Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

«Πρέπει να κάνω κάτι… τι να κάνω;», είπε η γυναίκα.
«Κάτσε και γράψε», της απάντησε ο Χάνταρ.
«Αν καθίσω εκεί πάνω και αρχίσω να γράφω, θα περάσει το εκχιονιστικό μηχάνημα και δεν θα το ακούσω»
«Εδώ είναι όλα εντάξει, δεν χρειάζεται να γίνει τίποτα», είπε ο Χάνταρ.
«Μπορώ να κάνω οτιδήποτε. Πραγματικά οτιδήποτε»
Σε μια γωνιά που προοριζόταν για τα σκουπίδια, πίσω από την κουζίνα, βρήκε μια τσίγκινη σκάφη. Ζέστανε νερό σε τέσσερις κατσαρόλες και μετά βούρτσισε το πάτωμα. Μετά είπε στον Χάνταρ, ότι θα του έπλενε τα ρούχα. Έτσι, όταν θα ερχόταν το εκχιονιστικό μηχάνημα και θα έφευγε, ο Χάνταρ θα ήταν καθαρός και, το κυριότερο, απελευθερωμένος από αυτή τη βαριά οσμή που τον ακολουθούσε παντού. Αυτό θα ήταν μια καλή πράξη απέναντι στον επόμενο άνθρωπο που θα ερχόταν, σ’ αυτόν που έπρεπε να έρθει για να τον φροντίσει.
«Και τι θα φορέσω εγώ, αν μου πλύνεις τα ρούχα;», ρώτησε ο Χάνταρ. «Που θα βρω καινούργια ρούχα, αν μου πλύνεις τούτα που φοράω;»
«Βάλε κάτι άλλο, οτιδήποτε, ώσπου να στεγνώσουν», του είπε η γυναίκα.
«Δεν θυμάμαι να έχω βάλει ποτέ άλλα ρούχα, εκτός απ’ αυτά», απάντησε ο Χάνταρ. Και συνεχίζοντας της είπε ότι τα ρούχα δεν είναι ποτέ κάτι τυχαίο. Δεν επιτρέπεται να τα μεταχειριστεί κανείς αυθαίρετα, χωρίς φροντίδα. Είναι ένα με τον άνθρωπο κατά ένα τρόπο βαθιά προσωπικό και θεμελιακό. Όφειλε να την πληροφορήσει, ότι φορούσε πάντα εκείνο ακριβώς το δίχρωμο, κόκκινο και μπλε, καρό πουκάμισο, εκείνη τη μάλλινη μπλούζα και αυτό το μαύρο παντελόνι. Αυτά τα ρούχα ήταν τα μόνα κατάλληλα για αυτόν. Βέβαια είχαν περάσει από πάνω του πολλές αλλαξιές πουκάμισα, μπλούζες και παντελόνια, αλλά στην πραγματικότητα ήταν πάντα τα ίδια ρούχα. Έπρεπε βέβαια να παραδεχτεί, ότι το καλοκαίρι συνήθιζε να μη φοράει τη μάλλινη μπλούζα, αλλά αυτό το έκανε για να αποφύγει τα κουνούπια. Ως γνωστόν, το μαλλί τραβάει τα κουνούπια. Επιπλέον τα ρούχα πρέπει να πλένονται με μέτρο. Το νερό φθείρει το ύφασμα και το νήμα διαλύεται. Πέφτουν τα κουμπιά και οι ραφές ανοίγουν. Υπάρχει ακόμα ο μεγάλος κίνδυνος, να αρχίσουν να μυρίζουν κατά τρόπο ξένο προς το σώμα. Η μυρωδιά του νερού είναι κρύα και αφιλόξενη. Ύστερα από κάθε τέτοιο, άχρηστο αναμφίβολα πλύσιμο, το σώμα, ας το πούμε έτσι, αναγκάζεται με μεγάλο κόπο να επανακατακτήσει τα ρούχα. Τόλμησε μάλιστα να ισχυριστεί, ότι η αιτία για την ηθική παρακμή και την αυξανόμενη κοινωνική εξακρίβωση είναι ακριβώς αυτό το υπερβολικό και απορριπτέο πλύσιμο. Εκτός των άλλων έπρεπε να σκεφτεί κανείς και το νερό. Αν μια ωραία μέρα το νερό τελείωνε λόγω της μεγάλης κατανάλωσης στο πλύσιμο, τότε τίποτε δεν θα μπορούσε να βάλει φραγμό στην ξηρασία και τις επακόλουθες πυρκαγιές. Όχι τίποτε άλλο, αλλά απλώς ήθελε να επισημάνει αυτούς τους κινδύνους.
Τελικά όμως, της παρέδωσε παρόλα αυτά τα ρούχα του. Εκείνη τον άφησε πρώτα να πει ότι ήθελε και περίμενε. Ούτε η ντροπή ήταν λόγος για τον Χάνταρ, να μη θέλει να πλύνει τα ρούχα. Δεν σκοτιζόταν αυτός καθόλου, αν τύχαινε και τον έβλεπε η γυναίκα σχεδόν γυμνό. Τα ρούχα αυτά καθ’ αυτά ήταν γι αυτόν το πρόβλημα, ότι δηλαδή δεν ήθελε να τα αποχωριστεί, να τα εγκαταλείψει.
Έπλενε και ξέπλενε, έπλενε και ξέπλενε για πολλή ώρα. Πέντε φορές άλλαξε νερό στην τσίγκινη σκάφη. Στην τελευταία αλλαγή το νερό δεν ήταν πια γλοιώδες. Μόνο γκριζόφερνε. Τότε εγκατέλειψε την προσπάθειά της. Ας συνέχιζε το πλύσιμο πιο ριζικά και τελεσίδικα ο επόμενος, αυτός ή αυτή, που πραγματικά θα αναλάμβανε τη φροντίδα του Χάνταρ.
Είχε κρεμάσει τις καρό, κόκκινες, μπλε, και μαύρες πατσαβούρες στην κρεμάστρα πάνω από το τζάκι και ετοιμαζόταν να βάλει για στέγνωμα τα ρούχα πάνω στα παράξενα, χοντροκομμένα ξύλα, που ήταν στερεωμένα στον τοίχο, αριστερά από το τζάκι.
Ο Χάνταρ όμως δεν ήθελε με κανένα τρόπο να της το επιτρέψει αυτό.
Δεν μπορούσε φυσικά να της το επιτρέψει. Αυτή η ειδική κατασκευή δεν προοριζόταν για τέτοιες δουλειές, δεν ήταν ο ρόλος της να εξυπηρετεί το νοικοκυριό. Πραγματικά, δεν ήταν αυτή η σκέψη του κατασκευαστή της. Μπορούσε να κάνει οτιδήποτε άλλο ήθελε, να τεντώσει π.χ. ένα σχοινί από τα χερούλια ανάμεσα σε δυό πόρτες, ή από γάντζους που υπήρχαν εδώ κι εκεί, σε διάφορα σημεία στους τοίχους. Τέλος πάντων ήταν δικό της πρόβλημα τι να κάνει, αυτός δεν είχε πραγματικά καμιά ευθύνη γι αυτό το καταραμένο πλύσιμο.
Αυτή, που καταγόταν από το νότο και συνεπώς έπρεπε να ξέρει τι να κάνει σε κάθε δύσκολη στιγμή, θα έβρισκε σίγουρα τρόπο. Πάντως, της τόνισε, ότι περίμενε περισσότερη κατανόηση και ανιδιοτελή φροντίδα από την πλευρά της τώρα στην αρχή της γνωριμίας τους.
Ίσως να υπήρχε μόνο ένα εκχιονιστικό μηχάνημα σ’ αυτή τη έρημη γωνιά του κόσμου. Αυτό το μοναδικό όχημα μετακινούνταν αδιάκοπα μπρος, πίσω πάνω στους ίσιους και στενούς δρόμους, μέσα από τους βάλτους και τα δάση των ελάτων. Είχε αρχίσει κιόλας να σκοτεινιάζει και η απεραντοσύνη του τοπίου καταβρόχθιζε το φως των προβολέων του. Μέρα – νύχτα αγκομαχούσε το μηχάνημα αυτό, χωρίς να σταματάει ποτέ, αλλά τούτο το τοπίο δεν εννοούσε να καθαριστεί ποτέ από το χιόνι.
Ο Χάνταρ ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ. Έχει φως το σπίτι του Ούλοφ; Ρώτησε κάποια στιγμή τη γυναίκα. Βγαίνει καπνός από την καπνοδόχο του;
«Όχι», του απάντησε εκείνη, ούτε φως υπάρχει, ούτε βγαίνει καπνός.
«Να γράψεις…», συνέχισε ο Χάνταρ, «… να καθίσεις πάνω στο δωμάτιό σου και να γράψεις. Να γράψεις βιβλία»
«Τόσο απλό δεν είναι», του απάντησε εκείνη, «δεν είναι σαν να τρως ή να κοιμάσαι»
«Να μη σκέφτεσαι εμένα. Εγώ τα καταφέρνω μόνος μου. Όλα πάνε καλά όσον αφορά εμένα»
Η γάτα που προηγουμένως κοιμόταν στα πόδια του, στεκόταν τώρα κοντά στην πόρτα. Η γυναίκα της άνοιξε την πόρτα για να βγει και είπε:
«Θα ψοφήσει από το κρύο εκεί έξω». Ταυτόχρονα άναψε τη λάμπα στο ταβάνι.
«Ο σκοπός είναι να κάτσεις εκεί πάνω, στο δωμάτιό σου και να γράψεις με την ησυχία σου», είπε πάλι ο Χάνταρ. «Τώρα που αποσύρθηκες σε τούτο το καταφύγιο. Να κάτσεις με το μολύβι στο χέρι και να αφοσιωθείς στις σκέψεις σου»
«Το εννοώ αυτό», επανέλαβε.
Μετά ρώτησε πάλι αν υπήρχε φως και καπνός στο γειτονικό σπίτι.
«Όχι», απάντησε η γυναίκα, «… είναι εντελώς σκοτεινό και βασιλεύει ησυχία»
Ο Χάνταρ ύψωσε τότε το κεφάλι του από το μαξιλάρι, ανακάθισε μάλιστα και στάθηκε σχεδόν όρθιος, μισοκαθισμένος, στηρίζοντας τους αγκώνες του στον καναπέ. Αναγκάστηκε να πάρει μια βαθιά ανάσα, πριν καταφέρει να πει: «λες να του συνέβηκε τίποτε;»
«Ίσως να έχει πάει κάπου», απάντησε η γυναίκα.
«Είναι στο σπίτι, δεν υπάρχει κανένα άλλο μέρος όπου μπορεί να έχει πάει. Ακόμη και να έχει πεθάνει, είναι στο σπίτι»
«Δεν έχει κανένα να τον φροντίσει;»
«Ποιος να τον φροντίσει αυτόν;», είπε ο Χάνταρ. «Έναν τέτοιο άνθρωπο! Όχι. Όποιος θέλει να είναι σωστός και αξιοπρεπής, δεν μπορεί να έχει σχέσεις μαζί του»
Έξω από το παράθυρο κρεμόταν ένα θερμόμετρο από δυό σκουριασμένα καρφιά.
«Η θερμοκρασία είναι σχεδόν πέντε βαθμούς κάτω από το μηδέν», είπε η γυναίκα. «Πρέπει ν’ ανάψει φωτιά. Φυσικά εδώ πάνω, σε τούτα τα μέρη το κρύο δεν έχει όρια»
Ο Χάνταρ επιβεβαίωσε τα λόγια της: «ναι, το ψύχος δεν είχε όρια»
Συνέβαινε που και που να πέφτουν πουλιά από τα δέντρα στο έδαφος, κοκαλιασμένα από το πολύ κρύο. Στις λίμνες μπορούσε να παγώσει ο ίδιος ο βυθός, όσο μεγάλο κι αν ήταν το βάθος τους, η αναπνοή να μην είναι ατμός, αλλά μικροί κρύσταλλοι από πάγο.
«Αλλά τώρα…’, συνέχισε ο Χάνταρ, «… τώρα είναι ακόμη φθινόπωρο»
«Δηλαδή υπάρχουν πουλιά εδώ πάνω το χειμώνα;», ρώτησε η γυναίκα.
«Αν υπάρχουν πουλιά λέει; Ωχ Παναγιά μου! Υπάρχουν αμέτρητα πλήθη πουλιών, είτε κοπάδια, είτε μεμονωμένα, κακόμοιρα ζώα». Αν ήθελε, μπορούσε ευχαρίστως να της τα απαριθμήσει: σπουργίτια, αγριοπετεινοί, πύρρουλες, χιονόκοτες, αρσενικοί και θηλυκοί τετράωνες, δρυοκολάπτες, γεράκια και λιβαδοπέρδικες. Και φυσικά γερανοί.
«Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν γερανοί’ είπε εκείνη.
«Δεν μπορώ να τα ξέρω όλα», απάντησε αυτός. «Ζητάς παράλογα πράγματα από μένα. Πως μπορώ να κρατάω λογαριασμό για όλα τα πουλιά;»
Οι υδρατμοί από τα φρεσκοπλυμένα ρούχα και το βουρτσισμένο πάτωμα είχαν καθίσει στα τζάμια των παραθύρων. Η γυναίκα τα καθάρισε με τον αγκώνα της. Ο Χάνταρ, που εν τω μεταξύ είχα ξαπλώσει πάλι, είπε:
«Τώρα πρέπει να έχει ανάψει τη λάμπα. Πρέπει ν’ ανάβει κανείς τη λάμπα, για να μη σκοντάψει στο σκοτάδι, σε καμιά καρέκλα ή σε κανένα ζευγάρι μπότες και πέσει στη φωτιά και καεί»
«Όχι, τα παράθυρα είναι ακόμη σκοτεινά. Δεν βλέπω σχεδόν ούτε το ίδιο το σπίτι», απάντησε η γυναίκα.
Τότε ο Χάνταρ έμεινε σιωπηλός για πολλή ώρα, κοιτώντας τη γυναίκα με ορθάνοιχτα μάτια. Ύστερα είπε:
«Λες να του συνέβηκε τίποτα; Μήπως έχει πεθάνει; Επιτέλους πέθανε ο Σατανάς. Αλλά πάλι, μήπως είναι μισοπεθαμένος ακόμα; Γιατί, όσο να ‘ναι, δεν θέλω να βασανιστεί ο παλιοκερατάς. Πάντως όχι περισσότερο απ’ ότι χρειάζεται»
«Μόνο αν ερχότανε το εκχιονιστικό μηχάνημα», είπε η γυναίκα. «Τότε θα μπορούσε κάποιος να δώσει βοήθεια στον Ούλοφ»
«Ναι, καλά! Πίστευε εσύ στο εκχιονιστικό σου μηχάνημα! Αφού είσαι από το Νότο!»
«Αν είναι πραγματικά πεθαμένος, τότε δεν χρειάζεται ούτε φωτιά, ούτε φως», είπε η γυναίκα.
«Κάποιος πρέπει ωστόσο, να σηκωθεί και να πάει για να τον δει», είπε ο Χάνταρ. «Ποιος να μπορεί να το κάνει αυτό άραγε; Μόνο αν ήξερε κανείς κάτι γι αυτόν. Τουλάχιστον να μην ήταν τόσο απαίσιος! Όχι, καλά να πάθει, ας είναι του θανατά»
«Εγώ δεν ξέρω τίποτα», είπε η γυναίκα, «… δεν τον γνωρίζω καν»
Ο Χάνταρ έμεινε για λίγο σιωπηλός και ύστερα είπε:
«Αυτό δεν το σκέφτηκα. Αλλά πράγματι δεν τον ξέρεις. Δεν έχεις ακούσει τίποτα για αυτόν. Για σένα θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε, ένας τυχαίος άνθρωπος. Κι έτσι…»
Η γυναίκα πήρε το δρόμο για το σπίτι του Ούλοφ. Ασθμαίνοντας και αγκομαχώντας έφτασε επιτέλους, αφού προηγουμένως έγινε μούσκεμα από το πολύ χιόνι. Κάποιο μονοπάτι έπρεπε βέβαια να υπάρχει ανάμεσα στα σπίτια των δυό αδερφών, αλλά ποιος να ξέρει που είναι για να το καθαρίσει.
Χτύπησε με δύναμη τη πόρτα πολλές φορές, αλλά δεν πήρε απάντηση. Τότε μπήκε στο σπίτι, ακολούθησε ένα μικρό διάδρομο που οδηγούσε στην κουζίνα και γύρισε το διακόπτη που υπήρχε στα δεξιά της πόρτας, ακριβώς στο ίδιο σημείο όπως και στο σπίτι του Χάνταρ.
Ο διακόπτης και ο γυμνός γλόμπος στο ταβάνι δεν ήταν τα μόνα πράγματα που έκαναν το δωμάτιο τούτο πιστό αντίγραφο του σπιτιού του αδελφού. Ο καναπές, το τραπέζι και οι καρέκλες, το τζάκι, το φαγωμένο ξύλινο πάτωμα, το ρολόι του τοίχου, όλα ήταν του ίδιου είδους και είχαν την ίδια εμφάνιση. Το μόνο που έλειπε ήταν η κατασκευή με τα χοντροκομμένα ξύλα στον τοίχο, αυτή η ειδική, κατά τον Χάνταρ, κατασκευή. Ακόμη και η κατσαρόλα στο τζάκι ήταν ίδια, μαύρη, του παλιού στιλ.
Στον καναπέ ήταν ξαπλωμένος ο αδελφός, ο Ούλοφ, αυτός που ήταν άρρωστος από καρδιά. Είχε τα χέρια σταυρωμένα πάνω σε μια τεράστια κοιλιά, το ύφασμα του παντελονιού είχε σκάσει σε πολλά σημεία και το άσπρο κρέας αγωνιζόταν να βγει από τις τρύπες. Από τα μάγουλα και το λαιμό κρεμόταν ένας ογκώδης κάλος και ακουμπούσε στο μαξιλάρι. Ήταν μια σακούλα λίπος. Τα μάτια του δεν φαίνονταν στο πρησμένο πρόσωπό του. Πιθανότατα τα είχε γυρισμένα προς το μέρος της.
«Ήρθες επιτέλους», της είπε. «Το είχα σκεφτεί ότι θα ερχόσουν. Σε περίμενα εδώ ξαπλωμένος»
Μετά ρώτησε ποια ήταν.
«Λες, ότι με περίμενες…» του είπε, «… και μετά με ρωτάς ποια είμαι;»
«Το κατάλαβα, ότι είχε βρει κάποιον αυτός ο Χάνταρ…», απάντησε ο Ούλοφ. «Το περίμενα από καιρό»
«Ανησυχεί για σένα», του είπε εκείνη, «με παρακάλεσε να έρθω στο σπίτι σου. Θέλει να μάθει αν ζεις ακόμα»
«Αν ανησυχεί για μένα, δεν θα του το συγχωρήσω ποτέ», είπε ο Ούλοφ. Και μετά από λίγο συνέχισε:
«Δεν ήταν ποτέ άντρας, για να τα καταφέρει μόνος του ο Χάνταρ. Πάντα φρόντιζε να βρει κάποιον να τον περιποιείται. Μα κάθε τρόπο»
Πάνω σε μια καρέκλα δίπλα, στον καναπέ, είχε κύβους ζάχαρης σε ένα μπολ. Προφανώς ήθελε να έχει πάντα ένα κομμάτι ζάχαρης στο στόμα.
«Καλά το σκέφτηκα, ότι, αν δεν ανάψω τη φωτιά και τη λάμπα θα στείλει αυτόν τον άνθρωπο κατά δω’, είπε ο Ούλοφ. «Έτσι θα είχε την ευκαιρία να τον δω. Αυτή ήταν η σκέψη μου. Να δω τον άνθρωπο που είχε συμμαζέψει στο σπίτι του ο Χάνταρ»
«Όταν καθαριστεί ο δρόμος από το χιόνι», είπε η γυναίκα, «θα φύγω. Απλώς περιμένω το εκχιονιστικό μηχάνημα»
Στεκόταν ακόμα δίπλα στην πόρτα και τον κοιτούσε. Το πάχος του ήταν πραγματικά τρομερό. Και βέβαια ήταν ετοιμοθάνατος.
Εκείνη τη στιγμή η γυναίκα είδε τη γάτα για πρώτη φορά. Είχε πηδήσει στον καναπέ και χουζούρευε στα πόδια του Ούλοφ.
«Πρέπει να ήρθε μαζί μου», είπε. «Γλίστρησε μέσα από την ανοιχτή πόρτα, χωρίς να την δω. Η Μίνα, η γάτα του Χάνταρ»
Ο Ούλοφ πήρε ένα κομμάτι ζάχαρης και το έβαλε στο στόμα του, χωρίς να το δαγκώνει. Ίσως δεν είχε δόντια.
«Ώστε έτσι ε; Λέει λοιπόν ότι η γάτα, ο Λέων, είναι δική του. Η γάτα αυτή είναι εδώ κοντά μου δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Εξάλλου, είναι γατόγερος και λέγεται Λέων. Εγώ θα έχω πεθάνει, αλλά αυτός θα ζει ακόμα»
Η γυναίκα κάθισε σε μια από τις καρέκλες γύρω από το τραπέζι. Τι θα πείραζε, αν καθόταν λίγο εδώ, αντί για το σπίτι του άλλου αδελφού, του Χάνταρ. Ύστερα η μυρουδιά του Ούλοφ, δεν ήταν τόσο βαριά και απεχθής όπως του Χάνταρ. Προτού φύγει, θα εξέταζε καλά τη γάτα. Ήταν παράξενο, ένα τόσο ηλικιωμένο ζώο να έχει την ικανότητα, να ανήκει και στους δυο αδερφούς και να είναι μάλιστα αρσενικό για τον ένα, θηλυκό για τον άλλο.
«Τι κάνεις κατά τα άλλα;», ρώτησε ο Ούλοφ. «Εννοώ όταν δεν είσαι σε αυτό το ψοφίμι;»
«Εννοείς τον αδερφό σου τον Χάνταρ;»
Στο πάτωμα, κοντά στην πόρτα του δωματίου, υπήρχε ένας σωρός πακέτα ζάχαρης που δεν είχαν ανοιχτεί ακόμη. Προς τη μεριά του κρεβατιού άλλος σωρός από καμιά ντουζίνα χαρτοκιβώτια με σοκολάτες και κάτω από το τραπέζι πακέτα με σταφίδες. Σχεδόν παντού στην κουζίνα, στα περβάζια των παράθυρων, στους τσίγκινους κουβάδες κοντά στην εξώπορτα, κάτω από τον καναπέ, πάνω στον νεροχύτη, υπήρχαν σκορπισμένα κάθε είδους ζαχαρωτά και γλυκίσματα. Ακόμη υπήρχαν σακούλες με καραμέλες, κονσερβοκούτια με σιρόπια, ζάχαρη φαρίνας και μέλι, καθώς και κουτιά με παστίλιες.
Πρέπει να την είδε που έριχνε το βλέμμα της τριγύρω και αισθάνθηκε προφανώς, ότι της χρωστούσε μια εξήγηση:
«Μου κάνουν καλό τα γλυκά, με θρέφουν», της είπε.
Και για να διευκρινίσει συνέχισε μ’ ένα ύμνο για τα γλυκίσματα, ένα στομφώδες εγκώμιο, που η γυναίκα μετέφρασε προσεκτικά με τέτοιο τρόπο, που ήταν δύσκολο να διαχωρίσει κανείς τα λόγια του από το ψιθύρισμά της.
Στα γλυκίσματα το χρωστούσε που ζούσε ακόμη και που ήταν τόσο απίστευτα δυνατός και ανθεκτικός, παρά την κακομοιριά του. Ένα τέτοιο σώμα, σαν το δικό του ήταν τρομερά βαρύ για να το σέρνει κανείς πάνω του, ήταν σαν ένα βαρέλι αλατισμένο χοιρινό κρέας. Μόνο τα γλυκίσματα περιείχαν τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες. Χωρίς την δύναμη που έχουν τα γλυκίσματα, θα κείτονταν σαν την φάλαινα στη στεριά. Όταν γεμίζει κανείς το στόμα του με σταφίδες και φαρινοζάχαρη, έχει και τη δύναμη να ανάψει τη λάμπα, να φέρει ξύλα μέσα στο σπίτι και ν’ ανάψει την σόμπα. Τουλάχιστον για τόσο διάστημα, όσο διαρκεί η μπουκιά. Η γλύκα διαπερνά το ον στο σύνολό του. Δεν περιορίζεται μόνο στην ανοιχτόχρωμη, κόκκινη γεύση στη γλώσσα και στον ουρανίσκο, αλλά γαργαλάει και τα αυτιά, προσφέρει δροσιά και δρα σαν αναψυκτικό για τα νύχια των ποδιών. Γενικά η γλύκα είναι αντίδοτο σε κάθε πικράδα και ξινίλα σ’ αυτή τη σκρόφα ζωή. Εξουδετερώνει τις διακυμάνσεις και τις παλινδρομήσεις μεταξύ φόβου και ελπίδας. Εξασφαλίζει ισορροπία. Για να πούμε μάλιστα την αλήθεια, αυτό το φαινόμενο που ονομάζεται ευτυχία, δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτε άλλο παρά η ίδια η γλύκα. Η αίσθηση της γλύκας και η ευτυχία είναι ένα και το αυτό πράγμα.
Και όσο προχωράει η ηλικία, όσα περισσότερα πράγματα μαθαίνει κανείς, τόσο πιο βαθιά και πιο πολύπλευρη γίνεται η σημασία της γλύκας. Υπάρχει η εξέλιξη της γλύκας στον άνθρωπο που είναι μια ακατάπαυστη αύξηση των δυνατοτήτων αυτής της γεύσης και της δραστικής της δύναμης. Πότε – πότε φανταζόταν, ότι υπάρχει κάτι, ένα τέλειο γλύκισμα, που δεν του δόθηκε ακόμα η ευκαιρία να το δοκιμάσει. Όλα τα γλυκίσματα που είχε δοκιμάσει ως τώρα του είχαν απλώς προσφέρει μια πρόγευση. Πίστευε, ότι το μέλι, η ζάχαρη και η σοκολάτα ήταν δείγματα κάποιας ουσίας, που είναι τόσο γλυκιά, ώστε δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί.
Η φωνή του ήταν ψιλή. Έβγαζε τις λέξεις μια προς μια. Οι γρήγοροι χτύποι της καρδιάς, επηρέαζαν την ομιλία του. πιθανότατα ήθελε να πει κι άλλα πολλά για την γλύκα.
«Όμως σε τούτη την καθημερινότητα η γλύκα υπάρχει μόνο για χάρη της θερμότητας. Τα κομμάτια της ζάχαρης με κρατούν ζεστό. Βλέπεις ότι ιδρώνω, παρόλο που η σόμπα δεν έχει φωτιά», είπε ο Ούλοφ.
Πράγματι, είχε σταγόνες ιδρώτα στο μέτωπο.
«Θα ανάψω φωτιά», είπε η γυναίκα και σκέφτηκε ότι του χρωστούσε μια απάντηση στην ερώτησή του, με τι ασχολείται. Με τι ασχολούνταν όταν δεν ήταν στο σπίτι του Χάνταρ.
«Γράφω βιβλία», του είπε. «Θα γράψω ένα βιβλίο για τον Χριστόφορο»
«Ποιος είναι ο Χριστόφορος;», ρώτησε ο Ούλοφ.
Ενώ η γυναίκα προσπαθούσε να του απαντήσει και σ’ αυτό το ερώτημα, έβαζε ταυτόχρονα ξύλα στη φωτιά. Η φωτιά πήρε σχεδόν αμέσως επάνω της και ζωήρεψε. Δεν είχε γράψει βιβλίο κανείς ακόμη για τον Χριστόφορο, συνέχισε η γυναίκα, γι αυτό σκεφτόταν να συγκεντρώσει ολόκληρες ανέκδοτες ιστορίες, αποσπάσματα, θραύσματα και θρύλους σε μια ενότητα. Δεν είναι δυνατό να εξιστορήσει κανείς μονοσήμαντα και με σαφήνεια ποιος ήταν ο Χριστόφορος. Απλώς θα κατέγραφε τις σκέψεις της γι αυτό το θέμα. Απλώς ήθελε να κάνει ότι μπορούσε, ώστε να υπάρχει ένα βιβλίο και για τον Χριστόφορο.
Η γάτα ήταν ακόμη ξαπλωμένη στα πόδια του. Πριν φύγει η γυναίκα, ο Ούλοφ της είπε:
«Α, ξέχασα να σου πω, ότι είναι ανάγκη να είναι αναμμένη η φωτιά, για να μη κρυώσει το ρολόι του τοίχου και σταματήσει. Κι αν σταματήσει το ρολόι του τοίχου… τότε κανείς δεν ξέρει ποτέ, τι μπορεί να συμβεί»
Ο Χάνταρ ντυμένος στις πιζάμες του στεκόταν στο παράθυρο  κι ακουμπούσε στο περβάζι. Από την έντονη προσπάθεια που κατέβαλε για να σταθεί όρθιος, τα πόδια του και τα μπατζάκια της φανελένιας πιτζάμας έτρεμαν, σχεδόν χοροπηδούσαν.
«Άργησες», της είπε. «Δεν εννοούσα να μείνεις μαζί του τόση ώρα και να τον φροντίσεις»
«Είναι άρρωστος…», απάντησε εκείνη, «… χρειάζεται κάποιον να τον βοηθήσει»
«Δεν είναι τόσο άρρωστος όσο θα έπρεπε», είπε ο Χάνταρ, «έπρεπε να είχε πεθάνει από καιρό»
Συνέχισε να στέκεται ακίνητος μπροστά από το παράθυρο και να κοιτάζει έξω, στο σκοτάδι της νύχτας. Οποιαδήποτε στιγμή θα μπορούσαν να λυγίσουν τα γόνατά του και δεν θα είχε την δύναμη να σηκωθεί, αν έπεφτε. Έβαλε το βραχίονά της γύρω από τη μέση του, του έπιασε τους καρπούς των χεριών και τον βοήθησε να γυρίσει πίσω στον καναπέ. Εκεί έμεινε για πολλή ώρα ξαπλωμένος, ανασαίνοντας βαθιά. Η γυναίκα έβαλε ξύλα στη φωτιά και έστρωσε το τραπέζι. Ψωμί και βούτυρο ήταν το βραδινό τους φαγητό.
«Τρώει ζάχαρη;», ρώτησε ύστερα από λίγο ο Χάνταρ. «Συνεχίζει ακόμα η ζάχαρη να είναι το μοναδικό του επιδόρπιο;»
«Τρώει και ζάχαρη και σοκολάτες και σταφίδες και ζαχαρωτά και φαρινοζάχαρη και καραμέλες κρέμας. Αυτά θα τον οδηγήσουν στον θάνατο»
Αυτή ακριβώς η αδυναμία του στις καραμέλες, σκέφτηκε η γυναίκα, θα έπαιζε τον αποφασιστικό ρόλο στην μονομαχία τους, αν πραγματικά επρόκειτο για μια μονομαχία. Ο αδελφός του ο Ούλοφ, με κάθε κομμάτι ζάχαρης, με κάθε καραμέλα και σοκολάτα που έτρωγε, συντόμευε τη ζωή του πολλά εικοσιτετράωρα. Διευκρίνισε επίσης παράλληλα τι τον περίμενε: φλεγμονές τόσο στο πάγκρεας όσο και στη χολή, όπως επίσης στα αιμοφόρα αγγεία της κεφαλής, θρομβώσεις του αίματος, καρδιακές προσβολές, πληγές από το συνεχές ξάπλωμα και εγκεφαλικά επεισόδια.
«Τόσο απλά δεν είναι τα πράγματα», είπε ο Χάνταρ. «Η ζάχαρη δίνει, παρ’ όλα αυτά, ζωή στον Ούλοφ. Ας είχα κι εγώ κάτι παρόμοιο με τη ζάχαρη»
Εκείνη τη στιγμή η γυναίκα σκέφτηκε ότι η γάτα μπορεί να ήταν έξω και κρύωνε κι άνοιξε γι αυτό την πόρτα. Αλλά πουθενά γάτα.
Μετά προσπάθησε για μια ακόμη φορά να θυμηθεί το εκχιονιστικό μηχάνημα:
«Υποθέτω ότι, όταν καθαριστεί ο δρόμος θα έρθουν και θα σας πάρουν από δω με ασθενοφόρο», είπε. «Ένα νοσοκομείο…», συνέχισε, «… ένα νοσοκομείο σαν κι αυτά που υπάρχουν στις παραθαλάσσιες περιοχές θα ήταν η μόνη και η σωστή λύση. Άσε όμως πρώτα να έρθει το εκχιονιστικό μηχάνημα».
Όταν έλεγε αυτά τα λόγια κοιτούσε προς το μέρος του για να δει μήπως έκανε καμιά κίνηση του κεφαλιού ή των χεριών, είτε για να επιβεβαιώσει, είτε για να διαψεύσει, ότι το εκχιονιστικό μηχάνημα πράγματι υπήρχε.
Όμως ο Χάνταρ δεν έδινε δεκάρα για το εκχιονιστικό μηχάνημα, αλλά αντίθετα είπε: «Αν ήξερα τι πρέπει να κάνει κανείς για να γράψει βιβλία, θα σε βοηθούσα. Τις γνώσεις που απαιτούνται τις έχω. Αλλά δεν έχω την απαραίτητη παιδεία. Επίσης είχα παλιότερα και τις δυνάμεις. Θυμάμαι πως ήμουν όταν είχα δυνάμεις. Τώρα είμαι σαν ένα παλιοτσούβαλο με κόκκαλα».
Ποτέ ως τότε δεν είχε προσφερθεί κανείς να τη βοηθήσει στο γράψιμο ή να γράψει κάτι για λογαριασμό της. Του χαμογέλασε και φάνηκε σαν να χάρηκε που ο Χάνταρ προσπάθησε να κάνει μια ηρωική πράξη, να της δείξει λίγη καλοσύνη. Φάνηκε σα να κατάλαβε για μια φευγαλέα στιγμή, πώς σκεφτόταν ο Χάνταρ, αλλά αμέσως μετά το ξέχασε.
Αργότερα το βράδυ έγραψε την πρώτη της παράγραφο. Ήταν μισή σελίδα στο συγγραφικό της μπλοκ. Η μορφή που αιωρούνταν στη φαντασία της και που αποτυπωνόταν τώρα σε αυτήν την παράγραφο, ήταν το τόξο του γρηγοριανού τραγουδιού. Απλές, παραδοσιακές τονικές φιγούρες που θα έπαιρναν τη θέση τους σε κάθε κεφάλαιο, όπως και στο σύνολο του έργου, σε αντίθεση με το ύφος ευλάβειας που ταίριαζε στην απαγγελία. Ύστερα θα επέστρεφε στην αρχική λιτή φυσικότητα. Σαν περιφερόμενοι τόνοι, οι δυό εικόνες του Χριστόφορου, ο άγιος του θρύλου από τη μια μεριά και ο ενδεχομένως πραγματικός Χριστόφορος από την άλλη, θα κινούνταν μαζί και ταυτόχρονα η μια εναντίον της άλλης. Στα αποσπάσματα με τους υψηλούς τόνους θα έπρεπε να γίνεται αισθητή η μόνιμη επιδίωξη του τετριμμένου και του καθημερινού. Όταν η επιφάνεια μεταβαλλόταν σε ρητορεία, το βάθος θα ισοδυναμούσε με την αφέλεια, την απλότητα και την ασημαντότητα και αν η ισορροπία το απαιτούσε, ακόμη και με την καθαρή σαχλότητα.
Εκείνη όμως τη στιγμή ακούστηκε να έρχεται το εκχιονιστικό μηχάνημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου