Τρίτη 7 Μαρτίου 2017






ΑΥΤΟΙ ΚΙ ΕΓΩ


Πάς ώσπερ άρτι γεγονώς εκ του ζην απέρχεται.
Επίκουρος


Το τηλέφωνο χτύπαγε επίμονα και μονότονα συγχρόνως. Κανείς δεν το σήκωνε αν και είχε κουδουνίσει πάνω από εφτά με οκτώ φορές. Τελικά η Μαίρη ακούστηκε να απαντά:
«Παρακαλώ…»
«Μαίρη… Μαίρη … επιτέλους, γιατί άργησες να απαντήσεις κορίτσι μου; Ανησύχησα είσαι καλά;», τη ρώτησε η φωνή του Γιάννη.
«Ναι, ναι καλά είμαι … δεν το άκουγα που χτύπαγε. Έπαιρνες πολύ ώρα;»
«Ναι, αρκετή και σκεφτόμουν διάφορα άσχημα …κι ανησύχησα. Σε έπαιρνα και στο κινητό σου, αλλά ούτε αυτό το σήκωνες. Γιατί;»
«Ναι; Πρέπει να τελείωσε η μπαταρία του. Αλήθεια … που είσαι; Έχει περάσει η ώρα… είναι αρκετά μετά τις επτά και συνήθως τις Δευτέρες έρχεσαι πιο νωρίς»
«Μόλις τώρα έφυγα από τον σταθμό και σε έπαιρνα για να σου πω, πως θα αργήσω λίγο. Είχαμε τρεχάματα με μια υπόθεση και είμαστε στο πόδι από το πρωί»
«Τι τρεχάματα δηλαδή; Α με την ληστεία που έγινε; Ναι, το άκουσα στο ραδιόφωνο το πρωί. Γι αυτό δεν με πήρες τηλέφωνο;»
«Ναι βρε Μαίρη μου… με συγχωρείς γι αυτό καλή μου. Μα πίστεψέ με, δεν βρήκα στιγμή ν’ ανασάνω. Εξ άλλου μου είπες ότι ήθελες να δουλέψεις πάνω στο βιβλίο σου σήμερα, έτσι δεν είναι; Κι εγώ δεν ήθελα να σε διακόψω. Δεν μου λες, αλήθεια, πως πήγε; Προχώρησες καθόλου;»
«Μπα… ούτε λέξη. Δεν είχα καθόλου διάθεση … και καμία έμπνευση, …καμία. Ίσως κάνω ακόμα μια προσπάθεια μέχρι να έρθεις… δεν ξέρω, το μυαλό μου λες και σταμάτησε»
«Αγάπη μου σε ακούω κάπως… ανήσυχη… ταραγμένη. Τι σου συμβαίνει… δεν νιώθεις καλά;»
«Δεν είναι τίποτα, μια χαρά είμαι … αλλά ξέρεις… οι βροντές με τρομάζουν… το ξέρεις αυτό»
«Έλα, έλα ησύχασε δεν πρέπει να φοβάσαι τις βροντές. Έλα μωρό μου, είμαι στον δρόμο κι έρχομαι, θα έρθω όσο πιο γρήγορα μπορώ»
«Πώς να ηρεμίσω, αυτός ο παλιόκαιρος με εκνευρίζει και με φοβίζει ακόμη πιο πολύ από την απουσία σου»
«Ευτυχώς που είναι εκεί η κυρία Ελένη. Πες της ότι απολογούμαι που καθυστέρησα και την παρακαλώ να καθίσει μαζί σου για λίγο ακόμα μέχρι να φτάσω εκεί. Έτσι κορίτσι μου;»
«Ου, έχει φύγει εδώ και ώρα Γιάννη μου…»
Η φωνή του Γιάννη από την άλλη άκρη του ακουστικού την διέκοψε απότομα: «Έχει φύγει; Γιατί; Είχαμε συμφωνήσει να μένει μαζί σου μέχρι να γυρίζω εγώ στο σπίτι»
«Της είπα εγώ να φύγει πιο νωρίς. Είχε αρχίσει να βρέχει κιόλας ε… και δεν την ήθελα να οδηγήσει μέσα στην βροχή. Δεν ήθελα να πάθει και τίποτα… Μα είχε ετοιμάσει το φαγητό και το έχει αφήσει στον φούρνο. Μέχρι να έρθεις θα έχει τελειώσει έτοιμο»
«Δεν έπρεπε να σε ακούσει. Ήταν λάθος της να φύγει. Το ξέρει πως δεν πρέπει να είσαι μόνη, ειδικά όταν νυχτώνει… τότε ανησυχώ πιο πολύ. Και δεν μου λες… πήρες τα φάρμακά σου;»
«Ναι, τα πήρα πριν από λίγο. Έχω πάρει κι ένα ηρεμιστικό μαζί. Είμαι εντάξει, μην ανησυχείς…»
«Ωραία, ωραία, θα έρθω όσο πιο σύντομα μπορώ και όσο πιο σύντομα το επιτρέπει η βροχή με αυτούς τους δρόμους που έχουν γίνει ποτάμια πια. Α… και φρόντισε να φορτίσεις το κινητό σου ή να είσαι κοντά στο σταθερό. Θα σε ξαναπάρω… εντάξει;»
«Καλά. Μην αργήσεις … αλλά και να προσέχεις με αυτή τη βροχή. Μη πάθεις τίποτε, ειδικά τώρα που μου είπες ότι οι δρόμοι είναι γεμάτοι νερά…»
«Καλά, θα προσέχω κορίτσι μου. και να σου πω… πεινάω σαν λύκος. Τι καλό μας μαγείρεψε η κυρία Ελένη;»
Δεν πρόλαβε τελειώσει την κουβέντα του και τον ουρανό έσκισαν λαμπερές αστραπές και ένας εφιαλτικός ήχος απλώθηκε σε όλο το τοπίο. Σε λίγο κι άλλες με τις ανάλογες βροντές τους που έκαναν τα σκυλιά να αλυχτούν φοβισμένα και την Μαίρη να τρομοκρατηθεί.
«Αχ Παναγία μου…», του είπε, «… το άκουσες αυτό; Γιάννη … μα τι έγινε; Γιάννη…», το τηλέφωνο όμως ήταν νεκρό.
«Όχι, όχι … αυτό μου έλειπε τώρα… να πέσει και το ρεύμα …», μονολόγησε και γυρνώντας πάλι στο μικρόφωνο του τηλεφώνου: «Γιάννη…», είπε, «… με ακούς; Γιάννη…», όμως δεν ακουγόταν κανένας ήχος μέσα από την γραμμή. «Γιάννη…», συνέχισε εκείνη, «… έχει διακοπή ρεύματος… δεν σε ακούω… με ακούς εσύ; Γιάννη μου… αχ Θεέ μου, τώρα αναβοσβήνουν τα φώτα… προσπαθεί να επανέλθει ευτυχώς…»
Τοποθέτησε το ακουστικό στη θέση του και σήκωσε τα μάτια προς το μεγάλο πολύφωτο στο κέντρο του ταβανιού που εξακολουθούσε να αναβοσβήνει, κάνοντας όμως μεγαλύτερες παύσεις στο σκοτάδι, όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα.
«Όχι… μη μου το κάνεις αυτό…», μονολόγησε, «… όχι, δεν είναι δυνατόν! Κόπηκε το τηλέφωνο, κόπηκε και το ρεύμα… δεν μπορεί να είναι αλήθεια, δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό… όχι…», φώναξε έντρομη για να μη την ακούσει κανείς μέσα στο σκοτάδι που είχε τώρα επικρατήσει.
 «Δεν γίνεται… δεν το μπορώ το σκοτάδι… δεν το μπορώ. Τι θα κάνω τώρα; Α, θα ακουμπήσω εδώ, δίπλα στην πόρτα… όχι… όχι …», είπε αλλάζοντας την απόφασή της, «… θα στριμωχτώ εδώ στην πολυθρόνα, στην γωνία καλύτερα… ναι, ναι… είναι καλύτερα εδώ. Θα μείνω λοιπόν εδώ μέχρι να επανέλθει το ρεύμα…», σκέφτηκε, «… δεν θα κρατήσει πολύ… δεν μπορεί να κρατήσει πολύ, αυτοί της ηλεκτρικής εταιρίας ξέρουν καλά την δουλειά τους… να δεις που γρήγορα θα το φτιάξουν… ένα δυό λεπτά… αχ Θεέ μου… τόσο σκοτάδι…. Τίποτα δεν βλέπω πια. Ένα κακό όνειρο είναι… θα ξυπνήσω και θα έχει ρεύμα κανονικά, τα φώτα θα είναι αναμμένα και… όλα καλά. Θα έχει πολύ φως τότε»
Σφίχτηκε ανακούρκουδα πάνω στην βελούδινη πολυθρόνα που με ευκολία χώραγε την μικροκαμωμένη γυναίκα, όταν άκουσε ένα απότομο ήχο πίσω της και δεξιά.
«Αχ…», φώναξε τρομαγμένη, «… Παναγία μου… τι ήταν αυτό; Μπα… τα κλαδιά θα ήταν… τα παντζούρια είναι ανοικτά, πάλι καλά που δεν έσπασε το τζάμι. Πρέπει να τα κλείσω … πρέπει να κλείσω τα παντζούρια… μα… μα δεν μπορώ να κουνηθώ. Δεν βλέπω τίποτα… κεριά. Πρέπει ν’ ανάψω κεριά. Κεριά, κεριά … θα ανάψω κεριά, πολλά κεριά. Που τα έχω; Α, ναι, μες την κουζίνα… αλλά πως θα πάω ως εκεί; Πρέπει να πάω… όχι … δεν μπορώ, όμως πρέπει να πάω… στην κουζίνα… πρέπει, πρέπει. Πρέπει να πάω ως την κουζίνα… ένα βήμα… αχ ακόμα ένα…», τα βήματά της ήταν αργά και έσερνε ουσιαστικά τα πόδια της ενώ στην προσπάθειά της να ψηλαφίσει τον χώρο με τα χέρια έριξε μια κανάτα με δυό ποτήρια από το τραπέζι, «… αχ… γέμισε το πάτωμα γυαλιά…», είπε, «… αχ, που έχουμε βάλει τα κεριά; Στο συρτάρι, ναι, ναι εκεί θα είναι…»
Βρήκε το συρτάρι που υπολόγιζε ότι θα ήταν τα κεριά, ανακάτεψε το περιεχόμενό του στα τυφλά, χωρίς να τα νοιώσει στην παλάμη της.
«Δεν είναι εδώ…», ψηλάφισε το διπλανό, «… σ’ αυτό ίσως; Α, ναι, εδώ είναι… ευτυχώς. Σπίρτα, σπίρτα, σπίρτα…», γέλασε, «… ναι, ναι, ναι… εδώ είναι και τα σπίρτα. Θα τα ανάψω όλα τα κεριά», μονολόγησε κουνώντας ασυναίσθητα το κουτί δίπλα στο αυτί της.
«Ωραία… ένα εδώ στην γωνία, ένα στο τραπέζι, ένα εδώ κι εδώ κι εδώ…», είπε πηγαίνοντας σε διαφορετικά σημεία που υπήρχαν ράφια ή προεξοχές στα έπιπλα. «Αχ… καλύτερα τώρα! Ελπίζω να κρατήσουν μέχρι να επανέλθει το ρεύμα. Πώς να κλείσω τα πατζούρια τώρα; Αν ανοίξω τα τζάμια, θα μπούνε μέσα αυτά τα κλαδιά και … Θεέ μου, Θεέ μου… τι ανατριχιαστικό θέαμα! Έτσι που τα παίρνει ο άνεμος εδώ κι εκεί… μοιάζουν σαν … χέρια… σκελετωμένα. Οι λάμπες του δρόμου έχουν σβήσει. Δεν διακρίνεται ούτε ίχνος από το φως εκεί έξω…», αναστέναξε κάπως πιο ήρεμη τώρα, «… το απόλυτο σκοτάδι. Να κλείσω τουλάχιστον τις κουρτίνες … να μην βλέπω έξω… και τι να δω δηλαδή; Τα κάλυψε όλα αυτό το κατάμαυρο πέπλο. Έτσι… καλύτερα τώρα. Πως θα περάσει η ώρα; Νωρίς είναι ακόμα… μόλις επτά… επτά και τέταρτο. Ας δοκιμάσω να πάρω τον Γιάννη»
Έπιασε στα χέρια της το τηλέφωνο και έφερε το ακουστικό στο αυτί της σε μια προσπάθεια να ακούσει το ενθαρρυντικό τιτίβισμά του. «Τίποτα, νεκρό …», είπε, «… αχ… το κινητό μου… στη τσάντα μου είναι… για να δούμε». Τα χέρια της έτρεμαν σαν πάτησε το κουμπί που άναβε την οθόνη του. «Άντε άναψε…», είπε, «… ουφ… άναψε έστω για λίγο, πανάθεμά σε. Τίποτα, ηλίθια πράγματα…», συνέχισε πετώντας την συσκευή πάνω στο καναπέ, «… και τα λένε έξυπνα κιόλας! Αχ, άντε Γιάννη μου, μην αργείς. Παναγία μου πρόσεχέ τον να φτάσει καλά στο σπίτι. Το φαγητό δεν έχει προλάβει να ψηθεί… εμ βέβαια, αφού όλα εξαρτώνται από το ρεύμα, από τον ηλεκτρισμό». Αναστέναξε και έφερε τα χέρια στα μπράτσα, τα έτριψε:
«Κάνει ψύχρα… αν είχαμε προλάβει ν’ ανάψουμε το τζάκι, θα είχε λίγο περισσότερο ζέστη αλλά και φως εδώ μέσα. Ούτε καν σκεφτήκαμε να φέρουμε ξύλα από την αποθήκη … μας έπιασε απροετοίμαστους αυτός ο χειμώνας. Πόσο Θεέ μου θα κάνει ακόμα να έρθει το ρεύμα; Να βρω ακόμα λίγα κεριά… για παν ενδεχόμενο…»
Πήγε πάλι προς την κουζίνα κάνοντας μια προσπάθεια να αποφύγει τα σκορπισμένα γυαλιά στο πάτωμα. Άνοιξε το συρτάρι που είχε ανακαλύψει προηγουμένως τα κεριά, έβαλε το χέρι βαθιά μέσα και άρχισε να ψάχνει και για άλλα.
«Τι θα κάνω τώρα…», σκέφτηκε, «… ούτε το φαγητό δεν μπορώ να ετοιμάσω. Αχ… ναι ξέρω. Θα καθίσω στην αγαπημένη σου πολυθρόνα Γιάννη μου. Μπροστά στην τηλεόραση… όμως απόψε είναι απλώς ένα σκέτο τζάμι… μαύρο και νεκρό…. Μόνο οι φλόγες των κεριών αντανακλούν στην οθόνη της. Α… να που άφησες εδώ την κουβέρτα να σκεπάσω λίγο τα πόδια μου, να ζεσταθώ αχ. Να σταματούσε τουλάχιστον αυτός ο δαιμονισμένος αέρας! Κυρία Ελένη μου, είσαι τόσο καλή, αλλά ποτέ δεν θυμάσαι να κάνεις τα μικροπράγματα που σου ζητώ. Σε έχω παρακαλέσει τόσες φορές να πάρεις αυτή την κλεψύδρα από κει, να την βάλεις κάπου αλλού, δεν θέλω να την βλέπω… με τρομάζει. Μου δίνει την αίσθηση ότι η άμμος κυλάει με πιο γρήγορο ρυθμό τελευταία. Όταν της το είπα αυτό, εκείνη χαμογέλασε… το θεώρησε χαζό μήπως;»
Πήγε προς το γραφείο της, ένα παλιό έπιπλο από ξύλο καρυδιάς με τέσσερα συρτάρια, ανά δυο από κάθε πλευρά και βρήκε την στοίβα με τα χαρτιά της. Χαμογέλασε σαν τα είδε λίγο ανακατωμένα.
« Απεχθάνομαι την απραξία… είναι τόσο χάσιμο χρόνου. Έστω και με λιγοστό φως, θα μπορούσα ν’ ασχοληθώ με το βιβλίο μου. Ωχ… πως έχουν μπερδευτεί έτσι οι σελίδες! Αμάν… πάλι το έκανες το θαύμα σου! Ενώ ξεσκόνιζες Ελένη μου, τις ανακάτεψες. Πήρες τις τελευταίες σελίδες και τις έβαλες πάνω από τις πρώτες. Αλλά … εγώ φταίω, βέβαια φταίω εγώ που δεν τις έχω συνδέσει μεταξύ τους, ευτυχώς που τις έχω αριθμήσει… αλλιώς… είναι που είναι μπερδεμένη η ιστορία, δεν θα έβρισκα καμιά άκρη. Που μείναμε λοιπόν; Μμμμ … μάλιστα, όλο σημειώσεις, διορθώσεις, μουτζούρες, αχ πρέπει να τα βάλω σε τάξη. Δεν θα προλάβω ποτέ να το τελειώσω! Δεν θα τα καταφέρω…»
Άκουσε ένα θόρυβο πίσω της από την μεριά της πόρτας. Γύρισε ξαφνιασμένη απότομα και αφουγκράστηκε με προσοχή. Ο θόρυβος ξανακούστηκε και έμοιαζε με τα βήματα κάποιου πάνω στο ξύλινο πάτωμα του σαλονιού.
«Γιάννη…», φώναξε, σχεδόν έντρομη. «Γιάννη, εσύ είσαι; Μα… πως βρέθηκε κιόλας εδώ; Ακούστηκε όμως σαν πόρτα που ανοιγόκλεισε. Θεέ μου κάποιος… κάποιος μπήκε στο σπίτι. Μα τι λέω… πως μπορεί να μπει κανείς; Έχω κλειδώσει παντού. Και την μπροστινή και την πίσω πόρτα, ή μήπως όχι; Η πόρτα του γκαράζ; Έμεινε ξεκλείδωτη άραγε;»
Άκουσε ξανά εκείνο τον ήχο που την είχε τρομάξει πριν λίγο. Ναι, σίγουρα κάποιος περπατούσε στο ξύλινο πάτωμα. Ένοιωσε κάτι να της καίει το στομάχι και τα πόδια της δεν τα ένοιωθε πολύ σταθερά. Ο φόβος την είχε καταλάβει. Ίσως να ήταν και στα πρόθυρα πανικού. Ο αέρας φύσαγε και πρόσθετε κι αυτός το μυστηριακό του ήχο στα αυτιά της.
«Τι είναι αυτό; Μια σκιά! Εκεί Θεέ μου… εκεί στη γωνία του διαδρόμου… Παναγία μου… κάποιος είναι εκεί… κάποιος… κάποιος είναι μέσα στο σπίτι … τι να κάνω… τι να κάνω τώρα; Μα… τι χαζή που είμαι…», μονολόγησε προσπαθώντας να βρει λίγο κουράγιο, «… το φως των κεριών είναι … ναι αυτό είναι που δημιουργεί σκιές. Οι φλόγες από τα κεριά το κάνουν αυτό… χορεύουν και φτιάχνουν περίεργα ίχνη στους τοίχους, περίεργες σκιές στις γωνίες. Αχ…», αναστέναξε, «… η καρδιά μου πάει να σπάσει, πρέπει … πρέπει να ηρεμίσω… αχ νάτο… νάτο πάλι. Ποιος … ποιος είναι; Το είδα… ένα κεφάλι… ένα πρόσωπο, είμαι σίγουρη πως κάποιος είναι εκεί. Ποιος είσαι; Απάντησέ μου»
Πήγε προς το κλειστό παράθυρο και άρχισε να φωνάζει:
«Βοήθεια … βοήθεια. Χάθηκε; Ε, δεν ήταν της φαντασίας μου… όχι… όχι… όχι… το είδα. Κάτι… κάτι, κάποιος βρίσκεται εκεί. Ακουμπισμένος στον τοίχο… τώρα είναι πίσω από την κολώνα. Τον είδα…», συνέχισε να μιλάει στον εαυτό της, «… ξεπρόβαλε μέσα στο μισοσκόταδο … με κοίταξε και μετά κρύφτηκε. Το βλέπω πάλι … ένα κεφάλι που γέρνει… αχ… χάνω το μυαλό μου. το φαντάζομαι αυτό… αυτό δεν είναι αληθινό. Θα… θα κλείσω τα μάτια… ναι, ναι, ναι, έτσι για λίγο και όταν τα ανοίξω, θα έχει χαθεί. Τα κεριά το κάνουν αυτό. Οι σκιές που τρεμοπαίζουν στον τοίχο. Ναι… ναι… αυτό είναι. Αχ… είναι εκεί ακόμη, εκεί στο μισοσκόταδο … τον βλέπω… μια μαύρη φιγούρα. Με κοιτάζει… βοήθησέ με Θεέ μου… βοήθησέ με … θα με σκοτώσει; Όχι, όχι δεν θα τον αφήσω, δεν θέλω να πεθάνω… πρέπει να βρω κάτι. Να αμυνθώ… τι… τι; Πως; Να… η λαβίδα από το τζάκι… μα πως θα την πιάσω; Δεν θα προλάβω… αν μου επιτεθεί; Δεν θα του γυρίσω την πλάτη… μην τον χάσω από τα μάτια μου. Αχ θα κινηθώ αργά, αργά. Νάτος εκεί… εκεί είναι ακόμα πίσω από την κολώνα. Γέρνει και με κοιτάζει…»
Σήκωσε όσο πιο γενναία μπορούσε το βλέμμα της προς το μέρος του άγνωστου που κρυβόταν
«Το ξέρω πως είσαι εκεί…», είπε με δυνατή φωνή, «… σε είδα. Ποιος είσαι; Βγες από κει… εμφανίσου, γιατί κρύβεσαι; Βγες σου λέω… ποιος είσαι; Αχ… μη… μη με πλησιάζεις… τι θέλεις; Έχω λεφτά, λεφτά στην τσάντα μου εκεί να εκεί…», έδειξε προς την άκρη του καναπέ που είχε πετάξει την τσάντα όταν έψαχνε το κινητό της, «… πάρε ότι και όσα θέλεις. Μη μου κάνεις κακό… σε παρακαλώ… μη … μη…»
Ο άγνωστος που είχε πλησιάσει ήταν μια γυναίκα, μια νέα και απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει, μια όμορφη γυναίκα.
«Μη φοβάσαι…», της είπε, «… δεν θα σε πειράξω»
«Τι θέλεις; Γιατί μπήκες στο σπίτι μου; για να κλέψεις; Τι θέλεις; Πες μου, τι σκοπεύεις να κάνεις; Γιατί δεν μιλάς; Μην τολμήσεις να με πλησιάσεις, θα βάλω τις φωνές. Ακούς; Βοήθειαααα»
«Σσσς… ηρέμισε δεν θα σου κάνω κακό. Εγώ μπήκα για να γλιτώσω …»
«Να γλιτώσεις; Πως μπήκες;»
«Χτυπούσα στην πόρτα μα οι βροντές ήταν πολύ δυνατές και σκέπασαν τον χτύπο»
«Και από πού μπήκες μέσα;»
«Από την πίσω πλευρά. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Συγγνώμη που μπήκα έτσι… χρειάζομαι βοήθεια»
«Αν έρθεις κοντά μου, θα… θα σε χτυπήσω. Στο ορκίζομαι»
«Μη με φοβάσαι… σε παρακαλώ. Άσε κάτω το σίδερο που κρατάς … δεν χρειάζεται. Δεν κινδυνεύεις από μένα»
«Δεν είμαι σίγουρη γι αυτό. Γιατί να σ’ εμπιστευτώ; Πες μου την αλήθεια , τι θέλεις;»
«Να με βοηθήσεις θέλω. Μόνο αυτό … δεν ήθελα να σε τρομάξω»
«Με τρόμαξες όμως. Κι ακόμα με τρομάζεις. Τι γύρευες έξω με αυτόν τον καιρό; Πως ήρθες μέχρι εδώ; Γιατί δεν μιλάς;»
«Έχω χάσει τον δρόμο μου, σε παρακαλώ… βοήθησέ με»
«Χάθηκες; Από πού ερχόσουν δηλαδή; Που πήγαινες;»
«Δεν ξέρω. Είναι όλα μπερδεμένα στο μυαλό μου… βοήθησέ με…»
«Πώς να σε βοηθήσω; Τι θέλεις να κάνω εγώ; Ο.. σύζυγός μου είναι κάπου εδώ κοντά … και… και μπορεί να σε πάει κάπου. Στο σπίτι σου ή σε κάποιο δικό σου ή όπου αλλού θέλεις να πας»
Η κοπέλα χαμογέλασε αλλά με ένα χαμόγελο πικρό
«Δεν έχω που να πάω»
«Τι εννοείς; Δεν καταλαβαίνω… ε, δεν γίνεται… κάπου θα μένεις. Θα σε βοηθήσει ο Γιάννης … είναι … είναι αστυνομικός ο Γιάννης, θα είναι εδώ σε λίγο και… θα σε βοηθήσει…»
«Δεν μπορεί να με βοηθήσει αυτός. Δεν μπορεί. Σε παρακαλώ… μη με διώξεις. Κινδυνεύω εκεί έξω…»
«Κινδυνεύεις; Από τι κινδυνεύεις; Πες μου»
«Έτρεχα … έτρεχα να ξεφύγω και χάθηκα μέσα στο σκοτάδι…»
«Να ξεφύγεις; Από τι να ξεφύγεις; Τι θέλεις από μένα να κάνω;»
«Να με βγάλεις από τα σκοτάδια. Αυτό θέλω. Δεν το αντέχω άλλο… βγάλε με στο φως»
«Δεν καταλαβαίνω τι λες. Μάρτυς μου ο Θεός… δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ ότι λες. Συνεχίζεις να με τρομάζεις… και γιατί κρύβεσαι ακόμη εκεί πίσω;»
«Μου είπες να μην πλησιάσω. Να μείνω εδώ»
«Έλα εδώ… έλα. Προχώρησε. Σιγά – σιγά, έτσι… φτάνει… φτάνει… ως εκεί. Δεν μπορώ να δω καθαρά το πρόσωπό σου. Γιατί το κρύβεις; Βγάλε αυτό που φοράς στο κεφάλι. Αργά – αργά»
«Εντάξει, το βγάζω»
«Πήγαινε πιο κοντά… εκεί, στο φως του κεριού. Δεν σε βλέπω καθαρά ακόμη. Γύρνα προς τα δω»
«Ωραία… με βλέπεις καλά τώρα; Γιατί ξαφνιάστηκες…. Γιατί με κοιτάζεις έτσι;»
«Χμ… φαίνεται πως σ’ έχω ξαναδεί. Σαν να σε ξέρω»
«Αλήθεια; Με γνωρίζεις;»
«Δεν … δεν ξέρω, κάτι μου θυμίζεις. Το πρόσωπό σου έχει … κάτι το οικείο. Ποια είσαι; Πως βρέθηκες εδώ;»
«Δεν ξέρω. Χάθηκα στο σκοτάδι. Με κυνηγούσε…»
«Ποιος; Ποιος σε κυνηγούσε; Γιατί; Θα μου εξηγήσεις τέλος πάντων; Αυτό που κάποιος σε κυνηγούσε, ότι χάθηκες στο σκοτάδι, τα είπες και πιο πριν»
«Σώσε με. Σε παρακαλώ βοήθησέ με. Κάνε κάτι…»
«Τι να κάνω εγώ; Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Συνέχεια επαναλαμβάνεις ότι κάποιος σε κυνηγούσε. Ποιος είναι; Κάποιος επικίνδυνος;»
«Δεν ξέρω. Έτρεχα… όλο έτρεχα να γλιτώσω, μα αυτός ήταν συνεχώς ξωπίσω μου. ήταν τόσο σκοτεινά, έχασα τον δρόμο και… και τώρα… τώρα είμαι εδώ μέσα. Σώσε μας, θα χαθούμε και οι δυό…»
«Ποιοι δυο; Εννοείς εμένα; Κινδυνεύω κι εγώ; Από ποιόν;»
«Είναι πολύ επικίνδυνα εκεί έξω. Πολύ επικίνδυνα… μας καταδιώκει»
«Για τον Θεό… μη με τρομάζεις άλλο. Για ποιόν μιλάς;»
«Μια σκοτεινή δύναμη. Μια δύναμη που βρυχάται και ουρλιάζει σαν δαιμονισμένος άνεμος, σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του»
«Φτάνει… ως εδώ. Λοιπόν αν δεν μου εξηγήσεις τι ακριβώς σου συμβαίνει και τι νόημα έχουν όλα αυτά τα ακατανόητα που μου λες, θα ανοίξω την πόρτα και θα πρέπει να φύγεις αμέσως από δω… μ’ ακούς;»
«Μη μου το κάνεις αυτό…», είπε η κοπέλα με τρεμάμενη και αγχώδη φωνή. «Όχι… σε παρακαλώ, μη με διώξεις. Σε ικετεύω… μη με διώξεις….» και ξέσπασε σε κλάματα.
«Για όνομα του θεού…. Γιατί γονατίζεις; Έλα – έλα σήκω, σήκω επάνω. Μη κλαις, ηρέμισε … θα σε βοηθήσω. Θα κάνω ότι μπορώ»
Η κοπέλα σηκώθηκε αλλά έδειχνε εξαντλημένη, τα πόδια δεν έδειχναν ικανά να την κρατήσουν όρθια. Στηρίχτηκε στην άκρη του μεγάλου τραπεζιού, τσαλακώνοντας την άκρη του κεντήματος του τραπεζομάντιλου.
«Νοιώθω τόσο αδύναμη…», είπε, «… φοβάμαι… φοβάμαι πολύ. Μη με διώχνεις…»
«Καλά, καλά σου είπα, θα σε βοηθήσω, μη φοβάσαι. Έλα ησύχασε , είσαι ασφαλής εδώ μέσα. Δεν κινδυνεύεις… δεν κινδυνεύεις από τίποτα»
«Δεν κινδυνεύω εδώ μέσα…. Είναι όλα τόσα ήσυχα και τόσο γαλήνια και το φως… των κεριών… οι φλόγες τρεμοπαίζουν και κάνουν τις σκιές να χορεύουν στους τοίχους. Δεν μ’ αρέσει το σκοτάδι το φοβάμαι πολύ, απλώνεται επάνω στο φως… και το διασπάει, το κάνει σκόνη που χάνεται… σκορπίζεται στον άνεμο…»
«Είναι τόσο περίεργο! Το ίδιο σκέφτομαι κι εγώ. Λες και διαβάζεις τις σκέψεις μου. Γιατί την φοβάμαι κι εγώ την νύχτα, τρέμω το σκοτάδι της …»
«Γιατί προκαλεί φόβο; Γιατί; Η νύχτα… είναι κι αυτή ένα κομμάτι της μέρας, ένα κομμάτι της ημέρας  που απλώς δεν έχει φως»
«Πολύ όμορφο αυτό που είπες. Η νύχτα είναι ένα κομμάτι της ημέρας… χμ … κάπου το έχω διαβάσει ή κάποιος το είπε και το άκουσα. Δεν θυμάμαι ποιος. Όμως δεν είναι η νύχτα που τρομάζει εμένα. Είναι το σκοτάδι της που δεν αντέχω»
«Μπορείς να φανταστείς πως θα ήταν αν δεν υπήρχε νύχτα; Δεν θα σκοτείνιαζε ποτέ, πως αλλιώς θα βλέπαμε τα αστέρια να λάμπουν στον ουρανό; Πως θα μπορούσε το φεγγάρι να απλώνει στη Γη το ασημένιο του φως; Δεν υπάρχει φεγγάρι απόψε … αν είναι κάπου εκεί ψηλά, το κρύβει το σκοτάδι. Νύχτες όπως αυτή … είναι τόσο πυκνό, απροσπέλαστο. Αυτό όμως… μπορεί να σε κοιτάζει, να σε τυλίγει, να σε πνίγει, όπως πνίγει το φως … να το εξαφανίζει. Που το πηγαίνει άραγε; Κρυώνω…», έφερε τα χέρια και αγκάλιασε τον εαυτό της, έτρεμε, «… κρυώνω πολύ…»
«Κάνει πολλή ψύχρα απόψε. Έλα … άσε με να βάλω στους ώμους σου αυτή την κουβέρτα. Θα σε ζεστάνει … πρέπει να είσαι μούσκεμα… εμ, πως βγήκες στο κρύο με αυτό το λεπτό ρούχο». Την πλησίασε και σήκωσε την κουβέρτα του Γιάννη, πάνω στους ώμους της, αλλά σταμάτησε απότομα:
«Μα… πως γίνεται αυτό; Εσύ δεν έχεις καθόλου βραχεί… τα ρούχα σου … τα μαλλιά σου είναι στεγνά. Μου είπες ψέματα … δεν ήσουν έξω στη βροχή… έτσι; Θα μου πεις την αλήθεια; Πως βρέθηκες εδώ;»
«Κάπου εδώ μέσα ήμουν… δεν ξέρω… δεν θυμάμαι. Όχι – όχι, όχι, ήμουν σε εκείνο… το κρύο, υγρό υπόγειο και… πέθαινα. Πέθαινα και ήρθε… αυτός. Ήρθε να με σώσει. Μου είπε να τρέξω… να φύγω μακριά κι εγώ έτρεχα, όλο έτρεχα. Τώρα είναι μόνος εκεί έξω. Μόνος και αβοήθητος»
«Ποιος είναι εκεί έξω; Κάποιος που χρειάζεται βοήθεια; Πες μου. μα τι κάνεις; Γιατί πας στο παράθυρο; Φύγε από κει … μην ανοίξεις τις κουρτίνες. Γιατί κοιτάζεις έξω;»
«Οι λάμπες του δρόμου δεν ανάβουν, δεν διακρίνεται ούτε ίχνος από φως εκεί έξω. Το απόλυτο σκοτάδι, το σκοτάδι του Άδη, ζόφος, τρομακτικό. Αυτά τα ξερά κλαδιά, είναι πολύ επικίνδυνα. Χτυπούν με τόση μανία στο τζάμι… λες … λες και θέλουν να εισβάλουν μέσα. Να σε αρπάξουν να σου σφίξουν τον λαιμό…», η φωνή της είχε γίνει αγωνιώδεις και το στήθος της ανεβοκατέβαινε πολύ γρήγορα σε κάθε ανάσα, «… μέχρι να σου κοπεί η ανάσα…»
«Και γιατί μιλάς έτσι; Συνεχώς επαναλαμβάνεις τα δικά μου λόγια ή αν θέλεις τις δικές μου σκέψεις»
«Μα… είναι υπέροχη η θέα απ’ αυτό το παράθυρο. Σαν να βρίσκεσαι μέσα σε ένα σύννεφο. Και… και μπορείς να δεις… τόσο μακριά, μέχρι την άκρη του ορίζοντα»
«Πως το ξέρεις αυτό; Είναι κατασκότεινα εκεί έξω, τίποτα δεν μπορείς να διακρίνεις…»
«Μπορώ να φανταστώ τον ορίζοντα στο βάθος… το μπλε της θάλασσας, να τη λούζει ο ήλιος και να λάμπει σαν καθρέφτης. Μα το μόνο που βλέπω … είναι μια άβυσσος. Μια μαύρη τρύπα… τη περιμένω… καραδοκεί έτοιμη να μας καταπιεί»
«Έλα τώρα… φτάνει, φτάνει αυτά τα ακαταλαβίστικα που λες. Αλλά απομακρύνσου τώρα από το παράθυρο. Φαίνεσαι εξαντλημένη… με κόπο περπατάς. Καλύτερα να ξαπλώσεις εδώ… να εδώ στον καναπέ. Εγώ θα κλείσω ξανά τις κουρτίνες και θα φτιάξω κάτι ζεστό να πιούμε. Ωχ, με συγχωρείς… πως το ξέχασα; Δεν μπορώ να ζεστάνω νερό… δεν έχουμε ηλεκτρισμό. Ίσως ο μεγάλος κεραυνός που έπεσε νωρίτερα να έχει προκαλέσει βλάβη στα καλώδια τροφοδοσίας. Μάλλον έτσι θα έγινε. Είμαι σίγουρη ότι θα τα φτιάξουν γρήγορα.»
«Θα ήταν ωραία να είχαμε φωτιά στο τζάκι. Μπορώ όμως να φανταστώ τις φλόγες… τα αναμμένα κούτσουρα. Μπορώ να νοιώσω την ζεστασιά τους να με τυλίγει…»
«Ναι, ωραία θα ήταν να είχαμε αναμμένο το τζάκι.»
«Όμορφη είναι η φωτογραφία που κρέμεται στον τοίχο. Γελαστά πρόσωπα, ευτυχισμένα. Μπορεί να γραφτεί μια ολόκληρη ιστορία μόνο από μια στιγμούλα, μόνο από ένα κλικ ενός φωτογραφικού φακού. Έχεις προσέξει ότι έχει στραβώσει λίγο η κορνίζα;»
«Δίκιο έχεις. Θα την ισιώσω αμέσως. Έχω αυτό το ελάττωμα ξέρεις. Την ανάγκη να έχουν όλα γύρω μου, συμμετρία και τάξη. Η ακαταστασία με αποσυντονίζει εντελώς»
«Ελαττώματα, ανασφάλειες, φοβίες. Όλα ένας ψυχαναγκασμός είναι. Τα περισσότερα τα δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας»
«Είναι φυσιολογικό πράγμα ο άνθρωπος να έχει κάποιες αδυναμίες. Υπάρχει όμως κάποια εξήγηση και μια αιτία γι αυτά»
«Ναι, πάντα υπάρχει μια αιτία. Γεγονότα και τραύματα ίσως, που έχουν δημιουργηθεί από την παιδική ηλικία. Ή και αργότερα. Από καταστάσεις που ανατρέπουν τις ψυχικές ισορροπίες, συναισθηματικές διαταραχές που αφήνουν κατάλοιπα, δημιουργούν απωθημένα και φοβίες»
«Δεν ξέρω το γιατί, αλλά έχω συνεχώς την αίσθηση πως σε γνωρίζω. Ο τρόπος που μιλάς, αυτά που λες… είναι οι ίδιες οι σκέψεις οι δικές μου. Δεν μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Μου φαίνονται όλα τόσο οικεία σε σένα… και να σου πω και κάτι; Αν και με έκανες να τρομάξω πολύ, τελικά μια συντροφιά, ήταν ότι χρειαζόμουν περισσότερο απόψε. Φοβόμουν να καθόμουν μόνη με τόσο σκοτάδι και τον αέρα να ουρλιάζει έξω. Λοιπόν; Θα μου πεις που πήγαινες; Και πως βρέθηκες στην περιοχή; Εδώ είναι το πιο απομακρυσμένο σημείο της πόλης. Λοιπόν; Πως ήρθες μέχρι εδώ;»
«Δεν ξέρω. Χάθηκα κάπου στον δρόμο. Εσύ; Γιατί ήρθες εδώ στην ερημιά; Τόσο μακριά από τους ανθρώπους … είναι τόσο μοναχικά και απομονωμένα εδώ πέρα…»
«Αχ, η απόσταση, δεν σε απομακρύνει από τους ανθρώπους. όμως διαλέξαμε αυτό το σπίτι πριν από μερικά χρόνια… για την τοποθεσία του και την θέα του όπως είδες. Ή μάλλον… όπως την φαντάστηκες. Το είχαμε όμως για εξοχικό… για όλη την οικογένεια. Μετακομίσαμε όμως με τον άντρα μου, τον Γιάννη, αρκετά χρόνια τώρα, όταν μου έτυχε ένα πρόβλημα υγείας τότε. Αυτό το άπλετο φως… που το περιλούζει όταν ξημερώνει… είναι τόσο καθάριο και διάφανο… και ο καθαρός αέρας με αναζωογονεί. Εξάλλου με είχε κουράσει πολύ η πόλη και η πολυκοσμία της. Δεν μπορούσα να δουλέψω πια. Ήμουν εκπαιδευτικός για κάμποσα χρόνια. Μα για στάσου… τώρα που το λέω… μήπως ήσουν κάποια από τις μαθήτριές μου; Γι αυτό φαίνεσαι τόσο οικεία; Εσύ θα θυμάσαι σίγουρα, οι νέοι θυμούνται καλύτερα από τους μεγάλους. Λοιπόν; Ήσουν στις τάξεις που δίδασκα;»
«Ίσως! Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι. Πως περνάς την ώρα σου; Δεν νοιώθεις μοναξιά; Δεν βαριέσαι καθόλου εδώ;»
«Όχι… καθόλου. Η ησυχία που επικρατεί εδώ, μακριά από τον θόρυβο της πόλης, με βοηθάει. Εδώ μπορώ να συγκεντρωθώ καλύτερα και να ασχοληθώ με…»
«Μη… ξέρω. Με το γράψιμο!»
«Ναι, πως το ξέρεις αυτό;»
«Το ξέρω. Βλέπω τις σελίδες που είναι εκεί ανάκατες…», έδειξε με το δάχτυλο προς το γραφείο, «… πάνω στο τραπέζι, γραφείο να το πω, … δικό σου δεν είναι το χειρόγραφο;»
«Ναι… ναι, το … χειρόγραφο… ναι. Είχα σκοπό να δουλέψω πάνω σε αυτό απόψε αλλά… με τόσο λίγο φως… δεν είναι εύκολο»
«Τι γράφεις;»
«Μυθιστορήματα. Κυρίως αστυνομικές ιστορίες και περιπέτειες τέτοιου είδους»
«Από που παίρνεις ιδέες για να γράφεις αυτές τις ιστορίες;»
«Ε, πάντα θα υπάρχει κάτι που μπορεί να εμπνεύσει ένα συγγραφέα να γράψει ένα έργο. Μπορεί να πάρει ιδέες από κάτι που θ’ ακούσει, από κάποιο γεγονός και γενικά όταν ακούς και παρατηρείς ότι συμβαίνει γύρω σου, μπορείς να χτίσεις και να δημιουργήσεις ένα δικό σου έργο, ένα δικό σου κόσμο. Η πηγή που εμπνέει την φαντασία, είναι η ίδια η ζωή. Και είναι αστείρευτη»
«Θα μου πεις για ποιο λόγο το κάνεις; Γιατί γράφεις;»
«Γιατί γράφω ε; είναι δύσκολο να περιγράψω ακριβώς τον λόγο. Είναι αλήθεια αυτό. Είναι μάλλον μια εσωτερική ανάγκη, να πεις πράγματα… να εκφραστείς, γιατί όσο κι αν είναι μυθοπλασίες αυτά που γράφει κάποιος, βάζει τη δική του σφραγίδα, καταθέτοντας κομμάτια από την δική του ζωή, τις δικές του απόψεις και εμπειρίες. Όπως ένας ζωγράφος, που βάζει την υπογραφή του… κάτω – κάτω σε ένα πίνακα. Είναι σαν να χτίζει ένα οικοδόμημα… τούβλο με τούβλο, με τα δύο του χέρια. Και όταν το κοιτάζει τελειωμένο, τότε τα συναισθήματα είναι απερίγραπτα. Είναι η ικανοποίηση και η χαρά που νοιώθει όταν ολοκληρώσει το έργο του. Γιατί είναι δημιούργημά του. Σαν ένα παιδί δικό του…»
«Ώστε λοιπόν οι ήρωες μιας μυθοπλασίας που γράφεις, είναι σαν παιδιά δικά σου! Έτσι λες πως τους βλέπεις;»
«Ασφαλώς και τους βλέπω σαν παιδιά μου. εγώ τους έχω δημιουργήσει, εγώ τους έδωσα ζωή, εγώ τους καθοδηγώ… μα γιατί κλαις πάλι; Τι σου συμβαίνει κορίτσι μου; Διακρίνω μια απέραντη θλίψη στα μάτια σου. Φαίνεσαι τόσο …»
«Δυστυχισμένη; Αυτό βλέπεις σε μένα; Μια δυστυχισμένη ύπαρξη;»
«Δεν καταλαβαίνω γιατί … γιατί μου θυμώνεις;»
«Τι με ρωτάς; Εσύ τα ξέρεις όλα, με γνωρίζεις πάρα πολύ καλά…»
«Μα πως; Σου έχω πει ότι… δεν νομίζω πως σε ξέρω, παρά μόνο ότι μου φαίνεσαι γνωστή. Ίσως έχουμε συναντηθεί κάπου… δεν θυμάμαι. Λοιπόν, θα μου πεις τουλάχιστον ποιο είναι το όνομά σου;»
«Τι σημασία έχει;»
«Καλά. Ας πούμε ότι είμαι μια … Μαίρη»
«Ναι, γιατί όχι … ας πούμε ότι είσαι μια Μαίρη»
«Γιατί ταράχτηκες; Σου φαίνεται περίεργο που είπα αυτό το όνομα;»
«Περίεργο; Όχι! Αλλά θα ήταν τεράστια σύμπτωση αν δεν το έβλεπες εκεί… να εκεί που το έχω γραμμένο. Πάνω στην πρώτη σελίδα του χειρόγραφου. Και προφανώς το πήρε το μάτι σου ε;»
«Μπορεί να είμαι… νεκρή σύντομα. Μπορεί και όχι! Σε ικετεύω… λύτρωσέ με… δεν το αντέχω άλλο αυτό το μαρτύριο»
«Γιατί μιλάς έτσι; Γιατί μιλάς για θάνατο; Δεν βγάζω κανένα νόημα απ’ όσα λες. Πάψε να περπατάς γύρω – γύρω. Αχ… μου προκαλείς νευρικότητα. Θα μου πεις επιτέλους πως βρέθηκες εδώ;»
«Πάψε πια να κάνεις ερωτήσεις.»
«Είσαι τόσο παράξενο πλάσμα. Έχεις κάτι το απόκοσμο… την μια στιγμή φαίνεσαι τόσο ακίνδυνη, τόσο αθώα, σαν μικρό παιδί… και … και την άλλη στιγμή, όλα αυτά τα ακυρώνεις με το βλέμμα σου. Έχεις κάτι… κάτι απειλητικό, σαν καταιγίδα που απειλεί να ξεσπάσει από λεπτό σε λεπτό»
«Εγώ δεν απειλώ κανένα. Κανέναν… ακούς; Κανένα! Εσύ είσαι αυτή που με βάζεις συνεχώς σε κίνδυνο… δεν το αντέχω πια. Δεν θέλω να πεθάνω… δεν θέλω. Είναι τόσο όμορφα μέσα … δεν θέλω να ξαναφύγω. Όχι… όχι ξανά σε εκείνο το υπόγειο… σε παρακαλώ… μη με ξαναστείλεις εκεί»
«Λοιπόν! Άκουσε με. Σίγουρα κάνεις κάποιο λάθος. Δε ξέρω αν γνωρίζεις ποια είμαι, αλλά αν μιλήσεις καθαρά και μου εξηγήσεις τι σου συμβαίνει, θα κάνω ότι μπορώ να σε βοηθήσω. Πες λοιπόν ποια είσαι… σε παρακαλώ. Και μη μου πεις πάλι πως είσαι κάποια… μια Μαίρη»
«Είμαι… είμαι…. Αχ δεν ξέρω. Ή μάλλον έχω ένα όνομα… όμως τι σημασία έχει στο τέλος δεν μ’ αρέσει. Δεν μου ταιριάζει καθόλου. Θα προτιμούσα ένα όνομα πιο γλυκό, πιο μελωδικό…»
«Μα δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό. Λέγε ότι θες έτσι κι αλλιώς, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Παραιτούμαι!»
«Εύκολα παραιτείσαι, το κάνεις συνεχώς αυτό. Ποιος είναι ο λόγος;»
«Και γιατί πρέπει να απαντήσω σε σένα; Δικαίωμά μου δεν είναι να παραιτούμαι; Μόνο στον εαυτό μου έχω να δώσω λόγο και να πάρω απαντήσεις… σε κανένα άλλο. Ακούς; Και άσε με ήσυχη επιτέλους»
«Δεν δίνεις τις απαντήσεις όμως στον εαυτό σου. Το αποφεύγεις και προσπαθείς να κρυφτείς απ’ αυτόν. Από την αλήθεια, επειδή δεν είναι εύκολο να παραδεχτείς την ήττα σου ; αυτό είναι; Πες μου και εγώ θα καταλάβω… πίστεψέ με…»
«Πως είναι δυνατόν να καταλάβεις εσύ, το λόγο που οι σκέψεις μου είναι τόσο μπερδεμένες; Πως είναι δυνατόν να καταλάβεις γιατί συνεχώς αναβάλλω να πάρω αυτό το χειρόγραφο στα χέρια μου και να τελειώσω μια ιστορία που άφησα στη μέση. Που δεν μπορώ να ολοκληρώσω μια φράση… και δεν μου αρέσει να αφήνω πράγματα στη μέση. Είναι θέμα τάξης, μα δεν μπορώ να το κάνω πια. Βρίσκω συνεχώς προφάσεις και αφορμές να μη το πάρω στα χέρια μου γιατί… γιατί… αναστατώνομαι στη σκέψη ότι δεν θα καταφέρω να του δώσω ένα τέλος. Δεν μπορώ να το κάνω και… κάτι δεν πάει καλά. Δεν υπάρχει συνοχή στην υπόθεση»
«Τελικά ήρθε πολύ βολική αυτή η συσκότιση απόψε. Δεν χρειάστηκε να ψάχνεις για δικαιολογίες και υπεκφυγές»
«Δεν είναι γιατί δεν θέλω, έχω χάσει κάθε ειρμό των σκέψεών μου. Το παίρνω στα χέρια μου και δεν μπορώ να δώσω συνέχεια. Δεν μπορώ ν’ αποφασίσω πως θα προχωρήσω αν… αν θα…»
«Αν θα σκοτώσεις έναν από τους ήρωες σου ας πούμε; Αυτό δεν είναι το δίλημμά σου; Αυτός δεν είναι ο λόγος που όλο το αποφεύγεις;»
«Τι; Πως είναι δυνατόν να το ξέρεις αυτό; Πως ξέρεις γιατί σταμάτησα σε εκείνο το σημείο να γράφω; Πως;»
«Μην αναστατώνεσαι… το ξέρω. Απλά το ξέρω… γιατί είμαι μέσα στο μυαλό σου Μαίρη»
« Πως ξέρεις εσύ πως σκέφτομαι; Μπορείς και διαβάζεις τις σκέψεις μου; Πως είναι δυνατόν;»
«Γιατί να μην μπορώ; Έχουμε τόσα κοινά μεταξύ μας, αφού εσύ κι εγώ … είμαστε ένα. Έτσι δεν είναι;»
«Τι σχέση μπορεί να έχουμε εμείς οι δυο; Όχι… όχι… δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ όλα αυτά. Εσύ μπήκες για να γλιτώσεις από την γιορτή. Είπες ότι κάποιος σε κυνηγούσε… σε πίστεψα, προσπάθησα να σε βοηθήσω…»
«Μη κουράζεσαι, δεν είναι αυτή η βοήθεια που χρειάζομαι από σένα»
«Τι θέλεις πια; Άσε με … με έχεις κουράσει πολύ. Νοιώθω τόσο αδύναμη… δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα. Σταμάτα να μου μιλάς. Έτσι κι αλλιώς δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ αυτά που μου λες»
«Θα καταλάβεις, θα τα μάθεις όλα … όλα στην ώρα τους»
«Το μόνο που έχω καταλάβει είναι, ότι για κάποιο λόγο είσαι θυμωμένη μαζί μου. Γιατί; Τι σου έχω κάνει;»
«Σου ζητώ να με σώσεις, να με λυτρώσεις από το μαρτύριο που με αναγκάζεις να περνώ. Δεν έχεις την παραμικρή ιδέα πόσο με κάνεις και υποφέρω»
«Εγώ; Εγώ; Σε κάνω να υποφέρεις; Μα… τι είναι αυτά που λες; Δεν ξέρω ποια είσαι κοπέλα μου … πως αλλιώς να σου το πω;»
«Γιατί θυμώνεις; Εσύ με έφτιαξες, δικό σου δημιούργημα είμαι. Έπρεπε να το είχες καταλάβει μέχρι τώρα… επειδή εμείς οι δύο μοιάζουμε πολύ»
«Τι είναι αυτά που λες; Ποιά… ποια είσαι; Τώρα… τώρα σε βλέπω πιο καθαρά. Μοιάζεις… μοιάζεις… όχι… είσαι η ίδια …»
«Με ποια; Με την ηρωίδα στην ατέλειωτη ιστορία σου που άρχισες να γράφεις. Ε, ναι λοιπόν, είμαι το δικό σου δημιούργημα. Μοναδικά δικό σου. Εσύ έφτιαξες αυτό που βλέπεις μπροστά σου, εσύ αποφασίζεις για μένα… για όλα…»
«Πως γίνεται αυτό; Δεν αισθάνομαι καλά…», έψαξε την άκρη του καναπέ με σκοπό να καθίσει. Πνιγόταν και ένοιωθε τις φλέβες στο λαιμό της να χτυπούν σε παράξενους ρυθμούς. «Τι μου συμβαίνει…», είπε, «… τι παιγνίδια μου παίζει το μυαλό; Θα τρελαίνομαι … αυτό είναι… δεν υπάρχει άλλη εξήγηση…»
«Ε… πάψε να διερωτάσαι. Την απάντηση την γνωρίζεις … εσύ φταις… εσύ το κάνεις αυτό και σε μένα και στον εαυτό σου»
«Για ποιο πράγμα με κατηγορείς; Και με ποιο δικαίωμα μου μιλάς έτσι; Μπήκες στο σπίτι μου ή στο μυαλό μου … δεν ξέρω, εγώ όμως δεν έχω ιδέα ποια είσαι»
«Μα… σου έχω πει. Με ξέρεις και μάλιστα πολύ καλά. Δεν είμαι εγώ η άλλη Μαίρη; Μια Μαίρη που της φόρτωσες τις δικές σου φοβίες, τις δικές σου αδυναμίες και όλες τις μαύρες σκέψεις που στριφογυρίζουν στο μυαλό σου;»
«Τι θέλεις να πεις;»
«Όσο κι αν προσπάθησες δεν κατάφερες να με κάνεις μια καλύτερη έκδοση του εαυτού σου, γιατί κάποια πράγματα είναι τόσο βαθιά ριζωμένα μέσα σου, που δεν υπάρχει τρόπος ούτε στα τρελά σου όνειρα να τα ξεπεράσει αυτή η Μαίρη που έχεις μπροστά σου»

«Τι πράγματα;»
«Αυτά που νοιώθεις. Αυτά που αισθάνεσαι, τις ανησυχίες, τους φόβους σου… τα μεταφέρεις μέσα από τον χαρακτήρα που μου έδωσες … αλλά … αλλά τελικά τον εαυτό σου είναι που περιγράφεις. Ταυτίζεσαι με τον ήρωα σου κι αυτός ταυτίζεται με σένα. Φοβάσαι, τρέμεις το σκοτάδι σαν μικρό παιδί, έχεις ανασφάλειας και φοβίες που δεν μπορείς να ξεπεράσεις … δεν μπορώ ούτε εγώ, έτσι που μ’ έφτιαξες»
«Δεν ξέρεις τι λες»
«Ξέρω. Όπως ξέρω καλά και γι αυτό που άρχισε να σου συμβαίνει και προσπαθείς συνεχώς να το αγνοήσεις … να το προσπεράσεις… χωρίς επιτυχία όμως. Αυτή τη νέα πραγματικότητα που σε κατατρώει, που την επιβεβαιώνουν συνεχώς οι ανάκατες εικόνες στο μυαλό σου σαν κομμάτια από πάζλ που δεν βρίσκουν την θέση τους, γιατί δεν υπάρχει καμιά συγκεκριμένη εικόνα»
«Μη λες τίποτα … μη. Φτάνει, τελειώσαμε ως εδώ …»
«Γιατί δεν το παραδέχεσαι; Μόνο τον ίδιο τον εαυτό σου ξεγελάς. Αυτό που άρχισε να σου συμβαίνει, πρέπει να το αποδεχτείς και να συμβιβαστείς με την πραγματικότητα»
«Δεν φταίω εγώ γι αυτό. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι με εγκαταλείπει ο εαυτός μου… πως μπορώ να αποδεχτώ κάτι τέτοιο; Επιλέγω να αγνοώ τα μηνύματα και τις ενδείξεις. Μα είναι ολοφάνερο πια, υπάρχουν όμως στιγμές που έστω και μια χαραμάδα μνήμης από παλιά, μου δίνει μια ευφορία, με αναπτερώνει και ελπίζω…»
«Σε τι ελπίζεις; Πως έχει γίνει κάποιο λάθος; Δεν γίνονται θαύματα. Καλά θα κάνεις να το δεχτείς. Δεν μπορείς να το καταπολεμήσεις… δέξου το και μην πας κόντρα»
«Είσαι τρελή; Πάψε… πάψε. Δεν είσαι πραγματική … φύγε … φύγε από το μυαλό μου»
«Μην κλείνεις τα αυτιά σου, δεν θα πάψεις να με ακούς γιατί είμαι μέσα στο μυαλό σου. Ξέρω ότι σε βασανίζει να ξέρεις ότι σε προλαβαίνει ο χρόνος. Έχεις τόσα πράγματα να κάνεις που θέλεις να τα κάνεις… πριν να είναι αργά. Όμως το ξέρεις, το καταλαβαίνεις ότι έχει ξεκινήσει ήδη … η αρχή του τέλους. Και πρέπει να προλάβεις να λυτρωθείς»
«Πώς να λυτρωθώ από κάτι που δεν έχει γιατρειά; Για ασθένεια πρόκειται. Μια ασθένεια που σου τρώει το μυαλό αργά και βασανιστικά. Ξεχνάω πράγματα, πράγματα ουσίας, δημιουργούνται κενά σαν τρύπες σε σφουγγάρι. Δεν ξέρω πώς να τα γεμίσω αυτά τα κενά. Φοβάμαι… δεν το θέλω αυτό. Βοήθησέ με … βοήθησέ με … θέλω να ζήσω… να ζήσω»
Ο χτύπος από το μεγάλο ρολόι πάνω στο τζάκι ακουγόταν δυνατά και ρυθμικός λες και προσπαθούσε με τους χτύπους του να κοιμίσει τους δυο συνομιλητές. Τα δευτερόλεπτα περπατούσαν αδυσώπητα προς το τέλος του χρόνου τους, μα φαινόταν η ταχύτητά τους να έχει ελαττωθεί.
«Ατέλειωτη μοιάζει να είναι αυτή η νύχτα. Οι δείκτες του ρολογιού κινούνται τόσο… μα τόσο αργά. Έχει … απόλυτη ηρεμία εδώ μέσα …κάτω από το απαλό φως των κεριών!»
«Άσε με… σε ικετεύω, μη με κρατάς μετέωρη στο άπειρο … σώσε με…»
«Τίποτα δεν μπορώ να κάνω. Δεν έχω την δύναμη πια. Είναι όλα τόσο μάταια… φύγε επιτέλους… φύγε»
«Δεν γίνεται να φύγω, είμαι η σκέψη σου. Οι δικές σου ανησυχίες που με κρατούν μετέωρη μεταξύ ζωής και θανάτου. Είμαι σαν ένα βαγόνι κάποιου τρένου που ξεκινά για μια διαδρομή χωρίς προορισμό, που τρέχει πάνω στις ράγες και προσπερνά με ταχύτητα τους σταθμούς … δεν κάνει στάση πουθενά. Σαν τα κύματα είμαστε που ταξιδεύουν στην επιφάνεια της θάλασσας σε ένα ταξίδι αιώνιο. Χωρίς σταματημό. Δεν το νοιώθεις κι εσύ αυτό;»
«Όχι… δεν νοιώθω τίποτα …»
«Κοίταξέ με … κοίταξέ με καλά. Πονάω… πονάω παντού»
«Και… το πρόσωπό σου… αλλάζει. Θεέ μου… τα χείλη σου είναι πληγωμένα, ματωμένα. Τα μάτια σου έχουν μαύρους κύκλους γύρω τους. Τα ρούχα σου… είναι κουρελιασμένα τι… τι σου συμβαίνει;»
« Γιατί απορείς; Εσύ δεν αποφάσισες, εσύ δεν με επέλεξες για να περάσω απ’ αυτό το βασανιστήριο; Δες τα χέρια μου. Νιώσε τα, κράτησέ τα … έλα μην τραβιέσαι»
«Τι είναι αυτό; Θεέ μου… τα χέρια σου είναι γεμάτα πληγές. Τι έπαθες; Αυτά είναι σημάδια από σχοινιά»
«Φαίνεται ότι ακόμα δεν έχεις καταλάβει, εσύ είσαι αυτή που με έστειλες στα χέρια τους. Που έβαλες να με απαγάγουν … με πήραν με τη βία. Μου έδεσαν τα μάτια με έσυραν και με έριξαν σε εκείνο το υγρό, βρώμικο και σκοτεινό υπόγειο. Και το φοβάμαι πολύ το σκοτάδι. Το ξέρεις όπως ακριβώς το φοβάσαι κι εσύ. Μου έδεσαν τα χέρια με σχοινιά. Οι καρποί μου ακόμα ματώνουν. Με εγκατέλειψες εκεί, απελπισμένη, μόνη κι αβοήθητη. Με τριγύριζαν τρωκτικά και μια φοβερή μυρωδιά μούχλας που μου έκοβε την ανάσα… μόνο ο θάνατος ερχόταν αργά – αργά και ήταν στιγμές που τον παρακαλούσα να με πάρει, να με απαλλάξει από το μαρτύριό μου. δεν μπορούσα ν’ αναπνεύσω… μου τελείωνε το οξυγόνο. Πέθανα…»
«Φτάνει… φτάνει… δεν πέθανες, είσαι εδώ. Βασανίζεις εμένα»
«Όχι… δεν θυμάσαι καλά, δεν με άφησες να πεθάνω εκεί γιατί ξαφνικά είδα φως … λίγο πολύ λίγο, μα ήταν αρκετό … και αέρας … αέρας … μπορούσα ν’ αναπνεύσω και πάλι… και τότε … τότε τον είδα, ήρθε να με σώσει. Μίλησε, γέλασε, μ’ αγκάλιασε, με βοήθησε να δραπετεύσω και έτρεχα μαζί του, και μετά έτρεχα μόνη ώσπου χάθηκα στο σκοτάδι και τώρα… είμαι εδώ μέσα και περιμένω … τον περιμένω. Άργησε όμως, έχει αργήσει πολύ να φανεί. Θα έπρεπε να ήταν εδώ…», ακούστηκε το σφύριγμα του αέρα που λυσσομανούσε έξω από το παράθυρο, «… ακούς; Αυτός θα είναι. Αυτός είναι…», επανέλαβε με κομμένη ανάσα και δυνατή φωνή, «… ήρθε!»
«Ποιος; Ποιος ήρθε; Α, αυτός που σε κυνηγάει είναι; Απάντησέ μου, για ποιόν μιλάς;»
«Με βρήκε … με βρήκε…»
«Τι έγινε; Τα κεριά έχουν σβήσει … που είσαι; Που είσαι; Μη με αφήνεις μόνη … φοβάμαι, δεν βλέπω τίποτα. Τα σπίρτα… που είναι τα σπίρτα… α, εδώ…», είπε πιάνοντας το κουτί με τα σπίρτα στο χέρι και κουνώντας τα στον αέρα να ακούσει τον γνωστό ήχο που θα μπορούσαν να την ησυχάσουν. « Που είσαι; Που κρύφτηκες;»
«Εδώ είμαι… κι αυτός είναι εδώ. Τον βλέπεις; Δεν μπορεί να μην τον βλέπεις κι εσύ…»
«Αχ… ποιος είναι εκεί; Γιάννη… Γιάννη… ήρθες;», είπε κοιτώντας προς την μεριά της πόρτας μέσα στο μισοσκόταδο. «Εσύ είσαι; Γιατί… γιατί δεν απαντάει; Ποιος είναι εκεί; Παναγία μου … ποιος είσαι; Ποιος είσαι εσύ; Βοήθεια… βοήθεια… όχι… μη με πλησιάζεις … θα σε χτυπήσω»
Ακούστηκε η φωνή της κοπέλας να μιλάει προς εκείνον τον άγνωστο που ξαφνικά είχε κάνει την εμφάνισή του πίσω από την κολώνα κοντά στην πόρτα της κουζίνας.
«Σε περίμενα αγάπη μου. Το ήξερα ότι θα έρθεις πάλι εδώ. Πάλι στο ίδιο σημείο»
«Εδώ είμαστε και πάλι… εδώ που αρχίσανε όλα…», ακούστηκε μια γλυκιά, βελούδινη και μελωδική αντρική φωνή. Ο άντρας που είχε τόσο απρόσμενα παρουσιαστεί έκανε δυο βήματα προς τη μεριά των γυναικών και φάνηκε το πρόσωπό του. Ένα νεανικό, όμορφο πρόσωπο με δυο διαπεραστικά μάτια μαύρα, πιο μαύρα κι από το σκοτάδι γύρω του. «Εδώ που πρέπει να τελειώσουν όλα», συνέχισε.
«Τρελαίνομαι σίγουρα…», είπε η κυρία Μαίρη, «… τι παράνοια είναι αυτή. Τι είσαστε; Τι θέλετε από μένα; Αφήστε με ήσυχη»
Η κοπέλα μίλησε σιγανά, σχεδόν φοβισμένα ή παρακλητικά: «να μπορούσαμε να είμαστε πάντα έτσι. Να δώσει το τέλος… αυτή τη στιγμή. Να την παγώσει»
«Δεν γίνεται αυτό αγάπη μου…», απάντησε εκείνος, «… δεν γίνεται να είναι αυτό το τέλος. Είναι πράγματα που δεν ξέρεις, που δεν έμαθες ποτέ, που πρέπει να ξεκαθαρίσουν. Δεν γίνεται να το τελειώσει έτσι… δεν το καταλαβαίνεις;»
«Δεν θέλω να μάθω τίποτα, δεν θέλω να καταλάβω τίποτα. Ας μείνουμε έτσι για πάντα … υπάρχει τόση ηρεμία εδώ μέσα»
«Τώρα είμαστε εδώ μέσα …», είπε εκείνος, «… γιατί δεν μπορούμε να είμαστε πουθενά αλλού. Μα δεν χωράμε ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους… το ξέρουμε καλά. Όχι έτσι, όχι με αυτή την κατάληξη»
«Γιατί μας κρατάει εδώ; Γιατί;»
«Έχει παγιδευτεί. Έχει παγιδέψει κι εμάς όμως … άσε με να σε κοιτάξω. Έχεις πληγωθεί! Ματώνεις! Πονάς!»
«Ναι… πονάω, πάντα πονάω. Δεν κλείνουν ποτέ οι πληγές μου. κράτησέ με… μη μ’ αφήσεις ξανά, θα χαθώ πάλι… κράτησέ με έστω για λίγο, προτού μας παρασύρουν πάλι και… χωριστούμε ξανά»
Η ηλικιωμένη γυναίκα που τόση ώρα παρακολουθούσε την συνομιλία ή την κατάθεση ψυχής των δυο νέων, ακούστηκε με ανήσυχη φωνή:
«Τι συμβαίνει; Ποιος είναι αυτός; Μίλα μου… πες μου νεαρέ ποιος είσαι; Πως μπήκες στο σπίτι μου…. ήρθες από την κουζίνα και το πάτωμα εκεί έχει γυαλιά, σπασμένα γυαλιά… μα δεν σε άκουσα…. Ποιος είσαι;»
«Δεν μ’ αναγνώρισες ακόμη; Κοίταξέ με καλά. Να… έρχομαι πιο κοντά στο φως των κεριών, ίσως… τώρα ν’ αρχίσεις να καταλαβαίνεις»
«Εσύ;», απάντησε εκείνη αναγνωρίζοντάς τον, «… Θεέ μου… εσύ; Μοιάζεις με… με αυτόν … δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό. Είναι τόση η ομοιότητα … πρέπει να ονειρεύομαι … να ξυπνήσω… πρέπει να ξυπνήσω…», επανέλαβε αναστατωμένη, «… να ξυπνήσω θέλω…»
«Όχι… όχι δεν πρέπει … όχι… μη μας αφήνεις», της απάντησε εκείνη η άλλη Μαίρη
«Γιατί μου το κάνετε αυτό; Φύγετε, εξαφανιστείτε από το μυαλό μου…»
«Συνέχεια φεύγουμε, μα πάντα μένουμε εδώ. Ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, μια στο φως, μια στο σκοτάδι. Πρέπει να μας βοηθήσεις, να μας ελευθερώσεις πια», είπε πλησιάζοντας άλλο ένα βήμα πιο κοντά της ο νεαρός.
«Τι θέλετε πια από μένα; Σταματήστε επιτέλους … μη με τυραννάτε άλλο. Πως εισχωρείτε στο μυαλό μου. Πως βρεθήκατε εδώ;»
Ο νεαρός άντρας χαμογέλασε με ένα αμυδρό χαμόγελο που ίσα – ίσα φάνηκε μέσα στο χαμηλό φως των κεριών. Την κοίταξε κατευθείαν μέσα στα μάτια και φάνηκε μια μικρή κόκκινη φλογίτσα να αντανακλάται στην κόρη των ματιών του.
«Ακόμα δεν μπορείς να καταλάβεις ε; Από τότε ήμασταν εδώ μέσα»
«Από τότε;»
«Ναι… από τότε! Από τότε που αποφάσισες να μας δώσεις ζωή. Εδώ και πολύ καιρό»
«Τι εννοείς; Που ήσασταν δηλαδή;»
«Κάπου ανάμεσα στις ανάκατες, πεταμένες σελίδες, μπερδεμένες λέξεις και φράσεις ασυνάρτητες. Ανάμεσα στις παραγράφους και τα κεφάλαια που αριθμείς. Ναι… εμείς είμαστε. Τα παιδιά σου… τα δικά σου δημιουργήματα»
«Τι σας έχω κάνει και με κυνηγάτε; Μη με βασανίζετε άλλο…»
«Είναι ανώφελο να προσπαθείς να ξεφύγεις. Εσύ μόνη βασανίζεις τον εαυτό σου. Κάνε αυτό που πρέπει  και τότε… θα φύγουμε. Θα φύγουμε για πάντα…»
«Τι να κάνω; Τι θέλετε από μένα; Δεν μπορώ, δεν ξέρω πως πρέπει να το κάνω πια»
«Μην εγκαταλείπεις. Συγκεντρώσου. Πάψε να χρησιμοποιείς  την αδυναμία που σου προέκυψε ως άλλοθι, άδειασε το μυαλό σου από οτιδήποτε άλλο. Θυμήσου πως άρχισες … πρέπει να προλάβεις προτού να είναι αργά»
«Είναι αδύνατον. Είναι ήδη αργά… εξάλλου… τι σημασία έχει πια;»
«Έχει. Έχει, γιατί είναι μια υποχρέωση που ανέλαβες απέναντι στον εαυτό σου. Μια δέσμευση που πήρες όταν άρχισες να γράφεις την ιστορία μας. Το χρωστάς στον εαυτό σου. Σε εμάς. Αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία που έχεις. Πρέπει να ολοκληρώσεις, έχεις ακόμη την δύναμη…». Η φωνή του νεαρού άντρα είχε γίνει τώρα πολύ πιο επιθετική και η στάση του, ενός άντρα που έδειχνε ότι δεν «σήκωνε» αντιρρήσεις.
«Δεν μπορώ… δεν μπορώ να θυμηθώ πως έφτασα ως εδώ. Περίμενα ότι θα κατέληγα να δώσω στην ιστορία ένα τέλος συνταρακτικό, μα δεν θυμάμαι πια τι ήταν αυτό!»
«Μπορείς… βρίσκονται όλα σε κάποιο μέρος του μυαλού σου. Ψάξε να τα βρεις. Πως είναι δυνατόν να ξεχνάς αυτά που έγραψες; Αν ξαναπάς πίσω και το πάρεις αργά – αργά από την αρχή, θα ζωντανέψεις την εικόνα που έφτιαξες στο μυαλό σου. Θα θυμηθείς τι ήθελε να γίνει»
«Προσπάθησα τόσες φορές μα πάντα καταλήγω σε αδιέξοδο»
«Ίσως ακολουθείς λάθος δρόμο. Το σκέφτηκες αυτό; Ίσως κάτι στην όλη υπόθεση να μην ταιριάζει. Ίσως κάπου στην διαδρομή υπάρχει κάποιο λάθος και πρέπει να το διορθώσεις. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που αδυνατείς να δώσεις τέλος στην ιστορία»
«Λάθος; Που έχω κάνει λάθος;»
«Έπαψες κάποια στιγμή στη διαδρομή να ακολουθείς τους κανόνες και χάθηκες. Χρειάζεσαι ένα χέρι, να σου δείξει το δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθήσεις για να φτάσεις στο τέλος»
«Πάντοτε είχα τους δικούς μου κανόνες συγγραφής. Και ήταν πολύ καλά όσα έγραψα. Οι κριτικές ήταν πάντα εξαιρετικές. Κι έχω πετύχει… ναι … έχω πετύχει, γιατί άνθρωποι διάβασαν τα βιβλία μου… ακόμα τα διαβάζουν …»
«Κάποτε ναι. Κάποτε το έκαναν. Κάποτε το έκανες γιατί ήσουν συγκροτημένη … δεν ξεκινούσες να γράψεις μια ιστορία … ένα μυθιστόρημα αν δεν ήξερες από την αρχή πως θα προχωρήσει το θέμα και πως θα ήταν το τέλος»
«Ναι, έτσι είναι, έτσι λειτουργούσα. Είχα από την αρχή έτοιμη την εικόνα. Συναρμολογημένη. Μπορούσα να κυλίσω μέσα στην ιστορία και να ενώνω τα κομμάτια. Και έπαιρνα τόση ικανοποίηση κάνοντάς στο…!»
«Σ’ αυτό όμως εδώ … να… δεν υπάρχει καμιά δομή… και έχεις ξεφύγει τελείως από τους κανόνες»
«Δεν ξέρεις τι λες. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μου μιλάς έτσι. Με ποιο δικαίωμα έρχεσαι εσύ να με κρίνεις και να λες ότι δήθεν … δήθεν … δεν ακολουθώ τους κανόνες …»
«Κι όμως… το έχω. Μου το έδωσες εσύ η ίδια. Και εσύ δεν έχεις δικαίωμα να το αφήνεις στη μέση. Μπήκες στις ζωές μας χωρίς να μας ρωτήσεις και… τώρα μας έχεις ανάγκη. Όπως σ’ έχουμε κι εμείς. Απελευθέρωσέ μας. Έχεις τη δύναμη και τη γνώση, δώσε μας το τέλος, λύτρωσέ μας»
Η κοπέλα μπήκε στη μέση ακουμπώντας πάνω στο μπράτσο του νεαρού
«Σε ικετεύω… κάνε κάτι. Δεν αντέχω άλλο αυτό το μαρτύριο…»
«Πάψτε. Πάψτε πια … δεν υπάρχετε, δεν είστε πραγματικοί παρά μόνο πλάσματα της φαντασίας μου. εγώ σας έδωσα ζωή κι αν θελήσω… μπορώ να σας διαγράψω με μια μονοκονδυλιά…»
Ο νεαρός αντέδρασε αμέσως σαν κάποιος που άκουγε πράγμα ανυπόστατα και λάθος.
«Ναι… και βέβαια μπορείς. Έχεις τόση εξουσία. Μπορείς ν’ αρπάζεις τις σελίδες και να τις κάνεις χίλια κομμάτια. Μπορείς να σβήνεις και να ξαναγράφεις όσες φορές θέλεις και εμείς να μένουμε αιώνια φυλακισμένοι μέσα στην χαλασμένη εικόνα που έχεις στο μυαλό σου. Αυτήν που έφτιαξες ενώ κάθεσαι ασφαλής, στην άνεση του γραφείου σου, ενώ κρύβεσαι πίσω από το μελάνι της πένας σου και κινείς τα νήματα της ζωής μας. Μας κρατάς παγιδευμένους σε ένα ανεμοστρόβιλο που μας τυλίγει και μας στροβιλίζει σε μια επ’ αόριστον τιμωρία»
Η νεαρή κοπέλα πήρε μέρος ξανά στην κουβέντα υποστηρίζοντας τα λόγια του «φίλου» της: «Στήνεις γύρω μας ένα ιστό και μας παίρνεις σταγόνα – σταγόνα την ζωή που μας έδωσες. Μας κρατάς παγιδευμένους ανάμεσα στις φράσεις που αφήνεις ατέλειωτες σε κεφάλαια και παραγράφους χωρίς νόημα»
«Λέτε ότι θέλετε. Δεν είσαστε σε θέση εσείς να μου υποδείξετε οτιδήποτε. Δεν έχω να δώσω λόγο σε κανένα. Έχω την δύναμη και μπορώ και… θα το κάνω. Θα σας διαγράψω, θα σας σβήσω κι από το χαρτί και από το μυαλό μου. Και θα είναι… σαν να μην υπήρξατε ποτέ. Ποτέ μα ποτέ. Ακούτε;»
«Κάντο…», είπε ο νεαρός, «… καλύτερα θα είναι από το ατελείωτο πήγαινε – έλα. Μια στην αρχή, στο τέλος, στη μέση και πάλι από την αρχή. Καλύτερα από το να μας παίζεις στα χέρια σαν μαριονέτες στο σκοινί. Έτσι θα σταματήσουμε να πονάμε κάθε φορά που η σφαίρα θα διαπερνά τα κορμιά μας και θα αναβλύζει το αίμα από τα σωθικά μας. Έτσι δεν περιέγραψες εκείνη τη μοιραία στιγμή; Τη στιγμή που σκοτώνεις τον ένα από τους δυό μας. Μα δεν μας δίνεις χαριστική βολή, δεν ξέρουμε ποιος τελικά πεθαίνει και μένουμε μετέωροι… στο κενό. Μεταξύ ζωής και θανάτου. Πως σου φαίνεται λοιπόν που έρχεσαι κι εσύ αντίκρυ; Φάτσα – φάτσα με τον εκτελεστή σου;»
«Για ποιόν εκτελεστή μιλάς; Εγώ δεν …»
«Την ασθένεια σου Μαίρη. Αυτήν που σου σκοτώνει το μυαλό. Δεν είναι κι αυτή ένα εκτελεστικό όργανο της πραγματικότητάς σου; Δεν είναι αυτή η γυμνή σου αλήθεια; Αυτήν που δεν θέλεις να παραδεχτείς;»
«Ήρθε τόσο αναπάντεχα! Δεν μου δίνει χρόνο … δεν προλαβαίνω. Δεν υπάρχει τρόπος να το πολεμήσω … δεν φταίω που δεν μπορώ να το κάνω πια. Με προδίδει συνεχώς η μνήμη μου, έχω χάσει κάθε ειρμό στις σκέψεις μου και όλα είναι σαν ένα μπλεγμένο κουβάρι στο μυαλό μου… στο κεφάλι μου! Πως γίνεται να μην μπορώ να σκέφτομαι, πως γίνεται να μη μπορώ να θυμάμαι. Πως θα το εμποδίσω αυτό που μου συμβαίνει; Δεν θα συνέλθω ποτέ…»
«Το παράθυρο με τη θέα είναι εκεί. Σε περιμένει…», ακούστηκε η κοπέλα. «Σε περιμένει… περιμένει να σε βοηθήσει να βρεις την ηρεμία, τον ειρμό που χρειάζεσαι για να κάνεις αυτό που έκανες πάντα, με τόση αφοσίωση, με τόσο πάθος. Να γράφεις να εκστασιάζεσαι… να δημιουργείς… ναι…»
«Είναι υπέροχη η θέα από δω. Μπορώ ν’ αγναντεύω την θάλασσα στο βάθος του ορίζοντα … είναι η πηγή της έμπνευσής μου. Αυτό χρειάζομαι… ναι … αυτό είναι. Είναι τόσο σκοτεινά όμως εκεί έξω τώρα… δεν μπορώ να δω τίποτα»
«Μπορείς να την φανταστείς όμως…», επέμεινε η κοπέλα. «Μπορείς να την φανταστείς»
«Ναι, μπορώ να την φανταστώ την θέα από το παράθυρο. Είναι τόσο… φωτεινό το τοπίο! Δεν το μπορώ το σκοτάδι … το φοβάμαι. Βοήθησέ με , δεν μπορώ να θυμηθώ … είναι όλα μπερδεμένα στο μυαλό μου. Πως άρχισε; Πως; Πρέπει να ξεκινήσω από την αρχή… πρέπει…»
«Μην κάνεις τον κόπο…», είπε ο νεαρός, «… αν καταφέρεις να φτάσεις μέχρι και τη μέση θα ξεχάσεις και πάλι την αρχή. Πρέπει να βιαστείς προτού είναι και πάλι αργά. Ο χρόνος περνά … δεν τον ακούς;»
«Θυμήσου πως ήμασταν όταν άρχισε αυτό … είμαστε στο ίδιο σημείο. Θυμήσου… μας έδωσες ομορφιά και νιάτα … μια υπέροχη ζωή μέσα στην αγάπη. Μου άρεσε μα ήτα μόνο για λίγο δεν μπορούμε να χαρούμε την ευτυχία μας να την νοιώσουμε, να την απολαύσουμε… μας την άρπαξε…»
«Μας την άρπαξε ένας ανεμοστρόβιλος από ανθρώπους που εμφανίστηκαν με ύπουλες διαθέσεις. Μυστήριους και ύποπτους … κρυμμένους πίσω από Σαρδόνια χαμόγελα σατανικά βλέμματα, προκάλεσαν συγκρούσεις, έσπειραν αμφιβολίες και διχόνοια. Ανθρωπόμορφα τέρατα που διατάραξαν την γαλήνη της ζωής που έφτιαξες για μας…», είπε ο νεαρός για να συμπληρώσει η κοπέλα:
«Με απήγαγαν, με πήραν με τη βία και με ρίξαν σε εκείνο το σκοτεινό και βρωμερό υπόγειο. Είχα τα μάτια ανοικτά, διάπλατα με την ελπίδα να δω έστω κι ένα ίχνος από φως. Μα… τίποτα, μόνο το πυκνό σκοτάδι με κοίταζε σιωπηλό, απειλητικό, με τύλιγε, με έπνιγε η μαυρίλα του χωρίς να υπάρχει η απειροελάχιστη σπίθα από κάτι φωτεινό. Εκεί έκλεισες το κεφάλαιο για πολύ καιρό, με εγκατέλειψες μόνη, απελπισμένη κι αβοήθητη στο κρύο και υγρό πάτωμα. Σε φώναζα, σε παρακαλούσα να με σώσεις … δεν με άκουγες … κανείς δεν με άκουγε»
«Απειλούσαν να σου πάρουν την ζωή. Ζήτησαν λύτρα για να σε αφήσουν…», είπε ο νεαρός, «… τα πήραν και μετά χάθηκαν. Δεν … δεν είπαν που βρισκόσουν. Δεν ομολόγησαν ποτέ και σε κανένα για το που βρισκόσουν. Που σε κρατούσαν… δεν ήξερα που να σε βρω. Έψαχνα παντού»
«Πέθαινα μέρα νύχτα, θαμμένη σ’ εκείνο το υπόγειο … ώσπου φάνηκε μια χαραμάδα φως. Πολύ λίγο… μα ήταν αρκετό. Και πρόλαβες αγάπη μου… με βρήκες… με έσωσες… πως; Πως ήξερες…»
«Εσύ με κάλεσες. Εσύ και η αγάπη μας μου έδειξε το δρόμο να έρθω κοντά σου»
«Ναι, ήρθες, με σήκωσες στην αγκαλιά σου και φύγαμε μαζί. Τρέχαμε, μας έπαιρνε ο άνεμος όπως φυσούσε και μας έσπρωχνε μακριά … και μετά … μετά έτρεχα μόνη και… χάθηκα στο σκοτάδι»
«Σου κρατούσα το χέρι και ξαφνικά… σε έχασα. Δεν ήσουν δίπλα μου. Σ’ αναζητούσα, σε έψαχνα παντού σε φώναζα… μα ο άνεμος πήρε τη φωνή μου… δεν έφτανε σε σένα»
«Σε έψαχνα μέσα στο σκοτάδι. Δεν σε έβλεπα πουθενά… μόνο… μόνο αυτός ήταν εκεί… ξοπίσω μου… γύρω μου… μπροστά μου, με κυνηγούσε κι εγώ έτρεχα να φύγω μακριά. Αυτός ούρλιαζε σαν δαιμονισμένος άνεμος που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του…»
«Πως ήταν; Τον είδες; Τον αναγνώρισες;»
«Μια μαύρη φιγούρα … μαύρη όπως ο θάνατος. Δεν ξέρω … νομίζω πως … όχι… όχι, δεν πρέπει… κάποιο λάθος θα έγινε. Δεν έβλεπα καθαρά … ήτανε σκοτάδι, όμως αυτό… το… το είδα … το κρατούσε στην παλάμη του»
«Τι είδες;»
«Κάτι που έλαμπε. Μια φωτιά … μια φωτιά ήταν στο χέρι του ή μήπως … ήταν στο δικό μου χέρι. Δεν ξέρω … δεν θυμάμαι… κι άξαφνα … όχι… όχι…»
Κάποιος δυνατός θόρυβος ακούστηκε ξαφνικά διακόπτοντας τα λόγια της κοπέλας. Κάποιος δυνατός θόρυβος ή μάλλον κρότος που έμοιαζε με πυροβολισμό.
«Το ακούσατε… το ακούσατε αυτό;», ρώτησε η Μαίρη. «Πες τε μου, το ακούσατε κι εσείς; Ένας κρότος από όπλο… ένας πυροβολισμός»
«Ναι…», είπε η κοπέλα, «… ναι … το ακούσαμε για πολλοστή φορά. Μας είναι γνώριμος ο ήχος, τον έχουμε συνηθίσει πια. Κάποιος πεθαίνει, δεν ξέρουμε ποιος. Και κάθε φορά κάνω την ευχή να μην είναι αυτός… όχι αυτός… δεν θέλω να τον χάσω…»
Η Μαίρη έδειξε έντρομη με το χέρι την κοπέλα μπροστά της.
«Το… το πουκάμισό σου … τι είναι αυτός ο λεκές που απλώνεται στο στήθος σου… ματώνεις;»
«Αχ… πονάω … πονάω. Με χτύπησε … καίει…»
«Έχεις … έχεις πληγωθεί κι εσύ; Είσαι γεμάτη αίματα, πως γίνεται αυτό;»
« Τι μας έκανες; Μας σκότωσες πάλι… σε μισώ… σε μισώ … είσαι μια δολοφόνος»
«Μα πως γίνεται να το ζω αυτό; Δεν είναι αληθινό. Γιατί ταράζομαι όμως; Α… δεν είμαι καθόλου καλά. Ένας εφιάλτης είναι και θα ξυπνήσω… θα ξυπνήσω …»
«Όχι… μη. Μη μας αφήσεις εδώ, μη μας εγκαταλείπεις, βοήθησέ μας, κάνε κάτι …»
«Ποιόν σκοτώνεις κάθε φορά…», είπε ο νεαρός. «Ποιανού παίρνεις τη ζωή, ποιος προσπαθεί απεγνωσμένα να πάρει ανάσα, ποιανού σβήνει η ζωή μέσα από τα μάτια; Πες μας λοιπόν! Για ποιόν ήταν η σφαίρα; Ποιος πεθαίνει;»
«Σκέψου…», ακούστηκε η φωνή της κοπέλας σχεδόν σαν να παρακαλούσε. «Σκέψου κι αποφάσισε … κοίταξέ μας. Πονάμε … δεν το καταλαβαίνεις; Δεν το νοιώθεις; Γιατί είσαι τόσο σκληρή … γιατί;»
«Τι νομίζετε δηλαδή; Ότι εγώ δεν αισθάνομαι τον πόνο; Αυτή τη σφαίρα την νοιώθω κι εγώ να με διαπερνά. Αυτή την τελευταία ανάσα την νοιώθω κι εγώ να φεύγει από το στήθος μου, γιατί έτσι πρέπει, γιατί κάθε ιστορία γράφεται με το αίμα και την ψυχή του συγγραφέα που την καταθέτει χωρίς όρους και περιορισμούς. Είναι μια αδιάκοπη δοκιμασία, υποφέρει, ματώνει εξαντλείται ψυχικά και σωματικά. Ταυτίζεται με τους ήρωες του, ζωντανεύει τους χαρακτήρες που χτίζει για να μπορεί να ζήσει και να νοιώσει το δράμα τους, για να μπορεί να παίζει όλους τους ρόλους μαζί και τον καθένα ξεχωριστά. Ξεγυμνώνει τον εαυτό του, είναι συνεχώς εκτεθειμένος και μέσα σε όλο αυτό είναι και η ανυπόφορη μοναξιά που νοιώθει»
«Μοναξιά; Γιατί μοναξιά…», είπε ο νέος, «… έχεις τόσους ήρωες γύρω σου να σε συντροφεύουν»
«Δύσκολα καταλαβαίνει κάποιος την μοναξιά που νοιώθει ο συγγραφέας. Τους ζει σ’ ένα κόσμο, μια πραγματικότητα που φτιάχνει ο ίδιος και ταυτίζεται μ’ αυτήν σαν να είναι η δική του ζωή»
«Τι γίνεται μετά; Όταν πια το περιτυλίξεις με ένα ανάγλυφο και ελκυστικό εξώφυλλο, τότε απλά γέρνει πίσω και το απολαμβάνει;»
«Όταν είναι έτοιμος το δίνει στον αναγνώστη και εύχεται. Εύχεται να εκτιμήσει κάποιος τον κόπο του. αυτή είναι η ανταμοιβή. Δεν αρκούν μόνο τα θετικά σχόλια και οι έπαινοι και οι καλές κριτικές. Θέλει και την κατανόηση»
«Μέσα του πια αισθάνεται την πλήρη ικανοποίηση, ε;»
«Δεν έχεις ιδέα τι γίνεται μέσα του. Δεν έχεις ιδέα για τα συναισθήματα που τον συνθλίβουν. Μια απέραντη εξάντληση…», είπε η Μαίρη, προφανώς νοιώθοντας πιο άνετα, αισθανόμενη ότι είχε περάσει στα δικά της χωράφια, «… ένα τεράστιο κενό. Γιατί αυτή η διαδικασία του απορροφά την ψυχή και το πνεύμα. Τον εξοντώνει, μα συνάμα και μια ανακούφιση και απέραντη ευγνωμοσύνη και χαρά μαζί. Δεν είμαι σίγουρη ποιο απ’ όλα αυτά είναι πιο δυνατό. Τέλος πάντων …»
«Τέλος πάντων; Όχι, ακόμη δε έχει φτάσει το τέλος των πάντων. Έχεις να ολοκληρώσεις μια ιστορία που άρχισες, που σε περιμένει να της δώσεις ένα τέλος. Είναι μια αποστολή και πρέπει να την φέρεις εις πέρας … δεν μπορείς να μας αφήσεις εδώ. Αλλιώς…»
«Αλλιώς τι; Δεν μπορείς να μ’ απειλείς. Άκουσέ με καλά, δεν μπορώ να το φέρω εις πέρας. Δεν έχει καμιά σημασία πια. Ποιος θα νοιαστεί αν θα έχω τελειώσει ή όχι;»
Η κοπέλα πετάχτηκε σαν ελατήριο μόλις άκουσε αυτά τα τελευταία λόγια: «Μην το κάνεις αυτό … όχι…. Θα τελειώσει… είναι το τελευταίο που θα κάνεις. Έχεις σπαταλήσει ψυχή και πνεύμα, μην τα αφήσεις να πάνε χαμένα. Δώσε την γαλήνη στην ανταριασμένη ψυχή μας. Μόνο έτσι θα ηρεμίσει και η δική σου ψυχή»
«Είμαστε…», διέκοψε ο άντρας, «… η τελευταία σου επιλογή. Κάντο τώρα που είμαστε εδώ. Δεν θα σου δοθεί άλλη ευκαιρία και θα σε βαραίνουν τύψεις»
«Τύψεις; Τύψεις; Για ποιόν; Χα χα χα, για σας; Εσείς δεν υπάρχετε, δεν υπήρξατε ποτέ… σε λίγο δεν θα θυμάμαι ούτε το όνομά μου. Σε λίγο δεν θα έχω κανένα συναίσθημα, πόσο μάλλον να νοιώθω τύψεις. Ο ίδιος μου ο εαυτός με εγκαταλείπει και δεν νοιώθω τύψεις»
«Εμείς είμαστε εδώ να σου δώσουμε χέρι βοήθειας να δώσουμε δηλαδή μαζί μια κατάληξη. Να διορθώσουμε ένα λάθος»
«Τι λάθος μπορεί να έχω κάνει; Και με ποιόν τρόπο μπορώ να το διορθώσω;»
«Θυμήσου τα γεγονότα. Θυμήσου πως έφτασα εγώ σε εκείνο το υπόγειο, γιατί της άφησα το χέρι και μετά χάθηκε στο σκοτάδι»
«Γιατί της άφησες το χέρι;»
«Σκέψου. Πως έφτασα εκεί; Εκεί που την βρήκα… πως την ακολούθησα μέχρι εδώ;»
«Α, ξέρεις, το γνωρίζεις το τέλος!»
«Ναι, ξέρω. Αν όμως δεν το αποφασίσεις εσύ, αν δεν το πεις με τα δικά σου λόγια, αν δεν το γράψεις στο χαρτί, τίποτα δεν θα ισχύει… και θα μείνουν όλα μετέωρα πάλι»
«Τι θέλεις να πεις …», ρώτησε η κοπέλα τον νεαρό. «Ξέρεις το τέλος; Γιατί; Γιατί με κρατούσες στην άγνοια; Γιατί;»
«Θα πρέπει να σου το πει εκείνη… η ίδια. Εκείνη είναι η συγγραφέας. Και μόνο όταν θυμηθεί θα το κάνει. Πρέπει να βάλει την σφραγίδα της…»
«Ναι…», απάντησε η Μαίρη. «Ναι, θυμάμαι τώρα. Η σφαίρα ήταν μόνο μία … μόνο μία και ένας ήταν ο πυροβολισμός. Ποιος πυροβόλησε; Ποιος;»
«Ποιος κρατάει το όπλο;» ρώτησε το κορίτσι μπροστά της. «Ποιος; Ποιόν πυροβολεί;»
«Ε, λοιπόν, εσύ κρατάς το όπλο…. Εσύ τον πυροβολείς»
«Όχι… όχι… αυτό. Μα γιατί; Γιατί; Τι φταίει; Με έσωσε… δεν γίνεται να τον σκοτώσω. Εγώ… εγώ τον αγαπάω… τον αγαπάω»
«Με σκοτώνεις γιατί φταίω εγώ. Φταίω για όλα όσα πέρασες. Εγώ έβαλα να σε απαγάγουν. Εγώ πήρα τα λύτρα. Έτσι δεν είναι Μαίρη; Αυτό δεν ζητούν οι αναγνώστες σου; Ένα αναπάντεχο τέλος … χα χα χα … ορίστε»
«Τα κατάφερες! Συγχαρητήρια και πάλι στη συγγραφέα!»
«Ξέρεις ότι στη στιγμή και πολύ εύκολα μπορώ α σε κάνω να σωπάσεις»
«Και γιατί δεν το κάνεις; Θα είναι μια λύτρωση για όλους. Κάντο! Σκίσε το χειρόγραφο, διάλυσε το σελίδα τη σελίδα. Τα σπίρτα είναι εκεί, άναψέ τα βάλε φωτιά και κάψε το, εκεί… στο σβησμένο τζάκι μέχρι να γίνει αποκαΐδια όπως οι ζωές που μας έφτιαξες…»
«Σταμάτα επιτέλους. Μη γίνεσαι τόσο ιταμός… τόσο προκλητικός. Έχεις τελειώσει πια… έχεις πεθάνει … δεν υπάρχεις … δεν υπάρχετε», σταμάτησε εκνευρισμένη και ένας βήχας έσκισε τα στήθη της. Ένας δυνατός και επίμονος βήχας που την έκανε να δακρύσει και να θέλει να πιαστεί από το τραπέζι μη και πέσει κάτω.
Η φωνή που ακούστηκε ήταν γνώριμη και γεμάτη αγωνία από την μεριά της πόρτας:
«Μαίρη… Μαίρη… ωχ Θεέ μου… είσαι καλά; Ευτυχώς που πρόλαβα…», την ρώταγε ο Γιάννης. Δεν τον είχε ακούσει που μπήκε.
«Τι… τι έγινε;», ρώτησε εκείνη.
«Σ σ σ σ σ… ησύχασε καλή μου, ησύχασε»
Τον αγκάλιασε από τον λαιμό
«Γιάννη… βοήθησέ με … τι έγινε;»
«Τίποτα … τίποτα», της απάντησε ανάμεσα από τους λυγμούς της και τον βήχα της. «Τίποτα… τίποτα δεν έγινε Μαίρη… είναι όλα εντάξει. Έλα… είμαι εδώ τώρα, μη φοβάσαι τίποτα … μην ανησυχείς για τίποτα έλα να πιείς λίγο νερό. Πρόσεχε μόνο τα γυαλιά στο πάτωμα της κουζίνας. Έτσι μπράβο…» της έβαλε νερό από την βρύση και την κάθισε στην καρέκλα στη κουζίνα.
«Τι έγινε Γιάννη; Που πήγαν; Ε; που πήγαν;»
«Που πήγαν … ποιοι κορίτσι μου; για ποιους μιλάς Μαίρη;»
«Η κοπέλα… και ο … άλλος»
«Έλα αγάπη μου… ηρέμισε … κοίτα αγάπη μου δεν είναι κανείς εδώ, κάποιο όνειρο θα είδες»
«Και το χειρόγραφο … το έκαψε…»
«Το έκαψε; Ποιος το έκαψε;»
«Ναι… το έκαψε…»
«Μα αυτό άρπαξε φωτιά μόνο του Μαίρη μου. φαίνεται πως είχε λιώσει το κερί και το φιτίλι που είχε μείνει απλά, ακόμα αναμμένο και έκαιγε θα κύλισε πάνω στα χαρτιά που ήταν δίπλα και κάηκαν. Λίγο έλειψε, απ’ ότι βλέπω, να πέσουν πάνω στο χαλί και να αρπάξουν φωτιά κι αυτό και όλα εδώ μέσα. Ευτυχώς… ευτυχώς που ήρθα έγκαιρα. Α, βλέπεις! Και το ρεύμα… να, επανήλθε το ρεύμα!»
«Φως! Επιτέλους … φως! Κάνει κρύο … κράτα με, αγκάλιασε με σε παρακαλώ»
«Έλα παιδί μου, έλα να σε ζεστάνω…», της είπε και την αγκάλιασε γερά από τους ώμους. «Έλα …θα ανάψω και το τζάκι εκεί με μια μεγάλη φωτιά και σε λίγο όλα… θα δεις… όλα θα πάνε μια χαρά. Είσαι εντάξει;»
«Χάθηκαν … χάθηκαν μα όλα Γιάννη μου… χάθηκαν.»
«Για το χειρόγραφο σου στεναχωριέσαι;»
«Χάθηκαν … έγιναν στάχτη… τα αποκαΐδια πετάνε ακόμα στην ατμόσφαιρα σαν χαμένες ψυχές που φεύγουν … που αιωρούνται και ψάχνουν να βρουν τον δρόμο τους. Στάχτη και αποκαΐδια έγιναν …»
«Πράγματι… πράγματι δε έμεινε τίποτα, όπως το λες, έγιναν όλα στάχτη. Όμως κορίτσι μου, μην ανησυχείς … κάτι θα κάνουμε και θα το σώσουμε»
«Δεν το βλέπεις. Έχουν καεί σχεδόν όλες οι σελίδες»
«Θα το διορθώσουμε … μη φοβάσαι… θα το διορθώσουμε Μαίρη μου… θα το σώσουμε»
«Όχι… όχι, καλύτερα έτσι, έχω απαλλαγεί απ’ αυτό , απ’ αυτούς… μια για πάντα. Θα … θα το διορθώσουμε είπες; Μα πως;»
«Μείνε ήσυχη σου λέω. Τα περνούσα κατά καιρούς στον υπολογιστή… είναι όλα εκεί. Όταν θελήσεις να ασχοληθείς να μου το πεις και θα στα τυπώσω. Βλέπεις; Τίποτα δεν χάθηκε»
«Δεν έχει σημασία πια. Όλα έχουν τελειώσει»
«Όχι… τώρα γιατί το λες αυτό; Αγάπη μου τίποτα δεν έχει τελειώσει. Έχεις πολλά να δώσεις ακόμα. Μαίρη μην τα παρατάς … θα σε βοηθήσω εγώ. Θα τα καταφέρεις… θα το δεις»
«Με συγκινείς … είσαι τόσο καλός. Όμως τι νόημα έχει πια; Τίποτα δεν θα μείνει. Η ζωή μας τελειώνει σε μια στιγμή και τα βήματά μας θα χαθούν όπως χάνονται οι πατημασιές που αφήνουμε περπατώντας στην άμμο. Τις μαζεύει το κύμα, τις παίρνει μαζί του και τις «πνίγει» στο βυθό. Τίποτα δεν μαρτυράει την ύπαρξή μας»
Ο άντρας της έπιασε να γελάει με γάργαρο και αθώο γέλιο. Ένα δυνατό γέλιο που της έδινε κουράγιο και δύναμη.
«Αχ… το λατρεύω αυτό μυαλό. Είσαι από μόνη σου ένα ποίημα Μαίρη. Δεν μπορώ να σε φτάσω. Όμως εδώ δεν συμφωνώ μαζί σου. Όλοι αφήνουμε κάτι πίσω μας, μικρό ή μεγάλο, δεν έχει σημασία, έτσι δεν είναι; Φτάνει που δημιουργούμε … φτάνει που αφήνουμε κάπου τη σφραγίδα μας για να μας θυμούνται πότε – πότε»
«Τι σημασία έχει αν θα μας θυμούνται ή όχι; Μήπως θα είμαστε κάπου εδώ τριγύρω για να το επιβεβαιώνουμε;»
«Χμ… δεν το ξέρουμε αυτό. Αλλά αν όμως τα πράγματα είναι έτσι… ε, τότε θα φροντίσουμε αυτό που θα αφήσουμε πίσω μας, να έχει κάτι να διδάξει»
Η Μαίρη ξέσπασε σε λυγμούς στην αγκαλιά του. Τώρα ακουγόταν μόνο το μονότονο τικ – τακ του ρολογιού και ο αέρας που εξακολουθούσε τον θρήνο του έξω από το παράθυρο.