Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15

Ο Ούλοφ είχε στερέψει. Όσο κι αν σκάλιζε με το κουτάλι του το στήθος, δεν έβγαινε πια ούτε μια σταγόνα υγρό. Τα σπυριά του ξεραίνονταν και εξαφανίζονταν. Πίσω τους έμεναν μόνο κιτρινοκόκκινη πέτσα.
«Σαν μπουμπούκια από λουλούδια», είπε ο Ούλοφ.
Ανησυχούσε όμως, που δεν είχε πια πρόσβαση σε αυτό το απροσδόκητο συμπλήρωμα τροφής του. Καλύτερη τροφή από το υγρό εκείνο, πιθανότατα δεν υπήρχε. Ταυτόχρονα όμως η εξαφάνιση των σπυριών έπρεπε να ερμηνευτεί σαν επανάκαμψη της υγείας του. Ίσως να ήταν εκείνο το υγρό που του είχε δώσει την υγεία του.
Ίσως, τα σπυριά εκείνα να ήταν το δέλεαρ που είχε επινοήσει το σώμα του για την αυτοσυντήρησή του.
Ήθελε να πιστεύει, ότι το σώμα του ήταν το ίδιο πονηρό, όπως κι εκείνος. Η πονηριά είναι η βάση για κάθε μορφή επιβίωσης. Το να συνεργάζεται κανείς πονηρά με το σώμα, είναι το άλφα και το ωμέγα της επιβίωσης.
Που και που περνούσε από το νου, μια ύστατη αποφασιστική πονηριά, που ξεπερνούσε κατά πολύ οτιδήποτε άλλο ήταν δυνατό να σκεφτεί ο Χάνταρ: τη νεκροφάνεια.
Ο Χάνταρ δε θα μπορούσε ποτέ να φέρει σε πέρας με αψεγάδιαστο τρόπο ένα επιχείρημα, όπως η νεκροφάνεια. Ο Χάνταρ ήταν ανυπόμονος και του έλειπε η ικανότητα να απομονώνεται από τον έξω κόσμο και να κλείνεται στον εαυτό του.
Αρκεί μόνο να κλείσει κανείς τα μάτια του και να κρατήσει την αναπνοή του. Ο Ούλοφ το είχε δοκιμάσει για λίγο μερικές φορές και το ήξερε, ότι είχε αυτή την ικανότητα.
Ο Θάνατος στην περίπτωση της νεκροφάνειας είναι σα να συγκρατεί κανείς ένα βροντερό γέλιο. Είναι σαν τη χώνευση, που γίνεται στα κρυφά. Με τη νεκροφάνεια θα ξεγελούσε τον Χάνταρ.
Ο νεκροφανής όμως πρέπει να έχει και κάποιον συνεργάτη, κάποιον σύμμαχο, αλλιώς κινδυνεύει να πέσει θύμα και να ταφεί. Και τότε πάει χαμένη η νεκροφάνεια.
Μόνος του ο νεκροφανής δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Ναι, πράγματι. Ο Χάνταρ θα τον έθαβε οπωσδήποτε, ακόμη κι αν σηκωνόταν από το φέρετρο για να αποδείξει την απάτη.
Μόνο αν είχε κάποιον, αν είχε π.χ. την Μίνα, τότε θα μπορούσε να ξεγελάσει τον Χάνταρ με το κόλπο της νεκροφάνειας.
«Ο Χάνταρ πιστεύει, ότι έχεις κρυμμένη τη Μίνα εδώ στο σπίτι σου», του είπε η γυναίκα.
Τότε ο Ούλοφ έμεινε σιωπηρός για πολλή ώρα. Δεν έλεγε τίποτε πια για την νεκροφάνεια. Μόνο ένας κοφτός ήχος βγήκε από το στόμα του. Ύστερα είπε:
«Ώστε έτσι ε! Αυτό πίστευε ο Χάνταρ όλα αυτά τα χρόνια!»
«Δεν ξέρω», είπε η γυναίκα. «Τώρα όμως αυτό πιστεύει»
«Πάντα ήθελα να ξέρω τι σκέφτεται ο Χάνταρ για την Μίνα», είπε ο Ούλοφ. «Ήθελα να ξέρω τι υπέθετε γι αυτήν. Αν έχει ανησυχήσει για την απουσία της»
Από τα χείλη του έτρεχαν σάλια, όταν μιλούσε και η μαξιλαροθήκη είχε λεκέδες, γι αυτό χρειαζόταν πάλι πλύσιμο.
«Ο Χάνταρ ανησυχεί», είπε εκείνη, «ανησυχεί για όλους και όλα»
«Δεν σου επιτρέπω όμως να του πεις τίποτα», είπε ο Ούλοφ, «ούτε λέξη στον Χάνταρ»
«Τι δεν επιτρέπετε να του πω;»
«Για τη Μίνα», είπε εκείνος, «αυτά που λέω τώρα για εκείνη»
«Δεν ξέρω τι μου λες για την Μίνα», είπε η γυναίκα. «Και ο Χάνταρ δε μ’ ακούει πια. Αυτός δεν κάνει άλλο παρά να μονολογεί. Αυτό είναι όλο»
«Κανένας δεν ξέρει τίποτα, εκτός από μένα», είπε ο Ούλοφ. «Κανένας δεν επιτρέπεται να ξέρει. Αν του πεις για το καλοκαίρι του πενήντα εννιά και για τη Μίνα, τότε δεν θα έχω πια αυτή την υπεροχή απέναντί του»
«Κανένας δεν έχει υπεροχή απέναντι στον άλλο», είπε η γυναίκα. «Ούτε εσύ, ούτε ο Χάνταρ»
«Τότε δεν σου επιτρέπω να έρθεις άλλη φορά στο σπίτι μου», είπε ο Ούλοφ. «Τότε παίρνω το χέρι μου από πάνω σου»
«Όταν μου εμπιστεύονται ένα μυστικό, το κρατάω»
«Τη θυμάσαι την Μίνα!», είπε ο Ούλοφ. «Θυμάσαι την όψη της! Θυμάσαι τι λεπτή φωνή που είχε και πόσο ισχνή ήταν! Θυμάσαι που συνήθιζε να πλένει τα ξανθά μαλλιά της κάτω στο βαρέλι με το νερό της βροχής!»
«Δεν την θυμάμαι. Δεν την συνάντησα ποτέ τη Μίνα», είπε η γυναίκα.
«Θυμάσαι όμως πόσο άσπρη ήταν η επιδερμίδα της’, είπε ο Ούλοφ. «Θυμάσαι που μισόκλεινε τα μάτια στο φως. Θυμάσαι επίσης τη φωνή της, όπως και τα χείλη της, που ήταν πραγματικά κατακόκκινα. Θυμάσαι ακόμα τα γλυκά και το πλιγούρι που έφτιαχνε»
«Ναι», απάντησε η γυναίκα. «Αυτά τα θυμάμαι»
«Την τελευταία, όμως, φορά που είδες την Μίνα» είπε ο Ούλοφ, «δεν ήξερες τίποτα»
«Όχι, δεν ήξερα τίποτα»
«Η Μίνα ήταν αυτή που ήταν»
«Ναι, η Μίνα ήταν αυτή που ήταν»
Όταν γύρισαν στο σπίτι, μετά την ταφή του παιδιού, ο Ούλοφ και η Μίνα, τότε συνέβηκε κάτι που δεν έπρεπε ποτέ να πει στον Χάνταρ η γυναίκα. Ύστερα από την ταφή, αυτός άλλαξε πρώτα παντελόνι, πουκάμισο και πανωφόρι και μετά η Μίνα πήρε την ψάθινη καρέκλα από το υπνοδωμάτιο και κάθισε έξω από το σπίτι, κάτω από το παράθυρο της κουζίνας. Η Μίνα κάθισε ακριβώς στο φως του ήλιου. Είχε ανοίξει το φόρεμά της προς τη μεριά του ήλιου και είχε βγάλει τα γυαλιά της, που τα φορούσε πάντα για να προστατεύει τα μάτια της από το φως και καθόταν στον ήλιο. Το μόνο που έκανε ήταν, να κάθεται.
Άλλαζε θέση της καρέκλας ανάλογα με την κίνηση του ήλιου και δεν έκλεινε τα μάτια. Ήταν το καλοκαίρι του πενήντα εννιά και δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από ήλιο. Ήλιος, μόνο ήλιος, νύχτα – μέρα ήλιος.
«Δεν αντέχεις τον ήλιο Μίνα», της είχε πει. «Βγάζεις εξανθήματα. Ο ήλιος είναι θάνατος για σένα. Το ξέρεις καλά αυτό. Ξέρεις ότι είσαι φτιαγμένη για τη σκιά, για να μένεις μέσα στο σπίτι»
Αλλά η Μίνα δεν του είχε απαντήσει. Φαινόταν να μην τον ακούει. Μόνο μια μικρή κίνηση έκανε πάνω στην καρέκλα της.
«Λίγο ποτό για το πένθος θα έπρεπε τουλάχιστον να πιούμε» της είχε πει εκείνος.
«Μόνο εσύ κι εγώ. Λίγα κουλουράκια, ένα κομμάτι τούρτα και χυμό από βατόμουρα»
Τίποτε όμως δεν βοηθούσε. Δεν γινόταν τίποτε.
Την είχε κάνει Θεά να τον ακολουθήσει και να μπει στο σπίτι, την είχε χιλιοπαρακαλέσει, είχε γονατίσει μπροστά της και μπουσούλαγε στο χορτάρι που έπαιρνε να ξεραθεί απ’ τη ζέστη, έκανε ότι άλλο ήταν δυνατόν. Και συνεχώς έφτυνε γλυκό σάλιο ανακατεμένο με αίμα. Όμως τίποτα δεν βοηθούσε.
Η Μίνα ήταν σαν να μην τον έβλεπε.
«Μικρή μου Μίνα», της είχε πει επίσης. «Δεν κάνει να σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου. Πεθαίνω από την πείνα και κάποιος πρέπει να μαγειρέψει»
Το πρώτο κιόλας βράδυ την έπιασε πυρετός. Είχε βάλει την παλάμη του στο μέτωπό της και είχε πυρετό. Και η επιδερμίδα της ήταν κατακόκκινη, φλογισμένη, λες και ήταν έτοιμη να διαλυθεί. Αρνούνταν να μπει στο σπίτι και να ξαπλώσει. Την ώρα που ο Ούλοφ ξεντυνόταν και πήγαινε στο κρεβάτι, αυτή καθόταν στη βόρεια πλευρά του σπιτιού και ο ήλιος έπεφτε πάνω της.
Έτσι πέρασαν ακόμα δυο μέρες. Η Μίνα ακολουθούσε τον ήλιο και αυτός σε βαθιά απελπισία και μισοπεθαμένος από την πείνα, στεκόταν συνεχώς δίπλα της. Που και που στεκόταν μπροστά της για να της προσφέρει σκιά και μια φορά την άρπαξε για να τη σηκώσει και να την πάει μέσα στο σπίτι.
«Δεν έχουμε, παρά μόνο ο ένας τον άλλο Μίνα» της είχε πει. «Αν με εγκαταλείψεις θα χαθώ»
Στο σημείο εκείνο η γυναίκα τον διέκοψε και του είπε: «Δεν χάθηκες όμως ακόμη’
«Όχι» της απάντησε εκείνος. «Τα καταφέρνω όλο και πιο καλά. Και σε λίγο θα ξανασηκωθώ στα πόδια μου μετά απ’ αυτή τη σύντομη αρρώστια. Είναι αδιανόητο πόσο μεγάλη είναι η χάρη του Θεού»
Όταν ο Ούλοφ προσπάθησε να σηκώσει την Μίνα και να την πάει μέσα στο σπίτι, αυτή σήκωσε τα χέρια της και του έχωσε τα νύχια στα μάγουλα, ξεσχίζοντάς τα, έτσι που αναγκάστηκε να την αφήσει και να πάει σ’ ένα κουβά γεμάτο νερό να πλύνει τα αίματα.
Ύστερα πήρε τον κουβά και μ’ ένα μπρίκι έχυσε νερό επάνω της για να τη δροσίσει. Τα μάτια της είχαν κλείσει από το πρήξιμο. Ίσως αυτό να ήταν και μια ανακούφιση γι αυτήν, γιατί ποτέ δεν άντεχε το φως του ήλιου. Τα μαλλιά της είχαν αρχίσει να πέφτουν από το κεφάλι της, όπως πέφτει το βαμβάκι από το κουκούλι του φυτού στο χωράφι. Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει και είχαν φουσκώσει. Είχε πρηστεί στο λαιμό και στο πιγούνι και είχαν σχηματιστεί μικρές ρωγμές στο δέρμα της.
«Και δε λες για όλα αυτά τίποτα στον Χάνταρ», είπε η γυναίκα.
«Όχι δεν του λέω λέξη»
Το πρωί της τέταρτης μέρας, όταν ο Ούλοφ βγήκε από το σπίτι και πήγε κοντά της, η Μίνα ήταν νεκρή.
Ο ήλιος της είχε πάρει τη ζωή. Ήταν νεκρή, καθισμένη πάνω στην καρέκλα. Ήταν ωραία, αλλά κατά ένα διαφορετικό τρόπο από πριν. Ο Ούλοφ δεν μπορούσε ποτέ να καταλάβει, τι της είχε συμβεί, τι σκεφτόταν και γιατί τα έκανε όλα αυτά, τι τρέλα την είχε χτυπήσει. Ίσως να ήθελε απλούστατα να δοκιμάσει αν μπορούσε να αντέξει τον ήλιο.
«Και ο Χάνταρ;», ρώτησε η γυναίκα.
«Ο Χάνταρ; Όχι τον Χάνταρ δε τον αφορούσαν όλα αυτά. Αυτός ήταν μόνο ο αποκλειστικά υπεύθυνος για αυτό που του είχε συμβεί. Αυτός έφταιγε για όλα. Κατά τα άλλα δεν είχε καμιά σχέση με τούτο το πράγμα..
Όταν γύρισαν στο σπίτι μετά την ταφή του παιδιού, ο Ούλοφ κι η Μίνα, το χαντάκι ήταν μισογεμισμένο με το χώμα της εκσκαφής. Ο Χάνταρ το είχε γεμίσει. Ήταν σαν να μην είχε ζήσει ποτέ το παιδί. Και ο Ούλοφ το είχε πει στη Μίνα: το μόνο πράγμα που είχε κατά νου ο Χάνταρ είναι να εξολοθρεύει, να εκμηδενίζει.
Μετά παρακολούθησαν κι οι δυό τους τον Χάνταρ να φεύγει με το αυτοκίνητο. Η Μίνα είχε ήδη καθίσει στην ψάθινη καρέκλα. Καθόταν στο νότιο μέρος του σπιτιού και γι αυτό δεν έβλεπε τίποτε, αλλά πρέπει ν’ άκουσε το θόρυβο της μηχανής που ούρλιαζε και τους τροχούς που γύριζαν σα δαιμονισμένοι πάνω στα χαλίκια. Ο Χάνταρ είχε φύγει με μεγάλη ταχύτητα κι η σκόνη του δρόμου είχε φτάσει μέχρι και το σπίτι τους. Κάτι τον είχε διώξει από κείνο τον τόπο. Ίσως να ήταν οι τύψεις του.
Εκεί λοιπόν είχε καθίσει η Μίνα. Κι εκεί είχε σταθεί αυτός ο ίδιος. Αυτός, που καταλάβαινε τόσο καλά την Μίνα. Αυτός που την γνώριζε απ’ έξω κι ανακατωτά.
«Μπορείς να το καταλάβεις;», τη ρώτησε. «Μπορείς να το καταλάβεις;»
«Είναι ώρα για μένα να φύγω», είπε η γυναίκα. «Πρέπει να ετοιμάσω τον Χάνταρ για ύπνο»
Ο Χάνταρ έλειψε αρκετά μερόνυχτα κι ο Ούλοφ είχε πιστέψει σχεδόν ότι δεν θα ξαναγύριζε.
Αφού η Μίνα πέθανε, ο Ούλοφ μπορούσε να την πάει στο χωριό, χωρίς να μάθει τίποτα ο Χάνταρ. Την πήγε λοιπόν στο χωριό και την έθαψε εκεί μαζί με το παιδί, σα σε οικογενειακό τάφο, αφού είχαν έρθει έτσι τα πράγματα.
«Αν πεις κουβέντα στον Χάνταρ, αν πεις έστω και μια λέξη, δεν θα με ξαναδείς άλλο»
Η γυναίκα όμως τον διαβεβαίωσε για μια ακόμη φορά, ότι δεν θα έλεγε τίποτα στον Χάνταρ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου