Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Το φως της ημέρας διήρκεσε κανά – δυό ώρες. Ένα μικρό κομμάτι του ήλιου φάνηκε φευγαλέα κάποια στιγμή μακριά στον ορίζοντα, πάνω από τις βουνοκορφές στα νότια. Μετά την αυγή μετατράπηκε σιγά – σιγά αλλά αμετάπειστα σε δείλι.
Η γυναίκα πήγαινε στον Ούλοφ τις ώρες που είχε φως της ημέρας. Βέβαια ο Ούλοφ της είχε πει μια μέρα:
«Εσύ βέβαια μένεις στον Χάνταρ, κοιμάσαι στο δωμάτιό του πάνω στη σοφίτα, αλλά κατά βάθος εμένα σκέφτεσαι και πονάς. Δεν μπορείς να υποφέρεις στη σκέψη ότι θα με θάψει ο Χάνταρ, ότι θα με πετάξει στην λίμνη, σαν να ήμουν ένα ψόφιο μοσχάρι, ότι θα με δώσει για τροφή στα ψάρια»
Ο Ούλοφ τολμούσε κιόλας να ισχυριστεί, ότι η γυναίκα είχε μείνει για χάρη του, ότι ήθελε να βεβαιωθεί, πως δεν θα πέθαινε πριν από τον Χάνταρ. Αν τούτη η άκρη της γης ήταν έρημε, με εξαίρεση τον Χάνταρ και τον καρκίνο του, τότε η γυναίκα δε θα είχε μείνει.
«Δεν έχω μείνει εδώ’, τον διόρθωσε εκείνη. «Όπου να ναι φεύγω»
Τότε η φωνή του έγινε κλαψιάρικη και παραπονιάρικη και ο Ούλοφ άπλωσε το χέρι του και την άγγιξε στον αγκώνα. Τι ήθελε δηλαδή να πει αυτή η γυναίκα; Μήπως ότι η ζωή του δεν ήταν αρκετά ελκυστική, ώστε να αποτελέσει την απαραίτητη αιτία γι αυτήν να αναθεωρήσει ριζικά τα ταξιδιωτικά της σχέδια και να βάλει στην άκρη κάθε άλλη εργασία για χάρη του; Μήπως δεν ήταν ο Ούλοφ ένα πληρέστατο και αξιολογότατο αντικείμενο για τις δικές της πράξεις αγάπης; Μήπως δεν ήταν η ζωή του ελκυστική κι ωραία; Μήπως δεν είχε ανυπολόγιστη αξία;
«Η ζωή σου είναι καλή», του απάντησε εκείνη.
Τις τελευταίες εβδομάδες του είχαν παρουσιαστεί κάτι μικρά, κοκκινόχρωμα πρηξίματα, ιδιαίτερα στο στήθος και στους ώμους. Ο Ούλοφ είπε, ότι ήταν εξανθήματα.
Η γυναίκα τα έπλυνε με κρύο νερό και γλυκερίνη. Είχε βρει το μπουκαλάκι με τη γλυκερίνη σ’ ένα από τα τελευταία ράφια, πάνω, στα ψηλά στο ντουλάπι.
«Είναι της Μίνας η γλυκερίνη», της είχε πει ο Ούλοφ. «Την έβαζε στη μαρμελάδα που τρώγαμε όταν είχαμε ψάρια»
«Συνήθιζες να ψαρεύεις;», τον ρώτησε η γυναίκα. «Καθόσουν με τις ώρες και ψάρευες από την βάρκα σου στη λίμνη;»
«Ήταν για την Μίνα, το ωραιότερο πράγμα στη ζωή της», απάντησε εκείνος. «Της άρεσε πολύ, να κάθεται μέσα στη βάρκα κάτω στη λίμνη»
Η Μίνα συνήθιζε να του ετοιμάζει το σακίδιο με το φαγητό και μετά του έλεγε: «Πήγαινε τώρα να κάτσεις στη βάρκα σου στη λίμνη»
«Τα έτρωγες τα ψάρια;», τον ρώτησε.
«Η πέρκα τρώγεται, αν της ρίξει κανείς πολύ ζάχαρη», είπε ο Ούλοφ. «Τότε παίρνει τη γεύση του αμυγδαλωτού. Με τον λούτσο όμως δεν γίνεται τίποτε»
«Το ψάρι, πρέπει να το τρώει κανείς με τα χέρια, με τον αντίχειρα και το δείκτη», συμπλήρωσε ο Ούλοφ.
Είπε επίσης στη γυναίκα, ότι ήταν μεγάλη ατυχία που αυτή δεν είχε έρθει στο σπίτι του πολύ νωρίτερα. Σ’ αυτή την περίπτωση θα είχαν τη δυνατότητα να καθίσουν μαζί στη βάρκα στη λίμνη. Ο ίδιος θα ήταν πολλά χρόνια νεότερος. Δεν ήθελε όμως να της πει πόσα. Θα ήταν δυνατότερος, πιο ευκίνητος και πιο ευρηματικός. Αυτή ακριβώς η ιδιότητα, η ευρηματικότητα, ήταν που χαρακτήριζε κυρίως τον Ούλοφ. Δεν είχε εφεύρει μόνο το ζαχάρωμα της πέρκας, αλλά και την καροτόσουπα καθώς κι εκείνο το φαγητό που μαγειρεύεται από τις ρίζες του έλατου και τα τρυφερά βλαστάρια της ιτιάς και το σιρόπι που βγάζει το λίπος, για να μην αναφέρουμε όλα τα άλλα μικροαντικείμενα που είχε επινοήσει και δημιουργήσει μόνος του και που τώρα είχε ξεχάσει. Επιπλέον, ο ιδρώτας του μύριζε ωραία. Μύριζε σαν το σαπούνι και τη σκόνη πλυσίματος. Αλλά και λόγω της μνήμης του, έπρεπε η γυναίκα να τον είχε αναζητήσει πολύ νωρίτερα. Ο Ούλοφ είχε μια απίθανη και αλάνθαστη μνήμη. Τώρα όμως, η μνήμη του άρχιζε να τον εγκαταλείπει. Η μνήμη και οι περίπλοκοι συνειρμοί. Θυμόταν καθαρά πως οι σκέψεις του δένονταν μεταξύ τους, η μια με την άλλη σαν την ραχοκοκαλιά του ψαριού.
Αν είχε έρθει νωρίτερα θα μπορούσε να τον ρωτήσει για οτιδήποτε.
Ήθελε πολύ να της πει, ότι κάποτε στο παρελθόν ήξερε πολύ καλά, π.χ. τι σημαίνει θάνατος, αιωνιότητα και Θεός. Μπορούσε πραγματικά ν’ απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση. Τώρα όμως, τα είχε ξεχάσει όλα. Δεν θυμόταν τίποτε από τις σκέψεις του και όλες τις γνώσεις του. Αφού λοιπόν δεν είχε έρθει πολύ νωρίτερα, δεν θα μπορούσε πια ποτέ να βρει πειστική απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής.
Ο Ούλοφ θυμόταν όμως πάρα πολύ καλά, ότι τα ήξερε όλα. Η μνήμη του, η οποία αν το καλοεξέταζε κανείς δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα είδος λήθης, ήταν εξίσου καλή, όπως μια πίστη. Ναι, πράγματι. Η μνήμη του ήταν μια χαλύβδινη πίστη.
«Είναι σίγουρο και αληθινό, αυτό που σου λέω», της είπε.
Στο κέντρο κάθε κοκκινωπού οιδήματος στο στήθος και στα μπράτσα του είχαν εμφανιστεί σπυριά, κάτι μικρές άσπρες φουσκάλες και ο Ούλοφ παρατήρησε, ότι τα εξανθήματα αυτά είχαν αρχίσει να μαζεύουν υγρό.
«Γιατί θα έπρεπε να είχα έρθει ειδικά σε σένα για να σου θέσω τέτοια ερωτήματα;», ρώτησε η γυναίκα.
Για την μοναξιά, που η γυναίκα είχε αναφερθεί πολλές φορές σ’ αυτήν, ο Χάνταρ είπε:
«Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της μοναχικής ζωής είναι το γεγονός ότι δίνεται η δυνατότητα να γνωρίσει κανείς τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν χρειάζεται κανείς να κάνει προσπάθεια για να γνωρίσει κάποιον άλλο άνθρωπο. Μπορεί να δώσει όλες του τις δυνάμεις και όλες τις σκέψεις στον ίδιο του τον εαυτό. Τώρα, τολμώ να ισχυριστώ, ότι δεν υπάρχει τίποτα μέσα μου, που να μου είναι άγνωστο».
Συνεχίζοντας είπε, ότι αυτό που μισούσε περισσότερο από κάθε τι άλλο στους ανθρώπους ήταν η αυταπάτη. Ο ίδιος δεν είχε πει ποτέ ψέματα στον εαυτό του. Ήταν κριτής του εαυτού του και μάλιστα ήταν πολύ αυστηρός κριτής. Αν είχε κάποιο ελάττωμα, αυτό ήταν το εξής: ήταν αδυσώπητος με τον εαυτό του, συχνά μάλιστα σχεδόν βάναυσος.
Τέτοιας ήταν π.χ. σ’ ότι αφορά στα θέματα του πόθου για απολαύσεις και στα θέματα των ορμών. Σ’ αυτά τα θέματα είχε ξεκαθαρίσει τα πράγματα με τον εαυτό του με τέτοια σκληρότητα που οι ορέξεις καμιά φορά μετατρέπονταν στο αντίθετό τους. Είχαν γίνει γι αυτόν ένας σταυρός μαρτυρίου, που αναγκαζόταν να κουβαλάει στους ώμους του.
Ωστόσο, τα πράγματα πήγαιναν γι αυτόν ως επί το πλείστον καλά.
Η αγάπη για την αλήθεια ήταν γι αυτόν μια ιδιότητα που εκτιμούσε περισσότερο από κάθε άλλη στον εαυτό του.
Ποτέ δεν ήταν υποκριτής.
Αν ήθελε να είναι ειλικρινής, έπρεπε βεβαίως να παραδεχτεί πως μισούσε τον εαυτό του. Αλλά ήταν ταυτόχρονα περήφανος και χαιρόταν που είχε την δύναμη να είναι αληθινός. Αγαπούσε την αλήθεια ακόμα και στις πιο δύσκολες και πιο απαίσιες στιγμές της. Π.χ. είχε παρακαλέσει, είχε προσκυνήσει το γιατρό, να του δείξει την ακτινογραφία του όγκου του. Αν ήταν δυνατόν, θα ήθελε να του έκοβαν τον όγκο αυτόν και να τον έβαζαν σ’ ένα γυάλινο δοχείο, για να μπορεί να τον έχει συνέχεια μπροστά του. Αυτή τη σχέση είχε συνάψει με όλες τις παραμορφώσεις, τα καρκινώματα και τα τραύματα της ζωής του. Ήθελε να τα έχει μονίμως μπροστά του για να τα βλέπει.
Μια άλλη πολύτιμη αρετή του ήταν, ότι δεν ανακατευόταν στη ζωή των άλλων. Τους άφηνε πάντα στην ησυχία τους.
«Αυτή είναι η αλήθεια», είπε.
Ο Ούλοφ αντίθετα, κάποτε θα πνιγόταν και θα καταστρεφόταν από την ίδια την ψευτιά του και την υποκρισία του.
Αν είχε έρθει στο σπίτι του κάποια άλλη εποχή του χρόνου, είπε η γυναίκα στον Χάνταρ, … αν αυτός ο χειμώνας δεν ήταν τόσο απαίσιος, τότε δεν θα είχε μείνει ούτε καν τόσο φευγαλέα, όπως συνέβαινε τώρα. Δεν θα είχε επιτρέψει στον εαυτό της τόσο εύκολα καμία διανυκτέρευση. Θα είχε παραιτηθεί πραγματικά απ’ αυτή τη σύντομη παραμονή της στο σπίτι του Χάνταρ.
«Κάπου έπρεπε όμως να μείνεις», της είπε ο Χάνταρ.
Αργότερα η γυναίκα ρώτησε τον Χάνταρ για το παιδί. Μάλλον δεν ρώτησε, αλλά απλώς του έκανε νύξη για κείνο το μικρό πλάσμα που έφερε πρώτα στην κοιλιά της και αργότερα έξω στον κόσμο η Μίνα, εκείνο το πλάσμα που δεν του επέτρεψαν να πάρει το σωστό όνομα, το παιδί που η Μίνα κουβαλούσε στην ψάθινη κούνια. Τότε ο Χάνταρ άρχισε να μιλάει για τους πόνους του με οργισμένη φωνή και να χτυπάει το μέτωπό του και τους κροτάφους του με τις γροθιές του.
Της είπε, πως όφειλε να καταλάβει, ότι δεν μπορούσε να μιλήσει μαζί της εύκολα κι ελεύθερα, όπως αυτή ίσως περίμενε, ότι δεν μπορούσε να πιάσει ψιλοκουβέντα για το ένα και το άλλο θέμα, όπως σίγουρα συνηθιζόταν στη Νότια Σουηδία, γιατί οι πόνοι διέκοπταν συνεχώς τον ειρμό των σκέψεών του και της ομιλίας του. Ο πόνος, της εξήγησε, είναι σαν ένα ρολόι, που χτυπάει και σε αναγκάζει να σωπάσεις και να μετρήσεις τους χτύπους. Ή πάλι σαν τον δρυοκολάπτη που σταματάει για μια στιγμή ν’ αναπαυτεί και μετά πάλι αρχίζει να χτυπάει δαιμονισμένα με το ράμφος του τα δέντρα.
Ο Ούλοφ δεν είχε φυσικά πόνους και γι αυτό μπορούσε να μιλάει όσο ήθελε και για οποιοδήποτε πράγμα ήθελε, χωρίς να τον διακόπτει κανείς. Του αρκούσε μόνο να σταματήσει για λίγο και να πάρει μια ανάσα, που και που. Σε μια ζωή τόσο γλυκιά, όσο η δική του, ο πόνος δεν είχε καμιά θέση. Ωστόσο, μεταξύ γλύκας και αρμύρας υπάρχει κάποια σκοτεινή σχέση. Ναι, πράγματι. Ο πόνος είναι κατά κάποιο τρόπο η απώτερη, η ύστατη μορφή αρμύρας.
Τον αναστάτωνε αυτή η αίσθηση, ο πόνος δηλαδή, όπως αποκαλούσε τα βάσανα, τις ταλαιπωρίες και την οδύνη. Σε τελική ανάλυση, ο πόνος και η αναστάτωση είχαν την προέλευσή τους στο καρκίνωμα.
Ήθελε να πιστεύει, ότι επρόκειτο για ένα και μόνο όγκο, για αυτό χρησιμοποίησε ενικό. Είχε καταφέρει να τον συνηθίσει σε μεγάλο βαθμό και είχε μάθει να ζει μαζί του. Αν και είχε πολλαπλασιαστεί ο όγκος κι είχε αποκτήσει απογόνους με τη μορφή των παραφυάδων και των μεταστάσεων στα πιο απίθανα σημεία του σώματός του, ωστόσο οι σκέψεις του Χάνταρ προτιμούσαν να επιμένουν στον πρώτο και σίγουρα γνήσιο όγκο. Έτσι και ο πόνος παρέμενε με τον τρόπο αυτό ακέραιος κι αδιαίρετος.
Θα ήταν ανυπόφορο ή εν πάση περιπτώσει θα ήταν περιττό να εντείνει κανείς τις δυνάμεις του και να σκέφτεται λαβύρινθους θυγατρικών ή δεύτερης κατηγορίας πόνων, τους οποίους το λογικό στη ματαιοδοξία του αναγκάζεται να διαχωρίσει και να σχηματίσει μια συγκεκριμένη άποψη γι αυτούς.
Βέβαια δεν είναι δυνατόν να αρνηθεί κανείς ότι ο πόνος, αν κανείς καλοεξετάσει την καρδιά και τα νεφρά, αποτελείται στην πραγματικότητα από αναρίθμητα ρυάκια και παραποτάμους που τελικά ενώνονται σ’ έναν μεγάλο ποταμό, ο οποίος διαπερνά ολόκληρο τον οργανισμό. Αλλά για την ανθρώπινη αίσθηση του πόνου αυτό δεν έχει καμιά σημασία.
Κατά την γνώμη του Χάνταρ, ο Ούλοφ δεν θα μπορούσε ποτέ να μιλήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο με τη γυναίκα, γιατί δεν είχε γνωρίσει τον πόνο. Δεν ήταν καν άρρωστος.
Αυτός βρισκόταν απλώς στα πρόθυρα του θανάτου.
«Ή μήπως δεν είναι ετοιμοθάνατος;», ρώτησε.
«Ναι», του απάντησε η γυναίκα. «Πρέπει να είναι στα τελευταία του».
«Ο πόνος είναι σπάνιος εδώ στα βόρεια», συνέχισε ο Χάνταρ. «Όπως και να έχει το πράγμα πάντως, δεν τον συναντά κανείς συχνά. Ο ίδιος δεν μπορούσε να θυμηθεί, αν είχε δει ποτέ πόνο με τη σημασία της λέξης, στους γνωστούς και τους συγγενείς του, παρόλο που πολλοί από τον κύκλο του αποδεδειγμένα είχαν αρρωστήσει ή ακόμα είχαν πεθάνει. Ίσως να υπήρχε πόνος στις περιπτώσεις αυτές, αλλά αυτός δεν έτυχε να τον διαπιστώσει ποτέ. Ίσως το κρύο, το χιόνι και η σκοτεινιά να είχαν μια καταπραϋντική επίδραση στον πόνο.
Ο Χάνταρ είχε καταλάβει ότι στα νότια ο πόνος είναι αφάνταστα πιο συνηθισμένος και εμφανής.
Για το λόγο αυτό το γεγονός ότι η γυναίκα είχε αποφασίσει να κάνει αυτό το ταξίδι για χάρη του και να μείνει κοντά του, του έδινε χαρά, τουλάχιστον του απάλυνε ως ένα βαθμό τα βάσανα. Και αφού η γυναίκα αυτή καταγόταν από τον Νότο, μπορούσε να μιλάει μαζί της εντελώς ελεύθερα, σχεδόν επιπόλαια για τον πόνο. Δεν χρειαζόταν να τον κρύβει, γιατί γι αυτήν ο πόνος ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
Όλοι οι άνθρωποι έπρεπε, κατά τη γνώμη του Χάνταρ, να έχουν στο πλάι τους έναν άνθρωπο από το Νότο στα τελευταία τους. Να έχουν έναν άνθρωπο, ο οποίος δεν ντρέπεται, για να μη πούμε μένει εντελώς απαθής, όταν έρχεται σε επαφή με τον πόνο και μπορεί να ακούσει οποιοδήποτε παράπονο.
Οι τελευταίοι πόνοι της ζωής είναι και οι πιο δυνατοί, απερίγραπτα δυνατοί.
Και δεν περιορίζονται μόνο στο παρόν, αλλά κουβαλούν μέσα τους και υπολείμματα από αναρίθμητους πόνους του παρελθόντος, θολούς και ρυπαρούς πόνους απ’ όλα τα κατακάθια του βυθού της ίδιας μας της ζωής, που αναδύονται στην επιφάνεια από το ανακάτωμα. Το κεφάλι του Χάνταρ ίσως δεν ήταν αρκετά μεγάλο για να χωρέσει όλους αυτούς τους πόνους που αναγκαζόταν να αισθάνεται και να αναλογίζεται. Από τη μια μεριά, ο πόνος τον κούραζε σε τέτοιο βαθμό, που κατά βάθος ήθελε να αποκοιμηθεί στον αιώνιο ύπνο. Από την άλλη μεριά όμως ο πόνος τον κρατούσε ξάγρυπνο. Αμέσως μετά το θάνατο σκεπτόταν μόνο να ξεκουραστεί. Μετά θα έβλεπε.
Ωστόσο, τελειώνοντας, ο Χάνταρ είπε μερικά λόγια και για το παιδί που του είχε γεννήσει η Μίνα.
«Μεγάλωσε», είπε. «Μεγάλωσε και ψήλωσε πολύ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου