Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Εκείνο το βράδυ, ή ίσως κάποιο βράδυ μερικές εβδομάδες αργότερα, ο Χάνταρ ρώτησε τη γυναίκα ακόμη μια φορά, αν πράγματι καθόταν στο γραφειάκι της και έγραφε στο μπλοκ κάθε βράδυ.
«Δεν πιστεύω ότι γράφεις όσο θα έπρεπε» της είπε. «Πιστεύω ότι έχεις βολευτεί για τα καλά εδώ κοντά μου. Πιστεύω πως είσαι ένας άνθρωπος, που απλώς περνάει τον καιρό του»
«Γράφω’, του απάντησε εκείνη.
«Εγώ δεν μπορώ να το ξέρω αυτό», είπε ο Χάνταρ. «Δεν μπορώ να ξέρω τίποτε. Δεν ξέρω τι κάνεις πάνω στο δωμάτιό σου. Εγώ είμαι εδώ κάτω ξαπλωμένος κι εσύ εκεί πάνω»
Τότε η γυναίκα πήγε και πήρε το μπλοκ της και του διάβασε ότι είχε γράψει την προηγούμενη βραδιά. Η στεγνή φωνή της ακουγόταν σα γρατζούνισμα και επέτεινε έτσι την ξεραΐλα του κειμένου. Καθόταν στην καρέκλα στην άκρη του καναπέ και διάβαζε: «… στην εποχή μας δεν γίνεται καν σκέψη γι αυτά, είναι λέξεις που χάθηκαν ή ίσως μπορούν να θεωρηθούν σα μνημεία εποχών, κατά τις οποίες φαίνεται να υπήρχε μια σαφής σχέση ανάμεσα στη θέληση και την πράξη. Είναι φιγούρες της φαντασίας, που μόνο η αίσθηση της ευλάβειας ή μια γκρίζα, ξεθωριασμένη, αξιοθαύμαστη ανάμνηση μπορεί να τις πλησιάσει για λίγο. Όμως, δεν είναι η υπακοή που κατά κύριο λόγο χαρακτηρίζει τον Χριστόφορο. Η έννοια της υπακοής δεν έχει κατά κανένα τρόπο θέση στον κόσμο της σκέψης που ανήκει ο Χριστόφορος. Δεν μπορεί επίσης να γίνεται λόγος ούτε για υποταγή. Ο Χριστόφορος δεν υποτάσσεται σε κάποια θεϊκή τάξη ή σε κάποια άγια αποστολή. Δεν είναι η αγάπη ή η καλοσύνη, ούτε καν το αίσθημα της ανθρωπιάς, η κινητήρια δύναμη που τον οδηγεί και τον καταναγκάζει. Για να χρησιμοποιήσουμε όρους της ηθικής, θα ήταν ματαιοδοξία να προσπαθήσει κανείς να ερμηνεύσει το έργο του ή για να ακριβολογούμε, τη μανιώδη δραστηριότητά του, την παθιασμένη απλουστευτικότητα του.
Ο Χριστόφορος αντί να μας μιλάει, απλώς υπάρχει.
Αν κάποια στιγμή μας γνωστοποιούσε ξαφνικά, ότι θα τα παρατούσε όλα και θα γινόταν αναχωρητής, θα πήγαινε σπίτι του, τι θα σκεφτόμασταν; Όχι φυσικά. Ο Χριστόφορος δεν θα μπορούσε να κάνει ποτέ μια τέτοια δήλωση, γιατί θα ήταν γελοία, αντίθετη με το ύφος του και την προσβλητική για την αξιοπρέπειά του. γενικά θα ήταν αντίθετη με το χαρακτήρα του που του αποδίδεται σε αυτό το βιβλίο. Στην περίπτωσή του η έννοια του σπιτιού και της οικογένειας είναι ανύπαρκτη. Αν είχε σπίτι και οικογένεια δεν θα ήταν υπαρκτός με την ιδιότητα του σαν Χριστόφορος. Το σπίτι και η οικογένεια θα τον εξολόθρευαν. Η καθορισμένη κατεύθυνση, ο γεωγραφικά προσδιορισμένος προορισμός της πορείας του βρισκόταν σε γενικές γραμμές πέρα από τα όρια του δυνατού. Ο στόχος του έπρεπε να ήταν σκοτεινός και υπεροπτικά κερδοσκοπικός, σχεδόν πέρα από τις αισθήσεις. Ο προορισμός του έπρεπε αναπόφευκτα να είναι το πρακτικά απραγματοποίητο.
Ο μόνος κανόνας, στον οποίο υπάκουε ήταν αυτός της δημιουργίας. Ήταν δηλαδή το σχήμα εκείνο που έχει γενική ισχύ και αποτελεί αιώνιο καθήκον. Ήταν ο κανόνας, στον οποίο υπόκειται και η υπόλοιπη ανθρωπότητα, χωρίς να το γνωρίζει. Το δημιουργικό του έργο δεν ήταν ούτε εθελοντικό, ούτε χωρίς την θέλησή του. Ο Χριστόφορος απλά το πραγματοποιούσε.
Το τι δημιουργούσε, του ήταν κατά βάση αδιάφορο. Αυτό που του ερχόταν που και που στη σκέψη ήταν να δημιουργήσει τον υπομονετικό άνθρωπο, το γίγαντα εκείνο που δεν χορταίνει ποτέ από τα βάρη του κόσμου, το όχημα της ευσέβειας, τον αχθοφόρο που φτάνει στον κορεσμό μόνο αν ο ίδιος ο Δημιουργός του κόσμου καθίσει στους ώμους του και ούτω καθεξής. Ωστόσο το κύριο θέμα γι αυτόν ήταν και παραμένουν οι αρχές της δημιουργίας. Αν βέβαια μπορεί να γίνεται λόγος για κύριο θέμα σε σχέση με τον Χριστόφορο. Πιθανότατα η έννοια του κύριου θέματος πρέπει σε τούτο το πλαίσιο να εκφραστεί και να γίνει αντιληπτή με ειρωνεία γεμάτη περίσκεψη. Οτιδήποτε άλλο θα προσέδιδε στη φιγούρα, στο αντίγραφο – πρότυπο του Χριστόφορου μια μονοσημαντότητα που θα ήταν προσβλητική, σχεδόν μοιραία για την ανεξαρτησία του και την ιδιομορφία του. Αν ήταν δυνατό να χρησιμοποιήσει κανείς μια τέτοια ειρωνεία στο πεδίο της αγιοσύνης και του θεϊκού, ο Χριστόφορος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί υπάκουος.
Επιπλέον μια λέξη, όπως η ευσέβεια…
«Ναι», την διέκοψε ο Χάνταρ. «Ήταν πραγματικά υπάκουος»
«Ποιος;», τον ρώτησε η γυναίκα, «ποιος ήταν υπάκουος;»
Η ερώτησή της ήταν περιττή. Φυσικά ο Χάνταρ εννοούσε τον γιό του, το δικό του και της Μίνας, ίσως ακόμα και του Ούλοφ τον γιό.
Ναι, ήταν υπάκουος. Ποτέ δεν του είχε αντιμιλήσει, ούτε του είχε δημιουργήσει προβλήματα. Έκανε πάντα ότι του ζητούσε. Και, όσο πιο μεγάλος, πιο ψηλός και πιο έξυπνος γινότανε, τόσο πιο χρήσιμος και πιο υπάκουος αποδεικνυόταν ότι ήταν. Ναι, μάλιστα, ευσεβής ήταν η λέξη που του ταίριαζε. Ναι, θα το κάνω, ήταν η απάντησή του κάθε φορά που του ζητούσαν να κάνει κάτι. Άλλη απάντηση δεν ήξερε να δώσει. Και το έκανε πάντα με χαμόγελο, συχνά μάλιστα τραγουδώντας. Στη δουλειά ήταν επίμονος και επιμελής. Που και που συνήθιζε να σηκώνεται όρθιος και να μετακινεί με το αριστερό του χέρι τα μαλλιά του, που του έπεφταν στο μέτωπο και τα μάτια. Ναι, ήταν αριστερόχειρας, αλλά αυτό δεν μπορεί να ήταν ελάττωμα.
«Αυτό το κομμάτι που έγραψα και σου διάβασα προηγουμένως, ήταν κατανοητό;», ρώτησε η γυναίκα.
«Ναι, ναι», την διαβεβαίωσε ο Χάνταρ, «… τα κατάλαβα όλα, ως την τελευταία λέξη»
Και συνέχισε να μιλάει για τον γιό του.
«Ναι, ήταν υπάκουος σε όλα του, στην ομιλία του, στις πράξεις του, ως και στην παραμικρή κίνηση, την παραμικρή χειρονομία του».
Και ο Χάνταρ του είχε αγοράσει μια κιθάρα, μια κιθάρα εξάχορδη, με μια μπλε βαμβακερή ζώνη για να την κουβαλάει στον ώμο του. Και ο γιός είχε εξασκηθεί στην κιθάρα, παίζοντάς την κάτω από το σπίτι του Ούλοφ, που καμιά φορά από αφηρημάδα το αποκαλούσε σπίτι του. Και μετά, όταν πια είχε μάθει να παίζει τέλεια την κιθάρα του, ερχόταν εδώ στο σπίτι του Χάνταρ, καθόταν στην κουζίνα και του έπαιζε μουσική. Και είχε κόκκινα μάγουλα και γαλάζια μάτια. Δεν έμοιαζε καθόλου της Μίνας που ήταν κάτασπρη σαν την κιμωλία και είχε κόκκινα μάτια. Ήταν ένα μεγάλο θαύμα, που ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν περπατούσε πάνω στη γη. Να ‘χεις ένα τέτοιο γιό, δεν συγκρίνεται ούτε με το να έχεις το καλύτερο άλογο ή το πιο μεγάλο σπίτι είχε συμπληρώσει ο Χάνταρ.
«Με πονάνε τα μάτια», είπε μετά από μικρή σιωπή ο Χάνταρ. «Γι αυτό είναι κόκκινα και δακρυσμένα.

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

«Μπορώ να βάλω μπρος το αυτοκίνητό σου», είπε η γυναίκα στο Χάνταρ λίγο αργότερα. «Μπορώ να καθαρίσω το χιόνι μπροστά από τους τροχούς».
«Τι νόημα θα είχε;», της απάντησε ο Χάνταρ.
«Αν μιλήσω με το γιατρό του χωριού για τους πόνους σου, θα σου δώσει σίγουρα δυνατότερα παυσίπονα»
«Είμαι μια χαρά», απάντησε ο άντρας, «… δεν με νοιάζει πια για το τι γίνεται μέσα στο στομάχι και στα έντερά μου»
«Δεν μπορείς πια να μείνεις ακίνητος ξαπλωμένος. Ούτε να καθίσεις δεν μπορείς», του είπε η γυναίκα, «χρειάζεσαι βοήθεια»
«Μπορώ να βρω τη βοήθεια που χρειάζομαι», της απάντησε εκείνος. «Και ο Ούλοφ, δεν παίρνει παυσίπονα»
«Ο Ούλοφ δεν έχει πόνους»
«Το ίδιο κάνει», της είπε ο Χάνταρ. «Όταν πεθάνει ο Ούλοφ, τότε μπορείς να πάρεις το αμάξι και να μου φέρεις όσα χάπια και σταγόνες θέλεις»
Όταν θ ερχόταν η ώρα εκείνη, όταν θα πέθαινε ο Ούλοφ, τότε ο Χάνταρ δε θα έπαιρνε καμιά άλλη τροφή εκτός από τα παυσίπονα. Θα φλόμωνε στα παυσίπονα. Θα γέμιζε το στόμα του με χάπια και θα τα κατέβαζε μα νερό στο στομάχι του. Λίπος από σκύλο και φλούδες από ιτιά, άσπρα, κίτρινα και κόκκινα χάπια. Και η γυναίκα θα είχε την ευκαιρία να του προμηθεύσει ενέσεις και σωληνάρια και να τον φορτώσει με παυσίπονα.
Όσο όμως ζούσε ο Ούλοφ, τέρμα τα παυσίπονα.
2
Ναι, έτσι περνούσε τα χρόνια της ανάπτυξής του ο γιός του Χάνταρ. Ήταν γιός και διάδοχος στο σπίτι, τόσο στο σπίτι του Χάνταρ, όσο και στου Ούλοφ.
Ο Χάνταρ θυμότανε, ότι ο ίδιος ο γιός κάποτε το είχε θίξει αυτό το θέμα σε συζήτηση μαζί του. Είχε προσπαθήσει να του περιγράψει, πως ήταν οι σχέσεις τους. Συγκεκριμένα του είχε πει, ότι ήταν πλούτος γι αυτόν, να τους έχει και τους δυο, ότι δεν είχε μόνο τον ένα, αλλά και τους δυο. Ότι δεν είχε μόνο τον Χάνταρ, αλλά και τον Ούλοφ. Όταν δεν μπορούσε να βρίσκεται στον έναν, πήγαινε στον άλλο. Είχε την δυνατότητα να ζητήσει καταφύγιο, τόσο στον έναν, όσο και στον άλλον. Όπως π.χ. εκείνη τη φορά, που όντας σε λίγο ενήλικος, σχεδόν άντρας, χρειαζόταν ένα μηχανάκι ή εκείνη τη φορά που ήθελε ένα δερμάτινο μπουφάν με ψηλό γιακά και σκούρα κόκκινα μυτερά παπούτσια και καλάμι για ψάρεμα με μπαλαντέζα που δεν μπερδευόταν ποτέ.
«Πόσο κοστίζει;», τον είχε ρωτήσει ο Χάνταρ.
«Ποιο πράγμα;» είχε απαντήσει ο γιος.
«Εκείνο το μπουφάν;»
«Διακόσιες κορώνες»
«Να, πάρε τις», ήταν η απάντηση του Χάνταρ.
Είχε όμως και τις άλλες πλευρές της αυτή η ιστορία. Πολλές φορές ήταν ένα φορτίο ακόμα και για την σκέψη. Ήταν αναγκασμένος να κουβαλάει ένα προβληματικό διχασμό μέσα του. Του ήταν αδύνατο να συνδυάσει αυτούς τους δυο, τον Χάνταρ και τον Ούλοφ, σε μια και μόνη ενότητα, να τους έχει και τους δυο μαζί στη σκέψη του. Πότε σκεφτόταν τον ένα και πότε τον άλλο. Και όταν έστρεφε τη σκέψη του στον Ούλοφ, αισθανόταν να πλημμυρίζεται από διάφορες, συγκεκριμένες ιδιότητες και ιδιομορφίες. Όταν πάλι σκεφτόταν τον Χάνταρ, γινόταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος.
Ο Χάνταρ του είχε πει, ότι τον καταλάβαινε. Καταλάβαινε που δεν μπορούσε να μιλήσει με τον Ούλοφ γι αυτό το πράγμα.
Ήθελε να είναι αδιαίρετος, είχε πει ο γιος. Η μόνη του επιθυμία ήταν να αποτελείται από ένα και μόνο κομμάτι.
«Είσαι σαν το πεύκο που το κάνουν έπιπλο», του είχε πει τότε ο Χάνταρ. «Είσαι σαν ένα κούτσουρο ρίζας από πεύκο δεκαοχτώ ιντσών»
Αλλά για να καταλάβει ο Χάνταρ τι εννοούσε ο γιός του είχε διηγηθεί για κείνη την περίπτωση που είχε κατέβει κάτω στον πάγο και παρά λίγο να πνιγεί.
«Κινδύνεψες να πνιγείς;», τον είχε ρωτήσει ο Χάνταρ. «Δεν μου το είχε πει κανένας αυτό»
«Καλύτερα που δεν σου το είχαν πει, γιατί θ’ ανησυχούσες», του είχε απαντήσει ο γιός και αφού ο κίνδυνος είχε περάσει πια, του ήταν εύκολο να του πει τώρα την ιστορία εκείνη.
«Ποτέ δεν μπορεί να ξέρει κανείς», του είχε πει ο Χάνταρ, προσθέτοντας ότι για τον γιό του μπορούσε να κάνει υπερφυσικά πράγματα.
Ήταν τον ίδιο χειμώνα που είχαν πάει στους πάγους, ο γιός και τα άλλα αγόρια, τα οποία το σχολείο έμελλε να εκπαιδεύσει σε επαρχιακούς εφόρους, κυνηγούς του βασιλιά, δασκάλους και κτηνίατρους. Ο γιός είχε προχωρήσει λίγο περισσότερο απ’ ότι έπρεπε και είχε φτάσει σε μέρος που ο πάγος είχε αδυνατίσει.
«Δεν είμαι σίγουρος ότι έχω την ψυχική δύναμη, ότι αντέχω ν’ ακούσω αυτή την ιστορία», του είχε πει ο Χάνταρ.
Και όταν έφτασε στο αδύνατο σημείο του πάγου, είχε τέτοια ταχύτητα, τέτοια φόρα που το υπερπήδησε και πέρασε απέναντι στην άλλη άκρη του πάγου, στα ανοιχτά νερά. Τότε αμέσως βάλθηκε να κολυμπά. Δε θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι κολυμπούσε για να σώσει τη ζωή του.
Θυμόταν ο Χάνταρ, ότι όταν άκουγε το γιό του να του διηγείται αυτή την ιστορία, άρχισε να τρέμει ολόκληρος και αναγκάστηκε να ψάξει στήριγμα στον καναπέ για να μην πέσει.
Κολυμπούσε λοιπόν ο γιός στο βυθό, κάτω από τους πάγους. Μάλιστα στην προσπάθειά του να φτάσει κολυμπώντας στο σημείο που ο πάγος ήταν αδύνατος ή σε καμιά τρύπα του πάγου, είχε χτυπήσει στους αστραγάλους και στο σβέρκο, καθώς ο πάγος από την κάτω μεριά είχε αιχμηρές προεξοχές. Όπως θυμόταν ο Χάνταρ τώρα, ο γιός είχε κολυμπήσει κάτω από τον πάγο χωρίς να παίρνει ανάσα μια ώρα περίπου. Στην πραγματικότητα βέβαια θα ήταν κανένα λεπτό περίπου. Και όλη την ώρα, όλο εκείνο το ατέλειωτο λεπτό, είχε σκεφτεί ο γιός, όλη τη μακρόχρονη, την περίπου δεκαπεντάχρονη ζωή του. Είχε σκεφτεί τη Μίνα. Και είχε εντείνει στο έπακρο τις δυνάμεις του για να σκεφτεί και τους δυο ταυτόχρονα, τον Χάνταρ και τον Ούλοφ. Στην απελπισία του είχε προσπαθήσει να συνθέσει ένα και μόνο ον, για να μπορέσει να το καλέσει σε βοήθεια ή τουλάχιστον για να προλάβει να του στείλει μια τελευταία σκέψη. Αλλά στάθηκε αδύνατο. Όσο κι αν ταλαιπώρησε τη σκέψη του, δεν τα κατάφερε να τους ενώσει. Ο Χάνταρ είχε μείνει Χάνταρ και ο Ούλοφ, Ούλοφ. Και τελικά εγκατέλειψε τις προσπάθειές του. Είχε απορρίψει τον ένα και είχε κρατήσει τον άλλο στις σκέψεις του εκείνη ακριβώς τη στιγμή που έφτασε στην τρύπα του πάγου, έβγαλε το κεφάλι του πάνω από την επιφάνεια του νερού και πήρε ανάσα. Αν ήταν η αρχική τρύπα ή κάποια άλλη τρύπα, ήταν αδύνατο να ξέρει, αφού αυτός ο ίδιος ήταν πια άλλος άνθρωπος.
Ο Χάνταρ είχε εξαντληθεί εντελώς ακούγοντας αυτή την ιστορία. Δεν είχε πια δυνάμεις να ρωτήσει ποιόν από τους δυό είχε απορρίψει ο γιός και ποιόν είχε κρατήσει.
«Εκατόν πενήντα κορώνες», είχε απαντήσει ο γιός.
«Ορίστε, πάρε τες», του είχε πει ο Χάνταρ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου