Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2


Ο νεαρός κρατούμενος γύρισε και τίναξε το κεφάλι του, όπως κάποιος που δεν πιστεύει αυτό που ακούει. Εκείνος μπορούσε να έχει την άνεση ή ίσως και την υποχρέωση ακόμα να πει ψέματα, η δημοσιογράφος το καταλάβαινε και το γνώριζε αυτό, κάνοντας έτσι την αλήθεια, την προσπάθεια δηλαδή να τον πιστέψει, πολύ δύσκολη.
«Η ουσιαστική αλήθεια…», είπε ο Λέοναρντ, «… είναι…», κοντοστάθηκε λίγα δευτερόλεπτα, «… πως όλα όσα είχα ποτέ μου, χάθηκαν. Το ένα μετά το άλλο. Η πρώτη μου αβάσταχτη απώλεια ήταν όταν πέθανε ο θείος μου ο Γιαν…»
«Τι ηλικία είχες όταν συνέβη αυτό;», ρώτησε η γυναίκα, με τρόπο που του έδινε να καταλάβει, ότι μπορεί μέσα της, να είχε αρχίσει να τον πιστεύει.
«Ήμουν δεκατριών…»
«Και τι συνέβη;»
«Έπαθε ένα βαρύ εγκεφαλικό… αλλά επιβίωσε. Αυτό τον έκανε να αισθανθεί πως… η στιγμή που θα τον έκανε να πει αντίο… πλησίαζε. Αυτό στάθηκε και αφορμή για να δεχτώ το πιο σημαντικό δώρο που θα μπορούσα ποτέ να ευχηθώ…». Σταμάτησε απότομα και φάνηκαν στο χαμηλό φως τα μάτια του κοκκινισμένα και λίγο θαμπά, «… ένα δικό μου τσέλο», απόσωσε την πρότασή του.
«Ήταν το δικό του τσέλο; Αυτό που σου έδειχνε τα μυστικά της μουσικής του;»
«Ναι, ήταν το δικό του. Κι αυτό το σπουδαίο δώρο μου δόθηκε μια μόλις μέρα… πριν να κλείσει η πόρτα της απόδρασής μου. Η μια και μοναδική πόρτα που μπορούσα να χτυπήσω κάθε φορά που αντιμετώπιζα πρόβλημα. Εκείνη που πάντα άνοιγε αμέσως μετά από τα επαναλαμβανόμενα δυνατά χτυπήματά μου πάνω της. Εκείνη η πόρτα δυό τετράγωνα πιο πέρα από την δική μου, η οποία έκλεινε πίσω της,  μουσικές, σιωπές, τεράστια μπλε μπουρνούζια, πολύχρωμες κορδέλες και δυό σταθερές θέσεις, μια στην άκρη του καναπέ και μια στην δερμάτινη πολυθρόνα δίχως χέρια στα πλάγια.
 Ξέρετε, χρόνια μετά πληροφορήθηκα πως αυτή η πόρτα και οτιδήποτε βρισκόταν πίσω απ’ αυτήν, ανήκαν σε μένα μετά από τον θάνατο του θείου μου. Λόγω του ότι ο θείος Γιαν, δεν απέκτησε ποτέ του δική του οικογένεια… αλλά πέρα απ’ αυτό, ακόμα και χωρίς αυτή την … τυπική πληροφορία, μου ήταν αδύνατο ποτέ να σκεφτώ κάποιον που να μπορούσε να θεωρήσει αυτήν την πόρτα και οτιδήποτε πίσω απ’ αυτήν, προσωπική και βαρυσήμαντη ενδόμυχη περιουσία του, περισσότερο από όσο  ήταν ποτέ για μένα. Κι αυτό κυρία Χούτερ ήταν η πιο σπουδαία κληρονομιά που μου άφησε ο θείος μου»
Η γυναίκα είχε ξεχάσει το μπλοκάκι και το σαν χρυσό στυλό της, δεν σημείωνε πια και είχε αφοσιωθεί στα χείλη του νεαρού κατάδικου μπροστά της. Άλλαξε το σταυροπόδι της και τακτοποιήθηκε πάλι με κάποιο θόρυβο πάνω στην μεταλλική καρέκλα.
«Καταλαβαίνω Λέοναρντ…» του είπε και έδειχνε ότι πραγματικά καταλάβαινε. Από τα μάτια της είχε αρχίσει να χάνεται εκείνη η καχυποψία που ο νεαρός είχε διακρίνει από την αρχή. Είχε αρχίσει να χάνεται, δεν είχε όμως εξαφανιστεί.
 « Τι συνέβη στη συνέχεια; Πως ήταν η ζωή σου όταν πλέον δεν είχες πουθενά να απευθυνθείς κάθε φορά που αντιμετώπιζες πρόβλημα στο σπίτι σου;»
«Η ζωή κυλούσε στους ίδιους ρυθμούς. Με έναν πατέρα ανεξέλεγκτα οξύθυμο και βίαιο απέναντι στη σύζυγο και το παιδί του και με μια μητέρα τόσο φοβισμένη και αδύναμη και που διαρκώς προσευχόταν να σταματήσει το μαρτύριό της. Ώσπου… οι προσευχές της εν τέλει εισακούστηκαν …»
«Με ποιόν τρόπο;»
«Έναν χρόνο μετά από το θάνατο του θείου Γιαν, αρρώστησε σοβαρά με καρκίνο και πέθανε σύντομα κι εκείνη. Έφυγε ένα απόγευμα του Μάη, καθώς οι κραυγές μου και η άγρια φωνή του πατέρα μου έφταναν από κάτω σαν εφιάλτης. Φαντάζομαι…», γέλασε σαν ήθελε περισσότερο να αδειάσει τα πνευμόνια του από τον σάπιο αέρα της λέξης «πατέρας» και συνέχισε: «… μπορείτε να το φανταστείτε αυτό … το τελευταίο πράγμα που ακούει μια μητέρα προτού πεθάνει, να είναι η κακοποίηση που υφίσταται ο γιός της»
Η αφήγηση είχε γίνει άβολη, επικίνδυνα άβολη για την δημοσιογράφο. Γυναίκα ήταν κι εκείνη! Προσπάθησε να…
«Αυτό πρέπει να ήταν τρομερά δυσβάσταχτο για κείνη, αλλά και για σένα…»
«Όταν την έχασα κι εκείνη…», της είπε, χωρίς να απαντήσει στην ερώτηση της ή την επιβεβαίωσή της, «… και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, δεν μου είχε μείνει πλέον τίποτε καλό να περιμένω. Έμεινα πίσω να ζω με τον άνθρωπο εκείνο που με τρόμαζε περισσότερο από τον καθένα. Μη ξέροντας τι έπρεπε να κάνω, που έπρεπε να πάω. Το μοναδικό πράγμα που ίσως να μπορούσε να μου δώσει κάποια χαρά, κάποια λήθη εκείνο τον καιρό, ήταν το να παίζω το τσέλο μου»
«Ήσουν δεκατεσσάρων χρονών εκείνη την περίοδο. Σωστά;»
«Ναι, ήμουν δεκατεσσάρων χρονών. Όμως μέσα στη καρδιά μου, αισθανόμουνα πολύ κουρασμένος, γερασμένος και εξουθενωμένος»
«Τι συνέβη μετά;»
«Εκείνη την περίοδο ήταν που ο πατέρας μου άρχισε σταδιακά να καταρρέει και να μοιάζει ανίκανος να σηκώσει το βάρος της απώλειας της συζύγου του. Αυτό που πιστεύω τελικά πως μπορώ να καταλάβω σχετικά με κείνον, είναι πως η αυτοκαταστροφική του φύση τον έφερνε πάντα στο σημείο να καταστρέφει οτιδήποτε ήταν σημαντικό για κείνον και έπειτα να υποφέρει από τις πληγές που είχαν προκληθεί από τα ίδια του τα χέρια»
«Και πως… αντιμετώπιζες εσύ αυτή την κατάσταση του πατέρα σου Λέοναρντ;»
«Ήμουν επιεικής και υπομονετικός από τη φύση μου και αυτό συχνά με έκανε τον συμπονετικό και υπομονετικό γιό. Εκείνον που προσπαθεί να καταλάβει, να δικαιολογήσει και, όταν αυτό είναι δυνατόν, να συγχωρήσει. Μα δυστυχώς όπως μπορείτε ίσως να φανταστείτε αυτή η στάση μου, δεν φαινόταν να μπορούσε να βοηθήσει τον πατέρα μου να ελέγξει την οργή του»
«Μπορείς να μου πεις, ποιο είναι το χειρότερο που μπορείς να θυμηθείς από τον πατέρα σου, μέσα από κείνη την περίοδο;»
Ο νεαρός δεν άργησε να απαντήσει, δεν χρειαζόταν να ανατρέξει για πολύ στις δυσάρεστες αυτές αναμνήσεις του:
«Μια νύχτα, κατά την διάρκεια μιας, από τις βίαιες στιγμές του, όπως εγώ έσφιγγα τα μάτια μου, τα δόντια μου και τις γροθιές μου στην προσπάθεια να μην αντιδράσω κι εγώ βίαια, μέσα από τις φωνές του πατέρα μου και τον πανικό άκουσα ένα βρόντημα που χτύπησε στην καρδιά μου σαν δυνατή σφυριά. Και έπειτα κι άλλο κι άλλο. Άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρισα τον πατέρα μου να κρατά μια βαριά καρέκλα στα χέρια του, με την οποία μόλις είχε κομματιάσει το τσέλο μου…»
Η γυναίκα τρόμαξε και αναπήδησε στην καρέκλα της, το μπλοκ που κρατούσε κύλησε στο μωσαϊκό, το στυλό έπεσε με θόρυβο στο μεταλλικό τραπέζι και ένα «αχ», βγήκε από το στόμα της.
«Όχι», ψέλλισε περισσότερο παρά είπε. «Αυτό είναι εξωφρενικό Λέοναρντ…»
«Θυμάμαι πως αισθάνθηκα το πρόσωπο και το σώμα μου να χαλαρώνουν, ξέσφιξα τις γροθιές μου και πήρα μια βαθιά, τεταμένη ανάσα και ήταν σα να βγήκε η ψυχή από το στόμα μου και να το άφησε ανοιχτό, παραλυμένο. Ο πατέρας μου άρχισε ξαφνικά να συνειδητοποιεί τι είχε μόλις κάνει και με μια τραγική έκφραση στο πρόσωπό του άφησε την καρέκλα να πέσει στο πάτωμα. Έκανε να με πλησιάσει μα δίστασε. Επανέλαβε την προσπάθεια, όμως σταμάτησε και πάλι. Σήκωσα τα μάτια μου από το κατεστραμμένο τσέλο και τον κοίταξα βαθιά στα μάτια. Για πρώτη φορά, αυτό έμοιαζε σαν κάποια βουβή συνομιλία μεταξύ μας και ήταν»
«Η οποία; Περιείχε τι;»
«Εκείνη τη νύχτα, σφράγισα τα χείλη μου σαν σε ένα μυστικό όρκο σιωπής, τον οποίο θα έλυνα μόνο αν ο πατέρας μου θα έδειχνε πραγματική μετάνοια για τις πράξεις του»
«Μα, γιατί Λέοναρντ, γιατί το έκανες αυτό; Ήσουν ένα μικρό αγόρι και υποχρέωσες τον εαυτό σου να μείνει σιωπηλός. Μα, γιατί;», είπε η γυναίκα
«Ήμουνα δεκαπέντε χρονών όταν συνέβη αυτό και ήταν τότε που συνειδητοποίησα πως είχα χάσει και το τελευταίο υλικό που είχα για να τυλίγω την θλίψη μου. Έκτοτε, τύλιγα τις θλιβερές μου αναμνήσεις με σιωπή, πριν τις κλείσω στις ψυχικές μου αποσκευές»
«Πως αντέδρασε ο πατέρας σου σε αυτό , το δικό σου όρκο σιωπής;»
«Χα, … παραμένοντας ακριβώς ο ίδιος. Για κείνον δεν άλλαξε τίποτα. Έπειτα από λίγο καιρό εγκατέλειψα το σπίτι του πατέρα μου … δραπέτευσα. Υποθέτω πως … η επιεικής και σεμνή μου φύση, έπαψε πια να μου χαρίζει υπομονή. Δεν μου είχε μείνει πια τίποτα για κείνον να το μεταχειριστεί. Απομονώθηκα σε ένα ήσυχο μοναστήρι κάποιου διπλανού χωριού. Εκεί, κλεισμένος στη σιωπή, ήταν πιο εύκολο για μένα να καταφέρνω να βρίσκω υλικά για να τυλίγω τις θλιβερές μου αναμνήσεις»
«Γνώριζε ο πατέρας σου που βρισκόσουν όλον εκείνο τον καιρό;»
«Ένας γείτονας ανακάλυψε τυχαία που βρισκόμουν και τον ενημέρωσε»
«Λέοναρντ, δεδομένου ότι μιλάς αυτή τη στιγμή σε μένα, να υποθέσω πως ο πατέρας σου εν τέλει έδειξε να έχει μετανιώσει;»
«Είμαι ακόμα εδώ, κυρία Χούτερ. Κι έχουμε ακόμα χρόνο να συζητήσουμε. Τι σας κάνει να θέλετε να αρχίσετε  τις υποθέσεις;»
«Να, ανυπομονησία υποθέτω», χτύπησε με την ανάποδη το στυλό στην επιφάνεια του τραπεζιού καθώς έλεγε αυτό.
«Πρέπει να είστε υπομονετική κυρία Χούτερ»
«Θα είμαι Λέοναρντ. Στο υπόσχομαι θα είμαι»
«Εννοώ γενικότερα»
«Ναι. Λοιπόν, που είχαμε μείνει; Α, ναι… και για πόσο καιρό έμεινες κλεισμένος στο μοναστήρι;»
«Έμεινα εκεί για δεκαεπτά χρόνια. Έπειτα συνέβη το ατύχημα του πατέρα μου. Εκείνος ο γείτονας που γνώριζε που βρισκόμουν, με ειδοποίησε για την κατάσταση και έτσι αποφάσισα να επιστρέψω»
«Μπορείς να μου πεις τους λόγους; Αυτούς που σ’ έκαναν να γυρίσεις, να επιστρέψεις;»
«Αισθήματα…, η φύση μου, ο όρκος μου… όλα αυτά μαζί … πιθανότατα …»
«Σε τι κατάσταση ήταν όταν επέστρεψες στο σπίτι;»
«Βρισκόταν ακόμα στο νοσοκομείο. Είχε πέσει σε κώμα και ήταν συνδεδεμένος με μηχάνημα υποστήριξης»
«Τι είχε ακριβώς συμβεί σε εκείνο το ατύχημα;»
«Έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του κι έπεσε από μια γέφυρα. Πολλά μέρη του σώματός του τραυματίστηκαν αλλά ο σοβαρότερος απ’ όλους τους τραυματισμούς του, ήταν το ότι έσπασε τον λαιμό του. Αυτό τον άφησε τετραπληγικό, εντελώς παράλυτο από τους ώμους και κάτω»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου