Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Συνέβαινε που και που να μιλάνε ο Χάνταρ και ο Ούλοφ, για τα πράγματα που τους έλειπαν, όπως π.χ. για τα μονοπάτια στο δάσος και το πάφλασμα του νερού στα πλευρά της βάρκας, για τα ζώα που είχαν σφαχτεί από καιρό και για τις φωλιές των αγριομελισσών κάτω από το γρασίδι, για το χυμό των μούρων και τις καταιγίδες και για το πλύσιμο των ποδιών στις κρύες πηγές. Ο Χάνταρ θυμόταν ιδιαίτερα τα ωμά θαλασσοπούλια.
Το χειρότερο, όμως απ’ όλα, είπε ο Χάνταρ ή μάλλον το περίπου χειρότερο, ήταν το κενό που ένοιωθε μετά τη Μίνα.
Δεν ήταν ακριβώς το κενό από την Μίνα, ωστόσο ήταν κάτι που είχε σχέση μ’ εκείνη. Γι αυτόν, η Μίνα ήταν η πρώτη και μοναδική του γυναίκα. Ήταν τρομερό, να μην έχει κανέναν. Στην πραγματικότητα βέβαια η Μίνα δεν ανήκε μόνο σ’ αυτόν. Η ιστορία με τη Μίνα ήταν γνωστή. Η Μίνα και ο Χάνταρ δεν ανήκαν μόνο ο ένας στον άλλο. Όμως, παρόλα αυτά, ο Χάνταρ τη θεωρούσε δική του.
Και πριν από την Μίνα δεν είχε ποτέ άλλη γυναίκα. Αισθανόταν ένα μεγάλο κενό, τόσο πριν, όσο και μετά την Μίνα, ιδιαίτερα μετά.
Ακόμα και ως τη στιγμή του, θα του έλειπαν όλες εκείνες οι εμπειρίες που είχε αποκτήσει μαζί με τη Μίνα. Ακόμα και ως τη στιγμή που θα του έβγαινε η ψυχή, θα ένοιωθε την απουσία της.
«Εννοείς δηλαδή, ότι σου λείπε το θηλυκό», του είπε η γυναίκα . «Θα χρειαζόσουν λοιπόν μια γυναίκα…»
Όμως τόσο ωμά και αδιάντροπα δεν ήθελε να παραδεχτεί ο Χάνταρ, ότι μπορούσε κανείς να διατυπώσει την κατάστασή του. Γι αυτόν ήταν ακατανόητο, πως μπορούσε η γυναίκα να μιλάει με τέτοια ωμότητα και αδιαντροπιά, αν και θα μπορούσε να το περιμένει κανείς κάτι τέτοιο από ένα άνθρωπο από το Νότο. Στο Νότο δεν υπάρχει αξιοπρέπεια, αγνότητα και ηθικότητα. Της υπογράμμισε ότι τα λόγια της τον αναστάτωσαν, τον ενόχλησαν και τον πλήγωσαν.
«Σα δεν ντρέπεσαι!», συμπλήρωσε ο Χάνταρ.
«Θα μπορούσα να σε βοηθήσω», συνέχισε η γυναίκα.
«Πως;¨, ρώτησε ο Χάνταρ. «Πως θα μπορούσες να με βοηθήσεις;»
«Με το χέρι. Θα σου κάνω με το χέρι αυτό που κάνει ο άντρας και η γυναίκα»
«Δεν τα ξέρω εγώ αυτά», είπε ο Χάνταρ. «Αλλά αφού το λες»
Τότε η γυναίκα του ξεκούμπωσε τα ρούχα, πήρε στο χέρι της το κιτρινισμένο και ζαρωμένο πέος του και άρχισε να το τρίβει και να του κάνει μαλάξεις, ώσπου αυτό μισοσηκώθηκε, ενώ ταυτόχρονα καθησύχαζε τον Χάνταρ, μιλώντας του για διάφορα πράγματα. Του έλεγε ότι ο γεωργός θα οργώσει την άνοιξη την ίδια γη, όπως πάντα, τα πουλιά θα τραγουδήσουν το ίδιο τραγούδι, ώσπου ο Χάνταρ αναστέναξε βαθιά και πονεμένα και η παλάμη της γέμισε με το σπέρμα του.
Ήταν ένα γκριζοπράσινο υγρό που μύριζε έντονα αμμωνία, ίσως και μούχλα.
Ο Χάνταρ σήκωσε το κεφάλι για να το δει και να το μυρίσει και η γυναίκα άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του.
«Ναι», είπε ο Χάνταρ, «αυτό το σπέρμα είναι σαν πύον, σα δηλητήριο. Και μπορεί να είναι τριάντα ή και σαράντα χρονών»
«Εγώ δεν ξέρω από σπέρματα» του απάντησε η γυναίκα.
Ο Ούλοφ έλεγε συχνά: «πάντα τα καταφέρνω»
Πότε – πότε έλεγε: «τα βγάζω πέρα εκπληκτικά καλά»
Και που και που: «είναι μια καταπληκτική του Θεού, που είμαι σε τόσο καλή κατάσταση»
Τότε η γυναίκα ρώτησε: «για πόσο καιρό ακόμα θα συνεχιστεί αυτή η μονομαχία; Πόσο θα αντέξετε; Πόσον καιρό ακόμα θα περιμένει ο Χάνταρ εσένα κι εσύ τον Χάνταρ;»
«Στον αιώνα τον άπαντα», απάντησε ο Ούλοφ. «Δεν έχει καθοριστεί χρόνος γι αυτό. Εξάλλου μέρα με την ημέρα έρχεται η άνοιξη»
Ο Ούλοφ μασουλούσε ένα σύκο ενώ μιλούσε κι έτσι τα λόγια του έβγαιναν σα να τα ρουφούσε. Μάλλον είχε στο στόμα του δυό σύκα, ένα στο κάθε μάγουλο.
«Μετά από την άνοιξη έρχεται το καλοκαίρι», συνέχισε ο Ούλοφ. «Και το καλοκαίρι δεν πεθαίνει κανείς. Εγώ πάντως αποκλείεται και το ίδιο μάλλον και ο Χάνταρ. Το καλοκαίρι τούτος ο τόπος με τα χαλίκια του, τα λιθάρια του και όλα τα θαυμάσια δέντρα, τους θάμνους και τα λουλούδια του γύρω από τη λίμνη είναι σαν τον κήπο της Εδέμ. Όχι, δε βλέπω να υπάρχει τέλος σε τίποτα».
Ύστερα από λίγο ο Ούλοφ προσπάθησε πάλι να την πείσει να δοκιμάσει το υγρό που έβγαζε από τα σπυριά στο στήθος του.
Η γυναίκα του εξήγησε, ότι τα υγρά ενός ξένου σώματος ήταν γι αυτήν πάντα αποκρουστικά. Τα σωματικά υγρά ήταν γι αυτήν πάντα συνώνυμα της αηδίας, αυτό ήταν ένα προσωπικό, αυστηρά απόρρητο θέμα γι αυτήν. Εξάλλου, του τόνισε, ότι αυτός χρειαζόταν ο ίδιος όλες τις τροφές που μπορούσε να βρει.
«Ναι, αλλά αυτό το υγρό δεν ήταν οποιοδήποτε τυχαίο και συνηθισμένο υγρό», της εξήγησε ο Ούλοφ. Αντί για υγρό ήθελε μάλλον να χρησιμοποιήσει λέξεις, όπως νέκταρ, μούστος, χυμός ή κάτι παρόμοιο, γιατί η προέλευσή του ήταν, παρόλα αυτά φυσική.
Τότε η γυναίκα προσπάθησε ν’ αλλάξει θέμα συζήτησης. Του είπε ότι η ικανοποίησή του με την κατάστασή του, το γεγονός ότι μπορούσε ακόμη να χαίρεται τη ζωή του ήταν πολύ μεγάλο πλεονέκτημα γι αυτόν.
«Όλα σου ήρθαν βολικά», του είπε «και δεν γνωρίζω κανένα άνθρωπο που να μην έχει λόγους να σε ζηλεύει για τη ζωή που κάνεις»
«Ναι», της απάντησε εκείνος. «Έτσι είναι, σωστά τα λες»
Τα έλατα κάτω, χαμηλά στην πλαγιά δεν είχαν πλέον καθόλου χιόνια στα κλαδιά τους και υψώνονταν κατάμαυρα απέναντι από την παγωμένη λίμνη. Που και που όμως έπεφτε νέο χιόνι, κυρίως τα απογεύματα. Ακριβώς εκείνη την ώρα που συνομιλούσαν έτυχε να χιονίζει και οι βαριές χιονονιφάδες κολλούσαν στα τζάμια του παραθύρου.
«Ναι, πράγματι είναι αλήθεια», επανέλαβε ο Ούλοφ. «Υπάρχει όμως ένα πράγμα που μετανιώνω. Υπάρχει ένα πράγμα που μετανιώνω, γιατί το έκανα κι αυτή τη μετάνοια θα τη νοιώθω ώσπου να πεθάνω»
«Ίσως», συνέχισε τον μονόλογό του ο Ούλοφ, «η λέξη μετάνοια να μην είναι αρκετά δυνατή, ίσως και η λέξη μεταμέλεια να μην αρκούσε. Η μόνη σωστή λέξη, μια λέξη όμως πολύ άβολη και μεγαλειώδης για το απλό του στόμα, ήταν η συντριβή. Ήταν μια τέτοια μετάνοια, για να μην πούμε συντριβή, αυτό που τον έκανε συχνά, μάλλον ακατάπαυστα να κυνηγάει κάποιου είδους συγχώρεση ή τουλάχιστον μια κάποια ανάπαυλα λήθης.
«Εδώ πάνω δεν είναι δυνατόν να κάνει κανείς κάτι, που ν’ αξίζει να το μετανιώσει», είπε η γυναίκα.
«Πως το ξέρεις εσύ αυτό;», της είπε εκείνος.
«Τι είναι αυτό που μετανιώνεις;», τον ρώτησε τότε εκείνη.
«Μετανιώνω που τον έβαλα να σκάψει το χαντάκι. Που δεν τον άφησα να μείνει κάτω στον όρμο και να πιάνει λούτσους. Μετανιώνω που τον ανάγκασα να σκάψει μεγάλο χαντάκι’
«Ποιόν;», ρώτησε η γυναίκα. «Ποιόν ανάγκασες να σκάψει χαντάκι;»
«Τον Λαρς», της απάντησε ο Ούλοφ και την επέπληξε που είχε ξεχάσει πως είχε ένα γιό, που τον έλεγαν Λαρς και που ήταν γιός και της Μίνας.
«Δεν ήθελες να μιλήσεις για αυτόν», παρατήρησε η γυναίκα.
«Στην πραγματικότητα δεν ήθελα να μιλήσω για κανένα άλλο, εκτός απ’ αυτόν», απάντησε ο Ούλοφ. «Άλλος από τον γιό μου δεν υπάρχει, που ν’ αξίζει να γίνεται λόγος γι αυτόν»
«Ποιο χαντάκι;», συνέχισε την ερώτησή της η γυναίκα. «Και πού τον ανάγκασες να το σκάψει αυτό το χαντάκι;»
«Το χαντάκι ανάμεσα στο σπίτι του Χάνταρ και το δικό μου», της είπε ο Ούλοφ. «Ένα βαθύ χαντ΄’και που κανένας δεν θα μπορούσε να το πηδήσει»
«Δεν υπάρχει χαντάκι πουθενά», είπε η γυναίκα. «Εγώ περνάω εδώ κάθε μέρα και δεν βλέπω πουθενά χαντάκι»
Ο Ούλοφ όμως δεν θέλησε να δώσει συνέχεια στην κουβέντα. Έκλεισε τα μάτια του, σταύρωσε τα χέρια του κάτω από το πηγούνι και σιώπησε.
«Θέλω να κοιμηθώ», είπε μετά από λίγο. «Κι εδώ δεν βρίσκει κανείς ησυχία. Ευλογημένα να ‘σαι που με φροντίζεις, αλλά θέλω ταυτόχρονα να μ’ αφήσεις στην ησυχία μου»
«Άκου τώρα να δεις πως έχει το πράγμα», συνέχισε, «όταν ζει κανείς πολλά χρόνια, αποκτάει τόσες εμπειρίες από τη ζωή, τέτοιο ψυχικό πλούτο και αναμνήσεις. Που οτιδήποτε, ναι, πραγματικά, οτιδήποτε μπορεί να ξεφύγει, να διαρρεύσει, αν κάποιος απρόσεκτος του δώσει αφορμή. Πρέπει κανείς να μένει στην ησυχία του»
Το ξύρισμα του Χάνταρ γινόταν όλο και πιο δύσκολο, όσο περνούσε ο καιρός. Τα γένια του έδιναν την εντύπωση πως γίνονταν μέρα με τη μέρα πιο σκληρά, πιο χοντροκομμένα, σαν να είχαν κοκαλιάσει, σα να έβγαιναν κατευθείαν από το κούτελό του. Η γυναίκα αναγκαζόταν συνεχώς να τροχίζει το ξυράφι.
«Δεν πάει άλλο, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι’, είπε η γυναίκα. Πρέπει να δώσω τέρμα με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
«Μπορείς να σκοτώσεις τον Ούλοφ», της απάντησε ο Χάνταρ.
«Έρχεται το καλοκαίρι», συνέχισε η γυναίκα. «Σε λίγο θα έχουμε άνοιξη και μετά καλοκαίρι. Και το καλοκαίρι δεν πεθαίνει κανείς»
«Ώστε έρχεται λοιπόν το καλοκαίρι;», είπε ο Χάνταρ.
«Δεν ξέρω», απάντησε η γυναίκα. «Ο Ούλοφ το λέει αυτό. Πως θα μπορούσα να ξέρω εγώ πότε έρχεται το καλοκαίρι εδώ πάνω στα βόρεια»
«Θα το καταλάβεις όταν το δεις. Όταν δεις τα δέντρα και τους θάμνους ανθισμένα, όταν μυρίσεις τα άνθη από τις σημύδες και τα ραδίκια. Αν δεν μπορεί κανείς να νιώσει το καλοκαίρι, τότε δεν διαφέρει σε τίποτα από ένα φτυάρι, ένα ποντίκι ή ένα σκουλήκι»
Όταν σε κάποια φάση του ξυρίσματος ξέφυγε της γυναίκας το ξυράφι και έκοψε το δέρμα του Χάνταρ, δεν βγήκε αίμα, ούτε νερό. Μόνο το άσπρο κρέας κάτω από την επιδερμίδα φάνηκε και η μεμβράνη του οστού. Αυτό ήταν όλο.
Ήταν απαραίτητο πια να καταλάβει ο Χάνταρ, ότι έπρεπε να τα μαζέψει και να τους αδειάσει τη γωνιά. Να πεθάνει. Αυτή την ελευθερία, έπρεπε να την επιτρέψει στον εαυτό του. πέρα απ’ όλα τ’ άλλα ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος.
Αυτό το γάντζωμα στη ζωή, ήταν σκλαβιά. Ήταν υποδούλωση στον Ούλοφ. Με τον τρόπο αυτό ο Χάνταρ έδινε την δυνατότητα στον Ούλοφ να κυριαρχεί πάνω του ως την τελευταία του ανάσα. Αφού ο άνθρωπος έχει λογικό, είναι ελεύθερος. Η ελεύθερη θέληση είναι η αιτία των πράξεών μας. Αν δεν είναι η πρώτη και κύρια αιτία, τότε είναι τουλάχιστον η δεύτερη ή η τρίτη αιτία.
Το να επιτρέψει κανείς στον εαυτό του να πεθάνει, είναι μια πράξη. Πρέπει να πράττει κανείς σύμφωνα με το τι του υπαγορεύει το λογικό του. Αλλιώς αποποιείται κανείς τελεσίδικα την ελευθερία του.
«Όταν πεθάνω, δεν θα είμαι πια ελεύθερος», είπε ο Χάνταρ. «Ο πεθαμένος είναι κουφός, τυφλός και βουβός. Ο Ούλοφ όμως θα παραμένει στη ζωή, θα είναι ξαπλωμένος στο σπίτι του και θα έχει την ελευθερία να κάνει ότι του κατέβει, π.χ. να κάνει παιγνίδια με τα κύματα της λίμνης, ενδιαφέροντα ταξίδια ή σπάνιες εφευρέσεις»
«Ο Ούλοφ είναι το ίδιο σκλάβος, όπως κι εσύ», είπε η γυναίκα.
Ο Χάνταρ όμως δεν συμφωνούσε μαζί της. Αρνούνταν κάτι τέτοιο. Δεν τον ενδιέφερε το πράγμα. Κατά την γνώμη του η καρδιά του Ούλοφ δεν είχε καμιά αρρώστια. Απλώς ήταν κάπως αποκλεισμένη, ανελεύθερη, φυλακισμένη μέσα σ’ όλο εκείνο το λίπος.
Ο Χάνταρ εξέφρασε τη λύπη του, που η γυναίκα ασπαζόταν τις σκέψεις και τις τρέλες του Ούλοφ με τόση ευκολία, γενικά που έστηνε αυτί και τον άκουγε όταν το στόμα του πήγαινε ροδάνι. Ήταν τρομερό και καταδικαστέο, που αναγκαζόταν και κατέβαινε στο σπίτι για να τον φροντίζει κάθε μέρα. Ο Χάνταρ θα ήθελε κατά βάθος να υπήρχε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο στο δρόμο της προς το σπίτι του Ούλοφ, να μην υπήρχε καν κάποιο μονοπάτι ανάμεσα στα δυό σπίτια.
Αμ είχε κτιστεί εκείνο το φράγμα, όπως υπήρχε η σκέψη, τότε η γυναίκα δε θα γνώριζε καν την ύπαρξη του Ούλοφ.
«Ποιο φράγμα;», ρώτησε η γυναίκα.
Α, ώστε έτσι! Ήταν νέο και άγνωστο αυτό που της έλεγε. Δεν ήταν δυνατόν. Δεν μπορεί να είχαν ζήσει τόσο καιρό μαζί και να μην της είχε πει τίποτα για το φράγμα.
Εννοούσε φυσικά εκείνο το ψηλό και μεγαλοπρεπές φράγμα ανάμεσα στο σπίτι του και στο σπίτι του Ούλοφ. Το φράγμα που κανένας δε θα μπορούσε να σκαρφαλώσει πάνω του και να το περάσει. Το οχυρό, το τείχος εκείνο που θα περιόριζε τον καθένα στη σωστή περιοχή ή και στη λάθος περιοχή, αν αυτό ήταν η τελευταία επιθυμία του. Θα περιόριζε το γιό, την Μίνα και αν θέλετε και την κιθάρα. Θα έδινε επίσης ένα τέλος στο πήγαινε – έλα. Έπρεπε να αποφασίσουν επιτέλους όλοι αυτοί σε ποιόν ανήκουν, σ’ αυτόν ή στον Ούλοφ. Ο άνθρωπος πρέπει να κάνει τις επιλογές του. Ναι, αυτό πρέπει να κάνει ο άνθρωπος. Να επιλέγει. Και στην κορυφή το τείχος θα ήταν εξοπλισμένο με αγκαθωτό σύρμα και με σπασμένα μπουκάλια από ελαφριά ποτά.
«Ένα τέτοιο φράγμα, σαν κι αυτό που λες, δεν έχει παρά να το παρακάμψει κανείς», του είπε η γυναίκα. «Να κάνει απλώς το γύρο του»
«Ναι, αλλά αυτό δεν είναι δυνατό, όταν το φράγμα εκτείνεται από το σημείο του γκρεμού προς την Στούργκρουβα μέχρι κάτω χαμηλά στη λίμνη»
«Ο Ούλοφ μου έκανε λόγο για ένα χαντάκι», είπε η γυναίκα. «Για ένα χαντάκι ανάμεσα στο σπίτι σου και στο δικό του»
Που και που ο Χάνταρ έβαζε την ξύλινη κούκλα στο στόμα του και την έγλυφε.
Για χαντάκι της είχε μιλήσει λοιπόν ο Ούλοφ! Ναι, βέβαια. Αφού ήταν φράγμα, ήταν ταυτόχρονα και χαντάκι. Όταν ο γιός έσκαβε και πετούσε ψηλά τα χώματα, τις πέτρες και τα χαλίκια σχηματίστηκε ένα χαντάκι. Το χαντάκι ήταν απόρροια του φράγματος. Ήταν απόρροια και ταυτόχρονα προϋπόθεση. Από κάπου έπρεπε να μεταφερθεί το υλικό για το φράγμα. Όταν χτίζει κανείς ένα φράγμα, σκάβει ταυτόχρονα κι ένα χαντάκι. Ο σκοπός όμως ήταν να χτιστεί το φράγμα και όχι το χαντάκι.
«Ώστε ο γιός σου ήταν αυτός που έσκαβε και έχτιζε. Ο δικός σου γιός και της Μίνας, ίσως και του Ούλοφ»
«Ο γιός μου κι εγώ», είπε ο Χάνταρ. «Αν κι αυτός ήταν που έσκαβε, φτυάριζε και σήκωνε τα διάφορα φορτία»
Ο γιός ήταν τότε στα δεκαέξι του και έφευγε από το σχολείο που θα τον έκανε επαρχιακό έφορο ή βασιλικό κυνηγό, για να σκάψει το φράγμα. Ήταν άνοιξη και καλοκαίρι και φορούσε μόνο το μπλε του παντελόνι και τις μπότες. Ήταν χαρά Θεού να τον βλέπεις. Δούλευε σκληρά και ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το σώμα του. Έδειχνε μεγάλο ζήλο για την ολοκλήρωση του εγχειρήματος εκείνου. Ωστόσο δεν έδειχνε ποια θα ήταν τελικά η προτίμησή του, σε ποια πλευρά του φράγματος θα επέλεγε να πάει.
Όμως, υπήρχε πιθανότατα μια σιωπηρή συμφωνία αναμεταξύ τους, ανάμεσα στον γιο και τον Χάνταρ.
Έτσι ο Χάνταρ στεκόταν και τον κοιτούσε όταν δούλευε. Του έδινε συμβουλές και οδηγίες, πως π.χ. να χώνει το φτυάρι κάτω από τις πέτρες, πώς να σωρεύει το χώμα και τα χαλίκια για να μη χαλάει ο σωρός. Ήταν στην κυριολεξία σαν ένας στρατηγός. Οι μέρες εκείνες ήταν οι πιο ευτυχισμένες στη ζωή του, απ’ ότι μπορούσε να θυμηθεί.
Στο σημείο εκείνο έκανε παύση. Όταν έκανε λόγο για τις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής του σταμάτησε να μιλάει.
Ύστερα είπε στη γυναίκα:
«Δεν πιστεύω να με εγκαταλείψεις»
«Να σε εγκαταλείψω;», είπε η γυναίκα. «Για εγκατάλειψη μπορεί κανείς να κάνει λόγο μόνο όταν πρόκειται γι ανθρώπους που ανήκουν ο ένας στον άλλο»
«Δεν μου παίζεις σε παρακαλώ κάτι στην κιθάρα;», της είπε εκείνος.
Όμως η γυναίκα δεν μπορούσε να παίξει κιθάρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου