Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

(ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΚΑΝΑΡΗ : 
"ΑΙΤΗΜΑ ΘΑΝΑΤΟΥ")




 «Έλα Λέοναρντ, μόλις έφτασε η δημοσιογράφος»
«Κιόλας;»
«Γιατί φιλαράκο, μήπως δεν νοιώθεις ακόμα έτοιμος να μιλήσεις. Έλα είπα, πάμε»
«Δεν νομίζω πως έχει μείνει κάτι σε αυτή τη ζωή για το οποίο να μην είμαι έτοιμος»
«Ωραία… Προχώρα τότε»
Η γυναίκα που εμφανίστηκε ήταν καλοντυμένη με ένα σοβαρό γκρι με άσπρο σύνολο. Ο Λέοναρντ δεν μπόρεσε να αποφύγει μια έκφραση θαυμασμού και ένα γούρλωμα των ματιών του, ενώ ο φύλακας δίπλα του χαμογέλασε στη θέα των μακριών ποδιών της γυναίκας που τα τόνιζε με ψηλοτάκουνες γόβες. Μαύρες γυαλιστερές γόβες.
«Καλημέρα σας κύριε Τέηλορ, είμαι η Ρουθ Χούτερ…»
«Ξέρω πολύ καλά ποια είστε. Γι αυτό και βρίσκεστε εδώ»
«Σωστά», απάντησε η γυναίκα, «σωστά», επανέλαβε κοιτώντας την πορτοκαλί μπλούζα του κρατούμενου συνομιλητή της, αλλά και το καθαρό πρόσωπό του, που φρεσκοξυρισμένο και τόσο νεανικό, ενέπνεε μια ηρεμία και μια… γοητεία θα μπορούσε να πει. «Θέλω να σας ευχαριστήσω κύριε Τέηλορ γι αυτή την συνομιλία που συμφωνήσατε να κάνετε μαζί μου και που δηλώσατε πρόθυμος να μου πείτε την ιστορία σας»
«Μην ανησυχείτε κύρια Χούτερ, έχει αρχίσει να βαριέται θανάσιμα εδώ μέσα. Χάρη του κάνετε που ήρθατε. Λοιπόν θα βρίσκομαι ακριβώς απ’ έξω. Φωνάξτε με αν χρειαστείτε τίποτα», ακούστηκε ο φύλακας την ώρα που έλυνε τις χειροπέδες του νεαρού με το όνομα Λέοναρντ και τις «ξανάδενε» σε μια μπάρα που υπήρχε στο μεταλλικό τραπέζι που προοριζόταν για ακροάσεις αλλά και για τις επισκέψεις των συγγενών.
«Σας ευχαριστώ πολύ», απάντησε η γυναίκα και παρακολούθησε χωρίς να μιλάει τα βήματα του ένστολου φρουρού, μέχρι που η πόρτα έκλεισε πίσω του και έμεινε μόνη με τον κρατούμενο νεαρό.
Το κλειδί που κλείδωνε τα βαριά κάγκελα, την έκανε να ανατριχιάσει ελαφρά και αν και καλοκαίρι, έτριψε ασυναίσθητα τα μπράτσα της σαν να κρύωσε ξαφνικά. Κοίταξε τον άντρα μπροστά της και τον άκουσε με απορία να την ρωτάει:
«Μπορείτε να μου πείτε, τι λέει σήμερα ο ουρανός κυρία Χούτερ;»
«Τι λέει ο ουρανός;», επανέλαβε εκείνη τα λόγια του, σα να μη πίστευε αυτή την ερώτηση. Ήταν τόσο απρόσμενη… «Δεν … δεν είμαι σίγουρη. Δεν πρόσεξα για να είμαι ειλικρινής… μπορώ μονάχα να πω… πως είναι ηλιόλουστος», συνέχισε την απάντησή της.
«Πάντα δίνω προσοχή στον ουρανό όταν έχω την ευκαιρία. Ο ουρανός μιλά με κάθε δυνατό τρόπο κι αν κάποιος μπορεί να διαβάσει τι είναι γραμμένο κάθε φορά εκεί πάνω μπορεί να γνωρίζει και τι πρόκειται να έρθει»
«Γνωρίζατε πάντα τι πρόκειται να έρθει κύριε Τέηλορ;»
«Λέγετε με Λέοναρντ. Ναι, γνώριζα τις περισσότερες φορές. Είναι κάτι που μου το δίδαξε ο … θείος μου ο Γιαν όταν ήμουνα μικρός»
«Να διαβάζετε; Να διαβάζεις ήθελα να πω Λέοναρντ, τι είναι γραμμένο στον ουρανό;»
«Να καταλαβαίνω τις εκφράσεις της φύσης. Η φύση πάντοτε μας μιλά, μα συχνά αρνούμαστε ν’ ακούσουμε. Πάντοτε μας δείχνει μα συχνά αρνούμαστε να δούμε. Και πάντοτε μας διδάσκει, μα συχνά αρνούμαστε να μάθουμε»
«Σου έρχεται στη μνήμη κάποια από κείνες τις φορές που ένοιωσες πως η φύση προειδοποιούσε εσένα ή οποιοδήποτε άλλον για κάτι που ερχόταν;»
«Πάρα πολλές κυρία Χούτερ…»
«Μπορείς να με λες Ρουθ»
«Είμαι μια χαρά με το κυρία Χούτερ»
«Όπως επιθυμείς νεαρέ μου, όπως επιθυμείς και βολεύεσαι. Μπορούμε να ξεκινήσουμε…», συνέχισε η γυναίκα και έκανε μια κίνηση να βολευτεί όσο πιο καλά μπορούσε σε εκείνη την άβολη μεταλλική καρέκλα, σταύρωσε με χάρη τα πόδια και πρόσεξε ότι ο νεαρός δεν είχε τραβήξει ούτε στο ελάχιστο το βλέμμα του από το πρόσωπό της. Έμενε πάντα εκεί όπως είχε πρωτοκάτσει, στη θέση του, ακουμπώντας τους αγκώνες στο τραπέζι, σταυρώνοντας τα δάχτυλά του μπροστά από το στήθος. Συνέχισε την πρότασή της: «… όποτε αισθάνεσαι έτοιμος. Πιστεύω πως η ιστορία σου έχει τις ρίζες της, αρκετά χρόνια πίσω, πριν από το γεγονός που συνέβη με τον πατέρα σου»
«Χρειάζομαι να ξέρω, τι πιστεύεται εσείς κυρία Χούτερ»
«Σχετικά με τι;»
«Πιστεύετε πως ήταν ένα έγκλημα εκδίκησης; Μια πράξη ανακούφισης;»
«Βρίσκομαι εδώ για να καταγράψω τη δική σου ιστορία Λέοναρντ. Όχι για να σου πω εγώ τη δική μου σχετικά με τα γεγονότα ή για να σε κρίνω»
«Ναι, αλλά χρειάζομαι να ξέρω ποιόν πιστεύεις πως έχεις απέναντί σου. Έναν αναίσθητο δολοφόνο, έναν εκδικητικό ναρκισσιστή ή μήπως έναν άνθρωπο φιλεύσπλαχνο;»
«Εντάξει τότε. Μπορώ να κάνω μια συμφωνία. Θα σου πω ειλικρινά τι πραγματικά πιστεύω μόλις ολοκληρωθεί αυτή η συζήτηση»
Ο νεαρός ανακινήθηκε στη θέση του και έτριψε τα χέρια προσπαθώντας να επεξεργαστεί μες το κεφάλι την απάντηση της γυναίκας και να πάρει την απόφασή του.
«Χμ», είπε, «… αρκετά δίκαιο πιστεύω. Βλέπετε κυρία Χούτερ ένας ηλιόλουστος ουρανός δεν υπόσχετε πάντα μια καλή μέρα»
«Όντως», απάντησε η γυναίκα με ένα μικρό χαμόγελο και με ανυπομονησία.
«Θυμάμαι», συνέχισε ο νεαρός, «… όταν ήμουν εννέα ετών, ξύπνησα αργά το μεσημέρι κάποια μέρα και κοίταξα έξω από το παράθυρο, είχε το δωμάτιό μου ένα μικρό, βαμμένο μπλε παράθυρο, ο ουρανός ήταν ηλιόλουστος, ήταν μια ζεστή ημέρα. Η μητέρα μου άπλωνε την μπουγάδα της στην αυλή. Της είπα να μαζέψει τα ρούχα και να τα φέρει μέσα στο σπίτι γιατί ο καιρός σύντομα θα χάλαγε. Μου έδειξε γελώντας τον ήλιο και μου είπε: «μην είσαι ανόητος αγάπη μου, έχουμε τόσο καλό καιρό σήμερα…»
«Μα τι ήταν αυτό που σ’ έκανε να υποπτευθείς τον καιρό; Ότι δηλαδή θα χάλαγε;»
«Ήταν κάτι σύννεφα στα ανατολικά από το παράθυρο που έδειχναν κακοκαιρία. Ήξερα πως μέχρι να πέσει η νύχτα, θα ερχόταν καταιγίδα»
«Και ήρθε;»
«Φυσικά και ήρθε», χαμογέλασε σαν να μη δεχόταν άρνηση.
«Αργότερα εκείνη την νύχτα ήμουν στο δωμάτιό του κι άκουγα τη φωνή του πατέρα μου να γίνεται ολοένα και πιο έντονη, πιο … πώς να το πω, πιο … άγρια. Ενώ ανάμεσα στις βρισιές και τις προσβολές, ακουγόταν η φωνή της μάνας μου, δειλή… φοβισμένη και αδύναμη, καθώς εκείνη έτρεμε, κλαψούριζε και τον ικέτευε να σταματήσει. Έκανα τέσσερα – πέντε διστακτικά βήματα στην εσωτερική σκάλα, κουλουριάστηκα σε ένα σκαλοπάτι, γραπώθηκα από τα κάγκελα της σκάλας κι έμεινα εκεί, να παρακολουθώ τους γονείς μου να τσακώνονται κάτω στο καθιστικό».
Προσπάθησε να σκουπίσει μια σταγόνα ιδρώτα που είχε κάνει την εμφάνισή της στο μέτωπο και αναγκάστηκε να σκύψει το κεφάλι, αφού οι χειροπέδες που ήταν δεμένες στο τραπέζι, τον εμπόδιζαν να σηκώσει τα χέρια. Η γυναίκα τον κοίταγε ασάλευτη και κάθε τόσο κάτι έγραφε σε ένα μπλοκ (πιο πολύ με τετράδιο έμοιαζε) ενώ προσπαθούσε να κρατήσει όρθια την πλάτη. Ο νέος συνέχισε:
«Η μητέρα μου ήταν πεσμένη χάμω και τα χέρια της… με τις παλάμες να βουλιάζουν στο χαλί λες και προσπαθούσε να ανοίξει μια έξοδο διαφυγής και να εξαφανιστεί. Ο πατέρας μου από την άλλη, έμοιαζε εντελώς χαμένος στην παραζάλη της ανεξέλεγκτης συμπεριφοράς του. Φώναζε και χτυπούσε τα χέρια του οπουδήποτε ήταν δυνατόν, πάνω στα έπιπλα, στους τοίχους, πάνω στη μητέρα μου. Όταν εκείνη κάποια στιγμή σήκωσε το βλέμμα της ψηλά, προς τη σκάλα, με είδε να κάθομαι εκεί τρομαγμένος, τα αναφιλητά της δυνάμωσαν και τότε περισσότερο εξαγριωμένος εκείνος άρχισε φωνάζει ακόμα πιο δυνατά και να χτυπά τα έπιπλα με ακόμη πιο αδάμαστη μανία. Ασυναίσθητα σηκώθηκα όρθιος και από κει πάνω άρχισα κι εγώ να ουρλιάζω ανεξέλεγκτα και όσο πιο δυνατά μπορούσα.
Ο πατέρας μου έμεινε έκπληκτος. Σταμάτησα να τρέχω, γιατί είχα αρχίσει να τρέχω προς τα κάτω εν τω μεταξύ και για λίγες στιγμές μείναμε να κοιτάζουμε αμίλητοι ο ένας στα μάτια, τον άλλο. Θα σκεφτόταν κανείς ότι αυτό ήταν μια βουβή συνομιλία μεταξύ μας. Όμως δεν ήταν. Τότε όρμησε προς το μέρος μου κι εγώ τρόμαξα τόσο πολύ, που έτρεξα προς την πόρτα»
Η γυναίκα τον άκουγε ακίνητη. Ένα μικρό γέλιο από τα χείλη της, ακούστηκε τόσο ειρωνικό μέσα στην ησυχία του δωματίου.
«Ο ήχος από το χτύπημα της πόρτας πίσω μου έμοιαζε με τον κρότο του κεραυνού. Πετάχτηκα από την αυλή στον δρόμο ξυπόλυτος κι έτρεξα κατ’ ευθείαν σε ένα άλλο οικείο σπίτι, δυο τετράγωνα πιο πέρα από το δικό μας…»
«Ποιανού το σπίτι ήταν αυτό…», ρώτησε η γυναίκα με την δημοσιογραφική καθαρότητα της φωνής της, «… που έτρεξες εκείνη την νύχτα;»
«Όχι μόνο εκείνη την νύχτα. Κάθε φορά που ο πατέρας μου γινότανε πολύ επικίνδυνος και αισθανόμουν πραγματικά ανασφαλής μέσα στο σπίτι μου, έτρεχα στο σπίτι του θείου μου»
«Για τον θείο Γιαν, μιλάμε;»
«Ναι, γι αυτόν. Ήταν ο μοναδικός αδερφός του πατέρα μου. Μικρότερος από κείνον και ήταν τόσο, μα τόσο διαφορετικοί σε όλα τα επίπεδα, που κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει πως ανατράφηκαν από διαφορετικούς γονείς.  Ο θείος Γιαν, άνοιξε αμέσως την πόρτα σαν άκουσε τα δυνατά κι επαναλαμβανόμενα χτυπήματά μου και έτσι βρεγμένος όπως ήμουνα από την καταιγίδα, έπεσα στη αγκαλιά του. Κανείς μας δεν είπε κουβέντα…»
«Γνώριζε καλά την κατάσταση έτσι; Γνώριζε για την συμπεριφορά του αδερφού του και για την βία μέσα στο σπίτι σας;»
«Γνώριζε»
«Και τι έκανε εκείνη την νύχτα», ρώτησε όλο πραγματικό ενδιαφέρον η γυναίκα.
«Με πήγε στο μπάνιο, μου έβγαλε τα βρεγμένα ρούχα, μου ξέπλυνε το πρόσωπο και τα λερωμένα πόδια μου και μου έδωσε να φορέσω ένα μπουρνούζι, ένα μπλε, σκούρο μπλε μπουρνούζι, το οποίο …», γέλασε στη θύμηση, «… ήταν πολύ μεγάλο για το μικροσκοπικό μου σωματάκι και θυμάμαι το έσερνα στο πάτωμα και προσπαθούσα να ξετρυπώσω τα χέρια μου, μέσα από τα μεγάλα μανίκια. Έπειτα πήγαμε στο σαλόνι, κάθισα στην άκρη του καναπέ, όπως έκανα πάντα και … παρατηρούσα τις κινήσεις του θείου Γιαν, οι οποίες μου ήταν πολύ οικείες. Κάθισε στην δερμάτινη πολυθρόνα, μια δίχως… χωρίς χέρια στα πλάγια, όπως έκανε πάντα και πήρε στα χέρια του ένα τσέλο. Το τσέλο του, που βρισκόταν σε μια ανοικτή θήκη εκεί, ακριβώς δίπλα του. Άρχισε να παίζει…», ο Λέοναρντ έκλεισε τα μάτια λες άκουγε τώρα την μουσική να πλανάται στον αέρα.
«… ένοιωθα λες και μια ακόμα θλιβερή νύχτα έλειωνε κάτω από τα δάχτυλά του, σαν αυτή η κακιά μου ανάμνηση μέσα στις ψυχικές μου αποσκευές τυλιγόταν από τα χέρια του με μια πολύχρωμη κορδέλα…»
«Φαίνεται ότι είχατε πολύ ιδιαίτερη σχέση οι δυό σας…»
«Ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ξεχωριστή. Πιστεύω πως για κάθε σκοτάδι, υπάρχει ένα φως…», η φωνή του νεαρού είχε γίνει τώρα πιο δυνατή και συνάμα είχε καθαρίσει από το ελαφρύ τρεμούλιασμα που είχε παρατηρήσει η γυναίκα στην αρχή της ιστορίας, «… που μπορεί να σε κάνει να συνειδητοποιήσεις ότι δεν είσαι πραγματικά τυφλός. Και για κάθε σιωπή, υπάρχει ένας ήχος ο οποίος μπορεί να σε κάνει να συνειδητοποιήσεις ότι δεν είσαι κουφός Μέσα στη δική σου σκοτεινή και σιωπηλή ψυχή, αυτό το φως κι αυτός ο ήχος, προερχόταν από τον θείο Γιαν. Ξέρετε… κατάλαβα αρκετά νωρίς, πως εγώ κι εκείνος μοιραζόμασταν την ίδια αγάπη για τον ήχο του τσέλου και έτσι προσπάθησε να μου μάθει όλα όσα ήξερε γύρω απ’ αυτό»
«Ξέρεις να παίζεις τσέλο;», ρώτησε κάπως έκπληκτη η γυναίκα. «Πόσο υπέροχο μπορεί να είναι αυτό, θα σου έχει λείψει αυτό Λέοναρντ, είναι αλήθεια;»
«Έχω τόσες αναμνήσεις να ανασύρω από μένα και τον θείο Γιαν, περνάγαμε τόσο χρόνο μελετώντας, συζητώντας γύρω από το τσέλο … Αυτό είναι πραγματικά κάτι που μου λείπει όλα αυτά τα χρόνια»
«Και υποθέτω επίσης πως θα έχεις πολλές μνήμες ν’ ανασύρεις γύρω από αμέτρητες μέρες και νύχτες όπου χτύπαγες δυνατά την πόρτα λουσμένος από τον φόβο… και τα δάκρυα. Έψαχνες σιωπηλά, πολύχρωμες κορδέλες για να τυλίξεις τις πικρές σου εμπειρίες… σωστά Λέοναρντ; Συνέβαινε αυτό πολύ συχνά;»
«Αυτό συνέβαινε σχεδόν συνέχεια. Ο πατέρας μου δεν είχε αίσθηση του τι πραγματικά έκανε στην μητέρα μου κι εμένα. Για εκείνον πρέπει να ήταν κάτι σαν ρουτίνα ή κάτι από το οποίο δεν μπορούσε να ξεφύγει»
«Έκανε ο θείος σου κάτι περισσότερο από το να σου παρέχει καταφύγιο;»
«Προσπάθησε, μίλησε πολλές φορές στη μητέρα μου, προσπάθησε να βοηθήσει με διάφορους τρόπους. Σκόπευε να μας κρατήσει μακριά από τον πατέρα μου, αλλά εκείνη δεν ήθελε ν’ ακούσει λέξη. Δεν ήθελε να προκαλέσει περισσότερο κακό στην οικογένεια μας, είχαμε ήδη βιώσει τόσο πόνο. Ήτανε πολύ…» έκανε παύση και ξερόβηξε όπως κάνουν οι πολιτικοί σαν θέλουν να δώσουν βάρος στις λέξεις τους, «… αδύναμος χαρακτήρας», συνέχισε, «…  η μητέρα μου, μα δεν μπορώ να την κατηγορήσω για την αδυναμία της…»
«Αισθάνθηκες ποτέ απογοητευμένος από κείνην;»
«Βλέπετε κυρία Χούτερ, υπάρχουν λόγοι, που οι άλλοι δεν τους γνωρίζουν ή δεν τους κατανοούν, για κάποιον που αφήνει τον εαυτό του να ταπεινώνεται από κάποιον άλλον. Και η μητέρα μου δεν γινόταν ουσιαστικά να με απογοητεύσει γιατί δεν είχα ποτέ μου προσδοκίες για κάτι περισσότερο από το συντετριμμένο βλέμμα της κάθε φορά που ο πατέρας μου έβγαινε εκτός ελέγχου. Κάποιες φορές σκεφτόμουν πως ήταν αναγκασμένη να ζει με αυτόν τον τρόπο, προσμένοντας να περάσει την ζωή της κάτω από κάποιου τον θυμό. Σκεφτόμουν πως ακόμα κι αν αυτός ο κάποιος δεν ήταν ο πατέρας μου θα ήταν κάποιος άλλος σαν αυτόν να την συντρίψει. Συχνά εκείνη μου έδινε την εντύπωση πως ήταν εθισμένη σε αυτού του είδους την συμπεριφορά»
«Και αυτόν τον εθισμό της τον κληροδότησε και σε σένα Λέοναρντ;»
Ο Λέοναρντ χαμογέλασε, αλλά τώρα το χαμόγελο ήταν κουρασμένο και σιωπηλό λες και η παραδοχή ήταν στο στόμα. Κοίταξε ολόγυρα στο ημισκότεινο δωμάτιο, εστίασε στη μικρή προστατευμένη από πλέγμα λάμπα στον τοίχο και τελικά γύρισε το βλέμμα στην δημοσιογράφο απέναντί του.
«Εσείς, τι πιστεύετε;»
«Προσωπικά; Πίστευα πως αυτό, είτε το έχεις μέσα σου, είτε όχι. Αλλά πρέπει να παραδεχτώ πως η δουλειά μου με έχει αλλάξει αρκετά. Έχω παρακολουθήσει τόσες πολλές υποθέσεις κι έχω ακούσει τόσες πολλές ιστορίες οι οποίες έχουν επηρεάσει τον τρόπο που σκέφτομαι και εκτιμώ τα πράγματα. Όμως, δεν έχει σημασία το τι σκέφτομαι ή φαντάζομαι σχετικά με τα συναισθήματά σου αυτή τη στιγμή. Από τη στιγμή που είσαι εδώ και μπορείς να μου πεις την ουσιαστική αλήθεια»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου