε όλους. Σε μια στιγμή «απελπισίας» , έκανε κάτι που πίστευε σωστό, κάτι που βγήκε από μέσα της χωρίς να το σκεφτεί, χωρίς να το καταλάβει, χωρίς να ντραπεί. Πάντα ήταν παρορμητική, σε σημείο επιπολαιότητας πολλές φορές, αλλά τώρα δεν ένοιωθε την ανάγκη ούτε ν’ απολογηθεί , ούτε καν να ζητήσει συγγνώμη. Έσφιξε την πετσέτα πάνω της, νοιώθοντας να κρυώνει. Την χάιδεψε αμήχανα σαν να προσπαθούσε να παρηγορηθεί. Σκέφτηκε να κάνει καφέ να πιεί, ν’ ανάψει κι ένα τσιγάρο, να καθαρίσει λίγο το μυαλό της. Είχε αρκετή ώρα μπροστά της να κοιμηθεί και να ξεκουραστεί. Ήθελε να προετοιμάσει την άμυνά της, να μην εκτεθεί, αλλά και να μην στενοχωρήσει τον άνθρωπο που αγαπούσε. Έπρεπε να του δώσει να καταλάβει τη θέση της, να του δείξει ό,τι έχει κι αυτός δίκιο, αλλά ό,τι έπρεπε να συμφωνήσει μαζί της για το καλό και της Δώρας αλλά και του Γιάννη, όπως εκείνη πίστευε. Η ζωή θέλει πάθος για να εκδηλωθεί και το πάθος πηγάζει απ’ τον έρωτα, την ομορφιά, την συμφωνία . Και οι δυό αυτοί «γνωστοί-άγνωστοι» μεταξύ τους, δέναν με τις ίδιες πάνω – κάτω συνήθειες, φοβίες , ανασφάλειες και το ένστικτό της έλεγε ό,τι μαζί θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την δύναμη της πορείας. Δυό κούτσουρα που ενωμένα γίνονταν δέντρο. 

«Τι θέλει πάνω στα βουνά κι αυτός ο χριστιανός, μόνος κι έρημος, να ξεκινάει για αγρότης;», σκέφτηκε. «Λοιπόν να δεις που το σατανικό μυαλό μου , θα βρει κάποιο τρόπο να συναντηθούν. Όχι, παίζουμε!» Πήγε στη κρεβατοκάμαρα να φορέσει το νυχτικό της. Με αυτό της άρεσε να κυκλοφορεί στο σπίτι. Ο καφές θα έμενε για άλλη στιγμή, τώρα κατέστρωνε το σχέδιό της. Πέρασε λίγη ώρα κι έκλεισε το φως μ’ ένα χαμόγελο ικανοποίησης στα χείλη. Τώρα ήξερε τι να κάνει, ήξερε πώς να χειριστεί την υπόθεση, ένοιωθε δυνατή και σίγουρη. 

Το μπαράκι που είχαν κάνει στέκι τους , ήταν γεμάτο κόσμο, αλλά εκείνος βρήκε ένα τραπέζι σε μια γωνιά, ακριβώς όπως το ‘θελε. Μακριά απ’ τους άλλους θαμώνες και σε μια σχετικά ήσυχη από τη μουσική μεριά. Αν και αυτό το μαγαζί , δεν έπαιζε τρελά και άγρια κομμάτια, pop ή heavy metal και τέτοια. Το είχαν κάνει στέκι τους γιατί έπαιζε μουσική των Pink Floyd κάτι που άρεσε ,μέχρι τρέλας και στους δυό τους. Η Έφη είχε αργήσει και την περίμενε πίνοντας το πρώτο του ποτό. Δεν είχε πάει να την πάρει από το σπίτι, ψάχνοντας κι αυτός τις αιτίες να μείνει εκνευρισμένος, να υποστηρίξει τις θέσεις του, μέχρι που η καταλυτική παρουσία της γυναίκας , τον κάνει να υποχωρήσει και να παρασυρθεί στον έρωτά του. Άναψε τσιγάρο και άρχισε να παίζει με τον αναπτήρα , χτυπώντας τον ρυθμικά πάνω στο μάρμαρο του τραπεζιού. Η μελωδία του “Hey you”, απλωνότανε σαν μεθυστικό άρωμα στον χώρο, ηχητικό άρωμα όπως συνήθιζε να λέει, κάνοντάς τον πιο ευάλωτο έτσι, αλλά και πιο δεκτικό στις σκέψεις που είχε κι αυτός μόνος του κάνει και οι οποίες στο βάθος ήταν ίδιες με της Έφης. Το μικρό κερί μέσα στην γυάλα πάνω στο στρογγυλό τραπεζάκι , με τα κόκκινα και κίτρινα χρώματα, έπαιζε τη φλόγα του, στο ρυθμό των σκέψεών του. Κοίταξε το ρολόι. Η Έφη είχε αργήσει αρκετά, αλλά αν και τον εκνεύριζε αυτό, ήταν συνηθισμένο. Το ξανακοίταξε έτσι, αμήχανα και μετά στύλωσε τη ματιά του στο ποτό. Το δεκαοχτάχρονο Glenmorangie Extremely , το αγαπημένο του ουίσκι, τον ηρεμούσε με την αστραφτερή του, χρυσή όψη. 

Η πόρτα άνοιξε κι ένα θεσπέσιο πλάσμα, με κατακόκκινο φόρεμα, μακρύ με πιέτες , στενό στη μέση με μαύρη ζώνη και αποκαλυπτικότατο ντεκολτέ, εμφανίστηκε στο μπροστινό τραπέζι. Σηκώθηκε όρθιος να την υποδεχθεί, σίγουρος πια για την ήττα του, χωρίς να κρύβει το βλέμμα θαυμασμού που της έριχνε.

 «Άντε τώρα εγώ να κάνω σοβαρή συζήτηση μαζί της», σκέφτηκε, απολαμβάνοντας συγχρόνως και τις ματιές που έριχναν οι άλλοι , άντρες και γυναίκες με θαυμασμό οι πρώτοι , με ζήλια οι δεύτερες , στην θεωρητική γυναίκα. 

«Συγγνώμη, κύριε, είναι πιασμένη η θέση;», τον ρώτησε με περιπαιχτικό ύφος. Τα μάτια της τον κοίταγαν ίσια και καθαρά, λίγο υγρά και τέλεια βαμμένα. Του φάνηκε ό,τι τον κορόιδευαν λίγο ή γελούσαν μαζί του.

 «Πουτάνες που είναι όλες οι γυναίκες όταν θέλουν», σκέφτηκε , «και πόσο καλά χρησιμοποιούν τα όπλα που τους έδωσε η φύση!». Χαμογέλασε.

 «Εξαρτάται κυρία μου, εξαρτάται από το πόσο καλό κορίτσι θα είσαι»

 «Πόσο καλό πρέπει δηλαδή;», άφησε το χέρι της να ακουμπήσει με ανοιχτή παλάμη στο εσωτερικό του μηρού του, «τόσο φτάνει ή πιο πολύ;» 

«Αυτό θα δείξει» 

«Δηλαδή; Αν κάτσω στις φτέρνες και σε φιλήσω εκεί που φτάνω, θα είμαι αρκετά καλό κορίτσι; Ή θα έπρεπε να κάνω κάτι παραπάνω; Κάτι πιο αισχρό ας πούμε, όπως…»

 «Αρκετό θα ήταν κι αυτό, αρκετό. Κάτσε, τι θα πάρεις;»

 Εκείνη χαμογέλασε, ήξερε ό,τι είχε νικήσει ήδη. Πήρε ένα ακόμα πιο λάγνο ύφος , σταύρωσε τα πόδια, αφήνοντας το άνοιγμα στο φόρεμα να δείξει τον μηρό της.

 «Νομίζω ό,τι η Ανίτα Έκμπεργκ, θα ήταν τώρα ευχαριστημένη μ’ ένα διπλό μαρτίνι»

 «Μ,μ,μ,μ… Ανίτα Έκμπεργκ… ε,ε,ε… μάλιστα δίκιο έχεις. Πολύ Φελλινική σε βρίσκω. Αν και με το κόκκινο μαλλί, πιο πολύ θα μου ερχόταν στο μυαλό η Ρίτα Χέιγουωρθ . Βέβαια είμαι ευχαριστημένος που είσαι εσύ και καμιά άλλη. Γιατί εσύ είσαι το ταίρι μου και από καρδιά και από μυαλό , μα πάνω απ’ όλα από ψυχή. Και ελπίζω σήμερα να καταλάβεις αυτά που θέλω να πω»

 «Πρώτα το μαρτίνι και μετά ό,τι θέλεις αγοράκι»

 Ο σερβιτόρος της πήγε το ποτό σε κολονάτο ποτήρι με τριμμένο πάγο και μια μικρή ελιά. Την ώρα που έσκυβε να την σερβίρει, δεν μπόρεσε να μην ρίξει μια ματιά σ’ εκείνο το πλούσιο μπούστο, που ανοιγόταν μπροστά του, σαν πόρτα Παραδείσου. Προς στιγμή, ζήλεψε τον Προκόπη, αλλά με πειθαρχία, γύρισε πίσω στα υπόλοιπα καθήκοντά του. Η συζήτηση των δυο εραστών είχε αρχίσει με προαποφασισμένη , θα έλεγε κανείς, την νίκη της Έφης. Εκείνος προσπαθούσε μάταια, όσο κι αν ήταν προετοιμασμένος, ν’ αντικρούσει τον χείμαρρο που ξεπηδούσε από το στόμα της. Ένα ποτάμι λέξεων κυριολεκτικά, χωρίς καμιά ένταση στη φωνή, χωρίς μια προσβολή ή αποδοκιμασία προς εκείνον, χωρίς εμπάθεια ή αυτοπροβολή, γεμάτη , δυστυχώς για κείνον, με λογικά και συγκροτημένα επιχειρήματα.

 «Μου άρεσε που ήθελα να της μιλήσω εγώ!», σκέφτηκε ο Προκόπης με μελαγχολία. «Και τι νομίζεις ό,τι πρέπει να γίνει τώρα; Θα έπρεπε λες να προχωρήσουμε;»

 «Πιστεύω ό,τι πρέπει να κάνουμε κάτι να συναντηθούν. Τουλάχιστον αν θέλουμε να λεγόμαστε φίλοι τους, έχουμε νομίζω αυτή την υποχρέωση»

 «Και ό,τι βγει;»

 «Ναι, και ό,τι βγει»

 «Μου υπόσχεσαι ό,τι αν δεν κολλήσει το όλο πράγμα , δεν θα επιμείνεις παραπάνω;»

 «Το υπόσχομαι, αν και νομίζω ό,τι οι φίλοι πρέπει να επιμένουν με όλες τους τις δυνάμεις. Και κάτι άλλο που ήθελα να σου πω…»

 «Ναι;»

 «…»

 «Ναι, τι θα ήθελες;»

 «Σε ευχαριστώ που υπάρχεις. Είσαι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. Σε αγαπώ όσο δεν φαντάζεσαι, μούργο, που έλεγε και η Βουγιουκλάκη»

 Του έπιασε το χέρι, το έσφιξε στα δικά της και κάρφωσε εκείνα τα ωραία μάτια στα δικά του, ζητώντας στήριξη. Το μπαρ είχε αρκετή ζέστη, αλλά δεν πρέπει να ήταν απ’ αυτό ο ιδρώτας που έκανε την εμφάνισή του στο μέτωπό του. Τον γέμιζε αυτή η γυναίκα , τον έκανε να νοιώθει καλά κι άνετα και αυτό τον ικανοποιούσε αλλά και τον έκανε ανίσχυρο μπροστά της. Δεν τον ενοχλούσε ιδιαίτερα , αφού ποτέ δεν υπήρξε κάποιος ουσιαστικός ανταγωνισμός μεταξύ τους. Η σχέση τους, χαρακτηριζόταν από μια ισορροπία , που πήγαζε απ’ την αλληλοκατανόηση, απ’ το σεβασμό, μα πάνω απ’ όλα από την αλληλοεκτίμηση που έτρεφε ο ένας για την άλλη. Πλήρωσε τον λογαριασμό και την βοήθησε ιπποτικά να σηκωθεί, τραβώντας την καρέκλα της. Της άρεσε , όπως της άρεσε όταν της κράταγε το πανωφόρι να το βάλει. Τον φίλησε απαλά στην άκρη του στόματος κι έφυγαν αγκαλιασμένοι, τραβώντας τα βλέμματα των θαμώνων. 

Ο καιρός έκανε πάλι τα δικά του. Μια σιγανή βροχή έκανε τραγούδι το μουρμουρητό της πάνω στο καπό των παρκαρισμένων αυτοκινήτων. Οκτώβρης και το κρύο είχε αρχίσει , το βράδυ τουλάχιστον, να γίνεται αισθητό και μαζί με τη βροχή, αρκετά αισθητό. 

«Θα το αναλάβεις εσύ;»

 «Ποιο παιδί μου;» 

«Τον Γιάννη,…  να του το πεις, αλλά και να κανονίσεις μια εκδρομή εκεί»

 «Κι εσύ, τεμπέλα μου, τι θα κάνεις;»

 «Εγώ θα αναλάβω την άλλη, την φίλη μου. Ο καθένας τον φίλο του»

 «Και για ένα τι θα κάνεις να ξεπληρώσεις το «μέγιστο» κόπο μου;» 

«Θέλεις αλήθεια να σου πω τώρα; Θες να σε κάνω να κοκκινίσεις μες τη μέση του δρόμου; Είσαι σίγουρος;» 

«Μπορείς να με κάνεις να κοκκινίσω;»

 «Προκοπάκι, μην παίζεις μαζί μου. Ξέρεις πολύ καλά τι μπορώ να κάνω!» Έσκυψε στο αυτί του με σχεδόν βραχνή φωνή. Τώρα δεν κρατιόταν η ίδια, δεν άντεχε άλλο στις σκέψεις της. Μπήκαν στο αυτοκίνητο και οι δυό σε σχεδόν έξαλλη κατάσταση. Ο Προκόπης , με κατακόκκινο πρόσωπο από την έξαψη κι εκείνη με ένα ελαφρύ τρέμουλο σ’ όλο της το σώμα, σιωπηλή, ανίκανη να πει οτιδήποτε παραπάνω. Μόνο βιάζονταν να φτάσουν σπίτι. Το αυτοκίνητο ούρλιαξε καθώς τα λάστιχα σπινάρισαν στο βρεγμένο δρόμο.

 «Τελικά αγοράκι βλέπεις ό,τι μπορώ;»

 Γέλασε, αναγνωρίζοντάς της αυτήν την ικανότητα. Δεν χρειάζονταν λόγια, εκείνη ήξερε, δεν ήθελε απάντηση. Τον αγαπούσε, την λάτρευε!


ΟΝΕΙΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19 

Ένα περίπου μήνα μετά τη κουβέντα με τον Πανάγο και ακόμα τριγύριζε στο μυαλό του αυτή η συζήτηση, περί αντιπαλοτήτων στο χωριό. Δεν είχε όμως ακούσει και την αντίθετη άποψη, αν και είχε υποσχεθεί στον κυρ Ανέστη ό,τι θα το έκανε. Έπρεπε λοιπόν κάποια στιγμή να τον ξεμοναχιάσει και να τα πούνε. Κάτι όχι και τόσο δύσκολο αν αυτός κατ’ αρχάς εύρισκε λίγη ώρα. 

Τα πρώτα χιόνια είχαν κάνει την εμφάνισή τους όχι και τόσο δειλά, στην απέναντι κορυφή και δεν θ’ αργούσαν να τους έρθουν κι εδώ. Το κρύο είχε πια γίνει τσουχτερό και δεν μπορούσες καμιά ώρα την ημέρα να πας κάπου, χωρίς ένα μπουφάν. Τέλη Οκτώβρη εδώ στα ορεινά της Ευρυτανίας ήταν ήδη χειμώνας. Πλησίαζε η 28η του μήνα και όλο το χωριό ετοιμαζόταν για την Εθνική γιορτή. Παντού η κοινότητα είχε φροντίσει να υπάρχουν σημαιούλες των ηρώων του ’21 (που πιο πολύ βέβαια ταίριαζαν την 25η Μαρτίου) και φυσικά την πασίγνωστη αφίσα του Έλληνα στρατιώτη , που πηδάει συρματοπλέγματα και βράχια με χιόνια με την ξιφολόγχη προτεταμένη, το σχολείο στόλισε την είσοδό του με μεγάλα κλαδιά από φοίνικα (απορίας άξιο που βρέθηκαν και τι δουλειά είχαν σ’ αυτή τη γιορτή), ενώ ο δάσκαλος μιλούσε όπου βρισκόταν για τη σημασία της αντίστασης απέναντι στους Ιταλούς και τους Γερμανούς, για το Ρούπελ, τα χιόνια και το απόκοσμο κρύο, τις γυναίκες της Ηπείρου και ξαφνικά , πως το έκανε, πως το έφερνε, μιλούσε για τους ήρωες π’ αρνήθηκαν τα πάντα για την λευτεριά της πατρίδας, για τις μεγάλες μορφές του Γένους , για τον Ρήγα Φεραίο, (ξαναπήγαμε στο 1821), χωρίς βέβαια να ξεχνάει στο τέλος , σαν επωδό : «Τα σημερινά παιδιά, τίποτα. Ούτε αξίες στη ζωή τους, ούτε ιδανικά, ούτε όνειρα». Βέβαια κανείς δεν του είχε επισημάνει ό,τι τα λάθη των παιδιών , είναι αποτυχίες των γονιών τους. Η έλλειψη «ιδανικών», μήπως πήγαζε από κάπου αλλού; Μήπως η προηγούμενη γενιά, είχε φροντίσει γι αυτό; Πολλές φορές ήθελε να τον πιάσει να του μιλήσει, ήρεμα χωρίς να τον ξεμπροστιάσει, αλλά φοβόταν μη και οι άλλοι το πάρουν στραβά κι αρχίσουν να κουμπώνονται απέναντί του. Δεν ήθελαν και πολύ μάλιστα , μετά την κουβέντα του περί Θεού με τον παπά Νικόλα.

 Έριξε μια τελευταία ματιά στο σπίτι, σήκωσε το γιακά του μπουφάν του κι έκανε να βγει στο δρόμο, όταν χτύπησε το κινητό του. Απόρησε , αφού κανείς δεν του τηλεφωνούσε ή σχεδόν κανείς, εκτός από τον Προκόπη και τώρα, όπως διαπίστωσε, αυτός ήταν. 

«Καλώς τον φίλο μου, τον μοναδικό μου σύνδεσμο με τον πολιτισμό»

 «Τι κάνεις βρε μπαγάσα; Αγρότη μου εσύ!»

 «Καλά είμαι , ελπίζω να μη με πήρες για κακό, έτσι; Αλλά κρίνοντας από τη φωνή σου, μάλλον όχι»

«Κακό, τι κακό; Όλα καλά πάνε, η Αθήνα με την τρέλα της , αν και από την ημέρα που ξεκουμπίστηκες, ηρέμισε λίγο…»

 «Α, να χαθείς ρε»

 «Αλλά τίποτα το συγκλονιστικό. Να … ήθελα να σε ακούσω λίγο και είπα , δεν τον παίρνω λίγο; Να δω τι κάνει; Κι απ’ ό,τι βλέπεις σε παίρνω από το γραφείο, ας πληρώσει η τράπεζα, λεφτά έχει. Καλά δεν έκανα;»

 «Καλά λέει; Πολύ καλά μάλιστα . Η Έφη , καλά; Θα φάμε κανένα κουφέτο;»

 «Καλά και σε χαιρετάει, μάλιστα θέλει να έρθουμε να σε δούμε κάποιο Σαββατοκύριακο», είχε αρπάξει την ευκαιρία, «τι λες; Θα ήθελες; Θα κεράσεις κανένα κοψίδι;», το έριξε στα αστεία και στο φιλότιμο του άλλου, «όσο για κουφέτα… καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια».

 «Μπα, βλέπω σας έπιασαν οι επιθυμίες για τον παλιόφιλο! Και βέβαια κερνάω και κοψίδια και κόκκινο κρασάκι, θεσπέσιο, σκέτο ρουμπίνι. Μόνο που θα σε συμβούλευα να πάρεις και αλυσίδες μαζί σου, γιατί βλέπω να μας έρχεται μπόλικο χιόνι»

«Σοβαρολογείς τώρα; Οκτώβρη μήνα; Τόσο νωρίς;»

 «Και βέβαια σοβαρολογώ, τι το πέρασες εδώ, Αθήνα; Στην απέναντι κορυφή , το έστρωσε κιόλας κι όπως είπε το δελτίο καιρού, από στιγμή σε στιγμή θα έρθει κι εδώ να μας κάνει τη ζωή δύσκολη. Αλλά , ξέχασα εσείς δεν βλέπεται τον καιρό για τους αγρότες»

 «Τότε να πάρω, βλέπεις βρε; Για τον φίλο μου , δεν με σταματάει τίποτα. Ούτε χιόνια, ούτε βροχές, μάλιστα θα σου έχω και μια έκπληξη!»

 «Τι πράγμα;»

 «Αν σου πω, τι είδους έκπληξη θα είναι;»

 «Έλα, πες μου, ξέρεις ό,τι δεν μ’ αρέσουν τα ξαφνικά και απρόσμενα»

 «Όχι, δεν πρόκειται. Μόνο ό,τι θα έρθει κάποιος που θέλει να σε δει. Και μάλιστα θέλει πολύ. Και πιστεύω ό,τι κι εσένα θα σου αρέσει αυτή η επίσκεψη»

 «Ποιος είναι βρε; Πρόσεχε, σου έχω πει να μη φέρεις κανένα. Ελπίζω να μην είναι καμιά Μαριάνθη, γιατί τότε θα σε σκοτώσω»

 «Τρελός είσαι ρε; Που την θυμήθηκες την «συγχωρεμένη»; Όχι βέβαια, κάποιος άλλος»

 «Και δεν θα μου πεις;»

 «Υπομονή μέχρι το Σάββατο και θα δεις!»

 «Τέλος πάντων, θα περιμένω να δω, πάντως και πάλι σου λέω, πρόσεχε τι κάνεις. Μη χάσω την εμπιστοσύνη μου σε σένα»

 «Μη φοβάσαι τίποτα. Να εξακολουθήσεις να μ’ εμπιστεύεσαι παλιόφιλε. Άντε τώρα να σ’ αφήσω γιατί έχω και δουλειά και ξέρεις εσύ πως είναι η δουλειά εδώ. Ραντεβού το Σάββατο, φιλιά απ’ όλους»

 Έκλεισε το τηλέφωνο με καινούργιες σκέψεις στο μυαλό. «Ποιος θα μπορούσε να είναι άραγε ο επισκέπτης;», σκέφτηκε σχεδόν τρομοκρατημένος. «Σε τι μπελάδες πάει να με βάλει ο ανόητος». Άναψε τσιγάρο και κοίταξε τη καύτρα που έλαμπε, έπιασε το κλειδί να κλειδώσει το σπίτι, αν κι εδώ, αυτό δεν ήταν απαραίτητο και περπάτησε στην άκρη του δρόμου, μια συνήθεια της πρωτεύουσας , λες και υπήρχε να περάσει κανένα αυτοκίνητο. Εκτός από το δικό του, που το χρησιμοποιούσε σπάνια, υπήρχαν καμιά δεκαπενταριά αγροτικά και άλλα τόσα τρακτέρ.

 Κατεβαίνοντας για το καφενείο του Μένιου, πέρασε έξω απ’ το σπίτι της κυρα Ουρανίας και σκέφτηκε να την χαιρετήσει. Χτύπησε την πόρτα με το μάνταλο και περίμενε απόκριση. Μέσα ακούγονταν πιάτα , κατσαρόλια και γενικά ήχοι σπιτιού που κάποιος το συγυρίζει. Μετά από λίγο η πόρτα άνοιξε και η κυρα Ουρανία του χαμογέλασε:

 «Καλώς τ’ αγόρι μου. Τι κάν’ ς γιόκα μου; Κόπιασε μέσα να σε φιλέψω ένα γλυκάκι, ένα καφέ. Έλα να σου πω κιόλας, έχω πολύ χαρά σήμερο»

 «Μια καλημέρα πέρασα μόνο να σου πω, τίποτα άλλο, πάω στον κυρ Μένιο για καφέ, ευχαριστώ πάντως»

 «Μπρε πέρνα μέσα που σ’ λέω. Πέρνα ντες»

 «Άντε, μόνο για λίγο. Σύμφωνοι;» 

«Ναι, όσο θέλεις γιόκα μ’» Πέρασε τη χαμηλή πόρτα και μπήκε στην κουζίνα που έμοιαζε να την είχαν βομβαρδίσει. Παντού απλωμένα πιάτα, κατσαρόλες, μαχαιροπήρουνα, ποτήρια. Οι φλοκάτες ανασηκωμένες, σε μια προσπάθεια να καθαριστεί το πάτωμα από κάτω, τα ράφια με τα τρόφιμα άδεια με καινούργια κεντημένα μαντίλια, ενώ στο τραπέζι βρισκόταν ένα ολοκαίνουργο άσπρο τραπεζομάντιλο, απ’ αυτά που έχουν οι γυναίκες συνήθως κλεισμένα στα μπαούλα. Παντού επικρατούσε μια αναστάτωση, λες και επρόκειτο να συμβεί κάτι από λεπτό προς λεπτό. Ακόμα και η φωτιά στο τζάκι έκαιγε πολύ πιο δυνατά, ενισχυμένη με πολλά ξύλα. Τα τζάμια στα παράθυρα ήταν πεντακάθαρα, όχι ό,τι υπήρξαν ποτέ βρώμικα, αλλά σήμερα ήταν το κάτι άλλο, λες και κάποιος , η κυρα Ουρανία εν προκειμένω, τα έτριβε για ώρες. 

«Τι γίνεται εδώ κυρα Ουρανία; Τι είναι όλα αυτά;» 

«Δεν σου ‘πα γιέ μου, ό,τι θέλω να σου μιλήσω; Κόπιασε και κάτσε το λοιπόν. Όπου βολεύεσαι παιδί μου. Λοιπόν είπαμε, μέτριο τον πίν’ς, έτσι;»

 «Τελικά επιμένεις για τον καφέ ε; Άντε κάνε… μέτριο. Για πες μου λοιπόν κι αυτό που ήθελες. Τι είναι το τόσο σημαντικό , που σ’ έκανε να ξεσηκώσεις όλο το σπίτι;»

 «Α, γιόκα μου, τι πιο σημαντικό για μια μάνα; Τι πιο μεγάλο;»

 «Τι; Έρχεται η κόρη σου;»

 «Ναι αγόρι μου, έρχεται η τσούπρ’ μου, η φρεγάτα μου, το Αγγελικό μου, το κορίτσι μ’» Αν της έρχονταν κι άλλοι χαρακτηρισμοί θα τους έλεγε, η τρέλα της αναμονής την είχε κάνει να μη μπορεί να σταματήσει το στόμα της.

 «Η δικηγορίνα σου!» 

«Ναι κι απ’ αυτό είναι το σπλάχνο μ’. Και δικηγορίνα!» Δάκρυ κύλισε από τα μάτια της , καθώς έλεγε αυτό το τελευταίο. Η πίκρα της μάνας, εύρισκε το λυτρωμό της έστω και προσωρινά, μ’ αυτή την επίσκεψη που περίμενε. Χρόνια είχε να την δει και κάθε χρόνος μάζευε καημό και πόνο, τους συσσώρευε μες την καρδιά , με την σιωπηρή υπομονή των ανθρώπων που έχουν νοιώσει την μοναξιά στο πετσί τους.

 «Μπράβο – μπράβο, καλώς να την δεχτείς. Τότε και καφέ να πιώ και κουλουράκι να φάω και γλυκό… τι με σκέτο καφέ θα τη βγάλεις; Και τι ώρα την περιμένεις;»

 «Κατά το απόγιομα πιστεύω. Μάλιστα το βράδυ θέλω να ‘ρθεις κι εσύ Γιάννη μ’, να φάμε κάτι, να πιούμε κρασάκι και να τα πούμ’ και λίγο. Να την γνωρίσεις κι εσύ, να έχει κι εκείνη να πει κάτι με κάποιον στη «γλώσσα» της, να μην πλαντάξει μ’ εμάς τους μεγάλους, τους παλιόγερους κι άξεστους χωριάτες. Θέλω να κάνω ευχάριστο τον ερχομό της» 

«Σώπα, τι είναι αυτά που λες. Λες και δεν ξέρει που έρχεται, λες και δεν ξέρει το χωριό της! Και πόσο καιρό θα μείνει; Πολύ;» 

«Απ’ ό,τι κατάλαβα, καμιά δεκαριά μέρες , λίγο παραπάνω, λίγο παρακάτω. Όσες και να ‘ναι, θέλω να είναι καλές. Μακάρι να χιονίσει, να δει και το μικρό μου λίγο χιόνι και να το χαρεί, που τόσο το αγαπάει, να την αποκλείσει κιόλας και να μείνει και άλλες μέρες ακόμα» 

«Α, θέλεις να χιονίσει ε; Πάντως από άποψη παρέας θα είναι τυχερή. Ξέρεις έρχονται και κάποιοι δικοί μου φίλοι, μόνο για το Σαββατοκύριακο βέβαια, αλλά θα κάνουμε όλοι παρέα. Και πρέπει να είμαστε κοντινές ηλικίες» 

«Ποιοι φίλοι είναι αυτοί; Απ’ την παλιά σου δουλειά; Συνάδελφοι; Ούλο τέτοιους τραπεζικούς πρέπει να ξέρεις εσύ. Έτσι δεν είναι;» 

«Έτσι είναι, έτσι. Πρώην συνάδελφοι και πολύ καλοί φίλοι. Και μ’ έχουν βοηθήσει πολύ. Αυτοί είναι και οι μόνοι που ξέρουν που είμαι» 

«Δηλαδή θα είναι πολλοί; Και γυναίκες μαζί;» 

«Τρία με τέσσερα άτομα. Και γυναίκα μαζί, του φίλου μου η γυναίκα. Τουλάχιστον αυτό ξέρω εγώ»

 «Δηλαδή, δεν θα είναι καμιά δική σου… γνωστή μαζί; Κάποια που να έχεις επιθυμήσει πολύ να δεις;» 

«Εννοείς κάποια που να καίγομαι να δω, να συναντήσω ;»,το είπε με διάθεση περιπαιχτική, «όχι, αν υπήρχε κάτι τέτοιο, θα είχα φροντίσει να την δω τόσο καιρό. Δεν υπάρχει , προς το παρόν τουλάχιστον, κάποια που να μ’ ενδιαφέρει. Ηρέμησες τώρα;» 

«Γιατί να ηρεμήσω; Τι μ’ ενδιαφέρει εμένα; Άντρας είσαι, ό,τι θες κάν’ς . Θα γίνω εγώ, μια άγνωστη γυναίκα , κοτζαμπάσης στο σβέρκο σ’;» 

«Ε, να είπα, μήπως…» 

«Να μη λες άλλη φορά. Να φέρω εκείνο το γλυκό που σ’ έλεγα; Το κερασάκι;» Τώρα λες και κάτι έγινε και έδειχνε πιο εύθυμη, πιο ανοιχτή. Χαμογέλασε , σαν το άκουσμα αυτό να ήταν που περίμενε. Πονηρές σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό της, φίδια που γύρναγαν γύρω – γύρω, ψάχνοντας την πηγή να πιούν νερό. Στο νου της , στροβιλιζόταν η εικόνα του Γιάννη με την Αγγελικούλα της, να περπατάνε χέρι – χέρι και να γελάνε ανέμελα. Τον κοίταξε με την άκρη του ματιού της, ενώ ετοίμαζε το πιατάκι να σερβίρει. Όνειρό της , να δει την κόρη της , νυφούλα στα σκαλιά της εκκλησίας, μ’ ένα καλό παιδί στο πλάι της. Και ο Γιάννης ήταν καλό παιδί και «σεβαστικό»!




ΟΝΕΙΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20

ΑΓΓΕΛΙΚΗ

«Λοιπόν , πες μου, καλός ο καφές; Σου αρέσει; Πιστεύω ό,τι τον πέτυχα».

 Η κυρα Ουρανία ήταν λαλίστατη, γεμάτη ενέργεια, όλο κίνηση. Η χαρά της προσμονής, ξεχείλιζε, την έκανε να μην μπορεί να σταθεί σ’ ένα μέρος, να μη μπορεί να ελέγξει το στόμα της, σαν μικρό παιδί που περιμένει τη βόλτα ή την εκδρομή. Ήθελε να του πει πολλά , αλλά φοβόταν μη τον κουράσει με άσχετα πράγματα, μα με μόνο μ’ αυτά που μπορεί να τον ενδιέφεραν. Οτιδήποτε που θα τον έκανε να καθίσει λίγο ακόμα παρέα της. 

Ακούστηκε θόρυβος απ’ τον δρόμο, σαν κάποιο αυτοκίνητο να φρέναρε πάνω στα χώματα και τις πέτρες. Το κορνάρισμα ακούστηκε διαβολικό, να σκίζει την ηρεμία του τόπου, ν’ αναστατώνει τους πάντες. Φωνές και γέλια προστέθηκαν στη φασαρία. Μια γυναικεία φωνή επικρατούσε πάνω από τις άλλες και πρέπει να ήταν το λιγότερο τρία άτομα που δημιουργούσαν αυτό το πανδαιμόνιο. Η κυρα Ουρανία αναστατώθηκε, κιτρίνισε, έχασε τη λαλιά της. Παράτησε τον Γιάννη και σαν ελατήριο πετάχτηκε στην πόρτα. «Λες να είναι;» αναρωτήθηκε. «Μα μου είπε το απόγευμα», συμπλήρωσε. Στη βιασύνη της άνοιξε με τη δεύτερη προσπάθεια, αφού στη ταραχή της γλίστρησε το πόμολο. Ό ήλιος μπήκε απότομα απ’ το άνοιγμα και μαζί και η φωνή:

 «Μαμά, μαμά μου ήρθα»

 «Καλώς το κορίτσι μου, καλώς την κοκόνα μου, καλώς το παιδί μου. Κόπιασε κόρη μου , κόπιασε να σ’ αγκαλιάσω , να σε χαρώ» 

«Έλα μαμά μου, έλα να σ’ αγκαλιάσω κι εγώ» Οι δυο γυναίκες έπεσαν η μια στην αγκαλιά της άλλης, με τρυφερότητα και μανία συγχρόνως, με επιθυμία και λαχτάρα. Η ώρα λες και είχε σταματήσει και για τις δυο, ο υπόλοιπος κόσμος λες και είχε εξαφανιστεί. Τώρα υπήρχαν μόνο αυτές, μάνα και κόρη, στην συγκλονιστική τους ένωση. Τα δάκρυα έτρεχαν και απ’ τις δυο, ρυάκια που σταματημό δεν είχαν. Χάιδευαν η μια την άλλη και φιλιόντουσαν με τα μάτια κλειστά ν’ απολαύσουν τη στιγμή.

 «Μαμά, να σε δω… μου πάχυνες λιγάκι ή μου φαίνεται;» 

«Κι εσύ κωλοκομένο, γιατί αδυνάτισες; Μου λες; Τώρα θα σε περιλάβω εγώ και θα δεις. Που μου ήρθες μισή, απ’ ό,τι με άφησες την τελευταία φορά. Δεν μου λες, έτσι αρέσεις στους άντρες; Πετσί και κόκκαλο έμεινες. Σαν σουραύλι» 

«Ωχ, μαμά άρχισες; Έλα να σου γνωρίσω την παρέα μου. Αυτός ο ψηλός είναι ο Τάκης, συνάδελφος και καλός φίλος. Η κοπέλα από κει με το βαμμένο ξανθό μαλλί, η Ειρήνη κι ο άλλος κύριος είναι ο Ηρακλής ο άντρας της, όλοι καλοί φίλοι κι εκλεκτά παιδιά. Τους έχω σαν αδέρφια μου, να τα θεωρείς κι εσύ δικά σου παιδιά. Έτσι;» 

«Χάρηκα παιδιά μου. Να ξέρετε , της κόρης μου οι φίλοι είναι πάντα ευπρόσδεκτοι και αγαπητοί. Οι εχθροί της όμως , καλά θα έκαναν να μη με γνωρίσουν ποτέ τους. Να σου συστήσω κι εγώ παιδί μου, τον κύριο Γιάννη, φίλο απ’ την Αθήνα , που τώρα πια έχει εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό μας. Ξέρεις , …, πρώην τραπεζικός υπάλληλος και τώρα που μουρλάθηκε, αγρότης» 

«Άσε κυρα Ουρανία, να συστηθώ μόνος μου. Χαρά μου δεσποινίς μου, χαρά μου παιδιά που σας γνωρίζω. Είσαι λοιπόν η Αγγελική, η δικηγόρος! Μου έχει πει τόσα η μητέρα σου για σένα, που είναι σαν να σε ξέρω ήδη από παλιά» 

«Α, έτσι μαμά; Με κουτσομπολεύεις ή με διαφημίζεις; Κι εσύ εκτός από Γιάννης , πρώην τραπεζικός και νυν αγρότης, ή μάλλον μουρλός που κάνει τον αγρότη, να δικαιώσω και τη μαμά, τι άλλο;» 

«Με λένε Σωτηρόπουλο, μένω σ’ ένα σπίτι στην άκρη του χωριού, κάνω όπως έμαθες τον αγρότη, χωρίς, μπορώ να πω, μα ιδιαίτερη επιτυχία. Είμαι φίλος της μαμάς σου κι ο άνθρωπος που αντέχει να βλέπει αδιαμαρτύρητα τον 902 στην τηλεόραση , επί ώρες» 

«Ωχ, σε έχει ζαλίσει μ’ αυτά ε; δικαιολογημένα σε θεωρεί φίλο της τότε» Γελώντας όλοι τους , ξεφόρτωσαν τ’ αυτοκίνητο και μπήκαν στο σπίτι, να δουν και τα δωμάτιά τους, αφού θα φιλοξενούνταν όλοι εκεί. Μόνο η κυρα Ουρανία τράβηξε απ’ το χέρι, διακριτικά, ή έτσι εκείνη νόμιζε, την κόρη της μακριά απ’ τους άλλους. «Δεν μου λες, κυρά, όλοι αυτοί είναι καλοί σου φίλοι;» 

«Ναι βρε μαμά, δεν σου το είπα; Φίλοι και καλοί φίλοι μάλιστα» 

«Κι εντάξει αυτό το αντρόγυνο, αυτός ο άλλος ο … πως τον είπες, τι είναι;» 

«Ποιος ρε μάνα; Ο Τάκης;» «Ναι, αυτός. Τι είναι, τι τον έχεις; Είναι ο φίλος σου, ο δεσμός σου;» 

«Πάλι τα ίδια βρε μαμά; Όλους έτσι τους βλέπεις. Είναι φίλος και συνάδελφος . Στο είπα. Τώρα για δεσμός, … , δεν ξέρω. Τουλάχιστον ακόμη. Κάτι παίζεται αλλά θα δείξει ο καιρός, μπορεί και ναι, μπορεί και όχι. Άσε θα δείξει»

 «Μάλιστα! Και πότε θα δείξει; Όταν κλείσω τα μάτια μου πρώτα; Ή όταν δεν θα μπορώ να χαρώ τα εγγόνια μου;» 

«Πάντα βιαστική βρε μάνα, πάντα βιαστική. Πάμε μέσα τώρα , δεν είναι σωστό να τους αφήνουμε μόνους, μη ξεχνάς τον Ξένιο Δία» 

«Και ποιος είναι αυτός τσούπρα μ’. ‘Έφερες κι άλλον μαζί σου;»

 Γελώντας μπήκαν και αυτές στο σπίτι. Αφού η κυρα Ουρανία ζήτησε συγγνώμη για πολλοστή φορά, που όλα ήταν άνω – κάτω, τους έδειξε τα δωμάτιά τους και γύρισε στην κουζίνα να φτιάξει καφέδες, να πιούν τα παιδιά, να ξεκουραστούν από το ταξίδι, να ξαποστάσουν, να «στανιάρουν» . Βρήκε τον Γιάννη να κάθεται σε μια καρέκλα και να καπνίζει , αποσώνοντας τον καφέ του. Στάθηκε στην ξύλινη πόρτα και τον κοίταζε χωρίς αυτός να την αντιληφθεί. Νόμισε ό,τι είδε κάτι μελαγχολικό στη στάση του, σαν κάτι να τον απασχολούσε. Πλησίασε με αθόρυβα βήματα, χωρίς όμως να καταφέρει να τον αιφνιδιάσει. 

«Τι έγινε, βολεύτηκαν τα παιδιά;». Την ρώτησε , πιο πολύ για να πει κάτι παρά για να μάθει. 

«Ναι, πιστεύω πως ναι. Πως την είδες την Αγγελικούλα μου; Καλή δεν είναι;» 

«Καλή, πολύ καλή και όμορφη γυναίκα. Μπράβο της, πολύ – πολύ καλή. Να την χαίρεσαι , να την δεις όπως θέλεις» 

«Καλή, μόν’ μυαλό δεν έχει γιέ μου. Μόν’ αυτό. Δεν λέει ν’ αποκατασταθεί, να δω κι εγώ εγγονάκια να παίζουν μέσα στο σπίτι, ν’ αποκατασταθεί, να δω κι εγώ εγγονάκια να παίζουν μέσα στο σπίτι , να τρέχουν και να αναστατώνουν τον κόσμο. Κατάλαβέ με και μένα και μη με λες κι εσύ όπως η κόρη μου, κολλημένη με τις παλιές ιδέες και οπισθο … τέτοια που με λέει εκείνη συνέχεια. Τα λέω σε σένα αγόρι μου, γιατί όσο καιρό είσαι εδώ, αντιλήφθηκα ό,τι είσαι άνθρωπος που σκέφτεται και καταλαβαίνει από πόνο. Και ξέρω ό,τι κι εσύ έχεις περάσει πόνο, άσχετα αν δεν μου λες. Μάνα είμαι καταλαβαίνω πιότερα απ’ ό,τι νομίζεις , ή απ’ ό,τι αφήνω να φανεί. Μορφωμένη δεν είμαι, μα περηφανεύομαι πως κατάφερα να γίνω άνθρωπος στη ζωή μου. Και άνθρωπος είναι αυτός που συμπονάει και καταλαβαίνει. Άνθρωπο ζητάω κι εγώ τώρα. Παράπονο με πιάνει και ζήλια , κάθε φορά που βλέπω κάποιον να κοκορεύεται για τα κουτσούβελά του ή για τα εγγόνια του κι εγώ να γυρνάω τα μάτια αλλού, μη δουν ό,τι κλαίω και το πάρουν αλλιώς και παρεξηγηθώ. Βλέπεις ο κόσμος καταλαβαίνει, μόνο αυτά που θέλει και όπως εκείνος θέλει και τον συμφέρει»

 «Δεν σε κακολογώ, κυρα Ουρανία, δεν σε κακολογώ. Γι αυτό το μονόπλευρο συμφέρον , έφυγα κι εγώ από την Αθήνα. Και όχι μόνο έφυγα, αλλά έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου. Πιο καλά , είπα, εδώ, πιο αγνά, πιο καθάρια τα πράγματα σ’ ένα χωριό. Όμως η μικροπρέπεια και το κοντόφθαλμο των ανθρώπων υπάρχει παντού. Η κλίμακα μόνο διαφέρει» 

«Και τι κάνουμε; Διαπραγματευόμαστε; Υποκύπτουμε;» 

«Δεν ξέρω, αλήθεια δεν μπορώ να ξέρω. Πιστεύουμε στην εξάντληση , αλλά όχι στην απομόνωση. Δίνουμε τη μάχη από μέσα μας και ελπίζουμε σ’ οπαδούς. Αλλά πρέπει να κατασταλάξουμε στα πάθη μας. Πρέπει ίσως ν’ ανταλλάξουμε, βολή και ανάγκη, με το αύριο, με τα παιδιά μας»

 «Ποιος όμως θα μας σταθεί γιέ μου, έξω απ’ την ψυχή μας; Ποιος θα βοηθήσει να σταθούμε στα πόδια μας;» «Πιστεύεις ό,τι έχουμε ανάγκη από βοήθεια;» 

Η συζήτηση κόπηκε απότομα καθώς ακούστηκαν οι φωνές των υπολοίπων να κατεβαίνουν τη σκάλα. Τα γέλια έτρεχαν πιο γρήγορα απ’ την παρέα, για να ειδοποιούν τους άλλους. Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε απότομα και η Αγγελική πετάχτηκε μέσα, λες και κάποιος την είχε σπρώξει με δύναμη. Γέλαγε, αλλά από τα μάτια της πέρασε μια στιγμιαία σκιά βλέποντας τη μάνα της. 

«Τι συμβαίνει μαμά; Είχατε καμιά κουβέντα και σας διακόψαμε; Ε, Γιάννη; Μου φαίνεστε πολύ σοβαροί και οι δυό σας. Τι έγινε ανακαλύψατε κανένα ψεγάδι στη ζωή του Λένιν, ή η επανάσταση απέτυχε; Ελπίζω Γιάννη να μη σε ζάλισε πάλι με τα κομμουνιστικά της» 

«Όχι , τίποτα τέτοιο», γέλασε προσπαθώντας να φανεί πιο κεφάτος, «για σας λέγαμε , εννοώ για την παρέα σας και κάναμε τις κακόβουλες κρίσεις μας» 

«Ουάου, κακόβουλες ε; Για πέστε και σε μας να μάθουμε!» 

Γελώντας πάντα έπιασε τον Τάκη απ’ την μέση και του πέταξε ένα σκαστό φιλί στο μάγουλο. Φιλικά υποτίθεται, μα μες την αθωότητα της αγκαλιάς και του φιλιού, δεν πέρασε απαρατήρητη, η επιθυμία και η θέληση για κάτι άλλο. Η κυρα Ουρανία, «το ‘πιασε» κι εκείνη και ίσως γι αυτό να συννέφιασε λίγο. Ίσως , αν ο Γιάννης δεν ήταν μπροστά, να μην έδινε ιδιαίτερη σημασία. Ήθελε κάτι άλλο από την κόρη της , μάλιστα κάτι που να έχει εξ αρχής εγκρίνει αυτή. Και υπήρχε κάποιος που ανταποκρινόταν στα μέτρα της, τον είχε εγκρίνει κιόλας και δεν ήταν άλλος απ’ τον νέο που είχε έρθει να εγκατασταθεί στο χωριό τους. Ο Γιάννης προσπάθησε να φανεί διακριτικός. Σηκώθηκε και ζήτησε συγγνώμη , φόρεσε το μπουφάν του και έκανε να πάει στη πόρτα. 

«Για πού το ‘βαλες γιέ μου; Γιατί δεν κάθεσαι να τα πούμε;» 

«Είναι αργά κυρα Ουρανία, είναι αργά. Καλύτερα να τα πείτε εσείς κι εγώ δεν χάνομαι. Θα περάσω το βραδάκι , να πιώ ένα ποτήρι στην υγεία των παιδιών» 

«Θα ήθελα να μείνεις και τώρα παιδί μου. Θα ήθελα να νομίζεσαι της οικογένειας. Μέχρι τώρα μόνο εσένα είχα να μιλάω, όχι αυτούς. Ούτε καν τη κόρη μου. Λοιπόν θέλω να λογίζεσαι της οικογένειας»

 «Μεγάλο λόγο λες κυρα Ουρανία, μεγάλο λόγο. Με τιμά αυτό που αποκρίνεσαι, μα της οικογένειας δεν είμαι. Οικογένειά σου, είναι η κόρη σου και οι όποιοι συγγενείς σου. Όχι εγώ» 

«Ποτέ σου δεν μου μίλησες αυτή τη σκληρή γλώσσα της λογικής, γιατί το κάνεις τώρα; Πάντα μ’ άφηνες να φαντάζομαι ωραία πράγματα κι ας είχα άδικο. Λες να μην καταλάβαινα ό,τι σε κούραζα με τα κομμουνιστικά μου και το κομματικά μου; Λες ό,τι δεν καταλάβαινα, ό,τι συμφωνούσες, μόνο και μόνο για να ευχαριστιέμαι εγώ; Δεν λέω και η Αγγελικούλα μου, μ’ αγαπάει, αλλά ποιος άλλος συγγενής νομίζεις θα μ’ ανεχόταν; Και οικογένεια λογίζω, όχι αυτούς που κάνει το αίμα, αλλά όσους χωρά η καρδιά μου και η θέλησή μου. Γι αυτό θέλω να είσαι κι εσύ σ’ αυτούς που νογάω» 

«Μιλάς μεγάλα λόγια, στο ξανάπα κυρα Ουρανία μου, αλλά όπως και να το κάνουμε έχεις δίκιο και το λέω , όχι για να σε κανακέψω, αλλά γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Τέλος πάντων, σ’ ευχαριστώ, πρέπει όμως να πηγαίνω. Πείτε τα εσείς και το βράδυ τα ξαναλέμε όλοι μαζί» 

«Όπως αγαπάς γιέ μου» 

Βγήκε στο δρόμο και ανασήκωσε λίγο τον γιακά του μπουφάν, κάτι επιβεβλημένο, αφού φύσαγε βοριάς και δεν αστειευόταν. Κοίταξε τον ουρανό και τα σύγνεφα που είδε, τον ανησύχησαν λίγο. Πήρε το δρόμο του γυρισμού. Ήθελε να δει τον κυρ Ανέστη, αλλά φοβόταν ό,τι δεν θα συγκεντρωνόταν στη συζήτησή τους. Έτσι κίνησε για το σπίτι. Όλο και κάποια δουλειά θα εύρισκε να κάνει.


1 σχόλιο:

  1. Είμαι πολύ χαρούμενος που γνώρισα έναν άντρα σαν τον DR WALE, τόσο υπέροχο. περνούσα φρικτά στο γάμο μου, νόμιζα ότι η ζωή μου είχε τελειώσει γιατί τίποτα δεν κινούταν πια στη ζωή μου, ο γάμος μου δεν είναι σταθερός, επίσης τα πράγματα δεν πηγαίνουν ομαλά στον χώρο εργασίας μου. ο σύζυγός μου βασάνιζε τη ζωή μου, μετέφερε κάθε είδους γυναίκες που τις έβγαζαν στο γαμήλιο σπίτι μας, ήμουν πραγματικά μπερδεμένος με τη ζωή μου, απλώς νιώθω ότι μου αφαιρεί τη ζωή. αλλά όλα αλλάζουν για τα καλά όταν γνώρισα τον DR WALE, του είπα για τη συμπεριφορά του συζύγου μου και πώς με αντιμετώπιζε ο DR WALE μου ζήτησε να μην κλαίω άλλο ότι όλα θα πάνε καλά. Ο DR WALE μου είπε πράγματα που έπρεπε να κάνω και έκανα ανάλογα, μου ζήτησε να τα κάνω. πλήρωσα για όλα τα αντικείμενα που χρειάζονταν για να θεραπεύσει τη γοητεία που κάνει τον άντρα μου να συμπεριφέρεται άσχημα απέναντί ​​μου. αφού πλήρωσα για αυτά τα είδη, ο DR WALE έκανε μια δουλειά για μένα. Καθώς διαβάζετε αυτό τώρα, ο σύζυγός μου φέρεται καλά και εγώ και τα παιδιά στο σπίτι. Όλα χάρη στο DR WALE. μπορείτε να φτάσετε στο DR WALE στο WhatsApp/Viber: +2347054019402 Email email: drwalespellhome@gmail.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή