Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ


Έπαιζε απ’ τη στιγμή της πλάσης
ανάμεσα στα σύννεφα
και στον γήινο άμβωνα
Ο κορεσμός
δεν ταξίδεψε
στο γαλάζιο της φλέβας του
Έτρεχε ο ίσκιος του
στα ουράνια
στης γης τους κάμπους
Αδέσμευτος καβαλάρης
Θεόπεμπτος ονειρευτής
Πνεύμα ανήσυχο
χαράς αρνητής
ατέλειωτή του η όρεξη για γνώση
Μανία…
Μετά τους πόνους
δική του η καταστροφή
ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΜΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ


Έπλασα κάποτε ελπίδες
όνειρα
γλυκές μοσχομύριστες εικόνες
Κάποτε είχα πλάσει 
στο νου
τις μελλοντικές μου τις στιγμές
Τόση τέχνη, για τόσο ψέμα!
Τόσος ο πόνος…
Καυτό το δάκρυ…

Άπλωσα στον ήλιο τις ελπίδες
νόημα ν’ αποκτήσουν
να πάρουν φως,
συνέχεια να γίνουν
του δεξού μου του χεριού,
αστέρια να γενούν
τ’ απέραντου σύμπαντος,
με το νόημα να ζεσταθούν
να ντυθούν
την αλαζόνα αλήθεια
Να αποτολμήσουνε
να πάρουν σάρκα,
στους αδυσώπητους,
να γιγαντωθούνε, τους καιρούς 
Χαρούμενους να κάνουν
τους ονειροπόλους ποιητές
να τους καταστήσουν πάλι,
του κάλλους υμνητές
Φύλακες,
του πεπρωμένου, της αλήθειας

Κριτές των όρκων 
Και της τιμής!
Των άγραφων νόμων
γραφείς
της λευτεριάς τιμητές!
Σαν καήκαν στον
ήλιο οι ελπίδες…
Η μέρα σέρνει πίσω της
άσχημο αδέρφι τη νύχτα
Την ασχήμια της κρύβει στα σκοτάδια
όπως εγώ τ’ αποκαΐδια….

ΚΥΡΙΑΚΕΣ


Τι γενήκαν πια οι Κυριακές
πότε χαθήκαν στη μιζέρια;
Πως φυτρώσαν οι ντροπές,
που χαθήκανε τ’ αστέρια;

Πες μου πως υπάρχουν
μ’ ένα χαμογέλι, ένα φιλί…
Πες, πως στη ζωή μας άρχουν
το γέλιο και η χαρά τ’ ανθρώπου η τρελή…



ΤΗΣ ΛΥΤΡΩΣΗΣ Η ΩΡΑ


Φουσκωμένες παπαρούνες,
αιματικά ωραίες
σε μια άνοιξη χλωμή
( σκιάχτρο λύπησης, απομεινάρι του αεί )
Οι πρώτες οι ματιές
Την ώρα της λύτρωσης
ερμητικά κλειστό τ’ αφίλητο στόμα,
θα κρατεί
τις λίγες λέξεις
τις στερνές,
που θέλει να σου πει.
Την ώρα της λύτρωσης
τραντάξου σώμα
απ’ τα χάδια που θυμήθηκες…
Κάψου στήθος,
απ’ τα δάκρυά της
που πάνω σου χυθήκαν…
σπάραξε καρδιά, 
απ’ την αγάπη που ‘δωσες
κι απελπιστικά τώρα θυμάσαι.
Βλέπεις…
δύσκολη πάντα είν’ η νύχτα.
Ανάμνησες από πιοτό
και πίκρα στην καρδιά…

…γελοίε ποιητή
πρέπει να το νοιώσεις…
… μετά τη νύχτα
πάλι νύχτα ξημερώνει…



ΜΟΝΑΞΙΑ


Πες μου λοιπόν
στους κουρασμένους ουρανούς
να μην ριγώ
Διάλεξε της νιότης χρώματα
απαλά να τραγουδώ.
Ανάσανε βαθιά,
τις τόσες τις καρδιές
τώρα
που μόνες στο σεργιάνι βγήκαν…
… μόνες οι τρελές…
Λυπηθήκαν και κλάψαν οι ματιές
σαν αντικρίσαν να γυαλίζουν
αχνά, οι βρεγμένες τσίγκινες σκεπές…

Αλλόκοτη πληγή η μοναξιά
μικρόψαρο που σπαρταράει στα ρηχά…



ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΥΣ

Ειρωνεία να σου μιλώ
τις λέξεις τις παλιές
την ώρα που ψεύτικα υποχωρούμε.
Λαχτάρα στα μάτια
δεν σου φανερώνει 
του νου το ψέμα
της καρδιάς τη σιωπή
του σώματος τις ανησυχίες 

ΑΝΑΠΑΥΣΗ
Μέτρα τους χτύπους της φλέβας
Την ώρα που θα φεύγεις…
Φτωχή σκιά, πικρόχολη
αφήνεις πίσω,
να κελαηδάει τους λυγμούς,

μαύρο αηδόνι

Στα βάτα φούντωσ’ η πυρκαγιά
στα δύσβατα βουνά.

Ψηλότερες οι φλόγες απ’ τα ελάτια
κι οι καπνοί, δοξολογίας λιβάνι στον αέρα,
π’ ευλαβικά
κρατεί σου την εικόνα,
στους ορίζοντες πάνω,
των ακτών ναν η τροφή

Μες την καρδιά σ’ ανάρτησα,
λιόλουστη ήσουνα φοβέρα,
που λαμπυρίζει μια αστραπή,
τον ιδρώτα και το αίμα.
Να γείρω θέλω
(με κούρασε η ζωή)
στο χώμα το σκληρό
για τον στερνό τον ύπνο
Μα τα πλατάνια 
δεν με ξέρουν πια
φοβηθήκανε τον πόνο,
σαν χυθεί από το στόμα,
μήπως τις ρίζες κάψει
μήπως κάποιος κλώνος μαραθεί.

Γι αυτό την αγκαλιά σου
έψαξα
να ξαποστάσω
να ξεχαστώ
σ’ ένα ταξίδι
στη θέρμη του αγκώνα
στη δύναμη του γυναικείου μπούστου.

Ξέρω 
τον πόνο δεν θα φοβηθείς
τον λαχτάρησε
 παρέκει 
σε πλακόστρωτες ανηφοριές,
σε κάποια κρύα μέρα,
σ’ ένα γέλιο,
σ’ ένα μπαλόνι,
σε κάποια Αποκριά.

Σερπαντίνες γινήκαν τελικά
τα όνειρα και οι ελπίδες
μιας ώριμης αγάπης,
μιας ηδονής πικρής,
στ’ Άπειρου το χάδι.

Τον μέσα μου άντρα,
δέξου λοιπόν
νανούρισέ τονα γλυκά,
ξαπόστασέ του
τα δυοσμομύριστα βλέφαρα,
φίλα του τ’ αλατισμένα χείλη.

Πάρε λίγο αλάτι,
κράτα το για φυλακτό,
τάισε στα ύστερα
τα πεινασμένα
του χειμώνα μας σπουργίτια.

Δως τους ψίχουλα να φάνε,
στοργικά,
πολλά θα βρεις
μέσα στις φλέβες
Θάναι το πάθος που ‘χει μείνει
την ύστατη
την θαλερή την ώρα
Βγάλε το πουκάμισο
να φανούν τα άσπρα στήθια,
τη φούστα σήκωσε ψηλά
στα μακριά, μαρμάρινά σου πόδια,
ο ήλιος να σε πάρει

Γύρισ’ ανοικτές τις ποθητές σου τις παλάμες
να τις δει το φως, 
τον αφαλό σου
που κάποτε σου ‘δινε τροφή,
χάρισέ τον
στα ψηλότερα βουνά,
στα χιονοσκέπαστα….


Στον Όλυμπο…
Στον Ψηλορείτη…
Στον Ταΰγετο…  


Και σαν το θάρρος τους 
μαζέψεις στα πνευμόνια,
νανούρισέ με, μ’ ένα θρήνο.
Μ’ ένα αγκομαχητό
ίσως κάπου - κάπου μ’ ένα λυγμό.
Φοβάμαι μη κάποτε ξεχάσεις
το λόφο που
ο τάφος μου
θα φέγγει την ξανθιά σου μέρα



ΑΝΥΔΡΗ ΕΠΟΧΗ
Φτωχικό το χώμα
μέσα στους πόνους, αλυχτά του,
την προαιώνια φωνή.
Κουράστηκε εφέτο
λίγη – λίγη να χαρίζει
των ανθών του τη ζωή.

Μαραμένα φυτρώνει
στη ξεραμένη αυλή κάποια φυτά.
Καβαλάρης ο ήλιος ξεκινάει
στην άνυδρη εποχή
κομπάζει
στέλνει λάβρα να καίει τη γη.

Την ορφάνια τους γυαλίζουν οι πέτρες
κλαιν την ερημιά.
Το πράσινο στο κυπαρίσσι
παλεύει να σωθεί
ασπάζεται τ’ ονείρατα
την λίγη περηφάνια.


Τα όρη τρεμοσβήνουν
Χάνονται στην άηχη βουή
η ζέστη, αβάσταχτη, το κοίταγμα κρατεί.

Άνυδρη εποχή

Άνυδρη στις ρεματιές
κουβανά του κόσμου τη θανή…


ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΙ

Την νύχτα των Αγγέλων
του Κάιν ξέσπασε η οργή
τον αδερφό του θα σκοτώσει απ’ την αρχή
του αιμάτου να νοιώσει ηδονή

Την νύχτα των Αγγέλων
κρεμάσανε τη γη
λατρέψανε τα είδωλα,
αφουγκραστήκαν, δέος γιομάτοι
την ανελέητη καταστροφή,
να τους τρυγά στις στράτες
λυγερόκορμη, καμαρωτή.

Την νύχτα των Αγγέλων
παραμερίσαν τον Θεό
κατάρες στο χώμα ρίξαν
που εγέννησε σεισμό

Την νύχτα των Αγγέλων
οι μουχλιασμένοι ανοίξαν τάφοι
βγήκαν οι ασυγκράτητες ντροπές
και οι νεκροί
λαρυγγίσαν την ευθύνη

Κόσμος τρέχει
να γλυτώσει την θανή

Την νύχτα των Αγγέλων
χαιρετάνε τον κόσμο οι ανθρώποι
κατηγορούμενοι στον Άδη πάνε
όλοι μαζί
και μόνοι
όλοι τους δειλοί.

Την νύχτα των Αρχαγγέλων
βρυχώνται οι ουρανοί 

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014


ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
Ανέμισαν στους αγέρες τα κουρέλια
τ’ απομεινάρια της μίζερης ζωής
σταματήσαν τα ολόγλυκα τα γέλια
ακούστηκε μακρόσυρτος ο θρήνος της τρελής.

Πάλι οι Κασσάνδρες προφητεύουν
Πάλι το βαθύ του Άδη αγναντεύουν


ΣΚΕΨΟΥ
Σκέψου πως κάποιος πεθαίνει τώρα,
προσπάθησε να δεις πως τρέχει ο ορός
νοιώσε πως του λιγοστεύει η ώρα
δες…

απ’ τις πληγές του χύνετ’ ο καημός


ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Αν ξεθωριάσεις το χρώμα απ’ το λουλούδι
αν την ολόγλυκη του πάρεις την οσμή
αν την λάμψη κλέψεις απ’ το αστερούδι
αν σβήσεις τ’ ονείρου μια μορφή

αν αγκαλιάσεις σκέτο αέρα
αν αρχίσεις να προσέχεις τις σκιές
αν ήλιο δεν βγάζει πια η μέρα
αν δεν επουλώνοντ’ οι πληγές

αν σε μια νύχτα έζησες τα γηρατειά
αν ο πόνος στάθηκε μπροστά σου ορθός,
αν ζήλεψες των νιών τη λεβεντιά
αν λαχτάρησες να λειώσει ο καημός

αν φαντάστηκες στιγμές ωραίες να περνάνε
αν τα χέρια σηκώνοντας δεν τις ακουμπάς
αν οι χειμώνες μόνο κρύα σε κερνάνε
αν βλέπεις τα καλοκαίρια και μόνος σου πονάς

αν λάξευσες γρανίτινους βράχους
αν έκλαψες τις ψηλές κορφές
αν λυπήθηκες τους ανθρώπους τους μονάχους
αν σκοτάδια γίναν οι χαρούμενες γιορτές

αν όλα αυτά τα έχεις νοιώσει
αν όλα αυτά τα ‘χεις γευτεί
αν κομμάτια απ’ την καρδιά σου έχεις δώσει
αν το μυαλό σου θέλει ν’ ονειρευτεί…

ξέρεις γιατί στίχους τέτοιους μόνο γράφω
ξέρεις ποιος είναι ο ποιητής
ξέρεις με μαύρο τα πάντα γιατί βάφω,
θα έμαθες πια, ποιος είναι ο λυτρωτής….



ΕΠΙΘΥΜΙΑ
Άστραψες αστραπή
αναμεσό στις συμπληγάδες
φως
δίνεις με τον καημό σου
ανταρεύεις τη θάλασσα μας 
αγριεύεις την ηρεμία
βγαίνεις ανέγγιχτη στο μάτι του κυκλώνα,
πλοίο που κουβαλάει το ξύλο
απ’ τους σπασμένους της ζωής σταυρούς.
Τους νάνους γιγαντώνεις
γαντζωμένοι που κοιμούνται χρόνια,
τα πέπλα τυλιγμένοι
της αλησμόνητής μας σιωπής.
Αναποδογύρισε ο φόβος
μ’ ένοιωσες τον πόνο
με το δικό σου δάκρυ.
Λαχτάρησα…
της λατρείας σου τη μετάνοια
- τη νόηση του λατρέματος –
το πύρινο στέμμα που φορείς
στο λιόλουστο υπάρχω σου

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014


ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Στου χειμώνα τη παγωμένη αγκάλη
έρημο, στέκει, στη νύχτα τ’ ακρογιάλι
τώρα πια χάθηκε η τρέλα η μεγάλη
των παιδιών οι φωνές, αυτή η ζάλη

Το καλοκαίρι μαζί του παίρνει
χαρούμενα τραγούδια και αγάπες
μόνο το κρύο τώρα γέρνει
στις αχνοφώτιστες των κέντρων λάμπες

Δεν υπάρχουν λόγια πια
έρημη στέκει η ακρογιαλιά
φύγαν αγάπες και φιλιά
μόνη βοή, τ’ αγέρα η λαλιά

Τα κύματα βρήκαν το κουράγιο
ανάστημα να σηκώσουνε ψηλό
να πλημμυρίσουν το έρημο μουράγιο
στη στεριά να δώσουν μάθημα καλό

Τώρα με το νου οι βάρκες ταξιδεύουν
τις σταμάτησε, εκδικήτρα, η φουρτούνα
τους θαλασσόδρομους, μόνες, αγναντεύουν
από το καλοκαίρι, μυρίζουνε μουρούνα

Να τα βράχια που παλεύουν
όρθια για να σταθούν
τους ορίζοντες πια δεν αγναντεύουν
δεν έχουν καιρό να κοιμηθούν…



ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Στη μια στεκόταν η χαρά
στην άλλη η δυστυχία
ανάμεσά τους μια καρδιά
πάγωνε στου χειμώνα της τα κρύα

έλαμπε η μια πλευρά
ίσκα, π’ έφεγγε αναμμένη
στην άλλη κράταγε γερά
η σκοτεινιά φουρτουνιασμένη

σηκώθηκε ο αγέρας, στρόβιλος ψηλός
θα διώξει, είπα, την μαυρίλα
μα κείνος έπεσε σαν κεραυνός
της καρδιάς μου τρύγησε τα μήλα

τώρα κι απ’ τις δυό πλευρές
μαύρη μ’ αγκάλιασε απελπισία
νεκρολειτουργία άρχισε. Να δες…
τα φώτα άναψε άθεη εκκλησία

μέσα στο φέρετρο η ζωή
σάβανο τυλιγμένο με πανιά
στο ξύλο γαντζωμένη κι η ψυχή
κι αυτή θα λειώσει στη λάσπη τη τραχιά…




ΟΙ ΝΕΚΡΙΚΟΙ ΜΟΥ ΔΡΟΜΟΙ
Μαύρα τ’ Αχέρωντα
τ’ απύθμενα νερά
όλο ρουφάνε αχόρταγα
τα νεκροφιλημένα μας κορμιά

στο ξέφρενο τρεχαλητό τους παρασέρνουν
τις ψυχές και της κοίτης τ΄αγριόχορτα.
Δες! Σαν πετράδια λαμπυρίζουν τα μάτια των νεκρών
Καθώς τα άψυχα κορμιά τους, τώρα γέρνουν

Μη κλάψεις τους νεκρούς
πληρώσαν με τη ζωή τους τη χαρά
είχαν κοινό, που λερωθήκαν στις ίδιες αμαρτίες
χάσαν τους ίδιους αγέννητους γιούς

μόνο εγώ θα γυρνώ στους δρόμους
τους έρημους, τους νεκρικούς,
αφιερωμένος στης ψυχής τους πόνους
να ψάχνω προαιώνιους καημούς…




ΕΝΑΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

Έλα μαζί να πάμε
ένα περίπατο, μια βόλτα
μέσα μας να κλείσουμε
του κόσμου τις εικόνες.
Των παιδιών να τραγουδήσουμε
τις γλυκειές φωνές
στης ζωής το στέμμα
σαν πετράδι να σε βάλω.
Έλα να μείνουμε
μέσα στο κόσμο μόνοι
να πάρω τη μορφή σου
να θυσιάσω τη ψυχή μου

Έλα για ν’ ανθίσει η αμυγδαλιά
και η νιότη…




Η ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ

Κουραστήκαν να χορεύουν οι σκιές στους τοίχους
ολονυχτίς παρασυρμένες, σ’ ένα ξέφρενο χορό
Μαραθήκαν οι κρίνοι στης ζωής τους κήπους
τελεύει το φως, στον αδυσώπητο καιρό

Σαν άσπρο – μαύρο, ανήσυχες ψυχές
οι μέρες και οι νύχτες σας περνούν
μονόλογοι σιωπής, απόληξες μοναχικές
που πίκρα και σκότη σας κερνούν

Πάντα γύρω σας επιμένει
να περιστρέφεται αέναο ερωτηματικό
τώρα μονάχη, σαν εφιάλτης, απομένει
η απεικόνιση της ζωής, τ’ απόλυτο κενό…



Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

ΕΣΥ ΕΧΕΙΣ ΗΔΗ ΠΕΘΑΝΕΙ …
Πες μου που πας;
Τι πας να κάνεις;
Ποια ζωή θα ζεις; Πες μου που πας;
Τάφος είναι μπροστά σου…
Φύγε
Δεν νοιώθεις το χώμα
στο πρόσωπο που πέφτει;
Δεν σε πονούν οι γάζες που σου δέσανε τα χέρια;
Δεν γεύεσαι στο στόμα
Μπαμπάκι επιθανάτιο να μπαίνει;
Ήδη η χαίτη γέμισε χώμα…
Τίναξέ την
δείξε πως ακόμα ζεις!

Ακόμη ζεστός ο ήλιος για να πεθάνεις!


ΣΑΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ Η ΓΙΟΡΤΗ
Αν μπορούσες να έρθεις για να δεις
πως οι πόνοι γίνονται μαχαίρια
πως οι στεναγμοί σε ζώνουν της ζωής
κι οι λάμψεις πως σβήνουν απ’ τα αστέρια…

Αν μπορούσες να έρθεις και να πιείς
δίπλα μου κι εσύ ένα πιοτί
τα σκοτάδια που ζω, να τ’ αρνηθείς
να μη με πεις δειλό, μήτε και κιοτή…

Κι αν στο δρόμο που θα πάρεις για τα ‘δω
αντικρίσεις δυό κομμένα χέρια
μην τα μαζέψεις… για καιρό
πλανώμενα θα κόβουν τα μαχαίρια…

Πιο κάτω σίγουρα θα βρεις τη καρδιά
σάπια, μαύρη θα ‘ναι, πεταμένη
σπρώξτην με το πόδι κι ας βογγά
λίγο έζησε, μια ζωή καταραμένη…

Κι όταν στο καπηλειό θα φτάσεις
τίποτα δεν θα ‘βρεις από ζωή
ποτέ να μη σκεφτείς το τι θα θάψεις
τώρα που τέλειωσε η γιορτή…

όλα θάβονται ωραία
μ’ ένα δάκρυ μιας στιγμής
διέλυσε η καλή παρέα
τα κομμάτια σκόρπια μείναν της ψυχής

Το αίμα μύρισε ειρωνία
γελούσε το μαχαίρι στη πληγή
τα μάτια γιομίσαν αγωνία
τίναξαν τα πόδια οι σπασμοί

Η ανάσα στάθηκε στα στήθια
αγέρα χτύπησ’ η γροθιά
τώρα σε κατάλαβα στερνή αλήθεια
τώρα κατέβηκα στη σκοτεινιά

Κάπου εκεί θα ζεις εσύ,
κάπου εκεί που χάθηκα εγώ
κάποιος θα συνεχίσει να μισεί
κάποιον στον Άδη θ’ αγαπώ….


Η ΦΙΛΗ
Πρώτη βροχούλα σήμερα
πρώτη βροχή καλή μου
σταλιά - σταλιά στ ύστερα
δροσίστηκ’ η ψυχή μου

Διαμάντι η σταλαματιά
ρουφιέται απ’ το χώμα,
λες κι είναι δυόσμου η ευωδιά
που βγάζει το βρεμμένο σώμα

Σαν δάκρυ διάφανο, αγνό
που έκλαψε το μάτι
καθάριο μες το δειλινό
μ’ ανατριχίλα κύλησε στην πλάτη…

ΣΑΝ ΚΟΝΤΕΥΕΙΣ
Τώρα μόνο μια ευχή στα χείλη έχω,
να μη νοιώθω ποτέ τον πόνο
το μαχαίρι που μπαίνει στη καρδιά
να μη πονά, μα να σκοτώνει μόνο

το χρώμα να μη βλέπω
ούτε αφή σαν αίσθηση να έχω
το αίμα να μην το διακρίνω
τη ζέστη του στα στήθια να μην νοιώθω

Θεέ μου! Σ’ ευχαριστώ που κοντεύω
Τον Άδη δεν φοβάμαι, στο σκοτάδι δεν κιοτεύω…


Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

ΑΝΑΜΝΗΣΕΣ

Τώρα που σκέφτεσαι
έχει πια νυχτώσει
φεγγαροσταλιές πασπαλίσαν τ’ ωραία σου μαλλιά
τ’ άστρα παραπονιάρικα
στο σεργιάνι έχουν ξεδώσει
στ’ ουρανού την απέραντη αγκαλιά

Μ’ ένα δάκρυ
συγχώρεση
έχεις πάρει, έχεις δώσει



ΠΛΑΚΑ
(ΜΟΝΑΞΙΑ ΣΤΗ ΣΥΝΟΙΚΙΑ)

Έσυρα αργά τα βήματά μου
στη συνοικία των Θεών
έψαξα για τ’ μαρτήματά μου
στις βουβές γωνιές των οικιών

μια πόρτα χτύπησε στ’ αγέρα την πνοή
και ξάπλωσε στις πλάκες, φωτός αχτίδα
κάποιο δέντρο μίλησε μ’ απόκοσμη βοή
κι από το πρόσωπό μου πέταξε η στερνή ελπίδα

παρακάτω, παράφωνη η λατέρνα
διασκεδάζει τους παλιούς καημούς,
στο υπόγειο, στενόχωρη καπνίζει η ταβέρνα
της ζωής μας, αβίωτους καιρούς

λείπεις και μόνος μες τους δρόμους
της συνοικίας π’ αγαπήσαμε τρελά
παλεύω της αγάπης μας τους νόμους
αυτούς που με πάνε στην απελπισιά

ποτέ στα πικραμένα μου τα χείλη
δεν θ’ ανθίσεις την χαρά
πήρες στα χέρια σου τη σμίλη
και λάξευσες, γρανίτινη τη συμφορά


ΚΑΙΡΟΙ
Γύρισε ο ουρανός τ΄ανάποδα
Παραξενιά η φύση
Πήγε τον κόσμο μου παράμερα
Στάζοντας αίμα, του μυαλού η φθίση

Φύσηξε αγέρας παραμάζωμα
Ξεριζωθήκαν δέντρα
Χώματα, καρδιές, όλ’ ανακάτωμα…
Κι έταξες παράδεισο, πλανεύτρα!

 

ΣΩΜΑΤΑ – ΨΥΧΕΣ
Φεύγεις σαν την λέξη σου εκείνη
που πάντα είχα φυλακτό
μένει τώρα η παντοτινή γαλήνη
και το αιώνιο γέλιο το τρελό

(την ώρα), (που), χάνομαι, στ’ Αχέροντα την απεραντοσύνη

Θ’ αφήσω το σώμα, στο κοφτερό λεπίδι
να ματώσει, μόνο, κούφιο και νεκρό.

Κι αν θέλεις κάποτε να βρεις
πως πεθαίνουν κι οι ψυχές,
την ώρα που το σώμα μου θα θάβεις
ρίξε το βλέμμα, στις κλαίουσες ιτιές 
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
(κατηγόρια)

Φτιαγμένος από φύκια γλοιώδη, σάπια, γυαλιστερά
γεμάτος αμαρτία
βρωμώντας σήψη
είν’ ο κόσμος μας καρδούλα μου γλυκιά

Κοιτώ ανθρώπους μόνους, επίπεδους, ρηχούς
χωρίς λόγια
χωρίς σκέψη
να μετράνε χωρίς νόημα, αβίωτους καιρούς

Άνθρωποι – λίπη / κρέατα χωρίς καρδιά
να τρώνε λαίμαργα
ανασκαλεύοντας ξεδιάντροπα
και χωρίς τύψεις, ξερνοβολάνε τα παιδιά

Γιοί κα κόρες που μεγαλώσανε απλά
ζουν χωρίς ζωή
χωρίς αγέρα αναπνέουν
σύνορα δεν περνούν, πεθαίνουν μουλωχτά

Παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς σκοπό
και γεννούν πάλι παιδιά
κρέατα πάλι σάπια, ξανά βρωμιά
θυσία στης γονικής ύπαρξης το βωμό

Χωρίς μόρφωση ή ημιμαθείς
όλο αιτίες βρίσκουν
αποτυχίες δικαιολογούν
τα βάρη φορτώνουν σ’ άλλους, ηλίθιοι οι αδαείς 

πως τους ανθρώπους εγώ να κρίνω,
μ’ απομακρύνει η αηδία
με διώχνει η μυρωδιά

Πως τον κόσμο ν’ αγαπήσω;
Πώς να πω δεν με πονά;

Ποια ζωή λοιπόν να ζήσω;

Ανελέητη η χαρά με προσπερνά


Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

ΑΙΣΙΟΔΟΞΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

Κατάχαμα τον τρόμο έριξες
διώχνοντας λες βαριές ευθύνες
πάλι χαράματα να ‘βρεις έψαξες
κι έπεσες ξανά, στης νύχτας σου τις δίνες

κι ο τρόμος από κάτω ανδρώθηκε,
ορθώθηκε απ’ το χώμα
κι η ελπίδα αμέσως δόθηκε
ρίγησε αβοήθητο το σώμα

σαν φονιάς κατάματα σε κοίταξε
με χέρι σε χτύπησε βαρύ
σκοτάδι άσπλαχνο σε τύλιξε
που απελπισιά μόνο μπορεί

τη χαρά να πάρει ζήτησε
σαν του Άδη, τον μαύρο κυνηγό
το τι έχασες σου θύμισε
στον περασμένο χρόνο τον παντοτινό

και τώρα δεν έχεις τίποτα να πεις
έχεις λαχανιάσει το μυαλό
και τώρα δεν έχεις πια τίποτα να ζεις

έχεις συννεφιάσει τον ουρανό
ΥΠΟΘΕΣΗ

Κι αν ξεθάρρεψες
Και μπορείς πια να μισείς
Νομίζεις λευτερώθηκες;
Όλα ψέματα τα βλέπεις
Τώρα πια δεν ζεις!

ΡΕΚΒΙΕΜ
Παγωμένη χειμωνιάτικη βραδιά
Αγέρας που λυγίζει των δέντρων τα κλαδιά
Τριαντάφυλλο που κάτω του κοιτά
Μ’ αχνό χαμόγελο, του βάλτου τα νερά

Θύμησες νιότης, αγάπης θύμησες καρφιά

Πεθαίνουν στου κήπου την παγωνιά
Της ζωής μας τα γεράνια τα σκυφτά
Κι ο αγέρας που πάνω τους λυσσομανά
Τη ζωή τους να πάρει, αναζητά

Το χώμα σάβανα γεννοβολά
Να ! Άνθισε μια νέα απελπισιά
Κομμάτια θα μου πάρει απ’ την καρδιά
Που θα χαθούνε σαν σπουργίτια μοναχά

Θύμησες νιότης, αγάπης θύμησες καρφιά

ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗ
Είδα το βράδυ, τρελό ένα όνειρο,
στα Τάρταρα, λέει, κατέβηκα βαθιά
να ψάξω να ‘βρω στ’ άπειρο ολόκληρο
θύμησες, νιότες, πρόσωπα γνωστά

Το σκοτάδι γέμισε απόκληρο
του μυαλού την οπτική γωνιά
Δάντες δεν βρήκα, ούτε χαμόγελο
μόνη χαρούμενη η απονιά

Σε μια γωνιά στεκόνταν οι ψυχές
προπομποί στης αλήθειας τις ανηφοριές
πίσω τους οι πίκρες κι οι ντροπές
ψέματα κι εγκληματικές καρδιές

Περπάτησα στο μαύρο μονοπάτι
έτεινα το χέρι στις μοναχικές σκιές
παραφρόνησε το κοίταγμα στο μάτι
αντίκρισα τις αλήθειες τις πικρές

Κοντά τους έφτασα δειλά – δειλά
κι είδα τα πρόσωπα, γκρίζα, κενά
Πισωπάτησα με τρόμο, ψάχνοντας φως
δίπλα τους στεκόταν ο χαμένος μου ο γιός

Θέλησα στην αγκαλιά μου να τον κλείσω
να του πω, το πώς τον αγαπώ.
Θεέ μου, δεν μπορούσα να δακρύσω
κι ας γονατίζω από τούτο τον καημό

αυτός κατάματα με κοίταξε
σπουργίτι γένηκε μικρό
παγωμένες τις φτερούγες του σαν τίναξε
έσταξε στο στήθος μου, το δάκρυ το καυτό

το πήρα και το κράτησα
στη καρδιά μου απαλά, σαν φυλακτό
την άβυσσο εγώ την γέννησα
και μονάχος τον Άδη στη ψυχή μου κουβαλώ

ΣΤΟ ΑΓΕΝΝΗΤΟ ΠΑΙΔΙ

Μολυβένιο στρατιωτάκι
παρέα στον πόνο μου κρατεί
Σπασμένος κάποιος κούκλος κλαίει
την ανημποριά του στο σκαλί

Ανάποδα το τρενάκι γυρισμένο
ονειρεύεται ένα ταξίδι, μια γραμμή
Ακίνητο το αρκουδάκι ζαλισμένο
αγναντεύει του δωμάτιου τη σιωπή

Στη γωνιά, ένα κουκλόσπιτο ανοικτό
με τη σκιά του να πέφτει χαμηλή
Ψυχορραγεί στου καιρού τον τελειωμό
καθημερνό, βλέπεις, το χαστούκι απ’ τη ζωή

Δωμάτιο εκεί δεν έχεις
μήτε κουβερτούλα απαλή
Το κρύο του Άδη σου τ’ αντέχεις
γιατί ποτέ δεν γνώρισες στοργή

Παιχνίδια σου γενήκαν
οι σκιές οι θλιβερές
του κόσμου τα λουλούδια μαραθήκαν
γιατί γεννούσανε ντροπές

Το γάλα της μάνας σου δεν ήπιες
τώρα τρέφεσαι με τις σιωπές
Του πατέρα το χαμόγελο δεν είδες
αγναντεύεις τις γκρίζες ερημιές

Τα μικρά χεράκια σου αγκαλιάζουν
νεκρικά παντοτινά κενά
Τ’ αθώα τα ματάκια σου τα λιάζουν
τα χάη, τα πάντα σιωπηλά
ΑΝΥΔΡΗ ΕΠΟΧΗ
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΕΙΚΟΝΑ

Αλύχτησε στη νύχτα την μουγγή
τη λαλιά του το μαύρο το σκυλί
άνθισε στου Άδη το βαθύ
ένα χρώμα, το σταχτί

Κυνήγησε με πίκρα περισσή
την ουρά του τ’ αδέσποτο σκυλί.
Μαύρη ακούγεται, απόκοσμη σιωπή
κι ένα πρόσωπο κλαίει από ντροπή

Σκοτάδι έχυσε στο τοίχο, η σκιά η βρωμερή,
κάποια λάμπα φωτίζει μαραμένη μια ψυχή
Κόκκινα παπούτσια / ξεφτισμένη σκηνή
μια πόρνη τρομάζει τη ζωή

Κινήθηκε ο αστυνόμος καλλίτερα να δει
«Άλλη μια βάρδια ως το πρωί»
Μια μηχανή τους θανάτους προκαλεί
Θλίψη ξυπνάει, απαλή μια μουσική

Η ρεκλάμα φωτίζει ζωηρή
τη γωνιά του δρόμου, τη μοναχικά
ένα τσιγάρο άναψε πιο πέρα στη στροφή
και μόλις άρχισε να πέφτει η βροχή


Γυαλίζει ο δρόμος την άσπρη του γραμμή
κι εγώ μετρώ την τελευταία την πνοή
Θανάτους ανυποχώρητους η πλάτη μου κρατεί
Άντε λίγο πιο βαθιά, μπήκε απόψε το καρφί

Μια σύριγγα ξάφνου βγάζει την κραυγή
«Φίλοι μου πεθαίνω ετούτη την αυγή»
Άραγε ποιους στο όνειρο πάλι οδηγεί;
Ποιους σε δρόμους χωρίς επιστροφή;

Κι εσύ κοιμάσαι μ’ ενός άντρα την οσμή
ξεχασμένη σ’ ένα σπέρμα, που σου δωσε ηδονή
δίχως να γεμίζει το μυαλό σου ενοχή
για την καρδιά π’ ακούει του Θανάτου τη βουή

καληνύχτα, γαλήνια, πρασινομάτα μικρή
κάθε νύχτα Άγγελος θρηνεί.