Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Ο Χάνταρ είχε κουραστεί τόσο πολύ από την προσπάθεια, που ακούμπησε το μάγουλό του στο προσκέφαλο της γυναίκας. Τότε αυτή ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και τον έσπρωξε απαλά από κοντά της.
«Πρέπει να κοιμηθείς», του είπε, «μπορείς να μιλήσεις μαζί μου οποτεδήποτε θέλεις κατά τη διάρκεια της ημέρας. Θα σε ακούσω. Μπορείς να μου διηγηθείς ότι θέλεις. Έχουμε όλο τον χρόνο του κόσμου γι αυτό»
«Την νύχτα έχει ο άνθρωπος την ανάγκη να μιλήσει», απάντησε ο Χάνταρ.
«Θα σε βοηθήσω να κατέβεις τη σκάλα¨, είπε η γυναίκα. «Θα σε στηρίξω. Αύριο μπορείς να μου πεις ότι θέλεις, οτιδήποτε σου κατέβει στο νου»
Όταν όμως ξημέρωσε, ο Χάνταρ ήταν σιωπηλός. Ήταν ξαπλωμένος με κλειστά τα μάτια, για να μη μπει η γυναίκα στον πειρασμό και του πει κάτι. Συνήθιζε να κλείνει τα μάτια ακόμη κι όταν η γυναίκα τον έτρεφε, δίνοντάς του χυλό με κομματάκια φρυγανιάς.
Όχι, δεν ήθελαν να της διηγηθούν τίποτα για τη ζωή τους ο Ούλοφ και ο Χάνταρ. Αλλά κι αυτή δεν απαιτούσε κάτι τέτοιο.
Όμως συνέβαινε να σημειώσει κάτι στο περιθώριο του συγγραφικού της μπλοκ, που θα έπρεπε να σημαίνει πολλά γι αυτούς όσο θα ζούσαν.
Αγελάδες, έγραφε. Πρόβατα και γουρούνια. Άλογα. Σωροί ξυλείας. Καιρός.
Μια φορά έγραψε: «σε λίγο ο Ούλοφ θα πεθαίνει»
Και μερικές σελίδες παρακάτω: «τώρα είναι ετοιμοθάνατος ο Χάνταρ»
Σα να είχε δει την μικρή σημείωση στο περιθώριο και σα να ήθελε να την επεκτείνει και να την διευκρινίσει, ο Χάνταρ είπε κάποιο βράδυ λίγα λόγια για τα παράξενα χαρακτηριστικά που παρουσίαζε η κατάστασή του. Ακόμη και ο επικείμενος θάνατος είναι ένας τρόπος ζωής, διαβεβαίωσε την γυναίκα εκείνο το βράδυ ο Χάνταρ. Ο θάνατος είναι κατά κύριο λόγο μια μορφή ζωής. Είναι μια ζωή σε ακραία μορφή, μια ζωή, στην οποία τίποτα πια δεν λέγεται και δεν εκδηλώνεται. Ο άνθρωπος απλώς υπάρχει. Τίποτα παραπέρα. Βάζει κανείς τα δυνατά του, αντλεί όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει, για να διατηρηθεί στη ζωή, για να μη μείνει η ζωή του αιωνίως μισοτελειωμένη. Όταν ο ετοιμοθάνατος μιλάει, δεν το κάνει για να πει κάτι ιδιαίτερο, αλλά το λέει για να περάσει απλώς η ώρα.
Ο πατέρας του πριν πεθάνει ήταν στο κρεβάτι, εκεί πάνω στο μικρό του δωματιάκι και μιλούσε. Ο Χάνταρ, πότε – πότε έβρισκε το χρόνο και καθόταν και τον άκουγε βέβαια αυτό που έκανε δεν είχε κανένα νόημα ως επί το πλείστον. Ο πατέρας δεν έλεγε τίποτε, που ο Χάνταρ δεν το είχε ακούσει ήδη χιλιάδες φορές στο παρελθόν. Το τελευταίο πράγμα που είχε πει ο πατέρας ήταν, ότι το παλούκι της πόρτας που περνούσαν τα πρόβατα για άρμεγμα, έπρεπε να μεταφερθεί δυο πόδια προς τα δεξιά. Επίσης είχε πει ότι το άνοιγμα της εξώπορτας ήταν πολύ μικρό και δεν μπορούσε να μπάσει κανείς εύκολα τα ξύλα, ιδιαίτερα τα στραβόξυλα από την ψηλή σημύδα του βουνού Γάντι.
Το διήγημα για τον Χριστόφορο γινόταν όλο και πιο ελεύθερο, γιατί έλειπαν οι πηγές. Ένα ολόκληρο κεφάλαιο η συγγραφέας το είχε αφιερώσει στο σκυλίσιο κεφάλι του. Στην πραγματικότητα το κεφάλαιο ήταν αφιερωμένο στην παράλογη δοξασία, ότι το κεφάλι του έμοιαζε με σκύλου ράτσας «σνάουτς», ότι ο άγιος εκείνος έσκουζε σαν σκύλος όταν του μιλούσε κανείς και ότι έκοβε το λαιμό ή τα πόδια στους μοναχικούς διαβάτες που για κάποιον λόγο τον εκνεύριζαν. Η εκδοχή αυτή του θρύλου είχε παρουσιαστεί σε Γερμανικό έδαφος τον δέκατο αιώνα και έδειχνε μόνο τη διαφορά μεταξύ της Γερμανικής και της Ανατολίτικης σκέψης. Η συγγραφέας χρησιμοποιούσε λέξεις όπως βεβήλωση και αποκτήνωση και έγραφε, ότι η αγιογραφία είναι η πιο ελεύθερη απ’ όλες τις τέχνες. Πιθανώς ο άγιος να παρουσίαζε κάποιες αμυδρές ομοιότητες με ελβετικό σκύλο ράτσας «μπένερ ζένεν» που μοιάζουν με τους σκύλους του «Αγίου Βερνάρδου». Παραπέρα δεν ήθελε να προχωρήσει η συγγραφέας.
Επίσης κατασκεύασε ένα επίσκοπο, ο οποίος έδινε μαθήματα στον Χριστόφορο και έγινε συνοδοιπόρος του. Ο επίσκοπος αυτός του μαγείρευε σούπα, του έπλενε τα ρούχα και κρατούσε σημειώσεις για όλα τα θαύματα που συνέβαιναν γύρω του. αργότερα επρόκειτο να καταθέσει ενώπιον της επιτροπής που αποφάσιζε για την απόδοση της ιδιότητας του αγίου. Ο Χάνταρ και ο Ούλοφ είχαν πάψει προ πολλού να τη ρωτούν για το βιβλίο που έγραφε. Δεν είχαν πια αυτήν την περιέργεια. Είχαν καταλάβει πλήρως το θέμα που διαπραγματευόταν και τους είχε κουράσει υπερβολικά.
Η γυναίκα έγραψε μια επιστολή στον εκδότη της, που με την πρώτη ευκαιρία σκόπευε να ταχυδρομήσει.
«Έμεινα μερικές ημέρες παραπάνω στο Όβρεμπεργκ», του έγραφε, «όπου νοικιάζω ένα δωμάτιο σε σοφίτα με σπαστή στέγη. Δεν πρέπει να απογοητευτείς, αν το βιβλίο μου δεν είναι έτοιμο ως την άνοιξη. Απογοήτευση είναι βέβαια λάθος λέξη, αφού τα βιβλία μου ελάχιστα προσφέρουν στον εκδοτικό οίκο. Καταλαβαίνεις όμως τι εννοώ. Δεν τα καταφέρνω να γράψω τόσο απλά και ουσιαστικά, όπως σκόπευα και έτσι δε θα μπορέσεις να το συμπεριλάβεις στη μικρή σειρά σου με τις παράξενες βιογραφίες. Δεν χρειάζεται να μου στείλεις χρήματα. Τα φέρνω βόλτα.
Ο σπιτονοικοκύρης μου είναι ένας κύριος περασμένης ηλικίας με πλούσιες και ποικίλες εμπειρίες από τη ζωή. Έχει όμως κάποιο πρόβλημα με την υγεία του. Οι διηγήσεις του μου δίνουν πολλή χαρά. Εδώ πάνω κάνει αρκετό κρύο, περισσότερο απ’ ότι περίμενα. Έπρεπε να είχα πάρει μαζί μου μάλλινα εσώρουχα. Όταν θ’ αποκτήσω μια κάπως πιο μόνιμη διεύθυνση, θα επικοινωνήσω μαζί σου»
Μια μέρα η γυναίκα προσπάθησε να μιλήσει με τον Ούλοφ για τη γυναίκα του.
«Δεν την χαράκωσε με το μαχαίρι», του είπε. «Ο Χάνταρ δεν την χαράκωσε τη Μίνα με το μαχαίρι. Απλώς την άγγιξε μόνο»
Τώρα και ο Ούλοφ έμενε πια ακίνητος, ξαπλωμένος στον καναπέ νύχτα – μέρα. Δεν σηκωνόταν, όπως συνήθιζε πριν, στον ερχομό της. Δεν νοιαζόταν ούτε καν να γυρίσει το κεφάλι του προς το μέρος τα, όταν άνοιγε την πόρτα και έμπαινε στο σπίτι. Κάθε μέρα έβαζε μπροστά του, ότι χρειαζόταν, πακέτα με τρόφιμα στην καρέκλα κοντά στο κεφάλι του και τον εμαγιέ κουβά κοντά στα πόδια του.
Κάποια μέρα ο Ούλοφ προσπάθησε, παρόλα αυτά να σηκωθεί. Κατάφερε να περάσει τον πήχη του χεριού του και τον αγκώνα κάτω από την μέση του προς το μέρος της.
«Το είπε αυτό ο Χάνταρ;’, τη ρώτησε. «Τέτοια πράγματα σου λέει ο Χάνταρ;»
«Ναι», του απάντησε εκείνη. «Την άγγιξε με το μαχαίρι τόσο προσεκτικά, που εκείνη σχεδόν δεν το αισθάνθηκε»
Ο Ούλοφ είχε δυσκολία με την αναπνοή, όταν δεν ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα. Η φωνή του γινόταν λεπτή σαν να σφύριζε και που και που έσπαζε.
«Τη χαράκωσε», είπε, «τη χαράκωσε κατά τον ίδιο τρόπο που χαρακώνουμε τα σακιά με το λίπασμα, όταν θέλουμε να τα ανοίξουμε. Αν είχα κρέας και αίμα ακριβώς κάτω από την επιδερμίδα μου, όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι στους μηρούς, θα έπαιρνα ένα μαχαίρι και θα έκοβα να δεις. Θα έκοβα το ωμό κρέας και θα έτρεχε αίμα. Ο Χάνταρ την χαράκωσε ακριβώς όπως θα χαράκωνα κι εγώ τους μηρούς μου»
«Ο Χάνταρ λέει, ότι η Μίνα δεν έδωσε μεγάλη σημασία σ’ αυτό που έγινε. Δεν την ένοιαξε καθόλου, λέει ο Χάνταρ»
«Ο Χάνταρ δεν κατάλαβε ποτέ, πόσο χρήσιμη κι ευγενική ήταν η Μίνα», είπε ο Ούλοφ. «Ήταν δική μου και για αυτό τη βασάνιζε. Εμένα ήθελε να χαρακώσει με το μαχαίρι, αλλά δεν ήταν άντρας για να το κάνει»
«Κι εσύ τι έκανες; Τι έκανες εσύ για την Μίνα;»
«Εγώ, τι να έκανα;», απάντησε εκείνος. «Τι μπορεί να κάνει κανείς με έναν τέτοιο άνθρωπο σαν τον Χάνταρ;»
Ο εμαγιέ κουβάς είχε μισογεμίσει και η γυναίκα έπρεπε να τον αδειάσει και να τον τρίψει καλά να καθαρίσει.
«Εξάλλου σταμάτησε κάποτε’, είπε ο Ούλοφ. «Τη χαράκωσε δεκάξι φορές και μετά σταμάτησε»
Άφησε το κεφάλι του και το πάνω μέρος του σώματός του να πέσουν πάλι στο μαξιλάρι και στο στρώμα και σταύρωσε τα χέρια του κάτω από το πηγούνι.
«Πως είναι τώρα;», ρώτησε. «Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές, πως άραγε να μοιάζει τώρα ο Χάνταρ; Ύστερα από τόσα χρόνια. Να μοιάζει άραγε σαν το χορτάρι της περυσινής χρονιάς; Ή σαν τον πίθηκο; Ή πάλι να μοιάζει σαν ένα μοσχάρι που γεννήθηκε ψόφιο;»
«Ναι, έτσι ακριβώς μοιάζει», απάντησε η γυναίκα.
Όταν επέστρεψε με τον άδειο και καθαρισμένο κουβά, ο Ούλοφ είχε αποκοιμηθεί κιόλας.
Η ξύλινη κούκλα, δηλαδή το κομμάτι ξύλου που ίσως κάποτε να ήταν μια κούκλα, βρισκόταν πάνω στο προσκέφαλο του Χάνταρ. Ένα τμήμα της είχε μαυρίσει, γιατί ο Χάνταρ πότε – πότε έβαζε στο στόμα του εκείνη την άκρη που υποτίθεται ήταν το κεφάλι, την βύζαινε και την έγλειφε.
«Τελικά όμως, την άφησες στην ησυχία της την Μίνα», είπε η γυναίκα στον Χάνταρ. Μετά τη δέκατη έκτη χαρακιά έπαψες πια να την ενοχλείς»
«Ο Ούλοφ τα λέει αυτά;», ρώτησε τότε ο Χάνταρ.
«Ναι, ο Ούλοφ τα λέει», απάντησε εκείνη.
«Ώστε τις μετρούσε τις χαρακιές», είπε ο Χάνταρ, «ήταν εκεί λοιπόν αυτός ο σατανάς και τις μετρούσε»
«Τις μετρούσε η Μίνα αντί γι αυτόν», είπε η γυναίκα. «Η μίνα του είχε πει, ότι ήταν δεκάξι»
Έξω ο χειμώνας φυσομανούσε ίδια και απαράλλαχτα, όπως συνήθως. Μάλλον όχι ίδια και απαράλλαχτα. Ήταν χειρότερος απ’ ότι συνήθως. Το χιόνι, το κρύο, πιθανώς και το σκοτάδι ήταν χειρότερα από κάθε άλλη φορά. Ίσως να είχε φτάσει κιόλας ο Γενάρης. Ίσως να είχαν περάσει τα Χριστούγεννα. Η γυναίκα δεν είχε γιορτάσει ποτέ Χριστούγεννα από τότε που ήταν ακόμη παιδί. Πολλές μέρες δεν ερχόταν ούτε η εφημερίδα, γι αυτό αναγκαζόταν να χρησιμοποιεί φλούδες από ξύλα για προσάναμμα στο τζάκι.
Είχε λάβει μια Χριστουγεννιάτικη κάρτα από το Σούντσβαλ και την είχε καρφιτσώσει με δυό πινέζες στην ταπετσαρία δίπλα στην κουρτίνα, κοντά στο τραπέζι της κουζίνας. Το μοτίβο της κάρτας ήταν ο ναός του Γκούσταβ Άντολφ με χειμωνιάτικη περιβολή. Όλα ήταν εντάξει στο Σούντσβαλ. Μπροστά από την πύλη της εκκλησίας στεκόταν ένας χρωματιστός Αη – Βασίλης με φανάρι στο χέρι. Καλά Χριστούγεννα, εύχονταν οι συγγενείς από το Σούντσβαλ.
«Μα, θα γεννούσε παιδί», είπε ο Χάνταρ. «Δεν ήθελα να ενοχλήσω το παιδί που είχε στην κοιλιά της»
Προσπάθησε να γυρίσει το κεφάλι προς τα πάνω, προς το μέρος της, αλλά παρά την κακομοιριά του, το κρανίο του ήταν πολύ βαρύ και δεν τα κατάφερε.
«Ώστε σας έκανε και παιδί η Μίνα;», είπε η γυναίκα. «Γέννησε παιδί και για τους δυό σας;’
Τη στιγμή που επρόκειτο να απαντήσει στην ερώτησή της, το πρόσωπό του ζάρωσε, τα χείλη του άρχισαν να τρέμουν και με το ζόρι έβγαζε τα λόγια του.
«Ναι, βέβαια έκανε παιδί. Πράγματι γέννησε», είπε ο Χάνταρ.
Μετά έμεινε ακίνητος για λίγο για να συγκεντρωθεί.
«Ήταν δικό μου το παιδί», συνέχισε ο Χάνταρ.
Και όταν για μια ακόμη φορά του κοκάλιασαν πάλι τα χείλη και το πρόσωπο, της εξήγησε, τι του συνέβαινε, όταν συμπτωματικά πάντα έχανε σχεδόν τα λόγια του, όταν οι σκέψεις του τύχαινε να περιπλανηθούν και να πάνε στη Μίνα και στο παιδί.
Να μη φανταζόταν, ότι ήταν τα αισθήματα αυτά που τον είχαν κατακυριεύσει. Τα αισθήματα είναι ένα ξένο, αντίθετο προς την φύση φαινόμενο της σύγχρονης μόδας. Τα αισθήματα είναι κάτι που κατασκευάζει ο άνθρωπος για τον εαυτό του, όταν τα έχει ανάγκη. Είναι εφόδια που φτιάχνει ο κόσμος και τα βγάζει σε ώρα ανάγκης. Κυρίως τα αισθήματα χρησιμεύουν όταν υπάρχει συνωστισμός ή σε λαϊκές συγκεντρώσεις. Φυσικά είναι χρήσιμα και στις σχέσεις ανάμεσα στους άνδρες, ιδιαίτερα στη Νότια Σουηδία. Τα αισθήματα είναι εργαλεία που τα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να εξουσιάζει τον εαυτό του και τους άλλους.
Εδώ στο Βορρά, τα αισθήματα είναι άχρηστα. Ο Χάνταρ δεν τα είχε χρειαστεί ποτέ. Δεν είχε καν να δώσει ιδιαίτερη προσοχή σ’ αυτά.
Όχι, όχι, αυτό που τον κυρίευε στις περιπτώσεις εκείνες, που δεν μπορούσε να διώξει τις σκέψεις του από την Μίνα και το παιδί, ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από τα αισθήματα. Ήταν κάτι ασύγκριτα μεγαλύτερο και πολύ πιο βαριάς μορφής.
Ήταν μια εσωτερική ταραχή, ένας σεισμός, μια αναστάτωση, που του έπαιρνε την ανάσα και του έσφιγγε την καρδιά. Ήταν κάτι σαν τον ήχο από ένα μεγάλο, δυνατό ακορντεόν. Ναι, πράγματι. Ήταν σαν να είχε πάρει όλο του το στήθος, όλο του το εσώτερο είναι, τη μορφή ενός ακορντεόν που ανοιγόκλεινε, βγάζοντας άναρθρους ήχους. Ήταν κάτι το ανυπόφορο. Ήταν αποκρουστικό.
Κάποια ονομασία γι αυτήν την ψυχική κατάσταση, δεν ήξερε.
Ναι, η Μίνα γέννησε ένα παιδί, έναν γιό, το γιό του Χάνταρ. Χανταρόπουλο έπρεπε να το είχαν πει. Θα μπορούσε να είχε αφήσει αυτό το όνομα για τους απογόνους του.
Ήταν ένα αγόρι, που αναμφισβήτητα έφερε τα δικά του χαρακτηριστικά. Είχε κατακόκκινα μάγουλα και μαύρα μάτια, πλατιά νύχια και δυνατές παλάμες. Στο μέτωπό του σχηματίζονταν βαθιές ρυτίδες, όταν οι σκέψεις πλημμύριζαν το νου του.
Η Μίνα ερχόταν στον Χάνταρ, του έφερνε το γιό μέσα στην ψάθινη κούνια του και του τον έδειχνε. Ήταν λίγων μόνο ημερών και η Μίνα καθόταν εδώ στην κουζίνα, κοντά στο τζάκι και τον θήλαζε.
Και ο Χάνταρ είχε την ευκαιρία να τον σηκώσει και να τον κρατήσει στην αγκαλιά του, να τον ψάξει με τα δάχτυλα στο παιδικό του σωματάκι και να διαπιστώσει ότι δεν είχε κανένα ελάττωμα, ότι ήταν τέλειος.
Είχε πει στη Μίνα, ότι Έντβαρντ ήταν ένα καλό όνομα. Ήταν το όνομα του παππού, του πατέρα του Χάνταρ. Ναι, στο παιδί έπρεπε να δοθεί αυτό το όνομα.
«Ωραία» του είχε πει η Μίνα. «Έντβαρντ, είναι ένα καλό όνομα. Μου αρέσει. Είναι ένα ωραίο όνομα»
Ύστερα ο Χάνταρ πήρε το παιδί και το πήγε στον παπά που το βάφτισε και του έδωσε το όνομα Λαρς. Το παιδί δεν έφερε ποτέ το όνομα Έντβαρντ, αλλά μόνο το Λαρς. Λαρς, λεγόταν ο πατέρας της Μίνας στο Σόρσελε, τον οποίο κανένας από τους δυό τους δεν είχε συναντήσει. Ο παππούς του παιδιού είχε χάσει τη ζωή του, όταν ένα σιδηροδρομικό βαγόνι με κάρβουνο είχε αναποδογυρίσει πάνω του.
«Είναι τρομερό πράγμα», είπε ο Χάνταρ, «να μη μπορεί άνθρωπος να έχει το σωστό του όνομα, να αναγκάζεται να ζει μια ζωή με λάθος όνομα, από τη μια μεριά να είναι ο εαυτός του και από την άλλη να αναγκάζεται να είναι κάποιος άλλος.
«Τώρα δεν αντέχω άλλο πια…» , είπε σε κάποια στιγμή ο Χάνταρ. «Θα πάω να κοιμηθώ και συ να πας να γράψεις το βιβλίο σου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου