Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Εκείνο το βράδυ, ή ίσως κάποιο βράδυ μερικές εβδομάδες αργότερα, ο Χάνταρ ρώτησε τη γυναίκα ακόμη μια φορά, αν πράγματι καθόταν στο γραφειάκι της και έγραφε στο μπλοκ κάθε βράδυ.
«Δεν πιστεύω ότι γράφεις όσο θα έπρεπε» της είπε. «Πιστεύω ότι έχεις βολευτεί για τα καλά εδώ κοντά μου. Πιστεύω πως είσαι ένας άνθρωπος, που απλώς περνάει τον καιρό του»
«Γράφω’, του απάντησε εκείνη.
«Εγώ δεν μπορώ να το ξέρω αυτό», είπε ο Χάνταρ. «Δεν μπορώ να ξέρω τίποτε. Δεν ξέρω τι κάνεις πάνω στο δωμάτιό σου. Εγώ είμαι εδώ κάτω ξαπλωμένος κι εσύ εκεί πάνω»
Τότε η γυναίκα πήγε και πήρε το μπλοκ της και του διάβασε ότι είχε γράψει την προηγούμενη βραδιά. Η στεγνή φωνή της ακουγόταν σα γρατζούνισμα και επέτεινε έτσι την ξεραΐλα του κειμένου. Καθόταν στην καρέκλα στην άκρη του καναπέ και διάβαζε: «… στην εποχή μας δεν γίνεται καν σκέψη γι αυτά, είναι λέξεις που χάθηκαν ή ίσως μπορούν να θεωρηθούν σα μνημεία εποχών, κατά τις οποίες φαίνεται να υπήρχε μια σαφής σχέση ανάμεσα στη θέληση και την πράξη. Είναι φιγούρες της φαντασίας, που μόνο η αίσθηση της ευλάβειας ή μια γκρίζα, ξεθωριασμένη, αξιοθαύμαστη ανάμνηση μπορεί να τις πλησιάσει για λίγο. Όμως, δεν είναι η υπακοή που κατά κύριο λόγο χαρακτηρίζει τον Χριστόφορο. Η έννοια της υπακοής δεν έχει κατά κανένα τρόπο θέση στον κόσμο της σκέψης που ανήκει ο Χριστόφορος. Δεν μπορεί επίσης να γίνεται λόγος ούτε για υποταγή. Ο Χριστόφορος δεν υποτάσσεται σε κάποια θεϊκή τάξη ή σε κάποια άγια αποστολή. Δεν είναι η αγάπη ή η καλοσύνη, ούτε καν το αίσθημα της ανθρωπιάς, η κινητήρια δύναμη που τον οδηγεί και τον καταναγκάζει. Για να χρησιμοποιήσουμε όρους της ηθικής, θα ήταν ματαιοδοξία να προσπαθήσει κανείς να ερμηνεύσει το έργο του ή για να ακριβολογούμε, τη μανιώδη δραστηριότητά του, την παθιασμένη απλουστευτικότητα του.
Ο Χριστόφορος αντί να μας μιλάει, απλώς υπάρχει.
Αν κάποια στιγμή μας γνωστοποιούσε ξαφνικά, ότι θα τα παρατούσε όλα και θα γινόταν αναχωρητής, θα πήγαινε σπίτι του, τι θα σκεφτόμασταν; Όχι φυσικά. Ο Χριστόφορος δεν θα μπορούσε να κάνει ποτέ μια τέτοια δήλωση, γιατί θα ήταν γελοία, αντίθετη με το ύφος του και την προσβλητική για την αξιοπρέπειά του. γενικά θα ήταν αντίθετη με το χαρακτήρα του που του αποδίδεται σε αυτό το βιβλίο. Στην περίπτωσή του η έννοια του σπιτιού και της οικογένειας είναι ανύπαρκτη. Αν είχε σπίτι και οικογένεια δεν θα ήταν υπαρκτός με την ιδιότητα του σαν Χριστόφορος. Το σπίτι και η οικογένεια θα τον εξολόθρευαν. Η καθορισμένη κατεύθυνση, ο γεωγραφικά προσδιορισμένος προορισμός της πορείας του βρισκόταν σε γενικές γραμμές πέρα από τα όρια του δυνατού. Ο στόχος του έπρεπε να ήταν σκοτεινός και υπεροπτικά κερδοσκοπικός, σχεδόν πέρα από τις αισθήσεις. Ο προορισμός του έπρεπε αναπόφευκτα να είναι το πρακτικά απραγματοποίητο.
Ο μόνος κανόνας, στον οποίο υπάκουε ήταν αυτός της δημιουργίας. Ήταν δηλαδή το σχήμα εκείνο που έχει γενική ισχύ και αποτελεί αιώνιο καθήκον. Ήταν ο κανόνας, στον οποίο υπόκειται και η υπόλοιπη ανθρωπότητα, χωρίς να το γνωρίζει. Το δημιουργικό του έργο δεν ήταν ούτε εθελοντικό, ούτε χωρίς την θέλησή του. Ο Χριστόφορος απλά το πραγματοποιούσε.
Το τι δημιουργούσε, του ήταν κατά βάση αδιάφορο. Αυτό που του ερχόταν που και που στη σκέψη ήταν να δημιουργήσει τον υπομονετικό άνθρωπο, το γίγαντα εκείνο που δεν χορταίνει ποτέ από τα βάρη του κόσμου, το όχημα της ευσέβειας, τον αχθοφόρο που φτάνει στον κορεσμό μόνο αν ο ίδιος ο Δημιουργός του κόσμου καθίσει στους ώμους του και ούτω καθεξής. Ωστόσο το κύριο θέμα γι αυτόν ήταν και παραμένουν οι αρχές της δημιουργίας. Αν βέβαια μπορεί να γίνεται λόγος για κύριο θέμα σε σχέση με τον Χριστόφορο. Πιθανότατα η έννοια του κύριου θέματος πρέπει σε τούτο το πλαίσιο να εκφραστεί και να γίνει αντιληπτή με ειρωνεία γεμάτη περίσκεψη. Οτιδήποτε άλλο θα προσέδιδε στη φιγούρα, στο αντίγραφο – πρότυπο του Χριστόφορου μια μονοσημαντότητα που θα ήταν προσβλητική, σχεδόν μοιραία για την ανεξαρτησία του και την ιδιομορφία του. Αν ήταν δυνατό να χρησιμοποιήσει κανείς μια τέτοια ειρωνεία στο πεδίο της αγιοσύνης και του θεϊκού, ο Χριστόφορος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί υπάκουος.
Επιπλέον μια λέξη, όπως η ευσέβεια…
«Ναι», την διέκοψε ο Χάνταρ. «Ήταν πραγματικά υπάκουος»
«Ποιος;», τον ρώτησε η γυναίκα, «ποιος ήταν υπάκουος;»
Η ερώτησή της ήταν περιττή. Φυσικά ο Χάνταρ εννοούσε τον γιό του, το δικό του και της Μίνας, ίσως ακόμα και του Ούλοφ τον γιό.
Ναι, ήταν υπάκουος. Ποτέ δεν του είχε αντιμιλήσει, ούτε του είχε δημιουργήσει προβλήματα. Έκανε πάντα ότι του ζητούσε. Και, όσο πιο μεγάλος, πιο ψηλός και πιο έξυπνος γινότανε, τόσο πιο χρήσιμος και πιο υπάκουος αποδεικνυόταν ότι ήταν. Ναι, μάλιστα, ευσεβής ήταν η λέξη που του ταίριαζε. Ναι, θα το κάνω, ήταν η απάντησή του κάθε φορά που του ζητούσαν να κάνει κάτι. Άλλη απάντηση δεν ήξερε να δώσει. Και το έκανε πάντα με χαμόγελο, συχνά μάλιστα τραγουδώντας. Στη δουλειά ήταν επίμονος και επιμελής. Που και που συνήθιζε να σηκώνεται όρθιος και να μετακινεί με το αριστερό του χέρι τα μαλλιά του, που του έπεφταν στο μέτωπο και τα μάτια. Ναι, ήταν αριστερόχειρας, αλλά αυτό δεν μπορεί να ήταν ελάττωμα.
«Αυτό το κομμάτι που έγραψα και σου διάβασα προηγουμένως, ήταν κατανοητό;», ρώτησε η γυναίκα.
«Ναι, ναι», την διαβεβαίωσε ο Χάνταρ, «… τα κατάλαβα όλα, ως την τελευταία λέξη»
Και συνέχισε να μιλάει για τον γιό του.
«Ναι, ήταν υπάκουος σε όλα του, στην ομιλία του, στις πράξεις του, ως και στην παραμικρή κίνηση, την παραμικρή χειρονομία του».
Και ο Χάνταρ του είχε αγοράσει μια κιθάρα, μια κιθάρα εξάχορδη, με μια μπλε βαμβακερή ζώνη για να την κουβαλάει στον ώμο του. Και ο γιός είχε εξασκηθεί στην κιθάρα, παίζοντάς την κάτω από το σπίτι του Ούλοφ, που καμιά φορά από αφηρημάδα το αποκαλούσε σπίτι του. Και μετά, όταν πια είχε μάθει να παίζει τέλεια την κιθάρα του, ερχόταν εδώ στο σπίτι του Χάνταρ, καθόταν στην κουζίνα και του έπαιζε μουσική. Και είχε κόκκινα μάγουλα και γαλάζια μάτια. Δεν έμοιαζε καθόλου της Μίνας που ήταν κάτασπρη σαν την κιμωλία και είχε κόκκινα μάτια. Ήταν ένα μεγάλο θαύμα, που ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν περπατούσε πάνω στη γη. Να ‘χεις ένα τέτοιο γιό, δεν συγκρίνεται ούτε με το να έχεις το καλύτερο άλογο ή το πιο μεγάλο σπίτι είχε συμπληρώσει ο Χάνταρ.
«Με πονάνε τα μάτια», είπε μετά από μικρή σιωπή ο Χάνταρ. «Γι αυτό είναι κόκκινα και δακρυσμένα.

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

«Μπορώ να βάλω μπρος το αυτοκίνητό σου», είπε η γυναίκα στο Χάνταρ λίγο αργότερα. «Μπορώ να καθαρίσω το χιόνι μπροστά από τους τροχούς».
«Τι νόημα θα είχε;», της απάντησε ο Χάνταρ.
«Αν μιλήσω με το γιατρό του χωριού για τους πόνους σου, θα σου δώσει σίγουρα δυνατότερα παυσίπονα»
«Είμαι μια χαρά», απάντησε ο άντρας, «… δεν με νοιάζει πια για το τι γίνεται μέσα στο στομάχι και στα έντερά μου»
«Δεν μπορείς πια να μείνεις ακίνητος ξαπλωμένος. Ούτε να καθίσεις δεν μπορείς», του είπε η γυναίκα, «χρειάζεσαι βοήθεια»
«Μπορώ να βρω τη βοήθεια που χρειάζομαι», της απάντησε εκείνος. «Και ο Ούλοφ, δεν παίρνει παυσίπονα»
«Ο Ούλοφ δεν έχει πόνους»
«Το ίδιο κάνει», της είπε ο Χάνταρ. «Όταν πεθάνει ο Ούλοφ, τότε μπορείς να πάρεις το αμάξι και να μου φέρεις όσα χάπια και σταγόνες θέλεις»
Όταν θ ερχόταν η ώρα εκείνη, όταν θα πέθαινε ο Ούλοφ, τότε ο Χάνταρ δε θα έπαιρνε καμιά άλλη τροφή εκτός από τα παυσίπονα. Θα φλόμωνε στα παυσίπονα. Θα γέμιζε το στόμα του με χάπια και θα τα κατέβαζε μα νερό στο στομάχι του. Λίπος από σκύλο και φλούδες από ιτιά, άσπρα, κίτρινα και κόκκινα χάπια. Και η γυναίκα θα είχε την ευκαιρία να του προμηθεύσει ενέσεις και σωληνάρια και να τον φορτώσει με παυσίπονα.
Όσο όμως ζούσε ο Ούλοφ, τέρμα τα παυσίπονα.
2
Ναι, έτσι περνούσε τα χρόνια της ανάπτυξής του ο γιός του Χάνταρ. Ήταν γιός και διάδοχος στο σπίτι, τόσο στο σπίτι του Χάνταρ, όσο και στου Ούλοφ.
Ο Χάνταρ θυμότανε, ότι ο ίδιος ο γιός κάποτε το είχε θίξει αυτό το θέμα σε συζήτηση μαζί του. Είχε προσπαθήσει να του περιγράψει, πως ήταν οι σχέσεις τους. Συγκεκριμένα του είχε πει, ότι ήταν πλούτος γι αυτόν, να τους έχει και τους δυο, ότι δεν είχε μόνο τον ένα, αλλά και τους δυο. Ότι δεν είχε μόνο τον Χάνταρ, αλλά και τον Ούλοφ. Όταν δεν μπορούσε να βρίσκεται στον έναν, πήγαινε στον άλλο. Είχε την δυνατότητα να ζητήσει καταφύγιο, τόσο στον έναν, όσο και στον άλλον. Όπως π.χ. εκείνη τη φορά, που όντας σε λίγο ενήλικος, σχεδόν άντρας, χρειαζόταν ένα μηχανάκι ή εκείνη τη φορά που ήθελε ένα δερμάτινο μπουφάν με ψηλό γιακά και σκούρα κόκκινα μυτερά παπούτσια και καλάμι για ψάρεμα με μπαλαντέζα που δεν μπερδευόταν ποτέ.
«Πόσο κοστίζει;», τον είχε ρωτήσει ο Χάνταρ.
«Ποιο πράγμα;» είχε απαντήσει ο γιος.
«Εκείνο το μπουφάν;»
«Διακόσιες κορώνες»
«Να, πάρε τις», ήταν η απάντηση του Χάνταρ.
Είχε όμως και τις άλλες πλευρές της αυτή η ιστορία. Πολλές φορές ήταν ένα φορτίο ακόμα και για την σκέψη. Ήταν αναγκασμένος να κουβαλάει ένα προβληματικό διχασμό μέσα του. Του ήταν αδύνατο να συνδυάσει αυτούς τους δυο, τον Χάνταρ και τον Ούλοφ, σε μια και μόνη ενότητα, να τους έχει και τους δυο μαζί στη σκέψη του. Πότε σκεφτόταν τον ένα και πότε τον άλλο. Και όταν έστρεφε τη σκέψη του στον Ούλοφ, αισθανόταν να πλημμυρίζεται από διάφορες, συγκεκριμένες ιδιότητες και ιδιομορφίες. Όταν πάλι σκεφτόταν τον Χάνταρ, γινόταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος.
Ο Χάνταρ του είχε πει, ότι τον καταλάβαινε. Καταλάβαινε που δεν μπορούσε να μιλήσει με τον Ούλοφ γι αυτό το πράγμα.
Ήθελε να είναι αδιαίρετος, είχε πει ο γιος. Η μόνη του επιθυμία ήταν να αποτελείται από ένα και μόνο κομμάτι.
«Είσαι σαν το πεύκο που το κάνουν έπιπλο», του είχε πει τότε ο Χάνταρ. «Είσαι σαν ένα κούτσουρο ρίζας από πεύκο δεκαοχτώ ιντσών»
Αλλά για να καταλάβει ο Χάνταρ τι εννοούσε ο γιός του είχε διηγηθεί για κείνη την περίπτωση που είχε κατέβει κάτω στον πάγο και παρά λίγο να πνιγεί.
«Κινδύνεψες να πνιγείς;», τον είχε ρωτήσει ο Χάνταρ. «Δεν μου το είχε πει κανένας αυτό»
«Καλύτερα που δεν σου το είχαν πει, γιατί θ’ ανησυχούσες», του είχε απαντήσει ο γιός και αφού ο κίνδυνος είχε περάσει πια, του ήταν εύκολο να του πει τώρα την ιστορία εκείνη.
«Ποτέ δεν μπορεί να ξέρει κανείς», του είχε πει ο Χάνταρ, προσθέτοντας ότι για τον γιό του μπορούσε να κάνει υπερφυσικά πράγματα.
Ήταν τον ίδιο χειμώνα που είχαν πάει στους πάγους, ο γιός και τα άλλα αγόρια, τα οποία το σχολείο έμελλε να εκπαιδεύσει σε επαρχιακούς εφόρους, κυνηγούς του βασιλιά, δασκάλους και κτηνίατρους. Ο γιός είχε προχωρήσει λίγο περισσότερο απ’ ότι έπρεπε και είχε φτάσει σε μέρος που ο πάγος είχε αδυνατίσει.
«Δεν είμαι σίγουρος ότι έχω την ψυχική δύναμη, ότι αντέχω ν’ ακούσω αυτή την ιστορία», του είχε πει ο Χάνταρ.
Και όταν έφτασε στο αδύνατο σημείο του πάγου, είχε τέτοια ταχύτητα, τέτοια φόρα που το υπερπήδησε και πέρασε απέναντι στην άλλη άκρη του πάγου, στα ανοιχτά νερά. Τότε αμέσως βάλθηκε να κολυμπά. Δε θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι κολυμπούσε για να σώσει τη ζωή του.
Θυμόταν ο Χάνταρ, ότι όταν άκουγε το γιό του να του διηγείται αυτή την ιστορία, άρχισε να τρέμει ολόκληρος και αναγκάστηκε να ψάξει στήριγμα στον καναπέ για να μην πέσει.
Κολυμπούσε λοιπόν ο γιός στο βυθό, κάτω από τους πάγους. Μάλιστα στην προσπάθειά του να φτάσει κολυμπώντας στο σημείο που ο πάγος ήταν αδύνατος ή σε καμιά τρύπα του πάγου, είχε χτυπήσει στους αστραγάλους και στο σβέρκο, καθώς ο πάγος από την κάτω μεριά είχε αιχμηρές προεξοχές. Όπως θυμόταν ο Χάνταρ τώρα, ο γιός είχε κολυμπήσει κάτω από τον πάγο χωρίς να παίρνει ανάσα μια ώρα περίπου. Στην πραγματικότητα βέβαια θα ήταν κανένα λεπτό περίπου. Και όλη την ώρα, όλο εκείνο το ατέλειωτο λεπτό, είχε σκεφτεί ο γιός, όλη τη μακρόχρονη, την περίπου δεκαπεντάχρονη ζωή του. Είχε σκεφτεί τη Μίνα. Και είχε εντείνει στο έπακρο τις δυνάμεις του για να σκεφτεί και τους δυο ταυτόχρονα, τον Χάνταρ και τον Ούλοφ. Στην απελπισία του είχε προσπαθήσει να συνθέσει ένα και μόνο ον, για να μπορέσει να το καλέσει σε βοήθεια ή τουλάχιστον για να προλάβει να του στείλει μια τελευταία σκέψη. Αλλά στάθηκε αδύνατο. Όσο κι αν ταλαιπώρησε τη σκέψη του, δεν τα κατάφερε να τους ενώσει. Ο Χάνταρ είχε μείνει Χάνταρ και ο Ούλοφ, Ούλοφ. Και τελικά εγκατέλειψε τις προσπάθειές του. Είχε απορρίψει τον ένα και είχε κρατήσει τον άλλο στις σκέψεις του εκείνη ακριβώς τη στιγμή που έφτασε στην τρύπα του πάγου, έβγαλε το κεφάλι του πάνω από την επιφάνεια του νερού και πήρε ανάσα. Αν ήταν η αρχική τρύπα ή κάποια άλλη τρύπα, ήταν αδύνατο να ξέρει, αφού αυτός ο ίδιος ήταν πια άλλος άνθρωπος.
Ο Χάνταρ είχε εξαντληθεί εντελώς ακούγοντας αυτή την ιστορία. Δεν είχε πια δυνάμεις να ρωτήσει ποιόν από τους δυό είχε απορρίψει ο γιός και ποιόν είχε κρατήσει.
«Εκατόν πενήντα κορώνες», είχε απαντήσει ο γιός.
«Ορίστε, πάρε τες», του είχε πει ο Χάνταρ.

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Μια άλλη φορά η γυναίκα ρώτησε τον Χάνταρ:
«Ποιος θα κληρονομήσει όλα τα υπάρχοντά σου όταν θα φύγεις; Όταν παρόλα αυτά θα έχεις πεθάνει;»
«Όχι πάντως ο Ούλοφ», απάντησε εκείνος.
«Βέβαια, όχι ο Ούλοφ. Εννοώ κι εγώ όταν θα έχεις κληρονομήσει τον Ούλοφ, θα έχεις κτίσει τη σάουνα και θα έχεις πεθάνει μετά από όλα αυτά»
«Κανένας»
«Κανένας; Και τότε τι θα γίνουν το σπίτι, το δάσος, τα κομμένα ξύλα και το παράσπιτο;»
«Κανένας. Δεν θα με κληρονομήσει κανένας»
«Αυτό δεν γίνεται», του είπε η γυναίκα. «Κάποιος πρέπει να σε κληρονομήσει»
«Όλα θα αποκατασταθούν»
«Θα αποκατασταθούν;»
«Ναι, θα αποκατασταθούν», της απάντησε εκείνος. «Θα μπορούν να γίνουν όπως ήταν μια φορά κι έναν καιρό»
«Αυτό δεν το καταλαβαίνω», είπε η γυναίκα.
Τότε ο Χάνταρ προσπάθησε να της εξηγήσει: όλα θα επανέρχονταν στην αρχική τους κατάσταση, της είπε. Αυτό που θα συνέβαινε κατά τη σκέψη του ήταν μια αποκατάσταση. Μια αποκατάσταση που σήμαινε, ότι καθετί το ανθρώπινο και το υπερφυσικό θα εξαφανιζόταν σιγά – σιγά, θα βυθιζόταν στο περιθώριο των νέων δασών. Βέβαια όλα θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν, αλλά θα ήταν τόσο παραμερισμένα και προφυλαγμένα, που κανένας δεν θα ενδιαφερόταν γι αυτά.
«Θα είναι προδομένα», συμπλήρωσε.
«Κρυώνεις», είπε ο Ούλοφ στη γυναίκα μια μέρα. «Η μύτη σου είναι μελανιασμένη και το δέρμα των χεριών σου είναι έτοιμο να σκάσει.
Η γυναίκα παραδέχτηκε ότι κρύωνε. Όλα αυτά τα εικοσιτετράωρα που τα είχε περάσει αποτραβηγμένη στο Όβρεμπεργκ και που μπορούσε να τα μετρήσει στα δάχτυλα του ενός χεριού αισθανόταν σαν παγωμένη. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν οι μέρες με γλυκό καιρό αλλά με δυνατό άνεμο.
«Δεν είσαι καλά ντυμένη», της είπε ο Ούλοφ.
«Αφού δε μένω εδώ κανονικά», είπε η γυναίκα. «Δεν είχα μαζί μου ρούχα για το κλίμα εδώ σε τούτη την περιοχή»
«Μπορείς να φορέσεις τα ρούχα της Μίνας», συνέχισε ο Ούλοφ. «Μπορείς να πάρεις ότι θέλεις από την ντουλάπα της»
Δεν είχε ξανανοίξει εκείνη την μπλε ντουλάπα μέσα στην κάμαρη της ποτέ πριν. Μύριζε παλιό μαλλί και ναφθαλίνη. Βρήκε μια χοντρή μακριά ζακέτα που ήταν τρύπια στους αγκώνες κι ένα βαρύ, μαύρο πανωφόρι από ένα υλικό που έμοιαζε με ακατέργαστο μαλλί.
Όταν εκείνη δοκίμαζε τα ρούχα μέσα στην κουζίνα ο Ούλοφ της είπε:
«Μου φαίνεται σα να βλέπω πάλι τη Μίνα. Σα να τη βλέπω τότε που πήγαινε να φέρει τα γράμματα από το γραμματοκιβώτιο ή τότε που έπαιρνε το πατίνι για να βγει έξω στο δρόμο και να δει τα αυτοκίνητα.
Ύστερα όμως πρόσθεσε, ότι η γυναίκα δεν ήταν αρκετά ξανθή για να μοιάζει της Μίνας. Όχι, δεν είχε το ανάλογο άσπρο χρώμα. Αν μπορούσε κανείς να αφαιρέσει το χρώμα από τα μάγουλά της και τα φρύδια της και να κάνει το χρώμα των μαλλιών της άσπρο σαν την κιμωλία, μόνο τότε θα μπορούσε και η γυναίκα αυτή να γίνει τόσο ανείπωτα ωραία, όσο ήταν η Μίνα.
Στο ντουλάπι των ρούχων βρήκε επίσης ένα ζευγάρι γάντια με κόκκινες φούντες.
Ο Χάνταρ αναγνώρισε τη μακριά ζακέτα και το πανωφόρι και είπε ότι όλα κάνουν πάλι την εμφάνισή τους. Ποτέ δεν βλέπει κανείς ένα πράγμα για τελευταία φορά. Τελικά, οι αναμνήσεις, οι επαναλήψεις, τα αντίγραφα και οι επαναφορές είναι το μόνο πράγμα που βλέπει κανείς γύρω του.
Από εκείνη τη στιγμή και ύστερα η γυναίκα ήταν πάντα ντυμένη με εκείνα τα ρούχα, τα ρούχα της Μίνας, που ήταν φτιαγμένα ακριβώς για το ασταθές κλίμα στο Όβρεμπεργκ.
Ίσως να είχε περάσει κιόλας το χειρότερο κομμάτι του χειμώνα. Βέβαια συνέχιζε να χιονίζει ακόμα κάμποσες μέρες και φυσικά έπρεπε να καίει το τζάκι κάθε βράδυ. Αλλά κατά το μεσημέρι φαινόταν ο ήλιος για κάμποση ώρα. Και πότε – πότε έπεφταν από τη στέγη στάλες νερού από το χιόνι που έλειωνε και σχημάτιζε μικρά αυλάκια στα τζάμια του παράθυρου που λαμποκοπούσαν.
Η γυναίκα διηγήθηκε στον Ούλοφ, πόσο υπέφερε ο Χάνταρ από τους πόνους.
«Καλά να πάθει», είπε ο Ούλοφ, «καλά να πάθει».
Όσο πιο δυνατοί ήταν οι πόνοι, τόσο πιο κοντά στο θάνατο βρισκόταν ο Χάνταρ, πίστευε ο Ούλοφ.
«Ναι, έτσι πρέπει να είναι», σχολίασε η γυναίκα. «Πιθανώς έτσι έχουν τα πράγματα»
Σχετικά με τον εαυτό του, ο Ούλοφ είπε, ότι είχε εκείνη την κύρια ασθένεια, την καρδιά, αλλά και διάφορες δευτερεύουσες παθήσεις, όπως τα σπυριά στο στήθος και τους βραχίονες. Επιπλέον υπέφερε από μικροενοχλήσεις, κράμπες και άλλες παθήσεις, που δεν άξιζε τον κόπο να τις κατονομάσει. Επρόκειτο για παθήσεις που μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως φαγούρες και γαργαλίσματα και που συνήθως ήταν δυσάρεστες, αλλά καμιά φορά σχεδόν απολαυστικές. Αλλά πόνους δεν είχε. Η λέξη αυτή ήταν ξένη γι αυτόν και αποκρουστική.
Τίποτα δεν έδειχνε, νόμιζε ο Ούλοφ, ότι πλησίαζε τον θάνατο. Ορισμένες μέρες μάλιστα είχε την αίσθηση, ότι η ζωή γινόταν όλο και πιο ευχάριστη και σταθερή. Δεν υπήρχε πια τίποτα που να τον ανησυχεί. Μπορούσε τώρα χωρίς περιορισμούς και επιφυλάξεις να συγκεντρώσει όλες του τις δυνάμεις για να υπάρχει στη ζωή. Κάθε μέρα που περνούσε τον έφερνε όλο και πιο κοντά στη νίκη επί του Χάνταρ. Τα βράδια πριν αποκοιμηθεί συνήθιζε να σταυρώνει τα χέρια κάτω από το πηγούνι του και να αναστενάζει βαθιά από καθαρή και αθόλωτη ευγνωμοσύνη.
«Σε τι το χρησιμοποιείς εκείνο το κουτάλι;», ρώτησε η γυναίκα.
Στο δεξί χέρι του ο Ούλοφ κρατούσε ένα κουταλάκι τσαγιού και φαινόταν σα να προσπαθούσε να το κρύψει από την γυναίκα.
«Δεν είναι τίποτα, απλώς ένα κουταλάκι. Ένα κουταλάκι τσαγιού», απάντησε εκείνος.
Το κρατούσε στην παλάμη του, έτσι όπως ο Χάνταρ συνήθιζε να κρατάει την ξύλινη κούκλα. Το κουτάλι είχε ένα κίτρινο χερούλι από κόκκαλο. Το μέταλλο ήταν γκρίζο, πιθανώς ήταν αλουμίνιο.
Παρατηρούσε το νερό που έτρεχε στο τζάμι του παραθύρου. Δε μπορούσε να φανταστεί, ότι σύντομα θα ερχόταν η άνοιξη και το καλοκαίρι μόνο και μόνο επειδή το χιόνι έλειωνε εδώ κι εκεί. Αυτό το λιώσιμο του χιονιού δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα ψέμα, μια απάτη. Το νόημά του ήταν να ξεγελαστεί ο άνθρωπος και να αντέξει. Αν δεν ερχόταν ποτέ μια απαλότερη ανάσα ή μια ηλιαχτίδα, ο κόσμος θα υπέκυπτε σην απελπισία και στην απαισιοδοξία.
Για πολλούς ανθρώπους η άνοιξη και το καλοκαίρι φαίνεται να αποτελούν το νόημα της ζωής. Προκαλούσε κατάθλιψη η σκέψη, ότι μερικές τέτοιες ασήμαντες σταγόνες νερού στο τζάμι του παραθύρου, προφανώς μπορούσαν να δώσουν τόση χαρά στον άνθρωπο.
Ο ίδιος έμενε εντελώς αδιάφορος για τις εποχές του έτους. Δεν τον άγγιζαν καθόλου. Είχε καταφέρει να ξεπεράσει τις γελοίες και αυτονόητες αλλαγές του χρόνου. Γενικά αντιμετώπιζε πια με ψυχραιμία όλες τις μικρότητες και τις ηλιθιότητες τούτης της ζωής. Αυτό ήταν ένα προτέρημά του, αλλά δεν ήταν στην πραγματικότητα δικό του κατόρθωμα. Απλώς του είχε γίνει βίωμα.
«Μπορώ να σου πλύνω το κουταλάκι», του είπε η γυναίκα.
Αλλά και το πλύσιμο και το σφουγγάρισμα ήταν ματαιοδοξίες, που τις είχε πλέον αφήσει πίσω του.
Οι οποιοιδήποτε ρύποι και οι μεταδοτικές ουσίες που μπορούσαν να χωρέσουν σ’ ένα κουτάλι δεν ήταν κάτι που αφορούσε τον Ούλοφ. Ένα εξαντλημένο και αδυνατισμένο σώμα ήταν φυσικά περισσότερο εκτεθειμένο σε τέτοιες απειλές, όπως τώρα το σώμα του Χάνταρ. Γύρω από ένα αδυνατισμένο άνθρωπο, δεν υπάρχει κανένα προστατευτικό πέπλο. Όμως αυτός έμενε μέσα σε μια λειψανοθήκη, που μπορούσε να κρατήσει μακριά τα περισσότερα από τα υλικά που μεταδίδουν αρρώστιες και άλλα βάσανα.
Κατά τα άλλα αυτό το κουτάλι ήταν δικό του και η γυναίκα καλά θα έκανε να μην τον ξαναενοχλήσει γι αυτό το θέμα. Ήθελε να το κρατάει στο χέρι για κάποιο ειδικό λόγο κι αυτό ήταν αποκλειστικά δικό του θέμα.
Η γυναίκα παραδέχτηκε τελικά, ότι το κουτάλι δεν είχε καμιά ιδιαίτερη σημασία, είτε το έπλενε, είτε το άφηνε άπλυτο.
Αργότερα όμως ο Ούλοφ θέλησε παρ’ όλα αυτά να της δείξει πόσο έξυπνα και επιτήδεια χρησιμοποιούσε το κουτάλι.
Με πολλά προσοχή και φροντίδα έκανε επίδειξη στη χρήση του κουταλιού, ρίχνοντας πότε – πότε βλέμματα γεμάτα περηφάνια και μυστικοπάθεια προς το μέρος της.
Με τις άκρες των δαχτύλων του αριστερού χεριού του, ψαχούλευε το στήθος του και όταν βρήκε ένα εξόγκωμα που κατέληγε σε μια φουσκάλα γεμάτη υγρό, την πίεσε προσεκτικά με το νύχι ώσπου έκανε μια μικρή τρυπίτσα στην επιδερμίδα. Μετά συγκέντρωσε το υγρό από τη σπασμένη φουσκάλα στο κουτάλι του. Το υγρό ήταν αρκετά παχύρευστο, αλλά διαυγές σαν νερό.
Ύστερα έφερε το κουτάλι στα χείλη του και το έγλειψε.
«Είναι σαν μέλι», είπε ο Ούλοφ.
Είχε μετρήσει, ότι από τρεις φουσκάλες μάζευε ένα κουτάλι γεμάτο υγρό. Τη μέθοδο την είχε εφεύρει μόνος του. Όταν ο άνθρωπος μένει ξαπλωμένος ανάσκελα, ακίνητος όλη μέρα, μπορεί να συμβεί οτιδήποτε.
Αυτό έκαναν στα παλιά χρόνια οι κατασκευαστές χρυσού. Έμεναν ξαπλωμένοι ανάσκελα, μέρες ολόκληρες και τα κεφάλια τους πρήζονταν. Μέσα του υπήρχαν δημιουργικές δυνάμεις, που κανένας, ούτε αυτός ο ίδιος, δεν θα μπορούσε να διανοηθεί. Ίσως να μπορούσε τελικά να παράγει αποκλειστικά με τις δικές του δυνάμεις όλη τη τροφή και τα γλυκά που χρειαζόταν. Τη ρώτησε μήπως ήθελε να δοκιμάσει το υγρό.
«Όχι, ευχαριστώ», του απάντησε εκείνη.
Τούτος ο χυμός, τούτο το νέκταρ, ήταν φυσικό, ακατέργαστο προϊόν. Πιθανώς ήταν πιο απ’ όλα τα τρόφιμα που υπήρχαν στο εμπόριο. Ίσως να τον γιάτρευε τελικά αυτό το υγρό.
Και οι φουσκάλες έκλειναν σχεδόν αμέσως. Μετά από μερικές ώρες μπορούσε να αρμέξει πάλι με το κουτάλι του υγρό απ’ αυτές.
Της υπενθύμισε, τι της είχε πει νωρίτερα για την αρρώστια του. Δεν ήταν τόσο μονοσήμαντη κι απλή, όσο μπορούσε να υποθέσει κανείς αρχικά. Βέβαια, κατά κύριο λόγο ήταν μια κακή αρρώστια. Μάλιστα δεν ήταν μόνο κακή, αλλά και ανυπόφορα οδυνηρή. Διαβολική θα έλεγε κανείς. Είχε όμως και τις καλές της πλευρές. Είχε τη δική της δημιουργικότητα, τις δικές της ελκυστικές παρενέργειες, τους δικούς της κύκλους.
«Δεν με πιστεύεις;», τη ρώτησε κάποια στιγμή.
«Πίστη δεν μπορώ να δώσω στα λόγια σου», του απάντησε εκείνη. «Διαπιστώνω ότι είναι αλήθεια».
Εκείνη τη στιγμή φάνηκε μάλιστα μια αχνή ηλιαχτίδα στο παράθυρο. Η γυναίκα, αφού βοήθησε τον Ούλοφ με όλες εκείνες τις δουλειές, που χρειάζονταν να γίνονται κάθε μέρα είπε:
«Θα μπορούσες να είχες κάποιον να σε βοηθάει με όλα αυτά»
«Μα, δεν έχω εσένα;», της απάντησε εκείνος.
«Όχι’, είπε η γυναίκα. «Εγώ είμαι εδώ επειδή δεν έχεις κανέναν άλλον»
«Ποιόν να είχα;», είπε ο Ούλοφ.
«Το γιο που σου γέννησε η Μίνα», απάντησε η γυναίκα, «… τον Λαρς».
«Ποτέ…», είπε ο Ούλοφ, «… ο Λαρς δεν είναι για τέτοιες δουλειές»
Όχι βέβαια. Ο γιός του δεν ήταν για τέτοιες δουλειές. Αυτός ήταν πολύ αξιόλογος και μεγαλειώδης, είχε πλατείς ώμους και πλούσια χαρίσματα. Δεν μπορούσε απλούστατα να κάνει τέτοιες δουλειές. Του Ούλοφ του ερχόταν να χασκογελάσει, μόνο και μόνο στη σκέψη, ότι ο γιός του θα άδειαζε τον κουβά με τις ακαθαρσίες του ή ότι θα τον έπλενε ανάμεσα στα μπούτια. Ο γιός του, αυτός που θα γινόταν δάσκαλος ή ιερέας ή τοπογράφος ή σαν αυτούς που γράφουν βιβλία για τον ήλιο και τους βατράχους. Αυτός που η επιδερμίδα του θα ήταν άσπρη και λεπτή σαν το χαρτί της εφημερίδας. Όχι ποτέ.
«Δεν λες το όνομά του», παρατήρησε η γυναίκα.
«Το όνομά του;», ρώτησε ο Ούλοφ.
«Ναι, δεν λες το όνομά του»
Γιατί, πράγματι, να χρησιμοποιήσει το όνομα του γιού του, τη στιγμή που αυτό είχε πέσει σε αχρηστία; Τη στιγμή που ο γιός του δεν μπορούσε να τρέξει κοντά του, αν τον φώναζε;
Γιατί να χρησιμοποιήσει ένα όνομα που δεν σήμαινε τίποτα για κανέναν; Γιατί να της πει το όνομα του γιού του, τη στιγμή που η γυναίκα αυτή ούτε καν φευγαλέα δεν μπορούσε να φανταστεί πως ήταν το παιδί όταν έμπαινε στην κουζίνα από το παράθυρο με μια πέρκα που είχε πιάσει στη λίμνη; Για την ακρίβεια έπρεπε να πει, ο νεαρός με τα γαλάζια μάτια και τα αραιά γένια στο πηγούνι.
Η γυναίκα μπορούσε να πει το όνομα του γιού όσο συχνά ήθελε. Αλλά ο ίδιος δε το έφερε ποτέ στα χείλη του.
«Πάντως λεγόταν Λαρς», είπε η γυναίκα.
«Ναι, τν έλεγαν Λαρς», απάντησε εκείνος.

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Το φως της ημέρας διήρκεσε κανά – δυό ώρες. Ένα μικρό κομμάτι του ήλιου φάνηκε φευγαλέα κάποια στιγμή μακριά στον ορίζοντα, πάνω από τις βουνοκορφές στα νότια. Μετά την αυγή μετατράπηκε σιγά – σιγά αλλά αμετάπειστα σε δείλι.
Η γυναίκα πήγαινε στον Ούλοφ τις ώρες που είχε φως της ημέρας. Βέβαια ο Ούλοφ της είχε πει μια μέρα:
«Εσύ βέβαια μένεις στον Χάνταρ, κοιμάσαι στο δωμάτιό του πάνω στη σοφίτα, αλλά κατά βάθος εμένα σκέφτεσαι και πονάς. Δεν μπορείς να υποφέρεις στη σκέψη ότι θα με θάψει ο Χάνταρ, ότι θα με πετάξει στην λίμνη, σαν να ήμουν ένα ψόφιο μοσχάρι, ότι θα με δώσει για τροφή στα ψάρια»
Ο Ούλοφ τολμούσε κιόλας να ισχυριστεί, ότι η γυναίκα είχε μείνει για χάρη του, ότι ήθελε να βεβαιωθεί, πως δεν θα πέθαινε πριν από τον Χάνταρ. Αν τούτη η άκρη της γης ήταν έρημε, με εξαίρεση τον Χάνταρ και τον καρκίνο του, τότε η γυναίκα δε θα είχε μείνει.
«Δεν έχω μείνει εδώ’, τον διόρθωσε εκείνη. «Όπου να ναι φεύγω»
Τότε η φωνή του έγινε κλαψιάρικη και παραπονιάρικη και ο Ούλοφ άπλωσε το χέρι του και την άγγιξε στον αγκώνα. Τι ήθελε δηλαδή να πει αυτή η γυναίκα; Μήπως ότι η ζωή του δεν ήταν αρκετά ελκυστική, ώστε να αποτελέσει την απαραίτητη αιτία γι αυτήν να αναθεωρήσει ριζικά τα ταξιδιωτικά της σχέδια και να βάλει στην άκρη κάθε άλλη εργασία για χάρη του; Μήπως δεν ήταν ο Ούλοφ ένα πληρέστατο και αξιολογότατο αντικείμενο για τις δικές της πράξεις αγάπης; Μήπως δεν ήταν η ζωή του ελκυστική κι ωραία; Μήπως δεν είχε ανυπολόγιστη αξία;
«Η ζωή σου είναι καλή», του απάντησε εκείνη.
Τις τελευταίες εβδομάδες του είχαν παρουσιαστεί κάτι μικρά, κοκκινόχρωμα πρηξίματα, ιδιαίτερα στο στήθος και στους ώμους. Ο Ούλοφ είπε, ότι ήταν εξανθήματα.
Η γυναίκα τα έπλυνε με κρύο νερό και γλυκερίνη. Είχε βρει το μπουκαλάκι με τη γλυκερίνη σ’ ένα από τα τελευταία ράφια, πάνω, στα ψηλά στο ντουλάπι.
«Είναι της Μίνας η γλυκερίνη», της είχε πει ο Ούλοφ. «Την έβαζε στη μαρμελάδα που τρώγαμε όταν είχαμε ψάρια»
«Συνήθιζες να ψαρεύεις;», τον ρώτησε η γυναίκα. «Καθόσουν με τις ώρες και ψάρευες από την βάρκα σου στη λίμνη;»
«Ήταν για την Μίνα, το ωραιότερο πράγμα στη ζωή της», απάντησε εκείνος. «Της άρεσε πολύ, να κάθεται μέσα στη βάρκα κάτω στη λίμνη»
Η Μίνα συνήθιζε να του ετοιμάζει το σακίδιο με το φαγητό και μετά του έλεγε: «Πήγαινε τώρα να κάτσεις στη βάρκα σου στη λίμνη»
«Τα έτρωγες τα ψάρια;», τον ρώτησε.
«Η πέρκα τρώγεται, αν της ρίξει κανείς πολύ ζάχαρη», είπε ο Ούλοφ. «Τότε παίρνει τη γεύση του αμυγδαλωτού. Με τον λούτσο όμως δεν γίνεται τίποτε»
«Το ψάρι, πρέπει να το τρώει κανείς με τα χέρια, με τον αντίχειρα και το δείκτη», συμπλήρωσε ο Ούλοφ.
Είπε επίσης στη γυναίκα, ότι ήταν μεγάλη ατυχία που αυτή δεν είχε έρθει στο σπίτι του πολύ νωρίτερα. Σ’ αυτή την περίπτωση θα είχαν τη δυνατότητα να καθίσουν μαζί στη βάρκα στη λίμνη. Ο ίδιος θα ήταν πολλά χρόνια νεότερος. Δεν ήθελε όμως να της πει πόσα. Θα ήταν δυνατότερος, πιο ευκίνητος και πιο ευρηματικός. Αυτή ακριβώς η ιδιότητα, η ευρηματικότητα, ήταν που χαρακτήριζε κυρίως τον Ούλοφ. Δεν είχε εφεύρει μόνο το ζαχάρωμα της πέρκας, αλλά και την καροτόσουπα καθώς κι εκείνο το φαγητό που μαγειρεύεται από τις ρίζες του έλατου και τα τρυφερά βλαστάρια της ιτιάς και το σιρόπι που βγάζει το λίπος, για να μην αναφέρουμε όλα τα άλλα μικροαντικείμενα που είχε επινοήσει και δημιουργήσει μόνος του και που τώρα είχε ξεχάσει. Επιπλέον, ο ιδρώτας του μύριζε ωραία. Μύριζε σαν το σαπούνι και τη σκόνη πλυσίματος. Αλλά και λόγω της μνήμης του, έπρεπε η γυναίκα να τον είχε αναζητήσει πολύ νωρίτερα. Ο Ούλοφ είχε μια απίθανη και αλάνθαστη μνήμη. Τώρα όμως, η μνήμη του άρχιζε να τον εγκαταλείπει. Η μνήμη και οι περίπλοκοι συνειρμοί. Θυμόταν καθαρά πως οι σκέψεις του δένονταν μεταξύ τους, η μια με την άλλη σαν την ραχοκοκαλιά του ψαριού.
Αν είχε έρθει νωρίτερα θα μπορούσε να τον ρωτήσει για οτιδήποτε.
Ήθελε πολύ να της πει, ότι κάποτε στο παρελθόν ήξερε πολύ καλά, π.χ. τι σημαίνει θάνατος, αιωνιότητα και Θεός. Μπορούσε πραγματικά ν’ απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση. Τώρα όμως, τα είχε ξεχάσει όλα. Δεν θυμόταν τίποτε από τις σκέψεις του και όλες τις γνώσεις του. Αφού λοιπόν δεν είχε έρθει πολύ νωρίτερα, δεν θα μπορούσε πια ποτέ να βρει πειστική απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής.
Ο Ούλοφ θυμόταν όμως πάρα πολύ καλά, ότι τα ήξερε όλα. Η μνήμη του, η οποία αν το καλοεξέταζε κανείς δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα είδος λήθης, ήταν εξίσου καλή, όπως μια πίστη. Ναι, πράγματι. Η μνήμη του ήταν μια χαλύβδινη πίστη.
«Είναι σίγουρο και αληθινό, αυτό που σου λέω», της είπε.
Στο κέντρο κάθε κοκκινωπού οιδήματος στο στήθος και στα μπράτσα του είχαν εμφανιστεί σπυριά, κάτι μικρές άσπρες φουσκάλες και ο Ούλοφ παρατήρησε, ότι τα εξανθήματα αυτά είχαν αρχίσει να μαζεύουν υγρό.
«Γιατί θα έπρεπε να είχα έρθει ειδικά σε σένα για να σου θέσω τέτοια ερωτήματα;», ρώτησε η γυναίκα.
Για την μοναξιά, που η γυναίκα είχε αναφερθεί πολλές φορές σ’ αυτήν, ο Χάνταρ είπε:
«Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της μοναχικής ζωής είναι το γεγονός ότι δίνεται η δυνατότητα να γνωρίσει κανείς τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν χρειάζεται κανείς να κάνει προσπάθεια για να γνωρίσει κάποιον άλλο άνθρωπο. Μπορεί να δώσει όλες του τις δυνάμεις και όλες τις σκέψεις στον ίδιο του τον εαυτό. Τώρα, τολμώ να ισχυριστώ, ότι δεν υπάρχει τίποτα μέσα μου, που να μου είναι άγνωστο».
Συνεχίζοντας είπε, ότι αυτό που μισούσε περισσότερο από κάθε τι άλλο στους ανθρώπους ήταν η αυταπάτη. Ο ίδιος δεν είχε πει ποτέ ψέματα στον εαυτό του. Ήταν κριτής του εαυτού του και μάλιστα ήταν πολύ αυστηρός κριτής. Αν είχε κάποιο ελάττωμα, αυτό ήταν το εξής: ήταν αδυσώπητος με τον εαυτό του, συχνά μάλιστα σχεδόν βάναυσος.
Τέτοιας ήταν π.χ. σ’ ότι αφορά στα θέματα του πόθου για απολαύσεις και στα θέματα των ορμών. Σ’ αυτά τα θέματα είχε ξεκαθαρίσει τα πράγματα με τον εαυτό του με τέτοια σκληρότητα που οι ορέξεις καμιά φορά μετατρέπονταν στο αντίθετό τους. Είχαν γίνει γι αυτόν ένας σταυρός μαρτυρίου, που αναγκαζόταν να κουβαλάει στους ώμους του.
Ωστόσο, τα πράγματα πήγαιναν γι αυτόν ως επί το πλείστον καλά.
Η αγάπη για την αλήθεια ήταν γι αυτόν μια ιδιότητα που εκτιμούσε περισσότερο από κάθε άλλη στον εαυτό του.
Ποτέ δεν ήταν υποκριτής.
Αν ήθελε να είναι ειλικρινής, έπρεπε βεβαίως να παραδεχτεί πως μισούσε τον εαυτό του. Αλλά ήταν ταυτόχρονα περήφανος και χαιρόταν που είχε την δύναμη να είναι αληθινός. Αγαπούσε την αλήθεια ακόμα και στις πιο δύσκολες και πιο απαίσιες στιγμές της. Π.χ. είχε παρακαλέσει, είχε προσκυνήσει το γιατρό, να του δείξει την ακτινογραφία του όγκου του. Αν ήταν δυνατόν, θα ήθελε να του έκοβαν τον όγκο αυτόν και να τον έβαζαν σ’ ένα γυάλινο δοχείο, για να μπορεί να τον έχει συνέχεια μπροστά του. Αυτή τη σχέση είχε συνάψει με όλες τις παραμορφώσεις, τα καρκινώματα και τα τραύματα της ζωής του. Ήθελε να τα έχει μονίμως μπροστά του για να τα βλέπει.
Μια άλλη πολύτιμη αρετή του ήταν, ότι δεν ανακατευόταν στη ζωή των άλλων. Τους άφηνε πάντα στην ησυχία τους.
«Αυτή είναι η αλήθεια», είπε.
Ο Ούλοφ αντίθετα, κάποτε θα πνιγόταν και θα καταστρεφόταν από την ίδια την ψευτιά του και την υποκρισία του.
Αν είχε έρθει στο σπίτι του κάποια άλλη εποχή του χρόνου, είπε η γυναίκα στον Χάνταρ, … αν αυτός ο χειμώνας δεν ήταν τόσο απαίσιος, τότε δεν θα είχε μείνει ούτε καν τόσο φευγαλέα, όπως συνέβαινε τώρα. Δεν θα είχε επιτρέψει στον εαυτό της τόσο εύκολα καμία διανυκτέρευση. Θα είχε παραιτηθεί πραγματικά απ’ αυτή τη σύντομη παραμονή της στο σπίτι του Χάνταρ.
«Κάπου έπρεπε όμως να μείνεις», της είπε ο Χάνταρ.
Αργότερα η γυναίκα ρώτησε τον Χάνταρ για το παιδί. Μάλλον δεν ρώτησε, αλλά απλώς του έκανε νύξη για κείνο το μικρό πλάσμα που έφερε πρώτα στην κοιλιά της και αργότερα έξω στον κόσμο η Μίνα, εκείνο το πλάσμα που δεν του επέτρεψαν να πάρει το σωστό όνομα, το παιδί που η Μίνα κουβαλούσε στην ψάθινη κούνια. Τότε ο Χάνταρ άρχισε να μιλάει για τους πόνους του με οργισμένη φωνή και να χτυπάει το μέτωπό του και τους κροτάφους του με τις γροθιές του.
Της είπε, πως όφειλε να καταλάβει, ότι δεν μπορούσε να μιλήσει μαζί της εύκολα κι ελεύθερα, όπως αυτή ίσως περίμενε, ότι δεν μπορούσε να πιάσει ψιλοκουβέντα για το ένα και το άλλο θέμα, όπως σίγουρα συνηθιζόταν στη Νότια Σουηδία, γιατί οι πόνοι διέκοπταν συνεχώς τον ειρμό των σκέψεών του και της ομιλίας του. Ο πόνος, της εξήγησε, είναι σαν ένα ρολόι, που χτυπάει και σε αναγκάζει να σωπάσεις και να μετρήσεις τους χτύπους. Ή πάλι σαν τον δρυοκολάπτη που σταματάει για μια στιγμή ν’ αναπαυτεί και μετά πάλι αρχίζει να χτυπάει δαιμονισμένα με το ράμφος του τα δέντρα.
Ο Ούλοφ δεν είχε φυσικά πόνους και γι αυτό μπορούσε να μιλάει όσο ήθελε και για οποιοδήποτε πράγμα ήθελε, χωρίς να τον διακόπτει κανείς. Του αρκούσε μόνο να σταματήσει για λίγο και να πάρει μια ανάσα, που και που. Σε μια ζωή τόσο γλυκιά, όσο η δική του, ο πόνος δεν είχε καμιά θέση. Ωστόσο, μεταξύ γλύκας και αρμύρας υπάρχει κάποια σκοτεινή σχέση. Ναι, πράγματι. Ο πόνος είναι κατά κάποιο τρόπο η απώτερη, η ύστατη μορφή αρμύρας.
Τον αναστάτωνε αυτή η αίσθηση, ο πόνος δηλαδή, όπως αποκαλούσε τα βάσανα, τις ταλαιπωρίες και την οδύνη. Σε τελική ανάλυση, ο πόνος και η αναστάτωση είχαν την προέλευσή τους στο καρκίνωμα.
Ήθελε να πιστεύει, ότι επρόκειτο για ένα και μόνο όγκο, για αυτό χρησιμοποίησε ενικό. Είχε καταφέρει να τον συνηθίσει σε μεγάλο βαθμό και είχε μάθει να ζει μαζί του. Αν και είχε πολλαπλασιαστεί ο όγκος κι είχε αποκτήσει απογόνους με τη μορφή των παραφυάδων και των μεταστάσεων στα πιο απίθανα σημεία του σώματός του, ωστόσο οι σκέψεις του Χάνταρ προτιμούσαν να επιμένουν στον πρώτο και σίγουρα γνήσιο όγκο. Έτσι και ο πόνος παρέμενε με τον τρόπο αυτό ακέραιος κι αδιαίρετος.
Θα ήταν ανυπόφορο ή εν πάση περιπτώσει θα ήταν περιττό να εντείνει κανείς τις δυνάμεις του και να σκέφτεται λαβύρινθους θυγατρικών ή δεύτερης κατηγορίας πόνων, τους οποίους το λογικό στη ματαιοδοξία του αναγκάζεται να διαχωρίσει και να σχηματίσει μια συγκεκριμένη άποψη γι αυτούς.
Βέβαια δεν είναι δυνατόν να αρνηθεί κανείς ότι ο πόνος, αν κανείς καλοεξετάσει την καρδιά και τα νεφρά, αποτελείται στην πραγματικότητα από αναρίθμητα ρυάκια και παραποτάμους που τελικά ενώνονται σ’ έναν μεγάλο ποταμό, ο οποίος διαπερνά ολόκληρο τον οργανισμό. Αλλά για την ανθρώπινη αίσθηση του πόνου αυτό δεν έχει καμιά σημασία.
Κατά την γνώμη του Χάνταρ, ο Ούλοφ δεν θα μπορούσε ποτέ να μιλήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο με τη γυναίκα, γιατί δεν είχε γνωρίσει τον πόνο. Δεν ήταν καν άρρωστος.
Αυτός βρισκόταν απλώς στα πρόθυρα του θανάτου.
«Ή μήπως δεν είναι ετοιμοθάνατος;», ρώτησε.
«Ναι», του απάντησε η γυναίκα. «Πρέπει να είναι στα τελευταία του».
«Ο πόνος είναι σπάνιος εδώ στα βόρεια», συνέχισε ο Χάνταρ. «Όπως και να έχει το πράγμα πάντως, δεν τον συναντά κανείς συχνά. Ο ίδιος δεν μπορούσε να θυμηθεί, αν είχε δει ποτέ πόνο με τη σημασία της λέξης, στους γνωστούς και τους συγγενείς του, παρόλο που πολλοί από τον κύκλο του αποδεδειγμένα είχαν αρρωστήσει ή ακόμα είχαν πεθάνει. Ίσως να υπήρχε πόνος στις περιπτώσεις αυτές, αλλά αυτός δεν έτυχε να τον διαπιστώσει ποτέ. Ίσως το κρύο, το χιόνι και η σκοτεινιά να είχαν μια καταπραϋντική επίδραση στον πόνο.
Ο Χάνταρ είχε καταλάβει ότι στα νότια ο πόνος είναι αφάνταστα πιο συνηθισμένος και εμφανής.
Για το λόγο αυτό το γεγονός ότι η γυναίκα είχε αποφασίσει να κάνει αυτό το ταξίδι για χάρη του και να μείνει κοντά του, του έδινε χαρά, τουλάχιστον του απάλυνε ως ένα βαθμό τα βάσανα. Και αφού η γυναίκα αυτή καταγόταν από τον Νότο, μπορούσε να μιλάει μαζί της εντελώς ελεύθερα, σχεδόν επιπόλαια για τον πόνο. Δεν χρειαζόταν να τον κρύβει, γιατί γι αυτήν ο πόνος ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
Όλοι οι άνθρωποι έπρεπε, κατά τη γνώμη του Χάνταρ, να έχουν στο πλάι τους έναν άνθρωπο από το Νότο στα τελευταία τους. Να έχουν έναν άνθρωπο, ο οποίος δεν ντρέπεται, για να μη πούμε μένει εντελώς απαθής, όταν έρχεται σε επαφή με τον πόνο και μπορεί να ακούσει οποιοδήποτε παράπονο.
Οι τελευταίοι πόνοι της ζωής είναι και οι πιο δυνατοί, απερίγραπτα δυνατοί.
Και δεν περιορίζονται μόνο στο παρόν, αλλά κουβαλούν μέσα τους και υπολείμματα από αναρίθμητους πόνους του παρελθόντος, θολούς και ρυπαρούς πόνους απ’ όλα τα κατακάθια του βυθού της ίδιας μας της ζωής, που αναδύονται στην επιφάνεια από το ανακάτωμα. Το κεφάλι του Χάνταρ ίσως δεν ήταν αρκετά μεγάλο για να χωρέσει όλους αυτούς τους πόνους που αναγκαζόταν να αισθάνεται και να αναλογίζεται. Από τη μια μεριά, ο πόνος τον κούραζε σε τέτοιο βαθμό, που κατά βάθος ήθελε να αποκοιμηθεί στον αιώνιο ύπνο. Από την άλλη μεριά όμως ο πόνος τον κρατούσε ξάγρυπνο. Αμέσως μετά το θάνατο σκεπτόταν μόνο να ξεκουραστεί. Μετά θα έβλεπε.
Ωστόσο, τελειώνοντας, ο Χάνταρ είπε μερικά λόγια και για το παιδί που του είχε γεννήσει η Μίνα.
«Μεγάλωσε», είπε. «Μεγάλωσε και ψήλωσε πολύ».

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Ο Χάνταρ είχε κουραστεί τόσο πολύ από την προσπάθεια, που ακούμπησε το μάγουλό του στο προσκέφαλο της γυναίκας. Τότε αυτή ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και τον έσπρωξε απαλά από κοντά της.
«Πρέπει να κοιμηθείς», του είπε, «μπορείς να μιλήσεις μαζί μου οποτεδήποτε θέλεις κατά τη διάρκεια της ημέρας. Θα σε ακούσω. Μπορείς να μου διηγηθείς ότι θέλεις. Έχουμε όλο τον χρόνο του κόσμου γι αυτό»
«Την νύχτα έχει ο άνθρωπος την ανάγκη να μιλήσει», απάντησε ο Χάνταρ.
«Θα σε βοηθήσω να κατέβεις τη σκάλα¨, είπε η γυναίκα. «Θα σε στηρίξω. Αύριο μπορείς να μου πεις ότι θέλεις, οτιδήποτε σου κατέβει στο νου»
Όταν όμως ξημέρωσε, ο Χάνταρ ήταν σιωπηλός. Ήταν ξαπλωμένος με κλειστά τα μάτια, για να μη μπει η γυναίκα στον πειρασμό και του πει κάτι. Συνήθιζε να κλείνει τα μάτια ακόμη κι όταν η γυναίκα τον έτρεφε, δίνοντάς του χυλό με κομματάκια φρυγανιάς.
Όχι, δεν ήθελαν να της διηγηθούν τίποτα για τη ζωή τους ο Ούλοφ και ο Χάνταρ. Αλλά κι αυτή δεν απαιτούσε κάτι τέτοιο.
Όμως συνέβαινε να σημειώσει κάτι στο περιθώριο του συγγραφικού της μπλοκ, που θα έπρεπε να σημαίνει πολλά γι αυτούς όσο θα ζούσαν.
Αγελάδες, έγραφε. Πρόβατα και γουρούνια. Άλογα. Σωροί ξυλείας. Καιρός.
Μια φορά έγραψε: «σε λίγο ο Ούλοφ θα πεθαίνει»
Και μερικές σελίδες παρακάτω: «τώρα είναι ετοιμοθάνατος ο Χάνταρ»
Σα να είχε δει την μικρή σημείωση στο περιθώριο και σα να ήθελε να την επεκτείνει και να την διευκρινίσει, ο Χάνταρ είπε κάποιο βράδυ λίγα λόγια για τα παράξενα χαρακτηριστικά που παρουσίαζε η κατάστασή του. Ακόμη και ο επικείμενος θάνατος είναι ένας τρόπος ζωής, διαβεβαίωσε την γυναίκα εκείνο το βράδυ ο Χάνταρ. Ο θάνατος είναι κατά κύριο λόγο μια μορφή ζωής. Είναι μια ζωή σε ακραία μορφή, μια ζωή, στην οποία τίποτα πια δεν λέγεται και δεν εκδηλώνεται. Ο άνθρωπος απλώς υπάρχει. Τίποτα παραπέρα. Βάζει κανείς τα δυνατά του, αντλεί όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει, για να διατηρηθεί στη ζωή, για να μη μείνει η ζωή του αιωνίως μισοτελειωμένη. Όταν ο ετοιμοθάνατος μιλάει, δεν το κάνει για να πει κάτι ιδιαίτερο, αλλά το λέει για να περάσει απλώς η ώρα.
Ο πατέρας του πριν πεθάνει ήταν στο κρεβάτι, εκεί πάνω στο μικρό του δωματιάκι και μιλούσε. Ο Χάνταρ, πότε – πότε έβρισκε το χρόνο και καθόταν και τον άκουγε βέβαια αυτό που έκανε δεν είχε κανένα νόημα ως επί το πλείστον. Ο πατέρας δεν έλεγε τίποτε, που ο Χάνταρ δεν το είχε ακούσει ήδη χιλιάδες φορές στο παρελθόν. Το τελευταίο πράγμα που είχε πει ο πατέρας ήταν, ότι το παλούκι της πόρτας που περνούσαν τα πρόβατα για άρμεγμα, έπρεπε να μεταφερθεί δυο πόδια προς τα δεξιά. Επίσης είχε πει ότι το άνοιγμα της εξώπορτας ήταν πολύ μικρό και δεν μπορούσε να μπάσει κανείς εύκολα τα ξύλα, ιδιαίτερα τα στραβόξυλα από την ψηλή σημύδα του βουνού Γάντι.
Το διήγημα για τον Χριστόφορο γινόταν όλο και πιο ελεύθερο, γιατί έλειπαν οι πηγές. Ένα ολόκληρο κεφάλαιο η συγγραφέας το είχε αφιερώσει στο σκυλίσιο κεφάλι του. Στην πραγματικότητα το κεφάλαιο ήταν αφιερωμένο στην παράλογη δοξασία, ότι το κεφάλι του έμοιαζε με σκύλου ράτσας «σνάουτς», ότι ο άγιος εκείνος έσκουζε σαν σκύλος όταν του μιλούσε κανείς και ότι έκοβε το λαιμό ή τα πόδια στους μοναχικούς διαβάτες που για κάποιον λόγο τον εκνεύριζαν. Η εκδοχή αυτή του θρύλου είχε παρουσιαστεί σε Γερμανικό έδαφος τον δέκατο αιώνα και έδειχνε μόνο τη διαφορά μεταξύ της Γερμανικής και της Ανατολίτικης σκέψης. Η συγγραφέας χρησιμοποιούσε λέξεις όπως βεβήλωση και αποκτήνωση και έγραφε, ότι η αγιογραφία είναι η πιο ελεύθερη απ’ όλες τις τέχνες. Πιθανώς ο άγιος να παρουσίαζε κάποιες αμυδρές ομοιότητες με ελβετικό σκύλο ράτσας «μπένερ ζένεν» που μοιάζουν με τους σκύλους του «Αγίου Βερνάρδου». Παραπέρα δεν ήθελε να προχωρήσει η συγγραφέας.
Επίσης κατασκεύασε ένα επίσκοπο, ο οποίος έδινε μαθήματα στον Χριστόφορο και έγινε συνοδοιπόρος του. Ο επίσκοπος αυτός του μαγείρευε σούπα, του έπλενε τα ρούχα και κρατούσε σημειώσεις για όλα τα θαύματα που συνέβαιναν γύρω του. αργότερα επρόκειτο να καταθέσει ενώπιον της επιτροπής που αποφάσιζε για την απόδοση της ιδιότητας του αγίου. Ο Χάνταρ και ο Ούλοφ είχαν πάψει προ πολλού να τη ρωτούν για το βιβλίο που έγραφε. Δεν είχαν πια αυτήν την περιέργεια. Είχαν καταλάβει πλήρως το θέμα που διαπραγματευόταν και τους είχε κουράσει υπερβολικά.
Η γυναίκα έγραψε μια επιστολή στον εκδότη της, που με την πρώτη ευκαιρία σκόπευε να ταχυδρομήσει.
«Έμεινα μερικές ημέρες παραπάνω στο Όβρεμπεργκ», του έγραφε, «όπου νοικιάζω ένα δωμάτιο σε σοφίτα με σπαστή στέγη. Δεν πρέπει να απογοητευτείς, αν το βιβλίο μου δεν είναι έτοιμο ως την άνοιξη. Απογοήτευση είναι βέβαια λάθος λέξη, αφού τα βιβλία μου ελάχιστα προσφέρουν στον εκδοτικό οίκο. Καταλαβαίνεις όμως τι εννοώ. Δεν τα καταφέρνω να γράψω τόσο απλά και ουσιαστικά, όπως σκόπευα και έτσι δε θα μπορέσεις να το συμπεριλάβεις στη μικρή σειρά σου με τις παράξενες βιογραφίες. Δεν χρειάζεται να μου στείλεις χρήματα. Τα φέρνω βόλτα.
Ο σπιτονοικοκύρης μου είναι ένας κύριος περασμένης ηλικίας με πλούσιες και ποικίλες εμπειρίες από τη ζωή. Έχει όμως κάποιο πρόβλημα με την υγεία του. Οι διηγήσεις του μου δίνουν πολλή χαρά. Εδώ πάνω κάνει αρκετό κρύο, περισσότερο απ’ ότι περίμενα. Έπρεπε να είχα πάρει μαζί μου μάλλινα εσώρουχα. Όταν θ’ αποκτήσω μια κάπως πιο μόνιμη διεύθυνση, θα επικοινωνήσω μαζί σου»
Μια μέρα η γυναίκα προσπάθησε να μιλήσει με τον Ούλοφ για τη γυναίκα του.
«Δεν την χαράκωσε με το μαχαίρι», του είπε. «Ο Χάνταρ δεν την χαράκωσε τη Μίνα με το μαχαίρι. Απλώς την άγγιξε μόνο»
Τώρα και ο Ούλοφ έμενε πια ακίνητος, ξαπλωμένος στον καναπέ νύχτα – μέρα. Δεν σηκωνόταν, όπως συνήθιζε πριν, στον ερχομό της. Δεν νοιαζόταν ούτε καν να γυρίσει το κεφάλι του προς το μέρος τα, όταν άνοιγε την πόρτα και έμπαινε στο σπίτι. Κάθε μέρα έβαζε μπροστά του, ότι χρειαζόταν, πακέτα με τρόφιμα στην καρέκλα κοντά στο κεφάλι του και τον εμαγιέ κουβά κοντά στα πόδια του.
Κάποια μέρα ο Ούλοφ προσπάθησε, παρόλα αυτά να σηκωθεί. Κατάφερε να περάσει τον πήχη του χεριού του και τον αγκώνα κάτω από την μέση του προς το μέρος της.
«Το είπε αυτό ο Χάνταρ;’, τη ρώτησε. «Τέτοια πράγματα σου λέει ο Χάνταρ;»
«Ναι», του απάντησε εκείνη. «Την άγγιξε με το μαχαίρι τόσο προσεκτικά, που εκείνη σχεδόν δεν το αισθάνθηκε»
Ο Ούλοφ είχε δυσκολία με την αναπνοή, όταν δεν ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα. Η φωνή του γινόταν λεπτή σαν να σφύριζε και που και που έσπαζε.
«Τη χαράκωσε», είπε, «τη χαράκωσε κατά τον ίδιο τρόπο που χαρακώνουμε τα σακιά με το λίπασμα, όταν θέλουμε να τα ανοίξουμε. Αν είχα κρέας και αίμα ακριβώς κάτω από την επιδερμίδα μου, όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι στους μηρούς, θα έπαιρνα ένα μαχαίρι και θα έκοβα να δεις. Θα έκοβα το ωμό κρέας και θα έτρεχε αίμα. Ο Χάνταρ την χαράκωσε ακριβώς όπως θα χαράκωνα κι εγώ τους μηρούς μου»
«Ο Χάνταρ λέει, ότι η Μίνα δεν έδωσε μεγάλη σημασία σ’ αυτό που έγινε. Δεν την ένοιαξε καθόλου, λέει ο Χάνταρ»
«Ο Χάνταρ δεν κατάλαβε ποτέ, πόσο χρήσιμη κι ευγενική ήταν η Μίνα», είπε ο Ούλοφ. «Ήταν δική μου και για αυτό τη βασάνιζε. Εμένα ήθελε να χαρακώσει με το μαχαίρι, αλλά δεν ήταν άντρας για να το κάνει»
«Κι εσύ τι έκανες; Τι έκανες εσύ για την Μίνα;»
«Εγώ, τι να έκανα;», απάντησε εκείνος. «Τι μπορεί να κάνει κανείς με έναν τέτοιο άνθρωπο σαν τον Χάνταρ;»
Ο εμαγιέ κουβάς είχε μισογεμίσει και η γυναίκα έπρεπε να τον αδειάσει και να τον τρίψει καλά να καθαρίσει.
«Εξάλλου σταμάτησε κάποτε’, είπε ο Ούλοφ. «Τη χαράκωσε δεκάξι φορές και μετά σταμάτησε»
Άφησε το κεφάλι του και το πάνω μέρος του σώματός του να πέσουν πάλι στο μαξιλάρι και στο στρώμα και σταύρωσε τα χέρια του κάτω από το πηγούνι.
«Πως είναι τώρα;», ρώτησε. «Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, πως άραγε να μοιάζει τώρα ο Χάνταρ; Ύστερα από τόσα χρόνια. Να μοιάζει άραγε σαν το χορτάρι της περυσινής χρονιάς; Ή σαν τον πίθηκο; Ή πάλι να μοιάζει σαν ένα μοσχάρι που γεννήθηκε ψόφιο;»
«Ναι, έτσι ακριβώς μοιάζει», απάντησε η γυναίκα.
Όταν επέστρεψε με τον άδειο και καθαρισμένο κουβά, ο Ούλοφ είχε αποκοιμηθεί κιόλας.
Η ξύλινη κούκλα, δηλαδή το κομμάτι ξύλου που ίσως κάποτε να ήταν μια κούκλα, βρισκόταν πάνω στο προσκέφαλο του Χάνταρ. Ένα τμήμα της είχε μαυρίσει, γιατί ο Χάνταρ πότε – πότε έβαζε στο στόμα του εκείνη την άκρη που υποτίθεται ήταν το κεφάλι, την βύζαινε και την έγλειφε.
«Τελικά όμως, την άφησες στην ησυχία της την Μίνα», είπε η γυναίκα στον Χάνταρ. Μετά τη δέκατη έκτη χαρακιά έπαψες πια να την ενοχλείς»
«Ο Ούλοφ τα λέει αυτά;», ρώτησε τότε ο Χάνταρ.
«Ναι, ο Ούλοφ τα λέει», απάντησε εκείνη.
«Ώστε τις μετρούσε τις χαρακιές», είπε ο Χάνταρ, «ήταν εκεί λοιπόν αυτός ο σατανάς και τις μετρούσε»
«Τις μετρούσε η Μίνα αντί γι αυτόν», είπε η γυναίκα. «Η μίνα του είχε πει, ότι ήταν δεκάξι»
Έξω ο χειμώνας φυσομανούσε ίδια και απαράλλαχτα, όπως συνήθως. Μάλλον όχι ίδια και απαράλλαχτα. Ήταν χειρότερος απ’ ότι συνήθως. Το χιόνι, το κρύο, πιθανώς και το σκοτάδι ήταν χειρότερα από κάθε άλλη φορά. Ίσως να είχε φτάσει κιόλας ο Γενάρης. Ίσως να είχαν περάσει τα Χριστούγεννα. Η γυναίκα δεν είχε γιορτάσει ποτέ Χριστούγεννα από τότε που ήταν ακόμη παιδί. Πολλές μέρες δεν ερχόταν ούτε η εφημερίδα, γι αυτό αναγκαζόταν να χρησιμοποιεί φλούδες από ξύλα για προσάναμμα στο τζάκι.
Είχε λάβει μια Χριστουγεννιάτικη κάρτα από το Σούντσβαλ και την είχε καρφιτσώσει με δυό πινέζες στην ταπετσαρία δίπλα στην κουρτίνα, κοντά στο τραπέζι της κουζίνας. Το μοτίβο της κάρτας ήταν ο ναός του Γκούσταβ Άντολφ με χειμωνιάτικη περιβολή. Όλα ήταν εντάξει στο Σούντσβαλ. Μπροστά από την πύλη της εκκλησίας στεκόταν ένας χρωματιστός Αη – Βασίλης με φανάρι στο χέρι. Καλά Χριστούγεννα, εύχονταν οι συγγενείς από το Σούντσβαλ.
«Μα, θα γεννούσε παιδί», είπε ο Χάνταρ. «Δεν ήθελα να ενοχλήσω το παιδί που είχε στην κοιλιά της»
Προσπάθησε να γυρίσει το κεφάλι προς τα πάνω, προς το μέρος της, αλλά παρά την κακομοιριά του, το κρανίο του ήταν πολύ βαρύ και δεν τα κατάφερε.
«Ώστε σας έκανε και παιδί η Μίνα;», είπε η γυναίκα. «Γέννησε παιδί και για τους δυό σας;’
Τη στιγμή που επρόκειτο να απαντήσει στην ερώτησή της, το πρόσωπό του ζάρωσε, τα χείλη του άρχισαν να τρέμουν και με το ζόρι έβγαζε τα λόγια του.
«Ναι, βέβαια έκανε παιδί. Πράγματι γέννησε», είπε ο Χάνταρ.
Μετά έμεινε ακίνητος για λίγο για να συγκεντρωθεί.
«Ήταν δικό μου το παιδί», συνέχισε ο Χάνταρ.
Και όταν για μια ακόμη φορά του κοκάλιασαν πάλι τα χείλη και το πρόσωπο, της εξήγησε, τι του συνέβαινε, όταν συμπτωματικά πάντα έχανε σχεδόν τα λόγια του, όταν οι σκέψεις του τύχαινε να περιπλανηθούν και να πάνε στη Μίνα και στο παιδί.
Να μη φανταζόταν, ότι ήταν τα αισθήματα αυτά που τον είχαν κατακυριεύσει. Τα αισθήματα είναι ένα ξένο, αντίθετο προς την φύση φαινόμενο της σύγχρονης μόδας. Τα αισθήματα είναι κάτι που κατασκευάζει ο άνθρωπος για τον εαυτό του, όταν τα έχει ανάγκη. Είναι εφόδια που φτιάχνει ο κόσμος και τα βγάζει σε ώρα ανάγκης. Κυρίως τα αισθήματα χρησιμεύουν όταν υπάρχει συνωστισμός ή σε λαϊκές συγκεντρώσεις. Φυσικά είναι χρήσιμα και στις σχέσεις ανάμεσα στους άνδρες, ιδιαίτερα στη Νότια Σουηδία. Τα αισθήματα είναι εργαλεία που τα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να εξουσιάζει τον εαυτό του και τους άλλους.
Εδώ στο Βορρά, τα αισθήματα είναι άχρηστα. Ο Χάνταρ δεν τα είχε χρειαστεί ποτέ. Δεν είχε καν να δώσει ιδιαίτερη προσοχή σ’ αυτά.
Όχι, όχι, αυτό που τον κυρίευε στις περιπτώσεις εκείνες, που δεν μπορούσε να διώξει τις σκέψεις του από την Μίνα και το παιδί, ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από τα αισθήματα. Ήταν κάτι ασύγκριτα μεγαλύτερο και πολύ πιο βαριάς μορφής.
Ήταν μια εσωτερική ταραχή, ένας σεισμός, μια αναστάτωση, που του έπαιρνε την ανάσα και του έσφιγγε την καρδιά. Ήταν κάτι σαν τον ήχο από ένα μεγάλο, δυνατό ακορντεόν. Ναι, πράγματι. Ήταν σαν να είχε πάρει όλο του το στήθος, όλο του το εσώτερο είναι, τη μορφή ενός ακορντεόν που ανοιγόκλεινε, βγάζοντας άναρθρους ήχους. Ήταν κάτι το ανυπόφορο. Ήταν αποκρουστικό.
Κάποια ονομασία γι αυτήν την ψυχική κατάσταση, δεν ήξερε.
Ναι, η Μίνα γέννησε ένα παιδί, έναν γιό, το γιό του Χάνταρ. Χανταρόπουλο έπρεπε να το είχαν πει. Θα μπορούσε να είχε αφήσει αυτό το όνομα για τους απογόνους του.
Ήταν ένα αγόρι, που αναμφισβήτητα έφερε τα δικά του χαρακτηριστικά. Είχε κατακόκκινα μάγουλα και μαύρα μάτια, πλατιά νύχια και δυνατές παλάμες. Στο μέτωπό του σχηματίζονταν βαθιές ρυτίδες, όταν οι σκέψεις πλημμύριζαν το νου του.
Η Μίνα ερχόταν στον Χάνταρ, του έφερνε το γιό μέσα στην ψάθινη κούνια του και του τον έδειχνε. Ήταν λίγων μόνο ημερών και η Μίνα καθόταν εδώ στην κουζίνα, κοντά στο τζάκι και τον θήλαζε.
Και ο Χάνταρ είχε την ευκαιρία να τον σηκώσει και να τον κρατήσει στην αγκαλιά του, να τον ψάξει με τα δάχτυλα στο παιδικό του σωματάκι και να διαπιστώσει ότι δεν είχε κανένα ελάττωμα, ότι ήταν τέλειος.
Είχε πει στη Μίνα, ότι Έντβαρντ ήταν ένα καλό όνομα. Ήταν το όνομα του παππού, του πατέρα του Χάνταρ. Ναι, στο παιδί έπρεπε να δοθεί αυτό το όνομα.
«Ωραία» του είχε πει η Μίνα. «Έντβαρντ, είναι ένα καλό όνομα. Μου αρέσει. Είναι ένα ωραίο όνομα»
Ύστερα ο Χάνταρ πήρε το παιδί και το πήγε στον παπά που το βάφτισε και του έδωσε το όνομα Λαρς. Το παιδί δεν έφερε ποτέ το όνομα Έντβαρντ, αλλά μόνο το Λαρς. Λαρς, λεγόταν ο πατέρας της Μίνας στο Σόρσελε, τον οποίο κανένας από τους δυό τους δεν είχε συναντήσει. Ο παππούς του παιδιού είχε χάσει τη ζωή του, όταν ένα σιδηροδρομικό βαγόνι με κάρβουνο είχε αναποδογυρίσει πάνω του.
«Είναι τρομερό πράγμα», είπε ο Χάνταρ, «να μη μπορεί άνθρωπος να έχει το σωστό του όνομα, να αναγκάζεται να ζει μια ζωή με λάθος όνομα, από τη μια μεριά να είναι ο εαυτός του και από την άλλη να αναγκάζεται να είναι κάποιος άλλος.
«Τώρα δεν αντέχω άλλο πια…» , είπε σε κάποια στιγμή ο Χάνταρ. «Θα πάω να κοιμηθώ και συ να πας να γράψεις το βιβλίο σου».

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

«Που είσαι;», φώναζε όπως ήταν φυσικό ο Χάνταρ. «Που είσαι;»
«Εδώ είμαι», του απάντησε η γυναίκα.
Καθόταν στον καναπέ με την πλάτη γυρισμένη προς το παράθυρο και προσπαθούσε, τρίβοντας με τα κοκαλιασμένα δάχτυλα του δεξιού χεριού το κιτρινισμένο από τη νάρκη του θανάτου πρόσωπό του, να του δώσει πάλι ζωή.
«Όταν φεύγεις, ανησυχώ», της είπε. «Δεν ξέρει ποτέ κανείς τι μπορεί να συμβεί»
«Πηγαίνω όπου θέλω», απάντησε εκείνη. «Μπορώ να φύγω ότι ώρα θέλω και όποτε μου καπνίσει».
«Ελπίζω να μη πηγαίνεις στον Ούλοφ», συνέχισε ο Χάνταρ. «Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να κάνει αυτός ο άνθρωπος. Τον Ούλοφ πάντα τον φοβόμουν σ’ όλη μου τη ζωή»
Η γυναίκα κάθισε στο τραπέζι και προσποιούμενη ότι κοιτούσε τις χιονονιφάδες του είπε: «Ο Ούλοφ λέει ότι χαράκωνες με το μαχαίρι τη γυναίκα του τη Μίνα»
«Τη γυναίκα του τη Μίνα;», ρώτησε ο Χάνταρ. «Είπες ότι η Μίνα ήταν δική του; ποιος στο είπε αυτό; Ο Ούλοφ;»
«Η Μίνα ήταν γυναίκα του» απάντησε εκείνη. «Και ο Ούλοφ λέει ότι την χαράκωνες με το μαχαίρι»
Ο Χάνταρ έσφιξε το χέρι σε γροθιά και το άφησε να πέσει στα γόνατά του.
«Η Μίνα δεν ήταν δική του», είπε. «Ο Ούλοφ δεν ήξερε ποτέ, τι θα πει να νοιάζεσαι για κάτι. Αυτός, το μόνο που έκανε ήταν να παίρνει από τους άλλους για τον εαυτό του. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για τίποτα. Το να νοιάζεται κανείς για κάποιον είναι δουλειά για άντρες»
«Για ποιο λόγο θα έλεγε ψέματα ο Ούλοφ;», ρώτησε η γυναίκα. «Με αυτό το ελάττωμα της καρδιάς που έχει και το πρόβλημα της αναπνοής, γιατί να λέει ψέματα;»
«Είμαστε αυτοί που είμαστε», είπε ο Χάνταρ. «Είμαστε όπως έχουμε δημιουργηθεί, όπως έχουμε δημιουργήσει ο ένας τον άλλο. Ο Ούλοφ λέει πότε το ένα και πότε το άλλο. Λέει πολλά. Οι λίγες δυνάμεις που έχει ακόμα, βρίσκονται στους μυς του στόματός του. Εγώ απεναντίας δεν μιλάω καθόλου. Έχω το στόμα μου βουλωμένο, ο Θεός να μ’ έχει καλά».
Όχι δεν ήθελε να μιλήσει για την Μίνα, την γυναίκα του Ούλοφ.
«Πεινάω’, είπε ο Χάνταρ μετά από λίγο. «Γιατί δεν μου φτιάχνεις ποτέ χοιρινό με σιτάρι και λάχανο;»
Πάντα πεινούσε. Αλλά το πιο πολύ από το φαγητό που του μαγείρευε, το έβγαζε πάλι κάνοντας εμετό. Το μόνο φαγητό που κρατούσε το στομάχι του ήταν οι σούπες και πλιγούρι.
Τώρα θυμήθηκε μια συνομιλία που είχαν στα παιδικά τους χρόνια, αυτός και ο Ούλοφ. Ήταν εκείνη την εποχή που μιλούσαν ακόμη αναμεταξύ τους. Θυμόταν επί λέξει τι είχαν πει. Ήταν τότε που πέθανε η μητέρα τους. Ήταν την μέρα που έγινε η κηδεία της.
«Ήταν πολύ καλός άνθρωπος η μητέρα μας, είχε πει ο ένας. Και ο άλλος είχε απαντήσει: Όχι, δεν ήταν καθόλου καλός άνθρωπος. Μας χάιδευε στο κεφάλι, φυσούσε το κακό από πάνω μας και δεν μας χτυπούσε ποτέ. Μας έντυνε κάθε πρωί να μην κρυώνουμε. Ήθελε να είμαστε ευτυχισμένοι και για αυτό μας άπλωνε το σιρόπι πάνω στο πλιγούρι μας. Αυτά τα έκαναν οι άνθρωποι σ’ όλες τις εποχές. Άπλωναν δηλαδή κάτι πάνω στο σιταρένιο πλιγούρι των παιδιών, γιατί αλλιώς αυτό ήταν κατάλληλο μόνο για τα γουρούνια.
Και φυσικά η μητέρα μας χάρισε τη ζωή. Ήταν βέβαια αναγκασμένη να το κάνει αυτό, γιατί διαφορετικά θα ήταν γκαστρωμένη για πάντα. Μας έπαιζε κιθάρα και μας τραγουδούσε. Επίσης μας βοηθούσε στην αριθμητική. Ακόμη, μας έραψε μια μπάλα ποδοσφαίρου από το δέρμα ενός σακιού του παππού μετά τον θάνατό του. Ήταν η καλοσύνη προσωποποιημένη. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι καλός. Η καλοσύνη είναι σύνθετη έννοια. Αποτελείται από μια ατέλειωτη σειρά συστατικών στοιχείων, που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να τα έχει όλα μαζί»
«Ποιος από τους δυό σας το είπε αυτό;», ρώτησε η γυναίκα.
«Πρέπει να το είπα εγώ», είπε ο Χάνταρ. «Ναι, τώρα το θυμήθηκα. Εγώ το είπα»
Ύστερα ο Χάνταρ εξέφρασε τη λύπη του που δε θυμόταν ακριβώς, ποιος είχε πει τι σ’ εκείνη τη συνομιλία. Ανάμεσα στα αδέρφια ήταν δυνατόν να γίνει οποιαδήποτε σύγχυση. Τώρα όμως θυμήθηκε, ότι ο Ούλοφ ήταν αυτός που είχε πει το εξής:
«Εσένα ποτέ δεν σου άρεσε η καλοσύνη. Η καλοσύνη σου προκαλούσε μόνο γέλια και πάντα την ειρωνευόσουν. Και τώρα δεν θέλεις ούτε καν να αναγνωρίσεις την καλοσύνη της μητέρας μας»
Ενώ ο Ούλοφ έλεγε αυτά τα λόγια, έφτυσε ταυτόχρονα τον Χάνταρ.
«Η μητέρα ήταν σαν όλους τους άλλους ανθρώπους», είχε πει ο Χάνταρ. «Δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο»
Αντί για άλλη απάντηση, ο Ούλοφ τον χτύπησε με τη γροθιά του στο στομάχι, ακριβώς στο σημείο που αργότερα εκδηλώθηκε ο καρκίνος και του είπε:
«Πρέπει να τιμάς τη μητέρα σου, αλλιώς θα σε πάρει ο διάβολος. Εξάλλου η καλοσύνη δεν είναι κάποιο μίγμα από διάφορα συστατικά. Η καλοσύνη είναι το ίδιο το καλό αυτό καθαυτό. Η καλοσύνη είναι καλή ως προς τα αποτελέσματά της. Αν ισχυριστείς κάτι διαφορετικό, θα σε χτυπήσω με τούτο το τιμόνι, για να μάθεις»
Είχε πράγματι ένα τιμόνι από ποδήλατο στο ένα του χέρι και το κουνούσε στον αέρα απειλητικά. Ο Χάνταρ έκανε μερικά βήματα πίσω και είπε:
«Δεν υπάρχει τίποτε που να είναι καθαρό και αμιγές. Όλα τα πράγματα είναι θολά και μολυσμένα. Αν υπήρχε γνήσια καλοσύνη, θα ήταν αδύνατο να την συλλάβει κανείς, θα ήταν άδειος αέρας»
Τότε ο Ούλοφ ρίχτηκε πάνω στον Χάνταρ με το τιμόνι του ποδηλάτου στο χέρι, ένα τιμόνι επινικελωμένο, που πάνω του υπήρχε ακόμη το κουδούνι.
«Η μητέρα ήταν καλή», φώναζε ο Ούλοφ. «Απ’ αυτήν είναι η καλοσύνη που έχουμε και οι δυό μας. Η μητέρα ήταν άσπιλη και αμόλυντη. Και η καλοσύνη θα νικήσει τελικά. Αν δεν είχαμε την καλοσύνη, θα ήμασταν απολωλότα πρόβατα και ανάξιοι. Αυτό πρέπει να το θυμάσαι σ’ όλη σου τη ζωή»
Εκείνη τη φορά ο Ούλοφ είχε χτυπήσει τον Χάνταρ πάνω στους ώμους, στους μηρούς και στα πόδια. Ναι, τον είχε χτυπήσει ακόμα και στο πίσω μέρος του κεφαλιού, στα γόνατα, στα πλευρά, στο λαιμό, ενώ το κουδούνι του ποδηλάτου κουδούνιζε σε κάθε χτύπημα.
Στο σημείο αυτό ο Χάνταρ τελείωσε τη διήγηση του για εκείνη τη συνομιλία με τον αδερφό του, που θυμόταν λέξη προς λέξη.
«Και μετά τι έγινε;», ρώτησε η γυναίκα.
Ο Χάνταρ όμως δεν θυμόταν τι είχε γίνει ύστερα απ’ αυτό το περιστατικό. Τέτοια είναι η μνήμη. Αρχίζει πάντα απότομα και σταματάει απότομα. Είναι σαν το παιγνίδι του αγριοπετεινού ή σαν το ραδιοφωνικό σήμα για την ώρα. Όλες οι αναμνήσεις είναι κομμένες απότομα και στα δύο άκρα.
Ακριβώς τούτη εδώ την ανάμνηση, την έφερνε στο νου του πότε – πότε για να μην την ξεχάσει.
«Για χατίρι του Ούλοφ», είπε ο Χάνταρ. Ήταν κάτι που το έλεγε και το ήθελε.
Εκείνη τη νύχτα η γυναίκα ξύπνησε γιατί αισθάνθηκε κάτι να την ακουμπάει στο κεφάλι και στο μέτωπο. Ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, ενώ πιο κάτω, πάνω στο σκέπασμα, βρισκόταν το βιβλίο που διάβαζε πριν αποκοιμηθεί, ένα βιβλίο με τον τίτλο «Λεγκέντα αουρέα».
Ήταν ο Χάνταρ που είχε ακουμπήσει το χέρι του πάνω στο κεφάλι της και προσπαθούσε να την διακρίνει στο σκοτάδι.
«Εσύ, τι ανάγκη έχεις;», της είπε, «Κοιμάσαι. Μπορείς και κοιμάσαι»
«Πως ανέβηκες εδώ πάνω;», τον ρώτησε εκείνη.
«Ανέβηκα περπατώντας, από τη σκάλα», της απάντησε αυτός.
«Θα πέσεις και θα τσακιστείς, τώρα που θα κατέβεις», είπε η γυναίκα. «Θα πέσεις και θα μείνεις ξαπλωμένος σαν ένα τσουβάλι κόκκαλα κάτω από την σκάλα»
«Πρέπει να σου πω πως έχουν τα πράγματα σχετικά με τη Μίνα» της είπε ο Χάνταρ. «Πρέπει να μάθεις τι υπήρχε αναμεταξύ μας, πως ήταν η σχέση μου μαζί της και γιατί ήμουν αναγκασμένος να τη χαρακώσω με το μαχαίρι»
Η γυναίκα ξυπνούσε πάντα βαθμιαία. Συχνά έμενε ξαπλωμένη εντελώς ακίνητη, με ανοιχτά μάτια επί μισή ώρα μετά το ξύπνημα. Ο Χάνταρ ακούμπησε την παλάμη του στο μέτωπό της και στους κροτάφους της, σα να ήθελε να διαπιστώσει αν είχε πυρετό. Η γυναίκα απομάκρυνε μαλακά το χέρι του.
«Μίνα;», ρώτησε, «ποια Μίνα;»
«Η γυναίκα του Ούλοφ’, απάντησε ο Χάνταρ. «Η γυναίκα που παντρεύτηκε με τον Ούλοφ»
Δεν της είχε πει τίποτα για τη Μίνα ο Ούλοφ; Δεν της είχε δείξει φωτογραφίες και δεν της είχε διηγηθεί περιστατικά σχετικά με το φαγητό που μαγείρευε η Μίνα;
Όχι, δεν της είχε διηγηθεί τίποτα.
Κι όμως, ναι, έτσι ήταν. Είχε έρθει πράγματι με τον Ούλοφ. Τον είχε ακολουθήσει με την θέλησή της από το Ρίσλιντεν, όπου την είχε ανακαλύψει, ως το σπίτι του και είχε στεφανωθεί μαζί του. Η Μίνα ήταν νέα. Αλλά και ο Ούλοφ ήταν νέος, όπως επίσης και ο Χάνταρ ήταν νέος. Όλοι ήταν νέοι. Όμορφη μάλλον δεν ήταν η Μίνα. Όχι, δεν ήταν καμιά καλλονή. Αλλά ήταν υγιής και καλοφτιαγμένη. Κι όταν μια νύχτα σαν κι αυτή ήρθε στις σκέψεις του Χάνταρ, η παρουσία της σαν σύνολο του προκάλεσε γοητεία και πόθο. Η Μίνα μύριζε πάντα σαπούνι.
Ήταν βαμμένη ξανθιά. Μάλλον όχι. Δεν ήταν μόνο βαμμένη ξανθιά. Ήταν γνήσια ξανθιά. Για την ακρίβεια ήταν άσπρη. Τα μαλλιά της ήταν άσπρα. Τα φρύδια της ήταν επίσης άσπρα, καθώς και τα ματοτσίνορα. Το λίγο μόνο χρώμα που είχε επάνω της ήταν αυτό που είχε βάλει στα μάτια, στα χείλη και στα νύχια. Ήταν το χρώμα του αίματος που φαινόταν κάτω από την επιδερμίδα της.
«Υπάρχει μια λέξη γι αυτό», είπε ο Χάνταρ.
«Ναι», απάντησε η γυναίκα. «Υπάρχει κάποιο όνομα»
Η Μίνα ήταν τόσο άσπρη, που αν ήταν αυτή τώρα ξαπλωμένη τούτη τη στιγμή δίπλα στον Χάνταρ, στην άκρη του κρεβατιού, θα ήταν ορατή τόσο καθαρά σα να ήταν μέρα. Αυτή ήταν η Μίνα.
Ο Χάνταρ δεν είχε ανακατευτεί ποτέ σ’ αυτό το θέμα. Δεν ήταν δική του υπόθεση. Ο Ούλοφ είχε αποκτήσει μια γυναίκα. Αυτό ήταν όλο. Ο Ούλοφ χρειαζόταν μια γυναίκα. Έτσι πήρε το δρόμο για το Ρίσλιντεν και όπως φαίνεται βρήκε κάποια.
Πότε – πότε συνέβαινε η Μίνα να έρχεται στον Χάνταρ για να δοκιμάσει το αλατισμένο χοιρινό. Για τον Ούλοφ δεν έφτιαχνε ποτέ τίποτα άλλο εκτός από ζαχαρωτά ή πλιγούρι με βατόμουρα, πουτίγκες ή σούπες με διάφορους χυμούς ή τηγανίτες με ζάχαρη από βανίλια. Είχε τόσο απηυδήσει  απ’ αυτά, που η φωνή της έδινε την εντύπωση πως ήταν έτοιμη να κλάψει. Κι όταν ο Ούλοφ πήγαινε περίπατο στο δάσος ή κάτω στη λίμνη, η Μίνα ερχόταν στον Χάνταρ, καθόταν στην καρέκλα απέναντί του και μιλούσε μαζί του με μια φωνή που έμοιαζε με τα μαλλιά της και τα φρύδια της. Ήταν μια φωνή ωχρή και αδύνατη, για να μη πούμε κλαψουριστή. Ταυτόχρονα όμως ήταν μια ωραία φωνή, μια φωνή που έμοιαζε με το κελάηδημα των πουλιών.
Του έλεγε, πως αισθανόταν μοναξιά εδώ σε τούτο το χωριό, το οποίο αποτελούνταν μόνο από δυό σπιτάκια και άλλες δυο αποθήκες. Του έλεγε πως νοσταλγούσε να πάει σπίτι της. Στην πραγματικότητα δεν νοσταλγούσε το ίδιο το Ρίσλιντεν, αλλά το αλατισμένο του χοιρινό.
Το χοιρινό αυτό κοβόταν συνήθως σε χοντρά κομμάτια με τη γουρουνόπετσά τους το καθένα.  Τηγανιζόταν αργά – αργά, έτσι ώστε το λίπος να μείνει ανοιχτόχρωμο και να γίνει νόστιμο και ανακατευόταν με τοματοπολτό. Αν ήξερε, ότι θα αναγκαζόταν να ζήσει χωρίς αυτό το αλατισμένο κρέας στο μέλλον, ότι δεν θα υπήρχε πια αλάτι στη ζωή της, τότε ο Ούλοφ, δεν θα μπορούσε να την εξαπατήσει, να την παραπλανήσει και να την φέρει στο σπίτι του. Στο σπίτι της στο Ρίσλιντεν, δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί μια ζωή χωρίς αλατισμένο χοιρινό. Δυστυχώς δεν της πήγε τότε στο μυαλό να ρωτήσει τον Ούλοφ για το αλατισμένο χοιρινό και τώρα ήταν πολύ αργά πια.
Ο Χάνταρ στηριζόταν με το πάνω μέρος του σώματός του στο κρεβάτι και έσκυβε πάνω από τη γυναίκα για να μπορεί αυτή ν’ ακούει τι της έλεγε. Η γυναίκα τον διέκοψε σ’ εκείνο το σημείο, ρωτώντας τον:
«Μήπως η Μίνα ήταν καθυστερημένη; Μήπως δεν έστεκε καλά στα λογικά της;»
Αλλά ο Χάνταρ τη διαβεβαίωσε ότι η Μίνα ήταν πολύ καλά στα λογικά της, ότι ήταν ένας έντονα σκεπτόμενος άνθρωπος, ότι είχε μάλιστα μεγαλύτερο πλούτο και ποιότητα σκέψεων απ’ όλους τους ανθρώπους που ο ίδιος είχε συναντήσει στη ζωή του. Απόδειξη για αυτό ήταν οι σκέψεις της και η γνώμη της για το αλατισμένο χοιρινό.
Επιπλέον η Μίνα είχε άποψη και για τα γλυκά εδέσματα, γι αυτήν ακόμα την ίδια την αντίληψη και την εμπειρία της γλύκας. Οι πρώτες μπουκιές γλυκού φαγητού, δεν είναι τίποτε ιδιαίτερο. Δεν είναι ούτε καλύτερες, ούτε χειρότερες από άλλες μπουκιές. Είναι ένα είδος δώρου Θεού. Αλλά αφού το στόμα γεμίσει κάμποσες φορές, έρχεται εντελώς απότομα η εξαίσια αίσθηση του κορεσμού. Σκέφτεται κανείς ότι βρήκε αυτό ακριβώς που χρειαζόταν. Αισθάνεται τη γλύκα ν’ ανεβαίνει στο κεφάλι. Νοιώθει σχεδόν ένα είδος μέθης. Και μετά τη δέκατη ή τη δέκατη πέμπτη  μπουκιά έρχεται ο υπερκορεσμός. Είναι αδύνατο πια να φάει κανείς έστω μια κουταλιά, ένα κομματάκι, ένα τρίμμα. Και τελικά ο κορεσμός μετατρέπεται σε περίσκεψη, σε πειρασμό και σε αηδία.
Συνεπώς η γλύκα είναι πολύ δυνατή, αλλά δεν μπορεί με τον καιρό να σιγάσει την πείνα του ανθρώπου.
Αυτά τα λόγια τα είχε πει η Μίνα.
Και όταν λέει κανείς τέτοια λόγια, δεν μπορεί να είναι καθυστερημένος.
Αφού κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλο μπροστά στη σιδερένια σόμπα και μαγείρεψαν τις πατάτες με το χοιρινό, μετά έφαγαν το χοιρινό με τις πατάτες, τότε ο Χάνταρ έκανε έρωτα με τη Μίνα. Ή μάλλον για να το πούμε πιο σωστά, έκαναν έρωτα οι δυό τους, ο Χάνταρ και η Μίνα.
Ο Ούλοφ ήταν ακόμα στη βάρκα του, στη λίμνη ή ίσως στο δάσος με το τσεκούρι του και το πριόνι του. Οτιδήποτε κι αν έκανε ο Ούλοφ χρειαζόταν περισσότερο χρόνο από το κανονικό. Ήδη από τότε είχε αρχίσει να παχαίνει και να τον ενοχλεί το λίπος από τα γλυκά.
Έκαναν έρωτα πάνω σε μια κουβέρτα με γέμιση από βαμβάκι, που ο Χάνταρ είχε απλώσει στο πάτωμα ανάμεσα στο τραπέζι και στον καναπέ. Την είχαν απλώσει την κουβέρτα και οι δυό μαζί.
Τότε η γυναίκα τον διέκοψε πάλι.
«Όλα καλά, αλλά γιατί αναγκάστηκες να την χαράξεις με το μαχαίρι, όπως είπες;»
«Δεν την χαράκωσα. Απλώς την άγγιξα με το μαχαίρι», είπε ο Χάνταρ κι έκανε μια κίνηση στον αέρα μπροστά στο πρόσωπό της για να της δείξει τη διαφορά μεταξύ χαρακώματος και αγγίγματος.
Μετά από λίγο καιρό η Μίνα ξαναπήγε στον Χάνταρ. Ποιος ζει χωρίς αλατισμένο χοιρινό; Ποιος ζει χωρίς φρέσκιες πατάτες, κατάλληλες για βούτηγμα σε χοντροκομμένο αλάτι, σε συνδυασμό με αλατισμένη ρέγγα που έχει μείνει μια ώρα στο νερό για να μουσκέψει; Και μαζί μ’ αυτά επαναλαμβάνονταν και όλα τα άλλα. Καθόταν ο ένας δίπλα στον άλλο μπροστά στο ζεστό τζάκι. Έτρωγαν και άπλωναν την κουβέρτα που ήταν φοδραρισμένη με βαμβάκι. Απολάμβαναν από κοινού τη δύναμη και τη χαρά που τους είχαν χαρίσει τα αλατισμένα εδέσματα.
Ο Χάνταρ είχε καταλάβει, ότι όλα θα επαναλαμβάνονταν, γιατί όλα αρχίζουν πάντα από την αρχή σε τούτον εδώ τον κόσμο. Τα ποτάμια αδειάζουν συνεχώς τα νερά τους στη θάλασσα, χωρίς η θάλασσα εν τούτοις να γεμίζει ποτέ. Η Μίνα θα ερχόταν πάλι κοντά του και θ’ άπλωναν μαζί την κουβέρτα στο πάτωμα, όσο ο Ούλοφ πήγαινε με τη βάρκα του στη λίμνη ή έκανε περίπατο στο δάσος. Και κάθε φορά θα έκαναν ακριβώς το ίδιο πράγμα που έκαναν πάντα.
Το μόνο που φοβόταν ο Χάνταρ ήταν μήπως τον εγκαταλείψει η μνήμη του και πάθει καμιά σύγχυση. Τίποτα δεν φοβόταν περισσότερο από την αμνησία. Για να μη χάσει λοιπόν τον λογαριασμό, έκανε με πολλή προσοχή, δυό χαρακιές στα μπούτια της Μίνας από τη μέσα μεριά.
Μήπως έτσι δεν έκαναν οι και οι κυνηγοί; Οι οποιοιδήποτε κυνηγοί; Ο Χάνταρ δεν ξεχνούσε ποτέ εκείνη τη φορά που πέτυχε το πρώτο του θήραμα. Τη δεύτερη κιόλας φορά έκανε δυό χαρακιές στο χερούλι του όπλου του, μια για την πρώτη κι αξέχαστη φορά και μια για την επόμενη. Έτσι συνέχισε το κυνήγι, ώσπου από το πολύ τρέμουλο των χεριών και το θόλωμα των ματιών αναγκάστηκε να το διακόψει.
Αυτό που είχε κάνει ήταν τόσο απλό και ανώδυνο. Δεν υπήρχε πιο κοφτερό θηκομάχαιρο από το δικό του. Το λίπος των πλευρών το έκοβε χωρίς να χρειαστεί καμιά πίεση, απλά και μόνο από το βάρος του. Με το μαχαίρι αυτό μπορούσε να κάνει εγχείρηση αμυγδαλίτιδας και σκωληκοειδίτιδας χωρίς νάρκωση.
Με τον καιρό ή για την ακρίβεια ύστερα από πολύ λίγο χρονικό διάστημα, εκείνα τα ασήμαντα σημαδάκια στην επιδερμίδα της Μίνας είχαν γιατρευτεί. Η Μίνα είχε μια επιδερμίδα που γιατρευόταν τόσο εύκολα, όσο μόνο σε πολύ υγιείς και δυνατές οικογένειες είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Κι όταν αργότερα έκανε έρωτα μαζί της, μπορούσε να μετρήσει τις ουλές με τις άκρες των δακτύλων του. Εξάλλου θυμόταν πολύ καλά, ότι η Μίνα συχνά, μάλλον πάντα, του έπαιρνε το χέρι και το έβαζε πάνω στις ουλές. Του έβαζε πάνω στις ουλές τις άκρες των δαχτύλων του δεξιού χεριού, γιατί και αυτή φοβόταν μήπως ο Χάνταρ θα έχανε το λογαριασμό.
Αυτή ήταν η ιστορία των σημαδιών στην επιδερμίδα της Μίνας, στη μέσα μεριά των μηρών της. Ναι, αυτή ήταν όλη κι όλη η ιστορία των ελαφρών γρατζουνισμάτων τους, των μικροτραυμάτων που είχε προκαλέσει ο ένας στον άλλο, ο Χάνταρ και η Μίνα.
Αυτά ήθελε να πει στη γυναίκα ο Χάνταρ εκείνο το βράδυ.


Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Σέρνοντας το σώμα της στα τέσσερα πάνω στα γόνατα και στους αγκώνες της, έφτασε τελικά στην επίπεδη πέτρα. Ψηλάφιζε με τα χέρια το έδαφος μπροστά της με αποτέλεσμα να σπάσουν οι άκρες των νυχιών της πάνω στα χαλίκια και στα ξυλαράκια. Πάνω στη πέτρα βρισκόταν ένα κομμάτι ξύλο, περιτυλιγμένο σε ένα πέπλο από σκόνη και ιστούς από αράχνες. Έχωσε το ξύλο κάτω από το πανωφόρι της και το έβγαλε έξω στο φως της ημέρας.
Ναι, βέβαια, το ξύλο αυτό μπορούσε κάλλιστα να ήταν μια κούκλα, τουλάχιστον πριν χάσει τα χρώματά του και πριν φαγωθούν όλες σχεδόν οι προεξοχές του. Τότε πράγματι ίσως να ήταν μια κούκλα. Ίσως να υπήρχαν σ’ αυτό το κομμάτι ξύλου κεφάλι, βραχίονες, πλάτες και πόδια.
Ο Χάνταρ που καθόταν στον καναπέ, άρπαξε αμέσως το ξύλινο αντικείμενο και με τα δυό του χέρια και το κρατούσε μπροστά του. Το πηγούνι του είχε βυθιστεί προς τα κάτω, έτσι που οι ρυτίδες του προσώπου του σχεδόν είχαν εξαφανιστεί. Από τα χείλη του έβγαιναν σάλια. Και όταν τελικά προσπάθησε να πει κάτι, έδινε την εντύπωση πως δεν μπορούσε να πάρει αναπνοή.
Ναι, πράγματι αυτή ήταν. Ήταν η κούκλα του. Ο Ούλοφ, δεν την είχε βρει, ούτε είχε σαπίσει. Της είχε διαλέξει την μόνη κατάλληλη πέτρα για να την τοποθετήσει,. Ήδη από τότε ήταν πολύ πιο πονηρός από τον Ούλοφ. Ήταν παράξενο, ναι, ήταν σχεδόν ένα θαύμα, ότι είχε διατηρηθεί τόσο καλά, ώστε να τη βρει τώρα πάλι, ακέραια και παρθένα. Ήταν σα να είχε αναστηθεί η κούκλα από τους νεκρούς κι αυτό είχε σίγουρα κάποιο κρυφό νόημα.
«Κοίτα, πως κάνει σα να χαμογελάει με τα μάτια», είπε ο Χάνταρ στη γυναίκα.
«Κοίτα τι υγεία που ακτινοβολεί το χρώμα του προσώπου της. Κοίτα τι ωραία σκαλισμένες που είναι οι αρθρώσεις στα γόνατά της και στα πόδια της»
«Ναι», απάντησε η γυναίκα. «Είναι παράξενο»
«Μπορώ να την κρατήσω κοντά μου τούτη τη νύχτα;’, ρώτησε ο Χάνταρ
«Αυτό δεν είναι ανάγκη να το ρωτάς», του απάντησε η γυναίκα.
«Ποιόν άλλο να ρωτήσω;», είπε ο Χάνταρ.
Αργότερα τα διηγήθηκε όλα αυτά στον Ούλοφ. «Ο Χάνταρ ξαναβρήκε την κούκλα του», του είπε η γυναίκα. «Την ξύλινη κούκλα με την οποία έπαιζε όταν ήταν μικρό παιδί».
«Δεν είναι δυνατόν», είπε ο Ούλοφ. «Ο Χάνταρ μου είχε πει ότι της έδεσε μια πέτρα και την πέταξε στη λίμνη»
Ο Ούλοφ είχε αρχίσει να βήχει. Πιθανώς να πέθαινε κατά τη διάρκεια μιας έκρηξης βήχα.
«Η κούκλα ήταν κάτω από μαντρί των ζώων», συνέχισε η γυναίκα. «Πάνω σε μια επίπεδη πέτρα»
«Α, τον κερατά! Κι εγώ που έψαχνα σαν τρελός. Τρελάθηκα στο ψάξιμο», είπε ο Ούλοφ.
Μετά όμως ο Ούλοφ ήθελε να συζητήσει άλλα πράγματα. Έδειχνε ότι είχε τέτοια ανάγκη.
«Κι εσύ τι κάνεις; Γράφεις;», ρώτησε τη γυναίκα. «Ασχολείσαι ακόμα μ’ εκείνο το βιβλίο; Δεν έχεις λοιπόν μόνο τον Χάνταρ. Έχεις και το βιβλίο»
Του θύμισε ότι θα έφευγε σύντομα. Πρόσθεσε όμως, ότι θα έμενε λίγο ακόμα. Ενώ δηλαδή έφευγε, έμενε ταυτόχρονα, του διευκρίνισε και τον ρώτησε αν το καταλάβαινε αυτό. Ναι, βέβαια. Έγραφε και είχε και τον Χάνταρ, αλλά ούτε το ένα ούτε το άλλο ήταν πρόβλημα γι αυτήν. Έγραφε κάμποση ώρα κάθε βράδυ, ενώ παλιότερα συνήθιζε να γράφει τα πρωινά. Το βραδινό γράψιμο της φαινόταν τώρα σαν κάτι το εντελώς φυσιολογικό. Κάθε άνθρωπος διαλέγει ένα θέμα για τον εαυτό του. Οτιδήποτε κι αν διάλεγε κανείς, θα μπορούσε να ενταχθεί σε οποιοδήποτε θέμα. Εδώ πάνω στο βορρά βρήκε κατά κάποιο τρόπο τον εαυτό της. Αισθανόταν μια ανεξήγητη έλξη για τις κοινές υποθέσεις του Ούλοφ και του αδελφού του, του Χάνταρ. Δεν μπορούσε να αντισταθεί στην ιδέα να βλέπει σαν καλλιτέχνημα το άσκοπο παιγνίδι του ανταγωνισμού τους, ποιος θα ζήσει περισσότερο από τον άλλο, ένα παιγνίδι που υποδήλωνε κάτι το διαφορετικό και κατά κάποιο τρόπο ήταν ομοιόμορφο με τις δικές της επιδιώξεις. Ναι, πράγματι. Αισθανόταν πολύ καλά. Η θανάσιμη, αλλά ταυτόχρονα τρελή σοβαρότητα, ο συνδυασμός της αφοσίωσης με την αδιαφορία και την εγκατάλειψη ήταν ακριβώς αυτό που μπορούσε να την γεμίζει και να την κάνει να αισθάνεται προσωρινά σα στο σπίτι της. Προσπαθούσε πάντα να αποφεύγει να υπερεκτιμά την αξία της δικής της ζωής και να μπορεί έτσι να την εκμεταλλεύεται αδίστακτα. Δεν ήταν καμιά σημαντική συγγραφέας, δεν είχε ποτέ την επιθυμία να γίνει μεγάλη συγγραφέας. Απλώς έγραφε.
Ο Ούλοφ την κοιτούσε χωρίς να στρέφει αλλού το πρόσωπό του. από την άκαρπη προσπάθεια που έκανε να καταλάβει και να ερμηνεύσει τα λεγόμενά της, το λίπος κάτω από την επιδερμίδα του προσώπου του, έδινε την εντύπωση ότι είχε κοκαλιάσει.
«Θα μπορούσα να διαβάσω κανένα από τα βιβλία που έχεις γράψει», της είπε.
Όμως αυτή τον απέτρεψε να κάνει κάτι τέτοιο. Όχι δεν θα ήταν καλό γι αυτόν να ξοδέψει τις πνευματικές του δυνάμεις στο διάβασμα ή σε άλλες παρόμοιες ματαιοδοξίες. Ο Χάνταρ δεν θα έκανε πραγματικά ποτέ κάτι τέτοιο. Εξάλλου δεν ήταν από τη φύση του αναγνώστης των έργων της.
Αυτοί που διάβαζαν τα βιβλία της, δεν το έκαναν συνειδητά, έχοντας κάποιο στόχο, έτσι δηλαδή όπως ήθελε αυτός να τα διαβάσει. Οι αναγνώστες της δεν ήξεραν στην πραγματικότητα τίποτε γι αυτό που επρόκειτο να διαβάσουν. Βασικά δεν ήξεραν καν κάτι για τη ζωή. Ήταν κάτοικοι των πόλεων του Νότου και το διάβασμα δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά μια από κείνες τις χαλαρές συνήθειές τους. Ειλικρινά δεν ήξερε τίποτα γι αυτούς. Και δεν τους καταλάβαινε. Απλώς τύχαινε να πάρουν ένα από τα βιβλία της στα χέρια τους, κατά τον ίδιο τρόπο που κι αυτή εντελώς τυχαία έπαιρνε κάποιο θέμα και έγραφε γι αυτό.
Εκείνη ακριβώς τη μέρα ο Ούλοφ είχε φάει μπισκότα αμυγδάλου και σκουροκόκκινη μαρμελάδα από ένα τετράγωνο γυάλινο βάζο.
«Αλλά γιατί μιλάμε άραγε για όλα αυτά;», αναρωτήθηκε η γυναίκα.
«Μιλούσαμε για εκείνη την ξύλινη κούκλα», της θύμισε ο Ούλοφ. «Για την κούκλα του Χάνταρ»
2
«Ο Ούλοφ είναι καλά», είπε η γυναίκα στο Χάνταρ. «Γίνεται όλο και πιο δυνατός για κάθε μέρα που περνάει. Μπορεί να ζήσει πολλά χρόνια ακόμα»
«Τη μια μέρα λες ότι πρέπει κάποιος να αναλάβει να τον φροντίζει», της απάντησε ο Χάνταρ, «… και την άλλη μέρα ισχυρίζεσαι ότι είναι δυνατός και υγιής»
Όταν σηκωνόταν από τον καναπέ ήθελε πάντα την βοήθειά της. Τώρα άπλωσε τις παλάμες του προς το μέρος της, σα να αρνούνταν την βοήθειά της, σα να την έδιωχνε. Ταυτόχρονα όμως καλούσε βοήθεια.
«Έτσι είναι η καρδιά…», είπε, «… στα καλά καθούμενα όμως μπορεί να πάθει συγκοπή»
«Η καρδιά είναι σαν μια διαβολική μηχανή»
Η γυναίκα είχε τοποθετήσει τον κουβά στα πόδια του κρεβατιού. Ενώ καθόταν πάνω στον κουβά ο Χάνταρ είπε:
«Ο καρκίνος είναι εντάξει. Προχωράει ο ταλαίπωρος και κάνει τη δουλειά του, όπως πρέπει. Τον καρκίνο ξέρει κανείς που τον έχει. Δεν είναι τυχαίο, ότι εγώ έχω καρκίνο κι αυτός έχει την καρδιά. Ο Ούλοφ ήταν πάντα ανυπολόγιστος και αφερέγγυος. Ήταν αναπόφευκτο αυτός να πάθει καρδιά κι εγώ καρκίνο».
Κάτι είχε συμβεί με τη μυρωδιά του σώματός του, γιατί η γυναίκα δεν την αισθανόταν τώρα πια. Όταν κατέβαινε τα πρωινά και τον συναντούσε, θυμόταν κάπως αόριστα και φευγαλέα αυτή τη μυρωδιά. Τώρα όμως έπαψε πια να την τυραννά. Απλώς όμως είχε μείνει η ανάμνησή της.
Αργότερα, όταν ο Χάνταρ ξάπλωσε πάλι στον καναπέ, είπε:
«Ότι συμβαίνουν θαύματα, αυτό το ξέρουμε. Πράγματι συμβαίνουν θαύματα. Άνθρωποι ανασταίνονται από τους νεκρούς και ερπετά μπορούν να βγάλουν φτερά και να πετάξουν. Κι ο καρκίνος μπορεί να εξαφανιστεί, μπορεί να λιώσει σαν ένα κομμάτι πάγος που έτυχε να πέσει μέσα στο πουκάμισο ενός ανθρώπου»
«Το πιστεύεις πραγματικά αυτό;» τον ρώτησε η γυναίκα.
«Είναι το μόνο πράγμα που μπορεί κανείς να ξέρει με βεβαιότητα», της απάντησε αυτός. «Όλα τα πράγματα μπορούν να έχουν οποιαδήποτε εξέλιξη. Το μόνο πράγμα που είναι σίγουρο, είναι ότι συμβαίνουν θαύματα»
Ούτε καν η μυρωδιά από τον κουβά, δεν της προκαλούσε πια δυσφορία. Τον πήρε και τον έβγαλε έξω, όπου τον άδειασε πάνω στο χιόνι μπροστά από το σπίτι.
Όταν διηγήθηκε στον Χάνταρ, πόσο την ενοχλούσε παλιότερα η μυρωδιά που ανέδιδε – χρησιμοποίησε μάλιστα τη λέξη βρώμα – και ότι αυτός ήταν ο λόγος που έπλενε τόσο ευσυνείδητα τα ρούχα του και αυτόν τον ίδιο, αλλά τώρα πια είχε χαθεί, είχε εξαφανιστεί η παράξενη αυτή μυρωδιά, τότε ο Χάνταρ απάντησε:
«Η μυρωδιά του σώματός μου είναι η ίδια όπως και πριν. Μάλλον θα έλεγα ότι γίνεται χειρότερη κάθε μέρα που περνάει και είναι μια αφάνταστη ταλαιπωρία για μένα. Από λεπτότητα όμως δεν θέλησα να σου πω τίποτα ως τώρα».
Από το παράθυρο του σπιτιού του Χάνταρ, η γυναίκα παρακολουθούσε την καπνοδόχο του Ούλοφ και τα σινιάλα καπνού. Όταν η θερμοκρασία έπεφτε ο καπνός γινόταν λευκότερος και αραιότερος και ανέβαινε ομαλά, χωρίς διακοπές. Τις λίγες μέρες όμως που ο καιρός καλυτέρευε κάπως, ο καπνός γινόταν πιο μαύρος και η πορεία του προς τον ουρανό πιο ανώμαλη. Επιπλέον διακοπτόταν κατά διαστήματα εντελώς. Όλον σχεδόν τον ελεύθερό της χρόνο τον αφιέρωνε παρακολουθώντας τον σημαδιακό και συναρπαστικό αυτόν καπνό. Όταν συνομιλούσε με τον Χάνταρ ή άκουγε τους αναστεναγμούς του και τα ροχαλητά του κοίταζε ταυτόχρονα τον καπνό. Καθάριζε συνεχώς το μονοπάτι ανάμεσα στα δυό σπίτια από το χιόνι, για να μπορεί, αν χρειαζόταν, να τρέξει κοντά του σε λιγότερο από ένα λεπτό.
Πότε – πότε ο Χάνταρ έλεγε:
«Ναι, αλλά δεν σε φέραμε εδώ για χατίρι του Ούλοφ»
Όταν ο Χάνταρ κοιμόταν, δηλαδή τις ώρες που ήταν ναρκωμένος από τα παυσίπονα, η γυναίκα έτρεχε στον Ούλοφ. Δεν μπορούσε να το χωνέψει, ότι ο Χάνταρ μόλις πριν από μερικές ημέρες ή κανά – δυό βδομάδες ή μπορεί και κανά μήνα, είχε πάει με το αυτοκίνητό του στο χωριό και την είχε φέρει στο σπίτι του, είχε τη δύναμη ν’ ακούσει τη διάλεξή της, χωρίς να χάσει τις αισθήσεις του και χωρίς να παραπονεθεί για τίποτα. Και τώρα…
Μια μέρα δεν μπόρεσε να κρατηθεί και είπε στον Ούλοφ:
«Πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν την τύχη να έχουν κάποιο σκοπό και να μπορούν να χαίρονται τη ζωή τους μέχρι τα τελευταία τους, όπως εσύ, που απολαμβάνεις αυτές τις καραμέλες που τρως συνεχώς»
«Εγώ δεν απολαμβάνω τις καραμέλες…», της απάντησε εκείνος, «… απλώς τρέφομαι μ’ αυτές»
Όχι ασφαλώς. Μια τέτοια αδιαντροπιά και επιπολαιότητα, όπως είναι η απόλαυση, δε μπορούσε ο Ούλοφ να διαπράξει. Κάτι τέτοιο δεν το είχε κάνει ποτέ. Στο δικό του κόσμο δεν υπήρχαν περιθώρια για τέτοια τιποτένια πράγματα, όπως είναι οι απολαύσεις της σάρκας, για να μη πούμε τίποτα για τις ψυχικές απολαύσεις. Όχι, ο Ούλοφ ζούσε εντελώς απλά και μόνο για χάρη του Χάνταρ ή πιο σωστά, ζούσε για χάρη του εαυτού του σε σχέση με τον Χάνταρ. Θα απελπιζόταν εντελώς, αν ανακάλυπτε μια απόλαυση ή μια ευχάριστη αίσθηση ή κάτι άλλο που θα μπορούσε να αποτελέσει μια ακόμη αιτία για να ζει κανείς. Δεν ήθελε να έχει κάτι παρόμοιο με την ξύλινη κούκλα του Χάνταρ. Μια απόλαυση μπορεί το πολύ να οδηγήσει σε κάτι τόσο γελοίο και παροδικό όπως είναι η ικανοποίηση. Ο Ούλοφ τα είχε βρει τόσο καλά με την ψυχή του, είχε συμβιβαστεί με το ότι η ζωή του ήταν τόσο απλή, όσο φαινόταν, ότι είχε ένα και μόνο νόημα. Αυτή η απλότητα του ταίριαζε. Θα ήταν πολύ επικίνδυνο να διασκορπίσει κανείς την ζωή σε πάρα πολλούς στόχους. Εκτός από τον ένα και μοναδικό προορισμό, όλα θα ήταν χωρίς νόημα, κάτι που συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Σε ότι αφορούσε τον ίδιο, θα ήθελε να παραπέμψει στο παράδειγμα των δέντρων, των ελάτων και ειδικότερα των πεύκων, στον τρόπο που αυτά ζουν τη ζωή τους και υπερασπίζονται την ύπαρξή τους.
Ούτε καν όταν μιλούσε δεν κατάφερνε ο Ούλοφ να ορθώσει το σώμα του. Έπαιρνε με δυσκολία ανάσα κι αυτό τον έκανε να πρήζεται και να βράζει ακόμα περισσότερο. Τα μάγουλά του και οι ζάρες του κάτω από το πηγούνι έτρεμαν και ταρακουνιούνταν. Τα δέντρα, εξήγησε στη γυναίκα, έχουν ένα και μόνο προορισμό στη ζωή, δηλαδή να στέκονται όρθια. Πέρα απ’ αυτό δεν κάνουν τίποτα άλλο. Το μεμονωμένο δέντρο έχει αποκλειστικά και μόνο ένα σκοπό. Να στέκεται όρθιο. Τόσο οι ρίζες του, όσο και το φύλλωμά του, από κάτω ως την κορυφή, είναι διαποτισμένα ως το μεδούλι με το μοναδικό σκοπό, να μη πέσει το δέντρο στο σύνολό του στο έδαφος. Κι αυτός ο ίδιος έβλεπε τον εαυτό του σα δέντρο, σαν ένα λυγερό πεύκο εκεί απάνω στο βουνό.
«Ναι…», του απάντησε η γυναίκα, «… σε καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω πως σκέφτεσαι»
Ο Ούλοφ σιώπησε για λίγο, προτού αποτελειώσει τον συλλογισμό του. Το σώμα του σωριάστηκε σα σακί με πατάτες και φούσκωσε στα πλευρά.
Αν η γυναίκα πίστευε, ότι αυτός ήταν ένας άνθρωπος των απολαύσεων, τότε έκανε μεγάλο λάθος. Εδώ πάνω δεν υπήρχαν γενικότερα άνθρωποι των απολαύσεων. Αυτό τολμούσε να το ισχυριστεί. Τον άνθρωπο των απολαύσεων τον έδιωχναν από εδώ το ψύχος και η λιτότητα της γης. Στη νότια Σουηδία υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι. Υπήρχαν μάλιστα και πραγματικοί ηδονιστές. Εδώ όμως όχι. Από την άλλη πλευρά αυτό δεν σήμαινε ότι ο Ούλοφ αγνοούσε παντελώς τις απολαύσεις, ότι δεν ήξερε τι είναι απόλαυση. Αυτό δεν έπρεπε να το πιστεύει η γυναίκα.
Τότε εκείνη τον παρακάλεσε να της πει τι ήξερε για τις απολαύσεις.
Ήταν μια φορά στα πρώτα παιδικά του χρόνια, της είπε. Ήταν μια ανάμνηση που τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή. Μια ανάμνηση που όχι μόνο τον ακολουθούσε, αλλά και που τον καθοδηγούσε, ίσως και να τον είχε κατακυριεύσει εντελώς.
Είχε ένα παππού, που μάζευε μέλι από τις φωλιές των αγριομελισσών. Ο παππούς έκανε εξορμήσεις με το σκύλο του ψάχνοντας τις φωλιές των αγριομελισσών και όταν τις έβρισκε μάζευε το μέλι σε ένα δοχείο που κουβαλούσε στο εκδρομικό σακίδιό του. Τελικά ο παππούς χάθηκε στα δάση. Ύστερα από πολύ καιρό βρήκαν το λείψανό του σε ένα πηγάδι σε μια ερημική τοποθεσία και το ανέβασαν με κουβά από κει. Σ’ ένα ντουλάπι όμως της κουζίνας, πίσω από τις κονσέρβες με τις ρέγγες και τα δοχεία με τη μαρμελάδα, είχε μείνει ένα γυάλινο βάζο με ξύλινο καπάκι, γεμάτο με μέλι από αγριομέλισσες. Κανένας δεν θυμόταν, ούτε ήξερε τίποτε για εκείνο το γυάλινο δοχείο. Ο Ούλοφ, που ήταν ακόμα μικρό παιδί, μπορούσε να μπουσουλάει οπουδήποτε και να γίνεται αόρατος. Σύρθηκε λοιπόν κάτω από το τελευταίο συρτάρι του ντουλαπιού της κουζίνας και βρήκε το γυάλινο δοχείο. Ξεβίδωσε το ξύλινο καπάκι, έχωσε μέσα τα δάχτυλά του και γλείφοντας τα, άρχισε να τρώει το μέλι από τις αγριομέλισσες.
Ήταν η πρώτη φορά που ο Ούλοφ δοκίμαζε καθαρό γλυκάδι. Ήταν μια γλύκα που δεν είχε αναμιχθεί με καμιά άλλη ουσία. Ήταν δηλαδή μια γλύκα αυτή καθαυτή, η γλυκύτερη γεύση που μπορεί να δοκιμάσει ο άνθρωπος. Αισθάνθηκε το μέλι να διαπερνά όλο του το είναι και να τον οδηγεί σε μια ψυχική κατάσταση ευφορίας και έκστασης. Ήταν μια στιγμή τέλειας, απόλυτης απόλαυσης. Μια στιγμή και μια κατάσταση που ο Ούλοφ σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του, προσπαθούσε αδιάκοπα να επαναβιώσει, αν και δεν το κατάφερε σχεδόν ποτέ. Αφού έγλειψε το βάζο  με τόση λαιμαργία, που αυτό έδινε την εντύπωση ότι είχε πλυθεί με γνήσιο νερό πηγής, βγήκε από την κρύπτη του, σπρώχνοντας τα κουτιά με τις ρέγγες και τα άλλα μπουκάλια. Μετά απ’ αυτήν την εμπειρία με το μέλι από αγριομέλισσα δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος, όπως και πριν.
Ωστόσο, απόλαυση δεν είναι η σωστή λέξη, πρόσθεσε ο Ούλοφ. Πως θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς το αχαρακτήριστο! Τι όνομα να δώσει σε κάτι που δεν μπορεί να περιγραφεί με τίποτα! Αν ήξερε τη σωστή λέξη, θα την έλεγε.
«Τώρα πρέπει να έχει ξυπνήσει ο Χάνταρ…», είπε η γυναίκα, «… και όταν ξυπνάει, με φωνάζει»
«Δεν άρχισε ακόμα να σε χαρακώνει με το μαχαίρι;», την ρώτησε ο Ούλοφ.
«Δεν είναι τέτοιος ο Χάνταρ», απάντησε η γυναίκα. «Ως επί το πλείστον κοιμάται. Και δεν βρωμάει πλέον. Η βρώμα του ήταν στην πραγματικότητα το μόνο πράγμα που ήταν δύσκολο να υποφέρει κανείς στον Χάνταρ»

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

«Πιστεύω ότι την έσφαξε για να με απαλλάξει από τον κόπο να το κάνω εγώ», είπε ο Χάνταρ. «Και τι ωραία που την έσφαξε! Πάντα ήμασταν επιδέξιοι στη σφαγή. Αυτό που κατά κύριο λόγο ήθελε να μου κάνει δώρο, δεν ήταν το χαρτοκιβώτιο, αλλά η σφαγή»
Μετά από λίγη ώρα σιωπής είπε πάλι:
«Είναι όμως πιο δυνατός απ’ ότι νόμιζα. Για να σφάξεις μια γάτα πρέπει να είσαι πολύ γρήγορος στα δάχτυλα και να έχεις αντοχή. Το σφάξιμο δεν είναι τυχαία δουλειά. Είναι δουλειά μόνο για άντρες».
Ήταν ξαπλωμένος, εντελώς ακίνητος και είχε τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Έκανε οικονομία στις δυνάμεις του, για να έχει έτσι όσο το δυνατό περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσει του αδερφού του. Αν εξαιρούσε κανείς το δώρο του Ούλοφ, τον απροσδόκητο θάνατο της γάτας, θα μπορούσε η μέρα αυτή να είναι μια εντελώς συνηθισμένη μέρα για αυτόν , με τα παυσίπονα, το φαγητό, τον υπνάκο, τις σωματικές ανάγκες και τις σκέψεις που φύλαγε μόνο για τον εαυτό του. Η γυναίκα πήγε και έφερε τις εφημερίδες από το γραμματοκιβώτιο που βρισκόταν στην άκρη του δρόμου. Είχαν μαζευτεί κάμποσες, γιατί κανένας δεν ενδιαφερόταν να τις διαβάσει. Τουλάχιστον θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν για προσάναμμα στο τζάκι, όπως είπε ο Χάνταρ.
Μετά, η γυναίκα ανέβηκε στο δωμάτιό της και κάθισε για λίγο στο γραφειάκι της. Μάλιστα έγραψε και μερικές αράδες. Αυτό που έπρεπε να εκφραστεί με το κείμενο για τον Χριστόφορο, σκέφτηκε, ήταν η περίπλοκη προσωπικότητα του αγίου και τα πολλαπλά νοήματα που εξέπεμπε. Το σημαντικό δεν ήταν ποιος ήταν ο Χριστόφορος, αλλά το τι εκπροσωπούσε. Αυτό που παρουσιάζουν οι συγγραφείς με τα γραφτά τους, δεν είναι οι άνθρωποι, αλλά οι μορφές. Στις γραπτές πηγές για το Χριστόφορο, είχαν παρεισφρήσει και αποσπάσματα από προφορικές παραδόσεις. Παρεξηγήσεις και παρερμηνείες, καθώς επίσης δάνεια από άλλους αγίους είχαν εμπλουτίσει και ενισχύσει την αλήθεια γι αυτόν. Του είχαν αποδοθεί ιδιότητες και πράξεις, ίσως ακόμα και σωματικές ιδιομορφίες, μεταξύ αυτών απαίσιες εκλύσεις αερίων, που για την ακρίβεια ή αρχικά συνδέονταν με τον Άγιο Χομόμπονους ή τον Κάλιξτους ή τον Άρμπογαστ. Κυκλοφορούσε η φήμη, ή μάλλον γίνονταν υπαινιγμοί, ότι συνήθιζε να σηκώνει τους πιο βαριά αρρώστους και να τους βάζει στην αγκαλιά του, για να έχουν έτσι λίγη τρυφερότητα πριν πεθάνουν. Επίσης λεγόταν ότι άδειαζε τα δοχεία με τα κόπρανα των φτωχών και των θανατοποινιτών στον ποταμό Μοράβα. Ακόμη, ότι ζούσε με τους λεπρούς, ότι έξυνε με τα νύχια του τη βρώμα από πάνω τους, έλουζε και έδενε με επιδέσμους τις πληγές τους, τους τάιζε με μια τεράστια ξύλινη κουτάλα. Από τον κάτω όροφο ακουγόταν ο Χάνταρ να μιλάει με τον εαυτό του. Κάτι μουρμούριζε και γκρίνιαζε. Το μόνο όμως που ακουγόταν ήταν μερικές βρισιές.
Όταν η γυναίκα κατέβηκε κάτω, τη χτύπησε πάλι στο πρόσωπο η βρώμα και η δυσωδία που ανέδιδε ο Χάνταρ, τόσο έντονα, που της ήρθε να κάνει εμετό, αλλά κατάφερε και το έκρυψε.
«Πρέπει να επιτρέψεις στον εαυτό σου λίγη ανάπαυση», της είπε ο Χάνταρ. «Πρέπει να κάνεις διαλείμματα που και που»
Για ακόμη μια φορά η γυναίκα ζέστανε νερό στη φωτιά και διέταξε τον Χάνταρ να ξεντυθεί. Μετά τον έπλυνε και τον έτριψε με κουρέλια βουτηγμένα σε αλισίβα, σε όλο το κορμί. Τέλος τον σκούπισε χαϊδεύοντας τον με κομμάτια από βαμβακερό, καρό μπλε και κόκκινο ύφασμα φανέλας. Ο Χάνταρ είχε εγκαταλειφθεί στα χέρια της γυναίκας χωρίς καμιά αντίσταση. Σήκωνε και έστριβε τους βραχίονες και τα πόδια σύμφωνα με τις εντολές της, γύριζε το σώμα του προσφέροντάς της τα πλευρά του ή τη κοιλιά του και όταν του το επέτρεπε η στάση του σώματός του μιλούσε κιόλας για τον εαυτό του και για κείνη.
Αναρωτιόταν πραγματικά : είχε αντιληφθεί πόσο θάρρος και γενναιότητα, πόση τόλμη ανάμικτη με κουταμάρα χρειάστηκε να αντλήσει για να καταφέρει να την προσεγγίσει; Αυτή, ένα ξένο άνθρωπο; Δεν ήξερε γι αυτήν τίποτε περισσότερο απ’ αυτά που έγραφε η εφημερίδα. Παρόλα αυτά την έμπασε στο σπίτι του. Οι κίνδυνοι που προέρχονταν από ένα ξένο άνθρωπο μπορούσαν να ήταν αδιανόητα μεγάλοι. Οι ξένοι διακρίνονται για ένα είδος αγριότητας που υπάρχει απάνω τους, για να μη πούμε ωμότητα και απανθρωπιά. Τέτοιοι δεν ήταν ποτέ οι κάτοικοι των αγροκτημάτων τούτης της περιοχής. Η ψυχή του ξένου είναι σαν μια απύθμενη υδάτινη τρύπα. Η υδάτινη άβυσσος ήταν η μόνη εικόνα που μπορούσε να βρει για να παραστήσει τον ξένο, τον άγνωστο. Ωστόσο δεν μιλούσε μόνο για τον ξένο άνθρωπο, αλλά για κάθε τι το ξένο, τις άυλες δυνάμεις και τις στερεές ουσίες της ύλης. Η εσώτερη φύση της ύπαρξης δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένας ακατάπαυστος αγώνας κατά του αγνώστου. Και πρέπει να αμύνεται κανείς ενάντια στην άγνωστη ύλη και τις ξένες δυνάμεις. Στην άμυνα ενάντια του ξένου, του αγνώστου, βρίσκει κανείς την πραγματική του αξία, την γνησιότητά του. όταν το άγνωστο τελικά εισδύει στο σώμα κάποιου, τότε ο άνθρωπος αυτός αρρωσταίνει. Κι αν το άγνωστο κυριαρχήσει στο σώμα του, τότε πεθαίνει. Στη νεότητά του μπορεί κανείς να πιάσει το άγνωστο από τα κέρατα και να το νικήσει. Αλλά αργότερα, σε μεγάλη ηλικία, είναι αναγκασμένος να εμπιστευτεί την αντοχή του και την ευρηματικότητα της υπομονής του. Μπορεί ακόμα και να ξεγελάσει το άγνωστο και να συμμαχήσει μαζί του. Το θέμα είναι να είναι κανείς πάντα προετοιμασμένος, να έχει κάνει σχέδια και να είναι μόνιμα έτοιμος για το χειρότερο δυνατό. Είναι σχεδόν τρελό, πόσο εξαρτημένος γίνεται κανείς από κάποιον που προηγήθηκε και δείχνει το δρόμο, από κάποιον που είναι το πρότυπο για μίμηση.
Για τον εαυτό του ο Χάνταρ έλεγε πως ακολουθούσε τα χνάρια του παππού του από την πλευρά του πατέρα του. Ο παππούς του ήταν το πρότυπο. Αυτός ο ίδιος, ο Χάνταρ, ήταν μόνο ένα αντίγραφο. Κάθε μέρα σκεφτόταν έστω και για λίγο αυτόν τον παππού και τις φωλιές των αγριομελισσών.
«Τι το ιδιαίτερο έχουν οι φωλιές των αγριομελισσών;», τον ρώτησε η γυναίκα.
«Δεν είναι τίποτε άλλο από τρύπες στο έδαφος», της απάντησε ο Χάνταρ. «Είναι τρύπες, όπου οι αγριομέλισσες κρύβουν το μέλι τους μέσα σε ασκούς. Ασκούς που μοιάζουν με μαστούς απ’ όπου μπορεί να αρμέξει κανείς το μέλι της αγριομέλισσας. Είχε ένα γκρίζο σκύλο, ο παππούς δηλαδή, ένα γκρίζο σκύλο με ψηλά πόδια σαν του τάρανδου και κεφάλι σαν του λύκου, όπως έχουν ορισμένα γκρίζα σκυλιά, τα σκυλιά των Εσκιμώων. Αυτός ο γκρίζος σκύλος είχε μάθει να ψάχνει τις φωλιές των αγριομελισσών, να οσφραίνεται την ύπαρξη και τη θέση τους. Έκανε μεγάλους κύκλους και γάβγιζε το χαρακτηριστικό γάβγισμα των κυνηγετικών σκύλων που βρίσκουν το θήραμά τους, όταν εντόπιζε μια φωλιά αγριομέλισσας. Ο παππούς έδιωχνε τις αγριομέλισσες βάζοντας καπνισμένα κλαδιά από σημύδα στη φωλιά τους. Μετά άρμεγε το μέλι από τους σάκους μέσα σε ένα τενεκεδένια δοχείο, που κουβαλούσε μαζί του στο σακίδιό του. Ο παππούς έκανε μαζί με το γκρίζο σκύλο του πολυήμερες εξορμήσεις στα δάση και στα έλη της περιοχής για να βρούνε μέλι από αγριομέλισσες. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι, μετά το θέρισμα των αγρών, οι εξορμήσεις αυτές μπορούσαν να διαρκέσουν και μια ολόκληρη εβδομάδα. Μια φορά, αυτή τη φορά δηλαδή για την οποία μιλούσε ο Χάνταρ, ο παππούς είχε πάει με το σκύλο του πέρα, προς τα δυτικά, πολύ πιο μακριά από τον βάλτο Λάουπαρλιντ και το βουνό Γάντι.
«Πως λέγονται αυτά τα μέρη;»
«Βάλτος του Λάουπαρλιντ και όρος Γάντι», απάντησε αυτός.
«Εκεί πέρα πίσω από τη ρίζα ενός δέντρου, στην άκρη μιας συστάδας θάμνων, εν πάση περιπτώσει κάπου εκεί, δεν έχει σημασία που ακριβώς, αφού κανένας δεν ήταν εκεί για να δει, ο γκρίζος σκύλος βρήκε μια φωλιά αγριομέλισσας. Και όταν ο παππούς κι ο σκύλος έσκυψαν πάνω από τη φωλιά για να δουν τι είχε μέσα, υποχώρησε κάτω από τα πόδια τους το έδαφος, που δεν ήταν τίποτα άλλο από τη σκεπή ενός πηγαδιού και έπεσαν μέσα στο αποξηραμένο πηγάδι, το οποίο είχαν σκάψει κάποτε, πριν από αιώνες, αρχαίοι πρόγονοι στο μέρος αυτό. Εκεί στον πυθμένα του πηγαδιού δεν επρόκειτο να τους αναζητήσει κανείς για πολλές εβδομάδες. Οι ίδιοι δεν είχαν την δυνατότητα ν’ αναρριχηθούν στην κορυφή, αφού το πηγάδι είχε βάθος δεκάξι πόδια. Ούτε καν ένας σκύλος Εσκιμώων δεν μπορούσε να σκαρφαλώσει σε τέτοιο ύψος. Άνθρωπος και σκύλος μοίρασαν το μέλι που είχε μαζέψει ο παππούς στο τενεκεδένιο κουτί. Έτρωγαν που και που μια μικρή γουλιά μέλι για να κρατηθούν στη ζωή. Κατάφεραν να επιζήσουν τόσες μέρες, όσες χρειάστηκε για να φθαρεί το τμήμα της μουσελινένιας μπλούζας του παππού που ακουμπούσε στο τοίχωμα του πηγαδιού.
Όταν όμως τελείωσε το μέλι στο τενεκεδένιο κουτί, τότε άνθρωπος και άνθρωπος άρχισαν να αλληλοκοιτάζονται. Ήταν μια εποχή που από το άνοιγμα του πηγαδιού έμπαινε φως του ήλιου ακόμα και τη νύχτα. Για πρώτη φορά τα δυό αυτά όντα είδαν ο ένας τον άλλο βαθιά στα μάτια και στην ψυχή και ο σκύλος ανακάλυψε, ότι ο παππούς στην πραγματικότητα ήταν ένας ξένος γι αυτόν. Και ο παππούς ταυτόχρονα διαπίστωσε, ότι αν το καλοεξέταζε κανείς το πράγμα, δεν ήξερε τίποτα για το σκύλο του. Όσες φωλιές αγριομελισσών κι αν είχαν ξετρυπώσει μαζί, ήταν δυό ξένοι μεταξύ τους.
Έτσι κι οι δυό κατάλαβαν, ότι προτού λήξει αυτή η ιστορία της πτώσης τους στο πηγάδι, προτού καταφέρουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να ανασυρθούν από το βάθος του πηγαδιού στην επιφάνεια του εδάφους, ένας από τους δυό θα είχε φάει τον άλλο».
«Δεν είναι η πείνα το χειρότερο πρόβλημα …», τον διέκοψε η γυναίκα, «… αλλά η δίψα. Ο άνθρωπος πεθαίνει, όταν εξαντληθούν όλα τα υγρά του σώματός του»
Εκείνη τη στιγμή ήταν απασχολημένη με το πλύσιμο της άλλης μασχάλης.
Ο Χάνταρ όμως την αντέκρουσε λέγοντας, ότι το ωμό κρέας είναι γεμάτο υγρά, ότι το κρέας είναι ταυτόχρονα και στερεή και υγρή τροφή και ότι τέλος πάντων αυτοί οι δυό εκεί κάτω στο πηγάδι είχαν παντελή άγνοια αυτών των θεμάτων. Αν π.χ. έκανε κανείς μια τρύπα στο σώμα του Ούλοφ, του Ούλοφ του αδερφού του, τότε αμέσως θα έτρεχαν ποτάμι τα υγρά, όχι κατακάθια από έλαια ή λίπη, όπως λογικά θα ανάμενε κανείς, αλλά ένα υγρό που πραγματικά μοιάζει με το νερό.
Κατά συνέπεια έγινε τελικά μια μονομαχία ανάμεσα στον παππού και τον γκρίζο σκύλο, μια μονομαχία αντοχής, επαγρύπνησης και υπομονής. Και όταν επιτέλους κάποιος που έψαχνε για τα άλογά του και εντελώς απροσδόκητα είδε το πηγάδι και τους βρήκε, τότε διαπιστώθηκε, ότι πράγματι ένας από τους δυό είχε φάει τον άλλο»
Η γυναίκα δεν ρώτησε ποιος έφαγε ποιόν, γιατί ο Χάνταρ σε καμιά περίπτωση δεν θα της είχε διηγηθεί την ιστορία αυτή, αν ο γκρίζος σκύλος είχε φάει τον παππού.
Η γυναίκα πήρε την οδοντόβουρτσα της και την οδοντόκρεμα και του βούρτσισε τα δόντια, τα οποία κατά ένα περίεργο τρόπο ήταν πραγματικά πολύ καλοδιατηρημένα. Ο Χάνταρ άνοιγε πλατιά το στόμα του και αυτή με τον αντίχειρα και το δείκτη του κρατούσε τα χείλη. Έτριβε και βούρτσιζε τόσο γερά που άρχισαν να ματώνουν τα ούλα του.
«Αναρωτιέμαι τι γεύση έχει το μέλι της αγριομέλισσας», του είπε.
Μετά, όταν πια είχε εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες να τον καθαρίσει καλύτερα και πριν αρχίσει να του δίνει τα ρούχα για να ντυθεί πάλι, έσκυψε από πάνω του και τον μύρισε από την κορφή ως τα νύχια. Η διαπίστωση που έκανε ήταν, ότι βρωμούσε ακριβώς όπως και πριν από το πλύσιμο. Η βρώμα αναδυόταν από τους πόρους του, από το στόμα, από τη μύτη και τα τσιμπλιασμένα μάτια, από τα αυτιά και τον ομφαλό. Είχε την πρόθεση να του κόψει και τα νύχια, καθώς επίσης τα μαλλιά, στην ουσία δηλαδή τις ελάχιστες τρίχες που υπήρχαν σαν στεφάνι γύρω από την φαλάκρα του. όμως, ύστερα απ’ αυτό άλλαξε γνώμη. Ωστόσο, η επιδερμίδα του απέκτησε μετά το πλύσιμο μια μεταλλική γυαλάδα σε χρώμα αχνό κίτρινο με ασπρογάλαζες διακυμάνσεις και αναλαμπές.
«Για να λέμε το σωστό, για να λέμε την αλήθεια, θα έπρεπε να σε αφήσω στην τύχη σου», είπε ο Χάνταρ στη γυναίκα.
Αργότερα κατά το απόγευμα, αφού είχε ήδη πάρει τα παυσίπονα χαπάκια του, ο Χάνταρ είπε:
«Όταν θα κληρονομήσω τον Ούλοφ, θα ξηλώσω το σπίτι του και με την ξυλεία θα φτιάξω μια σάουνα, μια Φιλανδική σάουνα με τζάκι από ολοστρόγγυλες πέτρες»
«Αυτό είναι ένα θέμα, που σίγουρα είναι άγνωστο για σένα», συμπλήρωσε μετά από λίγο απευθυνόμενος στη γυναίκα.
Κανένας τρόπος πλυσίματος, ούτε βούρτσισμα, ούτε οτιδήποτε άλλο, μπορούσε, έστω και κατά προσέγγιση να συγκριθεί με το ίδρωμα. Το νερό και οι βούρτσες αγγίζουν μόνο την επιφάνεια, ενώ ο ιδρώτας έρχεται από μέσα, από κει που βρίσκεται η βρώμα. Οι ουσίες που εκκρίνει το σώμα, είναι αυτές που κάνουν τον άνθρωπο ρυπαρό.
Το είχε σκεφτεί από πολύ καιρό. Μια σάουνα θα ήταν ότι έπρεπε, αρκεί ο Ούλοφ να είχε μυαλό να πεθάνει καμιά φορά. Βέβαια, δεν αμφισβητούσε το δικαίωμα του ετοιμοθάνατου να αγωνιστεί για τη ζωή του, να επιμηκύνει τα βάσανά του. Αλλά στην περίπτωση του Ούλοφ είχε κάπως παραγίνει το πράγμα. Όταν θα ερχόταν εκείνη η ημέρα, τότε θα καθόταν στη σάουνα που θα είχε κτίσει εν τω μεταξύ με την ξυλεία από το σπίτι του Ούλοφ μετά τον θάνατό του και με τον ιδρώτα θα έβγαζε όλη τη βρωμιά από πάνω του και όλες τις αναθυμιάσεις. Αυτό ήταν το μόνο φυσικό πράγμα που ταιριάζει στον άντρα. Ο άντρας είναι φτιαγμένος να ιδρώνει. Και όσο έχει βαριά δουλειά και ιδρώνει, δε χρειάζεται ποτέ να πλυθεί. Ο άντρας, αν συγκεντρώσει τον ιδρώτα της εργασίας του καθ’ όλη την διάρκεια του σε μια τάφρο στο έδαφος, θα μπορούσε να σχηματίσει μια αρκετά μεγάλη λίμνη. Ίσως όχι βέβαια ολόκληρη λίμνη, παρά μόνο μια λακκούβα, μια γούρνα γεμάτη λάσπες, ένας μικρός απύθμενος βάλτος. Ο ιδρώτας του άντρα, είναι ανάγκη να υπογραμμιστεί δεν είναι και αραιός. Όχι, ο ιδρώτας του άντρα είναι πηχτός σαν τον τραχανά ή την λάσπη του ασβέστη. Είναι δυνατός και πλούσιος σε συστατικές ουσίες. Δεν κυλάει εύκολα και ανέμελα, αλλά πρέπει να τον πιέσει κανείς για να βγει από τους πόρους, όπως το γιαούρτι από την τσαντίλα.
Βέβαια είναι σωστό και επιτρεπτό να ιδρώνουν και οι γυναίκες, αλλά ο ιδρώτας της γυναίκας δεν έχει καθόλου την ίδια βαθιά σημασία, όπως ο ιδρώτας του άντρα. Μια φορά κι ένα καιρό υπήρχε μια γυναίκα, η οποία είχε ιδρώσει μαζί του. Ο ιδρώτας του είχε ανακατευτεί με το δικό της ιδρώτα και είχε αραιώσει κι έτσι ο Χάνταρ ήξερε ότι ο ιδρώτας της γυναίκας είναι αραιός και διάφανος. Ο ιδρώτας της γυναίκας βγαίνει από το λείο δέρμα της, ρέοντας απαλά, για να μη πούμε επιπόλαια και δε μυρίζει σχεδόν καθόλου. Αν όμως την πλησιάσει την πλησιάσει κανείς με τη μύτη του, τότε θυμίζει τη μυρωδιά της σημύδας. Η γυναίκα αδιαφορούσε για τον ιδρώτα. Γι αυτήν ο ιδρώτας δεν είχε καμία σχέση με τη βρωμιά ή την καθαριότητα, δεν συμβόλιζε τίποτα, δεν είχε καμιά σημασία.
Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Χάνταρ θα καθότανε μόνος  στη Φιλανδική σάουνα, που θα έφτιαχνε με την κληρονομιά από τον Ούλοφ. Τούτη η γυναίκα δεν θα χρειαζότανε πια να βρίσκεται δίπλα του για να τον βοηθάει. Θα στήριζε μόνος του το κεφάλι στα χέρια και θα σφιγγόταν για να βγάλει όσο πιο πολύ ιδρώτα μπορούσε. Έτσι δεν θα υπήρχε πάνω του καθόλου βρωμιά πια, τίποτα ξένο ή περιττό. Καμιά αρρώστια δεν θα υπήρχε πια στο σώμα του.
Προτού νυχτώσει η γυναίκα πήγε και στον Ούλοφ.
«Πήγαινε!», της είχε πει ο Χάνταρ.
«Πήγαινε! Τι να σε νοιάζει εσένα κι αν πεθάνω εγώ εδώ μόνος στη μοναξιά μου!»
Ο Ούλοφ είχε αποκοιμηθεί στο τραπέζι. Μια μισοφαγωμένη σοκολάτα εξείχε από το κλειστό του στόμα. Το κεφάλι και οι βραχίονες ήταν ακουμπισμένα στο τραπέζι. Τον ξύπνησε λέγοντάς του:
«Δεν φεύγω σήμερα. Θα φύγω τελικά αύριο»
Τότε ο Ούλοφ ανασηκώθηκε και έβαλε τη μισοφαγωμένη σοκολάτα στο στόμα του.
«Καθόμουν και σκεφτόμουν…», είπε, ενώ μασουλούσε τη σοκολάτα, «… σκεφτόμουν πως ταξίδευες από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη με λεωφορεία, με τρένα και αεροπλάνα»
Ήταν φοβερά ιδρωμένος, λες και το σπίτι του είχε μετατραπεί κιόλας σε σάουνα.
Η γυναίκα κάθισε και μετά τον ρώτησε:
«Γιατί τον μισείς; Γιατί μισείς τον Χάνταρ;»
Τότε ο Ούλοφ σήκωσε τα χέρια του από το τραπέζι και με τις παλάμες ανοιχτές, στραμμένες προς το μέρος της, είπε:
«Όχι, όχι, δεν είναι καθόλου αλήθεια ότι μισώ τον Χάνταρ. Αφού είναι αδερφός μου»
«Αυτός που μισεί τον αδερφό του, ζει στο σκοτάδι…», τη διαβεβαίωσε, «… αυτός που μισεί τον αδερφό του…», επανέλαβε, « … είναι ανθρωποκτόνος»
Όχι καθόλου. Σαν άνθρωπος που μισεί τον αδερφό του, ο Ούλοφ ήταν μια μετριότητα.
Το διαποτισμένο με ζάχαρη πνεύμα του είχε διεγερθεί από την ερώτησή της.
«Εύχεσαι όμως να πεθάνει», του απάντησε εκείνη.
«Να πεθάνει;», είπε ο Ούλοφ. «Μα την αλήθεια δεν θυμάμαι να ευχήθηκα τέτοιο πράγμα. Να πεθάνει;»
Τότε η γυναίκα του θύμισε την γάτα. Τη γάτα μέσα στο χαρτοκιβώτιο.
«Αυτό δεν ήταν τίποτα», είπε ο Ούλοφ. «Το είχα ξεχάσει κιόλας»
Αχ, αν ήξερε αυτή η γυναίκα, ότι ο Χάνταρ στα νιάτα του ήταν ένας δυνατός, επιβλητικός και γνήσιος άντρας, πριν αρχίσει να του τρώει τα σωθικά ο καρκίνος. Ήταν ο πρωτότοκος γιός των γονιών τους, που μπορούσε να θαυμάζει κανείς, ένας αδερφός που είχε κάθε λόγο μάλιστα να προσπαθήσει να του μοιάσει.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των παιδικών και των νεανικών του χρόνων είχε καταναλώσει πολλές δυνάμεις και είχε κάνει πολλές προσπάθειες να γίνει και ο ίδιος σαν τον Χάνταρ. Ήταν μεγάλη χαρά για τον Ούλοφ κάθε φορά που παραλάμβανε από τον Χάνταρ κάποιο ρούχο ή ένα ζευγάρι παπούτσια, που ήταν πια πολύ μικρά γι αυτόν ή ακόμη και κάποιο μαχαίρι με θήκη, που είχε στομώσει και δεν έκοβε αρκετά καλά για τις απαιτήσεις του Χάνταρ. Ύστερα πάλι, τι χαρά, υπερδιέγερση, ευλάβεια και ευτυχία που τον κυρίευαν, ώστε να μη μπορεί να κοιμηθεί, όταν του δινόταν η άδεια να ξαπλώσει κάτω από τα ίδια δερμάτινα και γούνινα σκεπάσματα με τον Χάνταρ.
Τι λυπηρό και άθλιο πράγμα, που είναι η ενηλικίωση. Αν είχαν την δυνατότητα να παραμείνουν παιδιά ή τουλάχιστον νέοι, τότε και τούτη εδώ την ώρα θα ήταν παρηγοριά κι ελπίδα ο ένας για τον άλλο. Τότε θα είχαν, με άλλα λόγια, εξακολουθήσει να βρίσκονται ακόμη στο πλευρό της μάνας τους και θα βύζαιναν ακόμη το γλυκό γάλα από το στήθος της, καθένας από τη δική του ρόγα.
Η ενηλικίωση ήταν η αιτία που είχαν χωρίσει ο ένας από τον άλλο. Σ’ εκείνον η ενηλικίωση είχε προκαλέσει μελαγχολία και πένθος. Από την άλλη ο Χάνταρ είχε προσβληθεί από την ενηλικίωση, σαν από μια ψυχική ασθένεια. Είχε γίνει κλέφτης, απατεώνας και κακοποιός.
Τώρα στα μάτια του Ούλοφ έρχονταν δάκρυα, καθώς σκεφτόταν όλα όσα είχε μάθει από τον Χάνταρ: πώς να βρίζει, πώς να φτιάχνει πίπες από ιτιά, πώς να ακρωτηριάζει τα βατραχάκια βγάζοντας τους τα πόδια, να βάζει παγίδες στα ψάρια, να προκαλεί τη ζύμωση του χυμού της σημύδας, να σφυρίζει με τα μπροστινά δόντια. Επίσης του είχε μάθει όλα τα μυστικά του ανθρώπινου σώματος, καθώς κι ένα τραγούδι για το κορίτσι στη στέγη. Ναι, πράγματι, τα είχε μάθει όλα αυτά από τον Χάνταρ. Χωρίς αυτές τις εμπειρίες με τον Χάνταρ δεν θα ήξερε ακόμα πως θα έπρεπε να ζήσει τη ζωή του.
«Θα έπρεπε να πας στο σπίτι του», είπε η γυναίκα. «Μπορώ να σε βοηθήσω εγώ στα λίγα βήματα ως εκεί»
Αυτός όμως το απέκλεισε εντελώς ο Ούλοφ. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να γελάσει με ένα τρανταχτό γέλιο σε αυτή την τρελή ιδέα, όσο ήταν δυνατό να γελάσει τρανταχτά, γιατί όποιος έχει πρόβλημα καρδιάς αποφεύγει να γελάει τρανταχτά. Οπωσδήποτε όχι. Ο Χάνταρ θα του ξέσκιζε αμέσως τα ρούχα από το σώμα ή τουλάχιστον θα του αφαιρούσε οτιδήποτε μικροπράγματα είχε στην τσέπη του ή θα του έκλεβε με ψέματα και κατάρες την ψυχική ισορροπία, ίσως και τα λογικά. Ίσως, πάλι κι αυτό ήταν το πιθανότερο, να τον έσφαζε με το μαχαίρι. Τέτοιος ήταν πάντα ο Χάνταρ από τότε που ενηλικιώθηκαν και είχαν μοιράσει την περιουσία τους.
Ο Χάνταρ είχε αρμέξει στα κρυφά την αγελάδα του Ούλοφ. Του είχε κλέψει ξύλα από σημύδα και άχυρο από το χωράφι του, είχε πάρει τα φανελένια πουκάμισα και τις κάλτσες από την απλώστρα του, είχε χαλάσει την στέγη του σπιτιού του για να καταστραφεί έτσι από την βροχή ή ζάχαρη που ήταν αποθηκευμένη στη σοφίτα, είχε σφετεριστεί τη μνήμη του παππού τους και υποστήριζε, ότι αυτός, δηλαδή ο Χάνταρ, ήταν εκείνος που του έμοιαζε τέλεια, ενώ ο Ούλοφ δε διέθετε κανένα από τα χαρίσματα του παππού. Επίσης ο Χάνταρ είχε κλέψει ηλεκτρικό ρεύμα μα λαθραίες συνδέσεις. Να που είχε καταφέρει να τα θυμάται όλα. Ο ίδιος, ο Ούλοφ, δεν ήταν παρόλα αυτά μνησίκακος, όπως ο Χάνταρ. Γι αυτό επέτρεπε στον εαυτό του να ξεχνάει πότε το ένα και πότε το άλλο απ’ όλα όσα του είχε κάνει ο αδερφός του, όπως για παράδειγμα ότι είχε πυροβολήσει με το κυνηγετικό του όπλο την πασχαλιά του την εποχή που ήταν ανθισμένη. Και ότι είχε χαρακώσει τη Μίνα με το μαχαίρι του.
«Τη Μίνα;», ρώτησε η γυναίκα, «Τη Μίνα, τη γυναίκα σου:»
Ωστόσο, πρόσθεσε ο Ούλοφ, έτρεφε ακόμα συμπάθεια για τον Χάνταρ και αισθανόταν ντροπή γι αυτόν. Κανένας δεν μπορούσε εντελώς αδιάντροπα να ισχυριστεί, ότι ήθελε τον θάνατό του. δεν ήταν πραγματικά τόσο κακός, δεν ήταν εντελώς χωρίς αισθήματα αγάπης. Ιδιαίτερα τώρα, που ο Χάνταρ κείτονταν στο κρεβάτι της αρρώστιας φαγωμένος από τα σκουλήκια, ξεχασμένος απ’ όλους τους ανθρώπους. Όμως θεωρούσε, ότι του έπρεπε να υποστεί αυτά τα βάσανα, αλλά του άξιζε παράλληλα να απελευθερωθεί απ’ αυτά, πρώτα το ένα και μετά το άλλο. Θεωρούσε ότι του άξιζε να ζαρώσει και να λιώσει, να γίνει σαν το αποξηραμένο δέρμα του σκίουρου. Όμως, όχι, δεν επιθυμούσε τον θάνατο του Χάνταρ, αν και παραδεχόταν ευχαρίστως, ότι με τον καιρό μπορούσε να δικαιούται κάτι τέτοιο. Ναι, δικαιούνταν επιτέλους έναν ήρεμο και ικανοποιητικό θάνατο. Έτσι είχαν τα πράγματα. Και όταν επιτέλους θα πέθαινε ο Χάνταρ, τότε αυτός ο ίδιος, αφού πρώτα θα πενθούσε όσο έπρεπε, θα έβγαινε γλιστρώντας από το καβούκι του σα μια πολύχρωμη πεταλούδα της άνοιξης και θα άρχιζε επιτέλους να απολαμβάνει τη ζωή σε όλες της τις διαστάσεις.
Ακριβώς αυτή την έκφραση χρησιμοποίησε. «Σε όλες της τις διαστάσεις». Είχε βάλει τις χοντρές, πρησμένες παλάμες του με τις μελανιασμένες ρίγες πάνω στο τραπέζι, μπροστά του.
Είχε αρχίσει πάλι να χιονίζει. Οι χιονονιφάδες έμοιαζαν με κομματάκια από χαρτί και φαίνονταν να αιωρούνται ακίνητες στον αέρα.
Και τούτη τη νύχτα η γυναίκα κάθισε κανα δυό ώρες μπροστά στο συγγραφικό της μπλοκ.
Επαναλάμβανε συχνά τον εαυτό της, αλλά δεν φαινόταν να νοιάζεται γι αυτό. Ούτε οι λίγοι αναγνώστες της θα το παρατηρούσαν ιδιαίτερα. Αυτοί μάλιστα ίσως και να απαιτούσαν σ’ ένα ορισμένο βαθμό επαναλήψεις. Οι επαναλήψεις βοηθούν τους αναγνώστες να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους. Χάρη σε αυτές τις επαναλήψεις τα γραπτά γίνονται παραπλανητικά ομοιώματα της υπόλοιπης ζωής. Κατά τα άλλα, το θέμα με το γράψιμο δεν είναι να πει κανείς κάτι, αλλά μόνο να δείξει κάτι.
Αργά κάποιο βράδυ, ο Χριστόφορος έφτασε στο πανδοχείο «Αίμα της Χήνας» στην Ούλα. Ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου του πρόσφερε ρακί από μήλο με μέλι. Ο Χριστόφορος ήπιε και ίδρωσε. Οι κάλοι στα δάχτυλα των χεριών του, τον ανάγκαζαν να κρατάει την κούπα ανάμεσα στις παλάμες του. Ο ξενοδόχος ήθελε να μάθει ποιος ήταν και τι ζητούσε στα μέρη τους. Τον ρωτούσε για την ζωή του και το παρελθόν του.
«Στην πραγματικότητα…» απάντησε ο Χριστόφορος, «… δε ζω μια ζωή με τη συνηθισμένη σημασία αυτής της λέξης. Η αποστολή μου είναι να προσπαθήσω να πραγματοποιήσω μια ορισμένη πορεία ζωής. Εν μέρει παριστάνω κάτι, εν μέρει είμαι μια παράσταση. Είμαι ακριβώς όπως ένα πρόσωπο σε κάποιο χρονογράφημα ή σε μια μυστηριώδη ιστορία»
«Μου φαίνεται…», είπε ο ξενοδόχος, «… ότι είσαι μια τεχνητή κατασκευή βαριάς μορφής»
«Κάθε άλλο…», απάντησε ο Χριστόφορος. «Για μένα δεν υπάρχει άλλη μορφή ζωής εκτός από την ομοίωση. Η όποια μορφή ζωής ταυτόχρονα ισοδυναμεί με το να είναι κανείς πρότυπο»
«Για μένα, θα ήταν ένα φοβερό μαρτύριο να μη μπορώ να είμαι ο εαυτός μου, να μη μπορώ να ρυθμίζω τη ζωή μου σύμφωνα με τη φύση μου». Ενώ μιλούσε καθάριζε τα νύχια του με το νύχι μιας κότας, ενώ κάπου – κάπου ρευόταν.
«Η διαφορά ανάμεσα στην πραγματική και στη φαινομενική ύπαρξη δεν είναι τόσο σημαντική, όσο πιστεύουν γενικά οι άνθρωποι», είπε ο Χριστόφορος. «Στη περίπτωσή αυτή η διαφορά είναι εντελώς εκμηδενισμένη. Εγώ είμαι αυτό που παριστάνω. Εγώ είμαι φορέας της παράστασής μου, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είμαι φορέας οποιουδήποτε άλλου πράγματος. Η παράσταση είναι με λίγα σταράτα λόγια ένα φορτίο. Ο άνθρωπος είναι ο εαυτός του, μόνο όταν παριστάνει κάποιον ή κάτι που πραγματικά πιστεύει σ’ αυτό».
«Έχεις κάποια αποστολή;», ρώτησε ο ξενοδόχος.
«Ναι», απάντησε ο άγιος Χριστόφορος. «Πρόκειται για μια αποστολή»
Τα γράμματα πάνω στο συγγραφικό της μπλοκ γίνονταν όλο και πιο μεγάλα και πιο μυτερά απ’ ότι συνήθως. Πιθανότατα αυτό να οφείλονταν στον ασυνήθιστο φωτισμό και στο ότι το χέρι της είχε κουραστεί από τις δουλειές είχε κουραστεί από τις δουλειές που είχε κάνει εκείνη την μέρα.
Το πρωί της τρίτης ημέρας η γυναίκα καθάρισε το χιόνι που είχε πέσει κατά τη διάρκεια της νύχτας και έκαψε το γούνινο παλτό έξω από την πόρτα που κατουρούσε η γάτα.
 «Αν πάρεις καινούργια γάτα, να βρεις άλλο καπέλο για να κατουράει», είπε στον Χάνταρ.
Αλλά ο Χάνταρ δε σκεφτόταν να δεσμευτεί ποτέ πια στη ζωή του με κάποιον, με κάποιο ζωντανό πλάσμα.
Χωρίς να δείχνει ότι ανησυχεί, η γυναίκα κοίταξε το εκχιονιστικό μηχάνημα που περνούσε έξω από το σπίτι. Αφού πήγε και πήρε την εφημερίδα από το γραμματοκιβώτιο στο δρόμο, κάθισε στο τραπέζι και άρχισε να διαβάζει. Όταν την είδε ο Χάνταρ είπε:
«Όχι, δε θα διαβάσουμε εφημερίδα. Θα φροντίσουμε να μην ταραχθούμε από τα διάφορα συμβάντα. Θα ζήσουμε ήρεμα σαν την λειχήνα κάτω από το μουστάκι. Τις εφημερίδες τις έχουμε για να ανάβουμε φωτιά»
Η γυναίκα δίπλωσε την εφημερίδα και την έβαλε στο τζάκι.
Προφανώς ο Χάνταρ αισθανόταν καλύτερα όταν ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα. Του ήταν πιο εύκολο να τιθασεύει το κακό με τη πλάτη στον καναπέ. Είχε καρφωμένα τα μάτια του στο ταβάνι, ενώ συνέχιζε να μιλάει για την τέχνη του να ζει κανείς σαν την λειχήνα κάτω από το μουστάκι.
Ο άνθρωπος δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει νωχέλεια. Κατανοεί μόνο αυτά που κινούνται με τη δική του ταχύτητα. Το βουνό που καταστρέφεται, το δάσος που εξαφανίζεται και τα λιθάρια που βγαίνουν όταν φεύγει το χώμα δεν τα καταλαβαίνει. Ο άνθρωπος δεν καταλαβαίνει καλά – καλά τα νύχια του πως μεγαλώνουν. Το χρόνο, ο άνθρωπος μπορεί να τον ιδιοποιηθεί, όχι όμως την νωχέλεια. Γι αυτό ο άνθρωπος διαβάζει εφημερίδες, για να φουσκώσει τον εαυτό με γεγονότα και με χρόνο. Αλλά η νωχέλεια είναι φοβερά πιο ανθεκτική και πιο δυνατή από το χρόνο. Ο χρόνος τελειώνει γρήγορα, αλλά η νωχέλεια σχεδόν δεν έχει τέλος. Στον αστερισμό της νωχέλειας όλα τα πράγματα συμβαίνουν μάλλον ταυτόχρονα. Ο χρόνος είναι σαν τα μυρμήγκια και τα κουνούπια. Η νωχέλεια είναι σαν το θεριό που έχει πέσει σε νάρκη. Ο άνθρωπος που έχει πέσει στα χέρια του χρόνου δεν έχει μετά παρελθόν. Τα χρόνια που πέρασαν είναι σαν να εξατμίστηκαν, να ξοδεύτηκαν άσκοπα, να έγιναν καπνός. Και χωρίς παρελθόν ο άνθρωπος είναι σαν το πέρασμα του ανέμου, είναι ένα τίποτα. Το παρελθόν, αν το έχει ζήσει κανείς συνειδητά και με νωχέλεια, είναι η μόνη πρώτη ύλη από την οποία αποτελείται ο δυνατός κι ανθεκτικός άνθρωπος.
Πιθανώς ο Χάνταρ με αυτό τον τρόπο να ήθελε να ρωτήσει έμμεσα τη γυναίκα για το παρελθόν της.
«Την έκαψα την εφημερίδα», είπε εκείνη. «Την έριξα στο τζάκι»
Τότε ο Χάνταρ σήκωσε τον ένα του βραχίονα και άπλωσε το χέρι, σα να ήθελε να την αγγίξει.
«Οποιοσδήποτε άνθρωπος μπορεί να γίνει σωστό μέλος της κοινωνίας», είπε ο Χάνταρ.
Πολύ συχνά ο Χάνταρ ξάπλωνε με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στη κοιλιά, σα να ήθελε ν’ αγκαλιάσει τους πόνους. Συνήθως ήταν σιωπηλός. Μόνο που και που, έλεγε κάτι, μουρμουρίζοντας ή σιγοβήχοντας και έδινε την εντύπωση ότι δεν περίμενε ποτέ κάποια απάντηση. Δεν υπήρχαν απαντήσεις. Μπορούσε να πει π.χ. : το χειμώνα οι μύγες αναζητούν καταφύγιο στα κόπρανα της αγελάδας κι έτσι αντέχουν. Ή μπορούσε να πει: θα μπορούσες να με βοηθήσεις να σκοτώσω τον Ούλοφ. Ή πάλι: τώρα αισθάνθηκα τα δόντια του να με δαγκώνουν σ’ ένα νέο άντερο.
«Ποιος σε δάγκωσε;», ήταν η ερώτηση της γυναίκας.
«Ο καρκίνος», απάντησε ο Χάνταρ.
Άλλοτε πάλι ο Χάνταρ μπορούσε να πει: άραγε, να χει ο Ούλοφ αρκετά ξύλα;
Μια από τις πρώτες μέρες, ίσως την τρίτη, εξίσου πιθανώς όμως και την έβδομη ή την δέκατη μέρα, ο Χάνταρ είπε:
«Η κούκλα που είχα, μάλλον θα σάπισε»
«Ποια κούκλα;», ρώτησε η γυναίκα.
«Η ξύλινη κούκλα. Η κούκλα που είχα φτιάξει από ξύλο σημύδας. Η κούκλα που είχα ζωγραφίσει με κίτρινη ώχρα, ανοιχτό γαλάζιο και άσπρο, ασημί χρώμα. Αυτή που είχε ένα κόκκινο κομμάτι ύφασμα κάτω από το πηγούνι. Ήταν πιστό αντίγραφο της φύσης, σαν το χέρι του ανθρώπου και τα δάχτυλα. Η κούκλα που είχα, όταν ήμουν μικρός»
«Όταν ήσουν μικρός; Δηλαδή όταν ήσουν παιδί;», ρώτησε η γυναίκα.
Ναι, είχε κι αυτός παιδικά χρόνια. Ίσως αυτό να φαινόταν απίθανο, όμως πράγματι είχε παιδικά χρόνια, βέβαια πολύ βαθιά πίσω στο παρελθόν, αλλά ωστόσο ήταν παιδικά χρόνια.
Σε γενικές γραμμές είχε μοιραστεί τα παιδικά του χρόνια με τον Ούλοφ. Είχαν και οι δυό τους αργή ανάπτυξη, έκαναν παιδιάστικες σκέψεις και κυνηγούσαν σκίουρους με ξύλινα βέλη.
Απ’ ότι θυμόταν, η ξύλινη κούκλα εκείνων των παιδικών του χρόνων, ήταν απ’ την αρχή ως το τέλος δική του. Την είχε ξυλουργήσει ο παππούς του και την κρατούσε κάτω από το πουκάμισο, όταν περπατούσε στο δάσος ή κάτω στη λίμνη. Η κούκλα, τον άκουγε όταν αυτός μιλούσε ή σφύριζε. Κοιμόταν μαζί του στο ίδιο κρεβάτι τις νύχτες και στεκόταν δίπλα του και τόσο κοντά του, όσο κανένα άλλο ζωντανό πλάσμα. Και αφότου ο Ούλοφ έβγαλε δόντια και έμαθε να περπατάει, του έφτιαξαν ένα άλογο από ξύλο, για να μην κλέψει την ξύλινη κούκλα του Χάνταρ και την παραμορφώσει με το μαχαίρι, μεταβάλλοντάς την σε ένα άμορφο κομμάτι ξύλο.
Ναι, πράγματι, όταν οι σκέψεις του πήγαιναν στα παιδικά χρόνια, η κούκλα ήταν το πρώτο πράγμα που του ερχόταν στο νου. Σκεφτόταν τι ωραία που ήταν εκείνη η κούκλα. Πόσο λεία ήταν η επιφάνεια της όταν την χάιδευε, πόσο πιστός σύντροφος είχε σταθεί γι αυτόν, πόσο ποθούσε ο Ούλοφ να την αποκτήσει και τι θερμή που ήταν όταν την αγκάλιαζε κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού του.
«Μια ξύλινη κούκλα;», ρώτησε η γυναίκα.
«Ναι, μια ξύλινη κούκλα»
Την ημέρα όμως που βρήκαν τον παππού στο πηγάδι με τα κόκκαλα του γκρίζου σκύλου δίπλα του, πάνω στα οποία φαίνονταν καθαρά τα ίχνη από δαγκωματιές, ο Χάνταρ αποφάσισε να δώσει τέλος στα παιδικά του χρόνια. Με την πάροδο του χρόνου εκείνη η περίοδος με τα παιδιάστικα καμώματα του προκαλούσε αναγούλα, ώσπου μια μέρα σύρθηκε κάτω από το μαντρί των ζώων, πέρα μακριά, πίσω από κάτι καδρόνια που είχαν μείνει ύστερα από μια κατεδάφιση, εκεί που ήταν η στάνη για τα πρόβατα και αργότερα έμελλε να κτιστεί το σπίτι του Ούλοφ. Κι εκεί έβαλε την κούκλα πάνω σε μια επίπεδη πέτρα και τη χάιδεψε στη κοιλιά για τελευταία φορά.
Κι αν κανείς μπορούσε τώρα να συρθεί με την κοιλιά ή με την πλάτη κάτω από το μαντρί ως εκείνο το σημείο, αν κάποιος άνθρωπος είχε τόσο θάρρος να το κάνει αυτό και να ψάξει προσεκτικά, τότε ίσως να μπορούσε να ξαναβρεί την κούκλα. Η κούκλα που κείτονταν εκεί όλα αυτά τα χρόνια της ζωής του, με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν την είχε βρει εδώ και καιρό, ο Ούλοφ και δεν την είχε ρίξει στη φωτιά, αφού προηγουμένως τη βεβηλώσει. Είχε κάνει αυτές τις σκέψεις πολλές φορές και στο παρελθόν. Ναι, είχε σκεφτεί ότι μπορούσε να είχε συμβεί αυτό, ήδη από τότε που του παρουσιάστηκε αυτή η ενοχλητική αρρώστια και άρχισε να του τρώει τα σωθικά σα σαράκι.
Είχε σκεφτεί, ότι αν είχε τουλάχιστον την κούκλα…