Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

Οι αποθήκες που είχαν χτίσει γύρω από την κύρια κατοικία, τα δώματα και οι σοφίτες έδιναν την εντύπωση ότι ήταν ανεξάντλητα. Τα τρόφιμα, τα γλυκά, τα ποτά και τα παυσίπονα έδειχναν να μη τελειώνουν ποτέ.
«Δεν καταναλώνεις σχεδόν τίποτα», είπε η γυναίκα στον Χάνταρ μια μέρα. «Το ίδιο και ο Ούλοφ»
«Μπορεί να έχω πολύ ζωή ακόμα. Το ίδιο σχεδόν κι ο Ούλοφ», απάντησε ο Χάνταρ.
«Δεν παίρνετε στα σοβαρά το χρόνο», είπε η γυναίκα. «Τον αφήνετε να περνάει μόνο. Μάλλον ούτε αυτό κάνετε. Δεν ακολουθείτε το χρόνο. Δεν υποτάσσεστε σ’ αυτόν»
Ο Χάνταρ μασούσε ένα από κείνα τα δυνατά, άσπρα χάπια. Δεν μπορούσε πια, δυσκολευόταν να τα καταπιεί.
«Αυτό που συμβαίνει, συμβαίνει πάντα πολύ γρήγορα», είπε. «Όταν συμβαίνει κάτι δεν παίζει κανένα ρόλο αν περπατάει κανείς ή αν κάθεται ή αν είναι ξαπλωμένος. Όταν συμβαίνει κάτι, ο άνθρωπος είναι ανίκανος ν’ αντιδράσει. Αυτό είχε συμβεί με το παιδί, αυτό είχε συμβεί και με τη Μίνα. Έτσι είναι»
«Δεν ξέρω τίποτε», είπε η γυναίκα. «Δεν ξέρω τίποτε για το παιδί και τη Μίνα»
Όχι, όχι βέβαια. Αυτή δεν ήξερε ποτέ τίποτα. Πάντα αγνοούσε το καθετί. Αυτό τουλάχιστον ήθελε να τον κάνει να πιστέψει. Ότι όλα της ήταν άγνωστα.
Γι αυτό κι αυτός της εξήγησε τελικά πως είχαν τα πράγματα. Έπρεπε να της τα πει όλα.
Ο νεαρός γιός του είχε σηκώσει εκείνη τη κατασκευή στο φράγμα που επρόκειτο να κτίσει. Είχε δέσει την αλυσίδα γύρω από ένα μεγάλο λιθάρι που είχε το σχήμα αλογοκεφαλής, μιας τεράστιας αλογοκεφαλής και το είχε σηκώσει στον αέρα. Η πέτρα κρεμόταν από την αλυσίδα στον αέρα.
Τότε όμως συνέβηκε κάτι. Τότε ήταν που συνέβηκε το ατύχημα.
Κανένας άλλος, εκτός από τη Μίνα, δεν είχε δει τι συνέβηκε. Η Μίνα είχε πάρει μια καρέκλα από την κουζίνα και καθόταν στη σκιά κάτω από το δέντρο. Φορούσε γυαλιά ηλίου, για να την προστατεύουν από το φως και καθόταν και διάβαζε την εφημερίδα Νόρα Βέστερπότεν. Ταυτόχρονα έριχνε και καμιά ματιά προς τη μεριά του παιδιού. Φαίνεται ότι περίμενε πως θα συμβεί κάτι. Τέτοια ήταν η Μίνα.
Κάτι συνέβηκε λοιπόν με τη πέτρα. Ή ίσως κάτι συνέβηκε με την αλυσίδα ή με την μανιβέλα.
Ήταν το καλοκαίρι του πενήντα εννιά.
Τότε τινάχτηκε η αλυσίδα και μετατράπηκε σε θηλιά. Και η θηλιά άρπαξε το παιδί από το ένα μπράτσο και γύρω από τον λαιμό και τον σήκωσε στον αέρα. Και η πέτρα έπεσε πάλι στη γη, ενώ το παιδί έμεινε κρεμασμένο στον αέρα.
«Απορώ, πως μπορώ, πως έχω τις δυνάμεις να σου διηγηθώ αυτή την ιστορία», είπε ο Χάνταρ.
«Και αυτά που σου είπα δεν ήταν, πράγματι το ευκολότερο μέρος της ιστορίας».
Τώρα είχε καταπιεί ήδη το χάπι.
«Δεν χρειάζεται να μου διηγηθείς τίποτα άλλο», του είπε η γυναίκα. «Τώρα μπορείς ν’ αναπαυθείς».
Αλλά ο Χάνταρ ήθελε να αποτελειώσει την ιστορία που είχε αρχίσει να της λέει. Η γυναίκα έπρεπε να ακούσει από την αρχή ως το τέλος, ποιος ήταν πραγματικά ο Ούλοφ και πως συμπεριφερόταν. Όσον αφορά το χρόνο, συνέχισε ο Χάνταρ, μπορεί κανείς να του αντισταθεί κατά κάποιον τρόπο, αλλά απέναντι στα γεγονότα δεν υπάρχει κανένας τρόπος άμυνας.
Όταν συνέβηκε εκείνο το γεγονός, όταν δηλαδή ο γιός του τινάχτηκε στον αέρα και κρεμάστηκε από την αλυσίδα, μόνο η Μίνα ήταν μάρτυρας του ατυχήματος.
Πέταξε την εφημερίδα που διάβαζε από τα χέρια της και έβγαλε μια κραυγή, που σαν αυτή δεν είχε βγάλει άνθρωπος ποτέ άλλοτε στο παρελθόν σε τούτο τον τόπο. Ο Ούλοφ ήταν πιθανότατα ξαπλωμένος στον καναπέ του και μασούσε ένα κομμάτι ζάχαρη. Άκουσε την κραυγή, όπως την άκουσε επίσης και ο ίδιος ο Χάνταρ, που στεκόταν κι έβαφε το αυτοκίνητό του. Και οι δυο τους πέταξαν ότι είχαν στα χέρια τους εκείνη τη στιγμή και όρμησαν να πάνε στο φράγμα που έχτιζε ο γιος. Κατάλαβαν αμέσως ότι σίγουρα κάτι φριχτό είχε συμβεί στο παιδί.
Έφτασαν ταυτόχρονα στο φράγμα και στο μηχάνημα που κρεμόταν ο γιός και ο Ούλοφ φώναζε συνεχώς: «μην τον αγγίζεις, είναι δικός μου. Ακούς, είναι δικός μου, μην τον αγγίζεις».
Ήταν ακριβώς η ίδια φράση, που ετοιμαζόταν κι ο Χάνταρ να πει στον Ούλοφ.
Κι αυτό γιατί δεν μπορούσε να διανοηθεί κάτι πιο αφύσικο και κραυγαλέο, από το να ελευθερώσει ο Ούλοφ το παιδί από την αλυσίδα.
Όμως, τόσο φαντασμένος, τόσο βαθιά βυθισμένος στον κόσμο του ήταν ο Ούλοφ, που δεν ήθελε να επιτρέψει στον Χάνταρ να επέμβει και να κάνει τις απλές ενέργειες που χρειαζόταν για να ελευθερωθεί ο γιός.
Αν κάποιος είχε πραγματικά το δικαίωμα να σώσει το παιδί, να το ελευθερώσει από την αλυσίδα και να το πάρει στην αγκαλιά του, αυτός βέβαια ήταν ο Χάνταρ.
Κατά βάθος, ο Ούλοφ πρέπει να ήθελε το θάνατο και τον ενταφιασμό του παιδιού. Πρέπει να ήθελε να ξέρει με σιγουριά που τον είχε. Να ξέρει ότι ο γιός δε θα μπορούσε πια να πηγαίνει στον πραγματικό του πατέρα και να του παίζει κιθάρα.
Έτσι λοιπόν ο Χάνταρ ήταν αναγκασμένος να καθυποτάξει, να εμποδίσει τον Ούλοφ, ώστε να μη μπορεί αυτός να επέμβει και να σώσει τον γιό.
«Ζούσε όμως ακόμη ο γιός;», ρώτησε η γυναίκα.
«Ναι, ο γιός ζούσε και σπαρταρούσε, τινάζοντας χέρια και πόδια, κρεμασμένος από την αλυσίδα» είπε ο Χάνταρ. «Και η Μίνα ούρλιαζε».
Είχαν έρθει λοιπόν στα χέρια ο Χάνταρ και ο Ούλοφ, πάνω στο φράγμα, είχαν αρπαχτεί και προσπαθούσαν με γροθιές και κλωτσιές να ρίξει κάτω ο ένας τον άλλο. Σαν ταύροι αντάλλασαν κουτουλιές, έσχιζαν με τα νύχια ο ένας το πρόσωπο του άλλου, ουρλιάζοντας συνεχώς ο ένας στον άλλο πόσο πολύ αγαπούσαν το παιδί.
Τελικά είχαν πέσει και οι δυό στο έδαφος και κατρακυλούσαν εδώ κι εκεί στην όχθη του φράγματος. Τη μια είχε το πάνω χέρι ο Ούλοφ, την άλλη ο Χάνταρ.
Στο σώμα, ο Ούλοφ ήταν από τότε σα γουρούνι έτοιμο για σφαγή, είπε ο Χάνταρ, συμπληρώνοντας, ότι δεν μπορούσε να ξεχάσει ποτέ την αηδία που ένιωσε εκείνη τη φορά από τη μυρουδιά της βανίλιας που έβγαινε από το στόμα του.
Τελικά όμως ο Χάνταρ κατάφερε με το σώμα του να ακινητοποιήσει τον Ούλοφ. Του είχε βιδώσει τη μούρη στο έδαφος και του είχε στρίψει τους βραχίονες πίσω απ’ την πλάτη. Το μόνο που έκανε ο Ούλοφ ήταν να τρέμει λίγο και να αγκομαχάει. Έτσι είχε δοθεί τελεσίδικη απάντηση στο ερώτημα, ποιος είχε το αποκλειστικό δικαίωμα να σώσει τη ζωή του παιδιού.
Εκείνη όμως τη στιγμή ο Χάνταρ διαπίστωσε ότι είχε σωπάσει και η Μίνα. Και όταν σηκώθηκε και κοίταξε το παιδί, τότε διαπίστωσε επίσης, ότι ο γιός δεν σπαρταρούσε πια. Είχε μείνει κι αυτός ακίνητος. Δεν τίναζε τα πόδια και τα χέρια. Μαζί με τη Μίνα τον έλυσαν και τον κατέβασαν από το μηχάνημα. Και η Μίνα έφερε ένα σεντόνι κι έβαλαν μέσα το γιό και τον ξάπλωσαν στο γρασίδι.
Όλα αυτά τα γεγονότα, της εξήγησε ο Χάνταρ, δεν είχαν κάποια προέκταση στο χρόνο. Δεν είχαν κάποια διάρκεια. Δεν είχαν αρχή, συνέχεια και τέλος. Απλώς συνέβησαν. Ήταν ένα τραγικό συμβάν, που είχε προκαλέσει ο Ούλοφ και που πάνω απ’ όλα τα άλλα δεν είχε τέρμα.
«Τώρα χρειάζομαι ένα χάπι», είπε ο Χάνταρ. «Όχι ένα, δυο χάπια χρειάζομαι»
Όταν η γυναίκα γύρισε με τα χάπια και λίγο νερό σ’ ένα φλιτζάνι του καφέ, ο Χάνταρ είχε ήδη αποκοιμηθεί.
2
Το ωράριο εργασίας της γυναίκας γινόταν όλο και πιο βαρύ. Αλλά συνέχιζε να γράφει ταυτόχρονα. Μια μέρα είπε στον Ούλοφ: «σε λίγο τελειώνουν οι σελίδες στο μπλοκ μου. συνεπώς τελειώνει και το βιβλίο μου, οπότε φεύγω»
«Μα δεν θα τον βάλεις να πεθάνει;», την ρώτησε ο Ούλοφ.
«Ποιόν;», είπε η γυναίκα.
«Αυτόν τον Χριστόφορο, που του γράφεις το βιβλίο»
«Δεν ξέρω», είπε η γυναίκα, «ο θάνατός του δεν είναι τίποτε ιδιαίτερο».
«Ένα βιβλίο δεν μπορεί να είναι έτοιμο, πριν πεθάνουν οι άνθρωποι σ’ αυτό’, είπε ο Ούλοφ.
«Πρώτα πρέπει να πεθάνει ο Χάνταρ», απάντησε εκείνη. «Θα πεθάνει προτού τελειώσω εγώ την ιστορία με τον Χριστόφορο»
«Ο Χάνταρ δεν είναι ο πρώτος», είπε ο Ούλοφ. «Πρώτο ήταν το παιδί. Και μετά η Μίνα»
«Το ξέρω», του απάντησε η γυναίκα. «Μου τα είπε όλα ο Χάνταρ».
«Σου τα είπε όλα; Όλα;»
Ναι, η γυναίκα υπέθετε ότι της τα είχε πει όλα ο Χάνταρ. Δεν είχε λόγο να είναι περισσότερο καχύποπτη απέναντι στον Χάνταρ, παρά σε οποιοδήποτε άλλο άνθρωπο.
Τότε ο Ούλοφ αναγκάστηκε να τη διορθώσει.
Θα ήταν τρελό, της είπε, να σου τα έχει πει όλα ο Χάνταρ. Αυτός που σε σχέση μ’ εκείνα τα γεγονότα ήταν απλούστατα ένας φονιάς. Πως θα της έλεγε ο Χάνταρ με ποιο τρόπο αφαίρεσε τη ζωή του παιδιού; Πως θα της έλεγε, ότι τον είχε ακινητοποιήσει στο έδαφος, αυτόν, τον Ούλοφ, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να σώσει τη ζωή του παιδιού, του παιδιού που είχε κρεμαστεί από την αλυσίδα του μηχανήματος. Πως θα μπορούσε να της τα έχει πει όλα ο Χάνταρ, αυτός που τον είχε πλακώσει με το σώμα του, παρόλο που ήταν πιο αδύνατος και πιο ελαφρύς, αλλά που η κακία του και ο φθόνος του είχαν δώσει υπερφυσικές δυνάμεις; Αυτός, ο Χάνταρ, έβγαλε μια τέτοια βιαιότητα από μέσα του, που έτρεμε ολόκληρος. Είχε ιδρώσει τόσο, που ο ιδρώτας του είχε περιλούσει το λαιμό και το σβέρκο του Ούλοφ και είχε φτάσει στο στόμα του. Ο Χάνταρ τα έκανε όλα αυτά γιατί είχε καταλάβει, ότι μόνο αυτός, δηλαδή ο Ούλοφ, αγαπούσε πραγματικά το παιδί. Ναι, πράγματι. Το αποκλειστικό του δικαίωμα στο γιο ήταν τόσο αυτονόητο και απαραβίαστο, που δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτρέψει στο Χάνταρ ούτε καν να αγγίξει το παιδί. Δεν μπορούσε να επιτρέψει αυτό, ούτε καν τότε που το παιδί σπαρταρούσε κρεμασμένο από την αλυσίδα πάνω στο μηχάνημα και αγωνιζόταν για τη ζωή του.
Αφού κατέβασαν τελικά το παιδί και η Μίνα το σκέπασε με ένα σεντόνι, αναγκάστηκε να πάει παράμερα και να κάνει εμετό. Πήγε στο φρεσκοσκαμμένο χαντάκι και αναγκάστηκε να βγάλει τον ιδρώτα του Χάνταρ που του είχε πάει στο στόμα ή για να ακριβολογήσουμε να βγάλει από μέσα του την αρμύρα, εκείνη την αφόρητη αρμυρή γεύση.
Της τα είχε πει, άραγε, όλα αυτά ο Χάνταρ; Αυτό ήθελε να ρωτήσει τη γυναίκα ο Ούλοφ. Της τα είχε πει όλα αυτά ο Χάνταρ;
«Όχι έτσι ακριβώς», του απάντησε η γυναίκα. «Όχι ακριβώς έτσι»
Κατ’ αρχάς, προτού τον περιλούσει με τον ιδρώτα του ο Χάνταρ, ενώ αγωνιζόταν ακόμη για να σώσει το παιδί, είχε μια εξαίσια γεύση στο στόμα του. μια γεύση που ερχόταν από μέσα του, από τον ίδιο του τον εαυτό. Μια γεύση που απλούστατα συμβόλιζε το γιο του. Μια γεύση που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει από τότε.
«Και η Μίνα;», ρώτησε η γυναίκα.
Αυτή την ερώτηση να την κάνεις στον Χάνταρ, της είπε ο Ούλοφ. Στον Χάνταρ που τα ξέρει όλα. Στον Χάνταρ που λέει μόνο την αλήθεια.
3
Δίπλα στη ρίζα του σπιτιού του Χάνταρ είχαν αρχίσει να βγαίνουν πράσινοι κλώνοι γρασίδι. Η γυναίκα έκοψε μερικούς, τους έβαλε στην παλάμη της και τους πήγε στον Χάνταρ.
«Τι να το κάνω το γρασίδι;», ήταν η αντίδραση του Χάνταρ.
«Είναι οι πρώτοι κλώνοι από γρασίδι τούτης της χρονιάς», του είπε εκείνη. «Μυρίζουν πρασινάδα»
Τον Χάνταρ όμως δεν τον ενδιέφερε η πρασινάδα. Το γρασίδι ήταν πάντα το ίδιο. Το γρασίδι της εποχής της νεότητάς του δεν ήταν διαφορετικό από το γρασίδι τούτο των γηρατειών του. Το ένα γρασίδι δεν μπορούσε να το ξεχωρίσει κανείς από το άλλο. Τούτο το ήμερο γρασίδι στη ρίζα του σπιτιού του ήταν ακριβώς το ίδιο με το άγριο γρασίδι του δάσους. Το χόρτο καταναλώνεται για τον ένα ή τον άλλο σκοπό, αλλά δεν έχει ιδιότητες που να το υπερυψώνουν και να του δίνουν πραγματικό νόημα.  Ο Χάνταρ είχε κόψει, είχε απλώσει και είχε μπαλιάσει χόρτο. Του είχε μπει χόρτο στα παπούτσια και στο πουκάμισο. Είχε χάσει πάνω στο χόρτο και είχε χρησιμοποιήσει χορτάρι για να καθαριστεί. Είχε μπουχτίσει από χορτάρι, του είχε κάτσει στο λαιμό, του είχε πει αντίο και δεν ήθελε να το ξαναδεί άλλο.
«Καλά, καλά», του είπε η γυναίκα. «Νόμιζα θα σ’ ενδιέφερε»
Αλλά ακόμη και σ’ αυτά της τα λόγια ο Χάνταρ είχε αντιρρήσεις. Δεν έπρεπε να έχει γνώμη τίποτα, για κανένα θέμα, ούτε για το γρασίδι, ούτε γι αυτόν τον ίδιο, ούτε για τον Ούλοφ, ούτε καν για την ίδια την ζωή. Ο Χάνταρ σ’ όλη του τη ζωή είχε αποφύγει να πιστεύει οτιδήποτε.
Το να πιστεύει κανείς κάτι, είναι σαν να μαντεύει, σα να φαντάζεται ή να υποπτεύεται ή στη χειρότερη περίπτωση σα να κοροϊδεύει και να ψεύδεται. Ο Ούλοφ λοιπόν, ήταν θρήσκος. Πίστευε στο Θεό. Συνεπώς δεν μπορούσε να υπάρχει. Ο Ούλοφ πίστευε ότι θα μπορούσε να ζει αιώνια. Γι αυτό θα εξατμιζόταν, θα διαλυόταν σα μια σταγόνα νερό που πέφτει στη φωτιά.
«Ή ξέρει κανείς κάτι», είπε ο Χάνταρ, «ή δεν ξέρει τίποτε»
«Ο Ούλοφ μου είπε να σε ρωτήσω για τη Μίνα», του είπε η γυναίκα. «Να σε ρωτήσω τι έγινε»
Τότε ο Χάνταρ έμεινε για λίγο σκεφτικός.
«Πιστεύω ότι η Μίνα απλά εξαφανίστηκε» απάντησε. «Πιστεύω ότι έφυγε. Πιστεύω ότι της συνέβηκε κάτι. Νομίζω πήγε σε άλλον. Πότε – ποτέ πίστευα ότι είχε μείνει εδώ και ότι κρυβόταν»
«Μήπως ξέρει ο Ούλοφ;» ρώτησε η γυναίκα.
«Ναι, ο Ούλοφ ξέρει», είπε εκείνος.
Μετά ο Χάνταρ κλείνοντας τη συζήτηση επανέφερε το θέμα του χόρτου ή πιο σωστά το θέμα ενός συγγενούς του χόρτου, δηλαδή του φυλλώματος των δέντρων.
«Το φύλλωμα», είπε ο Χάνταρ, «το φύλλωμα είναι εντελώς άλλο πράγμα»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου