Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Σέρνοντας το σώμα της στα τέσσερα πάνω στα γόνατα και στους αγκώνες της, έφτασε τελικά στην επίπεδη πέτρα. Ψηλάφιζε με τα χέρια το έδαφος μπροστά της με αποτέλεσμα να σπάσουν οι άκρες των νυχιών της πάνω στα χαλίκια και στα ξυλαράκια. Πάνω στη πέτρα βρισκόταν ένα κομμάτι ξύλο, περιτυλιγμένο σε ένα πέπλο από σκόνη και ιστούς από αράχνες. Έχωσε το ξύλο κάτω από το πανωφόρι της και το έβγαλε έξω στο φως της ημέρας.
Ναι, βέβαια, το ξύλο αυτό μπορούσε κάλλιστα να ήταν μια κούκλα, τουλάχιστον πριν χάσει τα χρώματά του και πριν φαγωθούν όλες σχεδόν οι προεξοχές του. Τότε πράγματι ίσως να ήταν μια κούκλα. Ίσως να υπήρχαν σ’ αυτό το κομμάτι ξύλου κεφάλι, βραχίονες, πλάτες και πόδια.
Ο Χάνταρ που καθόταν στον καναπέ, άρπαξε αμέσως το ξύλινο αντικείμενο και με τα δυό του χέρια και το κρατούσε μπροστά του. Το πηγούνι του είχε βυθιστεί προς τα κάτω, έτσι που οι ρυτίδες του προσώπου του σχεδόν είχαν εξαφανιστεί. Από τα χείλη του έβγαιναν σάλια. Και όταν τελικά προσπάθησε να πει κάτι, έδινε την εντύπωση πως δεν μπορούσε να πάρει αναπνοή.
Ναι, πράγματι αυτή ήταν. Ήταν η κούκλα του. Ο Ούλοφ, δεν την είχε βρει, ούτε είχε σαπίσει. Της είχε διαλέξει την μόνη κατάλληλη πέτρα για να την τοποθετήσει,. Ήδη από τότε ήταν πολύ πιο πονηρός από τον Ούλοφ. Ήταν παράξενο, ναι, ήταν σχεδόν ένα θαύμα, ότι είχε διατηρηθεί τόσο καλά, ώστε να τη βρει τώρα πάλι, ακέραια και παρθένα. Ήταν σα να είχε αναστηθεί η κούκλα από τους νεκρούς κι αυτό είχε σίγουρα κάποιο κρυφό νόημα.
«Κοίτα, πως κάνει σα να χαμογελάει με τα μάτια», είπε ο Χάνταρ στη γυναίκα.
«Κοίτα τι υγεία που ακτινοβολεί το χρώμα του προσώπου της. Κοίτα τι ωραία σκαλισμένες που είναι οι αρθρώσεις στα γόνατά της και στα πόδια της»
«Ναι», απάντησε η γυναίκα. «Είναι παράξενο»
«Μπορώ να την κρατήσω κοντά μου τούτη τη νύχτα;’, ρώτησε ο Χάνταρ
«Αυτό δεν είναι ανάγκη να το ρωτάς», του απάντησε η γυναίκα.
«Ποιόν άλλο να ρωτήσω;», είπε ο Χάνταρ.
Αργότερα τα διηγήθηκε όλα αυτά στον Ούλοφ. «Ο Χάνταρ ξαναβρήκε την κούκλα του», του είπε η γυναίκα. «Την ξύλινη κούκλα με την οποία έπαιζε όταν ήταν μικρό παιδί».
«Δεν είναι δυνατόν», είπε ο Ούλοφ. «Ο Χάνταρ μου είχε πει ότι της έδεσε μια πέτρα και την πέταξε στη λίμνη»
Ο Ούλοφ είχε αρχίσει να βήχει. Πιθανώς να πέθαινε κατά τη διάρκεια μιας έκρηξης βήχα.
«Η κούκλα ήταν κάτω από μαντρί των ζώων», συνέχισε η γυναίκα. «Πάνω σε μια επίπεδη πέτρα»
«Α, τον κερατά! Κι εγώ που έψαχνα σαν τρελός. Τρελάθηκα στο ψάξιμο», είπε ο Ούλοφ.
Μετά όμως ο Ούλοφ ήθελε να συζητήσει άλλα πράγματα. Έδειχνε ότι είχε τέτοια ανάγκη.
«Κι εσύ τι κάνεις; Γράφεις;», ρώτησε τη γυναίκα. «Ασχολείσαι ακόμα μ’ εκείνο το βιβλίο; Δεν έχεις λοιπόν μόνο τον Χάνταρ. Έχεις και το βιβλίο»
Του θύμισε ότι θα έφευγε σύντομα. Πρόσθεσε όμως, ότι θα έμενε λίγο ακόμα. Ενώ δηλαδή έφευγε, έμενε ταυτόχρονα, του διευκρίνισε και τον ρώτησε αν το καταλάβαινε αυτό. Ναι, βέβαια. Έγραφε και είχε και τον Χάνταρ, αλλά ούτε το ένα ούτε το άλλο ήταν πρόβλημα γι αυτήν. Έγραφε κάμποση ώρα κάθε βράδυ, ενώ παλιότερα συνήθιζε να γράφει τα πρωινά. Το βραδινό γράψιμο της φαινόταν τώρα σαν κάτι το εντελώς φυσιολογικό. Κάθε άνθρωπος διαλέγει ένα θέμα για τον εαυτό του. Οτιδήποτε κι αν διάλεγε κανείς, θα μπορούσε να ενταχθεί σε οποιοδήποτε θέμα. Εδώ πάνω στο βορρά βρήκε κατά κάποιο τρόπο τον εαυτό της. Αισθανόταν μια ανεξήγητη έλξη για τις κοινές υποθέσεις του Ούλοφ και του αδελφού του, του Χάνταρ. Δεν μπορούσε να αντισταθεί στην ιδέα να βλέπει σαν καλλιτέχνημα το άσκοπο παιγνίδι του ανταγωνισμού τους, ποιος θα ζήσει περισσότερο από τον άλλο, ένα παιγνίδι που υποδήλωνε κάτι το διαφορετικό και κατά κάποιο τρόπο ήταν ομοιόμορφο με τις δικές της επιδιώξεις. Ναι, πράγματι. Αισθανόταν πολύ καλά. Η θανάσιμη, αλλά ταυτόχρονα τρελή σοβαρότητα, ο συνδυασμός της αφοσίωσης με την αδιαφορία και την εγκατάλειψη ήταν ακριβώς αυτό που μπορούσε να την γεμίζει και να την κάνει να αισθάνεται προσωρινά σα στο σπίτι της. Προσπαθούσε πάντα να αποφεύγει να υπερεκτιμά την αξία της δικής της ζωής και να μπορεί έτσι να την εκμεταλλεύεται αδίστακτα. Δεν ήταν καμιά σημαντική συγγραφέας, δεν είχε ποτέ την επιθυμία να γίνει μεγάλη συγγραφέας. Απλώς έγραφε.
Ο Ούλοφ την κοιτούσε χωρίς να στρέφει αλλού το πρόσωπό του. από την άκαρπη προσπάθεια που έκανε να καταλάβει και να ερμηνεύσει τα λεγόμενά της, το λίπος κάτω από την επιδερμίδα του προσώπου του, έδινε την εντύπωση ότι είχε κοκαλιάσει.
«Θα μπορούσα να διαβάσω κανένα από τα βιβλία που έχεις γράψει», της είπε.
Όμως αυτή τον απέτρεψε να κάνει κάτι τέτοιο. Όχι δεν θα ήταν καλό γι αυτόν να ξοδέψει τις πνευματικές του δυνάμεις στο διάβασμα ή σε άλλες παρόμοιες ματαιοδοξίες. Ο Χάνταρ δεν θα έκανε πραγματικά ποτέ κάτι τέτοιο. Εξάλλου δεν ήταν από τη φύση του αναγνώστης των έργων της.
Αυτοί που διάβαζαν τα βιβλία της, δεν το έκαναν συνειδητά, έχοντας κάποιο στόχο, έτσι δηλαδή όπως ήθελε αυτός να τα διαβάσει. Οι αναγνώστες της δεν ήξεραν στην πραγματικότητα τίποτε γι αυτό που επρόκειτο να διαβάσουν. Βασικά δεν ήξεραν καν κάτι για τη ζωή. Ήταν κάτοικοι των πόλεων του Νότου και το διάβασμα δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά μια από κείνες τις χαλαρές συνήθειές τους. Ειλικρινά δεν ήξερε τίποτα γι αυτούς. Και δεν τους καταλάβαινε. Απλώς τύχαινε να πάρουν ένα από τα βιβλία της στα χέρια τους, κατά τον ίδιο τρόπο που κι αυτή εντελώς τυχαία έπαιρνε κάποιο θέμα και έγραφε γι αυτό.
Εκείνη ακριβώς τη μέρα ο Ούλοφ είχε φάει μπισκότα αμυγδάλου και σκουροκόκκινη μαρμελάδα από ένα τετράγωνο γυάλινο βάζο.
«Αλλά γιατί μιλάμε άραγε για όλα αυτά;», αναρωτήθηκε η γυναίκα.
«Μιλούσαμε για εκείνη την ξύλινη κούκλα», της θύμισε ο Ούλοφ. «Για την κούκλα του Χάνταρ»
2
«Ο Ούλοφ είναι καλά», είπε η γυναίκα στο Χάνταρ. «Γίνεται όλο και πιο δυνατός για κάθε μέρα που περνάει. Μπορεί να ζήσει πολλά χρόνια ακόμα»
«Τη μια μέρα λες ότι πρέπει κάποιος να αναλάβει να τον φροντίζει», της απάντησε ο Χάνταρ, «… και την άλλη μέρα ισχυρίζεσαι ότι είναι δυνατός και υγιής»
Όταν σηκωνόταν από τον καναπέ ήθελε πάντα την βοήθειά της. Τώρα άπλωσε τις παλάμες του προς το μέρος της, σα να αρνούνταν την βοήθειά της, σα να την έδιωχνε. Ταυτόχρονα όμως καλούσε βοήθεια.
«Έτσι είναι η καρδιά…», είπε, «… στα καλά καθούμενα όμως μπορεί να πάθει συγκοπή»
«Η καρδιά είναι σαν μια διαβολική μηχανή»
Η γυναίκα είχε τοποθετήσει τον κουβά στα πόδια του κρεβατιού. Ενώ καθόταν πάνω στον κουβά ο Χάνταρ είπε:
«Ο καρκίνος είναι εντάξει. Προχωράει ο ταλαίπωρος και κάνει τη δουλειά του, όπως πρέπει. Τον καρκίνο ξέρει κανείς που τον έχει. Δεν είναι τυχαίο, ότι εγώ έχω καρκίνο κι αυτός έχει την καρδιά. Ο Ούλοφ ήταν πάντα ανυπολόγιστος και αφερέγγυος. Ήταν αναπόφευκτο αυτός να πάθει καρδιά κι εγώ καρκίνο».
Κάτι είχε συμβεί με τη μυρωδιά του σώματός του, γιατί η γυναίκα δεν την αισθανόταν τώρα πια. Όταν κατέβαινε τα πρωινά και τον συναντούσε, θυμόταν κάπως αόριστα και φευγαλέα αυτή τη μυρωδιά. Τώρα όμως έπαψε πια να την τυραννά. Απλώς όμως είχε μείνει η ανάμνησή της.
Αργότερα, όταν ο Χάνταρ ξάπλωσε πάλι στον καναπέ, είπε:
«Ότι συμβαίνουν θαύματα, αυτό το ξέρουμε. Πράγματι συμβαίνουν θαύματα. Άνθρωποι ανασταίνονται από τους νεκρούς και ερπετά μπορούν να βγάλουν φτερά και να πετάξουν. Κι ο καρκίνος μπορεί να εξαφανιστεί, μπορεί να λιώσει σαν ένα κομμάτι πάγος που έτυχε να πέσει μέσα στο πουκάμισο ενός ανθρώπου»
«Το πιστεύεις πραγματικά αυτό;» τον ρώτησε η γυναίκα.
«Είναι το μόνο πράγμα που μπορεί κανείς να ξέρει με βεβαιότητα», της απάντησε αυτός. «Όλα τα πράγματα μπορούν να έχουν οποιαδήποτε εξέλιξη. Το μόνο πράγμα που είναι σίγουρο, είναι ότι συμβαίνουν θαύματα»
Ούτε καν η μυρωδιά από τον κουβά, δεν της προκαλούσε πια δυσφορία. Τον πήρε και τον έβγαλε έξω, όπου τον άδειασε πάνω στο χιόνι μπροστά από το σπίτι.
Όταν διηγήθηκε στον Χάνταρ, πόσο την ενοχλούσε παλιότερα η μυρωδιά που ανέδιδε – χρησιμοποίησε μάλιστα τη λέξη βρώμα – και ότι αυτός ήταν ο λόγος που έπλενε τόσο ευσυνείδητα τα ρούχα του και αυτόν τον ίδιο, αλλά τώρα πια είχε χαθεί, είχε εξαφανιστεί η παράξενη αυτή μυρωδιά, τότε ο Χάνταρ απάντησε:
«Η μυρωδιά του σώματός μου είναι η ίδια όπως και πριν. Μάλλον θα έλεγα ότι γίνεται χειρότερη κάθε μέρα που περνάει και είναι μια αφάνταστη ταλαιπωρία για μένα. Από λεπτότητα όμως δεν θέλησα να σου πω τίποτα ως τώρα».
Από το παράθυρο του σπιτιού του Χάνταρ, η γυναίκα παρακολουθούσε την καπνοδόχο του Ούλοφ και τα σινιάλα καπνού. Όταν η θερμοκρασία έπεφτε ο καπνός γινόταν λευκότερος και αραιότερος και ανέβαινε ομαλά, χωρίς διακοπές. Τις λίγες μέρες όμως που ο καιρός καλυτέρευε κάπως, ο καπνός γινόταν πιο μαύρος και η πορεία του προς τον ουρανό πιο ανώμαλη. Επιπλέον διακοπτόταν κατά διαστήματα εντελώς. Όλον σχεδόν τον ελεύθερό της χρόνο τον αφιέρωνε παρακολουθώντας τον σημαδιακό και συναρπαστικό αυτόν καπνό. Όταν συνομιλούσε με τον Χάνταρ ή άκουγε τους αναστεναγμούς του και τα ροχαλητά του κοίταζε ταυτόχρονα τον καπνό. Καθάριζε συνεχώς το μονοπάτι ανάμεσα στα δυό σπίτια από το χιόνι, για να μπορεί, αν χρειαζόταν, να τρέξει κοντά του σε λιγότερο από ένα λεπτό.
Πότε – πότε ο Χάνταρ έλεγε:
«Ναι, αλλά δεν σε φέραμε εδώ για χατίρι του Ούλοφ»
Όταν ο Χάνταρ κοιμόταν, δηλαδή τις ώρες που ήταν ναρκωμένος από τα παυσίπονα, η γυναίκα έτρεχε στον Ούλοφ. Δεν μπορούσε να το χωνέψει, ότι ο Χάνταρ μόλις πριν από μερικές ημέρες ή κανά – δυό βδομάδες ή μπορεί και κανά μήνα, είχε πάει με το αυτοκίνητό του στο χωριό και την είχε φέρει στο σπίτι του, είχε τη δύναμη ν’ ακούσει τη διάλεξή της, χωρίς να χάσει τις αισθήσεις του και χωρίς να παραπονεθεί για τίποτα. Και τώρα…
Μια μέρα δεν μπόρεσε να κρατηθεί και είπε στον Ούλοφ:
«Πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν την τύχη να έχουν κάποιο σκοπό και να μπορούν να χαίρονται τη ζωή τους μέχρι τα τελευταία τους, όπως εσύ, που απολαμβάνεις αυτές τις καραμέλες που τρως συνεχώς»
«Εγώ δεν απολαμβάνω τις καραμέλες…», της απάντησε εκείνος, «… απλώς τρέφομαι μ’ αυτές»
Όχι ασφαλώς. Μια τέτοια αδιαντροπιά και επιπολαιότητα, όπως είναι η απόλαυση, δε μπορούσε ο Ούλοφ να διαπράξει. Κάτι τέτοιο δεν το είχε κάνει ποτέ. Στο δικό του κόσμο δεν υπήρχαν περιθώρια για τέτοια τιποτένια πράγματα, όπως είναι οι απολαύσεις της σάρκας, για να μη πούμε τίποτα για τις ψυχικές απολαύσεις. Όχι, ο Ούλοφ ζούσε εντελώς απλά και μόνο για χάρη του Χάνταρ ή πιο σωστά, ζούσε για χάρη του εαυτού του σε σχέση με τον Χάνταρ. Θα απελπιζόταν εντελώς, αν ανακάλυπτε μια απόλαυση ή μια ευχάριστη αίσθηση ή κάτι άλλο που θα μπορούσε να αποτελέσει μια ακόμη αιτία για να ζει κανείς. Δεν ήθελε να έχει κάτι παρόμοιο με την ξύλινη κούκλα του Χάνταρ. Μια απόλαυση μπορεί το πολύ να οδηγήσει σε κάτι τόσο γελοίο και παροδικό όπως είναι η ικανοποίηση. Ο Ούλοφ τα είχε βρει τόσο καλά με την ψυχή του, είχε συμβιβαστεί με το ότι η ζωή του ήταν τόσο απλή, όσο φαινόταν, ότι είχε ένα και μόνο νόημα. Αυτή η απλότητα του ταίριαζε. Θα ήταν πολύ επικίνδυνο να διασκορπίσει κανείς την ζωή σε πάρα πολλούς στόχους. Εκτός από τον ένα και μοναδικό προορισμό, όλα θα ήταν χωρίς νόημα, κάτι που συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Σε ότι αφορούσε τον ίδιο, θα ήθελε να παραπέμψει στο παράδειγμα των δέντρων, των ελάτων και ειδικότερα των πεύκων, στον τρόπο που αυτά ζουν τη ζωή τους και υπερασπίζονται την ύπαρξή τους.
Ούτε καν όταν μιλούσε δεν κατάφερνε ο Ούλοφ να ορθώσει το σώμα του. Έπαιρνε με δυσκολία ανάσα κι αυτό τον έκανε να πρήζεται και να βράζει ακόμα περισσότερο. Τα μάγουλά του και οι ζάρες του κάτω από το πηγούνι έτρεμαν και ταρακουνιούνταν. Τα δέντρα, εξήγησε στη γυναίκα, έχουν ένα και μόνο προορισμό στη ζωή, δηλαδή να στέκονται όρθια. Πέρα απ’ αυτό δεν κάνουν τίποτα άλλο. Το μεμονωμένο δέντρο έχει αποκλειστικά και μόνο ένα σκοπό. Να στέκεται όρθιο. Τόσο οι ρίζες του, όσο και το φύλλωμά του, από κάτω ως την κορυφή, είναι διαποτισμένα ως το μεδούλι με το μοναδικό σκοπό, να μη πέσει το δέντρο στο σύνολό του στο έδαφος. Κι αυτός ο ίδιος έβλεπε τον εαυτό του σα δέντρο, σαν ένα λυγερό πεύκο εκεί απάνω στο βουνό.
«Ναι…», του απάντησε η γυναίκα, «… σε καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω πως σκέφτεσαι»
Ο Ούλοφ σιώπησε για λίγο, προτού αποτελειώσει τον συλλογισμό του. Το σώμα του σωριάστηκε σα σακί με πατάτες και φούσκωσε στα πλευρά.
Αν η γυναίκα πίστευε, ότι αυτός ήταν ένας άνθρωπος των απολαύσεων, τότε έκανε μεγάλο λάθος. Εδώ πάνω δεν υπήρχαν γενικότερα άνθρωποι των απολαύσεων. Αυτό τολμούσε να το ισχυριστεί. Τον άνθρωπο των απολαύσεων τον έδιωχναν από εδώ το ψύχος και η λιτότητα της γης. Στη νότια Σουηδία υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι. Υπήρχαν μάλιστα και πραγματικοί ηδονιστές. Εδώ όμως όχι. Από την άλλη πλευρά αυτό δεν σήμαινε ότι ο Ούλοφ αγνοούσε παντελώς τις απολαύσεις, ότι δεν ήξερε τι είναι απόλαυση. Αυτό δεν έπρεπε να το πιστεύει η γυναίκα.
Τότε εκείνη τον παρακάλεσε να της πει τι ήξερε για τις απολαύσεις.
Ήταν μια φορά στα πρώτα παιδικά του χρόνια, της είπε. Ήταν μια ανάμνηση που τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή. Μια ανάμνηση που όχι μόνο τον ακολουθούσε, αλλά και που τον καθοδηγούσε, ίσως και να τον είχε κατακυριεύσει εντελώς.
Είχε ένα παππού, που μάζευε μέλι από τις φωλιές των αγριομελισσών. Ο παππούς έκανε εξορμήσεις με το σκύλο του ψάχνοντας τις φωλιές των αγριομελισσών και όταν τις έβρισκε μάζευε το μέλι σε ένα δοχείο που κουβαλούσε στο εκδρομικό σακίδιό του. Τελικά ο παππούς χάθηκε στα δάση. Ύστερα από πολύ καιρό βρήκαν το λείψανό του σε ένα πηγάδι σε μια ερημική τοποθεσία και το ανέβασαν με κουβά από κει. Σ’ ένα ντουλάπι όμως της κουζίνας, πίσω από τις κονσέρβες με τις ρέγγες και τα δοχεία με τη μαρμελάδα, είχε μείνει ένα γυάλινο βάζο με ξύλινο καπάκι, γεμάτο με μέλι από αγριομέλισσες. Κανένας δεν θυμόταν, ούτε ήξερε τίποτε για εκείνο το γυάλινο δοχείο. Ο Ούλοφ, που ήταν ακόμα μικρό παιδί, μπορούσε να μπουσουλάει οπουδήποτε και να γίνεται αόρατος. Σύρθηκε λοιπόν κάτω από το τελευταίο συρτάρι του ντουλαπιού της κουζίνας και βρήκε το γυάλινο δοχείο. Ξεβίδωσε το ξύλινο καπάκι, έχωσε μέσα τα δάχτυλά του και γλείφοντας τα, άρχισε να τρώει το μέλι από τις αγριομέλισσες.
Ήταν η πρώτη φορά που ο Ούλοφ δοκίμαζε καθαρό γλυκάδι. Ήταν μια γλύκα που δεν είχε αναμιχθεί με καμιά άλλη ουσία. Ήταν δηλαδή μια γλύκα αυτή καθαυτή, η γλυκύτερη γεύση που μπορεί να δοκιμάσει ο άνθρωπος. Αισθάνθηκε το μέλι να διαπερνά όλο του το είναι και να τον οδηγεί σε μια ψυχική κατάσταση ευφορίας και έκστασης. Ήταν μια στιγμή τέλειας, απόλυτης απόλαυσης. Μια στιγμή και μια κατάσταση που ο Ούλοφ σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του, προσπαθούσε αδιάκοπα να επαναβιώσει, αν και δεν το κατάφερε σχεδόν ποτέ. Αφού έγλειψε το βάζο  με τόση λαιμαργία, που αυτό έδινε την εντύπωση ότι είχε πλυθεί με γνήσιο νερό πηγής, βγήκε από την κρύπτη του, σπρώχνοντας τα κουτιά με τις ρέγγες και τα άλλα μπουκάλια. Μετά απ’ αυτήν την εμπειρία με το μέλι από αγριομέλισσα δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος, όπως και πριν.
Ωστόσο, απόλαυση δεν είναι η σωστή λέξη, πρόσθεσε ο Ούλοφ. Πως θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς το αχαρακτήριστο! Τι όνομα να δώσει σε κάτι που δεν μπορεί να περιγραφεί με τίποτα! Αν ήξερε τη σωστή λέξη, θα την έλεγε.
«Τώρα πρέπει να έχει ξυπνήσει ο Χάνταρ…», είπε η γυναίκα, «… και όταν ξυπνάει, με φωνάζει»
«Δεν άρχισε ακόμα να σε χαρακώνει με το μαχαίρι;», την ρώτησε ο Ούλοφ.
«Δεν είναι τέτοιος ο Χάνταρ», απάντησε η γυναίκα. «Ως επί το πλείστον κοιμάται. Και δεν βρωμάει πλέον. Η βρώμα του ήταν στην πραγματικότητα το μόνο πράγμα που ήταν δύσκολο να υποφέρει κανείς στον Χάνταρ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου