Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

«Που είσαι;», φώναζε όπως ήταν φυσικό ο Χάνταρ. «Που είσαι;»
«Εδώ είμαι», του απάντησε η γυναίκα.
Καθόταν στον καναπέ με την πλάτη γυρισμένη προς το παράθυρο και προσπαθούσε, τρίβοντας με τα κοκαλιασμένα δάχτυλα του δεξιού χεριού το κιτρινισμένο από τη νάρκη του θανάτου πρόσωπό του, να του δώσει πάλι ζωή.
«Όταν φεύγεις, ανησυχώ», της είπε. «Δεν ξέρει ποτέ κανείς τι μπορεί να συμβεί»
«Πηγαίνω όπου θέλω», απάντησε εκείνη. «Μπορώ να φύγω ότι ώρα θέλω και όποτε μου καπνίσει».
«Ελπίζω να μη πηγαίνεις στον Ούλοφ», συνέχισε ο Χάνταρ. «Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να κάνει αυτός ο άνθρωπος. Τον Ούλοφ πάντα τον φοβόμουν σ’ όλη μου τη ζωή»
Η γυναίκα κάθισε στο τραπέζι και προσποιούμενη ότι κοιτούσε τις χιονονιφάδες του είπε: «Ο Ούλοφ λέει ότι χαράκωνες με το μαχαίρι τη γυναίκα του τη Μίνα»
«Τη γυναίκα του τη Μίνα;», ρώτησε ο Χάνταρ. «Είπες ότι η Μίνα ήταν δική του; ποιος στο είπε αυτό; Ο Ούλοφ;»
«Η Μίνα ήταν γυναίκα του» απάντησε εκείνη. «Και ο Ούλοφ λέει ότι την χαράκωνες με το μαχαίρι»
Ο Χάνταρ έσφιξε το χέρι σε γροθιά και το άφησε να πέσει στα γόνατά του.
«Η Μίνα δεν ήταν δική του», είπε. «Ο Ούλοφ δεν ήξερε ποτέ, τι θα πει να νοιάζεσαι για κάτι. Αυτός, το μόνο που έκανε ήταν να παίρνει από τους άλλους για τον εαυτό του. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για τίποτα. Το να νοιάζεται κανείς για κάποιον είναι δουλειά για άντρες»
«Για ποιο λόγο θα έλεγε ψέματα ο Ούλοφ;», ρώτησε η γυναίκα. «Με αυτό το ελάττωμα της καρδιάς που έχει και το πρόβλημα της αναπνοής, γιατί να λέει ψέματα;»
«Είμαστε αυτοί που είμαστε», είπε ο Χάνταρ. «Είμαστε όπως έχουμε δημιουργηθεί, όπως έχουμε δημιουργήσει ο ένας τον άλλο. Ο Ούλοφ λέει πότε το ένα και πότε το άλλο. Λέει πολλά. Οι λίγες δυνάμεις που έχει ακόμα, βρίσκονται στους μυς του στόματός του. Εγώ απεναντίας δεν μιλάω καθόλου. Έχω το στόμα μου βουλωμένο, ο Θεός να μ’ έχει καλά».
Όχι δεν ήθελε να μιλήσει για την Μίνα, την γυναίκα του Ούλοφ.
«Πεινάω’, είπε ο Χάνταρ μετά από λίγο. «Γιατί δεν μου φτιάχνεις ποτέ χοιρινό με σιτάρι και λάχανο;»
Πάντα πεινούσε. Αλλά το πιο πολύ από το φαγητό που του μαγείρευε, το έβγαζε πάλι κάνοντας εμετό. Το μόνο φαγητό που κρατούσε το στομάχι του ήταν οι σούπες και πλιγούρι.
Τώρα θυμήθηκε μια συνομιλία που είχαν στα παιδικά τους χρόνια, αυτός και ο Ούλοφ. Ήταν εκείνη την εποχή που μιλούσαν ακόμη αναμεταξύ τους. Θυμόταν επί λέξει τι είχαν πει. Ήταν τότε που πέθανε η μητέρα τους. Ήταν την μέρα που έγινε η κηδεία της.
«Ήταν πολύ καλός άνθρωπος η μητέρα μας, είχε πει ο ένας. Και ο άλλος είχε απαντήσει: Όχι, δεν ήταν καθόλου καλός άνθρωπος. Μας χάιδευε στο κεφάλι, φυσούσε το κακό από πάνω μας και δεν μας χτυπούσε ποτέ. Μας έντυνε κάθε πρωί να μην κρυώνουμε. Ήθελε να είμαστε ευτυχισμένοι και για αυτό μας άπλωνε το σιρόπι πάνω στο πλιγούρι μας. Αυτά τα έκαναν οι άνθρωποι σ’ όλες τις εποχές. Άπλωναν δηλαδή κάτι πάνω στο σιταρένιο πλιγούρι των παιδιών, γιατί αλλιώς αυτό ήταν κατάλληλο μόνο για τα γουρούνια.
Και φυσικά η μητέρα μας χάρισε τη ζωή. Ήταν βέβαια αναγκασμένη να το κάνει αυτό, γιατί διαφορετικά θα ήταν γκαστρωμένη για πάντα. Μας έπαιζε κιθάρα και μας τραγουδούσε. Επίσης μας βοηθούσε στην αριθμητική. Ακόμη, μας έραψε μια μπάλα ποδοσφαίρου από το δέρμα ενός σακιού του παππού μετά τον θάνατό του. Ήταν η καλοσύνη προσωποποιημένη. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι καλός. Η καλοσύνη είναι σύνθετη έννοια. Αποτελείται από μια ατέλειωτη σειρά συστατικών στοιχείων, που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να τα έχει όλα μαζί»
«Ποιος από τους δυό σας το είπε αυτό;», ρώτησε η γυναίκα.
«Πρέπει να το είπα εγώ», είπε ο Χάνταρ. «Ναι, τώρα το θυμήθηκα. Εγώ το είπα»
Ύστερα ο Χάνταρ εξέφρασε τη λύπη του που δε θυμόταν ακριβώς, ποιος είχε πει τι σ’ εκείνη τη συνομιλία. Ανάμεσα στα αδέρφια ήταν δυνατόν να γίνει οποιαδήποτε σύγχυση. Τώρα όμως θυμήθηκε, ότι ο Ούλοφ ήταν αυτός που είχε πει το εξής:
«Εσένα ποτέ δεν σου άρεσε η καλοσύνη. Η καλοσύνη σου προκαλούσε μόνο γέλια και πάντα την ειρωνευόσουν. Και τώρα δεν θέλεις ούτε καν να αναγνωρίσεις την καλοσύνη της μητέρας μας»
Ενώ ο Ούλοφ έλεγε αυτά τα λόγια, έφτυσε ταυτόχρονα τον Χάνταρ.
«Η μητέρα ήταν σαν όλους τους άλλους ανθρώπους», είχε πει ο Χάνταρ. «Δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο»
Αντί για άλλη απάντηση, ο Ούλοφ τον χτύπησε με τη γροθιά του στο στομάχι, ακριβώς στο σημείο που αργότερα εκδηλώθηκε ο καρκίνος και του είπε:
«Πρέπει να τιμάς τη μητέρα σου, αλλιώς θα σε πάρει ο διάβολος. Εξάλλου η καλοσύνη δεν είναι κάποιο μίγμα από διάφορα συστατικά. Η καλοσύνη είναι το ίδιο το καλό αυτό καθαυτό. Η καλοσύνη είναι καλή ως προς τα αποτελέσματά της. Αν ισχυριστείς κάτι διαφορετικό, θα σε χτυπήσω με τούτο το τιμόνι, για να μάθεις»
Είχε πράγματι ένα τιμόνι από ποδήλατο στο ένα του χέρι και το κουνούσε στον αέρα απειλητικά. Ο Χάνταρ έκανε μερικά βήματα πίσω και είπε:
«Δεν υπάρχει τίποτε που να είναι καθαρό και αμιγές. Όλα τα πράγματα είναι θολά και μολυσμένα. Αν υπήρχε γνήσια καλοσύνη, θα ήταν αδύνατο να την συλλάβει κανείς, θα ήταν άδειος αέρας»
Τότε ο Ούλοφ ρίχτηκε πάνω στον Χάνταρ με το τιμόνι του ποδηλάτου στο χέρι, ένα τιμόνι επινικελωμένο, που πάνω του υπήρχε ακόμη το κουδούνι.
«Η μητέρα ήταν καλή», φώναζε ο Ούλοφ. «Απ’ αυτήν είναι η καλοσύνη που έχουμε και οι δυό μας. Η μητέρα ήταν άσπιλη και αμόλυντη. Και η καλοσύνη θα νικήσει τελικά. Αν δεν είχαμε την καλοσύνη, θα ήμασταν απολωλότα πρόβατα και ανάξιοι. Αυτό πρέπει να το θυμάσαι σ’ όλη σου τη ζωή»
Εκείνη τη φορά ο Ούλοφ είχε χτυπήσει τον Χάνταρ πάνω στους ώμους, στους μηρούς και στα πόδια. Ναι, τον είχε χτυπήσει ακόμα και στο πίσω μέρος του κεφαλιού, στα γόνατα, στα πλευρά, στο λαιμό, ενώ το κουδούνι του ποδηλάτου κουδούνιζε σε κάθε χτύπημα.
Στο σημείο αυτό ο Χάνταρ τελείωσε τη διήγηση του για εκείνη τη συνομιλία με τον αδερφό του, που θυμόταν λέξη προς λέξη.
«Και μετά τι έγινε;», ρώτησε η γυναίκα.
Ο Χάνταρ όμως δεν θυμόταν τι είχε γίνει ύστερα απ’ αυτό το περιστατικό. Τέτοια είναι η μνήμη. Αρχίζει πάντα απότομα και σταματάει απότομα. Είναι σαν το παιγνίδι του αγριοπετεινού ή σαν το ραδιοφωνικό σήμα για την ώρα. Όλες οι αναμνήσεις είναι κομμένες απότομα και στα δύο άκρα.
Ακριβώς τούτη εδώ την ανάμνηση, την έφερνε στο νου του πότε – πότε για να μην την ξεχάσει.
«Για χατίρι του Ούλοφ», είπε ο Χάνταρ. Ήταν κάτι που το έλεγε και το ήθελε.
Εκείνη τη νύχτα η γυναίκα ξύπνησε γιατί αισθάνθηκε κάτι να την ακουμπάει στο κεφάλι και στο μέτωπο. Ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, ενώ πιο κάτω, πάνω στο σκέπασμα, βρισκόταν το βιβλίο που διάβαζε πριν αποκοιμηθεί, ένα βιβλίο με τον τίτλο «Λεγκέντα αουρέα».
Ήταν ο Χάνταρ που είχε ακουμπήσει το χέρι του πάνω στο κεφάλι της και προσπαθούσε να την διακρίνει στο σκοτάδι.
«Εσύ, τι ανάγκη έχεις;», της είπε, «Κοιμάσαι. Μπορείς και κοιμάσαι»
«Πως ανέβηκες εδώ πάνω;», τον ρώτησε εκείνη.
«Ανέβηκα περπατώντας, από τη σκάλα», της απάντησε αυτός.
«Θα πέσεις και θα τσακιστείς, τώρα που θα κατέβεις», είπε η γυναίκα. «Θα πέσεις και θα μείνεις ξαπλωμένος σαν ένα τσουβάλι κόκκαλα κάτω από την σκάλα»
«Πρέπει να σου πω πως έχουν τα πράγματα σχετικά με τη Μίνα» της είπε ο Χάνταρ. «Πρέπει να μάθεις τι υπήρχε αναμεταξύ μας, πως ήταν η σχέση μου μαζί της και γιατί ήμουν αναγκασμένος να τη χαρακώσω με το μαχαίρι»
Η γυναίκα ξυπνούσε πάντα βαθμιαία. Συχνά έμενε ξαπλωμένη εντελώς ακίνητη, με ανοιχτά μάτια επί μισή ώρα μετά το ξύπνημα. Ο Χάνταρ ακούμπησε την παλάμη του στο μέτωπό της και στους κροτάφους της, σα να ήθελε να διαπιστώσει αν είχε πυρετό. Η γυναίκα απομάκρυνε μαλακά το χέρι του.
«Μίνα;», ρώτησε, «ποια Μίνα;»
«Η γυναίκα του Ούλοφ’, απάντησε ο Χάνταρ. «Η γυναίκα που παντρεύτηκε με τον Ούλοφ»
Δεν της είχε πει τίποτα για τη Μίνα ο Ούλοφ; Δεν της είχε δείξει φωτογραφίες και δεν της είχε διηγηθεί περιστατικά σχετικά με το φαγητό που μαγείρευε η Μίνα;
Όχι, δεν της είχε διηγηθεί τίποτα.
Κι όμως, ναι, έτσι ήταν. Είχε έρθει πράγματι με τον Ούλοφ. Τον είχε ακολουθήσει με την θέλησή της από το Ρίσλιντεν, όπου την είχε ανακαλύψει, ως το σπίτι του και είχε στεφανωθεί μαζί του. Η Μίνα ήταν νέα. Αλλά και ο Ούλοφ ήταν νέος, όπως επίσης και ο Χάνταρ ήταν νέος. Όλοι ήταν νέοι. Όμορφη μάλλον δεν ήταν η Μίνα. Όχι, δεν ήταν καμιά καλλονή. Αλλά ήταν υγιής και καλοφτιαγμένη. Κι όταν μια νύχτα σαν κι αυτή ήρθε στις σκέψεις του Χάνταρ, η παρουσία της σαν σύνολο του προκάλεσε γοητεία και πόθο. Η Μίνα μύριζε πάντα σαπούνι.
Ήταν βαμμένη ξανθιά. Μάλλον όχι. Δεν ήταν μόνο βαμμένη ξανθιά. Ήταν γνήσια ξανθιά. Για την ακρίβεια ήταν άσπρη. Τα μαλλιά της ήταν άσπρα. Τα φρύδια της ήταν επίσης άσπρα, καθώς και τα ματοτσίνορα. Το λίγο μόνο χρώμα που είχε επάνω της ήταν αυτό που είχε βάλει στα μάτια, στα χείλη και στα νύχια. Ήταν το χρώμα του αίματος που φαινόταν κάτω από την επιδερμίδα της.
«Υπάρχει μια λέξη γι αυτό», είπε ο Χάνταρ.
«Ναι», απάντησε η γυναίκα. «Υπάρχει κάποιο όνομα»
Η Μίνα ήταν τόσο άσπρη, που αν ήταν αυτή τώρα ξαπλωμένη τούτη τη στιγμή δίπλα στον Χάνταρ, στην άκρη του κρεβατιού, θα ήταν ορατή τόσο καθαρά σα να ήταν μέρα. Αυτή ήταν η Μίνα.
Ο Χάνταρ δεν είχε ανακατευτεί ποτέ σ’ αυτό το θέμα. Δεν ήταν δική του υπόθεση. Ο Ούλοφ είχε αποκτήσει μια γυναίκα. Αυτό ήταν όλο. Ο Ούλοφ χρειαζόταν μια γυναίκα. Έτσι πήρε το δρόμο για το Ρίσλιντεν και όπως φαίνεται βρήκε κάποια.
Πότε – πότε συνέβαινε η Μίνα να έρχεται στον Χάνταρ για να δοκιμάσει το αλατισμένο χοιρινό. Για τον Ούλοφ δεν έφτιαχνε ποτέ τίποτα άλλο εκτός από ζαχαρωτά ή πλιγούρι με βατόμουρα, πουτίγκες ή σούπες με διάφορους χυμούς ή τηγανίτες με ζάχαρη από βανίλια. Είχε τόσο απηυδήσει  απ’ αυτά, που η φωνή της έδινε την εντύπωση πως ήταν έτοιμη να κλάψει. Κι όταν ο Ούλοφ πήγαινε περίπατο στο δάσος ή κάτω στη λίμνη, η Μίνα ερχόταν στον Χάνταρ, καθόταν στην καρέκλα απέναντί του και μιλούσε μαζί του με μια φωνή που έμοιαζε με τα μαλλιά της και τα φρύδια της. Ήταν μια φωνή ωχρή και αδύνατη, για να μη πούμε κλαψουριστή. Ταυτόχρονα όμως ήταν μια ωραία φωνή, μια φωνή που έμοιαζε με το κελάηδημα των πουλιών.
Του έλεγε, πως αισθανόταν μοναξιά εδώ σε τούτο το χωριό, το οποίο αποτελούνταν μόνο από δυό σπιτάκια και άλλες δυο αποθήκες. Του έλεγε πως νοσταλγούσε να πάει σπίτι της. Στην πραγματικότητα δεν νοσταλγούσε το ίδιο το Ρίσλιντεν, αλλά το αλατισμένο του χοιρινό.
Το χοιρινό αυτό κοβόταν συνήθως σε χοντρά κομμάτια με τη γουρουνόπετσά τους το καθένα.  Τηγανιζόταν αργά – αργά, έτσι ώστε το λίπος να μείνει ανοιχτόχρωμο και να γίνει νόστιμο και ανακατευόταν με τοματοπολτό. Αν ήξερε, ότι θα αναγκαζόταν να ζήσει χωρίς αυτό το αλατισμένο κρέας στο μέλλον, ότι δεν θα υπήρχε πια αλάτι στη ζωή της, τότε ο Ούλοφ, δεν θα μπορούσε να την εξαπατήσει, να την παραπλανήσει και να την φέρει στο σπίτι του. Στο σπίτι της στο Ρίσλιντεν, δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί μια ζωή χωρίς αλατισμένο χοιρινό. Δυστυχώς δεν της πήγε τότε στο μυαλό να ρωτήσει τον Ούλοφ για το αλατισμένο χοιρινό και τώρα ήταν πολύ αργά πια.
Ο Χάνταρ στηριζόταν με το πάνω μέρος του σώματός του στο κρεβάτι και έσκυβε πάνω από τη γυναίκα για να μπορεί αυτή ν’ ακούει τι της έλεγε. Η γυναίκα τον διέκοψε σ’ εκείνο το σημείο, ρωτώντας τον:
«Μήπως η Μίνα ήταν καθυστερημένη; Μήπως δεν έστεκε καλά στα λογικά της;»
Αλλά ο Χάνταρ τη διαβεβαίωσε ότι η Μίνα ήταν πολύ καλά στα λογικά της, ότι ήταν ένας έντονα σκεπτόμενος άνθρωπος, ότι είχε μάλιστα μεγαλύτερο πλούτο και ποιότητα σκέψεων απ’ όλους τους ανθρώπους που ο ίδιος είχε συναντήσει στη ζωή του. Απόδειξη για αυτό ήταν οι σκέψεις της και η γνώμη της για το αλατισμένο χοιρινό.
Επιπλέον η Μίνα είχε άποψη και για τα γλυκά εδέσματα, γι αυτήν ακόμα την ίδια την αντίληψη και την εμπειρία της γλύκας. Οι πρώτες μπουκιές γλυκού φαγητού, δεν είναι τίποτε ιδιαίτερο. Δεν είναι ούτε καλύτερες, ούτε χειρότερες από άλλες μπουκιές. Είναι ένα είδος δώρου Θεού. Αλλά αφού το στόμα γεμίσει κάμποσες φορές, έρχεται εντελώς απότομα η εξαίσια αίσθηση του κορεσμού. Σκέφτεται κανείς ότι βρήκε αυτό ακριβώς που χρειαζόταν. Αισθάνεται τη γλύκα ν’ ανεβαίνει στο κεφάλι. Νοιώθει σχεδόν ένα είδος μέθης. Και μετά τη δέκατη ή τη δέκατη πέμπτη  μπουκιά έρχεται ο υπερκορεσμός. Είναι αδύνατο πια να φάει κανείς έστω μια κουταλιά, ένα κομματάκι, ένα τρίμμα. Και τελικά ο κορεσμός μετατρέπεται σε περίσκεψη, σε πειρασμό και σε αηδία.
Συνεπώς η γλύκα είναι πολύ δυνατή, αλλά δεν μπορεί με τον καιρό να σιγάσει την πείνα του ανθρώπου.
Αυτά τα λόγια τα είχε πει η Μίνα.
Και όταν λέει κανείς τέτοια λόγια, δεν μπορεί να είναι καθυστερημένος.
Αφού κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλο μπροστά στη σιδερένια σόμπα και μαγείρεψαν τις πατάτες με το χοιρινό, μετά έφαγαν το χοιρινό με τις πατάτες, τότε ο Χάνταρ έκανε έρωτα με τη Μίνα. Ή μάλλον για να το πούμε πιο σωστά, έκαναν έρωτα οι δυό τους, ο Χάνταρ και η Μίνα.
Ο Ούλοφ ήταν ακόμα στη βάρκα του, στη λίμνη ή ίσως στο δάσος με το τσεκούρι του και το πριόνι του. Οτιδήποτε κι αν έκανε ο Ούλοφ χρειαζόταν περισσότερο χρόνο από το κανονικό. Ήδη από τότε είχε αρχίσει να παχαίνει και να τον ενοχλεί το λίπος από τα γλυκά.
Έκαναν έρωτα πάνω σε μια κουβέρτα με γέμιση από βαμβάκι, που ο Χάνταρ είχε απλώσει στο πάτωμα ανάμεσα στο τραπέζι και στον καναπέ. Την είχαν απλώσει την κουβέρτα και οι δυό μαζί.
Τότε η γυναίκα τον διέκοψε πάλι.
«Όλα καλά, αλλά γιατί αναγκάστηκες να την χαράξεις με το μαχαίρι, όπως είπες;»
«Δεν την χαράκωσα. Απλώς την άγγιξα με το μαχαίρι», είπε ο Χάνταρ κι έκανε μια κίνηση στον αέρα μπροστά στο πρόσωπό της για να της δείξει τη διαφορά μεταξύ χαρακώματος και αγγίγματος.
Μετά από λίγο καιρό η Μίνα ξαναπήγε στον Χάνταρ. Ποιος ζει χωρίς αλατισμένο χοιρινό; Ποιος ζει χωρίς φρέσκιες πατάτες, κατάλληλες για βούτηγμα σε χοντροκομμένο αλάτι, σε συνδυασμό με αλατισμένη ρέγγα που έχει μείνει μια ώρα στο νερό για να μουσκέψει; Και μαζί μ’ αυτά επαναλαμβάνονταν και όλα τα άλλα. Καθόταν ο ένας δίπλα στον άλλο μπροστά στο ζεστό τζάκι. Έτρωγαν και άπλωναν την κουβέρτα που ήταν φοδραρισμένη με βαμβάκι. Απολάμβαναν από κοινού τη δύναμη και τη χαρά που τους είχαν χαρίσει τα αλατισμένα εδέσματα.
Ο Χάνταρ είχε καταλάβει, ότι όλα θα επαναλαμβάνονταν, γιατί όλα αρχίζουν πάντα από την αρχή σε τούτον εδώ τον κόσμο. Τα ποτάμια αδειάζουν συνεχώς τα νερά τους στη θάλασσα, χωρίς η θάλασσα εν τούτοις να γεμίζει ποτέ. Η Μίνα θα ερχόταν πάλι κοντά του και θ’ άπλωναν μαζί την κουβέρτα στο πάτωμα, όσο ο Ούλοφ πήγαινε με τη βάρκα του στη λίμνη ή έκανε περίπατο στο δάσος. Και κάθε φορά θα έκαναν ακριβώς το ίδιο πράγμα που έκαναν πάντα.
Το μόνο που φοβόταν ο Χάνταρ ήταν μήπως τον εγκαταλείψει η μνήμη του και πάθει καμιά σύγχυση. Τίποτα δεν φοβόταν περισσότερο από την αμνησία. Για να μη χάσει λοιπόν τον λογαριασμό, έκανε με πολλή προσοχή, δυό χαρακιές στα μπούτια της Μίνας από τη μέσα μεριά.
Μήπως έτσι δεν έκαναν οι και οι κυνηγοί; Οι οποιοιδήποτε κυνηγοί; Ο Χάνταρ δεν ξεχνούσε ποτέ εκείνη τη φορά που πέτυχε το πρώτο του θήραμα. Τη δεύτερη κιόλας φορά έκανε δυό χαρακιές στο χερούλι του όπλου του, μια για την πρώτη κι αξέχαστη φορά και μια για την επόμενη. Έτσι συνέχισε το κυνήγι, ώσπου από το πολύ τρέμουλο των χεριών και το θόλωμα των ματιών αναγκάστηκε να το διακόψει.
Αυτό που είχε κάνει ήταν τόσο απλό και ανώδυνο. Δεν υπήρχε πιο κοφτερό θηκομάχαιρο από το δικό του. Το λίπος των πλευρών το έκοβε χωρίς να χρειαστεί καμιά πίεση, απλά και μόνο από το βάρος του. Με το μαχαίρι αυτό μπορούσε να κάνει εγχείρηση αμυγδαλίτιδας και σκωληκοειδίτιδας χωρίς νάρκωση.
Με τον καιρό ή για την ακρίβεια ύστερα από πολύ λίγο χρονικό διάστημα, εκείνα τα ασήμαντα σημαδάκια στην επιδερμίδα της Μίνας είχαν γιατρευτεί. Η Μίνα είχε μια επιδερμίδα που γιατρευόταν τόσο εύκολα, όσο μόνο σε πολύ υγιείς και δυνατές οικογένειες είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Κι όταν αργότερα έκανε έρωτα μαζί της, μπορούσε να μετρήσει τις ουλές με τις άκρες των δακτύλων του. Εξάλλου θυμόταν πολύ καλά, ότι η Μίνα συχνά, μάλλον πάντα, του έπαιρνε το χέρι και το έβαζε πάνω στις ουλές. Του έβαζε πάνω στις ουλές τις άκρες των δαχτύλων του δεξιού χεριού, γιατί και αυτή φοβόταν μήπως ο Χάνταρ θα έχανε το λογαριασμό.
Αυτή ήταν η ιστορία των σημαδιών στην επιδερμίδα της Μίνας, στη μέσα μεριά των μηρών της. Ναι, αυτή ήταν όλη κι όλη η ιστορία των ελαφρών γρατζουνισμάτων τους, των μικροτραυμάτων που είχε προκαλέσει ο ένας στον άλλο, ο Χάνταρ και η Μίνα.
Αυτά ήθελε να πει στη γυναίκα ο Χάνταρ εκείνο το βράδυ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου