Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Μια άλλη φορά η γυναίκα ρώτησε τον Χάνταρ:
«Ποιος θα κληρονομήσει όλα τα υπάρχοντά σου όταν θα φύγεις; Όταν παρόλα αυτά θα έχεις πεθάνει;»
«Όχι πάντως ο Ούλοφ», απάντησε εκείνος.
«Βέβαια, όχι ο Ούλοφ. Εννοώ κι εγώ όταν θα έχεις κληρονομήσει τον Ούλοφ, θα έχεις κτίσει τη σάουνα και θα έχεις πεθάνει μετά από όλα αυτά»
«Κανένας»
«Κανένας; Και τότε τι θα γίνουν το σπίτι, το δάσος, τα κομμένα ξύλα και το παράσπιτο;»
«Κανένας. Δεν θα με κληρονομήσει κανένας»
«Αυτό δεν γίνεται», του είπε η γυναίκα. «Κάποιος πρέπει να σε κληρονομήσει»
«Όλα θα αποκατασταθούν»
«Θα αποκατασταθούν;»
«Ναι, θα αποκατασταθούν», της απάντησε εκείνος. «Θα μπορούν να γίνουν όπως ήταν μια φορά κι έναν καιρό»
«Αυτό δεν το καταλαβαίνω», είπε η γυναίκα.
Τότε ο Χάνταρ προσπάθησε να της εξηγήσει: όλα θα επανέρχονταν στην αρχική τους κατάσταση, της είπε. Αυτό που θα συνέβαινε κατά τη σκέψη του ήταν μια αποκατάσταση. Μια αποκατάσταση που σήμαινε, ότι καθετί το ανθρώπινο και το υπερφυσικό θα εξαφανιζόταν σιγά – σιγά, θα βυθιζόταν στο περιθώριο των νέων δασών. Βέβαια όλα θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν, αλλά θα ήταν τόσο παραμερισμένα και προφυλαγμένα, που κανένας δεν θα ενδιαφερόταν γι αυτά.
«Θα είναι προδομένα», συμπλήρωσε.
«Κρυώνεις», είπε ο Ούλοφ στη γυναίκα μια μέρα. «Η μύτη σου είναι μελανιασμένη και το δέρμα των χεριών σου είναι έτοιμο να σκάσει.
Η γυναίκα παραδέχτηκε ότι κρύωνε. Όλα αυτά τα εικοσιτετράωρα που τα είχε περάσει αποτραβηγμένη στο Όβρεμπεργκ και που μπορούσε να τα μετρήσει στα δάχτυλα του ενός χεριού αισθανόταν σαν παγωμένη. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν οι μέρες με γλυκό καιρό αλλά με δυνατό άνεμο.
«Δεν είσαι καλά ντυμένη», της είπε ο Ούλοφ.
«Αφού δε μένω εδώ κανονικά», είπε η γυναίκα. «Δεν είχα μαζί μου ρούχα για το κλίμα εδώ σε τούτη την περιοχή»
«Μπορείς να φορέσεις τα ρούχα της Μίνας», συνέχισε ο Ούλοφ. «Μπορείς να πάρεις ότι θέλεις από την ντουλάπα της»
Δεν είχε ξανανοίξει εκείνη την μπλε ντουλάπα μέσα στην κάμαρη της ποτέ πριν. Μύριζε παλιό μαλλί και ναφθαλίνη. Βρήκε μια χοντρή μακριά ζακέτα που ήταν τρύπια στους αγκώνες κι ένα βαρύ, μαύρο πανωφόρι από ένα υλικό που έμοιαζε με ακατέργαστο μαλλί.
Όταν εκείνη δοκίμαζε τα ρούχα μέσα στην κουζίνα ο Ούλοφ της είπε:
«Μου φαίνεται σα να βλέπω πάλι τη Μίνα. Σα να τη βλέπω τότε που πήγαινε να φέρει τα γράμματα από το γραμματοκιβώτιο ή τότε που έπαιρνε το πατίνι για να βγει έξω στο δρόμο και να δει τα αυτοκίνητα.
Ύστερα όμως πρόσθεσε, ότι η γυναίκα δεν ήταν αρκετά ξανθή για να μοιάζει της Μίνας. Όχι, δεν είχε το ανάλογο άσπρο χρώμα. Αν μπορούσε κανείς να αφαιρέσει το χρώμα από τα μάγουλά της και τα φρύδια της και να κάνει το χρώμα των μαλλιών της άσπρο σαν την κιμωλία, μόνο τότε θα μπορούσε και η γυναίκα αυτή να γίνει τόσο ανείπωτα ωραία, όσο ήταν η Μίνα.
Στο ντουλάπι των ρούχων βρήκε επίσης ένα ζευγάρι γάντια με κόκκινες φούντες.
Ο Χάνταρ αναγνώρισε τη μακριά ζακέτα και το πανωφόρι και είπε ότι όλα κάνουν πάλι την εμφάνισή τους. Ποτέ δεν βλέπει κανείς ένα πράγμα για τελευταία φορά. Τελικά, οι αναμνήσεις, οι επαναλήψεις, τα αντίγραφα και οι επαναφορές είναι το μόνο πράγμα που βλέπει κανείς γύρω του.
Από εκείνη τη στιγμή και ύστερα η γυναίκα ήταν πάντα ντυμένη με εκείνα τα ρούχα, τα ρούχα της Μίνας, που ήταν φτιαγμένα ακριβώς για το ασταθές κλίμα στο Όβρεμπεργκ.
Ίσως να είχε περάσει κιόλας το χειρότερο κομμάτι του χειμώνα. Βέβαια συνέχιζε να χιονίζει ακόμα κάμποσες μέρες και φυσικά έπρεπε να καίει το τζάκι κάθε βράδυ. Αλλά κατά το μεσημέρι φαινόταν ο ήλιος για κάμποση ώρα. Και πότε – πότε έπεφταν από τη στέγη στάλες νερού από το χιόνι που έλειωνε και σχημάτιζε μικρά αυλάκια στα τζάμια του παράθυρου που λαμποκοπούσαν.
Η γυναίκα διηγήθηκε στον Ούλοφ, πόσο υπέφερε ο Χάνταρ από τους πόνους.
«Καλά να πάθει», είπε ο Ούλοφ, «καλά να πάθει».
Όσο πιο δυνατοί ήταν οι πόνοι, τόσο πιο κοντά στο θάνατο βρισκόταν ο Χάνταρ, πίστευε ο Ούλοφ.
«Ναι, έτσι πρέπει να είναι», σχολίασε η γυναίκα. «Πιθανώς έτσι έχουν τα πράγματα»
Σχετικά με τον εαυτό του, ο Ούλοφ είπε, ότι είχε εκείνη την κύρια ασθένεια, την καρδιά, αλλά και διάφορες δευτερεύουσες παθήσεις, όπως τα σπυριά στο στήθος και τους βραχίονες. Επιπλέον υπέφερε από μικροενοχλήσεις, κράμπες και άλλες παθήσεις, που δεν άξιζε τον κόπο να τις κατονομάσει. Επρόκειτο για παθήσεις που μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως φαγούρες και γαργαλίσματα και που συνήθως ήταν δυσάρεστες, αλλά καμιά φορά σχεδόν απολαυστικές. Αλλά πόνους δεν είχε. Η λέξη αυτή ήταν ξένη γι αυτόν και αποκρουστική.
Τίποτα δεν έδειχνε, νόμιζε ο Ούλοφ, ότι πλησίαζε τον θάνατο. Ορισμένες μέρες μάλιστα είχε την αίσθηση, ότι η ζωή γινόταν όλο και πιο ευχάριστη και σταθερή. Δεν υπήρχε πια τίποτα που να τον ανησυχεί. Μπορούσε τώρα χωρίς περιορισμούς και επιφυλάξεις να συγκεντρώσει όλες του τις δυνάμεις για να υπάρχει στη ζωή. Κάθε μέρα που περνούσε τον έφερνε όλο και πιο κοντά στη νίκη επί του Χάνταρ. Τα βράδια πριν αποκοιμηθεί συνήθιζε να σταυρώνει τα χέρια κάτω από το πηγούνι του και να αναστενάζει βαθιά από καθαρή και αθόλωτη ευγνωμοσύνη.
«Σε τι το χρησιμοποιείς εκείνο το κουτάλι;», ρώτησε η γυναίκα.
Στο δεξί χέρι του ο Ούλοφ κρατούσε ένα κουταλάκι τσαγιού και φαινόταν σα να προσπαθούσε να το κρύψει από την γυναίκα.
«Δεν είναι τίποτα, απλώς ένα κουταλάκι. Ένα κουταλάκι τσαγιού», απάντησε εκείνος.
Το κρατούσε στην παλάμη του, έτσι όπως ο Χάνταρ συνήθιζε να κρατάει την ξύλινη κούκλα. Το κουτάλι είχε ένα κίτρινο χερούλι από κόκκαλο. Το μέταλλο ήταν γκρίζο, πιθανώς ήταν αλουμίνιο.
Παρατηρούσε το νερό που έτρεχε στο τζάμι του παραθύρου. Δε μπορούσε να φανταστεί, ότι σύντομα θα ερχόταν η άνοιξη και το καλοκαίρι μόνο και μόνο επειδή το χιόνι έλειωνε εδώ κι εκεί. Αυτό το λιώσιμο του χιονιού δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα ψέμα, μια απάτη. Το νόημά του ήταν να ξεγελαστεί ο άνθρωπος και να αντέξει. Αν δεν ερχόταν ποτέ μια απαλότερη ανάσα ή μια ηλιαχτίδα, ο κόσμος θα υπέκυπτε σην απελπισία και στην απαισιοδοξία.
Για πολλούς ανθρώπους η άνοιξη και το καλοκαίρι φαίνεται να αποτελούν το νόημα της ζωής. Προκαλούσε κατάθλιψη η σκέψη, ότι μερικές τέτοιες ασήμαντες σταγόνες νερού στο τζάμι του παραθύρου, προφανώς μπορούσαν να δώσουν τόση χαρά στον άνθρωπο.
Ο ίδιος έμενε εντελώς αδιάφορος για τις εποχές του έτους. Δεν τον άγγιζαν καθόλου. Είχε καταφέρει να ξεπεράσει τις γελοίες και αυτονόητες αλλαγές του χρόνου. Γενικά αντιμετώπιζε πια με ψυχραιμία όλες τις μικρότητες και τις ηλιθιότητες τούτης της ζωής. Αυτό ήταν ένα προτέρημά του, αλλά δεν ήταν στην πραγματικότητα δικό του κατόρθωμα. Απλώς του είχε γίνει βίωμα.
«Μπορώ να σου πλύνω το κουταλάκι», του είπε η γυναίκα.
Αλλά και το πλύσιμο και το σφουγγάρισμα ήταν ματαιοδοξίες, που τις είχε πλέον αφήσει πίσω του.
Οι οποιοιδήποτε ρύποι και οι μεταδοτικές ουσίες που μπορούσαν να χωρέσουν σ’ ένα κουτάλι δεν ήταν κάτι που αφορούσε τον Ούλοφ. Ένα εξαντλημένο και αδυνατισμένο σώμα ήταν φυσικά περισσότερο εκτεθειμένο σε τέτοιες απειλές, όπως τώρα το σώμα του Χάνταρ. Γύρω από ένα αδυνατισμένο άνθρωπο, δεν υπάρχει κανένα προστατευτικό πέπλο. Όμως αυτός έμενε μέσα σε μια λειψανοθήκη, που μπορούσε να κρατήσει μακριά τα περισσότερα από τα υλικά που μεταδίδουν αρρώστιες και άλλα βάσανα.
Κατά τα άλλα αυτό το κουτάλι ήταν δικό του και η γυναίκα καλά θα έκανε να μην τον ξαναενοχλήσει γι αυτό το θέμα. Ήθελε να το κρατάει στο χέρι για κάποιο ειδικό λόγο κι αυτό ήταν αποκλειστικά δικό του θέμα.
Η γυναίκα παραδέχτηκε τελικά, ότι το κουτάλι δεν είχε καμιά ιδιαίτερη σημασία, είτε το έπλενε, είτε το άφηνε άπλυτο.
Αργότερα όμως ο Ούλοφ θέλησε παρ’ όλα αυτά να της δείξει πόσο έξυπνα και επιτήδεια χρησιμοποιούσε το κουτάλι.
Με πολλά προσοχή και φροντίδα έκανε επίδειξη στη χρήση του κουταλιού, ρίχνοντας πότε – πότε βλέμματα γεμάτα περηφάνια και μυστικοπάθεια προς το μέρος της.
Με τις άκρες των δαχτύλων του αριστερού χεριού του, ψαχούλευε το στήθος του και όταν βρήκε ένα εξόγκωμα που κατέληγε σε μια φουσκάλα γεμάτη υγρό, την πίεσε προσεκτικά με το νύχι ώσπου έκανε μια μικρή τρυπίτσα στην επιδερμίδα. Μετά συγκέντρωσε το υγρό από τη σπασμένη φουσκάλα στο κουτάλι του. Το υγρό ήταν αρκετά παχύρευστο, αλλά διαυγές σαν νερό.
Ύστερα έφερε το κουτάλι στα χείλη του και το έγλειψε.
«Είναι σαν μέλι», είπε ο Ούλοφ.
Είχε μετρήσει, ότι από τρεις φουσκάλες μάζευε ένα κουτάλι γεμάτο υγρό. Τη μέθοδο την είχε εφεύρει μόνος του. Όταν ο άνθρωπος μένει ξαπλωμένος ανάσκελα, ακίνητος όλη μέρα, μπορεί να συμβεί οτιδήποτε.
Αυτό έκαναν στα παλιά χρόνια οι κατασκευαστές χρυσού. Έμεναν ξαπλωμένοι ανάσκελα, μέρες ολόκληρες και τα κεφάλια τους πρήζονταν. Μέσα του υπήρχαν δημιουργικές δυνάμεις, που κανένας, ούτε αυτός ο ίδιος, δεν θα μπορούσε να διανοηθεί. Ίσως να μπορούσε τελικά να παράγει αποκλειστικά με τις δικές του δυνάμεις όλη τη τροφή και τα γλυκά που χρειαζόταν. Τη ρώτησε μήπως ήθελε να δοκιμάσει το υγρό.
«Όχι, ευχαριστώ», του απάντησε εκείνη.
Τούτος ο χυμός, τούτο το νέκταρ, ήταν φυσικό, ακατέργαστο προϊόν. Πιθανώς ήταν πιο απ’ όλα τα τρόφιμα που υπήρχαν στο εμπόριο. Ίσως να τον γιάτρευε τελικά αυτό το υγρό.
Και οι φουσκάλες έκλειναν σχεδόν αμέσως. Μετά από μερικές ώρες μπορούσε να αρμέξει πάλι με το κουτάλι του υγρό απ’ αυτές.
Της υπενθύμισε, τι της είχε πει νωρίτερα για την αρρώστια του. Δεν ήταν τόσο μονοσήμαντη κι απλή, όσο μπορούσε να υποθέσει κανείς αρχικά. Βέβαια, κατά κύριο λόγο ήταν μια κακή αρρώστια. Μάλιστα δεν ήταν μόνο κακή, αλλά και ανυπόφορα οδυνηρή. Διαβολική θα έλεγε κανείς. Είχε όμως και τις καλές της πλευρές. Είχε τη δική της δημιουργικότητα, τις δικές της ελκυστικές παρενέργειες, τους δικούς της κύκλους.
«Δεν με πιστεύεις;», τη ρώτησε κάποια στιγμή.
«Πίστη δεν μπορώ να δώσω στα λόγια σου», του απάντησε εκείνη. «Διαπιστώνω ότι είναι αλήθεια».
Εκείνη τη στιγμή φάνηκε μάλιστα μια αχνή ηλιαχτίδα στο παράθυρο. Η γυναίκα, αφού βοήθησε τον Ούλοφ με όλες εκείνες τις δουλειές, που χρειάζονταν να γίνονται κάθε μέρα είπε:
«Θα μπορούσες να είχες κάποιον να σε βοηθάει με όλα αυτά»
«Μα, δεν έχω εσένα;», της απάντησε εκείνος.
«Όχι’, είπε η γυναίκα. «Εγώ είμαι εδώ επειδή δεν έχεις κανέναν άλλον»
«Ποιόν να είχα;», είπε ο Ούλοφ.
«Το γιο που σου γέννησε η Μίνα», απάντησε η γυναίκα, «… τον Λαρς».
«Ποτέ…», είπε ο Ούλοφ, «… ο Λαρς δεν είναι για τέτοιες δουλειές»
Όχι βέβαια. Ο γιός του δεν ήταν για τέτοιες δουλειές. Αυτός ήταν πολύ αξιόλογος και μεγαλειώδης, είχε πλατείς ώμους και πλούσια χαρίσματα. Δεν μπορούσε απλούστατα να κάνει τέτοιες δουλειές. Του Ούλοφ του ερχόταν να χασκογελάσει, μόνο και μόνο στη σκέψη, ότι ο γιός του θα άδειαζε τον κουβά με τις ακαθαρσίες του ή ότι θα τον έπλενε ανάμεσα στα μπούτια. Ο γιός του, αυτός που θα γινόταν δάσκαλος ή ιερέας ή τοπογράφος ή σαν αυτούς που γράφουν βιβλία για τον ήλιο και τους βατράχους. Αυτός που η επιδερμίδα του θα ήταν άσπρη και λεπτή σαν το χαρτί της εφημερίδας. Όχι ποτέ.
«Δεν λες το όνομά του», παρατήρησε η γυναίκα.
«Το όνομά του;», ρώτησε ο Ούλοφ.
«Ναι, δεν λες το όνομά του»
Γιατί, πράγματι, να χρησιμοποιήσει το όνομα του γιού του, τη στιγμή που αυτό είχε πέσει σε αχρηστία; Τη στιγμή που ο γιός του δεν μπορούσε να τρέξει κοντά του, αν τον φώναζε;
Γιατί να χρησιμοποιήσει ένα όνομα που δεν σήμαινε τίποτα για κανέναν; Γιατί να της πει το όνομα του γιού του, τη στιγμή που η γυναίκα αυτή ούτε καν φευγαλέα δεν μπορούσε να φανταστεί πως ήταν το παιδί όταν έμπαινε στην κουζίνα από το παράθυρο με μια πέρκα που είχε πιάσει στη λίμνη; Για την ακρίβεια έπρεπε να πει, ο νεαρός με τα γαλάζια μάτια και τα αραιά γένια στο πηγούνι.
Η γυναίκα μπορούσε να πει το όνομα του γιού όσο συχνά ήθελε. Αλλά ο ίδιος δε το έφερε ποτέ στα χείλη του.
«Πάντως λεγόταν Λαρς», είπε η γυναίκα.
«Ναι, τν έλεγαν Λαρς», απάντησε εκείνος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου