Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

ΣΤΟΝ Κ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
Στο περπάτημα των ίσκιων,
τρίζει τη νύχτα
ο θάνατος,
όχι τ’ ανθρώπου το βάρος
μήτε ο ανθός
καθώς στα χαλίκια προσκυνά.
Είναι της νιότης οι στιγμές,
που μαραμένες αποχωρούνε
στο μπλάβο της ζωής χαλί
γλιστρώντας
στη λάσπη
των μυριάδων στεναγμών.
Τα σύγνεφα θα κλάψουν
τη βροχή τους,
έναν αγέρα θα φυσήξουν
να θρηνεί
μ’ ένα παιδί
που κρατά την ποδιά της μάνας.
Αγέρας που ανακάτωσε νεκρά μαλλιά
σε μάχη μακρινή
σε κρανίου τόπο
αιμάτινη μαρμαρυγή.
Να το τοπίο
που δεν ζωγράφισε κανείς.
Λίγη ομίχλη στο πινέλο
λίγη κραυγή…
….και η μπογιά χυμένη στο σανίδι
κηλίδα
σαν απάτη
σαν ολόκληρη ζωή.
Οι ποιητές τραβάνε
τους δεσμούς μες τη ζωή
που μας κράταγαν γερτούς.
Μα δεν λευτερώνουν τους ανέμους
την ώρα της σιωπής.
Μόνο σαν δέντρα
στέκουν
σαν ένοχες στιγμές,
στο πλάι
στο φέρετρο που σφραγίστηκε η γνώμη.
Εσύ Κώστα
πρόδωσες τη λύπη
πρόδωσες την μαύρη
της ζωής μας, τη ρακένδυτη τρελή,
όταν θέλησες, ο θάνατος
να σου φέρει τη γαλήνη.
Ποτέ δεν θα μάθεις
ότι ζήσαμε την ίδια «Πρέβεζα»
μέσα στο ίδιο μελάνι
μόνο που δείλιασες εσύ
και γι αυτό μπροστά προχώρησες…
…. Γενναίε μου …. δειλέ….

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014



Η ΔΙΚΙΑ ΜΑΣ ΛΕΞΗ
Περπάτησα στους δρόμους
μιας γειτονιάς απ’ τα παλιά
ξεκούρασα τη ματιά
στους τοίχους,
των παλιών
των αγαπημένων μου σπιτιών.
Το μυαλό βασάνισα για να ‘βρει
τις παιδικές μου, όμορφες στιγμές
τ’ ανοιχτόκαρδα, της εφηβείας γέλια
τις πρώτες του άνδρα ευθύνες.
Τα οράματα πλάνεψα
για να ‘ρθουνε σιμά μου
Μέσα απ’ το δάκρυ
της ανάμνησης
προσπάθησα να δω
πλάνεψα και τις εικόνες, γέννησα καινούργιες
Σεργιάνι
στο δρόμο βγάνω
όλη μου τη ψυχή
της έμαθα να σέβεται
τον πόνο
τη λύπη
του κόσμου την κακομοιριά.
Τόσο νέος κι όμως…
λόγια έχω μόνο
για μαύρη σκοτεινιά.
Ίσως να βράδιασε νωρίς.
Καθίσαμε μαζί
να προσθέσουμε
στον κόσμο κάτι.
Μαζί φτιάξαμε
 μια λέξη
γράμμα το γράμμα.
Πόνο τον πόνο,
Ψυχή την ψυχή,
Αίμα το αίμα
και αμπαρώσαμε τα πάντα.
Τα μικρά, τα μεγάλα
τ ‘άσχημα, τα ωραία


Δακρύσαμε κι οι δυό
απ’ το ψέμα.
Αγκαλιαστήκαμε, μανιασμένα
σε μια οδυνηρή ένωση,
περπατήσαμε στους ορίζοντες τους σκοτεινούς,
για να χαθούμε

σε κάποιου ήλιου τη δύση…
ΑΝΤΙΟ
Βούλιαξα στη σκόνη της ανάμνησης
στο μυαλό σκηνοθέτησα το μέλλον
κύματα πλημμύρισα αγανάκτησης

στο στερνό, το σφύριγμα των τρένων
ΜΑΧΗ
Προσπάθησε το φως για να περάσει
δεμένα μ’ αλυσίδες, σκότη
πάλεψε ο νιός μέσα στη πλάση
τα γηρατειά να μη νικήσουν, μα η νιότη

προσπάθησε η Φύση ξανά να πλάσει
Τιτάνες, γίγαντες τρανούς
Γυναίκες στου φεγγαριού τη χάση

να μην κερνάνε  ανείπωτους καημούς 
ΜΕΡΕΣ ΓΙΟΡΤΙΝΕΣ
Όλες τις μέρες αυτές, τις γιορτινές
λιόλουστες μέρες π’ οι ανθρώποι όλοι γελούσαν
φτάσαν στο μυαλό στιγμές αλλοτινές
τότε καημέ, π’ οι καρδιές μας τους ουρανούς μετρούσαν

κι αν κάποτε πονούσα, απ’ αγάπη στη καρδιά
κι αν το δάκρυ κάποτε κυλούσε απ’ ευτυχία
τώρα του ρολογιού με χτυπά η απονιά

λαχτάρησε στα στήθια, της ζωής η παρρησία.

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

ΕΝΑΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΥΔΙΑ
Δυό κουπιά καρφωμένα
στην άμμο…
δυό κονσερβοκούτια
σκουριασμένα απ’ τον καιρό…
αγνώριστοι της αμμουδιάς
οι βρεγμένοι λόφοι,
αγνώριστοι τώρα
του καλοκαιριού οι καημοί.
Τραβάς το μάτι
στης θάλασσας την άκρη
εκεί που το κύμα
αγριεύει τη φωνή του…
εκεί που οι βράχοι
ανήμποροι γέροι,
σακάτηδες, στέκουν
στης θάλασσας το μίσος μπρός…
Στη βρεγμένη, σέρνεις το μάτι, παραλία
τους πύργους να ‘βρεις των παιδιών
τον ήλιο που τους έψηνε ν’ ονειρευτείς
τη ζωοδότρα, παιδική χαρά…
Τώρα το κρύο γιομίζει την άμμο,
βροχή δένει το χώμα με την πέτρα
λες και τη θάλασσα ποτίζει,
να θεριέψει…
Αγέρας ταξιδεύει
τα νεκρά κογχύλια
κυλώντας πα στα βότσαλα
τη σιωπηλή κραυγή τους…
παγωμένη η νύχτα κρύβει 
την πληγωμένη ομορφιά,
τις βάρκες που δεν ταξιδεύουν,
ρημαγμένες στη στεριά,
δεμένες με τη θάλασσα
μόνο στα όνειρά τους…
Ορίζοντες χωρίς λευκά πανιά
μαυροφόρο θέλουν τον Θησέα
τους χειμώνες να γυρνά,
να ‘βρει ευκαιρία
τις θάλασσες να ονομάσει με τα ονόματά τους
τόσο αντρίκεια
όσο … οι γυναίκες είναι

…Αιγαίο…
…Ιόνιο…
…Ικάριο…
Τώρα νοιώθεις τους Δαιδάλους
συμβουλές  να δίνουν
της θάλασσας το μένος δείχνουν
με τα χοντροκομμένα δάχτυλά τους…
Κι όσο κι αν περνά η ώρα
ίδια η εικόνα
ίδια η χειμωνιά.
Μόνο στα βάθια των ματιών
έμεινε άδοτο ηλιοβασίλεμα
και στης καρδιάς τα σκοτεινά
κάποια φλέβα
νοσταλγικά
- Θυμάται –
- Ζει – 
Το παλιό γλυκό σκοπό…


ΠΑΡΑΞΕΝΟ
Μου ‘μαθες ζωή να βλέπω
στα πληγωμένα πόδια
στο αίμα που χάλκευε τον χαρακτήρα,
ζεστό και αμείλικτα γλυκό
Σαν του δρόμου τ’ αγκάθια
γδέρναν τις αναζητήσεις της ψυχής μας
και τους πόθους του κορμιού,
τότε λοιπόν,
αλλόκοτοι φανήκανε οι πόνοι…
ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΥΡΤΑΡΙ
Βαμμένες στο κίτρινο της λήθης
οι σελίδες
από τα γράμματα αγάπης
Κιτρινισμένες κι οι αγάπες
απ’ τον άνυδρο, αδυσώπητο καιρό

Σκέβρωσαν
σάπια τα συρτάρια
που φυλάν τα περασμένα,
τις ορέξεις που φυλάν τις παλιές
τις ονειροπολήσεις τις ατέλειωτες,
τις λύπες, τις χαρές
που φαντάζουνε σημερινές

Θέλεις να δεις!
Μα, το συρτάρι, τρίζει το ξύλο του
Προσπάθεια ν’ ανοίξεις το χάος

Αντίσταση…
Προσπαθεί λες,
σε λήθη να κρατήσει
τους χαμένους θησαυρούς
Προσπάθεια να ξύσεις τις πληγές.
Αντίσταση…
Όσο παλιώνει
τόσο πιότερο σ’ αντιστέκει
Το ξύλο;

Τόσο πιότερο σε πολεμά
Το ξύλο;
Μα θέλεις να διαβάσεις!
Σ’ έχει πιάσει η όρεξη απ’ το σβέρκο
Θέλεις να λυπηθείς…
να δεις ποιοι προδώσαν…
ποιοι χαράξαν τη καρδιά…
Αντίσταση
Η σκουριά,
το χνάρι της λησμονιάς,
ο σύμμαχος του ξύλου
δεν σ’ αφήνουν ν’ ανοίξεις στην ομίχλη…
Αγκομαχάς…
Φωνάζεις…
Η επιθυμία, (εκδικήτρα της ζωής)
πιο μεγάλη
πλανεύτρα τρελή
Επιμένεις…
Αντίσταση…
Επιμένεις…
Το μπρούτζινο χερούλι, τρίζει τη φωνή του
σαν να βρίζει και συνάμα να παρακαλεί
Πεισματωμένο το συρτάρι
ανελέητα κρατεί
Τ’ ακροδάχτυλα ασπρίζουν
την προσπάθεια προδίδουν
το γινάτι
Οι γαλάζιες κορδέλες πρήζονται
ο πόνος καίει 
τ’ ανυπόμονο το χέρι.
Το συρτάρι
σφήνωσε το κίτρινο
στων σπλάχνων του τη σκοτεινιά
Κέρβερος, της περασμένης νιότης λες.
Προσπαθεί κι αυτό
με την ανίκητη δύναμή του
το δάχτυλο να σου πονέσει
κι όχι τη χαραγμένη σου καρδιά


Κατάλαβε επιτέλους
ανόητος ο ονειροπόλος
τις χίμαιρες  δεν κυνηγά
τώρα που πόνεσε το χέρι 
κι όχι το μυαλό

αυτή είναι του ξύλου η αλήθεια
η ξύλινη φωνή
Το νόημα της σκουριάς…