Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗ
Είδα το βράδυ, τρελό ένα όνειρο,
στα Τάρταρα, λέει, κατέβηκα βαθιά
να ψάξω να ‘βρω στ’ άπειρο ολόκληρο
θύμησες, νιότες, πρόσωπα γνωστά

Το σκοτάδι γέμισε απόκληρο
του μυαλού την οπτική γωνιά
Δάντες δεν βρήκα, ούτε χαμόγελο
μόνη χαρούμενη η απονιά

Σε μια γωνιά στεκόνταν οι ψυχές
προπομποί στης αλήθειας τις ανηφοριές
πίσω τους οι πίκρες κι οι ντροπές
ψέματα κι εγκληματικές καρδιές

Περπάτησα στο μαύρο μονοπάτι
έτεινα το χέρι στις μοναχικές σκιές
παραφρόνησε το κοίταγμα στο μάτι
αντίκρισα τις αλήθειες τις πικρές

Κοντά τους έφτασα δειλά – δειλά
κι είδα τα πρόσωπα, γκρίζα, κενά
Πισωπάτησα με τρόμο, ψάχνοντας φως
δίπλα τους στεκόταν ο χαμένος μου ο γιός

Θέλησα στην αγκαλιά μου να τον κλείσω
να του πω, το πώς τον αγαπώ.
Θεέ μου, δεν μπορούσα να δακρύσω
κι ας γονατίζω από τούτο τον καημό

αυτός κατάματα με κοίταξε
σπουργίτι γένηκε μικρό
παγωμένες τις φτερούγες του σαν τίναξε
έσταξε στο στήθος μου, το δάκρυ το καυτό

το πήρα και το κράτησα
στη καρδιά μου απαλά, σαν φυλακτό
την άβυσσο εγώ την γέννησα
και μονάχος τον Άδη στη ψυχή μου κουβαλώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου