Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΑΓΡΙΟΜΕΛΙΣΣΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17
(ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)

Τα μόνα πράγματα που χρειαζόταν ο Χάνταρ για τη νύχτα ήταν κανα – δυο ποτήρια νερό και μερικά παυσίπονα χάπια. Η γυναίκα του έστρωσε για τραπέζι την καρέκλα δίπλα στο προσκεφάλι του.
«Δεν θέλεις τίποτε άλλο;», τον ρώτησε.
«Τι άλλο να θέλω;», της απάντησε εκείνος.
Αμέσως μετά η γυναίκα του είπε:
«Σήμερα που πήγα στον Ούλοφ να δω τι κάνει, τον βρήκα νεκρό»
«Λες ψέματα», της είπε ο Χάνταρ. «Τώρα μου λες ψέματα»
«Γιατί να σου πω ψέματα», του απάντησε εκείνη. «Θα το καταλάβαινες αμέσως, αν σου έλεγα ψέματα»
«Πιστεύω ότι ο Ούλοφ έχει πεθάνει εδώ και καιρό, αλλά δεν θέλησες να μου το πεις ως τώρα. Πίστευες ότι δεν θα άντεχα να το ακούσω. Σκέφτηκες: αν ο Χάνταρ ακούσει πως πέθανε ο Ούλοφ, θα πεθάνει κι αυτός»
«Ήταν πεθαμένος όταν πήγα σπίτι του. Εγώ του έκλεισα μόνο τα μάτια και το στόμα».
«Αντέχω να τα ακούσω», είπε ο Χάνταρ. «Αντέχω οτιδήποτε. Αλλά, αν ο Ούλοφ ζούσε ακόμα, αυτός δεν θα άντεχε να ακούσει την είδηση του δικού μου θανάτου»
Αυτή ήταν πάντα η αποφασιστική διαφορά ανάμεσα σ’ αυτόν και στον Ούλοφ. Αυτός, ο Χάνταρ, ήταν ανθεκτικός, ενώ ο Ούλοφ ήταν αδύνατος, λεπτεπίλεπτος και καλομαθημένος. Ο Ούλοφ ήθελε πάντα να του δίνουν, ότι αυτός έδειχνε με το δάχτυλό του, ενώ αυτός, ο Χάνταρ, είχε μάθει να είναι συγκρατημένος και να αρκείται στα λίγα.
Η μητέρα τους, κατά βάθος προτιμούσε τον Χάνταρ. Αυτόν αγαπούσε περισσότερο, αλλά ο Ούλοφ ερχόταν πάντα και τον έσπρωχνε, διώχνοντάς τον από το στήθος της. Σ’ όλη του τη ζωή ο Ούλοφ είχε πάντα τη γλυκιά γεύση του γάλακτος πάνω στην γλώσσα του. Ήταν πάντα ένας γλύφτης, ένας κοιλιόδουλος. Κι όταν πέθανε η μητέρα τους, αυτός ξεκούμπωσε το φόρεμα της για να βάλει τελευταία φορά τη ρώγα της στο στόμα του. Το ίδιο είχε κάνει και με τη Μίνα, αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Τη ρουφούσε εδώ κι εκεί σε διάφορα μέρη του σώματός της.
Αυτός, ο Χάνταρ, δεν είχε ζητήσει ποτέ τίποτε για τον εαυτό της. Κουβαλούσε πάντα μόνος του όλες τις δοκιμασίες και στεκόταν όρθιος με τις δικές του δυνάμεις. Ποτέ δεν είχε επιδιώξει κάποια ηδονή ή παρηγοριά. Πάντα μοίραζε με τους άλλους, ότι του ανήκε. Αυτό ήταν όλο. Ναι και κάτι μόνο ακόμη. Άντεχε επιπλέον ν’ ακούσει πόσο είχε ταλαιπωρηθεί ο Ούλοφ στα τελευταία του, στη μοναξιά του.
«Δεν ήμουν κοντά του στα τελευταία του», είπε η γυναίκα. «Εγώ απλώς τον βρήκα πεθαμένο»
«Εντάξει», είπε ο Χάνταρ. «Παρόλα αυτά όμως»
«Η γλώσσα του ήταν μελανιασμένη και εξείχε από το στόμα του, ανάμεσα στα χείλη», συνέχισε η γυναίκα. «Τα μάγουλά του ήταν κατακόκκινα σαν το αίμα και πάνω στο δέρμα του είχε σχηματιστεί ένα δίχτυ από μαύρες λωρίδες»
«Ναι, το πιστεύω», είπε ο Χάνταρ. «Είναι σαν να τον βλέπω μπροστά μου»
Αν αυτό που του είχε πει τούτη η γυναίκα ήταν αλήθεια – και δεν είχε κανένα λόγο να μην την πιστέψει – αν λοιπόν ο Ούλοφ είχε πεθάνει, τότε άλλαζε μεμιάς ριζικά και η δική του ζωή. Κι αφού η γυναίκα περιέγραφε τόσο λεπτομερώς και τόσο πειστικά τον πεθαμένο Ούλοφ, ήταν αναγκασμένος να την πιστέψει.
Από τη στιγμή λοιπόν που ο Ούλοφ πέθανε, αυτό σήμαινε ότι αυτός, ο Χάνταρ, ήταν ο κληρονόμος του.
Κι αφού ο Ούλοφ δεν μπορούσε πλέον να του αρπάξει όλα του τα υπάρχοντα, είχε έρθει πια και γι αυτόν η ώρα να αρχίσει τη ζωή του, να παίρνει ότι του ανήκε, να κοιτάζει προς τα εμπρός και να προγραμματίζει για το μέλλον, να κάνει σχέδια για τούτο και για κείνο το θέμα. Η ζωή αυτή δεν είναι δεδομένη στον αιώνα τον άπαντα, δεν είναι σαν ένα κλειστό δωμάτιο ή σαν ένα κουτί χωρίς έξοδο. Όχι, η ζωή είναι γεμάτη διεξόδους κι απροσδόκητες δυνατότητες. Δεν υπήρχαν για τη ζωή του όρια ή κανόνες και προδιαγραφές γι αυτό που έμελλε να συμβεί από δω και πέρα.
Βέβαια θα μπορούσε να πει κανείς, όπως καληώρα τούτη η γυναίκα, ότι ο Χάνταρ είχε φτάσει σε ένα τέτοιο σημείο της ζωή του, που τέτοιες σκέψεις δεν είχαν κανένα νόημα. Όμως ο χρόνος είναι το πιο ευλύγιστο και πιο ελαστικό απ’ όλα τα στοιχεία τούτου του κόσμου. Ο άνθρωπος έχει πάντα τον χρόνο που χρειάζεται.
Σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση έχει κανείς ακριβώς το χρόνο που χρειάζεται.
«Εγώ έχω όλο το χρόνο στη διάθεσή μου», είπε ο Χάνταρ. «Αυτό ακριβώς που διαθέτω είναι χρόνος»
Από παλιά σκεφτόταν να κατεδαφίσει το σπίτι του Ούλοφ και να χτίσει μια σάουνα. Τώρα όμως μπορούσε να σκεφτεί σαν εναλλακτική λύση να μην κατεδαφίσει το σπίτι το σπίτι. Θα μπορούσε να κάνει βελτιωτικές επισκευές, π.χ. να επιδιορθώσει τη στέγη και να φτιάξει ένα λέβητα για το τζάκι ή να κρεμάσει ένα γλόμπο στο κλιμακοστάσιο. Κανονικά το σπίτι  θα μπορούσε να ήταν κατοικήσιμο, συνεπώς θα μπορούσε να αποκτήσει γειτόνους. Στους αμέσως επόμενους χειμώνες, που θα είχε σκοτεινιά και θα του έλειπε η παρέα, θα μπορούσε να σταθεί στο παράθυρό του και να κοιτάζει τα φωτισμένα παράθυρα των γειτόνων και τις σπίθες από την καπνοδόχο τους.
«Έχω μερικές αράδες ακόμα να γράψω», είπε η γυναίκα.
«Εντάξει, πήγαινε» της είπε ο Χάνταρ. «Τα καταφέρνω και μόνος μου. Τώρα τα καταφέρνω και μόνος μου»
Το πρωί που η γυναίκα κατέβηκε από το δωμάτιό της ο καναπές ήταν άδειος. Ο Χάνταρ έλειπε. Ο κουβάς ήταν στη θέση του. Τα ποτήρια με το νερό ήταν άδεια, αλλά τα παυσίπονα χάπια ήταν ακόμη στη θέση τους πάνω στη καρέκλα, σα να μη τα είχε αγγίξει κανείς. Η ξύλινη κούκλα ήταν στο περβάζι του παράθυρου. Όλα έδειχναν σαν να τα είχε εγκαταλείψει ξαφνικά ο Χάνταρ, σα να είχε μεγάλη βιασύνη να φύγει ή σα να είχε έρθει κάποιος ξαφνικά και να τον είχε πάρει μαζί του.
«Χάνταρ;», φώναξε η γυναίκα. «Χάνταρ που είσαι;»
Πήγε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Το σπίτι του Ούλοφ πρόβαλλε απέναντί της σκοτεινό και το δάσος και η λίμνη ήταν παντελώς σκεπασμένα με χιόνι.
Ύστερα έστρεψε το σώμα της και είδε τον Χάνταρ.
Εκεί ήταν λοιπόν.
Επιτέλους ήθελε να της δείξει πως έπρεπε να χρησιμοποιηθεί εκείνη η κατασκευή στον τοίχο. Λειτουργούσε ακόμη.
Αυτός που θα τα κατάφερνε ή που θα είχε τις απαιτούμενες δυνάμεις για να πεθάνει όρθιος μπροστά σ’ εκείνη την κατασκευή, θα μπορούσε για πολύ μεγάλο διάστημα, ίσως και αιώνια, να έχει υπεροχή απέναντι σ’ αυτόν που θα άφηνε τον εαυτό του να πεθάνει ξαπλωμένος, σε χαλαρότητα και χωρίς αντίσταση. Ο θάνατος αυτός βέβαια δεν θα ήταν θάνατος με την αυστηρά σωματική έννοια, αλλά με την πνευματική. Θα ήταν θάνατος από τη άποψη της ανθρώπινης στάσης.
Οι απλωμένοι βραχίονες, το μέτωπο, το στήθος, τα γόνατα στηρίζονταν στα χοντροκομμένα καδρόνια που ήταν καρφωμένα στον τοίχο με καρφιά, βίδες και μπουλόνια. Η γυναίκα τον άγγιξε και διαπίστωσε ότι το σώμα του ήταν ήδη σχεδόν κρύο. Ήταν πεθαμένος, αλλά στεκόταν ακόμη στα πόδια του, γελοίος αλλά ταυτόχρονα αξιοσέβαστος.
Τα μάτια του ήταν ήδη κλειστά, επομένως δε χρειαζόταν να του τα κλείσει η ίδια. Έκοψε μια λωρίδα πανί από τη μαξιλαροθήκη στο προσκέφαλό του και του την έδεσε κόμπο γύρω από το πιγούνι και το πρόσωπο, φτιάχνοντας πάνω στο κεφάλι του μια πλούσια, όρθια ροζέτα.
Αφού πήγε και πήρε την εφημερίδα κι άναψε φωτιά στο τζάκι, η γυναίκα κάθισε στην άκρη του καναπέ, εκεί που ο Χάνταρ έβαζε πάντα τα πόδια του. Κάθισε και τον κοιτούσε. Ταυτόχρονα μασούσε ένα κομμάτι ξερόψωμο, που το είχε πάρει από την ντουλάπα.
Μετά ανέβηκε στο μικρό γραφειάκι της, κοντά στο παράθυρο και αποτελείωσε τη φράση που είχε αφήσει στη μέση το προηγούμενο βράδυ.
Η γυναίκα απελευθέρωσε το νεκρό Χάνταρ από την κατασκευή στον τοίχο. Δεν ήταν και πολύ εύκολο, γιατί είχε αρχίσει κιόλας να κοκαλιάζει. Τον πήρε στην αγκαλιά της και τον έβγαλε έξω από το δωμάτιο. Στη σκάλα τον σήκωσε και τον έβαλε στους ώμους της. Ο νεκρός της φαινόταν σαν πούπουλο, σα να ήταν αιθέριος, σχεδόν χωρίς βάρος.
Που και που τα πόδια της γλιστρούσαν στο μαλακό χιόνι, γι αυτό περπατούσε με ανοιχτά τα σκέλια και ελαφρά σκυμμένη προς τα μπρος για να μην της πέσει ο Χάνταρ. Δυο – τρεις φορές παρά λίγο να πέσει κι η ίδια μαζί με τον νεκρό.
Γρήγορα όμως ο Χάνταρ βάρυνε. Βάρυνε μάλιστα πολύ. Τα πόδια του όπως κρέμονταν τη χτυπούσαν στο δεξί γόνατο. Ο λαιμός του και το κεφάλι τρίβονταν πάνω στην αριστερή της μασχάλη. Τα βήματά της γίνονταν όλο και πιο μικρά και κοφτά. Έπαιρνε βαριά ανάσα σε άνισα χρονικά διαστήματα. Που και που έπρεπε να σταματάει για να ξεκουραστεί.
«Θεέ και Κύριε!» έλεγε. «Χάνταρ δεν θα τα καταφέρω. Ωχ, Θεέ μου!»
Στο σημείο που το χιόνι είχε συγκεντρωθεί σε σωρούς είχε μεγαλύτερες δυσκολίες. Κυριολεκτικά σέρνονταν και βαρυγκωμούσε πάνω στο χιόνι. Το μπούτι του νεκρού τις πίεζε το καρύδι του λαιμού. Τα μακριά και λεπτά δάχτυλά της είχαν ξυλιάσει και δεν τα ένοιωθε, γι αυτό αναγκαζόταν να χαλαρώνει συνεχώς τη λαβή της στο σώμα του Χάνταρ. Προσπαθούσε να απλώσει τον αριστερό της βραχίονα που είχε μουδιάσει. Το φορτίο, που τόσο ξαφνικά και απροσδόκητα δεν το όριζε σχεδόν πια, της συμπίεζε την λεκάνη, γι αυτό έσκυβε συνεχώς όλο και περισσότερο προς τα μπρος. «Χάνταρ», έλεγε στον νεκρό, «Χάνταρ! Δεν θα τα καταφέρω».
Τελικά όμως τα κατάφερε να φτάσει στον προορισμό της. Ανέβηκε, σέρνοντας το σώμα της και το νεκρό στη σκάλα, έσπρωξε την εξώπορτα και μπήκε στο κλιμακοστάσιο.
Όταν κλώτσησε την πόρτα της κουζίνας δεν πήρε απάντηση. Κατάφερε να την ανοίξει, κουνώντας το σώμα του Χάνταρ έτσι, ώστε το κεφάλι του να πέφτει πάνω στο χερούλι για να το πιέσει προς τα κάτω και μπήκε στην κουζίνα με το πλάι.
«Ούλοφ!», φώναξε. «Έρχομαι και σου φέρνω και τον Χάνταρ»
Ο Ούλοφ όμως δεν απάντησε.
Κουβαλώντας συνεχώς τον νεκρό Χάνταρ στους ώμους της, προχώρησε προς τον καναπέ, όπου ήταν ξαπλωμένος. Ο Ούλοφ με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από το πιγούνι. Έσκυψε λίγο ακόμα και έβαλε το αυτί της στο στήθος του για ν’ ακούσει την αναπνοή του, πρώτα στο σημείο πάνω από την μασχάλη και ύστερα ακόμα παρακάτω, κοντά στο οστό του θώρακα. Όμως δεν μπορούσε να συλλάβει τον παραμικρό ήχο. Ο Ούλοφ ήταν, ούτε λίγο, ούτε πολύ, εξίσου νεκρός, όπως και ο Χάνταρ.
Η μύτη του Ούλοφ ήταν λίγο σηκωμένη και τα μάτια βυθισμένα. Χαμογελούσε. Ένας άσπρος αφρώδης θρόμβος ήταν κολλημένος πάνω από την άκρη των χειλιών του. μπορεί να ήταν απομεινάρια από κάτι που είχε φάει. Αλλά μπορεί να ήταν και κάτι που είχε βγει από μέσα του. Από το σώμα του Χάνταρ, έτρεχε ένα υγρό και της μούσκεψε τη πλάτη.
Όρθωσε το σώμα της, γύρισε την πλάτη προς τον καναπέ κι άφησε το πτώμα του Χάνταρ να πέσει δίπλα στο πτώμα του Ούλοφ πάνω στον καναπέ.
Έμεινε για λίγο εκεί όρθια, τρίβοντας την πλάτη της. Προσπάθησε να τρίψει και τους ώμους της, καθώς και το σβέρκο της. Ταυτόχρονα κοιτούσε και τα δυο αδέρφια. Τα πόδια της έτρεμαν.
Το πρόσωπο του Χάνταρ ήταν στραμμένο προς τα πάνω και το μάγουλό του ακουμπούσε στο μάγουλο του Ούλοφ. Ο ελαφρά κυρτός, αριστερός βραχίονάς του ήταν απλωμένος πάνω στα σταυρωμένα χέρια του Ούλοφ. Με τις άκρες των δαχτύλων του ακουμπούσε στο αυτί του Ούλοφ. Ο κύριος όγκος του σώματός του είχε πέσει πάνω στην πρησμένη κοιλιά του Ούλοφ, τα πόδια ήταν απλωμένα και πίεζαν τα μπούτια και τα γόνατα του Ούλοφ. Το κεφάλι του Ούλοφ είχε μετακινηθεί λιγάκι πάνω στο προσκέφαλο κι έτσι ο Χάνταρ κείτονταν πιο αναπαυτικά.
Παρόλο που τα δυο αδέρφια είχαν κοκαλιάσει κιόλας, τα σώματά τους φαίνονταν να είναι φυσιολογικά χαλαρωμένα. Έδειχναν να είναι φυσιολογικά χαλαρωμένα. Έδειχναν να είναι ευχαριστημένοι ο ένας στην αδελφική αγκαλιά του άλλου.
Το βραδάκι ή αργότερα τη νύχτα, θα ερχόταν το εκχιονιστικό μηχάνημα και η γυναίκα θα έφευγε ακριβώς όπως είχε σκεφτεί να κάνει. Θα έβγαινε έξω στο δρόμο και θα έκανε στον οδηγό σήμα για να σταματήσει. Μετά θα ανέβαινε στο κουβούκλιο του οχήματος και θα κατέβαινε μαζί του στο χωριό.
Η φράση που είχε αφήσει μισοτελειωμένη το προηγούμενο βράδυ και που ολοκλήρωσε εκείνο το πρωινό, δεν ήταν ακριβώς έτσι όπως θα έπρεπε. Αν και η ζωή του Χριστόφορου μπορεί να φαίνεται μεγαλειώδης και συναρπαστική, είχε γράψει, ίσως μάλιστα ωραία και πολύτιμη, υπήρχε σα αυτήν κάποιο ίχνος ασυναρτησίας, κάποιο ίχνος απουσίας τέχνης και νοήματος, μια παράξενη, αλλά καθόλου σπάνια αυταρέσκεια, που είναι το τελικό αποτέλεσμα αρρωστημένα αυξανόμενων απαιτήσεων, υπερβολικών απαιτήσεων για καλλιτεχνικότητα και νοηματοδότηση που φτάνουν τα όρια της παράκρουσης. Η έλλειψη προσωπικού νοήματος και σημασίας παίρνει την πιο δυνατή της έκφραση στον μοιραίο ακρωτηριασμό της αίσθησης για τη ζωή, στην αυτόκλητη αδιαφορία για την ύπαρξη, στην απλή και καθημερινή ζωή με την πολυποίκιλη και μεγαλειώδη ολότητά της. Το πολυσήμαντο περιορίζεται και επανασχηματίζεται στη μορφή  της πιο αναμφίβολης και κραυγαλέας μονοσημαντότητας.
Κατά την γνώμη της η παράγραφος αυτή έπρεπε να τεμαχιστεί. Θα ήταν καλύτερα αν έφτιαχνε μια παράγραφο για την απουσία νοήματος και μια για την αδιαφορία. Ύστερα θα μπορούσε να συνεχίσει.

ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου