Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

ΑΝΑΠΑΥΣΗ
Μέτρα τους χτύπους της φλέβας
Την ώρα που θα φεύγεις…
Φτωχή σκιά, πικρόχολη
αφήνεις πίσω,
να κελαηδάει τους λυγμούς,

μαύρο αηδόνι

Στα βάτα φούντωσ’ η πυρκαγιά
στα δύσβατα βουνά.

Ψηλότερες οι φλόγες απ’ τα ελάτια
κι οι καπνοί, δοξολογίας λιβάνι στον αέρα,
π’ ευλαβικά
κρατεί σου την εικόνα,
στους ορίζοντες πάνω,
των ακτών ναν η τροφή

Μες την καρδιά σ’ ανάρτησα,
λιόλουστη ήσουνα φοβέρα,
που λαμπυρίζει μια αστραπή,
τον ιδρώτα και το αίμα.
Να γείρω θέλω
(με κούρασε η ζωή)
στο χώμα το σκληρό
για τον στερνό τον ύπνο
Μα τα πλατάνια 
δεν με ξέρουν πια
φοβηθήκανε τον πόνο,
σαν χυθεί από το στόμα,
μήπως τις ρίζες κάψει
μήπως κάποιος κλώνος μαραθεί.

Γι αυτό την αγκαλιά σου
έψαξα
να ξαποστάσω
να ξεχαστώ
σ’ ένα ταξίδι
στη θέρμη του αγκώνα
στη δύναμη του γυναικείου μπούστου.

Ξέρω 
τον πόνο δεν θα φοβηθείς
τον λαχτάρησε
 παρέκει 
σε πλακόστρωτες ανηφοριές,
σε κάποια κρύα μέρα,
σ’ ένα γέλιο,
σ’ ένα μπαλόνι,
σε κάποια Αποκριά.

Σερπαντίνες γινήκαν τελικά
τα όνειρα και οι ελπίδες
μιας ώριμης αγάπης,
μιας ηδονής πικρής,
στ’ Άπειρου το χάδι.

Τον μέσα μου άντρα,
δέξου λοιπόν
νανούρισέ τονα γλυκά,
ξαπόστασέ του
τα δυοσμομύριστα βλέφαρα,
φίλα του τ’ αλατισμένα χείλη.

Πάρε λίγο αλάτι,
κράτα το για φυλακτό,
τάισε στα ύστερα
τα πεινασμένα
του χειμώνα μας σπουργίτια.

Δως τους ψίχουλα να φάνε,
στοργικά,
πολλά θα βρεις
μέσα στις φλέβες
Θάναι το πάθος που ‘χει μείνει
την ύστατη
την θαλερή την ώρα
Βγάλε το πουκάμισο
να φανούν τα άσπρα στήθια,
τη φούστα σήκωσε ψηλά
στα μακριά, μαρμάρινά σου πόδια,
ο ήλιος να σε πάρει

Γύρισ’ ανοικτές τις ποθητές σου τις παλάμες
να τις δει το φως, 
τον αφαλό σου
που κάποτε σου ‘δινε τροφή,
χάρισέ τον
στα ψηλότερα βουνά,
στα χιονοσκέπαστα….


Στον Όλυμπο…
Στον Ψηλορείτη…
Στον Ταΰγετο…  


Και σαν το θάρρος τους 
μαζέψεις στα πνευμόνια,
νανούρισέ με, μ’ ένα θρήνο.
Μ’ ένα αγκομαχητό
ίσως κάπου - κάπου μ’ ένα λυγμό.
Φοβάμαι μη κάποτε ξεχάσεις
το λόφο που
ο τάφος μου
θα φέγγει την ξανθιά σου μέρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου