Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16

«Τα παράτησες κι έφυγες», είπε η γυναίκα στον Χάνταρ. « Όταν πέθανε το παιδί είχες φύγει με τη Μίνα, το καλοκαίρι του πενήντα εννιά, έφυγες από το σπίτι»
«Δεν έφυγα ποτέ», απάντησε ο Χάνταρ. «Ο άνθρωπος που τα παρατάει και φεύγει, δεν είναι στα καλά του»
«Ναι, αλλά έβαλες μπρος το αμάξι και έφυγες», συνέχισε η γυναίκα.
Όχι, ο Χάνταρ δεν θυμόταν να έκανε κάτι τέτοιο. Όχι, δεν είχε φύγει ποτέ.
Τουλάχιστον απ’ ότι θυμόταν να έκανε κάτι τέτοιο. Δεν ήταν στη φύση του να τα εγκαταλείπει.
Το να τα παρατήσει κανείς και να φύγει από το σπίτι του ήταν, κατά τη γνώμη του το ίδιο σα να πέθαινε.
Αυτός που τα παρατάει και φεύγει, επιστρέφει τελικά κι αυτό είναι πιθανώς το χειρότερο απ’ όλα, πολύ χειρότερο από το να φύγει. Αυτός που επιστρέφει, δεν κουβαλάει τίποτα άλλο μαζί του, παρά μεταμέλεια, κατηγορίες, συντριβή και πίκρα.
«Ο Ούλοφ λέει ότι έφυγες και έλειψες πολλές μέρες», είπε η γυναίκα.
«Ώστε με θυμάται λοιπόν;», είπε ο Χάνταρ. «Με αναφέρει με το όνομά μου;»
«Ναι», είπε η γυναίκα. «Σε θυμάται, πάντα σε θυμόταν»
«Όταν ήμουν ακόμη στη ζωή, θυμόμουν διάφορα πράγματα για τον εαυτό μου», είπε ο Χάνταρ.
Ακόμη όμως η μνήμη του ήταν ζωντανή. Η γυναίκα μπορούσε να είναι σίγουρη γι αυτό. Αν ήθελε μπορούσε να ξυπνήσει τις αναμνήσεις του. όπως για παράδειγμα σε τούτη τη περίπτωση, σε τούτο το θέμα της ξαφνικής του φυγής μετά το θάνατο του γιου. Της φυγής του λόγω ότι ο Ούλοφ άφησε το παιδί να πεθάνει. Αφού η γυναίκα έθιξε αυτό το θέμα, μπορούσε να ανακαλέσει τη μνήμη του.
Αν για κάποιο λόγο την ενδιέφερε, μπορούσε πολύ καλά να θυμηθεί εκείνη τη μέρα που πραγματικά, κατά κάποιο τρόπο, έφυγε. Δεν ήταν καμιά μεγαλοπρεπής ή μοιραία αναχώρηση. Απλώς είχε φύγει χωρίς περιττές τυμπανοκρουσίες. Ήταν γι αυτόν κάτι που το είχε ανάγκη. Είχε καταλάβει, ότι μετά από κείνο το συμβάν δεν θα είχε ποτέ την ευκαιρία να μοιράσει με κάποιον τη ρέγγα του και το χοιρινό του. Ποτέ πια δεν θα πατούσε κανείς στο κατώφλι του σπιτιού του για να τον ρωτήσει: «έχεις ένα κομμάτι χοιρινό, Χάνταρ; Ή για να του πει: εσύ πρέπει να έχεις μισή ρέγγα για μένα»
Κανένας δεν καθόταν πια απέναντί του στο τραπέζι να ξεκοκαλίσει ψάρια ή για να αλείψει με βούτυρο τη φέτα του και να φάει. Και ο άνθρωπος χρειάζεται, ως γνωστόν, που και που κάποιον για να μοιράζει το φαγητό μαζί του. Το αλατισμένο χοιρινό και τη ρέγγα. Για το λόγο αυτό τα είχε παρατήσει κι έφυγε.
Αλλά, αυτό δεν ήταν, πράγματι κάτι που χρειαζόταν να το θυμάται κανείς. Έφυγε γιατί είχε μια αμυδρή ελπίδα, ότι θα μπορούσε να συναντήσει κάποιον, ότι θα έπεφτε πάνω του κάποιος άνθρωπος, όχι κάποιο συγκεκριμένο, ιδιαίτερο άτομο, αλλά οποιοσδήποτε τυχαίος άνθρωπος.
Αν η γυναίκα το απαιτούσε, μπορούσε να θυμηθεί ακριβώς ποιους δρομάκους είχε διαβεί, σε ποιες ανηφοριές άρχισε να βράζει το νερό του ψυγείου του αυτοκινήτου του. Μπορούσε να θυμηθεί όλα τα μέρη, όπου είχε διανυκτερεύσει και τα χωριά που είχε περάσει χωρίς να τα καταφέρνει να πατήσει φρένο. Μπορούσε ακόμα να θυμηθεί τα λουκάνικα και το τυρί που τελείωσαν και αναγκάστηκε έτσι να γυρίσει στο σπίτι. Συνεπώς, είχε γυρίσει σπίτι με άδεια χέρια. Μπορούσε να το θυμηθεί κι αυτό, αν η γυναίκα επέμενε. Τόσο απλό ήταν.
Σε τι όμως θα ωφελούσε να ανακαλέσει στη μνήμη του όλες αυτές τις ματαιότητες; Μόνο αν ήταν απολύτως αναγκαίο για την γυναίκα, μπορούσε να της κάνει τη χάρη και να τα θυμηθεί. Διαφορετικά θα της ήταν ευγνώμων αν μπορούσε να αφήσει την μνήμη του στην ησυχία της. Ή για να το πει με άλλα λόγια, αν μπορούσε να τα ξεχάσει όλα αυτά. Ήθελε πάντως να αποφύγει να φθείρει τη μνήμη του χωρίς λόγο.
«Δεν σε αναγκάζω να μου πεις τίποτα», του είπε η γυναίκα.
Αυτό που μπορούσε ίσως να συμπληρώσει, χωρίς να αναγκαστεί να βάλει σε λειτουργία τη μνήμη του, ήταν, ότι εκείνη η τιποτένια εκδρομή του πενήντα εννιά, εκείνη δηλαδή η ιστορία της φυγής του τρόπον τινά, είχε φτάσει στο τέρμα της εντελώς πρόσφατα και συγκεκριμένα όταν ο ίδιος πήγε στο χωριό κι έφερε στο σπίτι του τη γυναίκα, ώστε αυτή να έχει τη δυνατότητα να γράψει με όλη της την ησυχία εκείνο το βιβλίο.
Την πρώτη περίοδο, πριν από πολύ καιρό, προτού του κόψει εντελώς την όρεξη για φαγητό ο καρκίνος, θα καθόταν χωρίς αμφιβολία ο ένας απέναντι στον άλλο και θα μασούσαν μαζί το ένα ή το άλλο έδεσμα. Τώρα η γυναίκα είχε φτάσει στις εκατόν πενήντα πυκνογραμμένες σελίδες. Μάλλον έφταναν για ένα βιβλίο. Ήταν τουλάχιστον μια αρχή. Στο περιθώριο υπήρχαν προσωρινές σημειώσεις για τη διαμόρφωση του βιβλίου σε κεφάλαια και παραγράφους. Υπήρχαν επίσης τα απαραίτητα ερωτηματικά και θαυμαστικά. Υπήρχαν ακόμα βιαστικά γραμμένα σχόλια, όπως: περιττό, ασαφές, επιπόλαιο, αφελές.
«Δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένη», είπε στον Χάνταρ. «Ποτέ δεν είμαι ευχαριστημένη»
«Λες και μόνη σου, ότι κανείς δε διαβάζει τα βιβλία σου», της είπε ο Χάνταρ. «Συνεπώς δεν πειράζει»
«Ίσως όμως κάποιος να τα διαβάσει», αντέτεινε η γυναίκα.
«Ονειρεύτηκα τον Χριστόφορό σου αυτή τη νύχτα», είπε ο Χάνταρ. «Ήμουν στραμμένος με την πλάτη προς το μέρος μου. Τον είδα να τρέχει ανεβαίνοντας τούτη την ανηφοριά του σπιτιού μου. Και είδα επίσης και σένα να τρέχεις ξοπίσω του με τα μαλλιά σηκωμένα στο κεφάλι σου. Σε είδα να γλιστράς, να παραπατάς και να πέφτεις κι αυτός να σε παρατάει και να συνεχίζει το δρόμο του»
«Ναι, έτσι είναι», απάντησε η γυναίκα.
2
«Είχες δίκιο για τη Μίνα», είπε στον Χάνταρ η γυναίκα. «Άφησε τον Ούλοφ κι έφυγε. Πήρε τα λίγα πράγματά της σε μια βαλίτσα κι έφυγε»
«Ναι», είπε ο Χάνταρ. «Αυτό πιστεύω κι εγώ. Αυτό πίστευα πάντα. Ο Ούλοφ ήταν βάρος γι αυτήν. Θα τη βασάνιζε, θα της έβγαζε την ψυχή»
«Ο Ούλοφ δεν ήξερε τίποτε», είπε η γυναίκα. «Ένα πρωί βρήκε το κρεβάτι άδειο. Η Μίνα είχε εξαφανιστεί. Δεν του είχε πει κουβέντα. Για πολλά χρόνια ο Ούλοφ δεν ήξερε που είχε πάει και τι της είχε συμβεί»
«Ναι», είπε ο Χάνταρ. «Η Μίνα ήταν η πιο έξυπνη απ’ όλους μας. Δεν είχε άλλη επιλογή. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει;»
«Θα μπορούσε μα είχε έρθει εδώ, σε σένα» του είπε η γυναίκα.
«Γιατί να το κάνει αυτό; Κοντά σε μένα δεν υπήρχε μέλλον γι αυτήν»
«Αλλά πριν από κανα – δυο έμαθε που είχε πάει και πως περνούσε»
«Και να μη μου πει εμένα κανείς τίποτα!», είπε ο Χάνταρ
«Η Μίνα μένει σε μια από τις παραλιακές πόλεις και περνάει καλά, έχουν τακτοποιηθεί όλα γι αυτήν κατά τον καλύτερο τρόπο», είπε η γυναίκα.
«Πάντα αυτό σκεφτόμουν», είπε ο Χάνταρ. «Σκεφτόμουν ότι η Μίνα θα τα κατάφερνε τελικά. Αυτό σκεφτόμουν»
«Βρήκε δουλειά σαν υπηρέτρια στο σπίτι κάποιου έμπορου ξυλείας. Λούντμπεργκ τον λένε», συνέχισε η γυναίκα.
Γι αυτόν έχω ακούσει να μιλάνε», είπε ο Χάνταρ, «κάτι έχω ακούσει γι αυτόν»
«Του έκανε δυό παιδιά, δυο γιούς. Έχουν μεγαλώσει τώρα. Ένας από τους δυο είναι δικηγόρος και μένει στη Στοκχόλμη»
«Κι όλα αυτά στα είπε ο Ούλοφ;»
«Ναι, μου τα είπε ο Ούλοφ», απάντησε η γυναίκα.
«Ώστε δικηγόρος στη Στοκχόλμη!», είπε ο Χάνταρ. «Ο χρόνος περνάει πολύ γρήγορα και δεν το καταλαβαίνουμε»
«κι οι γιατροί έκαναν θεραπεία στη Μίνα», είπε η γυναίκα. «Βρήκαν ένα φάρμακο που της έδωσε το χρώμα που επιθυμεί κάθε άνθρωπος. Τα μαλλιά της και τα φρύδια της είναι καστανά και το καλοκαίρι βγάζει φακίδες κι είναι ηλιοκαμένη. Μοιάζει με μια συνηθισμένη γυναίκα»
«Είναι σαν οποιαδήποτε συνηθισμένη γυναίκα;», ρώτησε ο Χάνταρ.
«Ναι, σαν οποιαδήποτε συνηθισμένη γυναίκα», απάντησε εκείνη.
«Τότε, δεν θα ήθελα να την είχα κοντά μου», είπε ο Χάνταρ.
3
Το λείο δέρμα στο λαιμό και στα μάγουλα του Ούλοφ είχε αρχίσει να ζαρώνει. Ίσως να είχε αρχίσει ν’ αδυνατίζει. Δεν ήταν πια τόσο δύσκολο να σηκώσει κανείς το πάνω μέρος του σώματός του και να του σφουγγίσει τον ιδρώτα στην πλάτη. Το είχε πει κι ο ίδιος: «ένα από τα δύο πρέπει να συμβαίνει. Ή λιώνω σιγά – σιγά ή σε λίγο θα μπορώ να τρέχω στο βάλτο και να ψάχνω τις φωλιές των αγριομελισσών»
Μια μέρα είχαν μαζευτεί πυκνά, γκριζόμαυρα σύννεφα στον ουρανό, πέρα μακριά, πάνω από τις βουνοκορφές κι έκρυβαν τον ήλιο. Εκείνη τη μέρα δεν έφεξε πραγματικά ο ήλιος.
Αφού του έστρωσε το τραπέζι για να φάει, ότι χρειαζόταν για βραδινό, κάθισε για λίγο στην καρέκλα μπροστά απ’ την πόρτα και είπε στον Ούλοφ
«Πάει ο Χάνταρ, πέθανε», του είπε.
Τότε αυτός έλυσε τα χέρια του που τα είχε σταυρωμένα στο στήθος και τα έβαλε στο πρόσωπό του σκεπάζοντας τα μάγουλα και τα μάτια, αλλά όχι το στόμα.
«Τι ήταν αυτό που είπες;», τη ρώτησε.
«Ο Χάνταρ πέθανε», επανέλαβε εκείνη. «Ο Χάνταρ είναι πεθαμένος πια», του είπε για μια ακόμη φορά.
Κι αφού ο Ούλοφ τη ρώτησε ακόμη μια φορά το ίδιο πράγμα η γυναίκα σιώπησε.
Ο Ούλοφ αναστέναξε βαθιά μερικές φορές. Από τις βαθιές και παρατεταμένες ανάσες που έπαιρνε σχηματιζόταν ένα σφύριγμα, ένας λεπτός ήχος που έβγαινε από το στήθος και το λάρυγγα.
«Ταλαιπωρήθηκε πολύ;», τη ρώτησε ύστερα.
«Ναι», είπε εκείνη. «Βασανίστηκε πολύ. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ άνθρωπο να βασανίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Στριφογύριζε πότε από τη μια και πότε από την άλλη μεριά, τιναζόταν πότε από δω και πότε από κει και κλαψούριζε δυό ολόκληρα μερόνυχτα. Στο τέλος δεν μπορούσα πια να τον αναγνωρίσω»
Μετά από λίγο ο Ούλοφ ‘άρχισε να μιλάει γι αυτό που επιτέλους είχε συμβεί, άρχισε να λέει ότι ήταν νικητής, ότι ο Θεός είχε επέμβει τελικά κι είχε απονείμει δικαιοσύνη.
Κανένας δεν λυπόταν για τον θάνατο του Χάνταρ. Καλά έκανε και πέθανε. Δεν είχε συμβεί τίποτα ιδιαίτερο. Κανένας δεν θα ένοιωθε την απουσία του. Όχι, κανένας δεν νοιαζόταν αν υπήρχε ο Χάνταρ, ούτε κι όταν ζούσε. Αντίθετα. Ήταν πάντα περιττή η παρουσία του, οπουδήποτε κι αν τύχαινε να βρεθεί. Ήταν όχι μόνο περιττή, αλλά και επιβλαβής.
Κατά βάθος ο Ούλοφ πάντα πίστευε ότι αυτό το τέλος θα είχε η ιστορία τους.
Βέβαια, που και που βασανιζόταν από τις αμφιβολίες, αλλά η πίστη του είχε δώσει τη δύναμη ν’ αντέξει. Από δω και μπρος, κανένας δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί, ότι δεν είχε υπομονή, ότι δεν ήταν ο δυνατότερος και ο καλύτερος. Αυτό που είχε συμβεί δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά μια ευλογία. Ήταν μια εκδίκηση. Εκδίκηση κι ευλογία.
Για τον Ούλοφ ήταν μια ασύλληπτη νίκη, ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του στη ζωή. Θα ήθελε μόνο να είχα κάποιον να μοιραστεί μαζί του τη χαρά και την ικανοποίησή του. Να είχε τους γονείς του ή τη Μίνα ή ακόμη τα παιδί ή εν πάση περιπτώσει οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο.
Τούτη τη νύχτα θα έμενε άγρυπνος ως το πρωί για να απολαύσει τη γλύκα της νίκης.
Όταν η γυναίκα σηκώθηκε κι έφυγε, ο Ούλοφ μιλούσε ακόμη μόνος του. Μιλούσε με τον εαυτό του, με τη γυναίκα, με τον Χάνταρ και μ’ όλον τον κόσμο. Τα μαύρα σύννεφα είχαν πλησιάσει, βρίσκονταν πάνω από τη λίμνη κι είχε αρχίσει να χιονίζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου