Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Μόλις είχε βάλει τελεία στο κομμάτι που έγραφε και είχε ακουμπήσει το μολύβι στο τραπέζι, όταν φάνηκε το φως των φαναριών. Δινόταν η εντύπωση ότι προερχόταν από μια πηγή πολύ χαμηλά κάτω από το επίπεδο του ορόφου που ήταν το δωμάτιό της. Η δέσμη του φωτός στριφογύριζε από τα πλάγια προς τα πάνω  και μετά από λίγο φώτιζε όλον τον ουρανό μπροστά από το δωμάτιό της. Μετά ακούστηκε ο θόρυβος της μηχανής που γινότανε όλο και πιο έντονος, ώσπου πλημμύρισε το τοπίο. Ήταν ένας θόρυβος που εκτός των άλλων περιείχε τριξίματα, μεταλλικούς κρότους και σφυρίγματα. Ήταν τόσο δυνατός, που την ανάγκασε να σκεπάσει τα αυτιά της με τις παλάμες των χεριών της. Σε λίγο φάνηκε και το ίδιο το μηχάνημα. Στην πραγματικότητα δεν έβλεπε βέβαια κανείς το όχημα, ούτε τίποτα άλλο, παρά ένα τεράστιο νέφος από χιόνι που στροβίλιζε στον αέρα και φωτιζόταν από έξι προβολείς. Το εκχιονιστικό μηχάνημα ήρθε στ’ αλήθεια, σαν ένας απεσταλμένος του πολιτισμένου κόσμου. Πέρασε και ο ήχος του έσβησε σχεδόν, μετά ξαναγύρισε και πέρασε πάλι μπροστά από το σπίτι, αφού έκανε στροφή στο τέλος του δρόμου.
Τώρα λοιπόν ο δρόμος είχε καθαριστεί.
Το επόμενο πρωί το είπε στον Χάνταρ: τώρα ο δρόμος καθαρίστηκε.
«Δεν ήταν ανάγκη να έρθει το μηχάνημα…», της απάντησε αυτός, «… η βροχή θα έλειωνε το χιόνι έτσι κι αλλιώς»
Τότε μόνο πρόσεξε η γυναίκα τη βροχή, που έσταζε από τα τζάμια του παραθύρου. Ο Χάνταρ είχε φορέσει τα φρεσκοπλυμένα ρούχα, καθόταν στο τραπέζι κι έτρωγε ένα κομμάτι ψωμί, ενώ η φωτιά έκαιγε στο τζάκι. Όταν πήγε και κάθισε απέναντί του στο τραπέζι, ένοιωσε ότι ο Χάνταρ μύριζε ακόμη, παρόλο που τα ρούχα του τώρα ήταν πλυμένα.
«Μετά τη βροχή, όταν σταματήσει η βροχή, θα φύγω», είπε η γυναίκα.
«Θα δούμε…», μουρμούρισε ο Χάνταρ.
Μέσα από τη βροχή που έπλενε τα τζάμια του παραθύρου, φαινόταν ολοκάθαρα ο καπνός από το τζάκι του γείτονα. Ο άνεμος τον ανέστρεφε προς τη γη και πότε – πότε έκρυβε εντελώς το σπίτι.
«Σήμερα άναψε φωτιά», είπε η γυναίκα.
«Καίει το χαρτί και τα χαρτόνια από τα κιβώτια που ήταν πακεταρισμένες οι σοκολάτες, οι καραμέλες και τα ζαχαρωτά», είπε ο Χάνταρ. «Το καταλαβαίνω από το καπνό»
Η γάτα δεν είχε φανεί ακόμα. Χωρίς να ρωτήσει γι αυτήν, η γυναίκα άνοιξε τη πόρτα για να δει αν ήταν ξαπλωμένη στο χαγιάτι, ή αν καθόταν στη σκάλα.
«Όχι δεν είναι εκεί», της είπε ο Χάνταρ. «Έχει βγει για κυνήγι. Δεν την έχουν πάρει τα γεράματα και μπορεί ακόμα να κυνηγάει λιανοπούλια και λαγουδάκια. Συχνά κυνηγάει μέρα – νύχτα χωρίς διακοπή για πολλές εβδομάδες. Αυτή είναι η Μίνα»
Τώρα η βροχή λιγόστεψε.
«Θα πάω κάτω στον αδελφό σου για να τον αποχαιρετίσω», είπε η γυναίκα. «Για να ξέρει κι αυτός ότι φεύγω»
Ο Ούλοφ καθόταν στον καναπέ της κουζίνας. Η τεράστια κοιλιά του ακουμπούσε πάνω στα γόνατά του και μια λωρίδα λίπους ξεχείλιζε κάτω από αυτά. Είχε καθαρίσει και δεν υπήρχαν χαρτιά περιτυλίγματος από σοκολάτες ή άλλα γλυκίσματα σκορπισμένα στο πάτωμα. Πάνω στο πάγκο της κουζίνας, στο τραπέζι και στις καρέκλες ήταν τοποθετημένα με φροντίδα τρόφιμα με πολλές θερμίδες. Ο Ούλοφ ήταν ακόμα λαχανιασμένος από την προσπάθεια που είχε καταβάλει για το καθάρισμα, αλλά στο πρησμένο του πρόσωπο, χαράχτηκε ένα πλατύ χαμόγελο όταν είδε τη γυναίκα να μπαίνει. Κατάλαβε ότι είχε έρθει για να τον αποχαιρετίσει και της το είπε.
«Φεύγω σε κανά δυό – τρεις ώρες¨, του απάντησε εκείνη. «Δεν απομένει παρά να δω πως θα εξασφαλίσω φαγητό για τον Χάνταρ, τουλάχιστον για σήμερα»
«Χρειάζεται πραγματικά φαγητό;», ρώτησε ο Ούλοφ. «Κι εγώ που νόμιζα, ότι αρκούσε ο καρκίνος που έχει μέσα του, για να του γεμίσει το στομάχι και τα έντερα»
Δεν χαμογελούσε πια όταν είπε αυτά τα τελευταία λόγια. Ίσως να πίστευε πραγματικά στα σοβαρά, πως ο καρκίνος δεν έφθειρε μόνο τον οργανισμό, αλλά τον έθρεφε κιόλας. Δίπλα του υπήρχε ένα πακέτο σταφίδες, από το περιεχόμενο του οποίου δοκίμαζε συνεχώς, μασώντας ηχηρά, θέλοντας να δείξει στη γυναίκα ότι τα κατάφερνε καλά, χωρίς τη βοήθεια κανενός.
«Έχεις κανένα άλλο να σε φροντίσει;», τον ρώτησε.
«Κανένα άλλο εκτός από τον Χάνταρ;»
Τότε ο Ούλοφ σήκωσε τα χέρια του και ύψωσε τη φωνή του, σα να ήθελε να της πει ότι η ερώτηση της αυτή ήταν σχεδόν ακατανόητη.
«Ποιόν άλλο να έχω;», είπε. «Ο Χάνταρ είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έχω. Αν δεν είχαμε ο ένας τον άλλο, τότε δεν ξέρω πραγματικά τι θα γινότανε»
Όταν κινούσε τους βραχίονες και τα χέρια, τα κόκκαλα έτριζαν σα να είχαν ξεραθεί εντελώς, σα να μην είχε καταφέρει να φτάσει σε αυτά ούτε ίχνος απ’ όλο αυτό το λίπος που καταβρόχθιζε καθημερινά.
Απαντώντας μου με συντομία, η γυναίκα του είπε μουρμουρίζοντας, ότι τα αδέρφια, παρόλα αυτά, ήταν πολύ τυχερά και διευκολύνονταν που είχαν ο ένας τον άλλο, ότι τα σπίτια του βρίσκονταν σε πολύ ωραία τοποθεσία το ένα κοντά στο άλλο στην ίδια πλαγιά και ότι η κατάστασή τους ήταν λίγο πολύ η ίδια για τους δυο, με λίγα λόγια, ότι αναγκαζόταν να ζουν με αμοιβαία κατανόηση και συμπόνια.
«Θέλω να πάρεις μαζί σου κάτι για το Χάνταρ», είπε ο Ούλοφ στη γυναίκα. «Κάτι που είναι δικό του. Κάτι, που έχω βγάλει το συμπέρασμα ότι αυτός είναι ο ιδιοκτήτης του».
Τα σανίδια του πατώματος έτριζαν κάτω από το βάρος του σώματός του, όταν ο Ούλοφ έκανε κάποια κίνηση. Παρά τις τεράστιες διαστάσεις του σώματός του, κινούνταν αργά και άτσαλα, κάνοντας ταυτόχρονα προσπάθεια να πάρει ανάσα.
Μετά πήρε από τη θημωνιά των ξύλων ένα καφετί χαρτοκιβώτιο, δεμένο με χοντρό σκοινί και της το έδωσε με αργές κινήσεις σα να επρόκειτο για ιεροτελεστία.
«Ευχαριστώ», του είπε η γυναίκα για λογαριασμό του Χάνταρ.
Πριν φύγει με την πρόθεση να μη ξαναγυρίσει ποτέ, θέλησε να δει το δωμάτιο του Ούλοφ. Στάθηκε κοντά στη πόρτα, κρατώντας το χαρτοκιβώτιο σφιχτά στην αγκαλιά της. Το δωμάτιο είχε τέτοιες διαστάσεις, όπως ακριβώς θα ανέμενε κανείς. Στο τραπέζι δίπλα στην κολόνα υπήρχε μια φωτογραφία.
«Ποια είναι αυτή;», ρώτησε η γυναίκα.
Σίγουρα είναι η μητέρα του και δεν έπρεπε να ρωτήσω, σκέφτηκε. Φαινόταν αυτό καθαρά από το λυπημένο, ξεπλυμένο πρόσωπο με την αόριστη όψη. Στα μαλλιά υπήρχε ένα νυφικό πέπλο, που ήταν ραμμένο στο σχήμα του τριαντάφυλλου.
Ο Ούλοφ είχε επιστρέψει στον καναπέ ύστερα από την κουραστική διαδρομή που αναγκάστηκε να κάνει για να φέρει το χαρτοκιβώτιο και είχε ξαπλώσει ανάσκελα.
«Η Μίνα είναι», απάντησε. «Η Μίνα, η γυναίκα, με την οποία ήμουν παντρεμένος. Εγώ φρόντισα να φωτογραφηθεί και να μεγεθυνθεί η φωτογραφία».
«Με συγχωρείς», του είπε. «Έπρεπε να το είχα καταλάβει»
Τα τελευταία λόγια που είπε η γυναίκα στον Ούλοφ, πριν φύγει, ήταν τα εξής:
«Ξέχασα να σου πω, πως ο Χριστόφορος, για τον οποίο γράφω στο βιβλίο, προστατεύει τους πιστούς από τον ξαφνικό θάνατο. Βοηθάει αυτούς που δεν θέλουν να πεθάνουν απροετοίμαστοι. Αυτό ήθελα μόνο να σου πω»
Η γυναίκα έβαλε το χαρτοκιβώτιο στο τραπέζι.
«Έχεις χαιρετισμούς από τον Ούλοφ», είπε στον Χάνταρ. «Σου στέλνει και τούτο εδώ το πράγμα, που δεν ξέρω τι ακριβώς είναι…», πρόσθεσε, δείχνοντας το χαρτοκιβώτιο.
Ο Χάνταρ καθόταν ελαφρά σκυμμένος προς τα εμπρός, με τα χέρια στηριγμένα στην άκρη του τραπεζιού. Η γυναίκα κάθισε απέναντί του και κοιτούσαν και οι δυό το χαρτοκιβώτιο.
Τελικά ο Χάνταρ είπε:
«Δεν θα το πίστευα ποτέ. Μάλλον πεθαίνει σε λίγο ο Ούλοφ. Αλλά δεν πρόκειται για το λόγο αυτό να φάω τα γλυκίσματά του. Αν βέβαια είναι γλυκίσματα αυτά που περιέχει τούτο το πακέτο»
Τα σχοινιά ήταν πλεγμένα και οι κόμποι τρίδιπλοι και για αυτό δεν ήταν δυνατόν να ανοίξει κανείς το χαρτοκιβώτιο χωρίς μαχαίρι ή ψαλίδι. Ο Χάνταρ εξακολουθούσε να μιλάει, πότε γυρίζοντας προς το μέρος της γυναίκας και πότε προς το χαρτοκιβώτιο. Πίστευε πως η γυναίκα μπορούσε να αντιληφθεί και να ερμηνεύσει σωστά τα λεγόμενά του, παρόλο που η φωνή του κατά διαστήματα ήταν βραχνή σα ροχαλητό και μισοσβησμένη.
«Η σχέση μεταξύ των αδελφών είναι κατά κάποιο τρόπο παράξενη και μεγαλειώδης», είπε ο Χάνταρ. «Η συγγένεια μεταξύ των αδελφών είναι ένα φυσικό φαινόμενο, όπως και η βαρύτητα ή οι εκλείψεις του ηλίου ή ακόμη οι πάγοι που συγκρατούν τη γη. Είναι πιο δυνατή π.χ. από το μίσος ή την αγάπη. Τα αδέλφια, σαν αυτόν καλή ώρα τον ίδιο και τον αδελφό του τον Ούλοφ, τα συνέδεε για πάντα ο ίδιος ομφάλιος λώρος. Όταν σκεφτόταν πως οι δυό τους στα παιδικά τους χρόνια κοιμόνταν κάτω από τα ίδια σκεπάσματα που ήταν από γούνα προβάτου, ότι έβηχαν τον ίδιο διαπεραστικό βήχα εξαιτίας της σκόνης από το ψάθινο στρώμα, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Τον αδελφό του τον ξέρει κανείς αναγκαστικά απ’ έξω κι ανακατωτά. Ξέρει κάθε κρεατοελιά ή άλλο σημάδι του σώματός του, κάθε λοβό ή παραμορφωμένο νύχι. Τα αδέρφια μπορούν να έχουν κοινές ιδιομορφίες ή ελαττώματα, ώστε να λένε: το συνηθισμένο συνάχι μας, τα στραβοπόδαρά μας, ο προεξέχον αφαλός μας, τα μεγάλα μπροστινά μας δόντια, τα δυνατά μας μπράτσα.
Για τα αδέρφια δεν υπάρχουν μυστικά. Δεν είναι πράγματι τυχαία η έκφραση που χρησιμοποιείται, ότι δηλαδή τα αδέρφια είναι από την ίδια σάρκα και το ίδιο αίμα. Πολλές άλλες λέξεις και εκφράσεις δείχνουν επίσης αυτή την ιδιαιτερότητα της αδερφικής σχέσης, όπως π.χ. : αδερφικό χέρι, αδερφική αγκαλιά, αδελφοσύνη, αδερφικός δεσμός. Και η καρδιά του αδερφού! Αλήθεια, τι πράγμα κι αυτό! Η καρδιά του αδερφού! Αν δυο άντρες βρεθούν κάπου μαζί και από ατύχημα ο ένας χάσει τη ζωή του κι ο άλλος διασωθεί, τότε δεν πρόκειται για αδέρφια. Όλη η καλοσύνη και η ευλάβεια, όλη η ευγένεια και κάθε άλλη παρόμοια αρετή έχουν την προέλευση τους στην αδερφική σχέση. Κατά μια πρώτη άποψη, ο άνθρωπος γενικά θεωρείται ως η κορώνα της δημιουργίας. Αλλά η δημιουργία μόνο στα αδέρφια πήρε την τέλειά της μορφή, στην άνευ όρων και απαραβίαστη σύνδεση μεταξύ τους.
Για τον αδερφό του μπορεί κανείς να κάνει το παν.
«Εγώ κάνω το παν», είπε ο Χάνταρ.
Το να είναι κανείς αδερφός σημαίνει μια υποχρέωση, ένα καθήκον να ενσαρκώνει τη θεμελιώδη ιδέα της αδελφοσύνης και να την επιδεικνύει σε όλον τον κόσμο ή τουλάχιστον στον άλλο αδελφό. Το να έχει κανείς αδελφό είναι σαν να του έχει γίνει η μεγαλύτερη χάρη που μπορεί ποτέ να γίνει σε άνθρωπο. Σε ποιόν θα μπορούσε κανείς να δώσει ένα μεγάλο χαρτοκιβώτιο, αν όχι στον αδερφό του;
Η γυναίκα πήρε ένα ψαλίδι από το τραπέζι της κουζίνας και το έδωσε στον Χάνταρ. Κάποια στιγμή έπρεπε τελικά ν’ ανοίξει το χαρτοκιβώτιο και να δει το δώρο που του είχε στείλει ο αδερφός του. Ο Χάνταρ έκοψε τα σχοινιά και σήκωσε το καπάκι.
«Το κατάλαβα αμέσως …», είπε μόλις κοίταξε μέσα στο χαρτοκιβώτιο και είδε, όσο χρειαζόταν να δει.
«Ήταν αυτό που υποπτευόμουν όλη την ώρα»
Ύστερα σηκώθηκε, έκανε τα λίγα βήματα της απόστασης ως τον καναπέ και κάθισε.
Ήταν η Μίνα, η γάτα, η κατά την άλλη άποψη ο γέρο – γάτος Λέων. Το κεφάλι ήταν αποχωρισμένο από το υπόλοιπο σώμα και το αίμα που είχε τρέξει από τον κομμένο λαιμό είχε πήξει και σκέπαζε τον πάτο του χαρτοκιβώτιου. Η γυναίκα σήκωσε το ξυλιασμένο κουφάρι της γάτας για να το εξετάσει κάτω από την ουρά, ανάμεσα στα πισινά σκέλια και τα δάχτυλά της κόλλησαν από το αίμα. Δεν μπόρεσε να βρει κάποιο γεννητικό όργανο. Το μόνο πράγμα που φαινόταν ήταν το γυμνό δέρμα του ζώου. Τούτη η γάτα δεν ήταν ούτε αρσενική ούτε θηλυκή. Δεν είχε φύλο. Ήταν πράγματι ένα ζώο, που θα μπορούσε εξίσου καλά να λέγεται Μίνα, είτε Λέων. Ίσως παλιότερα να ήταν μόνο αρσενική  ή μόνο θηλυκή.
«Καλά έκανε και τη σκότωσε», είπε ο Χάνταρ. «Έπρεπε να θανατωθεί έτσι κι αλλιώς. Ήταν αναγκαίο»
Η γυναίκα τον κοίταξε. Ο Χάνταρ ήταν ένας βασανισμένος, ετοιμοθάνατος άνθρωπος, που θρηνούσε τη γάτα του. Που και που σήκωνε το χέρι του και έκανε μ’ αυτό κινήσεις στον αέρα μπροστά στο στήθος του, σα να βρισκόταν εκεί ακόμα η Μίνα και τη χάιδευε.
«Έτσι μπράβο…», είπε, «… έτσι μπράβο»
«Θα παραμείνω όμως εδώ ως αύριο’, είπε η γυναίκα. «Για μια μέρα, δεν χάθηκε ο κόσμος»
Τότε το χέρι που κουνούσε ο Χάνταρ πάνω από το στήθος του, έμεινε μετέωρο.
«Αν είναι έτσι, τότε μπορείς να θάψεις το πτώμα της γάτας», είπε. «Μπορείς να τη θάψεις κάτω, στο τέρμα του κήπου, εκεί που είναι οι πατάτες. Υπάρχει ένα φτυάρι πίσω από την τελευταία πόρτα του κήπου»
Η γυναίκα άφησε το πτώμα της γάτας στο έδαφος κάτω από τα πεύκα, πίσω από την αποθήκη, το κεφάλι χωριστά από το υπόλοιπο σώμα, εκτεθειμένα στις καρακάξες, τις αλεπούδες και τους κόρακες. Ύστερα όταν γύρισε στο σπίτι, ο Χάνταρ είπε:
«Τώρα θα μου πεις ότι την έθαψες, παρόλο που την άφησες πάνω στην επιφάνεια του εδάφους, στο χορτάρι. Θα μου πεις ότι την έθαψες βαθιά, τρία ή και τέσσερα πόδια μέσα στη γη»
«Την έθαψα την Μίνα…», του απάντησε εκείνη, «… την έθαψα όσο πιο βαθιά μπορούσα, όσο πιο βαθιά έμπαινε το φτυάρι στη γη».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου