Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3


«Για πόσο καιρό βρισκόταν σε κώμα;», ρώτησε η γυναίκα κοιτώντας τον τώρα βαθιά μέσα στα μάτια.
«Όχι για πολύ. Ξύπνησε περίπου μια εβδομάδα αφότου γύρισα πίσω. Όταν σταθεροποιήθηκε, τον πήρα στο σπίτι»
«Πως αντιμετώπισε το γεγονός της επιστροφής σου… έπειτα από… τόσο πολύ καιρό;»
«Πως θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει; Θέλω να πω… εξακολουθούμε να μιλάμε για τον πατέρα μου, ένα σκληρό και άκαμπτο άνθρωπο ο οποίος επιπλέον, συνέβη να καταστεί τετραπληγικός και να εξαρτάται ολοκληρωτικά από φροντίδα εικοσιτετραώρου βάσεως. Αισθανόμουν την εμπάθειά του προς εμένα. Να πω την αλήθεια δεν με ενδιέφερε πραγματικά αυτό»
«Πως κατάφερες να φροντίζεις τον πατέρα σου μέσα απ’ αυτήν την κατάσταση;»
«Έμεινα μαζί του στο σπίτι μας και προσέλαβα μια νοσοκόμα για να τον παρακολουθεί. Ήξερα πως δεν θα μπορούσε ποτέ πια να κινήσει οποιοδήποτε μέλος του σώματός του. Οι γιατροί ήταν απόλυτοι. Κι εκείνος το γνώριζε επίσης»
«Και η αντίδρασή του σε όλα αυτά;»
«Η εγκεφαλική του λειτουργία ήταν … πώς να το πω, … κλινικά υγιής και αυτό ήταν ότι χρειαζόταν ώστε να είναι θυμωμένος και θρασύς»
«Βρισκόσουν ακόμα στη σιωπή κατά την διάρκεια εκείνης της … περιόδου;»
«Δεν είχα κανένα λόγο να σπάσω τον όρκο μου»
«Και πότε προέκυψε αυτός ο λόγος;»
«Για να είμαι ειλικρινής δεν περίμενα πως θα ξαναμιλούσα ποτέ. Γύρισα πίσω στο πατρικό μου κουβαλώντας στις αποσκευές μου τον βαρύ μου όρκο και μια ουτοπική προσδοκία για ειλικρινή μεταμέλεια από τον πατέρα μου. Και φυσικά αντί αυτού ήρθα αντιμέτωπος με ένα πολύ θυμωμένο και απογοητευμένο άνθρωπο, εξ αιτίας της εγκατάλειψης που είχε νοιώσει στη ζωή του, από τον αδερφό του και κυρίως από την σύζυγό του που και οι δύο πέθαναν νωρίς, από το γιό του που το έσκασε, που τον άφησε ολομόναχο και εν τέλει από το σώμα του, το οποίο καταδικάστηκε σε μόνιμη αναπηρία. Ήμουν πεπεισμένος πως θα πέθαινε με όλη αυτή την απογοήτευση και την εμπάθεια στην καρδιά του, αλλά όπως σας είπα και στην αρχή κυρία Χούτερ, ένας ηλιόλουστος ουρανός δεν υπόσχεται πάντα μια καλή μέρα».
 Σταμάτησε για μερικά δευτερόλεπτα και έσφιξε τα χείλη του μέχρι που άσπρισαν από την πίεση. Και τι δεν θα έδινε τώρα για ένα τσιγάρο, έστω μια ρουφηξιά, να νοιώσει τον καπνό μέσα στους πνεύμονές του να τον καίει ίσως και να τον ζαλίσει. Μετά συνέχισε:
«Και ομοίως, ένας συννεφιασμένος, σκοτεινός ουρανός, δεν υπόσχεται πάντα μια κακή ημέρα»
Η γυναίκα τον άκουγε ακίνητη και τελείως σιωπηλή. Δεν ανοιγόκλεινε, σχεδόν, ούτε τα μάτια, μη και τον ενοχλήσει. Κι εκείνος φαινόταν τώρα τόσο ευάλωτος και εύθραυστος στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού. Η γυναίκα σκέφτηκε πως μια πνοή αγέρα θα μπορούσε να τον σπάσει σε κομμάτια, να τον διαλύσει, να τον κάνει σκόνη που να αιωρείται εκεί, σε εκείνο το κακοφωτισμένο δωμάτιο με τα μεταλλικά, καρφωμένα στο μωσαϊκό, έπιπλα. Αποφάσισε να ρωτήσει:
«Τι συνέβη;»
«Ένα απόγευμα, καθώς τον βοηθούσα να φάει, με κοίταξε με ένα βαθιά λυπημένο βλέμμα και ξέσπασε σε κλάματα. Και έπειτα, σαν να επρόκειτο για ένα διαφορετικό άτομο από κείνο που γνώριζα, μου ζήτησε συγγνώμη. Μου ζήτησε να τον συγχωρέσω που με κακοποιούσε όλα εκείνα τα χρόνια που ζούσα μαζί του, που έκανε τη ζωή μου δυστυχισμένη. Και ακόμα που … κατέστρεψε το τσέλο μου»
«Οπότε… τότε ήταν που έλυσες τον όρκο σιωπής σου; Θέλω να πω… μετανόησε εν τέλει και αυτό ήταν που … περίμενες τόσο καιρό;»
«Όχι, δεν ήταν…»
«Δεν ήταν; Μα…»
«Όχι μόνο αυτό»
«Πες μου»
«Τον κοίταξα για λίγες στιγμές σιωπηλός ακόμη, δίνοντάς του τον χρόνο να συνεχίσει την απολογία του αν χρειαζόταν, μα δεν είχε τίποτα άλλο να πει. Τότε σηκώθηκα, πήρα το δίσκο από το κομοδίνο και έφυγα από το δωμάτιο»
«Μπορώ να σου εκφράσω το ότι δεν κατανοώ ακριβώς το γιατί. Τι περίμενες περισσότερο απ’ αυτό, θέλω να πω… δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο από το να ζητήσει συγγνώμη. Κι αυτό έκανε»
«Ίσως ακούγομαι εγωιστής και σκληρός, αλλά βλέπεται κυρία Χούτερ είχα μόλις ακούσει τον πατέρα μου να ζητά συγγνώμη για όλο το κακό που μου είχε προκαλέσει. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως δεν ήταν αρκετό. Εξακολουθούσε να είναι δύσκολο για μένα να νοιώσω μέσα στην καρδιά μου συγχώρεση για τον άνθρωπο που κατά κάποιο τρόπο σκότωσε τη μητέρα μου. Και δεν τον άκουσα να λέει τίποτα για κείνην. Σαν το μοναδικό κακό που είχε κάνει να ήταν αυτό που έκανε σε μένα. Είχα την ανάγκη να τον ακούσω να ζητά συγγνώμη από κείνη»
«Μάλιστα! Τώρα καταλαβαίνω Λέοναρντ. Οπότε… τι συνέβη στη συνέχεια;»
«Εξακολουθούσα να παραμένω σιωπηλός και κάπως νευρικός. Για την υπόλοιπη μέρα δεν ανέβηκα στο δωμάτιό του για να τον δω. Άφησα την νοσοκόμα να τον προσέχει. Την επόμενη μέρα μέχρι να έρθει η νοσοκόμα, καθόμουν σε μια καρέκλα, ακριβώς έξω από το δωμάτιό του και διάβαζα ένα βιβλίο. Εκείνος δεν ήξερε πως βρισκόμουν εκεί. Απλώς κάθισα εκεί ώστε να έχω την δυνατότητα να τον ακούσω στην περίπτωση που χρειαζόταν κάτι. Τότε ξαφνικά τον άκουσα να μιλάει στον εαυτό του. Δεν μπορούσα να καταλάβω λέξη από όσα έλεγε. Οπότε σηκώθηκα και πλησίασα περισσότερο στην μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου. Έκλαιγε… και θρηνούσε. Προσπάθησα να ακούσω αυτά που έλεγε και τότε τον άκουσα πια καθαρά…»
«Τι έλεγε;»
«Είπε: σε παρακαλώ συγχώρεσε με… σε παρακαλώ. Το ξέρω πως εξ αιτίας μου αρρώστησες και πέθανες … σε παρακαλώ… συγχώρα με για όσα έκανα. Χρειάζομαι την συγχώρεσή σου, για να βγει η ψυχή μου πιο ήσυχα. Γονάτισα έξω από την μισάνοιχτη πόρτα και έκλαψα βουβά … και πολύ έντονα ταυτόχρονα. Δεν πήγα μέσα στο δωμάτιο γιατί δεν ήθελα να διακόψω εκείνη τη στιγμή. Ένοιωσα πως αυτή, ήταν η στιγμή της μητέρας μου και δεν ήθελα να παρέμβω»
«Και πότε…», είπε η γυναίκα, «… ήταν η επόμενη φορά που μπήκες στο δωμάτιό του και τον κοίταξες. Έπειτα απ’ αυτό;»
«Το επόμενο πρωί. Ήταν και πάλι πριν να έρθει η νοσοκόμα, όταν πήρα ένα δίσκο με πρωινό και πήγα να τον ταΐσω. Μπήκα στο δωμάτιό του … ήταν ξύπνιος. Έστρεψε τα μάτια του πάνω μου … ήτανε πολύ κουρασμένος. Είναι πολύ παράξενο αλλά … το βλέμμα του δεν είχε καμία σχέση με εκείνο το δύστροπο, θυμωμένο και θρασύ άτομο που γνώριζα ως πατέρα. Έμοιαζε εξουθενωμένος και ήρεμος. Κάθισα πλάι του. Πήρα στα χέρια μου το πιάτο και άρχισα να τον ταΐζω. Δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη οπότε μου ζήτησε να σταματήσω. Έπειτα με κοίταξε στα μάτια και είπε… «προσευχήσου για μένα Λέοναρντ, προσευχήσου για μένα γιέ μου». Κι αυτό ακριβώς έκανα.
 Γονάτισα πλάι στο κρεβάτι του, ακούμπησα τους αγκώνες στην άκρη του στρώματος και… με τα χέρια μου ενωμένα, σφιχτά μεταξύ τους, άρχισα να προσεύχομαι δυνατά. Στην αρχή με τα μάτια μου κλειστά κι έπειτα από λίγο, ορθάνοιχτα και βουρκωμένα. Κοιτάζοντάς τον, σαν να μην ήθελα να χάσω ούτε ένα δευτερόλεπτο από την εικόνα του. Ένοιωθα τα μάτια μου να στεγνώνουν και να πονάνε και αυτό φαίνεται σαν μια καλή δικαιολογία γιατί γέμισαν δάκρυα. Αλλά δεν χρειαζόμουν καμιά δικαιολογία.
 Μέσα στην φαντασία μου, ένας απελπισμένος ζωγράφος, ζωγράφισε το πορτραίτο του πατέρα μου, με τα χρώματα που έμπαιναν από το παράθυρο εκείνο το μουντό πρωινό. Ο πίνακας σίγα – σιγά στέγνωνε. Και όσο στέγνωνε, του έμοιαζε περισσότερο. Ο πόνος προκαλούσε και άλλα δάκρυα. Μέσα στην καρδιά μου ένα μικρό αγόρι βρισκόταν γονατισμένο μπροστά από εκείνο το μουντό πίνακα. Και αισθανόταν πως δεν είχε δει ποτέ ξανά πιο συγκινητικό πίνακα απ’ αυτόν»
Η γυναίκα που τόση ώρα τον άκουγε βουβή τον διέκοψε:
«Ένοιωσες λοιπόν συγχώρεση για τον πατέρα σου εν τέλει. Και οι πρώτες σου λέξεις μετά από… τόσα χρόνια σιωπής, ήταν για… να προσευχηθείς… να προσευχηθείς για εκείνον»
«Ακριβώς!»
«Τότε ήταν που σου ζήτησε να τον βοηθήσεις να… πεθάνει Λέοναρντ;»
«Ναι, ήταν το ίδιο πρωί. Μόλις τελείωσα την προσευχή μου, κλαίγαμε και οι δυό μας και ανάμεσα από τα δάκρυα, μου είπε πως χρειαζόταν μια χάρη. Τον ρώτησα τι είδους χάρη χρειαζόταν. Είπε: «θέλω να με βοηθήσεις να φύγω». Σηκώθηκα όρθιος και έκανα μερικά βήματα πίσω. Αυτό που μόλις είχα ακούσει, με αναστάτωσε»
«Τι απάντησες;»
«Δεν απάντησα. Έφυγα γρήγορα από το δωμάτιο…»
«Και; Σου ξαναζήτησε εκείνος το ίδιο πράγμα;»
«Πολλές φορές. Κάθε φορά που βρισκόμουν μόνος μαζί του, επέμενε να μου το ζητάει ξανά και ξανά. Μου έλεγε πως δεν είχε απομείνει τίποτα για κείνον να συναντήσει σε αυτήν τη ζωή, πως αισθανόταν σαν ένα βαρύ φορτίο στους ώμους μου, πως ήταν πολύ κουρασμένος για να ζήσει με όλη αυτή την ανημποριά και την ανικανότητα. Δεν του έδωσα ποτέ μια απάντηση στο αίτημά του, ούτε θετική, ούτε αρνητική»
«Και πώς πήρες την απόφαση για το αν θα τον βοηθήσεις ή όχι;».
Το ενδιαφέρον της γυναίκας έδειχνε παράλογα έντονο και αγχωτικό. Ο τόνος της φωνής της είχε πάθος, αγωνία και προσμονή. Τα μάτια της είχαν μισοκλείσει μέσα σε εκείνο το μισοσκόταδο του δωματίου, λες και προσπαθούσε να μην χάσει ούτε μια μικρή λεπτομέρεια από τις εκφράσεις του νεαρού απέναντί της.
 Λες και προσπαθούσε να φωτογραφίσει κάθε του ρυτίδα που σχηματιζόταν κατά την αφήγησή του, κάθε σταγόνα απελπισίας που έβγαινε από τις ανάμνησες του, αλλά και κάθε φως που θα μπορούσε να πεταχτεί από την κάθαρση και τον θάνατο του πατέρα του. «Κάθαρση» σκέφτηκε η γυναίκα, «λες και Αρχαία Ελληνική Τραγωδία». Ναι, ήταν σίγουρη πια για την λέξη «κάθαρση» που χρησιμοποίησε το μυαλό της. Αλλά για ποιόν δεν ήξερε. «Και τα άτομα που εμπλέκονται σ’ αυτήν την ιστορία δεν είναι… δυστυχώς μόνο δύο», αποτέλειωσε την σκέψη της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου