Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

«Ο Χάνταρ λέει, ότι δεν θα σκαβόταν χαντάκι, αλλά ότι θα χτιζόταν φράγμα», είπε η γυναίκα στον Ούλοφ.
«Κάπου έπρεπε να βάλει τελικά τα χώματα που έβγαζε από το χαντάκι το παιδί», είπε ο Ούλοφ. «Και όταν σκάβεις χαντάκι, σχηματίζεται ταυτόχρονα φράγμα»
«Εξάλλου ο Χάνταρ δεν πιστεύει ότι έχεις αρρώστια στην καρδιά»
Και ξαφνικά ο Ούλοφ εντελώς απροσδόκητα είπε: «Ναι, βέβαια, έτσι είναι, ο Χάνταρ πρέπει να έχει δίκιο. Αυτή την ομολογία όμως ήταν απαραίτητο να τη δικαιολογήσει»
Η αρρώστια δεν ήταν στην πραγματικότητα κάτι που υπήρχε λόγος να μιλάει γι αυτήν. Ήταν απλώς μια πηγή δυσθυμίας και τίποτε άλλο. Αλλά η σκέψη και μόνο της αρρώστιας, δηλαδή της καρδιάς, ήταν ένα μεγάλο βάσανο. Η σκέψη ήταν μεγαλύτερο βάσανο από την ίδια την αρρώστια, από την ίδια την καρδιά.
Η λεγόμενη αρρώστια δεν ήταν τίποτα το παράξενο. Όχι, καθόλου. Για την ακρίβεια ήταν κάτι απλό. Και η καρδιά του δεν ήταν στην πραγματικότητα αδύνατη. Ίσως απλούστατα να ήταν πάρα πολύ δυνατή. Η βίαιη και αχαλίνωτη δύναμή της ήταν η αδύνατή της πλευρά. Ανοιγόκλεινε και χτυπούσε από τα μέσα προς τα έξω, προς τα παΐδια του στήθους, τόσο δυνατά, που ο Ούλοφ συχνά φοβόταν μήπως σπάσει. Ναι, η υπεροπτική καρδιά του, του είχε πάρει τον αέρα, αλλά ανεξάρτητα απ’ αυτό, ο Ούλοφ ήταν πιο υγιής από κάθε άλλη φορά.
«Κατά τα άλλα όμως, μπορεί να σχηματίσει κανείς την ιδέα, ότι είσαι στα τελευταία σου», είπε η γυναίκα.
«Όχι, αλήθεια όχι»
Ο Ούλοφ είχε μείνει ξαπλωμένος, ακίνητος και είχε αναπαυθεί ένα ολόκληρο χρόνο. Και αυτή η ανάπαυση είχε φέρει τα αποτελέσματά της. Στις χειρότερες δοκιμασίες, η ανάπαυση είναι το καλύτερο φάρμακο. Ο Ούλοφ, μέρα με τη μέρα δυνάμωνε όλο και πιο πολύ και τελικά θα ερχότανε και η μέρα που δεν θα χρειαζότανε άλλη ανάπαυση, που όλα θα έφταναν στο τέρμα τους.
«Που είναι τώρα η κιθάρα;», ρώτησε η γυναίκα.
«Ποια κιθάρα;», απάντησε ο Ούλοφ.
«Αυτή που έπαιζε ο γιός»
Ναι, βέβαια. Την είχε ξεχάσει εντελώς την κιθάρα. Ίσως να ήταν μια πράξη περιττής τρέλας να θυμάται την κιθάρα. Ωστόσο, η κιθάρα υπήρχε και το παιδί έπαιζε μ’ αυτήν καμιά φορά. Προσπαθούσε να βρει διάφορες μελωδίες, αλλά του κάκου, δεν τα κατάφερε ποτέ να τις βρει.
Τώρα, δόξα τω Θεώ, η κιθάρα ήταν προ πολλού στάχτη. Την είχε ρίξει στη φωτιά και την είχε κάψει, αφού κανείς πια δεν έπαιζε μ’ αυτήν. Επιπλέον την είχε ξεχάσει. Μια τιποτένια κιθάρα, που δεν έλεγε τίποτε, που την είχε πάρει σαν αποζημίωση για κάποιο ελαττωματικό προϊόν που είχε αγοράσει παλιότερα, μπορούσε κάλλιστα να τη ρίξει κανείς στη φωτιά.
2
«Δεν ιδρώνεις πια» είπε η γυναίκα στον Χάνταρ. «Πριν από πολύ καιρό είχες πει, πως, όταν θα πάψεις να ιδρώνεις, θα γίνεις καλά»
«Πριν από πολύ καιρό;», τη ρώτησε εκείνος. «Δεν είναι δυνατόν. Εσύ μόλις τώρα ήρθες. Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που σ’ έφερα στο σπίτι με το αυτοκίνητο»
«Έχει περάσει πολύς καιρός», του είπε εκείνη. «Όταν ήρθα εγώ, ζούσε ακόμα η γάτα σου»
Τότε ο Χάνταρ, έστρεψε το πρόσωπό του προς την πόρτα για να δει αν η γάτα πράγματι απουσίαζε.
«Αυτός όμως; Ήταν ακόμα εδώ αυτός; Ο γιός μου;», ρώτησε ο Χάνταρ.
«Όχι», του απάντησε η γυναίκα. «Τον γιό σου δεν τον είδα ποτέ»
Όχι, βέβαια. Δεν τον είχε δει. Αυτό το ήξερε ο Χάνταρ και ντρεπόταν για την αφηρημάδα του. Πιθανώς η αρρώστια να είχε προσβάλει την μνήμη του. Η αρρώστια σε συνδυασμό με το κρύο του χειμώνα. Πάντα η μνήμη του ήταν καλύτερη το καλοκαίρι, παρά τον χειμώνα που όλα πάγωναν.
Ενώ έλεγε αυτά τα λόγια, ο Χάνταρ έτριβε το μέτωπό του και όλο του το κεφάλι για να λιώσουν οι παγωμένες μνήμες και οι σκέψεις μέσα στο Αρκτικό κρανίο του.
Όχι, βέβαια, δεν μπορούσε η γυναίκα τούτη να είχε συναντήσει τον γιό του. Κανένας δεν μπορούσε να είχε δει το γιό του εδώ και πολλά χρόνια. Κανένας δεν τον είχε δει μετά από κείνη την άνοιξη που επρόκειτο να κτιστεί το φράγμα. Το ήξερε αυτό ο Χάνταρ. Αν δεν ήταν ο Ούλοφ κι εκείνη η κατασκευή που έφτιαχνε. Ήταν ένα ανυψωτικό μηχάνημα που το κατασκεύαζε από τέσσερις κορμούς δέντρων. Είχε πόρτα, μανιβέλα και αλυσίδα και μ’ αυτό σήκωνε τις πέτρες και τα κούτσουρα.
«Ποιος;», ρώτησε η γυναίκα. «Ποιος έφτιαξε το μηχάνημα;»
«Ο γιός φυσικά», απάντησε ο Χάνταρ.
Κανένας άλλος, εκτός από το γιό, δεν μπορούσε να φτιάξει ένα τέτοιο μηχάνημα, να κάνει μια τέτοια θαυμάσια εφεύρεση σε τούτη την άκρη του κόσμου. Κανένας άλλος, εκτός από το γιό με τα νευρώδη μπράτσα και τις ξεκάθαρες σκέψεις.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή θυμήθηκε την κρεατοελιά. Είχε στο δεξί ώμο μια κρεατοελιά, που είχε το σχήμα της πεταλούδας και όταν έσφιγγε τα μπράτσα η πεταλούδα πετούσε.
Και η αλυσίδα ήταν από την ξυλεία που μετέφεραν μέσω του ρεύματος του ποταμού.
Μετά σιώπησε.
«Ναι», είπε η γυναίκα. «Ναι»
Ως εκείνη τη στιγμή δεν θυμόταν τίποτε περισσότερο. Είχε εξαντλήσει όλες του τις αναμνήσεις και δεν θυμόταν τίποτε άλλο.
«Έχει γίνει τέτοιος», είπε ο Χάνταρ. «Συνέβαινε να το λέει και ο ίδιος: έγινα τέτοιος έλεγε»
Που και που έδειχνε κάτι με τα δάχτυλά του τα οποία δεν μπορούσε πια να ισιώσει και έλεγε: «τι είναι αυτό εκεί πέρα;»
«Είναι εκείνη η ειδική κατασκευή που τοποθέτησες στον τοίχο», απαντούσε η γυναίκα.
3
Στην κουζίνα του Ούλοφ, κοντά στο παράθυρο υπήρχε μια φωτογραφία από εφημερίδα, καρφιτσωμένη με πινέζα. Ήταν ξεθωριασμένη από την πολυκαιρία και ήταν αδύνατο να διακρίνει κανείς τι παρίστανε.
Μια μέρα έτυχε να σταθεί μπροστά σε αυτή τη φωτογραφία η γυναίκα, οπότε ο Ούλοφ της είπε: «κοίταξε μη την απομακρύνεις από κει που είναι»
«Ποιόν;», ρώτησε η γυναίκα.
«Τη φωτογραφία του από την εφημερίδα, την θέλω εκεί», είπε ο Ούλοφ.
«Δεν θα τη κατεβάσω από κει που είναι», είπε η γυναίκα. «Αλλά αυτό το πράγμα δεν είναι φωτογραφία πια»
«Δεν υπάρχει καλύτερη φωτογραφία», απάντησε ο Ούλοφ. «Η Μίνα την έκοψε από την εφημερίδα και την καρφίτσωσε εκεί»
«Τι παριστάνει η φωτογραφία;»
«Παριστάνει το καλοκαίρι του πενήντα εννιά», απάντησε ο Ούλοφ. «Την άνοιξη του πενήντα εννιά»
Ναι, έτσι ήταν. Ο Ούλοφ μπορούσε να δει κάθε λεπτομέρεια πάνω στη φωτογραφία που είχε μπροστά του. Την πλαγιά που κατέβαινε προς τη μεριά του Άρνμπεργσούντ, τις δυό πανύψηλες σημύδες, το πορθμείο του Ρίσλιντεν που έπλεε πάνω στη λίμνη, τους θάμνους γύρω από τις ιτιές κάτω στην ακτή στις 29 Μαΐου του πενήντα εννιά, τον άντρα που ερχόταν και κουβαλούσε στην πλάτη του ένα πυροφάνι, τον οποίο η Μίνα είχε εκλάβει για τον Λάμπερτ Έκμαν, την ημέρα εκείνη που ο αέρας ήταν ήπιος και γλυκός από τους χυμούς των φυτών και το γρασίδι.
«Το καλοκαίρι του πενήντα εννιά!»
Ήταν το τελευταίο πραγματικό καλοκαίρι. Μετά από αυτό όλα τα άλλα καλοκαίρια ήταν ψευτοκαλόκαιρα, καλοκαίρια κοροϊδίας.
«Μα θα πρέπει να θυμάσαι εκείνη την άνοιξη», είπε ο Ούλοφ στη γυναίκα.
Αλλά η γυναίκα δεν είχε αναμνήσεις από κάποια ιδιαίτερη άνοιξη. Κατά την γνώμη της η άνοιξη είναι πάντα η ίδια.
Ήταν εκείνη την άνοιξη, εκείνο το καλοκαίρι που θα ανοιγόταν το χαντάκι, το μεγάλο χαντάκι. Έγινε ότι έγινε. Και τώρα ο Ούλοφ ήταν εδώ ξαπλωμένος και για να λέμε την αλήθεια περνούσε καλά. Αλλά τίποτα δεν ήταν πια όπως πριν, μετά από κείνη την άνοιξη και κείνο το καλοκαίρι του πενήντα εννιά. Ο Ούλοφ ήταν ανήμπορος και εγκαταλειμμένος. Ίσως όχι μισοπεθαμένος, αλλά μισοζωντανός. Η γυναίκα ετούτη ήταν τώρα ο μόνος άνθρωπος που είχε κοντά του. Αλλά αν και διεκδικούσε τον ρόλο της νοσοκόμας του δεν ήθελε ούτε καν να δοκιμάσει το υγρό που έβγαζε από τα σπυριά στο στήθος του.
Τελικά η γυναίκα από τα πολλά υποχώρησε. Ο Ούλοφ άδειασε το υγρό από το κουταλάκι στην παλάμη της και αυτή έγλειψε τις λίγες σταγόνες.
«Κάτι μου θυμίζει», είπε η γυναίκα. «Αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ τι’
Αυτό του συνέβαινε και του ίδιου, εξήγησε ο Ούλοφ στη γυναίκα. Για κάποιο λόγο, που δεν μπορούσε να καταλάβει, η γεύση αυτού του υγρού του θύμιζε πάντα τη Μίνα και το γιό του. ήταν κάτι ανεξήγητο, κάτι παράξενο, αφού ποτέ δεν είχε πάρει έστω και την παραμικρή γεύση από το γιό του. Τέτοια πράγματα δεν έκαναν εδώ σε τούτα τα μέρη.
Ίσως όμως τούτο το φαινόμενο να είχε σχέση με τη γεύση που πήρε από το γιό του εκείνη τη φορά που έκανε τα αδύνατα δυνατά για να τον σώσει από τον πάγο. Τότε που πάλεψε σαν το αγρίμι για να τον κρατήσει στη ζωή. Εκείνη τη φορά, το καλοκαίρι του πενήντα εννιά, που το στόμα γέμισε με αίμα και που μετά έφτυνε γλυκό σάλιο και νερό ανάμικτο με αίμα τουλάχιστον τρεις ολόκληρες μέρες.
Αφού είπε αυτά τα λόγια ο Ούλοφ ολοκλήρωσε την συνομιλία του με τη γυναίκα.
«Όλες οι λεπτομέρειες μαζί αποτελούσαν ένα ολοκληρωμένο σύνολο», συνέχισε. Η φωτογραφία στον τοίχο, η γεύση στη γλώσσα, το καλοκαίρι του πενήντα εννιά και το αγόρι του. όλα αυτά σχετίζονταν αναμεταξύ τους.
«Αλλά να δοκιμάσεις παρόλα αυτά το υγρό μου! Αυτό δεν το πίστευα ποτέ, ότι θα το έκανες τελικά», συμπλήρωσε ο Ούλοφ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου