Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
(ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)

«Εσείς κυρία, πώς θα την παίρνατε την απόφαση, αν ήσασταν στην δική μου θέση;»
«Δεν θέλω να το κάνω αυτό Λέοναρντ. Δεν θέλω να μπω στην διαδικασία να πάρω μια απόφαση για κάτι τέτοιο. Όχι τώρα», η φωνή της όμως έδειχνε βαριά συγκίνηση και ίσως μέσα της να είχε πάρει αυτή την απόφαση, ή τουλάχιστον την θέση,  που της ζητούσε ο κρατούμενος νεαρός.
«Στη δική του θέση;»
«Για ποιόν λόγο πρέπει να εμπλακώ σε αυτό; Είναι … είναι η δική σου ιστορία Λέοναρντ. Γιατί δεν μου λες πως εξελίχθηκε;».
«Γνωρίζετε ήδη πως εξελίχθηκε. Σκότωσα τον πατέρα μου ή τον βοήθησα να πεθάνει ή τον βοήθησα να ξεκουραστεί ή … πείτε το όπως θέλετε. Αλήθεια… εσείς πως το ονομάζετε αυτό που έκανα κυρία Χούτερ;»
«Νομίζω πως … συμφωνήσαμε να σου πω το τι πιστεύω εγώ, όταν αυτή η συζήτηση τελειώσει Λέοναρντ»
«Υποψιάζομαι κυρία Χούτερ, πως το να φαντάζεστε τον εαυτό σας στη θέση μου, είναι πιο δύσκολο από όσο πιστεύατε ότι θα ήταν»
«Το παραδέχομαι Λέοναρντ. Λοιπόν, μπορούμε τώρα να… να πάμε πίσω στη στιγμή που αποφάσισες να… να κάνεις αυτό που έκανες;»
«Χα, χα αναποφάσιστη ακόμα! Σχετικά με το πώς θέλετε να το ονομάζετε εννοώ. Τέλος πάντων, όπως ξέρετε, πήρα την απόφαση να κάνω αυτό που μου ζητούσε ο πατέρας μου. Δεν ήξερα ακόμα τον τρόπο, αλλά έψαχνα»
«Γνώριζε ο πατέρας σου ότι είχες πάρει την απόφασή σου; Με νοιάζει να μου πεις…»
«Όχι, δεν του το έλεγα απλώς για την περίπτωση όπου θα άλλαζα ενδεχομένως γνώμη για κάποιον λόγο»
«Λέοναρντ, νοιώθω την ανάγκη να σε ρωτήσω…», δυσκολευόταν τώρα να μιλήσει, η δημοσιογραφική σιγουριά είχε πάει περίπατο και η ανίσχυρη γυναίκα επιχειρούσε: «… δεν μου μίλησες για τους λόγους που σε έκαναν να πάρεις αυτή την απόφαση»
«Ουσιαστικά…», τώρα είχε εκείνος το πάνω χέρι, το αισθανόταν, το έβλεπε, «… κυρία Χούτερ, σκέφτηκα ποιοι ήθελαν να ζήσει και ποιοι ήθελαν να πεθάνει. Και για ποιους λόγους. Οι δική του επιθυμία να πεθάνει, ήταν ξεκάθαρη. Από την άλλη μεριά, εγώ δεν ήθελα να τον χάσω. Όχι πλέον τότε. Έδειχνε αλλαγμένος. Βλέπετε κάθε μικρή ματιά που μου έριχνε εκείνο τον καιρό που βρισκότανε ξαπλωμένος, σ’ εκείνο το κρεβάτι, ανάπηρος, ήταν πιο βαθιά, τρυφερή και αληθινή, απ’ όλες τις ματιές μαζί που είχα δει ποτέ από τα μάτια του σαν παιδί. Εκείνος πίστευε πως ήταν ένα βαρύ φορτίο στους ώμους μου, μα… η αλήθεια είναι πως εκείνος ήταν ότι μου είχε απομείνει στη ζωή. Οπότε δεν μπορούσα καθόλου να τον σκεφτώ σαν βάρος. Έπειτα, σκέφτηκα, πως η μητέρα μου τον … αγαπούσε…», κόμπιασε για λίγο λέγοντας για αυτό, «… σε αντίθεση με το πόσο κακός σύζυγος και πατέρας ήταν. Και πίστεψα πως εκείνη δεν θα τον ήθελε να υποφέρει. Αλλά ούτε και να γίνω εγώ ο δολοφόνος του πατέρα μου θα ήθελα. Δεν ήξερα τι άλλο να σκεφτώ πλέον. Δεν μπορούσα να πάρω εγώ την απόφαση για την ζωή ή τον θάνατο κάποιου άλλου. Κι έτσι αποφάσισα να το σκεφτώ σαν να επρόκειτο για μένα. Θα ήθελα να έχω τον τρόπο να αποδράσω από ένα μόνιμα, ανάπηρο σώμα. Θα ήθελα να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου με απόλυτη εξάρτηση από την φροντίδα των άλλων; Θα ήθελα να αισθάνομαι πως ήμουνα ειδικός χώρος που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω μέσα σε ολόκληρο τον κόσμο; Θα ήταν το κεφάλι μου που περιέχει τον εγκέφαλό μου.
Δεν μπορείτε να το φανταστείτε αυτό κυρία Χούτερ. Απ’ όλα τα μέρη που θα μπορούσαν να βρισκόσασταν και απ’ όλο το χώρο που θα μπορούσατε να γεμίζετε σαν ζωντανός άνθρωπος σε αυτόν τον κόσμο, πως θα αισθανόσασταν αν ξέρατε πως θα μπορείτε να χρησιμοποιείται μονάχα ένα χώρο τόσο μικρό, όσο το κεφάλι σας»
«Μα ο ανθρώπινος εγκέφαλος Λέοναρντ, μπορεί να σε πάει παντού. Μέσα σε αυτό το μικρό δωμάτιο που περιγράφεις, υπάρχει ένας απεριόριστος εγκεφαλικός μηχανισμός, ο οποίος … μπορεί να χωράει ολόκληρο τον κόσμο. Άσχετα αν χρησιμοποιεί μονάχα ένα πολύ μικρό χώρο μέσα σε αυτόν. Πως μπορείς να το … να το αγνοήσεις αυτό;»
«Δεν το αγνοώ. Απλώς μετράω τα πράγματα. Μπορεί να χρειαστεί κι εσείς να κάνετε το ίδιο. Πως μπορείτε να αγνοήσετε τον βασανισμό από το σύνδρομο του εγκλεισμού;»
Η γυναίκα πήρε βαθιά ανάσα:
«Θα… θα ήθελα λίγο νερό»
Σηκώθηκε και πήγε προς τη πόρτα, την μεταλλική πόρτα που απ’ έξω στεκόταν ο φύλακας όπως της είχε πει. Χτύπησε ελαφρά στην αρχή με την παλάμη ανοικτή. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα και όταν είδε ότι η πόρτα παρέμενε κλειστή, ξαναχτύπησε με την γροθιά της αυτή τη φορά. Κι επιτέλους ο φρουρός φάνηκε στο άνοιγμα:
«Κύριε φύλακα…», είπε σαν τον αντίκρισε.
«Ναι κυρία. Όλα καλά;», ρώτησε εκείνος προσπαθώντας να διακρίνει προς το βάθος του δωματίου, προς την μεριά του κρατούμενου νεαρού.
«Ω, ω ναι, όλα καλά, ευχαριστώ. Απλώς θα ήθελα να έχω λίγο νερό, εάν φυσικά αυτό δεν είναι πρόβλημα»
«Φυσικά κυρία», απάντησε εκείνος, χωρίς να έχει ξεκολλήσει όμως το βλέμμα του από το εσωτερικό του θαλάμου. «Επιστρέφω αμέσως». Έκλεισε την πόρτα πίσω του αφήνοντας τους δυό συνομιλητές και πάλι μόνους, μέχρι να επιστρέψει. Ο ήχος του μετάλλου αντήχησε πλούσιος και ανατριχιαστικός, μεγεθυμένος από τους συμπαγείς και σκούρους τοίχους του χώρου. Η γυναίκα έμεινε με τη πλάτη στραμμένη στον Λέοναρντ, λες και ήθελε λίγη ώρα, να σκεφτεί. Τι;
Ο δεσμοφύλακας δεν άργησε να επιστρέψει. Της έδωσε ένα ποτήρι με νερό, (αλήθεια που το βρήκε έτσι κρύο και λαχταριστό;), περιπλανήθηκε για μερικά δευτερόλεπτα με το βλέμμα στο δωμάτιο, να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν καλά και εισπράττοντας το «ευχαριστώ» της δημοσιογράφου, έκλεισε την πόρτα αποχωρώντας.
«Αισθάνεστε καλά κυρία Χούτερ», ακούστηκε η φωνή του νεαρού από το τραπέζι. «Μήπως θα θέλατε να κάνουμε ένα διάλειμμα;»
«Όχι Λέοναρντ. Φυσικά και όχι. Μπορούμε να συνεχίσουμε. Οπότε; Είχαμε φτάσει στο σημείο που έψαχνες να βρεις ένα τρόπο να βοηθήσεις τον πατέρα σου να … με το αίτημα θανάτου του»
«Ναι. Και η απάντηση …», είπε μετά από μια μικρή στάση, «… ήρθε συνθηματικά. Καθώς ένα βράδυ είχα μια συζήτηση με τη νοσοκόμα του πατέρα μου … εμ… σχετικά με ένα περιστατικό που κλήθηκε ν’ αντιμετωπίσει …»
«Λοιπόν; Τι περιστατικό ήταν αυτό για το οποίο σου μίλησε;»
«Φρόντιζε μια διαβητική γυναίκα που ζούσε μαζί με την ηλικιωμένη μητέρα της, όταν μια μέρα η ηλικιωμένη αυτή γυναίκα προσπάθησε να κάνει στον εαυτό της μια ένεση ινσουλίνης. Απ’ αυτές της κόρης της. Η νοσοκόμα την είδε εγκαίρως και την σταμάτησε, οπότε δεν συνέβη τίποτα δυσάρεστο τελικά. Την ρώτησα τι θα συνέβαινε σε εκείνη την ηλικιωμένη γυναίκα, αν είχε προλάβει να κάνει την ένεση. Μου απάντησε πως θα έπεφτε σε κώμα σε λίγα λεπτά και μετά, εν τέλει, θα πέθαινε, αν δεν λάμβανε άμεσα ιατρική βοήθεια»
«Οπότε, … αυτή έγινε η δική σου λύση; Ένεση ινσουλίνης;»
«Ακριβώς! Πήρα την απόφασή μου και την επόμενη μέρα, πήγα στο φαρμακείο για να αγοράσω αυτά που χρειαζόμουν. Μια νύχτα πριν την μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, ενημέρωσα την νοσοκόμα να μην έρθει την επομένη, γιατί…. ήθελα τάχα, να περάσω όλη την μέρα μόνος μαζί του. Συμφωνήσαμε πως  της τηλεφωνούσα σε περίπτωση έκτακτης ανάγκη»
«Άρα αυτό … μας φέρνει στην ημέρα που … βοήθησες τον πατέρα σου να… πεθάνει;»
Τώρα η γυναίκα είχε καθίσει στην καρέκλα της και ακουμπούσε τους αγκώνες στην επιφάνεια του τραπεζιού, παίρνοντας την ίδια στάση με τον νεαρό.
«Ακριβώς. Συνέβη αργά το απόγευμα, έπειτα από μια βροχερή, μελαγχολική ημέρα. Το μοναδικό φως μέσα στο δωμάτιο, ερχόταν από ένα μικρό καντήλι. Πλάι στη φωτογραφία της μητέρας μου. Απάνω σε ένα μικρό ξύλινο τραπεζάκι. Κι αυτό ήταν αρκετό. Αρκετό για να κάνει τις σκιές να χορεύουν απαλά πάνω στους τοίχους. Αρκετό για να χωριστεί σε δύο μικρότερες φλογίτσες, που λαμπύριζαν μέσα στο θαμπό, σκούρο, καστανό των κουρασμένων ματιών του πατέρα μου»
«Ενημέρωσες προηγουμένως τον πατέρα σου … σχετικά με το τι είχες αποφασίσει να κάνεις;»
«Όχι»
«Αυτό που ήθελες να κάνεις;»
«Όχι… όχι. Μα το κατάλαβε. Όταν κοιταχτήκαμε μεταξύ μας εκείνο το απόγευμα… γνώριζε. Χαμογέλασε και είπε: «ποτέ δεν θέλησα κάτι τόσο πολύ Λέοναρντ. Ήσουν πάντα συμπονετικό παιδί και σε θαυμάζω γι αυτό γιέ μου». Τότε του εξήγησα τι επρόκειτο να κάνω  και τι επρόκειτο να συμβεί μόλις έκανα την ένεση. Ενέκρινε όλη τη διαδικασία. Έτσι λοιπόν κάθισα πλάι του για μερικά λεπτά. Κανείς μας δεν είπε κουβέντα, καθίσαμε απλώς βυθισμένοι στη σιωπή για λίγο, μετά τον κοίταξα. Μπορούσε να καταλάβει ότι ήμουν ανήσυχος. Χαμογέλασε ξανά και είπε: «είναι εντάξει γιέ μου. Όλα θα πάνε καλά»
Του έγνεψα καταφατικά και τίναξα την ένεση. Με ένα βλέμμα του μου έδειξε ότι ήταν έτοιμος. Έκανα ότι ήταν να κάνω και μετά κάθισα δίπλα του και τον περίμενα. Θεέ μου …γελούσε! Έσκυψα και τον φίλησα στο μέτωπό του. Έκλεισε τα μάτια του, δεν μπορούσα να δω πλέον τις ανακλάσεις από τις δυό μικρές φλογίτσες. Έπειτα από μερικά λεπτά, το χαμόγελο στο πρόσωπό του αντικαταστάθηκε από μια έκφραση ανησυχίας και έντασης. Οι φλέβες στο λαιμό και στους κροτάφους είχαν πρηστεί και χτυπούσαν έντονα. Μετά από λίγο ηρέμησε. Έπεσε πλάι μου σε κώμα…»
«Πόση ώρα ήταν αναίσθητος; Μέχρι να καλέσεις κάποιον εννοώ», ρώτησε η δημοσιογράφος.
«Δεν ξέρω. Περίμενα μέχρι τη στιγμή που θα ήμουνα σίγουρος πως θα είχε πεθάνει ή και περισσότερο. Αυτό δεν το θυμάμαι ακριβώς»
«Τι άλλο θυμάσαι από κείνο το απόγευμα; Αφότου πέθανε ο πατέρας σου;»
«Θυμάμαι πως η φλόγα στο καντήλι τρεμόπαιξε για μια στιγμή, ή έστω έτσι νόμισα εγώ. Μια γαλήνια ηρεμία γέμισε το δωμάτιο. Άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα έξω. Ο ουρανός δεν ήταν πια τόσο μελαγχολικός όσο ήταν όλη την ημέρα… ή έτσι νόμιζα εγώ. Δεν είχε σημασία. Μέσα στη φαντασία μου … το μικρό αγόρι πήρε στα χέρια του το πορτραίτο του πατέρα του και το τοποθέτησε στο πιο φωτεινό σημείο που μπορούσε να βρει. Δίπλα σε αυτό βρίσκονταν δυο άλλα πορτραίτα παλιότερα και λιγότερο μουντά. Το ένα ήταν του θείου του και το άλλο της μητέρας του. Και από κάτω τους υπήρχε μια ανοιχτή θήκη με ένα τσέλο. Όλα τοποθετημένα με ευλάβεια στο πιο φωτεινό σημείο της καρδιάς του».
«Φοβόσουν καθόλου Λέοναρντ για ότι επρόκειτο να επακολουθήσει;»
«Όχι, μόλις σιγουρεύτηκα πως ο πατέρας μου είχε πεθάνει, κάλεσα την αστυνομία. Τους είπα πως τον βοήθησα να πεθάνει και πως θα τους περίμενα ακριβώς εκεί για να τους ακολουθήσω στο αστυνομικό τμήμα. Και όντως, αυτό συνέβη»
«Είναι γνωστό πως …», η γυναίκα ρούφηξε τη μύτη της σαν να είχε συνάχι, «… στην αρχή δεν ήθελες να εκπροσωπηθείς από κανένα δικηγόρο και τελικά … κατάφεραν να σε πείσουν να δεχτείς έναν που είχε ορίσει η πολιτεία. Για ποιο λόγο αρνιόσουν την εκπροσώπηση από δικηγόρο Λέοναρντ;»
«Επειδή δεν με ενδιέφερε. Έκανα ότι έκανα και … δεν το μετάνιωσα ποτέ. Οπότε δεν μπορούσα να βρω κάποιο λόγο για να προσπαθήσω ν’ αποφύγω την καταδίκη»
«Λέοναρντ, υπάρχει …», η φωνή της δημοσιογράφου έσπαγε σε κάθε λέξη τώρα, «… και κάτι άλλο που θα ήθελα να σε ρωτήσω. Θα έκανες το ίδιο … πράγμα, αν είχες πίσω σου… μια οικογένεια να σκεφτείς;»
«Η μοναδική οικογένεια που μου είχε απομείνει ήταν εκείνος. Οπότε όπως εσείς είπατε προηγουμένως, για πιο λόγο πρέπει να εμπλακώ σε αυτό; Αυτή είναι η ιστορία κάποιου άλλου. Όχι η δική μου»
«Μάλιστα. Υπάρχει κάτι άλλο που θα ήθελες να προσθέσεις Λέοναρντ, για να ολοκληρώσουμε αυτή τη συζήτηση;»
«Δεν νομίζω κυρία Χούτερ, απλώς ελπίζω να μη σας κούρασα πάρα πολύ»
«Και βέβαια όχι Λέοναρντ. Δεν θα μπορούσες να φανταστείς… πόσο σημαντική ήταν αυτή η συζήτηση για μένα»
«Ίσως όχι. Απλώς εύχομαι να εξελιχθούν με τον πιο σοφό τρόπο τα πράγματα με τον σύζυγό σας κυρία Χούτερ. Σας εξήγησα ήδη πως γνωρίζω ποια είστε και για αυτό το λόγο βρίσκεστε εδώ κυρία Χούτερ. Με αυτό εννοούσα πως γνωρίζω για το ατύχημα του συζύγου σας. Το οποίο τον κατέστησε τετραπληγικό, εντελώς παράλυτο από τους ώμους και κάτω…»
«Γνώριζες; Και για την τελευταία μία ώρα με ξεγελάς Λέοναρντ;»
«Σκοπός μου ήταν να σας βοηθήσω, όχι να σας ξεγελάσω»
«Να με βοηθήσεις; Πως;»
«Με το να σας αποκαλύψω μια πλευρά από τις πολλές που μπορεί να έχει μια ιστορία. Μπορείτε να την λογαριάσετε σαν ακόμα μια ιστορία από τις πολλές που έχουν επηρεάσει τον τρόπο που σκέφτεστε και εκτιμάτε τα πράγματα. Γιατί κάποιες φορές έχει σημασία το τι σκέφτεστε και τι φαντάζεστε σχετικά με όλες αυτές τις ιστορίες κυρία Χούτερ. Υπάρχει μια πολύ λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην καταδίκη και στην κατανόηση. Επίσης δεν θα πρέπει να ξεχνάτε πως είχαμε και οι δυο μας λόγους για να θέλουμε να κάνουμε αυτή τη συζήτηση μεταξύ μας. Εσείς θέλατε να εξερευνήσετε τον εσωτερικό κόσμο, τον τρόπο σκέψης και τα συναισθήματα κάποιου, που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει καταστάσεις παρόμοιες με αυτές που έχετε ν’ αντιμετωπίσετε εσείς, ώστε να μπορέσετε να πάρετε κάποιες απαντήσεις. Εγώ, επιθυμούσα να μιλήσω για την ιστορία μου μονάχα σε κάποιον, που θα είχε λόγους σαν τους δικούς σας, για να την ακούσει. Οπότε και οι δυο μας πήραμε ότι επιθυμούσαμε, είναι αρκετά δίκαιο, ε;»
«Μάλιστα! Πιστεύω πως τώρα θέλεις να σου πω τι σκέφτομαι, σχετικά με όλα αυτά όπως συμφωνήσαμε εξ αρχής»
Ο νεαρός χαμογέλασε και κάρφωσε το βλέμμα του στα μάτια της γυναίκας:
«Το έχετε ήδη κάνει αυτό κυρία Χούτερ. Από μένα είστε ελεύθερη να πηγαίνετε»
«Έχεις δίκιο Λέοναρντ, πρέπει να πηγαίνω. Σε ευχαριστώ που μοιράστηκες τις λεπτομέρειες της ιστορίας σου μαζί μου»
«Κι εσείς είχατε δίκιο κυρία Χούτερ. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορεί να μας πάει οπουδήποτε. Έτσι κάθε βράδυ ένα μικρό αγόρι μέσα στο μυαλό μου κάθεται μπροστά από τα τρία πορτραίτα των αγαπημένων του, ανοίγει τη θήκη του τσέλου που βρίσκεται από κάτω, παίρνει  το τσέλο στα χέρια του και παίζει. Και τότε, χιλιάδες πολύχρωμες κορδέλες γεμίζουν το μυαλό μου»
Η γυναίκα δεν είπε κάτι γι αυτό. Σηκώθηκε από την καρέκλα της και με αργά βήματα πήγε στην μεταλλική πόρτα. Σήκωσε το χέρι να χτυπήσει μα σταμάτησε με το χέρι μετέωρο στον αέρα. Γύρισε το κεφάλι να δει για τελευταία φορά τον νέο που παρέμενε δεμένος στο τραπέζι. Κάτι μέσα της φώναζε δυνατά το δίκιο του, το έλεός του.
Χτύπησε την πόρτα:
«Κύριε φύλακα…», φώναξε με βραχνή την φωνή της. «Κύριε φύλακα…», ξανάπε, «… τελειώσαμε»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου