Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

ΕΝΑΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΥΔΙΑ
Δυό κουπιά καρφωμένα
στην άμμο…
δυό κονσερβοκούτια
σκουριασμένα απ’ τον καιρό…
αγνώριστοι της αμμουδιάς
οι βρεγμένοι λόφοι,
αγνώριστοι τώρα
του καλοκαιριού οι καημοί.
Τραβάς το μάτι
στης θάλασσας την άκρη
εκεί που το κύμα
αγριεύει τη φωνή του…
εκεί που οι βράχοι
ανήμποροι γέροι,
σακάτηδες, στέκουν
στης θάλασσας το μίσος μπρός…
Στη βρεγμένη, σέρνεις το μάτι, παραλία
τους πύργους να ‘βρεις των παιδιών
τον ήλιο που τους έψηνε ν’ ονειρευτείς
τη ζωοδότρα, παιδική χαρά…
Τώρα το κρύο γιομίζει την άμμο,
βροχή δένει το χώμα με την πέτρα
λες και τη θάλασσα ποτίζει,
να θεριέψει…
Αγέρας ταξιδεύει
τα νεκρά κογχύλια
κυλώντας πα στα βότσαλα
τη σιωπηλή κραυγή τους…
παγωμένη η νύχτα κρύβει 
την πληγωμένη ομορφιά,
τις βάρκες που δεν ταξιδεύουν,
ρημαγμένες στη στεριά,
δεμένες με τη θάλασσα
μόνο στα όνειρά τους…
Ορίζοντες χωρίς λευκά πανιά
μαυροφόρο θέλουν τον Θησέα
τους χειμώνες να γυρνά,
να ‘βρει ευκαιρία
τις θάλασσες να ονομάσει με τα ονόματά τους
τόσο αντρίκεια
όσο … οι γυναίκες είναι

…Αιγαίο…
…Ιόνιο…
…Ικάριο…
Τώρα νοιώθεις τους Δαιδάλους
συμβουλές  να δίνουν
της θάλασσας το μένος δείχνουν
με τα χοντροκομμένα δάχτυλά τους…
Κι όσο κι αν περνά η ώρα
ίδια η εικόνα
ίδια η χειμωνιά.
Μόνο στα βάθια των ματιών
έμεινε άδοτο ηλιοβασίλεμα
και στης καρδιάς τα σκοτεινά
κάποια φλέβα
νοσταλγικά
- Θυμάται –
- Ζει – 
Το παλιό γλυκό σκοπό…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου