Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

«Πιστεύω ότι την έσφαξε για να με απαλλάξει από τον κόπο να το κάνω εγώ», είπε ο Χάνταρ. «Και τι ωραία που την έσφαξε! Πάντα ήμασταν επιδέξιοι στη σφαγή. Αυτό που κατά κύριο λόγο ήθελε να μου κάνει δώρο, δεν ήταν το χαρτοκιβώτιο, αλλά η σφαγή»
Μετά από λίγη ώρα σιωπής είπε πάλι:
«Είναι όμως πιο δυνατός απ’ ότι νόμιζα. Για να σφάξεις μια γάτα πρέπει να είσαι πολύ γρήγορος στα δάχτυλα και να έχεις αντοχή. Το σφάξιμο δεν είναι τυχαία δουλειά. Είναι δουλειά μόνο για άντρες».
Ήταν ξαπλωμένος, εντελώς ακίνητος και είχε τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Έκανε οικονομία στις δυνάμεις του, για να έχει έτσι όσο το δυνατό περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσει του αδερφού του. Αν εξαιρούσε κανείς το δώρο του Ούλοφ, τον απροσδόκητο θάνατο της γάτας, θα μπορούσε η μέρα αυτή να είναι μια εντελώς συνηθισμένη μέρα για αυτόν , με τα παυσίπονα, το φαγητό, τον υπνάκο, τις σωματικές ανάγκες και τις σκέψεις που φύλαγε μόνο για τον εαυτό του. Η γυναίκα πήγε και έφερε τις εφημερίδες από το γραμματοκιβώτιο που βρισκόταν στην άκρη του δρόμου. Είχαν μαζευτεί κάμποσες, γιατί κανένας δεν ενδιαφερόταν να τις διαβάσει. Τουλάχιστον θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν για προσάναμμα στο τζάκι, όπως είπε ο Χάνταρ.
Μετά, η γυναίκα ανέβηκε στο δωμάτιό της και κάθισε για λίγο στο γραφειάκι της. Μάλιστα έγραψε και μερικές αράδες. Αυτό που έπρεπε να εκφραστεί με το κείμενο για τον Χριστόφορο, σκέφτηκε, ήταν η περίπλοκη προσωπικότητα του αγίου και τα πολλαπλά νοήματα που εξέπεμπε. Το σημαντικό δεν ήταν ποιος ήταν ο Χριστόφορος, αλλά το τι εκπροσωπούσε. Αυτό που παρουσιάζουν οι συγγραφείς με τα γραφτά τους, δεν είναι οι άνθρωποι, αλλά οι μορφές. Στις γραπτές πηγές για το Χριστόφορο, είχαν παρεισφρήσει και αποσπάσματα από προφορικές παραδόσεις. Παρεξηγήσεις και παρερμηνείες, καθώς επίσης δάνεια από άλλους αγίους είχαν εμπλουτίσει και ενισχύσει την αλήθεια γι αυτόν. Του είχαν αποδοθεί ιδιότητες και πράξεις, ίσως ακόμα και σωματικές ιδιομορφίες, μεταξύ αυτών απαίσιες εκλύσεις αερίων, που για την ακρίβεια ή αρχικά συνδέονταν με τον Άγιο Χομόμπονους ή τον Κάλιξτους ή τον Άρμπογαστ. Κυκλοφορούσε η φήμη, ή μάλλον γίνονταν υπαινιγμοί, ότι συνήθιζε να σηκώνει τους πιο βαριά αρρώστους και να τους βάζει στην αγκαλιά του, για να έχουν έτσι λίγη τρυφερότητα πριν πεθάνουν. Επίσης λεγόταν ότι άδειαζε τα δοχεία με τα κόπρανα των φτωχών και των θανατοποινιτών στον ποταμό Μοράβα. Ακόμη, ότι ζούσε με τους λεπρούς, ότι έξυνε με τα νύχια του τη βρώμα από πάνω τους, έλουζε και έδενε με επιδέσμους τις πληγές τους, τους τάιζε με μια τεράστια ξύλινη κουτάλα. Από τον κάτω όροφο ακουγόταν ο Χάνταρ να μιλάει με τον εαυτό του. Κάτι μουρμούριζε και γκρίνιαζε. Το μόνο όμως που ακουγόταν ήταν μερικές βρισιές.
Όταν η γυναίκα κατέβηκε κάτω, τη χτύπησε πάλι στο πρόσωπο η βρώμα και η δυσωδία που ανέδιδε ο Χάνταρ, τόσο έντονα, που της ήρθε να κάνει εμετό, αλλά κατάφερε και το έκρυψε.
«Πρέπει να επιτρέψεις στον εαυτό σου λίγη ανάπαυση», της είπε ο Χάνταρ. «Πρέπει να κάνεις διαλείμματα που και που»
Για ακόμη μια φορά η γυναίκα ζέστανε νερό στη φωτιά και διέταξε τον Χάνταρ να ξεντυθεί. Μετά τον έπλυνε και τον έτριψε με κουρέλια βουτηγμένα σε αλισίβα, σε όλο το κορμί. Τέλος τον σκούπισε χαϊδεύοντας τον με κομμάτια από βαμβακερό, καρό μπλε και κόκκινο ύφασμα φανέλας. Ο Χάνταρ είχε εγκαταλειφθεί στα χέρια της γυναίκας χωρίς καμιά αντίσταση. Σήκωνε και έστριβε τους βραχίονες και τα πόδια σύμφωνα με τις εντολές της, γύριζε το σώμα του προσφέροντάς της τα πλευρά του ή τη κοιλιά του και όταν του το επέτρεπε η στάση του σώματός του μιλούσε κιόλας για τον εαυτό του και για κείνη.
Αναρωτιόταν πραγματικά : είχε αντιληφθεί πόσο θάρρος και γενναιότητα, πόση τόλμη ανάμικτη με κουταμάρα χρειάστηκε να αντλήσει για να καταφέρει να την προσεγγίσει; Αυτή, ένα ξένο άνθρωπο; Δεν ήξερε γι αυτήν τίποτε περισσότερο απ’ αυτά που έγραφε η εφημερίδα. Παρόλα αυτά την έμπασε στο σπίτι του. Οι κίνδυνοι που προέρχονταν από ένα ξένο άνθρωπο μπορούσαν να ήταν αδιανόητα μεγάλοι. Οι ξένοι διακρίνονται για ένα είδος αγριότητας που υπάρχει απάνω τους, για να μη πούμε ωμότητα και απανθρωπιά. Τέτοιοι δεν ήταν ποτέ οι κάτοικοι των αγροκτημάτων τούτης της περιοχής. Η ψυχή του ξένου είναι σαν μια απύθμενη υδάτινη τρύπα. Η υδάτινη άβυσσος ήταν η μόνη εικόνα που μπορούσε να βρει για να παραστήσει τον ξένο, τον άγνωστο. Ωστόσο δεν μιλούσε μόνο για τον ξένο άνθρωπο, αλλά για κάθε τι το ξένο, τις άυλες δυνάμεις και τις στερεές ουσίες της ύλης. Η εσώτερη φύση της ύπαρξης δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένας ακατάπαυστος αγώνας κατά του αγνώστου. Και πρέπει να αμύνεται κανείς ενάντια στην άγνωστη ύλη και τις ξένες δυνάμεις. Στην άμυνα ενάντια του ξένου, του αγνώστου, βρίσκει κανείς την πραγματική του αξία, την γνησιότητά του. όταν το άγνωστο τελικά εισδύει στο σώμα κάποιου, τότε ο άνθρωπος αυτός αρρωσταίνει. Κι αν το άγνωστο κυριαρχήσει στο σώμα του, τότε πεθαίνει. Στη νεότητά του μπορεί κανείς να πιάσει το άγνωστο από τα κέρατα και να το νικήσει. Αλλά αργότερα, σε μεγάλη ηλικία, είναι αναγκασμένος να εμπιστευτεί την αντοχή του και την ευρηματικότητα της υπομονής του. Μπορεί ακόμα και να ξεγελάσει το άγνωστο και να συμμαχήσει μαζί του. Το θέμα είναι να είναι κανείς πάντα προετοιμασμένος, να έχει κάνει σχέδια και να είναι μόνιμα έτοιμος για το χειρότερο δυνατό. Είναι σχεδόν τρελό, πόσο εξαρτημένος γίνεται κανείς από κάποιον που προηγήθηκε και δείχνει το δρόμο, από κάποιον που είναι το πρότυπο για μίμηση.
Για τον εαυτό του ο Χάνταρ έλεγε πως ακολουθούσε τα χνάρια του παππού του από την πλευρά του πατέρα του. Ο παππούς του ήταν το πρότυπο. Αυτός ο ίδιος, ο Χάνταρ, ήταν μόνο ένα αντίγραφο. Κάθε μέρα σκεφτόταν έστω και για λίγο αυτόν τον παππού και τις φωλιές των αγριομελισσών.
«Τι το ιδιαίτερο έχουν οι φωλιές των αγριομελισσών;», τον ρώτησε η γυναίκα.
«Δεν είναι τίποτε άλλο από τρύπες στο έδαφος», της απάντησε ο Χάνταρ. «Είναι τρύπες, όπου οι αγριομέλισσες κρύβουν το μέλι τους μέσα σε ασκούς. Ασκούς που μοιάζουν με μαστούς απ’ όπου μπορεί να αρμέξει κανείς το μέλι της αγριομέλισσας. Είχε ένα γκρίζο σκύλο, ο παππούς δηλαδή, ένα γκρίζο σκύλο με ψηλά πόδια σαν του τάρανδου και κεφάλι σαν του λύκου, όπως έχουν ορισμένα γκρίζα σκυλιά, τα σκυλιά των Εσκιμώων. Αυτός ο γκρίζος σκύλος είχε μάθει να ψάχνει τις φωλιές των αγριομελισσών, να οσφραίνεται την ύπαρξη και τη θέση τους. Έκανε μεγάλους κύκλους και γάβγιζε το χαρακτηριστικό γάβγισμα των κυνηγετικών σκύλων που βρίσκουν το θήραμά τους, όταν εντόπιζε μια φωλιά αγριομέλισσας. Ο παππούς έδιωχνε τις αγριομέλισσες βάζοντας καπνισμένα κλαδιά από σημύδα στη φωλιά τους. Μετά άρμεγε το μέλι από τους σάκους μέσα σε ένα τενεκεδένια δοχείο, που κουβαλούσε μαζί του στο σακίδιό του. Ο παππούς έκανε μαζί με το γκρίζο σκύλο του πολυήμερες εξορμήσεις στα δάση και στα έλη της περιοχής για να βρούνε μέλι από αγριομέλισσες. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι, μετά το θέρισμα των αγρών, οι εξορμήσεις αυτές μπορούσαν να διαρκέσουν και μια ολόκληρη εβδομάδα. Μια φορά, αυτή τη φορά δηλαδή για την οποία μιλούσε ο Χάνταρ, ο παππούς είχε πάει με το σκύλο του πέρα, προς τα δυτικά, πολύ πιο μακριά από τον βάλτο Λάουπαρλιντ και το βουνό Γάντι.
«Πως λέγονται αυτά τα μέρη;»
«Βάλτος του Λάουπαρλιντ και όρος Γάντι», απάντησε αυτός.
«Εκεί πέρα πίσω από τη ρίζα ενός δέντρου, στην άκρη μιας συστάδας θάμνων, εν πάση περιπτώσει κάπου εκεί, δεν έχει σημασία που ακριβώς, αφού κανένας δεν ήταν εκεί για να δει, ο γκρίζος σκύλος βρήκε μια φωλιά αγριομέλισσας. Και όταν ο παππούς κι ο σκύλος έσκυψαν πάνω από τη φωλιά για να δουν τι είχε μέσα, υποχώρησε κάτω από τα πόδια τους το έδαφος, που δεν ήταν τίποτα άλλο από τη σκεπή ενός πηγαδιού και έπεσαν μέσα στο αποξηραμένο πηγάδι, το οποίο είχαν σκάψει κάποτε, πριν από αιώνες, αρχαίοι πρόγονοι στο μέρος αυτό. Εκεί στον πυθμένα του πηγαδιού δεν επρόκειτο να τους αναζητήσει κανείς για πολλές εβδομάδες. Οι ίδιοι δεν είχαν την δυνατότητα ν’ αναρριχηθούν στην κορυφή, αφού το πηγάδι είχε βάθος δεκάξι πόδια. Ούτε καν ένας σκύλος Εσκιμώων δεν μπορούσε να σκαρφαλώσει σε τέτοιο ύψος. Άνθρωπος και σκύλος μοίρασαν το μέλι που είχε μαζέψει ο παππούς στο τενεκεδένιο κουτί. Έτρωγαν που και που μια μικρή γουλιά μέλι για να κρατηθούν στη ζωή. Κατάφεραν να επιζήσουν τόσες μέρες, όσες χρειάστηκε για να φθαρεί το τμήμα της μουσελινένιας μπλούζας του παππού που ακουμπούσε στο τοίχωμα του πηγαδιού.
Όταν όμως τελείωσε το μέλι στο τενεκεδένιο κουτί, τότε άνθρωπος και άνθρωπος άρχισαν να αλληλοκοιτάζονται. Ήταν μια εποχή που από το άνοιγμα του πηγαδιού έμπαινε φως του ήλιου ακόμα και τη νύχτα. Για πρώτη φορά τα δυό αυτά όντα είδαν ο ένας τον άλλο βαθιά στα μάτια και στην ψυχή και ο σκύλος ανακάλυψε, ότι ο παππούς στην πραγματικότητα ήταν ένας ξένος γι αυτόν. Και ο παππούς ταυτόχρονα διαπίστωσε, ότι αν το καλοεξέταζε κανείς το πράγμα, δεν ήξερε τίποτα για το σκύλο του. Όσες φωλιές αγριομελισσών κι αν είχαν ξετρυπώσει μαζί, ήταν δυό ξένοι μεταξύ τους.
Έτσι κι οι δυό κατάλαβαν, ότι προτού λήξει αυτή η ιστορία της πτώσης τους στο πηγάδι, προτού καταφέρουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να ανασυρθούν από το βάθος του πηγαδιού στην επιφάνεια του εδάφους, ένας από τους δυό θα είχε φάει τον άλλο».
«Δεν είναι η πείνα το χειρότερο πρόβλημα …», τον διέκοψε η γυναίκα, «… αλλά η δίψα. Ο άνθρωπος πεθαίνει, όταν εξαντληθούν όλα τα υγρά του σώματός του»
Εκείνη τη στιγμή ήταν απασχολημένη με το πλύσιμο της άλλης μασχάλης.
Ο Χάνταρ όμως την αντέκρουσε λέγοντας, ότι το ωμό κρέας είναι γεμάτο υγρά, ότι το κρέας είναι ταυτόχρονα και στερεή και υγρή τροφή και ότι τέλος πάντων αυτοί οι δυό εκεί κάτω στο πηγάδι είχαν παντελή άγνοια αυτών των θεμάτων. Αν π.χ. έκανε κανείς μια τρύπα στο σώμα του Ούλοφ, του Ούλοφ του αδερφού του, τότε αμέσως θα έτρεχαν ποτάμι τα υγρά, όχι κατακάθια από έλαια ή λίπη, όπως λογικά θα ανάμενε κανείς, αλλά ένα υγρό που πραγματικά μοιάζει με το νερό.
Κατά συνέπεια έγινε τελικά μια μονομαχία ανάμεσα στον παππού και τον γκρίζο σκύλο, μια μονομαχία αντοχής, επαγρύπνησης και υπομονής. Και όταν επιτέλους κάποιος που έψαχνε για τα άλογά του και εντελώς απροσδόκητα είδε το πηγάδι και τους βρήκε, τότε διαπιστώθηκε, ότι πράγματι ένας από τους δυό είχε φάει τον άλλο»
Η γυναίκα δεν ρώτησε ποιος έφαγε ποιόν, γιατί ο Χάνταρ σε καμιά περίπτωση δεν θα της είχε διηγηθεί την ιστορία αυτή, αν ο γκρίζος σκύλος είχε φάει τον παππού.
Η γυναίκα πήρε την οδοντόβουρτσα της και την οδοντόκρεμα και του βούρτσισε τα δόντια, τα οποία κατά ένα περίεργο τρόπο ήταν πραγματικά πολύ καλοδιατηρημένα. Ο Χάνταρ άνοιγε πλατιά το στόμα του και αυτή με τον αντίχειρα και το δείκτη του κρατούσε τα χείλη. Έτριβε και βούρτσιζε τόσο γερά που άρχισαν να ματώνουν τα ούλα του.
«Αναρωτιέμαι τι γεύση έχει το μέλι της αγριομέλισσας», του είπε.
Μετά, όταν πια είχε εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες να τον καθαρίσει καλύτερα και πριν αρχίσει να του δίνει τα ρούχα για να ντυθεί πάλι, έσκυψε από πάνω του και τον μύρισε από την κορφή ως τα νύχια. Η διαπίστωση που έκανε ήταν, ότι βρωμούσε ακριβώς όπως και πριν από το πλύσιμο. Η βρώμα αναδυόταν από τους πόρους του, από το στόμα, από τη μύτη και τα τσιμπλιασμένα μάτια, από τα αυτιά και τον ομφαλό. Είχε την πρόθεση να του κόψει και τα νύχια, καθώς επίσης τα μαλλιά, στην ουσία δηλαδή τις ελάχιστες τρίχες που υπήρχαν σαν στεφάνι γύρω από την φαλάκρα του. όμως, ύστερα απ’ αυτό άλλαξε γνώμη. Ωστόσο, η επιδερμίδα του απέκτησε μετά το πλύσιμο μια μεταλλική γυαλάδα σε χρώμα αχνό κίτρινο με ασπρογάλαζες διακυμάνσεις και αναλαμπές.
«Για να λέμε το σωστό, για να λέμε την αλήθεια, θα έπρεπε να σε αφήσω στην τύχη σου», είπε ο Χάνταρ στη γυναίκα.
Αργότερα κατά το απόγευμα, αφού είχε ήδη πάρει τα παυσίπονα χαπάκια του, ο Χάνταρ είπε:
«Όταν θα κληρονομήσω τον Ούλοφ, θα ξηλώσω το σπίτι του και με την ξυλεία θα φτιάξω μια σάουνα, μια Φιλανδική σάουνα με τζάκι από ολοστρόγγυλες πέτρες»
«Αυτό είναι ένα θέμα, που σίγουρα είναι άγνωστο για σένα», συμπλήρωσε μετά από λίγο απευθυνόμενος στη γυναίκα.
Κανένας τρόπος πλυσίματος, ούτε βούρτσισμα, ούτε οτιδήποτε άλλο, μπορούσε, έστω και κατά προσέγγιση να συγκριθεί με το ίδρωμα. Το νερό και οι βούρτσες αγγίζουν μόνο την επιφάνεια, ενώ ο ιδρώτας έρχεται από μέσα, από κει που βρίσκεται η βρώμα. Οι ουσίες που εκκρίνει το σώμα, είναι αυτές που κάνουν τον άνθρωπο ρυπαρό.
Το είχε σκεφτεί από πολύ καιρό. Μια σάουνα θα ήταν ότι έπρεπε, αρκεί ο Ούλοφ να είχε μυαλό να πεθάνει καμιά φορά. Βέβαια, δεν αμφισβητούσε το δικαίωμα του ετοιμοθάνατου να αγωνιστεί για τη ζωή του, να επιμηκύνει τα βάσανά του. Αλλά στην περίπτωση του Ούλοφ είχε κάπως παραγίνει το πράγμα. Όταν θα ερχόταν εκείνη η ημέρα, τότε θα καθόταν στη σάουνα που θα είχε κτίσει εν τω μεταξύ με την ξυλεία από το σπίτι του Ούλοφ μετά τον θάνατό του και με τον ιδρώτα θα έβγαζε όλη τη βρωμιά από πάνω του και όλες τις αναθυμιάσεις. Αυτό ήταν το μόνο φυσικό πράγμα που ταιριάζει στον άντρα. Ο άντρας είναι φτιαγμένος να ιδρώνει. Και όσο έχει βαριά δουλειά και ιδρώνει, δε χρειάζεται ποτέ να πλυθεί. Ο άντρας, αν συγκεντρώσει τον ιδρώτα της εργασίας του καθ’ όλη την διάρκεια του σε μια τάφρο στο έδαφος, θα μπορούσε να σχηματίσει μια αρκετά μεγάλη λίμνη. Ίσως όχι βέβαια ολόκληρη λίμνη, παρά μόνο μια λακκούβα, μια γούρνα γεμάτη λάσπες, ένας μικρός απύθμενος βάλτος. Ο ιδρώτας του άντρα, είναι ανάγκη να υπογραμμιστεί δεν είναι και αραιός. Όχι, ο ιδρώτας του άντρα είναι πηχτός σαν τον τραχανά ή την λάσπη του ασβέστη. Είναι δυνατός και πλούσιος σε συστατικές ουσίες. Δεν κυλάει εύκολα και ανέμελα, αλλά πρέπει να τον πιέσει κανείς για να βγει από τους πόρους, όπως το γιαούρτι από την τσαντίλα.
Βέβαια είναι σωστό και επιτρεπτό να ιδρώνουν και οι γυναίκες, αλλά ο ιδρώτας της γυναίκας δεν έχει καθόλου την ίδια βαθιά σημασία, όπως ο ιδρώτας του άντρα. Μια φορά κι ένα καιρό υπήρχε μια γυναίκα, η οποία είχε ιδρώσει μαζί του. Ο ιδρώτας του είχε ανακατευτεί με το δικό της ιδρώτα και είχε αραιώσει κι έτσι ο Χάνταρ ήξερε ότι ο ιδρώτας της γυναίκας είναι αραιός και διάφανος. Ο ιδρώτας της γυναίκας βγαίνει από το λείο δέρμα της, ρέοντας απαλά, για να μη πούμε επιπόλαια και δε μυρίζει σχεδόν καθόλου. Αν όμως την πλησιάσει την πλησιάσει κανείς με τη μύτη του, τότε θυμίζει τη μυρωδιά της σημύδας. Η γυναίκα αδιαφορούσε για τον ιδρώτα. Γι αυτήν ο ιδρώτας δεν είχε καμία σχέση με τη βρωμιά ή την καθαριότητα, δεν συμβόλιζε τίποτα, δεν είχε καμιά σημασία.
Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Χάνταρ θα καθότανε μόνος  στη Φιλανδική σάουνα, που θα έφτιαχνε με την κληρονομιά από τον Ούλοφ. Τούτη η γυναίκα δεν θα χρειαζότανε πια να βρίσκεται δίπλα του για να τον βοηθάει. Θα στήριζε μόνος του το κεφάλι στα χέρια και θα σφιγγόταν για να βγάλει όσο πιο πολύ ιδρώτα μπορούσε. Έτσι δεν θα υπήρχε πάνω του καθόλου βρωμιά πια, τίποτα ξένο ή περιττό. Καμιά αρρώστια δεν θα υπήρχε πια στο σώμα του.
Προτού νυχτώσει η γυναίκα πήγε και στον Ούλοφ.
«Πήγαινε!», της είχε πει ο Χάνταρ.
«Πήγαινε! Τι να σε νοιάζει εσένα κι αν πεθάνω εγώ εδώ μόνος στη μοναξιά μου!»
Ο Ούλοφ είχε αποκοιμηθεί στο τραπέζι. Μια μισοφαγωμένη σοκολάτα εξείχε από το κλειστό του στόμα. Το κεφάλι και οι βραχίονες ήταν ακουμπισμένα στο τραπέζι. Τον ξύπνησε λέγοντάς του:
«Δεν φεύγω σήμερα. Θα φύγω τελικά αύριο»
Τότε ο Ούλοφ ανασηκώθηκε και έβαλε τη μισοφαγωμένη σοκολάτα στο στόμα του.
«Καθόμουν και σκεφτόμουν…», είπε, ενώ μασουλούσε τη σοκολάτα, «… σκεφτόμουν πως ταξίδευες από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη με λεωφορεία, με τρένα και αεροπλάνα»
Ήταν φοβερά ιδρωμένος, λες και το σπίτι του είχε μετατραπεί κιόλας σε σάουνα.
Η γυναίκα κάθισε και μετά τον ρώτησε:
«Γιατί τον μισείς; Γιατί μισείς τον Χάνταρ;»
Τότε ο Ούλοφ σήκωσε τα χέρια του από το τραπέζι και με τις παλάμες ανοιχτές, στραμμένες προς το μέρος της, είπε:
«Όχι, όχι, δεν είναι καθόλου αλήθεια ότι μισώ τον Χάνταρ. Αφού είναι αδερφός μου»
«Αυτός που μισεί τον αδερφό του, ζει στο σκοτάδι…», τη διαβεβαίωσε, «… αυτός που μισεί τον αδερφό του…», επανέλαβε, « … είναι ανθρωποκτόνος»
Όχι καθόλου. Σαν άνθρωπος που μισεί τον αδερφό του, ο Ούλοφ ήταν μια μετριότητα.
Το διαποτισμένο με ζάχαρη πνεύμα του είχε διεγερθεί από την ερώτησή της.
«Εύχεσαι όμως να πεθάνει», του απάντησε εκείνη.
«Να πεθάνει;», είπε ο Ούλοφ. «Μα την αλήθεια δεν θυμάμαι να ευχήθηκα τέτοιο πράγμα. Να πεθάνει;»
Τότε η γυναίκα του θύμισε την γάτα. Τη γάτα μέσα στο χαρτοκιβώτιο.
«Αυτό δεν ήταν τίποτα», είπε ο Ούλοφ. «Το είχα ξεχάσει κιόλας»
Αχ, αν ήξερε αυτή η γυναίκα, ότι ο Χάνταρ στα νιάτα του ήταν ένας δυνατός, επιβλητικός και γνήσιος άντρας, πριν αρχίσει να του τρώει τα σωθικά ο καρκίνος. Ήταν ο πρωτότοκος γιός των γονιών τους, που μπορούσε να θαυμάζει κανείς, ένας αδερφός που είχε κάθε λόγο μάλιστα να προσπαθήσει να του μοιάσει.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των παιδικών και των νεανικών του χρόνων είχε καταναλώσει πολλές δυνάμεις και είχε κάνει πολλές προσπάθειες να γίνει και ο ίδιος σαν τον Χάνταρ. Ήταν μεγάλη χαρά για τον Ούλοφ κάθε φορά που παραλάμβανε από τον Χάνταρ κάποιο ρούχο ή ένα ζευγάρι παπούτσια, που ήταν πια πολύ μικρά γι αυτόν ή ακόμη και κάποιο μαχαίρι με θήκη, που είχε στομώσει και δεν έκοβε αρκετά καλά για τις απαιτήσεις του Χάνταρ. Ύστερα πάλι, τι χαρά, υπερδιέγερση, ευλάβεια και ευτυχία που τον κυρίευαν, ώστε να μη μπορεί να κοιμηθεί, όταν του δινόταν η άδεια να ξαπλώσει κάτω από τα ίδια δερμάτινα και γούνινα σκεπάσματα με τον Χάνταρ.
Τι λυπηρό και άθλιο πράγμα, που είναι η ενηλικίωση. Αν είχαν την δυνατότητα να παραμείνουν παιδιά ή τουλάχιστον νέοι, τότε και τούτη εδώ την ώρα θα ήταν παρηγοριά κι ελπίδα ο ένας για τον άλλο. Τότε θα είχαν, με άλλα λόγια, εξακολουθήσει να βρίσκονται ακόμη στο πλευρό της μάνας τους και θα βύζαιναν ακόμη το γλυκό γάλα από το στήθος της, καθένας από τη δική του ρόγα.
Η ενηλικίωση ήταν η αιτία που είχαν χωρίσει ο ένας από τον άλλο. Σ’ εκείνον η ενηλικίωση είχε προκαλέσει μελαγχολία και πένθος. Από την άλλη ο Χάνταρ είχε προσβληθεί από την ενηλικίωση, σαν από μια ψυχική ασθένεια. Είχε γίνει κλέφτης, απατεώνας και κακοποιός.
Τώρα στα μάτια του Ούλοφ έρχονταν δάκρυα, καθώς σκεφτόταν όλα όσα είχε μάθει από τον Χάνταρ: πώς να βρίζει, πώς να φτιάχνει πίπες από ιτιά, πώς να ακρωτηριάζει τα βατραχάκια βγάζοντας τους τα πόδια, να βάζει παγίδες στα ψάρια, να προκαλεί τη ζύμωση του χυμού της σημύδας, να σφυρίζει με τα μπροστινά δόντια. Επίσης του είχε μάθει όλα τα μυστικά του ανθρώπινου σώματος, καθώς κι ένα τραγούδι για το κορίτσι στη στέγη. Ναι, πράγματι, τα είχε μάθει όλα αυτά από τον Χάνταρ. Χωρίς αυτές τις εμπειρίες με τον Χάνταρ δεν θα ήξερε ακόμα πως θα έπρεπε να ζήσει τη ζωή του.
«Θα έπρεπε να πας στο σπίτι του», είπε η γυναίκα. «Μπορώ να σε βοηθήσω εγώ στα λίγα βήματα ως εκεί»
Αυτός όμως το απέκλεισε εντελώς ο Ούλοφ. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να γελάσει με ένα τρανταχτό γέλιο σε αυτή την τρελή ιδέα, όσο ήταν δυνατό να γελάσει τρανταχτά, γιατί όποιος έχει πρόβλημα καρδιάς αποφεύγει να γελάει τρανταχτά. Οπωσδήποτε όχι. Ο Χάνταρ θα του ξέσκιζε αμέσως τα ρούχα από το σώμα ή τουλάχιστον θα του αφαιρούσε οτιδήποτε μικροπράγματα είχε στην τσέπη του ή θα του έκλεβε με ψέματα και κατάρες την ψυχική ισορροπία, ίσως και τα λογικά. Ίσως, πάλι κι αυτό ήταν το πιθανότερο, να τον έσφαζε με το μαχαίρι. Τέτοιος ήταν πάντα ο Χάνταρ από τότε που ενηλικιώθηκαν και είχαν μοιράσει την περιουσία τους.
Ο Χάνταρ είχε αρμέξει στα κρυφά την αγελάδα του Ούλοφ. Του είχε κλέψει ξύλα από σημύδα και άχυρο από το χωράφι του, είχε πάρει τα φανελένια πουκάμισα και τις κάλτσες από την απλώστρα του, είχε χαλάσει την στέγη του σπιτιού του για να καταστραφεί έτσι από την βροχή ή ζάχαρη που ήταν αποθηκευμένη στη σοφίτα, είχε σφετεριστεί τη μνήμη του παππού τους και υποστήριζε, ότι αυτός, δηλαδή ο Χάνταρ, ήταν εκείνος που του έμοιαζε τέλεια, ενώ ο Ούλοφ δε διέθετε κανένα από τα χαρίσματα του παππού. Επίσης ο Χάνταρ είχε κλέψει ηλεκτρικό ρεύμα μα λαθραίες συνδέσεις. Να που είχε καταφέρει να τα θυμάται όλα. Ο ίδιος, ο Ούλοφ, δεν ήταν παρόλα αυτά μνησίκακος, όπως ο Χάνταρ. Γι αυτό επέτρεπε στον εαυτό του να ξεχνάει πότε το ένα και πότε το άλλο απ’ όλα όσα του είχε κάνει ο αδερφός του, όπως για παράδειγμα ότι είχε πυροβολήσει με το κυνηγετικό του όπλο την πασχαλιά του την εποχή που ήταν ανθισμένη. Και ότι είχε χαρακώσει τη Μίνα με το μαχαίρι του.
«Τη Μίνα;», ρώτησε η γυναίκα, «Τη Μίνα, τη γυναίκα σου:»
Ωστόσο, πρόσθεσε ο Ούλοφ, έτρεφε ακόμα συμπάθεια για τον Χάνταρ και αισθανόταν ντροπή γι αυτόν. Κανένας δεν μπορούσε εντελώς αδιάντροπα να ισχυριστεί, ότι ήθελε τον θάνατό του. δεν ήταν πραγματικά τόσο κακός, δεν ήταν εντελώς χωρίς αισθήματα αγάπης. Ιδιαίτερα τώρα, που ο Χάνταρ κείτονταν στο κρεβάτι της αρρώστιας φαγωμένος από τα σκουλήκια, ξεχασμένος απ’ όλους τους ανθρώπους. Όμως θεωρούσε, ότι του έπρεπε να υποστεί αυτά τα βάσανα, αλλά του άξιζε παράλληλα να απελευθερωθεί απ’ αυτά, πρώτα το ένα και μετά το άλλο. Θεωρούσε ότι του άξιζε να ζαρώσει και να λιώσει, να γίνει σαν το αποξηραμένο δέρμα του σκίουρου. Όμως, όχι, δεν επιθυμούσε τον θάνατο του Χάνταρ, αν και παραδεχόταν ευχαρίστως, ότι με τον καιρό μπορούσε να δικαιούται κάτι τέτοιο. Ναι, δικαιούνταν επιτέλους έναν ήρεμο και ικανοποιητικό θάνατο. Έτσι είχαν τα πράγματα. Και όταν επιτέλους θα πέθαινε ο Χάνταρ, τότε αυτός ο ίδιος, αφού πρώτα θα πενθούσε όσο έπρεπε, θα έβγαινε γλιστρώντας από το καβούκι του σα μια πολύχρωμη πεταλούδα της άνοιξης και θα άρχιζε επιτέλους να απολαμβάνει τη ζωή σε όλες της τις διαστάσεις.
Ακριβώς αυτή την έκφραση χρησιμοποίησε. «Σε όλες της τις διαστάσεις». Είχε βάλει τις χοντρές, πρησμένες παλάμες του με τις μελανιασμένες ρίγες πάνω στο τραπέζι, μπροστά του.
Είχε αρχίσει πάλι να χιονίζει. Οι χιονονιφάδες έμοιαζαν με κομματάκια από χαρτί και φαίνονταν να αιωρούνται ακίνητες στον αέρα.
Και τούτη τη νύχτα η γυναίκα κάθισε κανα δυό ώρες μπροστά στο συγγραφικό της μπλοκ.
Επαναλάμβανε συχνά τον εαυτό της, αλλά δεν φαινόταν να νοιάζεται γι αυτό. Ούτε οι λίγοι αναγνώστες της θα το παρατηρούσαν ιδιαίτερα. Αυτοί μάλιστα ίσως και να απαιτούσαν σ’ ένα ορισμένο βαθμό επαναλήψεις. Οι επαναλήψεις βοηθούν τους αναγνώστες να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους. Χάρη σε αυτές τις επαναλήψεις τα γραπτά γίνονται παραπλανητικά ομοιώματα της υπόλοιπης ζωής. Κατά τα άλλα, το θέμα με το γράψιμο δεν είναι να πει κανείς κάτι, αλλά μόνο να δείξει κάτι.
Αργά κάποιο βράδυ, ο Χριστόφορος έφτασε στο πανδοχείο «Αίμα της Χήνας» στην Ούλα. Ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου του πρόσφερε ρακί από μήλο με μέλι. Ο Χριστόφορος ήπιε και ίδρωσε. Οι κάλοι στα δάχτυλα των χεριών του, τον ανάγκαζαν να κρατάει την κούπα ανάμεσα στις παλάμες του. Ο ξενοδόχος ήθελε να μάθει ποιος ήταν και τι ζητούσε στα μέρη τους. Τον ρωτούσε για την ζωή του και το παρελθόν του.
«Στην πραγματικότητα…» απάντησε ο Χριστόφορος, «… δε ζω μια ζωή με τη συνηθισμένη σημασία αυτής της λέξης. Η αποστολή μου είναι να προσπαθήσω να πραγματοποιήσω μια ορισμένη πορεία ζωής. Εν μέρει παριστάνω κάτι, εν μέρει είμαι μια παράσταση. Είμαι ακριβώς όπως ένα πρόσωπο σε κάποιο χρονογράφημα ή σε μια μυστηριώδη ιστορία»
«Μου φαίνεται…», είπε ο ξενοδόχος, «… ότι είσαι μια τεχνητή κατασκευή βαριάς μορφής»
«Κάθε άλλο…», απάντησε ο Χριστόφορος. «Για μένα δεν υπάρχει άλλη μορφή ζωής εκτός από την ομοίωση. Η όποια μορφή ζωής ταυτόχρονα ισοδυναμεί με το να είναι κανείς πρότυπο»
«Για μένα, θα ήταν ένα φοβερό μαρτύριο να μη μπορώ να είμαι ο εαυτός μου, να μη μπορώ να ρυθμίζω τη ζωή μου σύμφωνα με τη φύση μου». Ενώ μιλούσε καθάριζε τα νύχια του με το νύχι μιας κότας, ενώ κάπου – κάπου ρευόταν.
«Η διαφορά ανάμεσα στην πραγματική και στη φαινομενική ύπαρξη δεν είναι τόσο σημαντική, όσο πιστεύουν γενικά οι άνθρωποι», είπε ο Χριστόφορος. «Στη περίπτωσή αυτή η διαφορά είναι εντελώς εκμηδενισμένη. Εγώ είμαι αυτό που παριστάνω. Εγώ είμαι φορέας της παράστασής μου, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είμαι φορέας οποιουδήποτε άλλου πράγματος. Η παράσταση είναι με λίγα σταράτα λόγια ένα φορτίο. Ο άνθρωπος είναι ο εαυτός του, μόνο όταν παριστάνει κάποιον ή κάτι που πραγματικά πιστεύει σ’ αυτό».
«Έχεις κάποια αποστολή;», ρώτησε ο ξενοδόχος.
«Ναι», απάντησε ο άγιος Χριστόφορος. «Πρόκειται για μια αποστολή»
Τα γράμματα πάνω στο συγγραφικό της μπλοκ γίνονταν όλο και πιο μεγάλα και πιο μυτερά απ’ ότι συνήθως. Πιθανότατα αυτό να οφείλονταν στον ασυνήθιστο φωτισμό και στο ότι το χέρι της είχε κουραστεί από τις δουλειές είχε κουραστεί από τις δουλειές που είχε κάνει εκείνη την μέρα.
Το πρωί της τρίτης ημέρας η γυναίκα καθάρισε το χιόνι που είχε πέσει κατά τη διάρκεια της νύχτας και έκαψε το γούνινο παλτό έξω από την πόρτα που κατουρούσε η γάτα.
 «Αν πάρεις καινούργια γάτα, να βρεις άλλο καπέλο για να κατουράει», είπε στον Χάνταρ.
Αλλά ο Χάνταρ δε σκεφτόταν να δεσμευτεί ποτέ πια στη ζωή του με κάποιον, με κάποιο ζωντανό πλάσμα.
Χωρίς να δείχνει ότι ανησυχεί, η γυναίκα κοίταξε το εκχιονιστικό μηχάνημα που περνούσε έξω από το σπίτι. Αφού πήγε και πήρε την εφημερίδα από το γραμματοκιβώτιο στο δρόμο, κάθισε στο τραπέζι και άρχισε να διαβάζει. Όταν την είδε ο Χάνταρ είπε:
«Όχι, δε θα διαβάσουμε εφημερίδα. Θα φροντίσουμε να μην ταραχθούμε από τα διάφορα συμβάντα. Θα ζήσουμε ήρεμα σαν την λειχήνα κάτω από το μουστάκι. Τις εφημερίδες τις έχουμε για να ανάβουμε φωτιά»
Η γυναίκα δίπλωσε την εφημερίδα και την έβαλε στο τζάκι.
Προφανώς ο Χάνταρ αισθανόταν καλύτερα όταν ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα. Του ήταν πιο εύκολο να τιθασεύει το κακό με τη πλάτη στον καναπέ. Είχε καρφωμένα τα μάτια του στο ταβάνι, ενώ συνέχιζε να μιλάει για την τέχνη του να ζει κανείς σαν την λειχήνα κάτω από το μουστάκι.
Ο άνθρωπος δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει νωχέλεια. Κατανοεί μόνο αυτά που κινούνται με τη δική του ταχύτητα. Το βουνό που καταστρέφεται, το δάσος που εξαφανίζεται και τα λιθάρια που βγαίνουν όταν φεύγει το χώμα δεν τα καταλαβαίνει. Ο άνθρωπος δεν καταλαβαίνει καλά – καλά τα νύχια του πως μεγαλώνουν. Το χρόνο, ο άνθρωπος μπορεί να τον ιδιοποιηθεί, όχι όμως την νωχέλεια. Γι αυτό ο άνθρωπος διαβάζει εφημερίδες, για να φουσκώσει τον εαυτό με γεγονότα και με χρόνο. Αλλά η νωχέλεια είναι φοβερά πιο ανθεκτική και πιο δυνατή από το χρόνο. Ο χρόνος τελειώνει γρήγορα, αλλά η νωχέλεια σχεδόν δεν έχει τέλος. Στον αστερισμό της νωχέλειας όλα τα πράγματα συμβαίνουν μάλλον ταυτόχρονα. Ο χρόνος είναι σαν τα μυρμήγκια και τα κουνούπια. Η νωχέλεια είναι σαν το θεριό που έχει πέσει σε νάρκη. Ο άνθρωπος που έχει πέσει στα χέρια του χρόνου δεν έχει μετά παρελθόν. Τα χρόνια που πέρασαν είναι σαν να εξατμίστηκαν, να ξοδεύτηκαν άσκοπα, να έγιναν καπνός. Και χωρίς παρελθόν ο άνθρωπος είναι σαν το πέρασμα του ανέμου, είναι ένα τίποτα. Το παρελθόν, αν το έχει ζήσει κανείς συνειδητά και με νωχέλεια, είναι η μόνη πρώτη ύλη από την οποία αποτελείται ο δυνατός κι ανθεκτικός άνθρωπος.
Πιθανώς ο Χάνταρ με αυτό τον τρόπο να ήθελε να ρωτήσει έμμεσα τη γυναίκα για το παρελθόν της.
«Την έκαψα την εφημερίδα», είπε εκείνη. «Την έριξα στο τζάκι»
Τότε ο Χάνταρ σήκωσε τον ένα του βραχίονα και άπλωσε το χέρι, σα να ήθελε να την αγγίξει.
«Οποιοσδήποτε άνθρωπος μπορεί να γίνει σωστό μέλος της κοινωνίας», είπε ο Χάνταρ.
Πολύ συχνά ο Χάνταρ ξάπλωνε με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στη κοιλιά, σα να ήθελε ν’ αγκαλιάσει τους πόνους. Συνήθως ήταν σιωπηλός. Μόνο που και που, έλεγε κάτι, μουρμουρίζοντας ή σιγοβήχοντας και έδινε την εντύπωση ότι δεν περίμενε ποτέ κάποια απάντηση. Δεν υπήρχαν απαντήσεις. Μπορούσε να πει π.χ. : το χειμώνα οι μύγες αναζητούν καταφύγιο στα κόπρανα της αγελάδας κι έτσι αντέχουν. Ή μπορούσε να πει: θα μπορούσες να με βοηθήσεις να σκοτώσω τον Ούλοφ. Ή πάλι: τώρα αισθάνθηκα τα δόντια του να με δαγκώνουν σ’ ένα νέο άντερο.
«Ποιος σε δάγκωσε;», ήταν η ερώτηση της γυναίκας.
«Ο καρκίνος», απάντησε ο Χάνταρ.
Άλλοτε πάλι ο Χάνταρ μπορούσε να πει: άραγε, να χει ο Ούλοφ αρκετά ξύλα;
Μια από τις πρώτες μέρες, ίσως την τρίτη, εξίσου πιθανώς όμως και την έβδομη ή την δέκατη μέρα, ο Χάνταρ είπε:
«Η κούκλα που είχα, μάλλον θα σάπισε»
«Ποια κούκλα;», ρώτησε η γυναίκα.
«Η ξύλινη κούκλα. Η κούκλα που είχα φτιάξει από ξύλο σημύδας. Η κούκλα που είχα ζωγραφίσει με κίτρινη ώχρα, ανοιχτό γαλάζιο και άσπρο, ασημί χρώμα. Αυτή που είχε ένα κόκκινο κομμάτι ύφασμα κάτω από το πηγούνι. Ήταν πιστό αντίγραφο της φύσης, σαν το χέρι του ανθρώπου και τα δάχτυλα. Η κούκλα που είχα, όταν ήμουν μικρός»
«Όταν ήσουν μικρός; Δηλαδή όταν ήσουν παιδί;», ρώτησε η γυναίκα.
Ναι, είχε κι αυτός παιδικά χρόνια. Ίσως αυτό να φαινόταν απίθανο, όμως πράγματι είχε παιδικά χρόνια, βέβαια πολύ βαθιά πίσω στο παρελθόν, αλλά ωστόσο ήταν παιδικά χρόνια.
Σε γενικές γραμμές είχε μοιραστεί τα παιδικά του χρόνια με τον Ούλοφ. Είχαν και οι δυό τους αργή ανάπτυξη, έκαναν παιδιάστικες σκέψεις και κυνηγούσαν σκίουρους με ξύλινα βέλη.
Απ’ ότι θυμόταν, η ξύλινη κούκλα εκείνων των παιδικών του χρόνων, ήταν απ’ την αρχή ως το τέλος δική του. Την είχε ξυλουργήσει ο παππούς του και την κρατούσε κάτω από το πουκάμισο, όταν περπατούσε στο δάσος ή κάτω στη λίμνη. Η κούκλα, τον άκουγε όταν αυτός μιλούσε ή σφύριζε. Κοιμόταν μαζί του στο ίδιο κρεβάτι τις νύχτες και στεκόταν δίπλα του και τόσο κοντά του, όσο κανένα άλλο ζωντανό πλάσμα. Και αφότου ο Ούλοφ έβγαλε δόντια και έμαθε να περπατάει, του έφτιαξαν ένα άλογο από ξύλο, για να μην κλέψει την ξύλινη κούκλα του Χάνταρ και την παραμορφώσει με το μαχαίρι, μεταβάλλοντάς την σε ένα άμορφο κομμάτι ξύλο.
Ναι, πράγματι, όταν οι σκέψεις του πήγαιναν στα παιδικά χρόνια, η κούκλα ήταν το πρώτο πράγμα που του ερχόταν στο νου. Σκεφτόταν τι ωραία που ήταν εκείνη η κούκλα. Πόσο λεία ήταν η επιφάνεια της όταν την χάιδευε, πόσο πιστός σύντροφος είχε σταθεί γι αυτόν, πόσο ποθούσε ο Ούλοφ να την αποκτήσει και τι θερμή που ήταν όταν την αγκάλιαζε κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού του.
«Μια ξύλινη κούκλα;», ρώτησε η γυναίκα.
«Ναι, μια ξύλινη κούκλα»
Την ημέρα όμως που βρήκαν τον παππού στο πηγάδι με τα κόκκαλα του γκρίζου σκύλου δίπλα του, πάνω στα οποία φαίνονταν καθαρά τα ίχνη από δαγκωματιές, ο Χάνταρ αποφάσισε να δώσει τέλος στα παιδικά του χρόνια. Με την πάροδο του χρόνου εκείνη η περίοδος με τα παιδιάστικα καμώματα του προκαλούσε αναγούλα, ώσπου μια μέρα σύρθηκε κάτω από το μαντρί των ζώων, πέρα μακριά, πίσω από κάτι καδρόνια που είχαν μείνει ύστερα από μια κατεδάφιση, εκεί που ήταν η στάνη για τα πρόβατα και αργότερα έμελλε να κτιστεί το σπίτι του Ούλοφ. Κι εκεί έβαλε την κούκλα πάνω σε μια επίπεδη πέτρα και τη χάιδεψε στη κοιλιά για τελευταία φορά.
Κι αν κανείς μπορούσε τώρα να συρθεί με την κοιλιά ή με την πλάτη κάτω από το μαντρί ως εκείνο το σημείο, αν κάποιος άνθρωπος είχε τόσο θάρρος να το κάνει αυτό και να ψάξει προσεκτικά, τότε ίσως να μπορούσε να ξαναβρεί την κούκλα. Η κούκλα που κείτονταν εκεί όλα αυτά τα χρόνια της ζωής του, με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν την είχε βρει εδώ και καιρό, ο Ούλοφ και δεν την είχε ρίξει στη φωτιά, αφού προηγουμένως τη βεβηλώσει. Είχε κάνει αυτές τις σκέψεις πολλές φορές και στο παρελθόν. Ναι, είχε σκεφτεί ότι μπορούσε να είχε συμβεί αυτό, ήδη από τότε που του παρουσιάστηκε αυτή η ενοχλητική αρρώστια και άρχισε να του τρώει τα σωθικά σα σαράκι.
Είχε σκεφτεί, ότι αν είχε τουλάχιστον την κούκλα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου