Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΥΡΤΑΡΙ
Βαμμένες στο κίτρινο της λήθης
οι σελίδες
από τα γράμματα αγάπης
Κιτρινισμένες κι οι αγάπες
απ’ τον άνυδρο, αδυσώπητο καιρό

Σκέβρωσαν
σάπια τα συρτάρια
που φυλάν τα περασμένα,
τις ορέξεις που φυλάν τις παλιές
τις ονειροπολήσεις τις ατέλειωτες,
τις λύπες, τις χαρές
που φαντάζουνε σημερινές

Θέλεις να δεις!
Μα, το συρτάρι, τρίζει το ξύλο του
Προσπάθεια ν’ ανοίξεις το χάος

Αντίσταση…
Προσπαθεί λες,
σε λήθη να κρατήσει
τους χαμένους θησαυρούς
Προσπάθεια να ξύσεις τις πληγές.
Αντίσταση…
Όσο παλιώνει
τόσο πιότερο σ’ αντιστέκει
Το ξύλο;

Τόσο πιότερο σε πολεμά
Το ξύλο;
Μα θέλεις να διαβάσεις!
Σ’ έχει πιάσει η όρεξη απ’ το σβέρκο
Θέλεις να λυπηθείς…
να δεις ποιοι προδώσαν…
ποιοι χαράξαν τη καρδιά…
Αντίσταση
Η σκουριά,
το χνάρι της λησμονιάς,
ο σύμμαχος του ξύλου
δεν σ’ αφήνουν ν’ ανοίξεις στην ομίχλη…
Αγκομαχάς…
Φωνάζεις…
Η επιθυμία, (εκδικήτρα της ζωής)
πιο μεγάλη
πλανεύτρα τρελή
Επιμένεις…
Αντίσταση…
Επιμένεις…
Το μπρούτζινο χερούλι, τρίζει τη φωνή του
σαν να βρίζει και συνάμα να παρακαλεί
Πεισματωμένο το συρτάρι
ανελέητα κρατεί
Τ’ ακροδάχτυλα ασπρίζουν
την προσπάθεια προδίδουν
το γινάτι
Οι γαλάζιες κορδέλες πρήζονται
ο πόνος καίει 
τ’ ανυπόμονο το χέρι.
Το συρτάρι
σφήνωσε το κίτρινο
στων σπλάχνων του τη σκοτεινιά
Κέρβερος, της περασμένης νιότης λες.
Προσπαθεί κι αυτό
με την ανίκητη δύναμή του
το δάχτυλο να σου πονέσει
κι όχι τη χαραγμένη σου καρδιά


Κατάλαβε επιτέλους
ανόητος ο ονειροπόλος
τις χίμαιρες  δεν κυνηγά
τώρα που πόνεσε το χέρι 
κι όχι το μυαλό

αυτή είναι του ξύλου η αλήθεια
η ξύλινη φωνή
Το νόημα της σκουριάς…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου